Προηγούμενα:
1. "Ένα κωλάμαξο με κάτι κερατάδες"
2. "Η καλή νεράιδα ονόματι Δαβίδ"
Πρόσωπα:
ΓΡΗΓΟΡΗΣ
ΤΑΚΗΣ
ΜΙΧΑΛΗΣ
ΚΑΤΕΡΙΝΑ
(Τριαντάρηδες όλοι τους)
ΓΡΗΓΟΡΗΣ
ΤΑΚΗΣ
ΜΙΧΑΛΗΣ
ΚΑΤΕΡΙΝΑ
(Τριαντάρηδες όλοι τους)
Κ.: Ακόμα απέξω είναι αυτοί;
Τ.: Λες να κατάλαβαν οτι κάνουν λάθος και να ΄φυγαν;
Μ.: Κάποια πιθανότητα... Την παίζουμε στοίχημα;
Τ.: Μέσα –10 προς 1 οτι είναι ακόμα απέξω!
Μ.: Έγινε! 12 προς 1 οτι είναι απέξω! Άλλη προσφορά;
(Πηγαίνουν οι δυο τους μέχρι την κουρτίνα, κοιτάζουν προσεκτικά –ξανακλείνουν).
Τ.: Κουβά κι οι δυο μας!
Μ.: Και ποιος τα παίρνει;
Γ.: Τι δηλαδή; Να ποντάρω στην κόντρα σας;
Τ.: Έχεις άντερα;
Γ.: Με μαγειρίτσα θα ποντάρουμε ή με φράγκα;
Μ.: Ρε, σου βαστάει; 12 προς 1 –τα πας;
Γ.: (τους κοιτάζει εξεταστικά) Ψάχνετε για μαλάκα;
Τ.: Ψάχνουμε, βρίσκουμε.... δεν είναι εκεί το θέμα. Εσύ το πας το στοίχημα;
Γ.: Όχι ρε –δεν το πάω!
Μ.: Κρίμα –θα κονόμαγες...
Γ.: Εννοείς...
Τ.: Δες και μόνος σου.
(Ο Γρηγόρης τους περνάει και κοιτάζει έξω).
Γ.: Άλλο και τούτο πάλι!
Κ.: Έφυγαν;
Γ.: Ναι.
Κ.: Εντάξει. Τι κάνουμε τώρα;
Τ.: Τα μαζεύουμε και εξαφανιζόμαστε.
Γ.: Περίμενε.
Τ.: Τι τρέχει;
Γ.: Μη βιάζεσαι.
Τ.: ‘σου γαμήσω...
Μ.: Μήπως να σας αφήναμε μόνους να τα βρείτε, όσο εμείς θα αποχωρούσαμε πετώντας;
Γ.: Άμα είσαι τόσο ηλίθιος προσπάθησε να βγεις έξω!
Κ.: Τι εννοείς;
Γ.: Όσο είμαστε μέσα δεν πρόκειται να μας πειράξουν. Μπορεί να κάνουν ντου, να μας συλλάβουν αν είναι μπάτσοι...
Τ.: Να μας ξεσκίσουν αν είναι μπράβοι ή να μας βάλουν φωτιά αν είναι πρεζέμποροι.... Αλλά στα σίγουρα δεν θα μας πειράξουν!
Γ.: Γιατί πάντα πρέπει να λες μαλακίες;
Τ.: Για να φαίνεσαι πιο έξυπνος –τι νόμισες;
Γ.: Εξηγώ και σκάσε. Το οτι φύγανε έξω από το παράθυρό μας δε σημαίνει οτι φύγανε γενικώς. Εγώ ψυλλιάζομαι οτι μας την έχουν στημένη, θα περιμένουν να ξεμυτίσουμε για να μας την πέσουν. Κι άντε μετά να αποδείξεις οτι σε φάγανε εδώ απέξω κι όχι την ώρα που λήστευες το κλειστό σουβλατζίδικο απέναντι....
Μ.: Εννοείς δηλαδή οτι αυτοί που μας την έχουνε στημένη είναι μπράβοι του σουβλατζή;
Κ.: Εννοεί οτι είναι πιο εύκολο να σε φάνε έξω στο δρόμο παρά μέσα στο σπίτι σου..
(Ο Γρηγόρης κι ο Τάκης την κοιτάζουν με εμφανώς ψεύτικο θαυμασμό).
Γ.: Επειδή εδώ είμαστε στην έδρα μας –εντάξει; Είσαι μαχαιροβγάλτης κύριε απέξω μου; Πρέπει να έρθεις κρυφά, να σπάσεις την πόρτα και να κάνεις ένα σωρό κομαντιλίκια για να μου την πέσεις εδώ μέσα. Είσαι μπάτσος; Πρέπει να μου δείξεις ένταλμα, ταυτότητα, να έχεις επικολλήσει τα ανάλογα χαρτόσημα.... Αλλιώς, κάτσε έξω και ξύσου.
Τ.: (στον Μιχάλη) Μην του δίνεις σημασία –βλέπει κάτι αμερικάνικα σήριαλ τώρα τελευταία...
Μ.: Α, γι΄αυτό!
Τ.: Δεν ξέρω τι λέτε εσείς και ούτε έχω όρεξη να μάθω δηλαδή! Εγώ τα μαζεύω και φεύγω.
Γ.: Ότι γουστάρεις...
Τ.: Έτσι λέω κι εγώ!
(Φεύγει βιαστικός προς τις σκάλες, ανεβαίνει, ακούγονται θόρυβοι από τον πάνω όροφο).
Μ.: Θα τον αφήσεις;
Γ.: Δε σε πιάνω!
Μ.: Αν νομίζεις οτι μας την έχουνε στημένη απέξω, θα τον αφήσεις να φύγει έτσι απλά;
Γ.: Και τι να κάνω δηλαδή; Να τον δέσω;
Κ.: Δεν μου φάνηκε πάντως οτι προσπάθησες ιδιαίτερα να του αλλάξεις γνώμη.
Γ.: (στο Μιχάλη) Αυτή τι γουστάρει τώρα;
Μ.: Βρες το και πάρτο.
