Ίσως σε αυτό να χρειαστώ κάποια βοήθεια. Επειδή δεν το κατέχω το άθλημα, δεν έχω ξαναφτιάξει κάτι παρόμοιο –κι έτσι...
Βέβαια, το αρχικό φταίξιμο ανήκει στον Άσωτο –πάνε 2 χρόνια τώρα (ίσως και περισσότερο) που μου ζήτησε να του κάνω ένα σενάριο για ταινία μικρού μήκους καθότι άτομο με καλλιτεχνικές ανησυχίες... Εγώ δεν τα ξέρω αυτά τα πράγματα, αλλά του έφτιαξα 3 σελίδες, του τις έστειλα –το κείμενο έμοιαζε περισσότερο με θεατρικό παρά με σενάριο. Δεν του άρεσαν, θέλω να πιστεύω, επειδή είχε διαφορετικό κόνσεπτ στο μυαλό του κι όχι λόγω του οτι η υπόθεση ήταν χάλια μαύρα. Τέλος πάντων, μετά από κάποιες διορθώσεις και συνεννοήσεις αποφασίσαμε οτι δεν υπήρχε ούτε μία στο εκατομμύριο να βγει σενάριο κι έτσι το κείμενο έμεινε στις αράχνες. Πολλές φορές το άνοιγα, το κοίταζα, έγραφα 2-3 σειρές και το παράταγα. Είχα σιγουρευτεί οτι πρόκειται περί θεατρικού –αλλά το μόνο που ξέρω από θεατρικά κείμενα είναι οτι παίζονται στο θέατρο. Έχω διαβάσει και κάποια, π.χ. τα Άπαντα του Σαίξπηρ (ψιλομάπα), Ντάριο Φο (ωραίος) και το «Θεριό του Ταύρου» (καταπληκτικό). Αλλά πώς στήνεις το κείμενο, πώς μετράς το χρόνο των διαλόγων, πώς χωρίζεις τις πράξεις... Πλήρης άγνοια.
Το κείμενο που ακολουθεί κοπιάρει ξεδιάντροπα στυλάκια από τη «Γλυκιά Συμμορία» και δανείζεται κλίμα από το «Θεριό του Ταύρου» -υπενθυμίζω πως η διακριτικότητα και η λεπτότητα δεν συγκαταλέγονται στα χαρακτηριστικά μου γνωρίσματα.
Δεν έχω τη δυνατότητα να το χωρίσω σε κεφάλαια, αναγκαστικά λοιπόν θα κόψω τις πράξεις κάπως άτσαλα –πάει να πει, αν δεν έχεις διαβάσει το προηγούμενο θα δυσκολευτείς να βγάλεις άκρη με το επόμενο. Τέλος πάντων...
Τα πολλά λόγια είναι φτώχια και τα λίγα αμηχανία –περνάω λοιπόν κατευθείαν στο πρώτο μέρος του κειμένου. Τυχόν παρατηρήσεις σας θα είναι κρίσιμες (αφού με τη χρησιμότητα είμαι τσακωμένος χρόνια τώρα).
Πρόσωπα:
ΓΡΗΓΟΡΗΣ
ΤΑΚΗΣ
ΜΙΧΑΛΗΣ
ΚΑΤΕΡΙΝΑ
(Τριαντάρηδες όλοι τους)
(Εσωτερικό σπιτιού, σαλόνι με σκάλα που οδηγεί στα υπνοδωμάτια, μεσημέρι. Ο Γρηγόρης με τον Τάκη κοιτάζουν κρυφά πίσω από την κουρτίνα. Φοράνε μπλουζάκια και μπόξερ)
Γ: Εκεί είναι ακόμα ρε συ!
Τ: Κολλημένο το κωλάμαξο...
Γ: Μην κοιτάς έτσι!
Τ: Γιατί -θα με δουν;
Γ: Έλα πιο μέσα –γάμησέ τους.
