Δευτέρα, Φεβρουαρίου 16, 2009

34. Η νύχτα που μύριζε ξινισμένο ροδόνερο

Προηγούμενα:
1ο μέρος: Στο ξέφωτο βαδίζοντας προς την κλειστή πόρτα
2ο μέρος: 'Ποτέ ξανά' έγραφε η πόρτα που δεν ήταν εκεί νωρίτερα

3ο μέρος: Όπου οι μέρες γέλασαν κι έτρεξαν μακριά
31. Το ξημέρωμα είναι δική μας υπόθεση
32. "Είμαστε τα λουλούδια στον σκουπιδοτενεκέ"
33. Γράφοντας με το ζόρι αναμνήσεις

Ας πούμε, υπάρχει αυτός ο τύπος που βάζει νυχτερινή μουσική στο ραδιόφωνο της πόλης, εμφανής η αναφορά στο «Γεράκι της Νύχτας», Τζακ Κίλιαν κι έτσι. Ζει λοιπόν με την αγωνία του επόμενου τραγουδιού στα πλατό, βλέπεις, διαλέγει μουσική αλλά ταυτόχρονα απαντάει και σε ακροατές που θέλουν να μιλήσουν στον αέρα. Ερημωμένος τύπος, κάνει ολόκληρη προετοιμασία για να κατέβει από το λόφο στο κέντρο της πόλης, κάθε βράδυ, με την αρχαιολογική Πλύμουθ του. Αυτή η πόλη ήταν δική του και την έχασε, αυτοί οι δρόμοι ήταν γεμάτοι φίλους που τώρα κυκλοφορούν στους υπονόμους –λαθραία. Κι έτσι πάει κορδόνι μέχρι το άσκοπο σουλατσάρισμα εκείνης της νύχτας –κάποιος αχρείος σκοτώνει τη γυναίκα του, ο δικός μας τα βλέπει όλα αυτά, ο αχρείος τον παίρνει χαμπάρι. Ακολουθούν τηλεφωνικές απειλές και άλλα πολλά, επειδή ο αχρείος φοβάται μην αποκαλυφθεί και ο δικός μας φοβάται το ξημέρωμα της κάθε καινούργιας μέρας. Εμβόλιμες σκηνές κι από το «Πλέι Μίστυ φορ μι», αναπόφευκτα.

Έχω σουφρώσει μια ωραία πένα, μαύρη λάκα, και γράφω πολυτελώς. Τετράδιο με εξίσου μαύρο, μαλακό εξώφυλλο.
«Τι γράφεις;» ρωτάει η Έλσα.
«Μην ασχολείσαι», λέω.
Δεν είμαι ακόμα έτοιμος για αποκαλυπτήρια –κλείνω το τετράδιο, γυρίζω προς το μέρος της. Μόλις ξύπνησε –μέσα στη σπίντα ως συνήθως.
«Λέω να περάσω από το σπίτι μου σήμερα», ψιθυρίζει.
«Καλά θα κάνεις», συμφωνώ.
«Λες να έχω ντράβαλα; Κωλώνω ξέρεις...»
Κάθομαι δίπλα της, είναι όμορφο κορίτσι, δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να σπαταλιέται μαζί μου.
«Τι κωλώνεις ρε συ; Ανήλικο είσαι; Αν δεις να σε ζορίζουν, κοπάνα την πόρτα και φύγε».
«Ξέρω ‘γω...» ξύνει το κεφάλι της σκεφτική.
«Δεν θα έχεις πρόβλημα, ξέρω εγώ. Θα τους έχεις λείψει, θα κοιτάξουν να σε καλοπιάσουν. Αν καταφέρεις να τους ηρεμήσεις –όλα καλά. Γιατί αυτοί θα είναι σίγουροι οτι έχεις μπλέξει με διεθνείς σπείρες ναρκωτικών και κάνεις πεζοδρόμιο –στην καλύτερη των περιπτώσεων. Εύκολο είναι να τους εξηγήσεις κάποια πράγματα νομίζω...»
Χαμογελάει.
«Για να το λες...» μουρμουρίζει. Αλλά φυσικά δεν ψήνεται.

Κάθομαι και τη χαζεύω όσο στεγνώνει τα μαλλιά της, μετά ανακατεύει την τσάντα της μπας και βρει τίποτα της ανθρωπιάς να φορέσει. Χαμογελάω βλέποντας οτι αφήνει ένα σωρό βραχιόλια και δαχτυλίδια πάνω στο γραφείο του δωματίου μου. Με κοιτάζει απορημένη, καταλαβαίνει μετά από λίγο.
«Για να με θυμάσαι όσο θα λείπω», λέει.
«Πόσο σκοπεύεις δηλαδή; Κάνα δίμηνο;» κοροϊδεύω.
«Θα με ξέχναγες ακόμα και πάνω στη βδομάδα –έτσι δεν είναι;» σουφρώνει τα χείλη.
«Για να το λες, κάτι θα ξέρεις...» γελάω.
Όταν κλείνει την πόρτα πίσω της ανακαλύπτω οτι είμαι άδειος σα σκισμένη σακούλα του σουπερμάρκετ. Καθόλου περίεργο. Ξαπλώνω μισοντυμένος στο κρεβάτι κι αποφασίζω να αποκοιμηθώ παρέα με το άρωμά της –Πόιζον, γαλλικά Πουαζόν, αν ενδιαφέρεσαι.