Γ.: (στην Κατερίνα) Για πες μου κάτι ρε φιλενάδα –σου φαίνομαι για κοντός;
(Η Κατερίνα τον κοιτάζει απορημένη).
Γ.: Μήπως σου μοιάζω να έχω μουστάκι; Με κόβεις να φοράω τίποτα περιβραχιόνιο στο μπράτσο, ας πούμε;
Μ.: (στην Κατερίνα συνωμοτικά) Θέλει να σου πει οτι δεν την έχει δει δικτάτορας.
Κ.: (στο Μιχάλη στο ίδιο στυλ) Αλήθεια; Και γιατί δεν το λέει στα ίσα; Ντρέπεται;
Γ.: Πες το κι έτσι...Μπορεί να ντρέπομαι, μπορεί να βαριέμαι, μπορεί και να μην είμαι σίγουρος οτι έχω δίκιο. Το θέμα είναι πως ο καθένας κάνει οτι γουστάρει, ξέρεις γιατί;
Μ.: Επειδή ακόμα και οι δίδυμοι, μόνοι τους γεννιούνται και μόνοι πεθαίνουν.
Γ.: Σωστός.
Κ.: Και τώρα αυτό εσείς το λέτε παρέα;
Γ.: Με την πλάτη στον τοίχο –έτσι το λέμε. Έχεις αντίρρηση;
Μ.: Με την πλάτη στον τοίχο και τα πόδια ανοιχτά ρε αλήτη! Μη με κοιτάς ρε –κάτω κοίτα!
(Η Κατερίνα τον κοιτάζει παραξενεμένη).
Γ.: (τον δείχνει) Κάπως περιγραφικός.
(Ο Τάκης κατεβαίνει μ΄ένα σακ βουαγιάζ μισάνοιχτο).
Τ.: Λοιπόν κορίτσια, χάρηκα που σας γνώρισα –δώστε τα χαιρετίσματά μου στη μαντάμ.
(Τους περνάει από δίπλα, ο Γρηγόρης τον πιάνει από το μπράτσο).
Γ.: Θα σε ξαναβρώ ρε μαλάκα.
Τ.: Όχι αν σε βρω πρώτος εγώ!
(Προχωράει προς την πόρτα).
Κ.: Περίμενε.
(Ο Τάκης σταματάει. Η Κατερίνα πάει μέχρι την κουρτίνα –κοιτάζει έξω).
Κ.: Πάλι απέξω είναι οι κουφάλες.
(Ο Τάκης αφήνει το σακ βουαγιάζ να πέσει στο πάτωμα. Πηγαίνει στην κουρτίνα, κοιτάζει έξω).
Τ.: Γρηγόρη;
Γ.: Πέστο.
Τ.: Την πεταλούδα.
Γ.: Κόψε τη σαχλαμάρα.
Τ.: Δώσμου την πεταλούδα ρε πούστη!
Γ.: Ηρέμησε λέω!
Τ.: Θα τους πετάξω τα συκώτια γαμώ το Χριστό τους! Θα πάω εκεί πέρα και θα τους ξεσκίσω, δώσμου την πεταλούδα!
Γ.: Κάτσε κάτω!
Τ.: Άντε γαμήσου, δε σ΄έχω ανάγκη! Τους καταφέρνω κι έτσι!
(Φεύγει για την πόρτα, ο Γρηγόρης βουτάει πίσω του και τον αρπάζει, τον κρατάει με μια λαβή μπλοκάροντας τα χέρια του).
Τ.: Άσε με! Άσε με γαμώτο!
Γ.: Ησύχασε!
Τ.: Δε θα μου πεις εσύ ρε! Άμα δεν έχεις αρχίδια κάτσε στην άκρη –κατάλαβες; Ποιοι είναι αυτοί –το κέρατό μου; Τι κάνουν εκεί έξω; Τι θέλουν από μας; Γιατί δεν έρχονται να τελειώνουμε; Γιατί δεν έρχονται; Και σταμάτα να με κρατάς σα γκόμενα –εκτός αν θέλεις να μου τον φορέσεις, εντάξει;
(Ο Γρηγόρης τον αφήνει).
Κ.: Να μας σπάσουν τα νεύρα, αυτό θέλουν.
Τ.: Αυτά μας τα ΄παν κι άλλοι –κι είδαμε που καταλήξανε! Να μην τσιμπάμε στις προκλήσεις τους, να μην παίξουμε το παιχνίδι τους, να μην πέφτουμε στην παγίδα! Αρχίδια με τη ρίγανη! Στο τέλος τούς βρήκανε με κατεβασμένα τα στόρια, άλλον κρεμασμένο από το καλώδιο της λάμπας κι άλλον κόσκινο στις σφαίρες μ΄ένα περίστροφο αγκαλιά. Μανιοκατάθλιψη ή αντίσταση κατά της αρχής –σκάγανε και τίποτα σακουλάκια φυτεμένα για να δέσει το γλυκό... Και τι βγήκε στην τελική; Σε ρωτάω –τι βγήκε;
Μ.: Ότι μπήκε –βγήκε...
Τ.: Άντε ρε σαχλαμάρα!
(Βηματίζουν αμήχανα στο δωμάτιο, κάποιοι κάθονται στον καναπέ αλλά σηκώνονται αμέσως, κάποιος ανάβει τσιγάρο).
Τ.: Τι έγινε με κείνο το φαΐ;
Γ.: Ξέρω ΄γω; Ή θα το φάμε ή θα μας φάει.
Μ.: Άρα...
Κ.: Υπάρχει τίποτα στο ψυγείο να φτιάξω καμιά σαλάτα;
(Ο Τάκης με τον Γρηγόρη κοιτάζονται παραξενεμένοι).
Τ.: Σαλάτα;
Μ.: Συμβολικά μιλάει –περί της κατάστασης γενικότερα...
Γ.: Αλληγορικά κι έτσι να πούμε;
Τ.: Κάποιος Τζίζους Κράιστ μετά την αποτρίχωση...
Κ.: Ξεκαρδιστήκαμε πάλι –σε καλό σου!
Μ.: Περί φαγητό που λέγαμε....
