Προηγούμενα:
1. "Ένα κωλάμαξο με κάτι κερατάδες"
2. "Η καλή νεράιδα ονόματι Δαβίδ"
3. Τρέχεις, τρέχεις -κυνηγάω"
4. "Δουλεύει καλά η Γουόρνερ Μπράδερς;"
Β’ ΠΡΑΞΗ
Πρόσωπα:
ΓΡΗΓΟΡΗΣ
ΤΑΚΗΣ
ΜΙΧΑΛΗΣ
ΚΑΤΕΡΙΝΑ
ΥΠΑΣΤΥΝΟΜΟΣ (Κοντά στα 60)
ΑΝΘΥΠΑΣΤΥΝΟΜΟΣ (Κοντά στα 30)
Πρόσωπα:
ΓΡΗΓΟΡΗΣ
ΤΑΚΗΣ
ΜΙΧΑΛΗΣ
ΚΑΤΕΡΙΝΑ
ΥΠΑΣΤΥΝΟΜΟΣ (Κοντά στα 60)
ΑΝΘΥΠΑΣΤΥΝΟΜΟΣ (Κοντά στα 30)
(Χτυπάει το τηλέφωνο, ο Υπαστυνόμος τρέχει να το πιάσει).
Υπ.: Παρακαλώ; Μάλιστα... Δεν βγήκε τίποτα κύριε Διοικητά... Μάλλον άσχετος είναι.... Πως;... Εντάξει –δίκιο έχετε, προσποιείται οτι δεν έχει συμμετοχή... Ναι, λάθος μου... Θα συνεχίσω με τους υπόλοιπους... Εντός της ημέρας... Μείνετε ήσυχος.... (κατεβάζει το ακουστικό, ξύνει το κεφάλι του. Κοιτάει τριγύρω στο δωμάτιο, το φέρνει βόλτα από γωνία σε γωνία, δείχνει κάτι να ψάχνει. Αλλά ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο Ανθυπαστυνόμος σπρώχνοντας την Κατερίνα. Ο Υπαστυνόμος ξαφνιάζεται).
Ανθ.: Προχώρα!
(Η Κατερίνα προχωράει –φοράει κι αυτή χειροπέδες).
Ανθ.: Κάτσε!
(Η Κατερίνα κάθεται).
Υπ.: (από την άλλη πλευρά του δωματίου) Καλημέρα κορίτσι μου.
(Η Κατερίνα δεν λέει τίποτα, ο Υπαστυνόμος κάνει νοήματα στον Ανθυπαστυνόμο σε στυλ «ποιος σου είπε να τη φέρεις», ο Ανθυπαστυνόμος του δείχνει με τα χέρια «τι άλλο να΄κανα;». Τελικά ο Υπαστυνόμος πάει και κάθεται απέναντί της).
Υπ.: Ξέρεις γιατί σε φέραμε εδώ;
(Η Κατερίνα δε μιλάει. Ο Ανθυπαστυνόμος παίρνει φόρα πίσω της αλλά ο Υπαστυνόμος του κάνει νόημα να σταματήσει).
Υπ.: Μη μας αναγκάσεις να γίνουμε απότομοι –δεν μπορούμε να έχουμε μια φιλική κουβέντα κορίτσι μου;
Κ.: Μπορείτε να έχετε ότι θέλετε –αρκεί να είναι παρών ο δικηγόρος μου.
Ανθ.: Τι λέει αυτή τώρα;
Κ.: Δεν πρόκειται να πω κουβέντα χωρίς δικηγόρο.
Υπ.: Ο νόμος περί τρομοκρατικών ενεργειών μου δίνει το δικαίωμα...
Κ.: Τρομοκρατικών ενεργειών; (χαμογελάει)
Ανθ.: Κουφή είσαι μωρή πουτάνα;
Υπ.: Κατηγορείσαι για συμμετοχή σε δολοφονίες και βομβιστικές ενέργειες...
Κ.: Εντάξει. Δώστε μου να μελετήσω τον φάκελο της υπόθεσής μου. Έχω δικαίωμα να γνωρίζω τις κατηγορίες που μου αποδίδετε.
Ανθ.: Τι λέει η μαλακισμένη ρε; Μήπως να σου φέρουμε και μπρέκφαστ στο κελί σου για να μην ταλαιπωρείσαι με τα ντελίβερι;
Κ.: Περί των συνθηκών κράτησής μου θα έχουμε όλο το χρόνο να τα πούμε στο δικαστήριο –μετά τη μήνυση που θα σας κάνω.
Ανθ.: Θα τη γαμήσω τη σκύλα!
Υπ.: Στ΄αλήθεια τώρα πιστεύεις οτι αυτή η τακτική θα σου αποδώσει τίποτα;
Κ.: Στ΄αλήθεια περιμένω να τηρηθούν κατά γράμμα οι νόμιμες διαδικασίες –έχετε κάποιο πρόβλημα με αυτό;
Υπ.: (πιάνει το κεφάλι του) Θέλεις λοιπόν να το πάμε τυπικά; Κανένα πρόβλημα! Θα σε αφήσω μέσα μέχρι να βγάλει χορτάρι το τσιμέντο στο κελί σου και θα παρακαλάς να ξαναδείς τον ήλιο! Αν έτσι θέλεις, έτσι θα το πάμε.
Κ.: Δεν υπάρχει ανώτερο όριο κράτησης;
Υπ.: Υπάρχει βεβαίως! Αλλά εξαρτάται από τη μέρα της προφυλάκισης –κι εσύ δεν είσαι γραμμένη ακόμα στο ημερολόγιό μας....
Κ.: (Σηκώνεται) Όπως νομίζετε...
Ανθ.: Ποιος σου είπε να σηκωθείς;
Κ.: (στον Υπαστυνόμο) Θα με συνοδέψει ο κύριος μέχρι το κελί μου ή να πάω μόνη μου;
Υπ.: (αρχίζει πάλι να ψάχνει μανιασμένα τις τσέπες του σακακιού του) Πήγαινέ την μέσα.
(Ο Ανθυπαστυνόμος οδηγεί κάπως μαζεμένα την Κατερίνα έξω από το δωμάτιο. Ο Υπαστυνόμος βρίσκει τελικά το κουτί με τις καραμέλες –τρώει μία. Μετά κοιτάζει το τηλέφωνο ανήσυχος, περιμένει να χτυπήσει, το σηκώνει, το βάζει στο αυτί του να δει αν λειτουργεί και το αφήνει σκεφτικός στη θέση του. Συνεχίζει να το παρατηρεί –η πόρτα ανοίγει και μπαίνει ο Ανθυπαστυνόμος).
Ανθ.: Δύσκολα τα πράγματα ε;
Υπ.: (τον παρατηρεί για λίγο) Πες μου κάτι παλικάρι μου –ποιος σου ζήτησε να τη φέρεις για ανάκριση;
Ανθ.: (κομπιάζει, σκέφτεται) Δηλαδή... λογικό δεν ήταν; Δε θα μου ζήταγες να σου τη φέρω;
Υπ.: Στο ζήτησα;
Ανθ.: Όχι.
