Προηγούμενα:
1ο μέρος: Στο ξέφωτο βαδίζοντας προς την κλειστή πόρτα
2ο μέρος: 'Ποτέ ξανά' έγραφε η πόρτα που δεν ήταν εκεί νωρίτερα
3ο μέρος: Όπου οι μέρες γέλασαν κι έτρεξαν μακριά
31. Το ξημέρωμα είναι δική μας υπόθεση
32. "Είμαστε τα λουλούδια στον σκουπιδοτενεκέ"
Μισοξαπλωμένος στο κρεβάτι μου, με τις αρβύλες του να κρέμονται από το κάγκελο όσο απολαμβάνει το Κάμελ που μου τράκαρε –προσπαθεί να στείλει σήματα τις τουλούπες καπνού, δεν τα καταφέρνει κι άσχημα. Κοιτάζω την αφίσα πάνω από το κεφάλι του, «Ζνορτ!», μουγκρίζει η αφίσα -δε βγαίνει νόημα.
«Κατάλαβες;» λέει τελικά.
Κατάλαβα.
«Κι εσύ τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα;» ρωτάω.
«Ξέρω ‘γω; Έχω μια θειά στην Καλιφόρνια, από το σόι της μάνας μου –λέω να ψάξω κατά κει για μεταπτυχιακό, όλο και κάποιο πανεπιστήμιο θα παίζει», απαντάει σκεφτικά ο Πέτρος.
«Στην Καλιφόρνια; Τι μεταπτυχιακό θα κάνεις εκεί πέρα; Ηλεκτρόλυση παραισθησιογόνων;» γελάω.
«Ακόμα κι αυτό –κάτι τέλος πάντων», μουρμουρίζει.
Έχει έρθει να μου πει τα καθέκαστα, ο Τάκης έγινε δεκτός για μάστερ σε τρία αμερικάνικα πανεπιστήμια –«όσο κουβεντιάζαμε να την κοπανήσουμε για κάποιο αγρόκτημα στην επαρχία, αυτός ο πούστης συμπλήρωνε αιτήσεις για υποτροφία», έτσι το έθεσε. «Αγάπα τα ελαττώματα με τους φίλους σου», καταλήξαμε.
«Άρα, είσαστε να την πουλεύετε και οι δυο σας», συμπεραίνω.
«Από σιγά-σιγά...»
«Μάλιστα. Καλή φάση –θα πηδήξετε και το στρατιωτικό για κάνα δυο χρονάκια...»
«Ναι κι αυτό...»
«Και μετά;»
«Τι ‘μετά’;» με κοιτάζει παραξενεμένος. «Δεν υπάρχει ‘μετά’ –ποιος ασχολείται;»
Δίκιο έχει.
«Πες μου για το ταξίδι», τον παροτρύνω. Επειδή, τις μέρες της κατάληψης κάπως τους κάθισε και φόρτωσαν ζλίπι-σκηνή στο αμάξι του πατέρα του Τάκη, μετά φόρτωσαν το αμάξι σε πλοίο στο λιμάνι της Πάτρας και περάσανε απέναντι. Τουρ στην Ιταλία, επιστροφή μέσω Γιουγκοσλαβίας στεγνοί από φράγκα.
«Είπαμε να κάνουμε κάτι οι δυο μας, δηλαδή ο Τάκης το πρότεινε –λόγω που θα χαθούμε σύντομα. Του έδωσε αμάξι ο γέρος, μποναμά επειδή τον δέχτηκαν τα αμερικάνικα πανεπιστήμια... Πέντε μέρες το ‘πήγαινε’, δεκαπέντε το ‘έλα’ –καλή φάση. Η Ιταλία δε λέει μία, αυτοκινητόδρομοι του χάους και βρώμικες πόλεις, πανάκριβη χώρα. Κοιμόμασταν στο αμάξι κυρίως, αλλά, άκου τι έγινε έξω από τη Ρώμη. Έχουμε στήσει τη σκηνή στο πλάι της οτοστράντα, νύχτα, ξαστεριά –είπαμε να ισιώσουμε λίγο από το στρίμωγμα του αυτοκινήτου. Δεν προλαβαίνουμε να αποκοιμηθούμε κι ανοίγουν οι ουρανοί, έτσι στο άσχετο, καρέκλες, καναπέδες, πολυθρόνες, είδη προικός... Δε μας παίρνει να μείνουμε στη σκηνή γιατί φοβόμαστε οτι θα μας παρασύρει το ρέμα και θα φτάσουμε Τίβερη ας πούμε. Πρέπει να μαζευτεί η σκηνή και να χωθούμε στο αυτοκίνητο –έχω την καταπληκτική ιδέα να βγάλουμε τα ρούχα μας όσο μαζεύουμε για να μη γίνουν μουσκίδια –σωστός;»
«Δηλαδή διπλώνετε σκηνή ολόγυμνοι στη μέση της νύχτας;»
«Έτσι ακριβώς!»
«Με τα τσουτσούνια να καμπανίζουν;»
«Ούτε μπροστά να ήσουνα!»
«Παρακάτω».
«Όχι παρακάτω. Εκεί δίπλα, στα πέντε μέτρα περνάει ένα τρένο, είκοσι βαγόνια μακρύ! Γιατί μέσα στο σκοτάδι δεν πήραμε χαμπάρι οτι στήσαμε δίπλα στις γραμμές –περνάνε λοιπόν και βρισκόμαστε να χαιρετάμε τους αγουροξυπνημένους επιβάτες σε στυλ ‘θαυμάστε τους ιθαγενείς’!»
«Έλα ρε!»
«Ναι, κανονικά. Οι πρώτοι δεν μας παίρνουν είδηση, αλλά, όσο περνάνε τα βαγόνια γίνεται κινούμενη κερκίδα η υπόθεση, στο τέλος είχαν ανοίξει παράθυρα και χειροκροτούσαν. Μέχρι χαρτοπετσέτες και πλαστικές σακούλες μας πέταξαν!»
Σβήνει το τσιγάρο, σηκώνεται να ξεμουδιάσει.
«Ζόρικη φάση», παρατηρώ.
«Στη Γιουγκοσλαβία τα είδαμε όλα, φοβερά μέρη, καταπληκτικές γυναίκες –βρεθήκαμε σε μια πλατεία, πιάσαμε κουβέντα με φοιτητές. Και φοιτήτριες φυσικά. Ωραία παιδιά, πέντε μέρες στη σειρά μας ταΐζανε και μας ποτίζανε –ντραπήκαμε και φύγαμε. Πριν τα σύνορα μας λυπήθηκε κάποιος αγρότης, μας πήγε σπίτι του να ξεκουραστούμε...»
«Όμορφα πράγματα», παρατηρώ.
«Μαλακίες. Χάλια ήταν», με προσγειώνει.
«Πως αυτό;» απορώ.
«Επειδή μετράμε ανάποδα τις μέρες ρε μαλάκα».
«Μια ζωή έτσι δεν κάναμε;»
«Τώρα είναι αλλιώς».
«Αλλιώς;»
«Κάνεις οτι δεν καταλαβαίνεις μου φαίνεται. Τότε μετράγαμε προς το τέλος, τώρα μετράμε προς το μέλλον –υπάρχει διαφορά!»