Γ.: Κάτσε, θα παραγγείλω απέξω (πηγαίνει προς το τηλέφωνο, ψάχνει σε μια στοίβα καταλόγων, ξεχωρίζει έναν, σχηματίζει το νούμερο στη συσκευή) Πως; (κοιτάζει απορημένος το ακουστικό).
Μ.: Τι έγινε;
Γ.: Μας το κόψανε!
Τ.: Δεν γλιτώνουμε με τίποτα! Θα βγω έξω να...
Γ.: Να κάτσεις στ΄αυγά σου.
Κ.: Μας παίζουν οι πούστηδες, μας γλεντάνε....
Γ.: Μιχάλη, πάρτον και πηγαίνετε στην κουζίνα. Όλο και κάτι θα βρεθεί στα ντουλάπια, στο ψυγείο...
(Ο Τάκης στέκει μετέωρος. Ο Μιχάλης τον αρπάζει από το μπράτσο και τον τραβάει κατά την κουζίνα).
Κ.: (δείχνοντας προς τα κει) Έχει φρικάρει –έτσι;
Γ.: Όλοι μας, λίγο –πολύ...
Κ.: Έχω πάντως μια απορία...
Γ.: Μπράβο. Κράτα την.
Κ.: Γιατί δεν φεύγουμε από την πόρτα της κουζίνας;
Γ.: (την κοιτάζει σκεφτικά) Πως μας διέφυγε αυτό;
Κ.: Εσύ να μου πεις.
Γ.: Να σου πω... τι να σου πω; Οτι το πιο πιθανό είναι να μας την έχουν στημένη κι από πίσω;
Κ.: Το τσέκαρες;
Γ.: Οτι αν φύγουμε θα μας κυνηγήσουν σα σκυλιά;
Κ.: Και είναι σίγουρο οτι θα μας πιάσουν;
(Ο Γρηγόρης σταυρώνει τα χέρια, την κοιτάζει ήρεμα).
Γ.: Εντάξει, είσαι πονηρή και γκελάρεις μια χαρά τις δικαιολογίες -οπότε θα περάσω στο ζουμί. Δε φεύγω, δεν έχω καμιά διάθεση να φύγω. Ακόμα κι αν από πίσω μας περιμένει ένα ελικόπτερο έτοιμο να μας βγάλει από τη χώρα δεν πρόκειται να την κοπανήσω από δω μέσα –που να πάω δηλαδή; Και ποιος ο λόγος; Δεν ξέρεις πως είναι αυτά; «Τρέχεις, τρέχεις –κυνηγάω. Αν σε πιάσω, σε γαμάω»...
Κ.: «Καμπανάκια, μαλακίες –ξέχασέ τα»...
Γ.: Έτσι ακριβώς.
Κ.: Τους άλλους τους ρώτησες;
Γ.: Τι να τους ρωτήσω;
Κ.: Αν έχουν διάθεση να το παίξουν Φορτ Άλαμο.
Γ.: Και τι με κόφτει εμένα ρε φιλενάδα; Ανοιχτές είναι οι πόρτες, μπρος-πίσω-πάνω-κάτω, ανοιχτά και τα παράθυρα. Δεν κρατάω κανέναν με το ζόρι....
Κ.: Δε σε καταλαβαίνω πάντως... Και οι δυο τους σε σέβονται, περιμένουν από σένα να τους κουμαντάρεις. Αλλά εσύ κάθεσαι εδώ πέρα σε στυλ Βούδας της Σαμπέρμπια.
Γ.: Να τους κουμαντάρω; Καλό κι αυτό! Για ποιον με πέρασες; Για το Στρατάρχη φον Χούφτωστον;
Κ.: Δεν σε πέρασα για κανέναν –φαίνεσαι από μακριά πόσο χέστης είσαι, σαν όλους αυτούς που κωλώνουν να πιάσουν το τιμόνι όταν το αμάξι πηγαίνει για το γκρεμό...
Γ.: Χέστης –καλά το είπες! Άρα, ξεφορτώσου με κι αν ψάχνεις για ήρωες έχω ένα γκρέιτεστ χιτς της Μπόνι Τάιλερ να βγάλεις το άχτι σου.
Κ.: Δε μ΄αρέσει η Μπόνι Τάιλερ –δεν είμαι τόσο κραγμένη σαν εσένα...
Γ.: Ποτέ δεν είναι αργά....
Κ.: Επειδή ποτέ δεν ήταν νωρίς –μας τα ‘παν κι άλλοι!
(Κάθονται αντικριστά σε καναπέ και πολυθρόνα. Αμέσως ο Γρηγόρης σηκώνεται, πηγαίνει μέχρι το πικάπ, ψάχνει, βάζει το Paper Sun των Traffic. Ανάβει τσιγάρο, ξανακάθεται).
Γ.: Εντάξει;
Κ.: Εντάξει τι;
Γ.: Η μουσική λέω... Εντάξει;
Κ.: Κάνε δουλειά σου...
Γ.: Τη δουλειά μου κάνω, χρόνια τώρα, μόνο που δεν την κοιτάω –ξέρεις γιατί; Επειδή η δουλειά είναι σαν τα σκατά, άμα κάθεσαι και τα κοιτάς σε παίρνει η μπόχα.
Κ.: Απορώ ρε πούστη μου –εκτός από το να λέτε γυμνασιακές μαλακίες, είσαστε ικανοί για τίποτα άλλο;
Γ.: Ικανοί; Για τίποτα άλλο.
Κ.: Δώσε τσιγάρο.
(Της ανάβει ένα και σκύβει να της το δώσει. Όταν πλησιάζουν την πιάνει από τον καρπό).
Γ.: Άκου. Δεν ξέρω ποιος θα μείνει τελευταίος, αλλά φρόντισε να τον γλιτώσεις απ΄όλα αυτά –εντάξει μαλακισμένη;
Κ.: (τραβιέται πίσω) Και που ξέρεις οτι θα είμαι εγώ εκεί;
Γ.: Επειδή έτσι πάει –ότι κι αν γίνει η γκόμενα γλιτώνει.