Υπ.: Την επόμενη φορά που θα πάρεις τέτοια πρωτοβουλία θα σου σκίσω τα πρέκια! Θα σε πάω για απείθεια –με κατάλαβες Ανθυπαστυνόμε;
Ανθ.: Γιατί νευριάζεις τώρα;
Υπ.: Έλα ντε! Γιατί άραγε; Όλα πρίμα δεν πηγαίνουν; Οι συλληφθέντες είναι συνεργάσιμοι, ο βοηθός μου στην ανάκριση εφαρμόζει πιστά τις εντολές μου... Τι διάολο με πιάνει και εκνευρίζομαι; Θα είμαι τρελός –δεν εξηγείται αλλιώς! Είμαι τρελός Ανθυπαστυνόμε; Είμαι ψυχοπαθής;
Ανθ.: Όχι –δεν θα το΄λεγα...
Υπ.: Κάνεις λάθος Ανθυπαστυνόμε! Και τρελός είμαι και παλαβός είμαι και η γυναίκα μου θα με ψήσει επειδή θ’αργήσω το μεσημέρι κι ο Διοικητής περιμένει πότε θα με πηδήξει...
(Χτυπάει το τηλέφωνο, ο Υπαστυνόμος πετάγεται στον αέρα. Σηκώνει το ακουστικό).
Υπ.: Μάλιστα... Έχουμε.... Νομίζω πως.... Έχετε δίκιο αλλά... Τι εννοείτε;... Όπως διατάξετε. (κατεβάζει το ακουστικό –κοιτάζει τριγύρω το δωμάτιο με εμφανή ανησυχία). Καλά -πότε προλαβαίνεις ρε Ανθυπαστυνόμε;
Ανθ.: (μπερδεμένος) Τι προλαβαίνω;
Υπ.: Άστο –τίποτα. Κάτσε κάτω.
(Κάθονται απέναντι στο τραπέζι).
Ανθ.: Τι σου είπαν στο τηλέφωνο;
Υπ.; Άνευ σημασίας. Το θέμα είναι οτι πρέπει ν΄αλλάξουμε τακτική –δε βγαίνει πουθενά αυτό...
Ανθ.: Λες να συνεχίσουν να αρνούνται;
Υπ.: Αφού είναι άσχετοι βρε παιδί μου –κάνει μπαμ!
Ανθ.; Μήπως προσπαθούν να μας παραπλανήσουν; Δηλαδή... δεν ξέρω... αν ήταν μπλεγμένοι, πάλι δεν θα έκαναν τους ψόφιους κοριούς;
Υπ.: Ανθυπαστυνόμε έχεις διαβάσει τον φάκελο της υπόθεσης;
Ανθ,: Μέσες –άκρες...
Υπ.: Βρήκες κανένα στοιχείο να τους δένει με τις τρομοκρατικές ενέργειες;
Ανθ.: Ε, πώς! Το DNA τους...
Υπ.: Ωραία! Διάβασες πού βρέθηκε τι;
Ανθ.: Της κοπέλας σε μια δολοφονία, των άλλων τριών σχεδόν παντού...
Υπ.: Σωστά. Πράγμα που σημαίνει οτι έχουμε στα χέρια μας τους Τρεις Καμπαλέρος –μαζί πηγαίνανε, μαζί κάνανε τα πάντα, αφήνανε κι από μια ροχάλα έκαστος μετά από κάθε ενέργεια –έτσι, σαν υπογραφή. Πολύ βολικό δεν είναι;
Ανθ.: Υπονοείς κάτι;
Υπ.; Που είναι το δημιουργικό τμήμα της οργάνωσης; Ποιοι γράφανε τις προκηρύξεις;
Ανθ.; Μάλλον διαφεύγουν της σύλληψης...
Υπ.: Που είναι ο οπλισμός τους;
Ανθ.: Δεν έχει βρεθεί ακόμα.
Υπ.: Έξοχα!
Ανθ.: Που θες να καταλήξεις;
Υπ.: Άνευ σημασίας Ανθυπαστυνόμε. Πήγαινε να μου φέρεις τον επόμενο κι ας κόψουμε τη θεατρική παράσταση –δε μας βγάζει πουθενά. Πάμε για διακανονισμό –έγινα αντιληπτός;
Ανθ.: Διακανονισμό, μάλιστα. Ποιον να φέρω;
Υπ.: Κάνε μου έκπληξη Ανθυπαστυνόμε.
(Ο Υπαστυνόμος μένει μόνος στο δωμάτιο, ανοίγει τον φάκελο, ξεκινάει να διαβάζει, αλλά τον κλείνει απότομα. Κοιτάζει τριγύρω του. Σηκώνεται –κόβει βόλτες στο δωμάτιο. Φτάνει μέχρι την πόρτα, την ανοίγει απότομα –κοιτάζει έξω. Μετά πηγαίνει μέχρι το δωμάτιο πίσω από το μαύρο τζάμι, μπαίνει μέσα –σε λίγο ξαναβγαίνει).
Υπ.: Όποτε γουστάρει γράφει η κάμερα –σε λίγο θα μας κουρντίζουν εμάς οι μηχανές αφού δεν μπορούμε να τις κουρντίσουμε εμείς...
(Ανοίγει η πόρτα, μπαίνει ο Ανθυπαστυνόμος με τον Μιχάλη –με χειροπέδες).
Ανθ.: Προχώρα!
(Ο Μιχάλης προχωράει).
Ανθ.: Κάτσε!
(Ο Μιχάλης κάθεται).
Υπ.: Άντε να δούμε τι φρούτο είσαι κι εσύ!
Μ.: Τροπικάλ.
Υπ.: Βέβαια, βέβαια... Τι άλλο; (κάθεται απέναντί του). Κάτσε κι εσύ Ανθυπαστυνόμε.
Μ.: Τίποτα καφεδάκι δεν παίζει; Γανιάσαμε στη στέρηση τόσες μέρες...
Υπ.: Καφεδάκι; Γιατί όχι; Πετάξου φέρε μας από το μηχάνημα Ανθυπαστυνόμε.
(Ο Ανθυπαστυνόμος σηκώνεται απρόθυμα).
Μ.: Άψογο σέρβις και σας είχα παρεξηγήσει!
Υπ.: (χαμογελάει) Κακώς! Κι εμείς δηλαδή, μη νομίσεις, μια από τα ίδια... Αλλά ήταν κάπως απότομοι οι δικοί σου, πολύ αγριάδα βρε παιδί μου...
Μ.: Οργισμένη νεολέρα –τι περιμένετε;
Υπ.: Καλά –δεν πειράζει...
(Μπαίνει ο Ανθυπαστυνόμος με δυο καφέδες).
Υπ.: Εμένα δε μου έφερες;
Ανθ.: Δικός σου είναι ο δεύτερος –εγώ δεν πίνω.
Μ.: Υγιεινιστής ε;
Ανθ.: Κάνει κακό στα εγκεφαλικά κύτταρα...
Μ.: Κοίτα τι μαθαίνει κανείς!
Ανθ.: Δεν το ΄ξερες;
Μ.: Οτι οι μπάτσοι έχουν εγκεφαλικά κύτταρα; Ούτε που μου είχε περάσει από το μυαλό!
Ανθ.: Για να σου πω ρε αλήτη!
Υπ.: Ήσυχα Ανθυπαστυνόμε! Ο φίλος μας είναι χιουμορίστας...
Μ.: Έτσι είναι –τέτοιος είμαι κυρ-Αστυνόμε μου!
Υπ.: Υπαστυνόμος.
Μ.: Ε μα βάλτε και κανένα γαλόνι στα σακάκια –πώς να σας ξεχωρίσουμε κι εμείς;
Υπ.: Τέλος πάντων –τώρα που έχεις το καφεδάκι σου δεν μπαίνουμε στο θέμα;
Μ.: Το οποίο είναι;
Υπ.: Συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση...
Μ.: Αυτό δεν είναι θέμα –αυτό είναι ανάθεμα!
Υπ.: Παλιό και κρύο αστείο –ούτε ο γιος μου δεν το λέει πια...
Μ.: Έχετε παιδάκια;
Υπ.: Έλα βρε χριστιανέ μου –σταμάτα τις σαχλαμάρες, να ξεμπερδεύουμε καμιά ώρα!
Μ.: Οτι δηλαδή εγώ λέω σαχλαμάρες κι εσείς που με κατηγορείτε για τρομοκράτη είσαστε σοβαροί!
Υπ.: (ξεφυσάει) Ανθυπαστυνόμε, πες του καμιά κουβέντα –πάω να βρω ασπιρίνες... (σηκώνεται και βγαίνει από το δωμάτιο).
Ανθ.: Έχουμε στοιχεία για δολοφονίες και βομβιστικές ενέργειες... Δε σε παίρνει...
Μ.: Αφού είμαστε άσχετοι!
Ανθ.: Ε, και λοιπόν;
Μ.: Δικός σου ο πόντος! Άνοιγε φύλλο.
Ανθ.: Υπογράφεις την κατάθεση και ησυχάζεις.
Μ.: Ποια κατάθεση;
Ανθ.: Μη σε απασχολεί αυτό.
Μ.: Τι πληρώνω;
Ανθ.: 20 χρόνια μέσα.
Μ.: Πρώτη τιμή είναι αυτό;
Ανθ.: Όχι –έχουμε υπολογισμένη και την έκπτωση λόγω καλής διαγωγής...
Μ.: Πολύ ακριβός είσαι μάνα μου! Δεν δύναμαι...
Ανθ.: Προτιμάς δις ισόβια;
Μ.: Προτιμάω να πάω στο σπιτάκι μου ατάκα κι επιτόπου.
Ανθ.: Αυτό δεν γίνεται.
Μ.: Η προοπτική «ο καρφώνων απαλλάσσεται», δεν παίζει;
Ανθ.: Τι μας πέρασες ρε; Για Αμερικανάκια; Αφού σας έχουμε δεμένους απ΄όλες τις πάντες!
Μ.: Δικαίωμα! Θέλει σκέψη το πράγμα...
Ανθ.: Εντάξει –αλλά μη νυχτώσουμε...
Μ.: Τσιγαράκι;
Ανθ.: Δεν καπνίζω.
Μ.: Πετάξου βρες μου ένα, ρε αδερφέ! Πως να δουλέψει το ρημάδι άνευ καύσιμης ύλης;
(Μπαίνει ο Υπαστυνόμος).
Υπ.: Τι γίνεται;
Ανθ.: Θέλει να το σκεφτεί...
Υπ.: Τι να σκεφτεί; Δεν του εξήγησες; 20 χρόνια ή ισόβια –δεν τίθεται θέμα επιλογής...
Ανθ.: Θέλει και τσιγάρο...
Υπ.: Άντε φέρτου ένα πακέτο από το κυλικείο...
Ανθ.: Πάλι εγώ;
(Κοιτάζονται –ο Ανθυπαστυνόμος βγαίνει βλαστημώντας).
Μ.: Τον τρέχεις και θα στη φυλάει...
Υπ.: Παπάρια! Αυτός είναι της Σχολής κι εγώ με το ΄να πόδι στη σύνταξη... Αύριο θα τρέχει κάποιον σαν εμένα –ότι προλαβαίνω κάνω...
Μ.: Καλά –όπως αγαπάτε...
Υπ.: Να συνεχίσουμε τώρα με την υπόθεση;
Μ.: Σκέφτηκα;
Υπ.: Ακόμα δε σκέφτηκες;
Μ.: Χωρίς τσιγάρο; Καίει κι ο καφές...
Υπ.: Ρε τι τραβάμε εδώ μέσα!
(Ο Ανθυπαστυνόμος μπαίνει, πετάει ένα πακέτο τσιγάρα μπροστά στον Μιχάλη –εκείνος παιδεύεται να τα ανοίξει με τις χειροπέδες, βάζει τελικά ένα στο στόμα του, ψάχνει για φωτιά. Ο Υπαστυνόμος βγάζει έναν αναπτήρα –του ανάβει).
Μ.: Υπόχρεος! (καπνίζει με την ησυχία του –πίνοντας τον καφέ του).
Ανθ.: Είδα τον Διοικητή απέξω...
Υπ.: Όχι που δεν θα τον έβλεπες!
Ανθ.: Ε;
Υπ.: Τίποτα. (γυρνάει προς τον Μιχάλη) Παλικάρι –είσαι έτοιμος ή να το κόψουμε στον ύπνο;
Μ.: Έτοιμος, έτοιμος!
(Ξανακάθονται στο τραπέζι).
Υπ.: Για λέγε!
Μ.: Η κοπέλα...
Υπ.: Η...
Μ.: Αυτή!
Υπ.: Λοιπόν;
Μ.: Συγνώμη για την ενόχληση, κάναμε λάθος, λόγω του ότι μπλέξατε με ρεμάλια –αντίο σας.
Υπ.: Δε γίνονται αυτά!
Μ.: Σώπα καημένε! Εδώ γίναμε εμείς τρομοκράτες –σ΄ένα «συγνώμη λάθος» θα κωλώσετε;
Ανθ.: (στον Υπαστυνόμο) Δεν έχεις αρμοδιότητα...
Μ.: (στον Υπαστυνόμο, δείχνοντας τον άλλο) Ορθώς του ξηγιέσαι πάντως!
Υπ.: Μισό λεπτό βρε παιδί μου...
Μ.: Δε βιάζομαι εγώ –εσύ βιάζεσαι! Εγώ εδώ τριγύρω θα είμαι -20 με ισόβια, να μην τα ξαναλέμε!
Ανθ.: (στον Υπαστυνόμο) Δεν έχει δυνατότητα διαπραγμάτευσης...
Μ.: (στον Υπαστυνόμο) Έτσι πιστεύεις κι εσύ; Επειδή εγώ αλλιώς το βλέπω –πιο εξαντρίκ, ας πούμε. Σε στυλ «αγωνιστής, θύμα πλεκτάνης» -Υπόθεση Ντρέιφους αν έχεις ακουστά...
Υπ.: Σιγά τ΄αυγά!
Μ.: Μέχρι που κυλιέμαι στα πλακάκια, έχει τα χάλια του και το φαΐ –δε θα μου στοιχίσει τίποτα μια απεργία πείνας...
Υπ.: Πάρτον μέσα –με ζάλισε!
Μ.: Καθότι ο στυγερός τρομοκράτης πάντα πιο γρήγορος στη σκέψη από το όργανο της τάξεως!
Υπ.: Ρε, άει στο γερο-διάολο, τσόγλανε!
Μ.: Δε μιλάς καλά κι είμαι και φορολογούμενος πολίτης!
Υπ.: Έξω γαμώ το φελέκι μου!
(Ο Ανθυπαστυνόμος βιάζεται να φύγει μαζί με τον Μιχάλη).
Υπ.: (ξύνει το κεφάλι, ψάχνει για το κουτί με τις καραμέλες) Είναι και φορολογούμενος πολίτης το τσουτσέκι! Τι σου φορολογούνε ρε; Τα γκομενιλίκια ή τις τραβηχτικές -παλιομασκαρά; Κι εγώ θα πρέπει σα μαλάκας να συνεννοηθώ μαζί του, η γυναίκα να με περιμένει σπίτι με το παστίτσιο, έχει κι αυτή τα δίκια της... (κοιτάζει τη συσκευή του τηλεφώνου). Εσύ πότε θα χτυπήσεις –πλάκα μας κάνουν; Τι περιμένουν; Να πάρω εγώ τηλέφωνο; (Εκείνη τη στιγμή χτυπάει το τηλέφωνο –ο Υπαστυνόμος πετάγεται). Εμπρός!... Συνεχίζουμε σύμφωνα με... Βεβαίως!... Βιαστικό, κατάλαβα.... Δηλαδή με εξουσιοδοτείτε να... Καλώς, όπως διατάξετε (κατεβάζει το ακουστικό). Καλή η πλάκα, δε λέω, αλλά μην το παρακάνουμε! Μην το παρακάνουμε γαμώ το στανιό μου! Ακούς;
(Ανοίγει η πόρτα, μπαίνει ο Ανθυπαστυνόμος με τον Γρηγόρη –με χειροπέδες).
Ανθ.: Προχώρα!
(Ο Γρηγόρης προχωράει).
Ανθ.: Κάτσε!
(Ο Γρηγόρης κάθεται).
Υπ.: Αυτός είναι ο τελευταίος;
Ανθ.: Μάλιστα, αυτός.
Υπ.: Λοιπόν; Τι χαμπάρια;
Γ.: Ε.. όπως τα’ξερες... αλλάζουν ποτέ τα δικά μας;
Υπ.: Αυτό να μου πεις!
Γ.: Και που θα στο πω και που στο ‘πα ήδη δηλαδή... –δε μου βγάζεις τώρα τις χειροπέδες γιατί με πέθανε η φαγούρα στην πλάτη;
Υπ.: Τίποτ΄άλλο;
Γ.: Μην είσαι βιαστικός –κάθε πράμα στον καιρό του...
Υπ.: (κάθεται απέναντί του) Έλεγα να συζητούσαμε για την υπόθεσή σας...
Γ.: Κι εγώ έλεγα να μου βγάλεις τις χειροπέδες, αλλά δεν είδα ανταπόκριση...
Ανθ.: Να του τις βγάλω να τελειώνουμε;
Υπ.: Όχι Ανθυπαστυνόμε, να μην του τις βγάλεις! Έτσι όπως το πάνε αυτοί, στο τέλος θα μας πηδήξουν!
Γ.: Καθότι έχοντες το πάνω χέρι...
Υπ.: Έτσι νομίζεις;
Γ.: Έτσι νομίζω, αλλιώς νομίζω –τι σημασία έχει; Πριν μας δέσετε το ψάξαμε το ζήτημα αναμεταξύ μας –κανένας δεν έχει κάνει τίποτα που να σηκώνει απομόνωση....
Υπ.: Είσαι σίγουρος;
Γ.: Εντάξει, επειδή την είδαμε πολύ φιλική συντροφιά εδώ μέσα κι όπου νάναι θα σερβιριστούν τα μπινελίκια –κάτσε να στο εξηγήσω. Δεν είμαι σίγουρος -ωραία; Μπορεί κάποιος από μας να είναι ο Τζακ ο Καβαλάρης, ή ο Κυανοπώγωνας ξυρισμένος, ξέρω ΄γω... Αλλά γιατί δεν τσιμπήσατε μόνο αυτόν; Τι μας τραβολογάτε όλους μαζί; Σε βλέπω έτοιμο να απαντήσεις –εξ ου και σε διακόπτω διευκολύνοντας. Θέλατε να μας ανακρίνετε περί του φοβερού και τρομερού κάποιου από μας –να την κοιτάξουμε την πιθανότητα! Από πότε ανάκριση σημαίνει απομόνωση και κλείδωμα σε έξτρα πρίμα ηχομονωμένα κελιά; Έχουμε δει και 10 ντετεκτιβίστικα στη ζωή μας, δεν είμαστε τίποτα χάπατα! Τουτέστιν και ολοκληρώνω –υπάρχει κάτι για το οποίο μας κατηγορείτε όλους, σύλληψη συμμορίας σα να λέμε. Τι είναι αυτό το κάτι; Δεν ξέρω και δε με νοιάζει. Γιατί; Επειδή όλοι μαζί δεν έχουμε παίξει ούτε κουμ καν την τελευταία δεκαετία... Άρα, στημένη η δουλειά και βρώμα, βγάλε μου τώρα τις χειροπέδες μπας και διαλευκάνουμε την παρανόηση...
Υπ.: Δεν υπάρχει καμιά παρανόηση...
Γ.: Ναι εντάξει –κι ο Λη Χάρβεϊ Όσβαλντ ήτανε επίλεκτος σκοπευτής των Κομάντσι, γνωστά πράγματα όλα αυτά...
Ανθ.: Κατηγορείστε για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση.
Γ.: (Τινάζεται ξαφνιασμένος, τον κοιτάζει σα να τον βλέπει για πρώτη φορά) Αυτός τώρα τι πετάχτηκε; Καλά δεν τα λέμε μεταξύ μας;
Υπ.: Έτσι είναι –έχει δίκιο.
Γ.: Οοοο....; (δείχνει τον Ανθυπαστυνόμο).
Υπ.: Ναι.
Γ.: Κοίτα κάτι πράγματα! Κι εγώ που νόμιζα οτι θα κάνουμε κάποια σοβαρή κουβέντα ενηλίκων!
Ανθ.: Έλα κόφτο τώρα!
Γ.: (σηκώνει τα χέρια του) Χειροπέδες.
Υπ.: Βγάλτου τες του κερατά –θα μας χτικιάσει έτσι που το πάει!
(Ο Ανθυπαστυνόμος του βγάζει τις χειροπέδες).
Γ.: Άστες εδώ δίπλα στο τραπέζι, γιατί την έχω δει πολύ Δημόσιος Κίνδυνος σήμερα και μπορεί να τις χρειαστώ οσονούπω...
Υπ.: Στο θέμα μας τώρα...
Γ.: Βεβαίως και σύντομα, για να προλάβουμε ανοιχτή την αγορά συναλλάγματος...
(Τον κοιτάζουν απορημένοι).
Γ.: Επειδή το θέμα έχει να κάνει με την έλλειψη κινήτρων στη δημόσια εκπαίδευση –με παρακολουθείς;
Υπ.: Αν νομίζεις οτι θα τη γλιτώσεις πουλώντας τρελίτσα...
Γ.: (προς τον Ανθυπαστυνόμο) Κάτσε κι εσύ αγορίνα μου, μπορεί να σε χρειαστούμε σύντομα -επειδή ο μπάρμπας από δω κάπως παλαιολιθικός...
Ανθ.: (κάθεται κάπως κολακευμένος αλλά αμέσως πετάγεται) Άκου να σου πω αλήτη...
Γ.: Να μου πεις οτι θες αλλά περίμενε πρώτα να ολοκληρώσω την αγόρευση –τώρα που πήρα φόρα! Το λοιπόν: σίγουρα έχετε κάποια ατράνταχτα στοιχεία που μας συνδέουν με τον τορπιλισμό της ΕΛΛΗΣ, την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου και άλλα γραφικά, έχω δίκιο;
Ανθ.: Ποια είναι η ΕΛΛΗ;
Γ.: Ο γνωστός σινεμάς –μη με διακόπτεις...
Υπ.: Έχουμε στοιχεία φυσικά –αλλιώς γιατί να σας πιάσουμε;
Γ.: Έλα ντε! Αυτό απορούσα κι εγώ μια ζωή! Γιατί κάνει συλλήψεις η αστυνομία; Για να δικαιολογούν τις αργομισθίες τους; Όχι δα!
Υπ.: Τι σαχλαμάρες κουβεντιάζεις τώρα; Εδώ η υπόθεση είναι φως –φανάρι!
Γ.: Φως –φανάρι ε; Έχεις κάνει στην τροχαία;
Υπ.: (αναστενάζει) Αχ Παναγία μου! Ανθυπαστυνόμε –φέρτου να διαβάσει τον φάκελο της υπόθεσης μπας και κόψει τις σαχλαμάρες...
Γ.: (σηκώνει το χέρι του –σταματάει τον Ανθυπαστυνόμο που ετοιμάζεται να φέρει τον φάκελο) Είδες λοιπόν που φτάσαμε και στη δημόσια εκπαίδευση;
Υπ.: Μίλα λογικά ρε παιδάκι μου –έλεος δηλαδή!
Γ.: Λογικά μιλάω και τετραγωνιζέ μάλιστα –αν δε με διακόπτατε κάθε τρεις και λίγο θα είχα καταλήξει... Καθότι έχω την απάντηση στο ερώτημα: γιατί δεν μαθαίνουν τίποτα τα παιδιά μας στα δημόσια σχολεία;
Ανθ.: Να τον κλείσω μέσα για κάνα δυο μέρες;
Υπ.: Άστον δυο λεπτά ακόμα –να δούμε μήπως καταλήξει...
Γ.: Θα σας παρακαλούσα να μην παρεμβαίνετε στις ρητορικές ερωτήσεις γιατί με αποσυντονίζετε. Κι επειδή σας κόβω για μειωμένης πνευματικής καλλιέργειας –αποτέλεσμα του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος που μόλις καυτηρίασα –επεξηγώ εν τάχει: τα παιδιά δεν μαθαίνουν επειδή τους λείπει το κίνητρο. Γιατί να διαβάσω; Γιατί να αποστηθίσω; Που θα μου χρειαστούν όλα αυτά; Και τι θα κερδίσω στην τελική; (σκύβει προς τον Υπαστυνόμο). Με παρακολουθείς;
Υπ.: Αρχίζω...
Γ.: Καλώς. Κάτσε τώρα να τα εξηγήσω και στον νεανία που ετοιμάζεται να χάψει κουνούπια... (γυρνάει προς τον Ανθυπαστυνόμο) Διότι, εσείς μπορεί να τα έχετε φτιάξει μια χαρά, εμείς όμως θα κάνουμε τη βρωμοδουλειά... Διάβασμα, αποστήθιση, αναπαραστάσεις, απαγγελίες... Γιατί να μπούμε σε τέτοιο κόπο;
(Κοιτάζονται μεταξύ τους σιωπηλοί).
Γ.: Αυτή η ερώτηση δεν ήταν ρητορική –να επισημάνω....
Υπ.: Εντάξει, πες μας τι θες, να σου πούμε όχι, να ξεμπερδεύουμε.
Γ.: Αδιαλλαξία του εκπαιδευτικού προσωπικού, έλλειψη διάθεσης συνεργασίας... Τέλος πάντων, θα τα παραβλέψω όλα αυτά επειδή ο σκοπός είναι ιερός... Κι ο χρόνος πολύτιμος –τουτέστιν, ας περάσουμε κατευθείαν στις χρεοπιστώσεις... Πόσα θα μας δικάσουν;
Ανθ.: 20 με ισόβια...
Γ.: Σημαίνει οτι θα βγούμε πενηντάρηδες και βάλε... λοιπόν, πέντε κατοσταρικάκια έκαστος...
Υπ.: Τι λέει αυτός;
Γ.: Και η κοπέλα έξω από τώρα –αχρεωστήτως καταβληθήσα που λένε...
Υπ.: Πλάκα μας κάνεις –έτσι;
Γ.: Δε σε κόβω να γελάς όμως!
Υπ.: Άκου –επειδή με κουράσατε όλοι σας... Αν συνεργαστείς θα βγεις στα πενηντακάτι σου, όπως το είπες. Είσαι ο τελευταίος που ανακρίνουμε, οι υπόλοιποι είναι σχεδόν έτοιμοι –ο ένας μάλιστα είναι πρόθυμος να μιλήσει, ήδη του παίρνουν γραπτή κατάθεση...
Γ.: Ναι ε; (χαμογελάει) Δηλαδή του παίρνουν κατάθεση κανονική, με απ΄όλα που λέμε; Με υπογραφές, χαρτόσημα, εθνόσημα;
Υπ.: Κάπως έτσι.
Γ.: (σηκώνεται) Άρα, εμένα δεν με χρειάζεστε –λέω να το παίξω βλοσυρός κι αμετανόητος τρομοκράτης, πουλάνε κάτι τέτοια στα μήντια –θα κονομήσω μια χαρά από συνεντεύξεις και λογοτεχνικές παρεμβάσεις... (γυρνάει στον Ανθυπαστυνόμο) Που ‘σαι παιδί... πιάσε μια μερίδα χειροπέδες για το δρόμο... (προτάσσει τους καρπούς του).
Υπ.: (εκνευρισμένος) Κάτσε κάτω! Είπα εγώ να φύγεις;
Γ.: Ε, τι άλλο να κάνουμε δηλαδή; Εκτός άμα σας λείπει τρίτος για πρέφα....
Υπ.: Κάτσε κάτω!
Γ.: Το σκυθρωπό πρόσωπο της εξουσίας, η γυάλινη ματιά της καταστολής... έχετε κάνα κομμάτι χαρτί να σημειώνω; Θα μου χρειαστούν κάτι τέτοια στα απομνημονεύματά μου...
Ανθ.: Άσε τις εξυπνάδες και πες μας τι ξέρεις!
Γ.: (ξαπλώνει αναπαυτικά στην καρέκλα) Τι ξέρω... να σου πω μετά χαράς! Ξέρω οτι κατασκευάζετε ένοχους επειδή δεν μπορείτε να πιάσετε τους κανονικούς ή δεν σας συμφέρει –δικό σας θέμα είναι αυτό... Ξέρω οτι η μοναδική τρομοκρατική ενέργεια στην οποία έχουμε εμείς εμπλακεί είναι κάτι δυναμιτάκια σε κάδους απορριμμάτων, την ώρα που ο παπάς ξεκίναγε τα «Χριστός Ανέστη» προ εικοσαετίας –αδίκημα μεν, παραγραφέν δε... Ξέρω επίσης οτι, ακόμα κι αν έχετε κάνει συμφωνία με έναν από μας θα χρειαστείτε τη συνεργασία όλων μας για να στήσετε την υπόθεση... Ξέρω κιόλας οτι ο προηγούμενος από μένα ήπιε καφέ αλλά εμένα με ρίξατε στη στέγνα –τσιγκουνιά ή έλλειψη καλών τρόπων; Αυτό το τελευταίο δεν το ξέρω!
Υπ.: Δηλαδή...
Γ.: «Το άρα και το δηλαδή –τον φάγανε τον μαθητή», έλεγε η γιαγιά μου. Ας το γυρίσουμε κατευθείαν στη διαπραγμάτευση –μπας και προλάβουμε ανοιχτή και την αγορά συναλλάγματος που λέγαμε.
Υπ.: Δεν υπάρχει ούτε μία στο εκατομμύριο να σας πληρώσει η Αστυνομία...
Γ.: Εντάξει, λυπάμαι –δεν μπορεί να γίνει συμφωνία!
Υπ.: (γυρνάει στον Ανθυπαστυνόμο) Φέρτου έναν καφέ...
Γ.: Καλοσύνη σας... Και κάνα τσιγαράκι έτσι; Επειδή δεν προνοήσαμε να προμηθευτούμε –δε μας ενημερώσατε κι εσείς για τον χρόνο της φιλοξενίας...
(Ο Ανθυπαστυνόμος βγαίνει σα ρομπότ).
Υπ.: Δε γίνονται αυτά που ζητάς...
Γ.: Όλα γίνονται –απλώς δεν είναι όλοι για όλα... Ίσως θα έπρεπε να μιλήσω με κάποιον ανώτερό σου...
Υπ.: Γιατί –εμείς δε σου κάνουμε;
Γ.: Ξέρω ΄γω αν μου κάνετε; Καφέ κερνάτε με το ζόρι, από κουβέντα είσαστε σκέτη προκαταρκτική... Τι να πω; Μπορεί με κανονικούς τρομοκράτες να φέρνατε κάποια αποτελέσματα –αλλά εμείς είμαστε «ανώμαλα ρήματα», κύριε μπάτσε μου. Φέρε μας λοιπόν κανένα αφεντικό να κλείσουμε τη δουλειά ή χώσε μας μέσα να πορευτούμε όπως ξέρουμε. Πάντως, να σου πούμε για πράγματα που δεν κάναμε δεν υπάρχει περίπτωση –συμπαθητικό ανθρωπάκι φαίνεσαι, αλλά πως να γίνει δηλαδή; Για τον Μάικ Λαμάρ μας πέρασες που διαβάζει τα μυαλά των ανθρώπων;
Υπ.: Τι δουλειά έχει τώρα αυτός ο Μάικ Λαμάρ;
Γ.: Άστο –άμα δεν το΄χεις δεν το βρίσκεις... Δε μιλάς καλύτερα με τους ανωτέρους σου μπας και ξεμπερδέψουμε;
Υπ.: Μη μου λες τι να κάνω –διαολίζομαι!
Γ.: Τόσα χρόνια μπάτσος ακόμα δεν το συνήθισες;
(Ο Υπαστυνόμος ψάχνει μανιασμένα το κουτί με τις καραμέλες, τρώει μία χωρίς να προσφέρει στον Γρηγόρη –τότε μπαίνει κι ο Ανθυπαστυνόμος με καφέ και τσιγάρα. Γίνεται η σχετική τακτοποίηση).
Ανθ.: Ερημιά απέξω... τι ώρα είναι;
Υπ.: Ερημιά ε; Θα πήγε να τηλεφωνήσει...
Ανθ.: Ποιος;
(Χτυπάει το τηλέφωνο).
Υπ.: Αυτός! (σηκώνει το ακουστικό). Διατάξτε... Τώρα αμέσως;... Καλά –όπως νομίζετε!... Έρχομαι.... (κλείνει το τηλέφωνο). Εγώ θα πάω...
Γ.: Στον αφεντικό να σου δώσει το καρνέ...
Υπ.: Ρε άιντε χάσου!
Γ.: Εγώ θα το΄θελα, εσείς μάλλον έχετε αντιρρήσεις...
(Ο Υπαστυνόμος βγαίνει τσαντισμένος. Ο Ανθυπαστυνόμος βολτάρει μπροστά στο μαύρο τζάμι).
Γ.: Τσιγαράκι να κεράσω;
Ανθ.: Δεν καπνίζω.
Γ.: Καθότι βλαπτικό για τους πνεύμονες και άλλα ζωτικά όργανα....
Ανθ.: Αμφιβάλλεις;
Γ.: Για να το λένε όλοι αυτοί με τις άσπρες ρόμπες τις ξεκούμπωτες κάτι θα ξέρουν... Από την άλλη βέβαια –δεν το κόβω να με σκοτώνει το τσιγάρο, εμένα, για παράδειγμα...
Ανθ.: Ναι, η φυλακή...
Γ.: Κάποια υγρασία, ρεύματα αδέσποτα, σκορβούτο από κονσέρβες... για να πούμε τα θετικά μόνο...
Ανθ.: Θα βγεις όμως κάποια στιγμή αν συνεργαστείς...
Γ.: Σωστός. Κι όταν βγω θα με περιμένει το ζεστό χρήμα...
Ανθ.: Τι μαλακίες είναι αυτές! Ελπίζεις οτι θα σε πληρώσει η Αστυνομία;
Γ.: Για την ακρίβεια εσείς ελπίζετε οτι θα δεχτώ αυτά που θα μου δώσετε!
Ανθ.: Ναι, πες μας οτι παρακαλάμε κι από πάνω!
Γ.: Όχι ακόμα. Όταν θα’ρθει ο Κουμαντάτε με την προσφορά, τότε θα το ρίξετε στα σκόντα...
Ανθ.: Μεγάλη ιδέα δεν έχεις για τον εαυτό σου;
Γ.: Έτσι ε; Εγώ καθόμουνα κι έπλεκα κομπολόγια στον ήλιο και εσείς ήρθατε να με βουτήξετε για διαβόητο τρομοκράτη –αν κάποιος έχει μεγάλες ιδέες, δεν είμαι εγώ αυτός...
Ανθ.: Αφού υπάρχουν στοιχεία, γιατί κάνεις το κορόιδο;
Γ.: Εργαστηριακά στοιχεία ας πούμε ή χαφιεδίστικα του τύπου «περνούσα και τους είδα να ανατινάζουν την Ακρόπολη;»
Ανθ.: Εργαστηριακά.
Γ.: Πολύ τσίπηδες έχετε γίνει μωρ΄αδερφάκι μου! Παλιά πληρώνατε και τίποτα χαφιέδες να ψευδομαρτυρήσουν...
Ανθ.: Δηλαδή αμφισβητείς τα εργαστηριακά ευρήματα;
Γ.: Ενώ εσύ τα πιστεύεις, έτσι;
(Ο Ανθυπαστυνόμος του γυρνάει την πλάτη).
Ανθ.: Θα φας καλά!
Γ.: Άστο –δεν πεινάω...
(Ο Γρηγόρης ανάβει τσιγάρο, σφυρίζει όσο τελειώνει τον καφέ του, μετά σηκώνεται αργά).
Ανθ.: Κάτσε κάτω!
Γ.: Μην τρελαίνεσαι! Να ξεμουδιάσω ήθελα!
Ανθ.: Κάτσε κάτω ρε! Τι το πέρασες εδώ μέσα;
Γ.: Τώρα ξέρω τι θες ν΄ακούσεις –αλλά άστο καλύτερα γιατί θα γίνουμε Καμπότζη...
(Μπαίνει ο Υπαστυνόμος κάπως σκεφτικός –κάθεται απέναντι απ΄τον Γρηγόρη).
Υπ.: Μίλησα με τον Διοικητή μου...
Γ.: Δε στα ΄λεγα εγώ;
Υπ.: Πάψε μωρέ! Λοιπόν, 100 χιλιάρικα ο καθένας...
Γ.: Στο Κάιρο στο παζάρι υπηρετούσε πριν ο Διοικητής σου;
Υπ.: Τόσα και πολλά είναι...
Γ.: Αν είναι πολλά, πάρτα εσύ και κάνε τον τρομοκράτη...
Υπ.: Ρε άντε γαμήσου πια!
Γ.: Ανυπερθέτως!
(Ο Υπαστυνόμος τον κοιτάζει φουντωμένος).
Ανθ.: Δεν βγαίνει άκρη εδώ πέρα!
Γ.: Εγώ πάντως δεν βιάζομαι –ενώ ο Διοικητής σας... Μπορεί να είμαστε άσχετοι, αλλά μια τηλεόραση τη βλέπουμε –έχουμε ακούσει τα περί εκλογών και δημοσκοπήσεων –δεν κατεβήκαμε χτες από τον Πλανήτη Κομπινεζόν.... Εγώ λοιπόν μπορώ να περιμένω στο ψυγείο για κάνα μηνάκι, οι από πάνω σας μπορούν;
Υπ.: Πάρτα ρε παιδί μου να πάμε σπίτια μας! Τι μας πιλατεύεις;
Γ.: Άμα είναι να πάω σπίτι μου να τα πάρω –αλλά ψυλλιάζομαι ότι θα καθυστερήσω καμιά εικοσαριά χρονάκια, έχω δίκιο;
Υπ.: 150 –για να τελειώνουμε, με περιμένει κι η γυναίκα στο σπίτι...
Γ.: 500 για να τελειώνουμε –επειδή εγώ σέβομαι τις κυρίες...
Ανθ.: Μην ασχολείσαι –θα τον πάω μέσα!
Υπ.: Δεν έχω εξουσιοδότηση για πάνω από 200...
Γ.: Εντάξει –θα σου πω πως θα το παίξουμε... Πήγαινε πάλι στον Αφεντικό και πέστου οτι τρελάθηκε ο κανίβαλος στην ανάκριση και ζητάει 1 μύριο το κεφάλι...
Υπ.: Ρε τι το πέρασες εδώ μέσα; Γύφτικο παζάρι;
Γ.: Όχι ε; Λοιπόν για να δούμε... αφού σας βρήκα στην ανάγκη θα σας πατήσω –1 μύριο κι αν σας γουστάρει! Όσο αργείς θα ανεβάζω...
Υπ.: Γαμώ το σπίτι μου!
Γ.: Γιατί μιλάς έτσι; Σε περιμένει κι η κυρά...
Υπ.: Εντάξει ρε πούστη, θα κανονίσω να πάρετε 500...
Γ.: Γιατί 500; Ένα διακόσα ζήτησα!
Υπ.: Τι καταλαβαίνεις τώρα; Να σε αρχίσω στις μπουνιές;
Γ.: Άρχισε –κι όταν σταματήσεις θα έχει φτάσει στα δύο η ταρίφα, συν την ιατροφαρμακευτική...
Ανθ.: Θα τον τσακίσω τον άτιμο!
Γ.: Ήσυχα Αζόρ!
(Ο Ανθυπαστυνόμος τον πλησιάζει απειλητικά).
Υπ.: Τέλος. Πάρε τα 500 και μη μας γαμάς τη μέρα...
Γ.: Συγνώμη κιόλας που σας φορτώνομαι! Είσαστε ελεύθεροι να φύγετε!
Υπ.: 500, κλείσαμε.
Γ.: Και η κοπέλα...
Υπ.: Τι θες τώρα;
Γ.: Κάτσε –πάλι απ΄την αρχή θα το πάμε;
Υπ.: Εντάξει ρε κουφάλα –και η κοπέλα ελεύθερη. Τελειώσαμε;
(Ο Γρηγόρης σηκώνεται, υποκλίνεται, ξανακάθεται).
Γ.: Χάρηκα όλως ιδιαιτέρως τη συνεργασία μας...
Υπ.: Παρακάτω...
Γ.: Παρακάτω –τα γνωστά... Κανόνισε να βρεθώ με τους υπόλοιπους για μπρίφινγκ... Εκτός αν θέλεις να ενημερώνεις καθέναν ξεχωριστά...
Υπ.: Όχι –εντάξει...
Ανθ.: Δεν πρόκειται να τα ανεχτώ όλα αυτά!
Γ.: Πιες έναν φυσικό χυμό και θα τα δεις όλα με άλλο μάτι...
Υπ.: Έλα –σκασμός και οι δυο σας! Ανθυπαστυνόμε, κανόνισε το κατ΄αντιπαράθεση...
Γ.: Πονάει αυτό;
Υπ.: Ρε, ας σε είχα στα χέρια μου πριν 10 χρόνια και θα σου έλεγα εγώ αν πονάει!
Γ.: Πριν 10 χρόνια δε θα μπορούσες να μ΄έχεις στα χέρια σου θείο –τότε κυκλοφορούσαμε σε στυλ εκτοπλάσματα, αν έχεις ακουστά...
Υπ.: Καλά –τραγούδα τώρα που μπορείς...
Γ.: Βγαίναμε τα βράδια και δαγκώναμε λαιμούς, συνήθως γυναικείους –τις μέρες κρυβόμασταν σε βαθειά λαγούμια εκεί που ο ήλιος και οι μπάτσοι δε φτάνανε...
Υπ.: Πάρτον μέσα, μας ζάλισε...
Γ.: Δεν μπορεί –κάτι θα έχεις ακούσει! Τίποτα;
Υπ.: Ξεμπέρδευε Ανθυπαστυνόμε!
(Ο Ανθυπαστυνόμος του έχει περάσει ήδη χειροπέδες και τον βγάζει από την πόρτα).
Υπ.: Άφησε και τα τσιγάρα ο ηλίθιος... (πιάνει το πακέτο με λαχτάρα, βγάζει ένα τσιγάρο, το φέρνει στο στόμα του αλλά αμέσως το ξαναβάζει στο πακέτο. Ψάχνεται, βρίσκει το κουτί με τις καραμέλες, τρώει μία). Μπορεί και να το έκανε επίτηδες ο πούστης! Παίζουν μαζί μου, παίζουν σου λέω! Στήνουν αυτί για να γελάσουν –τώρα με πήραν στο ψιλό και οι κακοποιοί.... Παίζουν μαζί μου... Κι ο μικρός περιμένει να του αδειάσω τη γωνιά, μου παίρνει μέτρα για φέρετρο ο τσόγλανος! Να πάω σπίτι, να με περιλάβει η γυναίκα στη μουρμούρα –να μου κάνει το μυαλό πουρέ. Ήταν εκ των καλυτέρων του Σώματος –δεν μπορώ να το πιστέψω οτι πάσχει από Αλτσχάιμερ! Τι πράγμα; Κατουριέται πάνω του; Κρατάει ένα μολυβένιο στρατιωτάκι και κλαίει επειδή του σπάσανε τη λόγχη; Ποιος θα το φανταζόταν φίλε μου! Όσο τον είχα Υπαστυνόμο ήταν άκαμπτος, ευθυτενής, σωστός λεβέντης! Αλλά κέρατο βερνικωμένο –πού να τον πιάσεις κορόιδο; Καλά να πάθει ο μαλάκας –όλο τον καμπόσο μας έκανε! Ποιος νόμιζε πως είναι; Επειδή είχε ξεκινήσει από το δρόμο μας το κοπάναγε συνέχεια –άει σιχτίρ με τον ηλίθιο! Ας κάτσει τώρα με τα πάμπερς να τον κοροϊδεύει ο κόσμος! (Κοιτάζει τριγύρω του). Εντάξει; Γελάσαμε; Κλείστε τα τώρα τα ρημάδια και πιάστε κάνα στυλό να φτιάξετε τη χαρτούρα –εγώ την έβγαλα την υπόθεση και πάω σπίτι μου να ψοφήσω. Υπαστυνόμος μέχρι νεωτέρας κύριοι! Υπαστυνόμος γαμώ το φελέκι μου –Υπαστυνόμος!
ΤΕΛΟΣ Β΄ΠΡΑΞΗΣ
9 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Δε σε προλαβαίνω, ρε μάγκα. Αλλά το παλεύω. Εύχομαι καλές γραφές, καλές αναγνώσεις, καλές αναρτήσεις και μια λιγότερο κακή χρονιά από την περσινή.
Ναι, που να προλάβεις -καθότι είμαι ο Λούκι Λουκ του πληκτρολογίου -γράφω πιο γρήγορα κι από τη σκιά μου, χεχεχεχε.
Καλή χρονιά ρε φίλε -πόσο χειρότερη να γίνει από την περσινή δηλαδή;
Κάπου έγραφες ότι οι τριαντάρηδες της ιστορίας είναι παλαιότερης γενιάς από τους τωρινούς, σωστά; Αν ναι, βάλε κάποιον άλλο στη θέση του Πάτρικ Τζέιν.
Ρε τον υπαστυνόμο τι τραβάει, έχει και παστίτσιο στο σπίτι...
Μωρέ εγώ να βάλω! Να βάλω και τον Αθάνατο και τον Μάνιξ άμα λάχει στη θέση του Τζέιν, δεν έχω πρόβλημα. Το θέμα όμως είναι ποιος διάολο θα το καταλάβει άμα βάλω κάποιον απ΄αυτούς! (Να βάλω λες τον Ντένι Κρέιν που είναι υπεράνω ηλικιών και εποχών; Χεχε)
Είδες ο υπαστυνόμος; Κι έχω και μια εντύπωση οτι δεν του αρέσει το παστίτσιο καθότι απεχθάνεται τη μπεσαμέλ... Το δίδαγμα βέβαια από τον συγκεκριμένο χαρακτήρα είναι παλαιώθεν διατυπωμένο από τον Ζορζ Πιλαλί: "Όλοι το ίδιο είμαστε, πλούσιοι και φτωχοί -τσιγγάνοι κι επιστήμονες -σε τούτη τη ζωή!"
Υ.Γ.: "Θάνατος!"
Καθώς και επίσης “τα πανεπιστήμια βγάζουν ειδικότητες κι όχι προσωπικότητες”.
Αυτό για τον ανθύ με πολύ αγάπη.
Μήπως να έβαζες τον Μάικ Λαμάρ;
Ο ανθυ είναι βασισμένος στην Πιλάλεια περιγραφή "ήτανε κι ένα τσινάρι από του Παπάγου, 'κι γίνει πόλεμος;' μου λέει, "δε χαίρεσαι;' του απαντάω 'η δουλειά σου είναι'"
Να τον βάλω το Μάικλ Λαμάρ (κι από πίσω να έρχονται η Νάντια Φοντάνα κι ο Φώτης Μεταξόπουλος) αλλά θα τόνε ξέρει ο τσασμά και δεν θα μπορεί να πουλήσει πνεύμα ο δικός μου!
λιγα λογια για το μαικ λαμαρ!!!! ειχα αγορασει και μαγικο ραβδακι απο το σοου του.. μια πλαστικη μαλακια με πετονια που υποτιθεται οτι ηταν το ιπταμενο ραβδι του μαγου!
Ψηφίζω Μάικ Λαμάρ!
Χαχα, σωστή! Εφόσον λοιπόν υπάρχει κάποια ομοφωνία εδώ (δηλαδή συμφωνούν μεταξύ τους οι γυναίκες) θα το αλλάξω -μπορώ να κάνω αλλιώς;
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!