Χτυπάει το τηλέφωνο σα βατράχι με πονόλαιμο, στην αρχή τσιτώνω αλλά, αν δεν το πιάσω δε θα σταματήσει.
«Γαμιέσαι», σφυρίζω κρατώντας το ακουστικό στο αυτί μου.
«Γνωστό αυτό», απαντάει η φωνή από την άλλη άκρη. «Τώρα ντύσου και έλα στου Μπιλ».
Ξύνομαι αμήχανα. Ο Στάθης είναι ή έτσι θέλω να πιστεύω.
«Τίποτα άλλο;» μουρμουρίζω έτοιμος να ξανακοιμηθώ.
«Θα περάσεις να με πάρεις να πάμε μαζί;» ρωτάει ο, σίγουρα πλέον, Στάθης. «Δεν παίρνει μπροστά με τίποτα η μηχανή μου».
Ανακάθομαι.
«Οτι δηλαδή εγώ σίγουρα ντύνομαι ατάκα κι επιτόπου για να κατέβω στου Μπιλ το έχουμε δεδομένο;» χασμουριέμαι.
Ακούω ένα ρουθούνισμα αγανάκτησης.
«Πέθανε ο Τσου Λου», λέει ο Στάθης.
Και μένω με το ακουστικό σε στάση άγαλμα.
«Σε πόση ώρα;» με ξαναρωτάει.
«Δώσμου 10 λεπτά πριν βγεις στο δρόμο», λέω.

Ανεβαίνει πίσω στη μηχανή μου χωρίς να βγάλει κουβέντα –έχει πέσει ένα κρύο τώρα που νυχτώνει, τραχύ σαν κόντρα ξύρισμα χωρίς σαπουνάδα. Γεμίζω τις ταχύτητες πριν τις αλλάξω, για να χρεώσω στον αέρα τα δάκρυα.

Ο Μπιλ μοιάζει πιο αξύριστος από κάθε άλλη μέρα. Ίσως να φταίει ο καπνός που αρνείται πεισματάρικα να βγει από την πόρτα πίσω μας. Κλείνουμε την πόρτα για να του κάνουμε το χατίρι. Η Μίλλυ κρατάει αγκαλιά τη Μαρία τη Βρομιάρα, δίπλα ο γκόμενός της ο σκουπιδιάρης καπνίζει σκεφτικός –ο Ζόμπι όρθιος μιλάει με το Μάριο.
«Πότε;» ρωτάω τον Στάθη.
«Σήμερα το μεσημέρι», μουρμουρίζει βγάζοντας το μπουφάν του.
«Ο λόγος;»
«Χάπια. Ήρθε το ασθενοφόρο αλλά δεν τον προλάβανε, τους έμεινε στο δρόμο. Ανακοπή είπαν».
Κάνω νόημα στον Ζόμπι, μας πλησιάζει.
«Πως πάει;» ρωτάω χαζά.
«Συνηθισμένα», χαμογελάει. «Πεθαίνουμε μέχρι νεωτέρας...»
«Η Μαρία;»
«Τι περίμενες; Ξαδέρφη του ήταν. Εμένα ο Αντώνης με φοβίζει κάπως».
Αντώνης ο σκουπιδιάρης, αρραβωνιαστικός της Μαρίας. Με τον Τσου Λου ήταν συμμαθητές, απ΄αυτόν γνώρισε τη Μαρία.
«Αδρανής;»
«Σαν ωρολογιακή βόμβα».
«Ποιος τον έχει;»
Ο Ζόμπι δείχνει πάνω από τον ώμο του –βλέπω τον Μάριο να ψιθυρίζει κάτι στο αυτί του Αντώνη πριν καθίσει δίπλα του. Εντάξει.