(Ο Γρηγόρης φεύγει από το παράθυρο και βηματίζει νευρικά)
Γ: Έλα πιο μέσα ρε μαλάκα!
Τ: Χέσε μας –κι ας με δουν στην τελική. Θα τους φοβηθούμε;
(Φεύγει κι ο Τάκης από το παράθυρο. Κάθεται στον καναπέ, ενώ ο άλλος βηματίζει).
Τ: Κάτσε κάτω, το στανιό μου. Ζαλίστηκα.
(Ο Γρηγόρης κάθεται απέναντί του. Αμέσως ξανασηκώνεται).
Τ: Που πας τώρα;
Γ: Να βάλω καφέ. Χαλάρωσε –γαμώτο!
Τ: Α, καλά. Βάλε και σε μένα.
(Ο Γρηγόρης επιστρέφει με 2 κούπες καφέ. Του δίνει τη μία, ανάβουν τσιγάρα. Κοιτάζουν και οι δύο προς το παράθυρο –αλλά δεν σηκώνονται).
Τ: Ποιοι νάναι αυτοί τώρα;
Γ: Που να ξέρω;
Τ: Ώπα. Μη ρωτάς στο καπάκι. Δε θα βγάλουμε άκρη. Σωστά;
Γ: Ξέρω ‘γω; Εσύ τι λες;
Τ: Άντε γαμήσου!
Γ: Σαφώς.
(Ο Τάκης κάνει να σηκωθεί, αλλά το μετανιώνει).
Τ: Ο Μιχάλης φταίει –με την μαλακισμένη που μας κουβάλησε. Τρέχα γύρευε τι τραβήγματα έχει η γκόμενα.
Γ: Χαλάρωσε. Ας μη βιαζόμαστε.
Τ: Ε, τι άλλο;
Γ: Που να ξέρω; Πιες τον καφέ σου εκεί πέρα. Μ΄έπρηξες!
Τ: Ο Μιχάλης φταίει.
Γ: Ε, άντε γαμήσου!
Τ: Προφανώς.
(Κατεβαίνει η Κατερίνα από την εσωτερική σκάλα. Εμφανώς αγουροξυπνημένη).
Κ: Τι γίνεται; Κανένας καφές παίζει;
Τ και Γ μαζί: Παίζει, παίζει.
(Η Κατερίνα πάει προς την κουζίνα. Ο Τάκης την κοιτάζει και στραβώνει τα μούτρα. Ο Γρηγόρης του κάνει νόημα να ηρεμήσει. Ο Τάκης πετάγεται πάνω. Ο Γρηγόρης σηκώνεται και τον σπρώχνει να ξανακαθίσει. Μπαίνει η Κατερίνα και κάθεται δίπλα στον Τάκη).
Κ: Γιατί σηκωθήκατε τόσο νωρίς;
Τ: Έτσι είμαστε εμείς στην επαρχία. Έχουμε ν΄αρμέξουμε τα γελάδια.
Κ: Αστειάκι; Να γελάσω τώρα;
Τ: Ναι γέλα. Κι εμείς από το πρωί δεν κάνουμε τίποτα άλλο.
Γ: Ήρεμα ρε!
Τ: Τι ήρεμα γαμώ το στανιό μου;
Γ: ΗΡΕΜΑ.
Κ: Τι έγινε παιδιά; Έχασα κάτι;
Τ: Α, μπα. Μονάχα ένα κωλάμαξο με κάτι κερατάδες που έχει στηθεί απέναντι, από χτες το βράδυ. Κατά τ’ άλλα –καλά.
Κ: Που;
Τ: τσα
Γ: Κόφτο μαλάκα!
Κ: Άστον. Είναι πλακατζής ο Τάκης. Δεν παρεξηγώ.
Τ: Ναι, είδες τι πλάκα που έχω;
(Ο Μιχάλης κατεβαίνει από τη σκάλα. Με τα εσώρουχα και γυαλιά ηλίου).