«Θες να πεις οτι υπάρχει μέλλον τελικά;»
«Δυστυχώς».
«Στ΄αρχίδια μας νομίζω. Εμείς δεν θα είμαστε εκεί να το δούμε».
«Νομίζεις!»
Δε λέμε τίποτα άλλο –ανοίγω τηλεόραση και χαζεύουμε τα παιδικά, «Σουσάμι άνοιξε» ή κάτι παρόμοιο.
Βαριόμαστε σύντομα. Κλείνω το δέκτη, σκαλίζω δίπλα στο πικάπ, καταλαβαίνω οτι δεν έχει όρεξη να μιλάμε άλλο. Βάζω δίσκο. «Δεν θυμάσαι τι πρέπει να πεις/ δεν θυμάσαι τι πρέπει να κάνεις/ δεν θυμάσαι που πρέπει να πας/ δεν θυμάσαι τι πρέπει να διαλέξεις/ Κατρακυλάς, κλέβεις, νιώθεις, γονατίζεις/ Όλοι οι μαστουρωμένοι/ τριγυρνάνε φορώντας χιτώνες από γλυκόριζα/ Δεν μπορώ να διστάσω/ και δεν μπορώ να περιμένω/ για το Δρόμο της Απόλαυσης».
Χτυπάει η πόρτα διστακτικά, κοιτάζουμε ταυτόχρονα –δεν έχουμε όρεξη να απαντήσουμε. Η πόρτα ανοίγει –μπαίνει η Έλσα, κάπως αμήχανη επειδή δείχνουμε ενοχλημένοι. Δεν είναι ακριβώς έτσι, αλλά τέλος πάντων. Όταν βγήκα από την κατάληψη –δηλαδή, όχι εκείνη τη μέρα.... κάποια μέρα πέρασα από τους φίλους μου που είχαν αναλάβει να φροντίσουν την Έλσα. Την βρήκα ροδοκόκκινη να προσέχει το πιτσιρίκι του ζευγαριού, μια Έλσα πολύ χαρούμενη, άνετη σχεδόν. Την πήρα από εκεί πέρα, να μη γίνεται φόρτωμα –δεν ήθελε να γυρίσει σπίτι της, μίλαγε κάθε μέρα στο τηλέφωνο με τη μάνα της, «είμαι καλά, μην ανησυχείς, μη με ψάχνεις –κάποτε θα γυρίσω». Την έφερα σπίτι μου, τι άλλο να ΄κανα; Η δικιά μου η μάνα την αντιπάθησε πλήρως, «απολειφάδι και νευρόσπαστο –καμιά σχέση με την άλλη, είχε έναν αέρα εκείνη!» Ναι, αυτός ο αέρας μας πήρε και μας σήκωσε –χέσε μας ρε μάνα!
Η Έλσα ήταν ήσυχη, διακριτική και ανέλπιστα καλή στο κρεβάτι –τελικά αποφάσισε οτι δεν χρειαζόταν «να με ξεπεράσει» βιαστικά, πήρε τον χρόνο της. Κάποια συμβατική σχέση.
«Το ηλιοβασίλεμα σού θυμίζει πετρωμένα σύννεφα/ νόμιζες οτι πέταγες μέχρι που άνοιξες τα μάτια σου/ και βρήκες τον εαυτό σου να πέφτει πίσω στα χτεσινά ψέματα/ Γεια σου Δρόμε της Απόλαυσης, το ξέρεις οτι εκείνη θα ξαναγυρίσει/ Κατρακυλάς, κλέβεις, νιώθεις, γονατίζεις».
«Τι ακούτε;» ρωτάει η Έλσα.
«Τιμ Μπάκλεϊ –κάτσε», λέω εγώ.
«Ωραίο είναι», σχολιάζει όσο στριμώχνεται δίπλα μου.
«Άκου παρακάτω», της κάνω νόημα να σωπάσει όσο η βελόνα κυλάει στο ενδιάμεσο αυλάκι.
«Σε είδα να περπατάς/ μόλις χτες/ όταν έτρεξα να σε πιάσω/ εξαφανίστηκες/ και ο δρόμος έμεινε γκρίζος/ Το κερί έσβησε/ τώρα που έχεις φύγει/ γιατί η φλόγα ήταν πολύ φωτεινή/ τώρα που έχεις φύγει/ Σ΄άκουσα να γελάς/ μ΄εκείνο το γέλιο σου από χρυσάφι/ όταν σε φώναξα/ η σιωπή μού απάντησε/ και ο αέρας έμεινε παγωμένος/ Το κάστρο έπεσε/ τώρα που έχεις φύγει/ δεν χτυπάει πια η καμπάνα/ τώρα που έχεις φύγει/ Βρήκα ένα γράμμα/ τη μέρα που έβρεχε/ όταν πήγα να το ανοίξω/ στα χέρια μου απόμεινε/ μόνο στάχτη».
«Δεν είναι για μένα αυτό», μουρμουρίζει η Έλσα.
«Εντάξει, αλλά πρέπει να ξέρεις», της λέω.
«Έχω βαρεθεί να μαθαίνω –εσύ δε μπούχτισες να μου τα λες;» φορτώνει εκείνη.
«Πάμε πουθενά έξω;» πετάγεται ο Πέτρος. «Θα πάθουμε τυφλοποντικίαση εδώ μέσα...»
Είναι κι αυτό μια λύση.
Ο Τάκης μας περιμένει στο ΙΓΚΛΟΥ, όχι μόνος, αγκαλιά με μια πιτσιρίκα –ομιχλωδώς γνώριμη. Όταν βλέπει την Έλσα πλακώνεται στα καφριλίκια, τη θυμάται από την κατασκήνωση –πολλά γέλια. Πλευρίζω τον Πέτρο.
«Ποια είναι αυτή ρε;»
«Δεν τη θυμάσαι;» γελάει.
«Για να ρωτάω!»
«Κορίνα!» με διαφωτίζει.
«Του μπόουλινγκ;» απορώ. Επειδή κάπως γεματούλα η μικρή, αλλά ζόρικη γκόμενα –αμέτρητα σκουλαρίκια.
«Μα τι μαλάκας!» ξεφυσάει ο Πέτρος. «Κορίνα η αδερφή της Άννυς που την είχε ερωτευτεί από αρχαιοτάτων ο Τάκης! Και την πήδηξε στο άσχετο ο Αλέξης...»
Ξύνω το κεφάλι –κάτι μου θυμίζει το σκηνικό. Δηλαδή, εντάξει, την Άννυ τη θυμάμαι –σαχλογκόμενα αλλά δεν έχει σημασία. Αυτή την Κορίνα....
«Δίνω ακόμα ένα στοιχείο –της έκανε ιδιαίτερα ο Τάκης, την είχαμε δει στο πάρτι της Άννυς πριν....»
Κάτι ξεμπερδεύω από το κουβάρι –ένα πάρτι σκέτη κρεμάλα, φέραμε ποτά στη ζούλα επειδή στην κουζίνα παραμόνευαν οι γέροι, σπασμένα βάζα και η Άννυ να στριγκλίζει, κάπου εκεί δίπλα στην καρό ταπετσαρία ένα κοριτσάκι μαζεμένο...
«Έλα ρε!» κάνω έκπληκτος. «Αυτή είναι πολύ μικρή ακόμα!»