Χωνόμαστε στο τραπέζι τους προσπαθώντας να μείνουμε απαρατήρητοι. Πρησμένα γυναικεία μάτια απέναντί μας. Ο Μάριος χαμογελάει μαγκωμένα. Κάνω νόημα στη Βρομιάρα.
«Εντάξει;» λέω αμήχανα.
«Ναι, εγώ εντάξει», ψιθυρίζει.
Της δείχνω τον Αντώνη που ασχολείται κυρίως με τον πάτο του γυάλινου ποτηριού. Στραβώνει το στόμα ανήσυχη.
«Πάμε μια γύρα για πάρτη του;» φωνάζει ο Στάθης.
Τον κοιτάζω νευριασμένος, αλλά έχει ήδη σηκωθεί. Τεκίλα σλάμερ. Χτυπάμε τα ποτήρια στον πάγκο πριν τα αδειάσουμε.
«Μιζέρια», λέει ο Μάριος και πετάγεται προς τη μπάρα.
Επιστρέφει με Β-52, τα ανάβει προσεκτικά όσο μας τα μοιράζει.
«Πουστριλίκια», μουγκρίζει επιτέλους ο Αντώνης και σηκώνεται με τη σειρά του. Επιστρέφει με ένα μπουκάλι Στολίσναγια και το κοπανάει ανάμεσά μας.
«Μην τολμήσει να σηκωθεί κανείς σας πριν το αδειάσουμε», προειδοποιεί.
Κοιτάζω το Στάθη. Ανασηκώνει τους ώμους.
«Είσαι μαλάκας με πατέντα», του υπενθυμίζω.
«Έφτιαξες;» ρωτάει ο Αντώνης τον Μάριο.
Εκείνος γνέφει, συνεννοούνται, πηγαίνει μετά στον Μπιλ.
«Τι παίζει;» ρωτάω.
«Μια κασέτα μ΄αυτά που του αρέσανε», απαντάει ο Αντώνης.
Από τα ηχεία ακούγεται ήδη Σίντυ Λόπερ!
«Τι σόι καλαμπούρι είναι αυτό;» αναρωτιέται ο Ζόμπι.
«Τη γούσταρε την τρελιάρα –έλεγε οτι το Γκερλς του φλάσαρε μαθήτριες σε αμερικάνικα αποδυτήρια να κακαρίζουν μετά το ντους», μουρμουρίζει ο Αντώνης.
Σωστός ο Τσου Λου. Με καλλιτεχνικές ανησυχίες.
«Βρήκες κανέναν για μεταπτυχιακό;» ρωτάω τη Μίλλυ.
«Ναι, κανονικά. Παντρεμένος με δυο παιδιά, τώρα είμαστε σε φάση πηδήματος», γελάει.
«Και μετά;»
«Ουάν γουέι ορ ενάδερ...» απαντάει η Μίλλυ.
«Πιείτε ρε πούστηδες!» υπενθυμίζει ο Αντώνης.
Τζι Μπι Έιτς –Σικ Μπόι. «Είμαι δεμένος στο κρεβάτι, έχω ηλεκτρόδια στο κεφάλι/ τα νεύρα μου είναι κουρέλια, είναι η καλύτερη μέρα της ζωής μου».
«Θυμάσαι τότε που κατούραγε στο παράθυρο του ημιυπόγειου, στη Χαραλάμπη και άνοιξε ο τύπος από μέσα να δει αν βρέχει;»
Γιου Κέι Ντικέι –Φορ μάι κάντρι. «Καιγόμαστε στο σκοτάδι/ τα γεγονότα δεν μοιάζουν μ΄αυτό που ήταν πριν/ Ένα παιχνίδι για σχιζοφρενείς/ η γάτα άρχισε να γαβγίζει».
«Πάει λοιπόν και του ξηγιέται στα ίσα –‘δεν με αποβάλλεις εσύ για τα μαλλιά μου, εγώ σε αποβάλω για τα δικά σου, πέρνα έξω αμέσως!’ Κόκαλο ο Λυκειάρχης! Παρά λίγο να το κάνει!»
Μπλιτζ –Σάμουαν’ζ γκόνα ντάι. «Εκεί χάθηκαν οι καλές μέρες/ δίπλα στα χυμένα μυαλά του στο πάτωμα/ μ΄ένα σπασμένο μπουκάλι στο χέρι του/ και άλλο ένα καρφωμένο στην πλάτη του».
«ΓΙΑ ΠΑΡΤΗ ΣΟΥ ΡΕ!» ουρλιάζει ο Αντώνης καθώς σηκώνεται. Με τη φόρα που έχει, σκάει μια μπουνιά στη τζαμαρία, γίνονται όλα ιστοί αράχνης εκεί πέρα. Τραβάει το χέρι πίσω, δεν έχουμε και πολλή όρεξη να το δούμε αυτό.
«Ήταν κάτι που είπε;/ Μήπως έφταιγε η κονκάρδα του που είναι τώρα κατακόκκινη;/ Ή το σπασμένο μπουκάλι στο χέρι του;/ Ποτέ δεν θα καταλάβεις».
Κάνω λίγο πίσω να περάσουν οι βιαστικοί. Και τότε ακριβώς τη βλέπω, σκιά στο πλαϊνό της πόρτας, στριμώχνεται φοβισμένη δίπλα στον ετοιμόρροπο καλόγερο του Μπιλ. Πλησιάζω αν και είμαι σίγουρος οτι κάτι δεν πάει καλά εκεί πέρα. Κατεβάζει το κεφάλι.
«Μεγάλη μας τιμή κυρία Χρύσα μας!» ρίχνω μια σαβουροϋπόκλιση.
«Γεια, πως απ΄τα μέρη μας;» χαμογελάει.
«Για σένα –τι άλλο;» κοροϊδεύω.
«Πάντα ο ίδιος μαλάκας!» ξεκαρδίζεται.
Δεν ξέρω αν σου μίλησα ποτέ για τα μαλλιά της Χρύσας, καστανόξανθα, σπαστά, πέφτανε στις πλάτες της σα χαίτη κανονική. Ωραία μαλλιά –ξέχασέ τα. Τώρα κάτι λίγες τούφες έχουν απομείνει στο κεφάλι της, ενδιάμεσα γυαλίζουν κομμάτια άδεια κρανίου, το χειρότερο απ΄όλα είναι μια ελιά, εκεί στη μέση του κεφαλιού της. Τρώω φρίκη, αλλά νομίζω οτι το ελέγχω.
«Τι γίνεσαι εσύ;» μουρμουρίζω.
«Μια χαρά –απ΄το κακό στο χειρότερο», λέει. «Έμαθα για τον Τσου Λου, είπα να έρθω, αλλά...»
«Πάμε πουθενά πιο ήσυχα;» της προτείνω. Δεν υπάρχει λόγος να ταλαιπωρείται εδώ μέσα.
«Που να πάμε;»
«Πεινάς;»
«Σαν πουτάνα».
«Ξέρω ένα μέρος».
Την αγκαλιάζω σπρώχνοντάς την κατά έξω, ρίχνω μια τελευταία ματιά, ο Μπιλ κοιτάζει το ταβάνι και βλαστημάει, οι υπόλοιποι ακόμα γύρω από τον Αντώνη.