Κ.: Δίκιο είχε ο Τάκης, πολλές αμερικάνικες ταινίες βλέπεις!
Γ.: Σήριαλ!
Κ.: Πες το κι έτσι.
(Μπαίνουν οι άλλοι δυο με πιατέλες γεμάτες κλειστές κονσέρβες και δυο μπουκάλια κρασί).
Μ.: Ζωγράφισα πάλι στην κουζίνα ο πούστης!
Τ.: Μόνο που υπάρχει κάποιο θέμα με τις ημερομηνίες λήξης...
Μ.: Μη γίνεσαι σπαστικός –αφού το γράφει καθαρά, «ανάλωση ΚΑΤΑ ΠΡΟΤΙΜΗΣΗ»...
Κ.: Και η δηλητηρίαση κατά προτίμηση θα είναι;
Μ.: Δηλητηρίαση; Ποια δηλητηρίαση; Εδώ μας έχουν ζώσει οι καργιόληδες απέξω, σε λίγο θα μας στρώσουν στο σημάδι με τίποτα σφαίρες ντουμ-ντουμ, τι δηλητηρίαση μου λες τώρα;
(Ο Γρηγόρης τους βοηθάει να βάλουν τα πιάτα στο τραπέζι, τραβάνε καρέκλες, κάθονται. Ο Τάκης αρχίζει να ανοίγει τις κονσέρβες φιλότιμα).
Μ.: Μισό! Προσευχή δεν θα κάνουμε;
(Κοιτάζονται οι τρεις τους και η Κατερίνα δείχνει απηυδισμένη).
Γ.: Άγιε Σάιμον Τέμπλαρ...
Μ.: Παπάρα παπάρα, μεγαλοδύναμε...
Τ: (απρόθυμα) Ρεμάλι άπλυτο, σιχαμερό...
Γ.: Δώσε και σε μας καμιά γκόμενα...
Μ.: Αν σου περισσεύει...
Τ.: (λίγο πιο πρόθυμα) Που να μην έχει αφροδίσια...
Γ.: Και φρόντισε οι κουφάλες απέξω...
Μ.: Να την έχουν στημένη στους κακούργους του πάνω ορόφου...
Τ.: (σχεδόν ενθουσιώδης) Αμήν.
Κ.: Συγνώμη, σε μονοκατοικία δεν είμαστε;
Μ.: Ε, μα γι΄αυτό χρειαζόμαστε τον Άγιο! Αν μέναμε σε διώροφο τα καταφέρναμε και μόνοι μας.
Γ.: Σκάτε και φάτε τώρα.
(Σκύβουν όλοι στα πιάτα τους ενώ ο Γρηγόρης τους γεμίζει τα ποτήρια με κρασί. Όταν βάζουν την πρώτη μπουκιά στο στόμα τους αηδιάζουν, η Κατερίνα ψάχνει χαρτοπετσέτα να τη φτύσει, οι υπόλοιποι καταπίνουν με κόπο).
Μ.: Νόστιμο ε;
Γ.: Έδεσμα!
(Εκείνη τη στιγμή χτυπάει το κουδούνι. Σταματάνε όλοι και κοιτάζονται, ο Τάκης αλαφιάζει κάπως).
Μ.: Να μην αφήνουν έναν άνθρωπο να φάει με την ησυχία του!
Γ.: Αγενέστατοι φίλε μου! Χοντρόπετσοι και χωριάταροι!
(Τα χτυπήματα γίνονται πιο δυνατά, κάποιοι χτυπάνε με τις γροθιές τους την πόρτα).
Φωνή απέξω: Ανοίξτε γιατί θα σπάσουμε την πόρτα!
Μ.: Τι είπε;
Κ.: Θα σπάσουνε την πόρτα...
Μ.: Νοικιασμένο δεν το έχετε το σπίτι;
Γ.: Όσο να πεις όμως... μια πόρτα τη χρειαζόμαστε!
Μ.: Άρα;
Γ.: (σηκώνεται) Πάω να τους διώξω, τίποτα πλασιέ θα είναι...
(Ο Τάκης έχει μισοσηκωθεί από την καρέκλα του αναστατωμένος, παρακολουθεί τον Γρηγόρη που πηγαίνει προς την πόρτα –τα δυνατά χτυπήματα συνεχίζονται).
Τ.: Λες να κατάλαβαν οτι κάνουν λάθος και να ΄φυγαν;
Μ.: Κάποια πιθανότητα... Την παίζουμε στοίχημα;
Τ.: Μέσα –10 προς 1 οτι είναι ακόμα απέξω!
Μ.: Έγινε! 12 προς 1 οτι είναι απέξω! Άλλη προσφορά;
(Πηγαίνουν οι δυο τους μέχρι την κουρτίνα, κοιτάζουν προσεκτικά –ξανακλείνουν).
Τ.: Κουβά κι οι δυο μας!
Μ.: Και ποιος τα παίρνει;
Γ.: Τι δηλαδή; Να ποντάρω στην κόντρα σας;
Τ.: Έχεις άντερα;
Γ.: Με μαγειρίτσα θα ποντάρουμε ή με φράγκα;
Μ.: Ρε, σου βαστάει; 12 προς 1 –τα πας;
Γ.: (τους κοιτάζει εξεταστικά) Ψάχνετε για μαλάκα;
Τ.: Ψάχνουμε, βρίσκουμε.... δεν είναι εκεί το θέμα. Εσύ το πας το στοίχημα;
Γ.: Όχι ρε –δεν το πάω!
Μ.: Κρίμα –θα κονόμαγες...
Γ.: Εννοείς...
Τ.: Δες και μόνος σου.
(Ο Γρηγόρης τους περνάει και κοιτάζει έξω).
Γ.: Άλλο και τούτο πάλι!
Κ.: Έφυγαν;
Γ.: Ναι.
Κ.: Εντάξει. Τι κάνουμε τώρα;
Τ.: Τα μαζεύουμε και εξαφανιζόμαστε.
Γ.: Περίμενε.
Τ.: Τι τρέχει;
Γ.: Μη βιάζεσαι.
Τ.: ‘σου γαμήσω...