«Τη βλέπεις για πολύ μικρή;» μου κλείνει μάτι ο Πέτρος.
Τώρα που το λέει...
«Λοιπόν, όσο εσείς αναλύετε τα αναλλοίωτα εγώ λέω να πάρω τα κορίτσια μαζί μου –χρειάζομαι τη βοήθειά τους», ανακοινώνει ο Τάκης.
«Πως αυτό; Δε σου φτάνει η μία; Θες δυο για να σου σηκωθεί πλέον;» χώνεται ο Πέτρος.
«Όχι βλάκα –θέλω δυο για να ικανοποιηθώ, η μία θα μου κλατάρει», γκαρίζει ο Τάκης.
«Έλα πάμε ρε σαχλαμάρα!» κακαρίζει η Κορίνα.
Μένουμε πίσω σαν τους γέρους του Μάπετ σόου.
«Τι παίζει για σήμερα;» τον ρωτάω.
Ανασηκώνει τους ώμους.
«Κυριακή δεν είναι;» απορεί.
Σωστός. Κυριακή βράδυ –σινεμά, αυτό είναι νόμος.
«Που;» ξαναρωτάω.
«Κέντρο. Έχει βγει ένα ελληνικό. ‘Η νύχτα της μεγάλης συνάντησης’», λέει ο Πέτρος.
«Κι εμείς τι ρόλο βαράμε; Γιατί να ενοχλήσουμε;» απορώ.
«Επειδή το έργο έχει και υπότιτλο...»
«Που λέει;»
«Όνειρα πάνω σε μια Γιαμάχα!»
«Γεγονός;» αλληθωρίζω.
Κουνάει το κεφάλι. Τη βλέπω για εντελώς κανιβάλισμα τη φάση.
«Μέσα!» επικροτώ.
«Που διάολο πήγαν;» αναρωτιέται ο Πέτρος.
«Όπου και να πήγαν, θα ξανάρθουν», λέω.
«Αναπόφευκτο», συμφωνεί.
Περιμένουμε έξω από το ταμείο του σινεμά, η προηγούμενη παράσταση δεν έχει τελειώσει ακόμα. Έχουν κρεμάσει ένα μαύρο πανό με άσπρα γράμματα πάνω από τον καθρέφτη του φουαγιέ.
«Φεύγοντας θυμήσου να το σουφρώσουμε», κάνω νόημα στον Τάκη.
«Εννοείται!» χαμογελάει. Μετά με παίρνει αγκαζέ, πάμε παραδίπλα.
«Τι συμβαίνει;» αναρωτιέμαι.
«Εσύ θα μου πεις. Πως την είδες; Επαναστάτης χωρίς αιτία και η Έλσα σωσίας της Νάταλι Γουντ;» σφυρίζει στο αυτί μου.
«Εννοείς;»
«Κατά πρώτον, τι σ΄έπιασε και μαντρώθηκες κοντά ένα μήνα στο Πολυτεχνείο; Και κατά δεύτερον, τι δουλειά έχεις με το κοριτσάκι;»
Τον σπρώχνω πίσω ελαφρά, δεν έχω όρεξη για καυγάδες.
«Την είδα οτι θα ρίξουμε το κατεστημένο ρε κορόιδο –τι νόμισες; Φακ δε σύστεμ, φακ δε οθόριτις –κάπως έτσι. Κι αφού κάναμε την επανάσταση είπα ν΄αράξω για ξεχειμώνιασμα με την Έλσα –πως με βρίσκεις; Άστο, δε χρειάζεται να μου πεις –ασχολήσου καλύτερα με την φοίτησή σου στο Εμ Αϊ Τι, το Γιου Σι Ελ Έι και το Ελ Ες Ντι».
Με κοιτάζει χαμογελαστός.
«Τι παπαριές είναι αυτές τώρα; Τι περίμενες δηλαδή; Να κάτσω εδώ σα βλάκας; Να περιμένω το φαντάρικο; Ή ν΄ανοίξω αγροκτήματα Αρόζα με τον άλλον;»
«Ο άλλος πάντως το περίμενε!» παρατηρώ.
«Φούμαρα!» γελάει και φεύγει βιαστικά.
Μένω να τον κοιτάζω όσο απομακρύνεται –βγάζει εισιτήρια για όλους μας και κάνει νόημα να προχωρήσουμε προς την αίθουσα. Κόσμος βγαίνει από την προηγούμενη παράσταση, δεν βιάζομαι επειδή είμαι σίγουρος οτι δεν θα τον προλάβω –θα τον χάσω έτσι που απομακρύνεται.
«Έλα –τι έπαθες;» με πιάνει από το χέρι η Έλσα.
«Τίποτα –όλα εντάξει», απαντάω. «Απλά δεν έχω διάθεση...»
«Αν θέλεις, μπορούμε...» ξεκινάει να πει.
«Όχι δεν θέλω», την κόβω. «Πάμε μέσα».
Η ταινία είναι μια μπαρούφα μεγατόνων –πομπώδεις ατάκες, μία κάθε δέκα λεπτά και μετά μουγκαμάρα, υπόθεση της πυρκαγιάς, υπαρξιακά αδιέξοδα του κώλου.
«Τι είπε τώρα;» με σκουντάει ο Τάκης.
«Ξέρω ΄γω; Κάτι για νυχτερινά ιντερλούδια», ψιθυρίζω επειδή οι φωνές βγαίνουν σαγρέ από τα ηχεία.
Σκάνε τότε μερικές μηχανές της περασμένης δεκαετίας –κάτι σούργελα με κασκαντέρ της δεκάρας.
«Χώστα μεγάλε!» πεταγόμαστε όρθιοι από τις θέσεις μας.
«Ρίξτους στ΄αυτιά!»
«Ρε μαλάκα –που ακούστηκε κόντρα να ξεκινάει με σούζα;»
«Είναι η γνωστή σουζόκοντρα –την καθιέρωσε ο Στηβ Ντούζος!»
«Α, καλά....»
«Θα πέσει αυτός!»
«Μακάρι –μπας και γλιτώσουμε».
«Δεν έπεσε ρε!»
«Δεν έπεσε γιατί δεν είναι ο ίδιος. Ο προηγούμενος είχε μαρσπιέδες στα ψαλίδια –αυτός τους έχει στα σκελετά».
«Θα πάψετε πια εκεί πέρα; Θέλουμε να δούμε την ταινία!»
Γυρίζουμε απότομα –δυο σειρές πίσω μας ένας αχτένιστος αγριοκοιτάζει.
«Τι θέλει αυτός ρε;»
«Να δει την ταινία!»
«Ε, και τον εμποδίζουμε δηλαδή αν μιλάμε;»
«Ξέρω ΄γω; Μπορεί να βλέπει με τ’ αυτιά –τι να πω!»
«Παλικάρι –εξωγήινος είσαι;»
«Αν έρθω εκεί θα σου πω τι είμαι!»
«Γιατί, από κει που είσαι δεν μπορείς;»
«Δεν μπορεί ρε –είναι εξωγήινος!»
«Αποσυντονίζει στις μεγάλες αποστάσεις –έτσι είναι αυτοί!»