Κατεβαίνουμε φουριόζοι παραλιακά, υποτίθεται οτι το έχω το μαγαζί που πάμε, αλλά μόνο «υποτίθεται». Γι΄αυτό διαλέγω στο σωρό, κάποια πιτσαρία-μακαρονερί, απ΄αυτές που βρωμάνε παπιγιόν άπλυτο. Καθόμαστε σε ένα τραπέζι με θέα τίποτα, πετάω το πακέτο και τον αναπτήρα, βγάζει κι εκείνη τα δικά της.
«Τι τρέχει λοιπόν; Γιατί όλα αυτά;» ρωτάω στο αδιάφορο.
Μπερδεύεται. Περιμένω.
«Εννοείς... Ψυχοσωματικό, αντίδραση του οργανισμού, κάτι τέτοιο...»
Δεν λέω κουβέντα.
«Πέρασα δύσκολα. Πολύ», μουρμουρίζει.
«Μια πίτσα σπέσιαλ...» ξεκινάω την παραγγελία στο γκαρσόνι, κόβω για να της δώσω πάσα.
«Μια μπολονέζ και σαλάτα», συμπληρώνει.
«Ανορεξίες έχεις!» συμπεραίνω.
«Αψιλίες κυρίως. Έχουν φύγει και οι γέροι μου για το κωλοχώρι τους, η Νανά μετακόμισε στον γκόμενό της....»
«Προχώρα στο παρασύνθημα», επαναφέρω το θέμα.
Ο παπιγιονάκιας μας φέρνει νερό εμφιαλωμένο και κάτι μπαγιάτικα ψωμάκια με βούτυρο κατασκήνωσης, σε ατομικές συσκευασίες. Μαγκώνω μια γκουμούτσα, τη δαγκώνω διστακτικά, αλλά μυρίζει σπασμένο δόντι η κατάσταση οπότε πάω πάσο. Η
Χρύσα πάλι, δεν κωλώνει.
«Γίνανε πολλά, κυρίως άσχημα πράγματα, είχα και τραβήγματα... Τον τελευταίο χρόνο έχασα τον εαυτό μου, ξύπναγα σε ξένα σπίτια με ξένους ανθρώπους –και μονίμως με κενό. Έψαχνα να βρω αν φοράω βρακί για να καταλάβω αν πηδήχτηκα –τέτοια κατάσταση...»
«Ο Νίνο;» επωφελούμαι από τη διακοπή της.
«Κανείς δεν ξέρει... Έγινε ένα μαχαίρωμα στην Όμπρε –ο άλλος πέθανε, το φόρτωσαν στο Νίνο. Κρυβόταν από δω κι από κει, έλεγε οτι θα φύγει για έξω... μπορεί και να τα κατάφερε, μπορεί τελικά να γλίτωσε απ΄όλα αυτά. Έχω να τον δω μήνες...»
Κάνουμε αναγκαστικό διάλειμμα για να αδειάσει τον δίσκο ο παπιγιόν, αμέσως εκείνη πέφτει με τα μούτρα. Κι εγώ δηλαδή, το παλεύω –αλλά το βλέπω να με νικάει η πίτσα. Στο τέλος βαριέμαι να το παίζω σκύλος με παντόφλα στα δόντια και ανάβω τσιγάρο. Αποφεύγω να κοιτάξω το πρόσωπό της επειδή μοιάζει εξογκωμένο ακανόνιστα –θέλω λοιπόν να τη θυμάμαι σαν όμορφη γκόμενα, μετανιώνω κιόλας που βγήκαμε μαζί. Δεν βλέπω τίποτα παρήγορο που να μπορώ να δώσω.
«Εσύ τι κάνεις; Πως τα πας με την περίεργη;» ρωτάει.
«Δεν τα πάω».
«Πως αυτό; Δείχνατε το τέλειο ζευγάρι. Ο κοπρίτης και η εξωγήινη».
«Ναι, απορώ που δεν μας έκλεισε κανένα τσίρκο για παραστάσεις!» γελάω.
«Δεν ξέρω σε ποια από τις δυο μας φέρθηκες πιο σκάρτα...» μουρμουρίζει.
«Άστο, μην το ψάχνεις...» κόβω την κουβέντα.
Δεν οδηγούν πουθενά όλα αυτά. Κάνω λοιπόν νόημα στον παπιγιόν να μας φέρει λογαριασμό.
«Θα με πας σπίτι;» ρωτάει.
Βέβαια, φυσικά, αλλά υπάρχει πρόβλημα. Επειδή ο λογαριασμός είναι μεγάλη θλίψη –μεγαλύτερη απ΄όση μπορεί να αντέξει η τσέπη μου.
«Την πουτσίσαμε», χαμογελάω.
«Δηλαδή;»
«Δεν έχω τόσα!»
Συννεφιάζει.
«Και τώρα;»
«Κάτσε εδώ, πετάγομαι μέχρι σπίτι να πάρω φράγκα κι έρχομαι».
«Κάνε μου μια χάρη μόνο. Πήγαινε πρώτα μέχρι το περίπτερο απέξω να μου πάρεις τσιγάρα και ένα Μοτό», ψιθυρίζει.
«Εντάξει», λέω.

Την αφήνω εκεί με το καινούργιο πακέτο και το αδιάβαστο περιοδικό της –τρέχω κόντρα στο βρωμόκρυο της νύχτας. Αυτή η πόλη έχει σταματήσει να μας ανέχεται, έτσι νομίζω.

Στη Βούτα οι ινδιάνοι τελικιάζουν τα κανιβαλισμένα στριτ τους, με τα μάτια καρφωμένα σε διπλανά στενά –περιμένοντας να σκάσουν οι μπάτσοι. Η πρώτη μου σκέψη είναι να σταματήσω εκεί, να χαζέψω –δε με παίρνει όμως. Ένα Εξ Αρ χαιρετάει τους περαστικούς στη μια ρόδα. Συνεχίζω προς τη Φλόριαν Γκρέι –εκεί είναι μαζεμένα τα περιπολικά, κάποιος τσαμπουκάς μάλλον. Θέλω να πάω να δω, είναι τίποτα δικοί μου εκεί πέρα; Δεν έχω χρόνο –αυτή η πόλη μας τον στέρησε.

Στο δωμάτιό μου αναποδογυρίζω συρτάρια, μαζεύω απόγνωση, ξετινάζω τον προϋπολογισμό μου για τον υπόλοιπο μήνα. Ευτυχώς δεν έχει γυρίσει ακόμα η Έλσα, βαριέμαι τις βιαστικές εξηγήσεις. Κουτρουβαλάω τα σκαλιά, πόση ώρα μου πήρε άραγε;

Ξανακάθομαι απέναντί της με χαμόγελο οδοντόκρεμας.
«Ξέρεις, δεν περίμενα να γυρίσεις...» απολογείται.
«Γιατί; Έπαιζε κι αυτή η προοπτική;» αναρωτιέμαι χαζά.
Απορώ κιόλας –πως δεν το σκέφτηκα; Τι σκατά κάνω εδώ πέρα, καταθέτοντας τα τελευταία μου φράγκα; Για ποιο λόγο; Για τη Χρύσα; Μη γίνεσαι γελοίος!
«Την άλλη φορά θα την κοπανήσω στα σίγουρα», της λέω όσο βοηθάω να φορέσει το μπουφάν της.
«Δεν θα υπάρξει άλλη φορά κορόιδο! Δεν πρόκειται να με ξαναδείς....» γελάει.
«Σιγά τώρα! Στα ίδια μέρη συχνάζουμε», λέω.
«Δε θα με ξαναδείς επειδή αν τύχει να τρακαριστούμε θα κοιτάζεις αλλού», απαντάει.
Δίκιο έχει.