Μ.: Μήπως να σας αφήναμε μόνους να τα βρείτε, όσο εμείς θα αποχωρούσαμε πετώντας;
Γ.: Άμα είσαι τόσο ηλίθιος προσπάθησε να βγεις έξω!
Κ.: Τι εννοείς;
Γ.: Όσο είμαστε μέσα δεν πρόκειται να μας πειράξουν. Μπορεί να κάνουν ντου, να μας συλλάβουν αν είναι μπάτσοι...
Τ.: Να μας ξεσκίσουν αν είναι μπράβοι ή να μας βάλουν φωτιά αν είναι πρεζέμποροι.... Αλλά στα σίγουρα δεν θα μας πειράξουν!
Γ.: Γιατί πάντα πρέπει να λες μαλακίες;
Τ.: Για να φαίνεσαι πιο έξυπνος –τι νόμισες;
Γ.: Εξηγώ και σκάσε. Το οτι φύγανε έξω από το παράθυρό μας δε σημαίνει οτι φύγανε γενικώς. Εγώ ψυλλιάζομαι οτι μας την έχουν στημένη, θα περιμένουν να ξεμυτίσουμε για να μας την πέσουν. Κι άντε μετά να αποδείξεις οτι σε φάγανε εδώ απέξω κι όχι την ώρα που λήστευες το κλειστό σουβλατζίδικο απέναντι....
Μ.: Εννοείς δηλαδή οτι αυτοί που μας την έχουνε στημένη είναι μπράβοι του σουβλατζή;
Κ.: Εννοεί οτι είναι πιο εύκολο να σε φάνε έξω στο δρόμο παρά μέσα στο σπίτι σου..
(Ο Γρηγόρης κι ο Τάκης την κοιτάζουν με εμφανώς ψεύτικο θαυμασμό).
Γ.: Επειδή εδώ είμαστε στην έδρα μας –εντάξει; Είσαι μαχαιροβγάλτης κύριε απέξω μου; Πρέπει να έρθεις κρυφά, να σπάσεις την πόρτα και να κάνεις ένα σωρό κομαντιλίκια για να μου την πέσεις εδώ μέσα. Είσαι μπάτσος; Πρέπει να μου δείξεις ένταλμα, ταυτότητα, να έχεις επικολλήσει τα ανάλογα χαρτόσημα.... Αλλιώς, κάτσε έξω και ξύσου.
Τ.: (στον Μιχάλη) Μην του δίνεις σημασία –βλέπει κάτι αμερικάνικα σήριαλ τώρα τελευταία...
Μ.: Α, γι΄αυτό!
Τ.: Δεν ξέρω τι λέτε εσείς και ούτε έχω όρεξη να μάθω δηλαδή! Εγώ τα μαζεύω και φεύγω.
Γ.: Ότι γουστάρεις...
Τ.: Έτσι λέω κι εγώ!
(Φεύγει βιαστικός προς τις σκάλες, ανεβαίνει, ακούγονται θόρυβοι από τον πάνω όροφο).
Μ.: Θα τον αφήσεις;
Γ.: Δε σε πιάνω!
Μ.: Αν νομίζεις οτι μας την έχουνε στημένη απέξω, θα τον αφήσεις να φύγει έτσι απλά;
Γ.: Και τι να κάνω δηλαδή; Να τον δέσω;
Κ.: Δεν μου φάνηκε πάντως οτι προσπάθησες ιδιαίτερα να του αλλάξεις γνώμη.
Γ.: (στο Μιχάλη) Αυτή τι γουστάρει τώρα;
Μ.: Βρες το και πάρτο.
Γ.: (στην Κατερίνα) Για πες μου κάτι ρε φιλενάδα –σου φαίνομαι για κοντός;
(Η Κατερίνα τον κοιτάζει απορημένη).
Γ.: Μήπως σου μοιάζω να έχω μουστάκι; Με κόβεις να φοράω τίποτα περιβραχιόνιο στο μπράτσο, ας πούμε;
Μ.: (στην Κατερίνα συνωμοτικά) Θέλει να σου πει οτι δεν την έχει δει δικτάτορας.
Κ.: (στο Μιχάλη στο ίδιο στυλ) Αλήθεια; Και γιατί δεν το λέει στα ίσα; Ντρέπεται;
Γ.: Πες το κι έτσι...Μπορεί να ντρέπομαι, μπορεί να βαριέμαι, μπορεί και να μην είμαι σίγουρος οτι έχω δίκιο. Το θέμα είναι πως ο καθένας κάνει οτι γουστάρει, ξέρεις γιατί;
Μ.: Επειδή ακόμα και οι δίδυμοι, μόνοι τους γεννιούνται και μόνοι πεθαίνουν.
Γ.: Σωστός.
Κ.: Και τώρα αυτό εσείς το λέτε παρέα;
Γ.: Με την πλάτη στον τοίχο –έτσι το λέμε. Έχεις αντίρρηση;
Μ.: Με την πλάτη στον τοίχο και τα πόδια ανοιχτά ρε αλήτη! Μη με κοιτάς ρε –κάτω κοίτα!
(Η Κατερίνα τον κοιτάζει παραξενεμένη).
Γ.: (τον δείχνει) Κάπως περιγραφικός.
(Ο Τάκης κατεβαίνει μ΄ένα σακ βουαγιάζ μισάνοιχτο).
Τ.: Λοιπόν κορίτσια, χάρηκα που σας γνώρισα –δώστε τα χαιρετίσματά μου στη μαντάμ.
(Τους περνάει από δίπλα, ο Γρηγόρης τον πιάνει από το μπράτσο).
Γ.: Θα σε ξαναβρώ ρε μαλάκα.
Τ.: Όχι αν σε βρω πρώτος εγώ!
(Προχωράει προς την πόρτα).
Κ.: Περίμενε.
(Ο Τάκης σταματάει. Η Κατερίνα πάει μέχρι την κουρτίνα –κοιτάζει έξω).
Κ.: Πάλι απέξω είναι οι κουφάλες.
(Ο Τάκης αφήνει το σακ βουαγιάζ να πέσει στο πάτωμα. Πηγαίνει στην κουρτίνα, κοιτάζει έξω).
Τ.: Γρηγόρη;
Γ.: Πέστο.
Τ.: Την πεταλούδα.
Γ.: Κόψε τη σαχλαμάρα.
Τ.: Δώσμου την πεταλούδα ρε πούστη!
Γ.: Ηρέμησε λέω!
Τ.: Θα τους πετάξω τα συκώτια γαμώ το Χριστό τους! Θα πάω εκεί πέρα και θα τους ξεσκίσω, δώσμου την πεταλούδα!
Γ.: Κάτσε κάτω!
Τ.: Άντε γαμήσου, δε σ΄έχω ανάγκη! Τους καταφέρνω κι έτσι!
(Φεύγει για την πόρτα, ο Γρηγόρης βουτάει πίσω του και τον αρπάζει, τον κρατάει με μια λαβή μπλοκάροντας τα χέρια του).
Τ.: Άσε με! Άσε με γαμώτο!
Γ.: Ησύχασε!
Τ.: Δε θα μου πεις εσύ ρε! Άμα δεν έχεις αρχίδια κάτσε στην άκρη –κατάλαβες; Ποιοι είναι αυτοί –το κέρατό μου; Τι κάνουν εκεί έξω; Τι θέλουν από μας; Γιατί δεν έρχονται να τελειώνουμε; Γιατί δεν έρχονται; Και σταμάτα να με κρατάς σα γκόμενα –εκτός αν θέλεις να μου τον φορέσεις, εντάξει;
(Ο Γρηγόρης τον αφήνει).
Κ.: Να μας σπάσουν τα νεύρα, αυτό θέλουν.
Τ.: Αυτά μας τα ΄παν κι άλλοι –κι είδαμε που καταλήξανε! Να μην τσιμπάμε στις προκλήσεις τους, να μην παίξουμε το παιχνίδι τους, να μην πέφτουμε στην παγίδα! Αρχίδια με τη ρίγανη! Στο τέλος τούς βρήκανε με κατεβασμένα τα στόρια, άλλον κρεμασμένο από το καλώδιο της λάμπας κι άλλον κόσκινο στις σφαίρες μ΄ένα περίστροφο αγκαλιά. Μανιοκατάθλιψη ή αντίσταση κατά της αρχής –σκάγανε και τίποτα σακουλάκια φυτεμένα για να δέσει το γλυκό... Και τι βγήκε στην τελική; Σε ρωτάω –τι βγήκε;
Μ.: Ότι μπήκε –βγήκε...
Τ.: Άντε ρε σαχλαμάρα!
(Βηματίζουν αμήχανα στο δωμάτιο, κάποιοι κάθονται στον καναπέ αλλά σηκώνονται αμέσως, κάποιος ανάβει τσιγάρο).
Τ.: Τι έγινε με κείνο το φαΐ;
Γ.: Ξέρω ΄γω; Ή θα το φάμε ή θα μας φάει.
Μ.: Άρα...
Κ.: Υπάρχει τίποτα στο ψυγείο να φτιάξω καμιά σαλάτα;
(Ο Τάκης με τον Γρηγόρη κοιτάζονται παραξενεμένοι).
Τ.: Σαλάτα;
Μ.: Συμβολικά μιλάει –περί της κατάστασης γενικότερα...
Γ.: Αλληγορικά κι έτσι να πούμε;
Τ.: Κάποιος Τζίζους Κράιστ μετά την αποτρίχωση...
Κ.: Ξεκαρδιστήκαμε πάλι –σε καλό σου!
Μ.: Περί φαγητό που λέγαμε....
Γ.: Κάτσε, θα παραγγείλω απέξω (πηγαίνει προς το τηλέφωνο, ψάχνει σε μια στοίβα καταλόγων, ξεχωρίζει έναν, σχηματίζει το νούμερο στη συσκευή) Πως; (κοιτάζει απορημένος το ακουστικό).
Μ.: Τι έγινε;
Γ.: Μας το κόψανε!
Τ.: Δεν γλιτώνουμε με τίποτα! Θα βγω έξω να...
Γ.: Να κάτσεις στ΄αυγά σου.
Κ.: Μας παίζουν οι πούστηδες, μας γλεντάνε....
Γ.: Μιχάλη, πάρτον και πηγαίνετε στην κουζίνα. Όλο και κάτι θα βρεθεί στα ντουλάπια, στο ψυγείο...
(Ο Τάκης στέκει μετέωρος. Ο Μιχάλης τον αρπάζει από το μπράτσο και τον τραβάει κατά την κουζίνα).
Κ.: (δείχνοντας προς τα κει) Έχει φρικάρει –έτσι;
Γ.: Όλοι μας, λίγο –πολύ...
Κ.: Έχω πάντως μια απορία...
Γ.: Μπράβο. Κράτα την.
Κ.: Γιατί δεν φεύγουμε από την πόρτα της κουζίνας;
Γ.: (την κοιτάζει σκεφτικά) Πως μας διέφυγε αυτό;
Κ.: Εσύ να μου πεις.
Γ.: Να σου πω... τι να σου πω; Οτι το πιο πιθανό είναι να μας την έχουν στημένη κι από πίσω;
Κ.: Το τσέκαρες;
Γ.: Οτι αν φύγουμε θα μας κυνηγήσουν σα σκυλιά;
Κ.: Και είναι σίγουρο οτι θα μας πιάσουν;
(Ο Γρηγόρης σταυρώνει τα χέρια, την κοιτάζει ήρεμα).
Γ.: Εντάξει, είσαι πονηρή και γκελάρεις μια χαρά τις δικαιολογίες -οπότε θα περάσω στο ζουμί. Δε φεύγω, δεν έχω καμιά διάθεση να φύγω. Ακόμα κι αν από πίσω μας περιμένει ένα ελικόπτερο έτοιμο να μας βγάλει από τη χώρα δεν πρόκειται να την κοπανήσω από δω μέσα –που να πάω δηλαδή; Και ποιος ο λόγος; Δεν ξέρεις πως είναι αυτά; «Τρέχεις, τρέχεις –κυνηγάω. Αν σε πιάσω, σε γαμάω»...