«Λες να ΄χει και τ΄αρχίδια στη μασχάλη;»
«Θα σκάσετε ρε ή να φωνάξω την ταξιθέτρια;»
«Ήταν καλή η ταξιθέτρια; Δε θυμάμαι....»
«Ποια ταξιθέτρια, κορόιδο! Ένα άτομο έχει ο σινεμάς, εισιτήρια, κυλικείο, μανιατό προβολής!»
«Σκασμός γαμώτο!»
Ο Τάκης σηκώνει τους ώμους και την πέφτει απότομα στην Κορίνα.
«Έλα ρε μαλάκα, μη μου ξεκουμπώνεις το σουτιέν!» διαμαρτύρεται εκείνη.
«Δηλαδή τι; Να πάω κατευθείαν στη φούστα;» απορεί ο Τάκης.
Η Έλσα κατουριέται στα γέλια, ο Πέτρος πανηγυρίζει.
«Γαμήθηκε ο ηλίθιος –γαμήθηκε ολοσχερώς!»
Τον κοιτάζω.
«Ο τύπος με το Εξ Τι –γκρεμοτσακίστηκε στο ίσωμα», με διαφωτίζει.
Εκεί πάνω σκάει ένας ξεκούμπωτος βρωμιάρης.
«Γιατί κάνετε φασαρία ρε; Εμποδίζετε τους ανθρώπους που θέλουν να παρακολουθήσουν!» μουγκρίζει.
«Πέστα!» επικροτεί ο αχτένιστος από την πίσω σειρά.
Σηκώνομαι φροντίζοντας να μην αφήνω κανέναν από πίσω μου να βλέπει ολόκληρη την οθόνη.
«Και ποιος είσαι εσύ ρε θείο, που θες να κάνουμε ησυχία;» ρωτάω.
«Ο ιδιοκτήτης είμαι –και βγάλτε το σκασμό μη φωνάξω αστυνομία».
Βάζω τα χέρια στις τσέπες, τον κόβω.
«Ο ιδιοκτήτης ε; Δηλαδή εσένα πληρώσαμε για να δούμε αυτή τη φόλα;»
Ο ξεκούπωτος κοκκινίζει έτοιμος να βρίσει.
«Σε ψάχναμε!» του λέω. «Θα μας τα ακουμπήσεις εδώ ή να περάσουμε από το ταμείο;»
«Τι μου τσαμπουνάς τώρα;» φουρκίζεται ο τύπος.
«Τα λεφτά μας πίσω –αυτό λέω. Η ταινία δε βλέπεται και, εντάξει, γι΄αυτό δε φταις εσύ –φταίνε οι απατεώνες που τη γυρίσανε. Αλλά δεν ακούγεται κιόλας τίποτα –μιλάνε οι ηθοποιοί και νομίζουμε οτι γουργουρίζουν γατιά. Λοιπόν, πως το νιώθεις; Θα μας τα σκάσεις εδώ ή να έρθουμε έξω;»
«Ρε δε γαμιέστε τσόγλανοι που θέλετε και τα λεφτά σας πίσω!» αφρίζει ο βρωμιάρης.
Κάθομαι πάλι κάτω –απλώνω τα πόδια στο μπροστινό κάθισμα.
«Ακούς εξωγήινε;» φωνάζω προς τα πίσω. «Ή σε εμποδίζει η τσίμπλα στο μάτι;»
«Έχει πολύ ακόμα;» ρωτάει ο Τάκης.
«Εικοσάλεπτο σίγουρα», υπολογίζω.
«Εντάξει προλαβαίνουμε!» πανηγυρίζει και ξαναπέφτει πάνω στην Κορίνα.
«Μη ρε! Γαργαλιέμαι!» τσιρίζει εκείνη.
«Ε, δεν τρώγεστε!» φωνάζει ο τύπος από την πίσω σειρά και σηκώνεται να φύγει τσαντισμένος.
«Μείνανε πολλοί ακόμα;» ρωτάω τον Πέτρο.
«Κάτσε να μετρήσω», λέει και γυρίζει προς τα πίσω, αλλά το κάθισμά του είναι ολίγον ερείπιο, οπότε σωριάζεται κανονικά –πόδια ψηλά και σφηνωμένος.
Η Κορίνα με την Έλσα παθαίνουν παροξυσμό, ο Τάκης ουρλιάζει, «ένα γιατρό, ένα γιατρό γρήγορα!»
«Ρε μάγκες, τελικά έφταιγε η οπτική μου που δεν κατανοούσα την ταινία», σχολιάζει ο Πέτρος. «Τώρα που τη βλέπω στο πιο κωλοβιδωτό –νομίζω οτι έχει πολλά κρυφά νοήματα».
«Την τσίχλα στη μπροστά καρέκλα βλέπεις, ηλίθιε –όχι την οθόνη!» φωνάζει ο Τάκης.
«Ααα, είπα κι εγώ!» ησυχάζει ο Πέτρος. Για να ξεσφηνώσει από τη σπασμένη θέση του, ούτε λόγος βέβαια!
Όταν τελειώνει η ταινία στέλνουμε τον Πέτρο να μπαλαμουτιάσει τον ιδιοκτήτη κι εμείς κατεβάζουμε το μαύρο πανό.
«Δίπλωσέ το και πιάστο με τα χταπόδια», μου κάνει νόημα ο Τάκης.
Ξεκινάμε τις μηχανές, βγαίνει ο Πέτρος, του κάνουμε νόημα και φεύγουμε σφαίρα. Δεν υπάρχει καλύτερο πράγμα από μια κουλτουριάρικη ελληνική ταινία για το βράδυ της Κυριακής. Μετά όλα σου φαίνονται οτι τρέχουν με δαιμονισμένους ρυθμούς.
Γίνεται τώρα αυτό το σκηνικό, επειδή αποφασίσαμε να πιούμε ένα ποτό πριν το διαλύσουμε γι΄απόψε –αποφύγαμε την πλατεία επειδή ακούγονται άσχημα πράγματα τις τελευταίες μέρες, καταλήξαμε παραλιακά. Διαλέξαμε ένα από τα μπαράκια στους μέσα δρόμους –έλα όμως που κάποιος έχει βάλει κλειδωμένες μπάρες στο πεζοδρόμιο για να μην ανεβαίνουν οι μηχανές!
«Τι είναι αυτά ρε; Σε λίγο θα μας γαμήσουν κιόλας –δεν αφήνω τη μηχανή στο δρόμο να μου τη σαρώσει κανένας αυτοκινητάς!» φουντώνει ο Τάκης καθώς κατεβαίνει. Η Κορίνα τον ακολουθεί, εμείς μένουμε στις μηχανές μας.
Τότε τους βλέπουμε να πλακώνουν τις μπάρες στα κλωτσίδια –φοράνε και οι δυο τους Ντοκ με σίδερο μπροστά, γίνεται κολασμένος θόρυβος.
«Να τον μαζέψουμε ή να κρατήσουμε τα μπόσικα;» ρωτάω τον Πέτρο.
«Το δεύτερο», λέει ενώ παίρνει θέση.
Οι μπάρες έχουν κάτι ελάσματα που τις κρατάνε όρθιες –όχι πολύ γερά ελάσματα όπως φαίνεται. Και όλα θα πήγαιναν πρίμα αν δεν εμφανιζόταν ο φουσκωτός του μαγαζιού.