Μέχρι να φτάσουμε σπίτι της δε λέμε λέξη. Φταίει ο καιρός, το κρύο, η ανικανότητά μας στους αποχαιρετισμούς –όλα φταίνε, έξω από μας.
«Τι το ήθελες το Μοτό;» ρωτάω στην πόρτα του σπιτιού της.
«Ψάχνω να αγοράσω μηχανή», μου εξηγεί.
Αιώνια Χρύσα! Δεν έχει δραχμή στην τσέπη, δεν έχει μαλλιά στο κεφάλι, δεν έχει ψυχή να βγάλει την επόμενη μέρα –αλλά έχει όνειρα για μηχανές.
«Καλή τύχη», της εύχομαι.
«Καλά γαμήσια», κοροϊδεύει όσο απομακρύνομαι.

Αφήνω τη μηχανή να τσουλήσει με νεκρά, πάω κατά κει που γέρνει ο δρόμος –ταπί και ψύχραιμος. Η νύχτα μυρίζει πεθαμένα παιδιά στην περιοχή μου –ξινισμένο ροδόνερο. Απόψε δεν έχω διάθεση να γυρίσω σπίτι, κρυώνω και δεν υπάρχει τίποτα εδώ πέρα να με ζεστάνει στο τζάμπα. Στριφογυρίζω λοιπόν και ψάχνομαι –τι θα γίνει. Έτσι, τον βλέπω κουλουριασμένο να τουρτουρίζει κάτω από την ταμπέλα, στάση λεωφορείου, κοιτάζω καλύτερα, σιγουρεύομαι.
«Τι περιμένεις ρε μαλάκα; Δεν περνάνε λεωφορεία τέτοια ώρα», γελάω.
«Αν είναι νάρθει θε ναρθεί...» απαντάει ο Στάθης.
«Αλλιώς θα προσπεράσει», συνεχίζω.
«Μέσα είσαι», επικροτεί βγάζοντας το κεφάλι από τους σηκωμένους του γιακάδες.
Παρκάρω πλάι του και κάθομαι.
«Τι έγινε τελικά; Πως πήγε;» ρωτάω.
«Σπρώχνοντας», γελάει.
«Τόσο καλά!» μουρμουρίζω.
«Εντάξει, θα μπορούσε να είναι και χειρότερα. Θα μπορούσε ας πούμε να μας ανασκολοπίσει με το σκουπόξυλο ο Μπιλ αντί να μας διώξει γαμωσταυρίζοντας...»
«Και μετά;»
«Τα γνωστά. Ξεφυτρώσανε οι πάνκηδες -Πουλής, Λάζος, Αντωνογιαννά κι οι υπόλοιποι –θυμηθήκανε και τον Λούη που κάνει φαντάρικο... Έμεινε η Φλόριαν χωρίς καθρέφτες και ντισκόμπαλα».
«Ναι, είδα τα περιπολικά».
«Ευτυχώς τα είδαμε κι εμείς πριν φτάσουν –αλλιώς θα μας σιδερώνανε».
«Ο Αντώνης;»
«Νοσοκομείο τελικά. Κάτι ακούστηκε για ράμματα....»
«Φτηνά τη γλίτωσε».
«Δεν είναι θέμα κόστους, ξέρεις. Και δε νομίζω οτι γλίτωσε».
«Πάει να πει;»
«Οτι σύντομα θα φάμε κουφέτα απ΄αυτόν και τη Βρομιάρα».
«Ζωή σε λόγου μας».
«Ζωή το λες αυτό;»
Τον κερνάω τσιγάρο.
«Ζωή ... τέλος πάντων! Γιατί αν καθίσουμε κι άλλο εδώ πέρα, δε μας βλέπω να το ξημερώνουμε».
«Έχεις πρόταση;»
«Πρόταση έχω –φράγκα δεν έχω».
«Ρίξτο».
«Σάσεξ Ιν».
«Σα σεξ μου ακούγεται αυτό!»
Γελάω και ξεκινάω τη μηχανή, ανεβαίνει πίσω μου.

Το μπαράκι έχει και συγκρότημα, κάτι μεταλάδες κομμωτηρίου –υπέροχη κατάσταση! Παίζουν το «Πέταγμα της Μύγας», μερικοί αμερικάνοι λοχίες, απομεινάρια της Βάσης στραγγίζουν μπουκάλια εισαγόμενης μπύρας, η πιτσιρικαρία τραμπαλίζεται δίπλα στα ηχεία.
«Τι κερνάς;» ρωτάω τον Στάθη.
«Τι πίνεις;» ζητάει να μάθει ακουμπισμένος στη μπάρα.
Έρχεται στη γωνία που είμαι αραγμένος, μου πασάρει το κοντό ποτήρι, αδειάζουμε τις πρώτες σταγόνες στο πάτωμα για τη μνήμη του, πίνουμε σκεφτικοί.
«Ήταν ωραίο άτομο», λέω.
«Γι΄αυτό έφυγε στην ώρα του –μόνοι οι μαλάκες μένουν πίσω», συμπληρώνει ο Στάθης.
«Οι μαλάκες και οι δειλοί», μουρμουρίζω.
«Το ίδιο κάνει», λέει εκείνος.
«Πάμε παρακάτω», προτείνω.
«Πήγαμε», συμφωνεί αλλά κανένας μας δεν κάνει τίποτα.