Τ: Α, τώρα μάλιστα! Ξύπνησε ο Τομ Κρουζ!
Μ: ‘αφέ
(Κοιτάζονται μεταξύ τους απορημένοι).
Γ: Τι;
Μ: ‘φέ
Τ: ‘ζίνα
Μ: Ατρόμητη αμαζόνα με τέσσερα γράμματα.
Τ: Μιχάλης.
Μ: Δεν έχει τέσσερα γράμματα.
Τ: Κι ούτε ξέρει που παν’ τα τέσσερα.
Μ: Ναι αλλά τα τρία; Ε, αγαπούλα; (γελάει σαν καθυστερημένο –οι υπόλοιποι μορφάζουν).
Γ: Για πάρε καφέ αγορίνα μου κι έλα, που έχω κάτι να σου πω.
(Ο Μιχάλης βάζει καφέ και κάθεται δίπλα στην Κατερίνα. Αρχίζει να την πειράζει κι αυτή κολλάει πάνω στον Τάκη. Ο Τάκης μαζεύεται ενοχλημένος και στο τέλος σηκώνεται).
Τ: Δεν αφήνετε τα καργιολίκια πρωινιάτικα;
Μ (στην Κατερίνα): Τι ν΄αφήσουμε;
Κ (στον Μιχάλη): Δεν κατάλαβα. Κρατάμε κάτι;
(Ο Γρηγόρης σηκώνεται όρθιος απότομα. Σταματούν και τον κοιτάζουν).
Γ: Σκάτε όλοι και μιλάω εγώ. ΤΩΡΑ.
(Σωπαίνουν).
Γ: Από χτες το βράδυ κάποιοι μας παρακολουθούν. Όταν γυρίσαμε από το μπαρ, υπήρχε ένα αυτοκίνητο εκεί απέναντι. Με δυο τύπους μέσα. Δεν δώσαμε σημασία. Μέχρι να κοιμηθούμε δεν είχαν φύγει. Πρόβλημα; Κανένα! Αλλά είναι εδώ απέξω και σήμερα το πρωί. Μήπως τρέχει κάτι; Για να το σκεφτούμε καλύτερα λέιντις εντ τσέτλεμεν.
(Ο Μιχάλης σηκώνεται και πηγαίνει προς το παράθυρο. Ανοίγει την κουρτίνα διάπλατα, αλλά τον στραβώνει ο ήλιος και την ξανακλείνει αμέσως. Οι άλλοι δυο τον κοιτάζουν).
Τ: Εντάξει μαλάκα; Το είδαν το μποξεράκι σου οι απέναντι;
(Ξανακάθονται όλοι στις θέσεις τους).
Μ: Λοιπόν; Τι γίνεται; Ποιοι είναι οι τύποι;
Τ: Εσένα περιμένουμε να μας πεις.
Μ: Και γιατί να ξέρω εγώ;
Τ (στον Γρηγόρη): Αν συνεχιστεί η κολοκυθιά με τις ερωτήσεις θ΄αρχίσω τα μπουνίδια.
Γ: Κι εγώ τι να κάνω περί αυτού;
Τ: Να πα’ να γαμηθείς.
Γ: Ανυπερθέτως.
Μ: Ρε μάγκες για σιγά. Γιατί να ξέρω εγώ για τους μυστήριους απέξω; Γράφει πουθενά στο αμάξι τους «Φίλοι Μιχάλη»; Όχι αν γράφει δείξτε το μου να το δω!
Γ: Ρε Μάικλ, το γεγονός ότι μένουμε εδώ 2 χρόνια τώρα και δεν μας ενόχλησε κανείς δε σου λέει κάτι; Και με το που φτάσατε αποκτήσαμε κολαούζους …
Μ: Γιατί εμείς ρε;
Γ: Γιατί όχι εσείς;
Τ: Μέτρησα 5 ερωτήσεις μετά που δήλωσα περί μπουνίδια. Στις 7 καίγεστε.