«Τι κάνετε εδώ;» σκυλιάζει.
«Εσένα τι σου φαίνεται να κάνουμε; Χώρο για να παρκάρουμε τις μηχανές –αυτό κάνουμε», μουγκρίζει ο Τάκης.
«Οι μπάρες είναι του μαγαζιού!» λέει ο κτήνος.
«Και το πεζοδρόμιο είναι ολονών –τι καταλαβαίνεις τώρα;» πετάγεται ο Πέτρος.
Βλέπουμε τον μπράβο να χώνεται μέσα στο μαγαζί, τρέχω στον Τάκη.
«Πάμε ρε πούστη, θα μας λιώσουν εδώ πέρα», τον τραβάω.
«Άσε με να το γαμήσω το παλιοσίδερο!» ουρλιάζει.
«Δε σου φταίει τίποτα η Κορίνα», ψιθυρίζω και τον σπρώχνω προς τη μηχανή του, φεύγουμε οριακά –επειδή ήδη βγαίνουν κάτι Ούνοι από το μαγαζί, έτοιμοι για όλα. Προλαβαίνω να δω οτι την κάνανε τη ζημιά ο Τάκης και η Κορίνα –αποχωρούμε κορνάροντας.
Και καταλήγουμε σε ένα μπαρ της δυστυχίας –πίσω από τους καπνούς διακρίνω μερικούς γνωστούς από τη γειτονιά μου, αλλά, στην κατάσταση που είναι, δε νομίζω οτι με βλέπουν κι εκείνοι.
«Τι σου ΄ρθε ρε μαλάκα;» ρωτάω τον Τάκη.
«Μου ΄ρθε –μην το ψάχνεις...» μουρμουρίζει.
«Δεν φταίνε οι μπάρες για όλα αυτά, ξέρεις», του λέω.
«Όσοι δε φταίνε –πληρώνουν», απαντάει.
«Κι όσοι φταίνε;»
«Κι όσοι φταίνε, το ίδιο και χειρότερα –δεν στα ‘πανε;»
Ανάβω δυο τσιγάρα, το δίνω το ένα –αράζουμε στα ποτά μας. Η Έλσα με την Κορίνα έχουν πιάσει την κοριτσοκουβέντα, τις παρακολουθούμε και χαιρόμαστε πολύ. Ο Πέτρος βρήκε ένα στόχο με βελάκια –έχει ξεσκιστεί εκεί πάνω, μέχρι να εμφανιστούν δυο λεβέντες που θέλουν να παίξουν στοίχημα. Έρχεται λοιπόν στο τραπέζι μας, ξανακάθεται.
«Τι γίνεται εδώ πέρα; Οι κυρίες μιλάνε για μπικουτί και οι κύριοι για μπάλα;» χαμογελάει.
«Είμαστε μικροαστούληδες γι΄αυτό!» του επισημαίνω.
«Έχω πρόβλημα», λέει ο Τάκης.
«Πρόβλημά σου!» τον γειώνει ο Πέτρος.
«Πάμε παρακάτω», μουρμουρίζω.
«Είμαι δαγκωμένος κάργα με την Κορίνα», συνεχίζει ο Τάκης σα να μην τρέχει τίποτα.
«Εντάξει –κι εγώ κουμπάρος», τον διαβεβαιώνω.
«Την τύφλα σου μέσα!» φορτώνει ο Τάκης. «Εντάξει, ο άλλος είναι χάπατο, αλλά ούτε εσύ δεν το πιάνεις το θέμα;»
«Μα δεν καταλαβαίνεις; Τίποτα δεν καταλαβαίνεις πια;» μαϊμουδίζει ο Πέτρος κοιτάζοντάς με δήθεν επικριτικά.
«Ε;» κάνω σα χάχας.
«Ρε ζώα σας λέω οτι έχω τσιμπηθεί με τη γκόμενα κι αυτό είναι προμπλέμα γκράντε! Επειδή μετά το καλοκαίρι φεύγω για Αμέρικα, μαλάκες!»
«Ε και; Φοβάσαι μη στα φορέσει;» γελάει ο Πέτρος.
«Ας κάνει οτι γουστάρει –χέστηκα όσο δε θα ξέρω. Δεν φοβάμαι για εκείνη, για μένα φοβάμαι», ψιθυρίζει ο Τάκης.
«Δηλαδή, μην την κερατώσεις και πως θα την ξανακοιτάξεις στα μάτια;» κάνω χαζά.
«Ναι, αυτό –μην το γελάς καθόλου», απαντάει ο Τάκης.
«Τι λε ρε παιδί μου! Τόση ηθικότης! Πάω να ξεράσω κι επιστρέφω», ξεκαρδίζεται ο Πέτρος.
«Κοίτα –η υπόθεση έχει το παραμύθι της, σωστά; Και το παραμύθι είναι που μας κρατάει, αν το χάσουμε, βαράμε φαλιμέντο. Σωστά;» επιμένει ο Τάκης.
«Ότι θες–ο γιατρός μας είπε ...» ξεκινάει ο Πέτρος.
«Κόφτο μωρέ!» φορτώνει ο Τάκης.
«Δεν είναι μόνο αυτό –έτσι;» τον ρωτάω.
«Όχι, δεν είναι μόνο αυτό», παραδέχεται. «Εννοώ... εντάξει, το παραμύθι δεν είναι μεν αδιάβροχο, αλλά μπορούμε να το κρατήσουμε –αλληθωρίζοντας στις δύσκολες ώρες...»
«Καλά το πας», επικροτώ. «Προχώρα τώρα στο παρασύνθημα».
«Υπάρχει λοιπόν η γυναίκα της ζωής μου και αυτή δεν είναι η Κορίνα. Ακόμα χειρότερα, έχω την εντύπωση οτι θα βρω τη γυναίκα της ζωής μου στο Αμέρικα», ψιθυρίζει ο Τάκης.
«Ενδιαφέρον», σχολιάζω.
«Αυτά όλα τα ξέρει η Κορίνα;» ρωτάει ο Πέτρος.
«Ρε συ, χαλασμένος είσαι; Αν τα ήξερε θα έλεγα οτι έχω πρόβλημα;» ξεσπάει ο Τάκης.
«Αυτό το πράγμα πάντως... οτι θα βρεις τη γυναίκα της ζωής σου στην Αμερική.... έχουμε κάποιες ενδείξεις;» ρωτάω.
«Ξέρω οτι θα τη βρω, άρα θα τη βρω», λέει ο Τάκης.
Σωστός. Πάντα βρίσκεις ότι ψάχνεις –αν και μερικές φορές εύχεσαι να μην το είχες ψάξει.
«Εσύ;» πετάγεται ο Πέτρος κοιτάζοντάς με.
«Τι ‘εγώ’; Η γυναίκα της ζωής μου κι έτσι;» αναρωτιέμαι καθαρά για λόγους καθυστερήσεων.
«Εγώ, ας πούμε, ξέρω οτι δεν υπάρχει γυναίκα της ζωής μου –όλες κάπου θα μου τη σπάσουν, όλες λειψές κι αυτό είναι το πρόβλημα. Να εξασφαλίσω έξοδο κινδύνου, με το ‘καλημέρα΄», λέει ο Πέτρος.