Μέχρι που εμφανίζεται εκείνο το αστεράτο κορίτσι –ξανθιά, με κάτι πόδια ατελείωτα, μάτια σκέτα σακ βουαγιάζ, δίπλα της κάτι κοντόκωλες που απλά τονίζουν την ομορφιά της. Δεν χρειάζεται να ειδοποιήσω τον Στάθη –έχει ήδη καρφωθεί σα χάνος.
«Είμαι ερωτευμένος», μου λέει.
«Πρώτη φορά σου ξανασυμβαίνει τέτοιο πράγμα!» αλληθωρίζω.
«Τη θέλω –φέρτη μου!»
«Γιατί δεν πας να την πάρεις μόνος σου;»
«Επειδή είμαι ερωτευμένος –δεν τα ΄παμε;»
Τα ‘παμε. Και φεύγω βαριεστημένα –είναι πολύ όμορφο το κορίτσι αλλά από πίτα που δεν τρως... Αν είχα ένα ποτήρι νερό για την κάθε φορά που καθάρισα γκόμενα για πάρτη του Στάθη θα ήμουνα τώρα υδραγωγείο –το σκέφτηκα και δίψασα απότομα.
«Τι γίνεται; Όλα καλά;» της λέω.
Με κοιτάζει σαν τσαλακωμένο χαρτομάντιλο.
«Ήθελα να σου πω κάτι –αλλά δε σε βλέπω έτοιμη να το ακούσεις», σχολιάζω.
«Δεν καταλαβαίνω!» ψιθυρίζει τραγουδιστά.
«Λόγω παιδικής αθωότητας να υποθέσω;» γελάω.
«Γουάτ;» αναρωτιέται.
Ξένη –χέσε μέσα τώρα! Ψάχνω στη ζαλούρα μου για κάποιο πρόχειρο αγγλικό.
«Γουάτς γιόρ νέιμ;» ρωτάω.
«Αλίσια!» πανηγυρίζει, χωρίς κάποιο προφανή λόγο.
«Νάις!» επικροτώ. «Γιου σι μάι φρεντ όβερ δέαρ;» την αγκαζάρω και της δείχνω τον Στάθη. «Χι χαζ πλέιντ δεμ φορ γιού!»
«Γουάτ γιου μιν;» απορεί.
«Άι μιν κομπλίτλι!» επαυξάνω.
Με κοιτάζει λες κι έχω κεραίες αντί γι΄αυτιά.
«Σόρυ;» αναρωτιέται.
«Νο», της εξηγώ. «Γου αρ νοτ σόρυ –άι εμ, μπικόζ χι μπρέικς μάι μπολς, αντερστάντ;»
Οι κοντόκωλες ξεκινάνε κυκλωτική, οπότε την αρπάζω πριν μας μπλοκάρουν και την σούρνω μέχρι το Στάθη.
«Στάθης –Αλίσια», κάνω τις συστάσεις και μετά στήνομαι τοίχος για να κόψω τις φιλενάδες.
«Μπιγκ λαβ, πάσιον, λαμούρ!» τις πληροφορώ σπρώχνοντάς τες προς τη μπάρα. «Χεβ α ντρινκ ολ οφ γιου –χι ιζ πέινγκ», φωνάζω δείχνοντας τον Στάθη.
Όταν τις κόβω πρόθυμες ρουφήξουν το δωρεάν οινόπνευμα, πλευρίζω τον Στάθη.
«Έφυγα», του λέω.
Ούτε να με κλάσει –έχει μαγευτεί από την Αλίσια και χαμογελάει σαν παντοφλέ καστόρινο παπούτσι.
«Πως θα γυρίσεις σπίτι;» τον ρωτάω.
«Σπίτι;» με κοιτάζει αλλήθωρα. «Δεν έχω σπίτι!»
«Σωστός!» επικροτώ και την κοπανάω αδιάφορα.

Ζεσταθήκαμε εκεί μέσα και το κρύο τσούζει δυο κλικ παραπάνω από το κανονικό εδώ έξω. Κουμπώνομαι να φύγω, τη μισή διαδρομή τη βγάζω αργά –τουριστικά. Όταν περνάω τη λεωφόρο πλακώνομαι στα στενά να φτάσω σπίτι μια ώρα αρχύτερα.
Τη βρίσκω μισοκοιμισμένη στο κρεβάτι, με ένα βιβλίο τσαλακωμένο και το φως ανοιχτό. Νιώθω κάπως παντρεμένος –για μια στιγμή.
«Που ήσουνα;» μουρμουρίζει με μισόκλειστα μάτια.
«Έξω –μην ανησυχείς. Έλα να ξαπλώσουμε», την σκεπάζω.
Μετά ξεντύνομαι, μπαίνω κάτω από τα σκεπάσματα και παλεύω να μαζέψω τα δόντια μου που κροταλίζουν.
«Όλα εντάξει;» ρωτάει καθώς χώνεται στην αγκαλιά μου.
«Ναι, εντάξει», μουρμουρίζω. «Ένας φιλαράκος ψόφησε, κατά τ΄άλλα μια χαρά»
Τινάζεται, μου σκεπάζει το πρόσωπο με τα μαλλιά της.
«Τι έγινε; Ποιος;»
«Κανένας σημαντικός –μη δίνεις σημασία».
«Φίλος σου;»
«Όλοι φίλοι είμαστε».
«Από τι πέθανε;»
«Από θάνατο –κοιμήσου τώρα», λέω και της κάνω κεφαλοκλείδωμα κανονικό.
«Καληνύχτα», μουρμουρίζει.
«Αυτό ξαναπέστο!» σχολιάζω κλειδώνοντας τα μάτια μου.

Έξω από το παράθυρο η παγωνιά ραγίζει τις διψασμένες πλάκες των πεζοδρομίων, έχει να βρέξει από τότε που γεννήθηκε ο κόσμος και οι άνθρωποι κοιμούνται κουλουριασμένοι σε ξεκλείδωτα σπίτια.

Για να μπαινοβγαίνει πιο εύκολα ο θάνατος.

18 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Ανώνυμος είπε...

ζωή σε μας λοιπόν.
το ξινισμένο ροδόνερο μας ανήκει.