(Πίνουν καφέ και ανάβουν τσιγάρα. Κάποια αμηχανία).
Γ: Δηλαδή θες να μου πεις πως είσαστε καθαροί;
Μ: Σαν τραπεζομάντιλα διαφήμισης.
Τ (δείχνει την Κατερίνα): Κι αυτή;
Μ: Αυτήν να μην την ανακατεύεις.
Κ: Όχι ρε, άστον να με ανακατέψει. Τρία χρόνια έκανε μέσα ο μαλάκας κι έρχεται να μας ρωτήσει αν είμαστε εντάξει. Τι μας λες ρε φίλε; Εμείς εντάξει είμαστε –εσύ; Που έχεις κάνεις το Μεταγωγών δεύτερο σπίτι σου –κακομοίρη!
Γ: Μαζευτείτε!
Τ (Σκύβει προς το μέρος της ζορισμένος): Εγώ μωρή παντόφλα ότι χρώσταγα το πλήρωσα με τόκο. Καθάρισα και είμαι σένιος. Εσείς τι κάνατε –εκεί είναι το θέμα.
Γ (Πετάγεται όρθιος): Εντάξει τέρμα! Τα παιδιά δεν ξέρουν τίποτα. Οι καργιόληδες είναι ακόμα απέξω. Απλά ρωτήσαμε μπας και βγάλουμε άκρη. Τι είναι αυτοί δηλαδή; Μπάτσοι; Νυχτόβιοι; Τραμπούκοι; Παπάδες; Πυροσβέστες; Αν υπάρχει καμιά ιδέα να την ακούσουμε. Το θέμα είναι να δούμε πως θα ξεμπερδέψουμε.
(Σκέφτονται).
Μ: Εγώ λέω να τους μουντάρουμε στα ίσα.
Τ: Καλώς το μαλάκα! Και είχες αργήσει κι έλεγα …
Μ: Γιατί; Κωλώνουμε;
Τ: Ναι ρε κωλώνουμε –τρέχει τίποτα;
Κ: Είδες που το έλεγα από την αρχή; Κωλώνει επειδή έχει βρώμικη τη φωλιά του ο μαλάκας!
Τ (απαξιωτικά): Άντε από δω μωρή...
Γ: Ήσυχα! Κωλώνουμε ρε Μιχαλάκη γιατί δεν ξέρουμε τι μας περιμένει εκεί έξω. Φαντάσου να είναι μπασκίνες. Θα πάμε, θα τους την πέσουμε και μετά θα έχουν λόγο να μας μπουζουριάσουν. Αντίσταση κατά της αρχής, στάση, σύσταση συμμορίας, τα ξέρουμε αυτά... Αν πάλι είναι τίποτα νυχτόβιοι θα χυθεί αίμα. Άρα;
Τ και Μ: Άρα;
Γ: μάρα, κουκουνάρα! Συνεχίζουμε τη ζωή μας κανονικά και τους γράφουμε κανονικότερα. Μέχρι να κάνουν κίνηση –μπας και ψυλλιαστούμε τι παίζεται.
Κ: Μήπως να τηλεφωνούσαμε στην Αστυνομία;
(Την κοιτάζουν και οι τρεις. Μετά σηκώνονται και ανεβαίνουν τη σκάλα μουρμουρίζοντας).
Τ (από μακριά): Κατερινάκι, αν τους πάρεις τηλέφωνο, μην ξεχάσεις να τους ρωτήσεις μπας και βρήκαν έναν αναπτήρα που είχα χάσει παλιά.
Μ (από μακριά): Που; Εδώ κοντά;
Τ(από μακριά): Όχι. Πριν 10 χρόνια –στο Τροκαντερό.
(συνεχίζεται)
6 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Εμένα πάντως ωραίο μου φαίνεται. Τώρα από παρατηρήσεις... μόνο μερυ-κρίση-μας μπορώ να πω.
Αυτό θα πει ενδοοικογενειακή βοήθεια για να φτιάξεις ένα θεατρικό! Μέρες Κρίσιμες -που λένε και οι Εγγλέζοι.
Ρε, ένας που να έχει παίξει τη Δέσπω Μπότσαρη στο σχολείο δε θα βρεθεί να μου πει τίποτα για θεατρικό χρονισμό;
εγώ έχω πει το ποίημα 'ο όλυμπος κι ο κίσσαβος' στη τρίτη δημοτικού. με λίγα λόγια μου άρεσε η στροφή στο αντιεμπορευματικό. όσο για το κείμενο αποτελεί μια καλή αρχή για να το αποθεώσεις σε λιγάκι.
επιθυμία: περπάτα και λίγο στα σοκάκια του παράλογου, άλλωστε το να μπορείς να δικαιολογείς τα πάντα δεν είναι απαραίτητα δείγμα περισσότερης δουλειάς ή ευφυίας.
σε χαιρετώ
χάρολντ
πρτφ
Χαίρομαι να ανακαλύπτω οτι οι φίλοι μου είναι πάντα υπέρ της ποιότητας -εγώ είχα φάει χαστούκι από το δάσκαλο επειδή γέλαγα όταν μια συμμαθήτρια έλεγε "του Νεκρού αδερφού" -ειδικά η στροφή με το "τ' άκουσες Κωνσταντίνε μου τι λένε τα πουλάκια; Πουλάκια είν΄κι ας τραγουδούν, χέσε μας μωρή Μπιρμπίλω τώρα με τα πουλάκια!" με φέρνει μονίμως στα πρόθυρα κατουρήματος.
Κοντολογίς προσπαθώ να ντριπλάρω την παρτατήρησή σου περί ανοίγματος στο παράλογο -η οποία είναι μεν σωστή, αλλά απαιτεί να βάλω το μυαλό μου να δουλέψει. Ενώ η δεμένη δικαιολόγηση βγαίνει αυτόματα -μαθηματικά ας πούμε. Μ΄έπιασες πάντως ρε μπαγάσα!
Ακου να δεις πως εχει το πραγμα, μπας και στρωσει. Ειναι κουραστικο να το διαβαζει καποιος ετσι στην ψυχρα σαν ιστορια για να γεμισει το μυαλο του.
Το εχεις κανει σαν κειμενο που παραδιδεται σε ηθοποιο και πρεπει να μαθει τα λογια του. Το θεμα ειναι την "σκηνοθεσια" να την κανει ο αναγνωστης με τις δικες του εικονες που φτιαχνονται αυτοματα οταν το διαβαζει. Δεν ξερω αν με πιανεις...? Δεν ξερω και αν φτιαχνεται.
Σαν ιστορια πρεπει να προχωρησει λιγο για να σου πω αν χανει απο καμια παντα, προς ωρας ειναι η εισαγωγη της ιδρυσης μιας "ομαδας".
Ναι, έχεις δίκιο -είναι πολύ δεσμευτικά τα πλάγια γράμματα, "κάνε εκείνο, στάσου εκεί, φέρσου έτσι" αλλά ευελπιστώ στην παροιμιώδη τεμπελιά μου η οποία στη συνέχεια θα χαλαρώσει το κείμενο.
Δεν ήξερα κιόλας πόσο κουραστικό μπορεί να μοιάζει δημοσιευμένο το κομμάτι, γι΄αυτό το άφησα στις 3 σελίδες -την επόμενη θα βάλω περισσότερο. Κι επειδή σε κόβω για πρόθυμο τύπο (την πάτησες με λίγα λόγια) -θυμίσου να μου πεις στο τέλος της πρώτης πράξης αν αυτό το πράγμα "διαβάζεται" ή είναι ανούσιο μακαρονοειδές χασμούρημα.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!