«Καλά, εσύ είναι μαλάκας με πατέντα», σχολιάζει ο Τάκης.
«Η γυναίκα της δικής μου ζωής είναι απλησίαστη», λέω.
«Και η Άλεξ;» ρωτάει ο Τάκης.
«Αυτό λέω κι εγώ», απολογούμαι.
«Τι πάθατε εσείς; Σα συνταξιούχοι στο πάρκο μοιάζετε –να φέρω τίποτα πάπιες για τάισμα;» κοροϊδεύει η Κορίνα.
«Κάποιους άλλους θα ταΐσουμε χαστούκια, μπιζουδάκι μου», της εξηγεί ο Τάκης.
Κοιταζόμαστε έκπληκτοι.
«Μπιζουδάκι;» κάνουμε μ΄ένα στόμα.
«Έτσι μας αρέσει!» λέει σταθερά ο Τάκης.
«Εκ του ‘μπιζού’ ή εκ του ‘βυζού’;» ρωτάει ο Πέτρος.
«Άντε ρε παπάρα!» τον σκουντάει ο Τάκης. «Πληρώστε να πάμε παρακάτω!»
«Για τα χαστούκια που έλεγες;» ρωτάω να μάθω.
«Σαφώς!»
«Πως κι έτσι;» κάνει ο Πέτρος.
«Επειδή οι μπάρες υποβαθμίζουν την προσωπικότητά μου και περιορίζουν την ελευθερία μου», ανακοινώνει ο Τάκης.
Κοιταζόμαστε με τον Πέτρο. Συμφωνούμε χωρίς να πούμε λέξη –θα πονέσουμε πολύ απόψε.
Παρκάρουμε τις μηχανές στο πεζοδρόμιο απέναντι από το μαγαζί. Οι μπάρες μας χαιρετάνε αρκετά ξεχαρβαλωμένες.
«Οι δυο σας θα μπείτε πρώτες –άσχετα με μας», λέει ο Τάκης στην Κορίνα και την Έλσα. «Δε θα μπλεχτείτε, σας χρειαζόμαστε για να την κοπανήσουμε, εντάξει;»
Οι κοπέλες συμφωνούν, η Έλσα κάπως τρομαγμένη, η Κορίνα είναι έτοιμη να κατουρηθεί πάνω της από την έξαψη –ο Τάκης τους δίνει τα κλειδιά από τις μηχανές. Μετά περιμένουμε να μπουν μέσα, μετράμε δίνοντάς τους χρόνο.
«Πάμε», λέει ο Τάκης.
«Είσαι σίγουρος;» ρωτάει ο Πέτρος.
«Καθόλου», απαντάει ο Τάκης.
«Πάμε λοιπόν –να σιγουρευτούμε», παρατηρώ.
«... οτι κάνουμε μεγάλη μαλακία», συμπληρώνει ο Πέτρος.
Έχει αρκετό κόσμο μέσα στο μαγαζί αλλά δεν δυσκολευόμαστε να σταμπάρουμε τον κτήνος. Στέκεται δίπλα στο κουβούκλιο του ντιτζέι και μισοκοιμάται όρθιος.
«Πιάσε τρία ουισκάκια τσίλικα», του ξηγιέται ο Τάκης.
Ο τύπος παίρνει φωτιά με τη μία, μπερδεύεται ανάμεσα στο να μας βρίσει και να μας πλακώσει.
«Ίσα μωρή γκαρσόνα –βάλε να πάνε», τον στριμώχνει από την άλλη μεριά ο Πέτρος.
«Θα σας θάψω ρε!» μουγκρίζει ο τύπος και βουτάει εμένα από τους γιακάδες.
Ο Τάκης του σκάει μια στ΄αυτιά, τον σπρώχνουμε μετά και πέφτει παρέα με κάτι ποτήρια. Αλλά είναι γρήγοροι οι καργιόληδες –πριν ανοιγοκλείσουμε μάτι έχουν μαζευτεί τριγύρω μας. Ο κτήνος σηκώνεται βιαστικά.
«Φύγαμε!» ουρλιάζει ο Τάκης και πετάει ένα εύκαιρο ποτήρι μπύρας στον πιο κοντινό του.
Πισωπατάμε σπρώχνοντας, βάζουμε πελάτες μπροστά, όσο οι άλλοι κοπανάνε στον αέρα. Έχουμε λίγα μέτρα για την πόρτα όταν σκουραίνουν τα πράγματα, επειδή μας τέλειωσαν οι πελάτες και αρπάζουμε μπόλικες μπουνιές. Κλωτσάμε έτσι για τη χαρά της συμμετοχής, αλλά κυρίως τις τρώμε. Και τότε σκάει το σύμπαν σε πολύχρωμες γυάλινες σταγόνες. Οι τύποι φρενάρουν ξαφνιασμένοι, οι προθήκες με τα ποτά πίσω από τη μπάρα σκάνε με θόρυβο, κατά τόπους. Ξέρουμε τι έχει γίνει. Κάνουμε ένα μίνι ντου, μετά συνθημάτων, «πίσω ρε τσογλάνια», «άντε γαμηθείτε παλιοχαμούρες» -οι κοπέλες το παίρνουν γραμμή, σταματάνε να πετάνε ποτήρια και κόβουν λάσπη. Τις ακολουθούμε όσο οι άλλοι ανασυντάσσονται.
Στο δρόμο παρακαλάμε όλους τους υπαρκτούς κι ανύπαρκτους θεούς να πάρουν οι μηχανές με την πρώτη –κάποιος απ΄αυτούς μας ακούει και φεύγουμε στο τσακ. Πλάι μας σκάνε μπουκάλια και γαμωσταυρίδια. Περνάμε τρία κατακόκκινα φανάρια μέχρι να σταματήσουμε.
«Ζούμε όλοι;» αναρωτιέται ο Τάκης.
«Ναι –τι κρίμα, έτσι;» γελάει ο Πέτρος.
«Εντάξει τότε, το διαλάμε. Ο καθένας σπίτι του», μουγκρίζει ο Τάκης.
Η Κορίνα πίσω του γελάει υστερικά –από την ώρα που ανεβήκαμε στις μηχανές, κάτι του λέει στ΄αυτί, εκείνος δείχνει να συμφωνεί σκυθρωπός.
«Καληνύχτα ρε σεις», λέω βάζοντας ταχύτητα.
«Κακό ψόφο τσόγλανε», μου εύχεται ο Τάκης γκαζώνοντας.
Για εκατό μέτρα πάμε όλοι δίπλα-δίπλα, μετά στρίβω χωρίς να βγάλω φλας και χάνομαι στους παράδρομους της λεωφόρου. Νιώθω την Έλσα πίσω μου κάπως ασταθή, κόβω ταχύτητα.
«Είσαι καλά;»
«Ναι, εντάξει».
Άψυχη την ακούω, σταματάω στην άκρη του δρόμου και γυρίζω να τη δω. Ένας λεκές από αίμα στο παντελόνι της.
«Τι έγινε ρε γαμώτο;»
«Κόπηκα στο χέρι από κάτι γυαλιά –δεν είναι τίποτα».
Παίρνω το χέρι της, το κοιτάζω –ένα περιποιημένο κόψιμο στην παλάμη. Βλαστημάω μέσα από τα δόντια μου και ξεκινάω φουριόζος. Δεν είμαστε μακριά από το σπίτι.
Αν θες να ξέρεις, ο Τάκης προσπάθησε να ξεφύγει από την παγίδα που έστησε στον εαυτό του. Δεν υπήρχε βέβαια ούτε μία πιθανότητα στο εκατομμύριο –γι΄αυτό άλλωστε και το προσπάθησε.
Αλλά εσύ δεν θες να ξέρεις τίποτα απ΄όλα αυτά.
Egidio Gherlizza- Τζέφυ και Τσέρυ
-
Ο Egidio Gherlizza είναι ένας καλλιτέχνης για τον οποίο μιλούν ελάχιστα,
ωστόσο ο πιο τυχερός χαρακτήρας του, ο αλήτης Σεραφίνο, κατάφερε να γίνει
μια μ...
Πριν από 5 μήνες
30 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Άντε πια... Σαν δόση περιμένουμε την συνέχεια της ιστορίας! 'Waiting For My Man' έχει καταντήσει η φάση!
Διακρίνω μια επιτάχυνση της ροής της ιστορίας... φτάνουμε στο τέλος;
Ναι φίλε -τελευταίο μέρος είναι αυτό, το τρίτο. Μπορεί και να κουράστηκα -δεν είμαι του τόσο μόνιμου.
Υ.Γ.: Στο χρωστάω με τον θάνατο του Λουξ, μου έφτιαξες τη μέρα κουφάλα! Θα στο ξεπληρώσω από κοντά.
Οκ, δεκτό, οι "πληρωμές" (σε ζύθο ή άλλο αλκοολούχο της προτιμήσεως σας) για τον Lux από κοντά!
Έκλεισε! Τις λεπτομέριες θα τις κανονίσει γνωστή μεγαλοδημοσιογράφος του χώρου (χεχεχεχε)
apapa ti mizeria ein touth. to diavasa kai se nekrh mera dw pera, hr8e ki edese. re vaze kana disclaimer, anagnwstes sthn eksoria ths Xwras Pou Exei Tsakw8ei Me ton Hlio na mhn to diavasoun mexri na feksei. or something. anyway anyhow provlepw big bang in teh end. its going around all nice and shiny, keep up.
Το σημερινό κομμάτι είναι αφιερωμένο στους Έλληνες φοιτητές του εξωτερικού που τιμούν τη χώρα μας στα πέρατα της οικουμένης, χαχαχα.
Μην περιμένεις καμιά έκρηξη στο τέλος πάντως -μιλάμε για πραγματική ζωή. Μιζέρια δηλαδή.
τι μιζέρια; αυτό είναι καφρίλα με τα όλα της.
νομίζω πως καλά κάνει που σπάει η παρέα για λίγο. ώρα για ενδοσκόπηση.
θα μου πεις, πόσο ακόμη;
Ξέρει τι λέει αδερφέ μου, επειδή κάνει μεταπτυχιακό στην αλλοδαπή -χτύπησα στα ίσα εκεί πέρα.
Αλλά, φυσικά είναι καφρίλα -τι άλλη διέξοδος υπάρχει όταν βλέπεις να πέφτει η κουρτίνα;
Πόσο και για πόσο;
όταν πέφτει η κουρτίνα/αυλαία παρακαλάς να είσαι από την έξω πλευρά.
και να μη σε παρασύρει το χειροκρότημα.
Thanks gia ton Buckley, to akousa, goustara kai 8a to paiksw kai to vrady sthn ekpomph to Pleasant Street...;)
Periergo re, akouges kai KOLTOURA totes ektos apo "bz bz bz bz and i don't know why"?
Plakitsa e. ;)
"Αν θες να ξέρεις, ο Τάκης προσπάθησε να ξεφύγει από την παγίδα που έστησε στον εαυτό του. Δεν υπήρχε βέβαια ούτε μία πιθανότητα στο εκατομμύριο –γι΄αυτό άλλωστε και το προσπάθησε.
Αλλά εσύ δεν θες να ξέρεις τίποτα απ΄όλα αυτά."
Τι θέλει να πει ο ποιητής ;
Από τι να ξεφύγει ο Τάκης ;
Εννοείς ότι στην πραγματικότητα ο Τάκης δεν ήθελε να πάει στο Αμέρικα ή υπήρχε κάτι άλλο με τον μοναδικό και ανύπαρκτο έρωτα της ζωής του;
Γιατί δεν τα κατάφερε να ξεφύγει ;
Ήθελε τελικά να πάει στα ξένα ή αι μεγάλαι δυνάμεις τον επηρέασαν ;
Ξηγήσου φιλαράκι !
Σαμσόν, όταν πέφτει η κουρτίνα πέφτει και σκοτάδι μαζί. Τότε, όλες οι πλευρές ίδιες είναι. Χειροκρότημα; "Σε όλη μου τη ζωή προσπάθησα να μην κάνω θόρυβο, να μην ενοχλήσω", όπως έλεγε κι ο Ηλιόπουλος, στην τελευταία σκηνή του Δράκου. Πηγαίνοντας προς τις ράγες, το ξημέρωμα.
Fixit, ο συγκεκριμένος δίσκος του Μπάκλεϊ, το Γκουντμπάι εντ Χέλλο, είναι κατά την ταπεινή μου γνώμη η καλύτερός του και ένας από τους καλύτερους δίσκους που έχω ακούσει στη ζωή μου. Τσέκαρε και το Ουάνς Άι Γουόζ -ένα από τα δυνατότερα ερωτικά τραγούδια που γράφτηκε ποτέ.
Ε, μη νομίζεις -ακούγαμε και λίγο κουλτούρα πέρα από τα "απαπάου μάου μάου", για να το παίξουμε σοβαροί στις γκόμενες, καθότι αν θέλεις να στρώσεις φάση μέχρι και Έλλη Πασπαλά ακούς φιλαράκι! Τι να λέμε τώρα; Χαχαχα (Πάντως, κουλτούρα με όλα τα γράμματα κεφαλαία ήταν ο Πίτερ Χάμιλ -εκεί να σε δώ μάγκα μου αν αντέχεις!)
Σωτήρη, κατά πρώτον σου έριξα και τραγουδάκια μέσα -για να μη λες δηλαδή!
Απ΄αυτά που ξέρω για τον Τάκη, θα σου πω, εντελώς μεταξύ μας, οτι πάταγε σε δυο βάρκες. Βλέπεις, είχε την ατυχία να έχει καλές σχέσεις με τους γονείς του -αυτό ήταν σκέτη καταστροφή στην εποχή μας. Δυο άνθρωποι τον τρώγανε από μέσα -ένας φυτεμένος με ρίζες βαθειές κι ένας φτιαγμένος στο δρόμο με οργή πολλή.
Δίνω παράδειγμα: η γυναίκα της ζωής του θα ήταν αυτή που θα έκανε μαζί της οικογένεια ΚΑΙ θα την ερωτευόταν τρελά. Ποιο πήγαινε πρώτο; Άντε βγάλε άκρη.
Γενικώς δηλαδή.
Ένας σουβλατζής τον είχε πει κάποτε "ζωγράφο ψυχών" και μια γνωστή μας ψυχολόγος τον είχε πει "γαμημένο υποκριτή που κλέβει στα τεστ".
Αυτά όλα τα λέω επειδή δεν χωράνε να γραφτούν στην ιστορία -κάποια δικαιολογία φιλαράκο μου!
Μας γάμησες την ψυχολογία (όχι μάμησες και γ@μησες και μπουρμπούτσαλα), απλά μας την γάμησες.
Γεγονός αναπόφευκτο (προβλέπω),είναι ότι όσα "μπαμ" και να κάνεις από εδώ και μπρος στο 3ο μέρος, στο τέλος θα μας αφήσεις κάπου Φιλελληνων και Τάδε γωνία, μέσα σε απόλυτη τρομακτική ησυχία. Κι ενώ θα την κάνεις βιαστικά με το δίτροχο, μη τυχόν και μολυνθείς από την χρωματιστή απελπισία μας, εμείς θα αναρωτιόμαστε "τι στο καλό θέλαμε και πήγαμε σ' αυτό το πάρτυ;".
Και τότε φίλε, θα χρωστάς.
Φιλελλήνων στη μέση φίλε -όχι γωνία. Εκεί που έφευγε το Μάτζικ Μπας. Ναι, έχεις δίκιο, δεν προειδοποίησα, αλλά νομίζω οτι δεν θα με άκουγε και κανένας αν το έκανα.
Χρωστάω χρόνια τώρα και όταν πάω να ξεχρεώσω τον ένα λογαριασμό, ανοίγω άλλον -παλιοκατάσταση.
Olo to disko akousa kai gamaei oloklhros kai 8a paw na to parw kai se vinylio-vevaiws, vevaiws.
Apo Hammill sketo den katexw, katexw omws apo VDGG, ti mas perases re? aksestous amorfwtous troumetallous pou ymnoume olh mera ton Odin? :P
Εγώ σε βινύλιο τον έχω και πρόσφατα τον αγόρασα σε σιντί για να βρίσκεται.
Αν ποτέ βρεθείς κοντά σε Χάμιλ, σου προτείνω Nadir's Big Change και Chameleon in the Shadow of the night. Οι VDGG θεοί -δεν το συζητάμε, αξιώθηκα να τους δω όταν ήρθαν Ελλάδα κι ακόμα το θυμάμαι και παθαίνω.
Αμόρφωτοι είσαστε έτσι κι αλλιώς -αφού βγαίνουτε στους δρόμοι και κάνουτε φασαρίαι, δεν διαβάζεις εφημερίδες, δεν βλέπεις ειδήσεις; Τον Όντιν δεν τον γνώρισα προσωπικώς -αλλά είχα συναντήσει κάποτε μια Οντίν με καρέ μαλλί και πράσινο μάτι που ευχαρίστως θα την υμνούσα όλη μέρα αν καταδεχόταν να μου ρίξει δεύτερη ματιά.
Epeidh eimai tou psaksimatos genikws...
Ypo8etw pws o logos pou o hrwas "etyxe" na shkwsei apo to kouti me tous diskous disko tou Buckley exei na kanei me to pws pe8ane o kallitexnhs? Kai me thn Alex? De lew alla, nai h oxi pes mou.
Oxi pws exei shmasia sthn telikh, apla ksereis...gia to...paraskhnio ths tainias. :P
Χαχα, κουφάλα παρασκηνιακέ τύπε! Σαφώς και έχει να κάνει με την Άλεξ η επιλογή δίσκου, προτίμησα αυτή την αναφορά παρά μια παράγραφο κλαψούρας. Όσο για τον τρόπο που πέθανε ο καλλιτέχνης... κάτσε να δημοσιεύσω το επόμενο κεφάλαιο ρε φίλε! Θα μας το κλείσεις το μαγαζί δηλαδή!
Entaksei eskasa.
Pes kai pou einai o Kremastos Lagos twra giati diavaza pali xtes to Synnefaki ki exw "faei" thn paralia sto myalo mou. Perniemai vlepeis oti thn kserw idiaiterws kala...hahahahaha.
Kalhmera :)
Εντάξει, υποθέτω οι υπόλοιποι δεν διαβάζουν εδώ πέρα -πάλιωσε η δημοσίευση.
Από παραλιακή μιλώντας, ανεβαίνεις προς Βούλα, το βουνό αριστερά με το γκρεμό. Από Βουλιαγμένης πρέπεις να κόψεις πλάγια από τη Βούλα, εκεί που κάποτε ήταν ο Επίκουρος. Και όλο πάνω. Προσοχή στα φίδια βεβαίως!
Ekleise o Epikouros? :O
Ναι, δυστυχώς! Δεν έχει μείνει πλέον τίποτα όρθιο σ΄αυτό το κράτος, κατέπεσαν τα χρηστά ήθη -Μαμελούκοι θα καταντήσουμε σύντομα όλοι μας! Ούτε ένα χάμπουγκερ της προκοπής δεν θα μπορούμε να φάμε! Και ο Επίκουρος έκλεισε και το Σιρόκο μεταφέρθηκε στη Συγγρού! Ντροπή τους, αυτό έχω μονο να πω!
Re twra katalava pou ennoeis!Panorama panw...den iksera oti legetai etsi h perioxh. Emeis Panorama to leme kai to xoume gia metamesonyktia kavantza me ais8hma...
Έλα γειά σου! Ο Λαγός είναι πάνω από το Πανόραμα της Βουλάς και αριστερά. Το Πανόραμα πλέον έχει χτιστεί όλο -στο Λαγό έχω να ανέβω κοντά 10ετία, δεν το πολυαντέχω.
Pantws xtes pou diavasa to synnefaki to da me allo mati. Oxi kalytero h xeirotero, apla me ena mati parapanw-to CD me Cave, Dream Syndicate kai ta toiauta, h pitsirika pou akouge to gio tou Buckley sto amaksi, o Lagos, oloi oi xarakthres pou allazoun alla enas menei se oles tis istories idios...
You don't have to answer to this comment if you don't want to;)
Ναι, υπάρχει αυτός ο χαρακτήρας που μένει ίδιος -μη σου πω οτι και οι υπόλοιποι χαρακτήρες ίδιοι είναι σε όλες τις ιστορίες, απλά, σε κάθε μια βγαίνει κάποια διαφορετική τους γωνία.
Έλεγε κάποτε ο Νικολαϊδης, "δεν κάνω διαφορετικές ταινίες, όλο την ίδια ταινία γυρίζω" κι αυτό νομίζω είναι από τα πιο σωστά πράγματα που έχω διαβάσει.
Κάθε άλλο μάτι είναι χρήσιμο, γιατί μας χρειάζεται κάπου. Κάποτε.
Σαν τις μύγες κι εμείς.
Υ.Γ.: Προσπάθησα να ΜΗΝ απαντήσω, δεν ξέρω τι κατάφερα.
κανεις δε ξεφευγει απο τις δικες του παγιδες γιατι ξερει που ειναι και πεφτει πανω...
(μεγαλα λογια)
Χμ, υπάρχει και το σχετικό ανέκδοτο με τον Πόντιο που βλέπει μπροστά του τη μπανανόφλουδα και λέει "πάλι θα την πατήσω ο μαλάκας!"
Κάτι ποιο μαύρο δεν έχω ακούσει.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!