Κ.: «Καμπανάκια, μαλακίες –ξέχασέ τα»...
Γ.: Έτσι ακριβώς.
Κ.: Τους άλλους τους ρώτησες;
Γ.: Τι να τους ρωτήσω;
Κ.: Αν έχουν διάθεση να το παίξουν Φορτ Άλαμο.
Γ.: Και τι με κόφτει εμένα ρε φιλενάδα; Ανοιχτές είναι οι πόρτες, μπρος-πίσω-πάνω-κάτω, ανοιχτά και τα παράθυρα. Δεν κρατάω κανέναν με το ζόρι....
Κ.: Δε σε καταλαβαίνω πάντως... Και οι δυο τους σε σέβονται, περιμένουν από σένα να τους κουμαντάρεις. Αλλά εσύ κάθεσαι εδώ πέρα σε στυλ Βούδας της Σαμπέρμπια.
Γ.: Να τους κουμαντάρω; Καλό κι αυτό! Για ποιον με πέρασες; Για το Στρατάρχη φον Χούφτωστον;
Κ.: Δεν σε πέρασα για κανέναν –φαίνεσαι από μακριά πόσο χέστης είσαι, σαν όλους αυτούς που κωλώνουν να πιάσουν το τιμόνι όταν το αμάξι πηγαίνει για το γκρεμό...
Γ.: Χέστης –καλά το είπες! Άρα, ξεφορτώσου με κι αν ψάχνεις για ήρωες έχω ένα γκρέιτεστ χιτς της Μπόνι Τάιλερ να βγάλεις το άχτι σου.
Κ.: Δε μ΄αρέσει η Μπόνι Τάιλερ –δεν είμαι τόσο κραγμένη σαν εσένα...
Γ.: Ποτέ δεν είναι αργά....
Κ.: Επειδή ποτέ δεν ήταν νωρίς –μας τα ‘παν κι άλλοι!
(Κάθονται αντικριστά σε καναπέ και πολυθρόνα. Αμέσως ο Γρηγόρης σηκώνεται, πηγαίνει μέχρι το πικάπ, ψάχνει, βάζει το Paper Sun των Traffic. Ανάβει τσιγάρο, ξανακάθεται).
Γ.: Εντάξει;
Κ.: Εντάξει τι;
Γ.: Η μουσική λέω... Εντάξει;
Κ.: Κάνε δουλειά σου...
Γ.: Τη δουλειά μου κάνω, χρόνια τώρα, μόνο που δεν την κοιτάω –ξέρεις γιατί; Επειδή η δουλειά είναι σαν τα σκατά, άμα κάθεσαι και τα κοιτάς σε παίρνει η μπόχα.
Κ.: Απορώ ρε πούστη μου –εκτός από το να λέτε γυμνασιακές μαλακίες, είσαστε ικανοί για τίποτα άλλο;
Γ.: Ικανοί; Για τίποτα άλλο.
Κ.: Δώσε τσιγάρο.
(Της ανάβει ένα και σκύβει να της το δώσει. Όταν πλησιάζουν την πιάνει από τον καρπό).
Γ.: Άκου. Δεν ξέρω ποιος θα μείνει τελευταίος, αλλά φρόντισε να τον γλιτώσεις απ΄όλα αυτά –εντάξει μαλακισμένη;
Κ.: (τραβιέται πίσω) Και που ξέρεις οτι θα είμαι εγώ εκεί;
Γ.: Επειδή έτσι πάει –ότι κι αν γίνει η γκόμενα γλιτώνει.
Κ.: Δίκιο είχε ο Τάκης, πολλές αμερικάνικες ταινίες βλέπεις!
Γ.: Σήριαλ!
Κ.: Πες το κι έτσι.
(Μπαίνουν οι άλλοι δυο με πιατέλες γεμάτες κλειστές κονσέρβες και δυο μπουκάλια κρασί).
Μ.: Ζωγράφισα πάλι στην κουζίνα ο πούστης!
Τ.: Μόνο που υπάρχει κάποιο θέμα με τις ημερομηνίες λήξης...
Μ.: Μη γίνεσαι σπαστικός –αφού το γράφει καθαρά, «ανάλωση ΚΑΤΑ ΠΡΟΤΙΜΗΣΗ»...
Κ.: Και η δηλητηρίαση κατά προτίμηση θα είναι;
Μ.: Δηλητηρίαση; Ποια δηλητηρίαση; Εδώ μας έχουν ζώσει οι καργιόληδες απέξω, σε λίγο θα μας στρώσουν στο σημάδι με τίποτα σφαίρες ντουμ-ντουμ, τι δηλητηρίαση μου λες τώρα;
(Ο Γρηγόρης τους βοηθάει να βάλουν τα πιάτα στο τραπέζι, τραβάνε καρέκλες, κάθονται. Ο Τάκης αρχίζει να ανοίγει τις κονσέρβες φιλότιμα).
Μ.: Μισό! Προσευχή δεν θα κάνουμε;
(Κοιτάζονται οι τρεις τους και η Κατερίνα δείχνει απηυδισμένη).
Γ.: Άγιε Σάιμον Τέμπλαρ...
Μ.: Παπάρα παπάρα, μεγαλοδύναμε...
Τ: (απρόθυμα) Ρεμάλι άπλυτο, σιχαμερό...
Γ.: Δώσε και σε μας καμιά γκόμενα...
Μ.: Αν σου περισσεύει...
Τ.: (λίγο πιο πρόθυμα) Που να μην έχει αφροδίσια...
Γ.: Και φρόντισε οι κουφάλες απέξω...
Μ.: Να την έχουν στημένη στους κακούργους του πάνω ορόφου...
Τ.: (σχεδόν ενθουσιώδης) Αμήν.
Κ.: Συγνώμη, σε μονοκατοικία δεν είμαστε;
Μ.: Ε, μα γι΄αυτό χρειαζόμαστε τον Άγιο! Αν μέναμε σε διώροφο τα καταφέρναμε και μόνοι μας.
Γ.: Σκάτε και φάτε τώρα.