το πρτφ

The Motorcycle boy είπε...

Για να ραντίζουμε τριγύρω, να μας θυμούνται οτι περάσαμε.

Σε μας -ναι, αλλά ζωή;

Sotiris είπε...

Purquois τέτοιο ρίξιμο στα πατώματα ;
Από τη μια ο θάνατος του Λου, από την άλλη η Χρύσα να χαριεντίζεται με το Χάρο...
Σημεία των καιρών ; Οιωνοί για το μέλλον ; Ή υπενθύμιση του πόσο σημαντική είναι η ζωή ;

The Motorcycle boy είπε...

Τελειώνουμε φίλε. Και για την ακρίβεια, τελειώσαμε από καιρό -αν θέλουμε να είμαστε και χρονικά εντάξει.

Mr.Fixit είπε...

Sxolio prwto-sxetiko: To Sussex gamaei, einai toso mizeria pou katantaei cult...den kserw poso kairo exeis na pas alla gyrw gyrw exoun ftiaksei kyrilomagaza ki einai poly gamato etsi sa myga mesa sto gala.

Sxolio deutero-asxeto: Malaka den kserw ti kaneis esy alla egw an hmouna gauros 8a ntrepomouna na kykloforhsw.

Ανώνυμος είπε...

ola ta lefta h ataka sto telos.
asxeto alla ti einai auto to sussex?

The Motorcycle boy είπε...

Fixit κοίτα την! Ρωτάει τι είναι το Σάσεξ! Το μαγαζί που έφερε πρώτο τη Happy Hour στην Ελλάδα, αυτό είναι παιδί μου! Ρε συ, υπάρχει ακόμα; Δεν έχω πάει προς τα εκεί, λόγω των κυριζοκαφέ -σίγουρα δεν έχει κλείσει; Επειδή προσφάτως το Τζέστερ'ς βάρεσε φαλιμέντο -έγινε στη θέση του φαγάδικο.

Raz, για Γλυφάδα μιλάμε -και Γλυφάδα δεν είναι μόνο τα μπιφτεκάδικα και τα κυριλέ μαγαζιά.

Fixit, οτι δηλαδή πρέπει να ντρέπομαι που η ομάδα μου είναι 14 βαθμούς μπροστά από τον δεύτερο; Οτι αυτή η διαφορά ας πούμε είναι σικέ; Μάλιστα. Πόσους βαθμούς θέλεις να σου δώσω αέρα; 4, 8, 10; Και πάλι δεύτερος θα είσαι (ή πήγες τρίτος τώρα;) και πάλι πρωτάθλημα δεν παίρνεις. Να ντρέπομαι εγώ επειδή οι διαιτητές σφυράνε στο γάμο του Καραγκιόζη; Γιατί; Θυμάσαι τον ΟΦΗ εκτός; Θυμάσαι τα ανύπαρκτα οφσάιντ που μας ακύρωσαν κανονικά γκολ; Θυμάσαι τα πέναλτι που δεν μας έχουν δώσει; Αλλά ξέχασα, αυτά δε μετράνε επειδή αφορούν τον Ολυμπιακό! Τι φταίμε εμείς που μαλακίζονται οι διαιτητές;

Ανώνυμος είπε...

πολυ χαλαρη συνεχεια...ή τελειωνει η ιστορια ή θα γινει της πουτανας στο επομενο. εγω θα ντρεπομουν αν ημουν βαζελος και εχω παιξει απο την αρχη τησ χρονιας 3-4 καλα παιχνιδια και το μονο ντερμπι που εχω κερδισει ειναι με τις εξοδους του μεσολογγιου του χαλκια...και μας φταιει η διαιτησια...

The Motorcycle boy είπε...

Τελειώνουμε σιγά-σιγά και όπως στις κανονικές ιστορίες, το τέλος είναι σιγά-σιγά. Όχι εκρήξεις και τέτοια, άσε που δε δέχτηκε να παίξει τζάμπα ο Μπρους Γουίλις -και είμαστε σε αδιέξοδοι οι παραγωγοί, χεχεχε.

Δεν έχεις δίκιο και στο άλλο -οι βάζελοι παίζουν τρομερή μπάλα και το παρασκήνιο του Κόκαλη φταίει που δεν έχουν πάρει ήδη πρωτάθλημα. Άστους να τα πιστεύουν αυτά, μπας και πάρουμε και το επόμενο το ίδιο άκοπα με αυτό, χαχαχα. Διότι, όταν οι μεταγραφές σου σαν πανίσχυρος Πολυμετοχικός είναι ο Ζιλμπέρτο Σίλβα, ο Ρουκάβινα και ο Πετρόπουλος (τώρα δεν τον πήραν;) κι από την άλλη ο απατεώνας Κόκαλης φέρνει Ντιόγκο και Λέτο... σαφώς η διαιτησία φταίει! Τι άλλο;

Ανώνυμος είπε...

Μα πότε επιτέλους θα καταλάβετε εσείς οι συγγραφείς, ότι εμείς (το εναλλακτικό κοινό) έχουμε μπουχτίσει με τέχνη που αναπαράγει την ζωή;
Θέλουμε χαλαρό και γήινο ξεκίνημα, ομαλό ανέβασμα, αλλά και απότομες εναλλαγές, χιουμοριστικές εκπλήξεις, επίκαιρους συμβολισμούς, διδακτικά συμπεράσματα και χολιγουντιανό χάπι-εντ.
Εεε μα πια!

ΥΓ Αυτοσαρκασμοί περί του χαρακτηρισμού υμών ως συγγραφέων, δεν θα γίνουν δεκτοί και θα προκαλέσουν ομοβροντία αντεπιθετικών αυτοσαρκασμών περί του χαρακτηρισμού ημών ως εναλλακτικού κοινού.

The Motorcycle boy είπε...

Χαχαχα, γαμώ τα εναλλακτικά κοινά μου μέσα! Εντάξει, ότι πεις!