(Σκύβουν όλοι στα πιάτα τους ενώ ο Γρηγόρης τους γεμίζει τα ποτήρια με κρασί. Όταν βάζουν την πρώτη μπουκιά στο στόμα τους αηδιάζουν, η Κατερίνα ψάχνει χαρτοπετσέτα να τη φτύσει, οι υπόλοιποι καταπίνουν με κόπο).
Μ.: Νόστιμο ε;
Γ.: Έδεσμα!
(Εκείνη τη στιγμή χτυπάει το κουδούνι. Σταματάνε όλοι και κοιτάζονται, ο Τάκης αλαφιάζει κάπως).
Μ.: Να μην αφήνουν έναν άνθρωπο να φάει με την ησυχία του!
Γ.: Αγενέστατοι φίλε μου! Χοντρόπετσοι και χωριάταροι!
(Τα χτυπήματα γίνονται πιο δυνατά, κάποιοι χτυπάνε με τις γροθιές τους την πόρτα).
Φωνή απέξω: Ανοίξτε γιατί θα σπάσουμε την πόρτα!
Μ.: Τι είπε;
Κ.: Θα σπάσουνε την πόρτα...
Μ.: Νοικιασμένο δεν το έχετε το σπίτι;
Γ.: Όσο να πεις όμως... μια πόρτα τη χρειαζόμαστε!
Μ.: Άρα;
Γ.: (σηκώνεται) Πάω να τους διώξω, τίποτα πλασιέ θα είναι...
(Ο Τάκης έχει μισοσηκωθεί από την καρέκλα του αναστατωμένος, παρακολουθεί τον Γρηγόρη που πηγαίνει προς την πόρτα –τα δυνατά χτυπήματα συνεχίζονται).
ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ
9 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
η προσευχή του δείπνου όλα τα λεφτά,
τα δυνατά χτυπήματα συνεχίζονται,
για να δούμε πού θα το πας γιατί για μπάτσοι δε μου πολυκάνουν.
πρτφ
ta dyo prohgoumena de mou polyaresan, dunno y, mallon giati kapou sth mesh exana to nohma, auto omws ta spase. fast-paced & with a sense of impending doom. kudos :)
anypomonw gia th synexeia!!
Σαμσών -η προσευχή κάπως άτσαλα αρπαγμένη από το "Πάτερ ημών, ο εν τις ουρανοίς, αγιασθείτω τ΄όνομα σου και τα ρέστα δικά σου. Γεννηθήτω το θέλημά σου, ελθέτο η Βασιλεία σου, γι΄αυτό πες μας το παραμύθι σου και δίνε του... Μιλάμε -έτσι για το Θεό -γενικά". Αριστουργηματικός μονόλογος από τη Γλυκιά Συμμορία.
Κατά τ΄άλλα... μαλακίες. Μπάτσοι είναι. Παρακάτω έχω στηρίξει τη φάρσα, χεχεχε.
Raz, βασικά και τα τρία μέρη μαζί είναι μια σκηνή -αν τα κόψεις, φαίνονται ξεκάρφωτα ή ξέρω ΄γω... ψιλοπαπαριές. Αυτό ήταν ένα από τα προβλήματά μου -οτι δεν έχει κεφάλαια αυτό το πράγμα... Τέλος πάντων, ευτυχώς που σου άρεσε το τελευταίο και δεν πήγε χαμένο το προηγούμενο διάβασμα... Μη φύγεις χωρίς να τα πούμε ρε χαζό.
Χρόνια πολλά είπαμε; Όχι ε;
nah den ksanafevgw, greece forevah (or at least for a considerably long time) leei to programma, opote 8a ta poume suntoma ;)
Α, ωραία! Για μας δηλαδή ωραία -για σένα που επέστρεψες, μάλλον ψιλοχάλια, αλλά τι να γίνει; Καλωσόρισες λοιπόν (να δούμε τώρα από πού θα φύγεις, που λένε και τα χουλιγκάνια).
τι εγινε θα το σταματας τωρα τη κρισιμη στιγμη οπως κατι παλια ασπρομαυρα καουμποικα στην ερτ σε συνεχειες που σταματουσαν λιγο πριν πυροβολησουν τον καλο; τα θυμασαι;
παντως το εδεσες καπως το πραγμα.
Γιατρέ μου, τέλος πράξης -αλλάζει το σκηνικό, υπερπαραγωγή, χιλιάδες κομπάρσοι, πανάκριβα κοστούμια, φωτισμοί και τέτοια -καταλαβαίνεις...
Κάτσε να δεις στη Βου πράξη αν δένει τελικά το γλυκό ή ζαχάρωσε το σιρόπι.
Εκεί παίζει κι ένα μικρό ρολάκι ο Μπεν Αρφά σε στυλ γαλλοαλγερινός τρομοκράτης να πούμε.
Εδώ είσαι εσύ ή έφυγες;
κατω ειμαι θα ερθω σε καμια βδομαδα. ποιος μπεν αρφα ρε συ μια απο τα ιδια ειναι. στο τελος δε θα ερθει και θα τι βγαλουμε με κανα λουα λουα νουμερο 2 και μουμερο 1.
Τι καμιά βδομάδα ρε; Έχεις παιχνίδι με την ΑΕΚ την επόμενη βδομάδα! Λήξανε οι άδειες, οι παίκτες είναι ήδη στου Ρέντη και τινάζονται από την κουραμπιεδόσκονη -άντε μαζέψου κι εσύ!
8 μεταγραφές έχει κλεισμένες ο πρόεδρος -Λούα, Ντάρμπι, Ιέρο, Λεντέσμα, Ζαϊρί, Λούτσι, Τόρο, Ντομί. Πόσους να φέρει πια; Πάντως, αυτό το παραμύθι περί 10αριού που χρειαζόμαστε, την ώρα που έχουμε τον Ντιόγο και τον Όσκαρ για αυτή τη θέση και περί αριστερού εξτρέμ που δεν χρειαζόμαστε γιατί παίζει τη θέση ο Ζαϊρί, ο Λεονάρντο και ο Λούα... εμένα μου βρωμάνε χοντρή απάτη!
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!