Αλλά ρε αδερφέ -μια ιστορία πήγα να φτιάξω κι εγώ, νορμάλ και "γήινη" ας πούμε! Γι΄αυτά που ζητάς, κάνε ένα κλικ δίπλα, στις "Φτηνές ιστορίες" εκεί που λέει "Κανένας δεν τον είδε να φεύγει". Διότι απ΄όλα διαθέτουμε!

Υ.Γ.: Έχω και μπανανόμηλα -ΔΙΑΛΕΧΤΕ!!

Mr.Fixit είπε...

Den eipa o,ti paizoume mpala alla tis ypoloipes xronies eixate ligo takt re pousthdes, Eu8ymiadhs sth Leoforo, maimoudes kai kanivaloi sth Rizoupolh, kai to kleidwnate teleutaia agwnistikh! Twra kanete koukouvaou apo to Noemvrh. Ok, kserw ligo apo mpaloni kai paizeis poly kalytera, admitted. Alla mexri ki h Barca (me s ki oxi me ts parakalw) stravopataei sth Betis, kai ta korakia sou lyssane mhn gkelareis me ton Arh...akou ti ftaime. Monaxoi tous sfyrizoun oti 8eloun, epeidh einai as poume opadoi me syneidhsh? Edw kai 15 xronia? Enw prin htan opadoi me prasinh syneidhsh? Ase re.

Mr.Fixit είπε...

Exw na paw sto Sussex sigoura kana xrono, alla eimai sxedon vevaios oti to exw dei anoixto pernwntas...

The Motorcycle boy είπε...

Μάστα, Ευθυμιάδης στη Λεωφόρο -αλλά και Δούρος, να τα θυμόμαστε όλα, έτσι;
Εδώ έχω ένα λινκ για τα στημένα μας πρωταθλήματα, ρίξε μια ματιά:
http://pesetero-blog.blogspot.com/2008/12/blog-post_18.html
Εντάξει, επειδή το λινκ είναι οπαδικό, να δεχτώ οτι πήραμε 2-3 πρωταθλήματα πέτσινα, αλλά ρε φίλε, είναι πολλά τα 11!

Πάμε στο προκείμενο: αφού φέτος παίζω καλύτερη μπάλα, θα το πάρω και χωρίς την εύνοια των διαιτητών -σωστά; Αφού φέτος μου δίνετε αβάντα σκοντάφτοντας συνεχώς, θα το χάσετε με διαφορά, σωστά; Δεν φταίω εγώ που έχετε πάγκο τον Μάτος, τον Νίνη και τον Ίβανσιτς και βάζετε μέσα τον Σιμάο, τον Βύντρα και τον Μάτζιο!

Πάμε τώρα και στο παιχνίδι με τον Άρη: αν μάγκα μου υποστηρίζεις οτι στο τουρλουμπούκι που έγινε και στα δυο γκολ μπορούσε να βγάλει άκρη περί οφσάιντ άτομο που βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στο γήπεδο (χωρίς ριπλέι), τι να σου πω;
Από την άλλη, ΒΕΒΑΙΩΣ και σφύριξε υπέρ μας το κοράκι -ΕΙΔΙΚΑ στην κόκκινη που χάρισε στον Βούλη. Μια ζωή υπέρ των μεγάλων σφυράνε τα κοράκια -κι εδώ και έξω (η Μπάρτσα, με τσ λόγω λιμανιώτικης προφοράς, δεν έχει πάρει κάρο σφυρίγματα;) Τι να κάνω εγώ δηλαδή; Να γίνω Παναιτωλικός επειδή τα κοράκια σφυράνε υπέρ της ομάδας μου; Φέτος έχω δει μπαλίτσα στα 2/3 των παιχνιδιών μου και έχω δει παπαριές στα υπόλοιπα. Και παίρνω πρωτάθλημα λόγω της μπάλας που έπαιξα και λόγω της μπάλας που ΔΕΝ έπαιξες (ΑΕΚ, ΠΑΟΚ, δεν κουβεντιάζω για να μη ρίξω το επίπεδο).
Εσύ δηλαδή επί Δούρου, όταν στα υπόλοιπα παιχνίδια οι φίλαθλοι παρακολουθούσαν το ματς από τις γραμμές του άουτ (τα έδειχνε η τηλεόραση) -τι έκανες; Διαδήλωση έξω από τη Μοτορόιλ;

Άλλο η Θρυλάρα και άλλο οι πρόεδροι, τα σουμουτού κ.λ.π. Κατανοείς νομίζω τη διαφορά -γιατί έχεις το αντίστοιχο κόλλημα. Και πέρυσι πολύ ντράπηκα με την υπόθεση Βάλνερ, αλλά ο Σώκρατες βάζει τα φράγκα στην ομάδα -τι να κάνω; Να του πω "μην πάρεις πρωτάθλημα και συμμετοχή ΤσουΛου (υπάρχει θεία δίκη -γι΄αυτό τη χάσαμε) για να διαφυλάξεις το μεγαλείο του Θρύλου;" Θα με δέσουν και θα με πάνε Δαφνί (και δίκιο θα έχουν!)

Στο Σάσεξ, αν δεν πάω μόνος μου, θα πάμε παρέα -ΑΝ και ΟΠΟΤΕ έρθετε από τα μέρη μας.

Mr.Fixit είπε...

Exw desmeutei sxetika...;)

The Motorcycle boy είπε...

Και ελπίζω αυτή η δέσμευση να μην είναι μακέτο!

Mr.Fixit είπε...

Haaahahahahha kapoios ksenyxtage xtes na vlepei ton dyslektiko videokomisth mou fainetai...

The Motorcycle boy είπε...

Χαχα, οχι ρε! Χτες έβλεπα το Ιν και Άουτ και το Μπόστον Λίγκαλ (γαμώ τις σειρές).
Απλά είμαι παλιός Σημιτικός και τα κατέχω αυτά -δεν το΄ξερες;

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι