Προηγούμενα:
1. "Ένα κωλάμαξο με κάτι κερατάδες"
2. "Η καλή νεράιδα ονόματι Δαβίδ"
3. Τρέχεις, τρέχεις -κυνηγάω"
4. "Δουλεύει καλά η Γουόρνερ Μπράδερς;"
5. "Ανώμαλα ρήματα"
6. "Ιπτάμενοι νομάδες του σερφ"
1. "Ένα κωλάμαξο με κάτι κερατάδες"
2. "Η καλή νεράιδα ονόματι Δαβίδ"
3. Τρέχεις, τρέχεις -κυνηγάω"
4. "Δουλεύει καλά η Γουόρνερ Μπράδερς;"
5. "Ανώμαλα ρήματα"
6. "Ιπτάμενοι νομάδες του σερφ"
Γ΄ ΠΡΑΞΗ
Πρόσωπα:
ΓΡΗΓΟΡΗΣ
ΤΑΚΗΣ
ΜΙΧΑΛΗΣ
ΚΑΤΕΡΙΝΑ
ΥΠΑΣΤΥΝΟΜΟΣ (Κοντά στα 60)
ΑΝΘΥΠΑΣΤΥΝΟΜΟΣ (Κοντά στα 30)
(Σηκώνονται αεράτοι, ο Τάκης σηκώνεται πίσω τους και πηγαίνει προς το παράθυρο. Ανοίγει λίγο την κουρτίνα –κοιτάζει έξω. Μέσα από την κουζίνα ακούγονται θόρυβοι και βλαστήμιες. Τώρα αρχίζουν να ξεχωρίζουν οι κουβέντες τους).
(Κουβέντες από την κουζίνα)
Μ.: Τέλειωσε ρε μαλάκα, δε βγάζει αέριο!
Γ.: Κάπου έχω ένα καινούργιο –κάτσε, εδώ το΄χω!
Μ.: Άντε, τρύπα το!
Γ.: Εσένα περίμενα να μου το πεις!
(Ο Τάκης κάνει να πάει προς την κουζίνα αλλά το μετανιώνει –ψάχνεται ν΄ανάψει τσιγάρο, αλλά σταματάει απότομα).
Γ.: Άστο λίγο ακόμα τώρα που πήρε!
Μ.: Μπορώ να το κόψω πάντως!
Γ.: Άστο να πυρώσει...
Μ.: Τώρα;
Γ.: Περίμενε.... Τώρα, γρήγορα, πάτα το!
Μ.: Θα μου κολλήσει στο παπούτσι!
Γ.: Μα τι γελοίος που είσαι!
(Ακούγονται θόρυβοι, μετά μια βρύση ανοίγει ορμητικά, ο Τάκης χαμογελάει).
Γ.: Ρίχτα στα σκουπίδια τα υπόλοιπα.
Μ.: Καθότι κάπως νοικοκυραίοι εδώ μέσα!
(Εμφανίζονται με τις κούπες στα χέρια, ο Μιχάλης έχει ακουμπισμένη τη δική του σε πιατάκι, η λαβή ενός κουταλιού περισσεύει στο πλάι).
Γ.: (ρουφάει μια γουλιά καφέ) Ααααα, έτσι μ΄αρέσει!
Μ.: Βαρύς και μερακλίδικος ε;
Γ.: Σου τρυπάει το στομάχι κανονικά –μιλάμε!
(Ο Τάκης βγάζει πάλι το τσιγάρο, ξεκινάει να το ανάψει).
Μ.: Εγώ δεν θα το έκανα αν ήμουνα στη θέση σου πάντως!
Γ.: Το κάπνισμα βλάπτει –μαζί με τον καφέ δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα...
Μ.: Τουτέστιν το γκαζάκι μέσα ακόμα βγάζει και τη βλέπω να γινόμαστε Κούγκι...
Τ.: (δείχνει τον Μιχάλη στον Γρηγόρη) Μέσα στη συνωμοτικότητα ο δικός σου!
Γ.: Μυστικός καρπαζοεισπράκτωρ!
Μ.: Συνωμοτικός ήμουνα πριν με τα νοήματα –τώρα αποφάσισα να το παίξω «όλα στη φόρα»!
Γ.: Τέλος πάντων –να περάσουμε στην επόμενη φάση.
Μ.: Θέσεις;
Γ.: Εγώ πασάρω, εσύ καρφώνεις...
Μ.: Κι ο Τάκης;
Γ.: Το φιλοθεάμον κοινό.
(Ο Τάκης σταυρώνει τα χέρια και τους γυρίζει την πλάτη. Ο Γρηγόρης πάει στο παράθυρο, το μισανοίγει).
Γ.: (φωνάζει) Τι θα γίνει ρε μάγκες; Θα περιμένουμε πολλή ώρα ακόμα;
(Ησυχία, μετά από λίγο ακούγονται δοκιμές σε μια ντουντούκα).
Υπ.: (ντουντούκα) Τι θες; Ακόμα να τελειώσετε;
Γ.: Πως να τελειώσουμε; Στείλτε κανέναν δικό σας να επιβλέπει όσο γεμίζουμε τις βαλίτσες! Άντε να φεύγουμε καμιά ώρα!
Υπ.: (ντουντούκα) Θέλετε να ελεγχθείτε προκαταβολικώς δηλαδή;
Γ.: Άσε ρε θείο τα καθαρευουσιάνικα και στείλε το γκρουμ να κουβαλήσει τις βαλίτσες! (γυρίζει προς το Μιχάλη –ψιθυρίζει) Πως με βρίσκεις;
Μ.: Πολύ χάι κλας!
(Ο Γρηγόρης κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Περιμένει).
Μ.: Τι γίνεται;
(Ησυχία. Ο Τάκης ανάβει τσιγάρο, οι δυο άλλοι πετάγονται από τον θόρυβο του αναπτήρα –ο Τάκης σηκώνει τα χέρια απολογητικά).
Μ.: Τι γίνεται;
Γ.: Βράζει και χύνεται –περίμενε ρε μαλάκα!
Τ.: Φύγε απ΄το παράθυρο –όσο κάθεσαι, αυτοί θα περιμένουν να πεις κι άλλα...
(Ο Γρηγόρης κλείνει το παράθυρο αλλά κάθεται δίπλα, μισανοίγοντας την κουρτίνα. Ο Μιχάλης είναι κολλημένος πλάι στην πόρτα με τη λαβή του κουταλιού υψωμένη).
Μ.: Ελπίζω να έρθει κάποιος πριν πάθω αγκύλωση εδώ πέρα...
Γ.: Θα’ρθει, θα΄ρθει...
Μ.: Βλέπεις τίποτα;
Γ.: Όχι. Αλλά το ξέρω οτι θα΄ρθει....
Μ.: Που το ξέρεις δηλαδή;
Γ.: Επειδή αν δεν έρθει την έχουμε άσχημα!
Τ.: Λογική Καρτέσιος, όχι παίξε-γέλασε!
(Ο Γρηγόρης ξανακοιτάζει έξω, οι άλλοι περιμένουν).
Μ.: Βλέπεις τίποτα;
Γ.: Ναι – η γκομενάρα απέναντι βγήκε ν΄απλώσει...
Μ.: Ναι ΄ρθω να δω κι εγώ;
Τ.: Κάτσε στ΄αυγά σου ρε μαλάκα!
Μ.: Μα γιατί;
Τ.: Επειδή απέναντί μας μένει ένας συνταξιούχος εφοριακός –γι΄αυτό.
Μ.: Και η γκομενάρα; Κόρη του;
Γ.: Ποια γκομενάρα;
Μ.: Η απέναντι!
Γ.: Α, αυτή!
Μ.: Ε, λοιπόν; Τη βλέπεις ή δεν τη βλέπεις;
Γ.: Τη βλέπω, πως δεν τη βλέπω!
Μ.: Και τι κάνει;
Γ.: Έρχεται κατά δω...
Μ.: Η γκομενάρα;
Γ.: Όχι. Ο μικρός μπάτσος.
Μ.: Γεγονός;
(Ο Γρηγόρης κάνει δυο βήματα πίσω).
Γ.: Ετοιμάσου –μετράω...
(Ο Μιχάλης κολλάει στον τοίχο δίπλα στην πόρτα –τεντώνεται).
Γ.: 10, 9, 8, 7, 5...
(Η πόρτα ανοίγει απότομα και μπαίνει ο Ανθυπαστυνόμος).
Τ.: 3,2,1!
Ανθ.: Τι με κοιτάτε ρε;
(Ο Μιχάλης πέφτει πάνω του, μπερδεύονται, φέρνουν μια σβούρα μέσα στο δωμάτιο αγκαλιασμένοι).
Ανθ.: Άσε με ρε πούστη!
(Ο Ανθυπαστυνόμος κάνει να φύγει προς την πόρτα, ο Μιχάλης τον τραβάει κατά μέσα, κοπανάνε αγκαλιασμένοι δίπλα στο παράθυρο).
Μ.: Κάτσε ήσυχα μωρέ!
Ανθ.: Άντε γαμήσου!
(Ο Ανθυπαστυνόμος έχει γυρίσει προς την πόρτα, ο Μιχάλης τον πιέζει κολλημένος πίσω του, προσπαθεί να τον πιάσει από το λαιμό, ο Ανθυπαστυνόμος χτυπάει στην πόρτα με τα μούτρα. Ο Μιχάλης μένει να τον κρατάει ακινητοποιημένο εκεί για λίγο. Οι άλλοι δυο κοιτάζουν περιμένοντας).
Τ.: Φέρτον πιο μέσα -τι στριμώγματα είναι αυτά;
Γ.: Καλά σου λέει... Κι εμείς αγαπήσαμε αλλά δεν κάναμε έτσι!
Μ.: (ακόμα κολλημένος πίσω από τον Ανθυπαστυνόμο) Υπάρχει κάποιο πρόβλημα νομίζω...
Τ.: Τι; Σου σηκώθηκε απ΄το πολύ τρίψιμο;
Μ.: Κοντά είσαι... (χαλαρώνει τη λαβή του κι αφήνει τον Ανθυπαστυνόμο να σωριαστεί άψυχος στο πάτωμα).
Γ.: Ρε ηλίθιε, τον όμηρο σκότωσες; Πώς στον πούτσο θα παζαρέψουμε τώρα;
Μ.: Εγώ φταίω; Αφού ο βλαμμένος καρφώθηκε μόνος του στη λαβή του κουταλιού!
Γ.: Κι εσύ έπρεπε να του το χώσεις στο λαιμό; Χάθηκε να τ΄αφήσεις να πέσει;
Μ.: Εεε, φοβήθηκα μην το χάσω -τώρα που γίνεται η θάλασσα γιαούρτι δε λέει να ξεμείνουμε από κουτάλι...
Γ.: (προς τον Τάκη) Κάνει και χιούμορ ο ηλίθιος!
Τ.: Α ναι; Καλά που μου το ‘πες γιατί θα μου διέφευγε!
Γ.: (προς τον Μιχάλη) Πιάσε ρε πανίβλακα να τον πάμε στην κουζίνα –μην τον έχουμε μέσα στα πόδια μας...
(Πιάνουν τον πεσμένο Ανθυπαστυνόμο, ο ένας από τα πόδια, ο άλλος από τις μασχάλες –τον σέρνουν).
Μ.: Το κουτάλι να του το βγάλω από το λαιμό;
Γ.: Γιατί; Φοβάσαι μη στραβοκαταπιεί και πνιγεί;
Μ.: Όχι μωρέ! Για να μην ξεμείνουμε από φονικό όπλο το λέω...
Γ.: Να μην ξεμείνουμε από φονικό όπλο –και ποιον θα σκοτώσουμε ρε ηλίθιε; Βλέπεις κανέναν πρόχειρο τριγύρω;
Μ.: «Φοβάμαι μη, καμιά φορά, το στρέψω στον εαυτό μου»...
Γ.: Ναι, όλα τα ΄χαμε, ο μυτόγκας μας έλειπε! Κουβάλα γαμώτο κι άσε τα λόγια!
(Μεταφέρουν το σώμα του Ανθυπαστυνόμου στην κουζίνα. Ο Τάκης πηγαίνει μέχρι το παράθυρο, κοιτάζει κλεφτά έξω –επιστρέφει. Οι άλλοι έρχονται από την κουζίνα κάπως μουδιασμένοι).
Μ.: (τρίβοντας την άκρη του πουκαμίσου του) Λέκιασε –το στανιό μου μέσα!
Γ.: Κι άντε τώρα να βγάλεις το αίμα... Δεν καθαρίζει με τίποτα –ξέρεις!
Μ.: Αντιλαμβάνομαι κάποιο συμβολισμό εδώ...
Γ.: Ναι ε;
Τ.: Όταν αποφασίσετε να κόψετε το αντικάρφωμα –μπορούμε ίσως...
(Από την κουζίνα ακούγονται παράσιτα ασυρμάτου και ασυνάρτητες λέξεις –κοιτάζουν και οι τρεις τους προς τα εκεί).
Μ.: Είχε ασύρματο μαζί του ο μακαρίτης!
Τ.: Σώπα!
Μ.: Και τώρα τον καλούν!
Τ.: (προς τον Γρηγόρη) Μα –όλα στον αέρα τα πιάνει αυτό το παιδί! Λες να γεννήθηκε με χάρισμα;
(Ο Γρηγόρης φεύγει βιαστικά για την κουζίνα, επιστρέφει με έναν ασύρματο που κρώζει παράσιτα).
Τ.: Τι θα κάνεις τώρα;
Γ.: Θα απαντήσω –τι να κάνω; Μη φανούμε και αγενείς!
Υπ.: (από τον ασύρματο) Ανθυπαστυνόμε με λαμβάνεις; (παράσιτα).
Γ.: Ένα –δυο, ένα –δυο. Έλα κέντρο με λαμβάνεις; Ένα –δυο...
Υπ.: Λαμβάνω –αναφέρατε!
Γ.: Έλα κέντρο, αναφέρω! Κατευθύνομαι προς παραλιακή με προορισμό το αεροδρόμιο –όβερ!
Υπ.: Τι παραλιακή κι αεροδρόμια! Ποιος είναι;
Γ.: Ο 107 κέντρο! Με λαμβάνεις; Κατευθύνομαι προς πλατεία Ελευθερίας για αποβίβαση. Υπάρχει καμιά κούρσα από ΄κει που να επιστρέφει κέντρο; Επαναλαμβάνω κέντρο -υπάρχει καμιά κούρσα για κέντρο;
Υπ.: Τι διάολο μου τσαμπουνάς ρε!
Γ.: Πάω να το φέρω μαλακά κυρ Αστυνόμε, επειδή έχουμε κάποια κατάσταση εδώ πέρα....
Υπ.: Τι κατάσταση;
Γ.: Ομηρίας, ας πούμε...
Υπ.: Άκου κάτι ρε αλήτη –δώσμου τον Ανθυπαστυνόμο αμέσως!
Γ.: Κωλύεται...
Υπ: Αν δε βγει στον ασύρματο τώρα αμέσως, στέλνω μέσα τις Ειδικές Δυνάμεις, κατάλαβες;
Γ.: Στην πρώτη περίεργη κίνηση θα τον καθαρίσουμε κυρ Αστυνόμε!
Υπ.: Και δεν τον καθαρίζετε από τώρα ρε κωλόπαιδο; Τι με κόφτει εμένα δηλαδή;
Γ.: Πρόσεχε τι λες Αστυνόμε!
Υπ.: Λέω οτι αν σε δυο λεπτά δεν ακούσω τον Ανθυπαστυνόμο θα στείλω να σας πηδήξουν χωρίς σάλιο...
Γ.: Αν...
Υπ.: Και κάτι ακόμα βλαμμένε!
Γ.: Τι;
Υπ.: Υπαστυνόμος είμαι –Αστυνόμος δε με βλέπω να γίνομαι και θα φταίνε οι μαλακίες οι δικές σας γι΄αυτό! Όβερ.
(Ο ασύρματος σωπαίνει απότομα, ο Γρηγόρης τον φέρνει μπροστά στα μάτια του και τον παρατηρεί).
Τ.: Την έχουμε πατήσει άσχημα, νομίζω...
Μ.: Ποια;
Τ.: Τώρα θα σου΄δειχνα ποια, αλλά έχουμε και πεθαμένο άνθρωπο –δεν κάνει!
Μ.: Ελεύθερα –μην αγχώνεσαι! Την έχει πέσει στα σαλάμια στην κουζίνα ο μπατσούλης, δε θα πάρει είδηση...
Γ.: Η ελπίδα να κουβάλαγε τίποτα σιδερικό μαζί του ο μακαρίτης...
Τ.: Όπως το λες! Φρούδα...
Μ.: Κι αν δηλαδή –τι να το κάναμε το σίδερο;
Γ.: Ξέρω ΄γω; Αντίσταση κατά της αρχής, ας πούμε...
Τ.: Ξέχνα το! Έχουν εκεί έξω την Κατερίνα.... Αν τους αρχίσουμε στις αγριάδες θα τη χώσουν 10 μέτρα κάτω απ΄τη γη...
Μ.: Κακό αυτό ε;
Γ.: Ειδικά τώρα το χειμώνα που δεν έχει ήλιο...
Μ.: Άλλη πρόταση;
Γ.: Άστο λίγο πάνω μου... (πλησιάζει το παράθυρο, ανοίγει το τζάμι, βγαίνει ο μισός έξω κουνώντας τα χέρια του). Που΄σαι –κατάστημα! (Ακούγεται ένας πυροβολισμός, ο Γρηγόρης βουτάει απότομα κάτω). Μα τι μαλάκες είναι αυτοί!
Μ.: Κάποιος πρέπει επιτέλους να μιλήσει στους μπάτσους για τα εσώρουχα κατά της ακράτειας...
Γ.: Σταματάνε τα εσώρουχα τις σφαίρες;
Μ.: Ναι αμέ! Αν βάλουν τα πιστόλια στον κώλο τους!
(Ο Γρηγόρης πιάνει τον ασύρματο).
Γ.: Έλα καπετάνιο! Με λαμβάνεις; (ακούγονται παράσιτα). Κοίτα να δεις που θα πέσω τώρα στο κανάλι των ταξιτζήδων και θα κάνουμε γέλια τρελά!
Υπ.: (από τον ασύρματο) Λέγε τι θες.
Γ.: Κράτα λίγο τους κοπρίτες σου, ερχόμαστε έξω!
Υπ.: Τσακιστείτε!
Γ.: Παίρνουμε τις βαλίτσες και βγαίνουμε –εντάξει;
(Ο ασύρματος κάνει παράσιτα και μετά κλείνει).
Τ.: Τι ήταν αυτό πάλι;
Γ.: Θα πάμε να τελειώνουμε...
Μ.: Και η Κατερίνα;
Γ.: Η συμφωνία –συμφωνία. Αν μας κάνουν καμιά στραβή...
Τ.: Εγώ πάντως...
Γ.: Εσύ θα κάτσεις εδώ που είσαι. Κι άμα ζορίσουν τα πράγματα, έχει κάτι κουτάλια στην κουζίνα....
Μ.: Πόσα;
Γ.: Ένα και βρώμικο!
Τ.: Έστω κι έτσι...
Γ.: Ε, πως αλλιώς;
Τ.: Ναι –δίκιο έχεις.
(Κοιτάζουν τριγύρω αμήχανοι –όλοι τους).
Μ.: Λοιπόν, αυτό ήταν...
Γ.: Τι περίμενες δηλαδή; Ημίγυμνες εξωτικές καλλονές με χαβανέζικα στεφάνια;
Μ.: Όχι οτι θα μου κακόπεφταν...
Γ.: (κοιτάζει τον Τάκη) Τώρα που λέμε για στεφάνια...
Τ.: «Στείλε νεκρολούλουδα στο γάμο μου»...
Γ.: «Αλλά μην ξεχάσεις να στείλεις τριαντάφυλλα στην κηδεία μου»... Κάτι πήγε λάθος σ΄όλα αυτά, ξέρεις....
Τ.: Ναι –εμείς πήγαμε λάθος...
Γ.: Κι ως γνωστόν, «δυο λάθη δεν κάνουν ένα σωστό»....
Μ.: Πόσο μάλλον τρία...
Τ.: Ας καθαρίσει τουλάχιστον η Κατερίνα....
Μ.: Είχα την εντύπωση οτι δεν τη χώνευες...
Τ.: Τι σχέση έχει αυτό τώρα;
Μ.: Καμιά. Έτσι το΄πα....
Γ.: (στον Μιχάλη) Είσαι έτοιμος;
Μ.: Έτοιμος γεννήθηκα!
Τ.: (γελάει) Έτοιμος για ποιο πράγμα ρε ηλίθιε;
Μ.: Έτοιμος για όλα!
Τ.: (στον Γρηγόρη) Καλά –στείλτον έξω μη μας δαγκώσει κιόλας! Δεν έχω κάνει κι αντιλυσσικό πρόσφατα....
Μ.: Δε θα σου χρειαστεί ρε μαλάκα! (ξεκινάει για την πόρτα, όταν βάζει το χέρι στο πόμολο σταματάει –γυρίζει το κεφάλι προς τα πίσω). Ήθελα να σου πω, για να μην το΄χω βάρος στη συνείδησή μου...
Τ.: Ναι;
Μ.: Ο Άσσος Μπαστούνι που έκοψα εκείνη την παρτίδα...
Τ.: Λοιπόν;
Μ.: Ήταν σκέτο νίκελ –τον είχα βουτήξει από ένα μαγαζί με σουβέρ...
Τ.: Είσαι κάποιο γελοίο υποκείμενο, φίλε!
Μ.: Κι εγώ χάρηκα που ξαναβρεθήκαμε!
(Ανοίγει την πόρτα)
Μ.: (φωνάζει) Αν μου ρίξετε τώρα που παραδίνομαι θα σας ξεσκίσω στις μηνύσεις!
(Ο Μιχάλης κλείνει την πόρτα πίσω του)
Γ.: Επιτέλους μόνοι...
Τ.: Τα΄χουμε ξανακούσει αυτά...
Γ.: Γιατί το λες; Καλά περάσαμε όσα περάσαμε...
Τ.: Καλά, άσχημα –αυτό ήταν...
Γ.: Πριν φύγεις μην ξεχάσεις να κλείσεις τον θερμοσίφωνα.... Δεν έχω καμιά όρεξη να πληρώσω τα κέρατά μου μετά από μια εικοσαετία....
Τ.: Οτι εσύ θα βγεις κάποτε από εκεί μέσα....
Γ.: Γιατί να μη βγω; Ότι που μπαίνει –βγαίνει.
Τ.: Μόνο που πολλές φορές μπαίνει κάθετο και βγαίνει οριζόντιο...
Γ.: Για τον μπάτσο στην κουζίνα λες;
Τ.: Άστον ήσυχο αυτόν. Τώρα έχει το νου του μη βγει κανένας κακομοίρης από τα καζάνια...
Γ.: Εννοείς οτι οι μπάτσοι πάνε στην Κόλαση;
Τ.: Εννοώ οτι σύντομα θα του κάνω παρέα, γι΄αυτό δε γουστάρω να τον κοροϊδεύω... Μιλάμε για κάποια αιωνιότητα εδώ πέρα –δεν είναι αστείο το θέμα...
Γ.: (γελάει) Καλά, ότι πεις!
Τ.: Έτσι ακριβώς. Λέω λοιπόν να την κοπανάς από λίγο-λίγο, πριν αρχίσουν τα όργανα...
Γ.: Κι αν έμενα μαζί σου, ας πούμε;
Τ.: Τότε θα ήσουνα μεγάλο καθίκι –επειδή εκεί έξω σε περιμένει ο Μιχάλης...
Γ.: Δεν έχει ανάγκη αυτός... Τα καταφέρνει και μόνος του...
Τ.: Ο Μιχάλης;
Γ.: Εντάξει –δίκιο έχεις.
Τ.: Δίκιο έχω αλλά δεν ξεκουνιέσαι να βρω κι εγώ την ησυχία μου!
Γ.: (κοιτάζει τριγύρω) Δεν πήρε ούτε δεύτερο σώβρακο μαζί του ο μαλάκας... Καλά που φρόντισα να γεμίσω τη βαλίτσα... (την πιάνει, τη σηκώνει, τη ζυγίζει στο χέρι του).
Τ.: Τόσα χρόνια ρε μπαγάσα, ήσουνα ο μόνος που έφτιαχνε βαλίτσα!
Γ.: Έβαζα και τα δικά σας μέσα –δε μπορείς να πεις!
Τ.: Είπα τίποτα; Δεν είπα!
Γ.: (ψιθυριστά) Έβαζα και τα δικά σας μέσα.... Σας φρόντιζα καθότι Αρχηγός των Κανιβάλων... Μιλάμε δηλαδή για γκράντε μαλάκα!
Τ.: Εντάξει –δεν πρόκειται να διαφωνήσω. Αρχηγός είσαι, θα ξέρεις καλύτερα!
Γ.: Κοροϊδεύεις μουνάκι, κοροϊδεύεις!
Τ.: Καλά συγνώμη –έρχομαι να σου χτυπήσω την πλάτη για να σε παρηγορήσω που εσύ θα μπεις μέσα ενώ εγώ...
Γ.: Έλα κόφτο τώρα!
Τ.: Δίκιο έχεις –δεν υπάρχει λόγος να το μαλακίσουμε...
Γ.: Κι αν υπάρχει λόγος...
Τ.: Σε λίγο δεν θα υπάρχουμε εμείς.
(Φωνή από ντουντούκα απέξω: «Αν δεν εξέλθετε άμεσα θα κάνουμε έφοδο!» Ο Γρηγόρης με τον Τάκη κοιτάζονται).
Τ.: Τι θα κάνουν;
Γ.: Έφοδο...
Τ.: «Έφοδο στον ουρανό» που έλεγε κι ο Βλαδίμηρος;
Γ.: Που το θυμήθηκες αυτό τώρα;
Τ.: Μη δίνεις σημασία –φταίει ο συγκινησιακός φόρτος...
Γ.: Ο ποιος;
Τ.: Ο φόρτος...
Γ.: Ο φόρτος –μάλιστα! Πετάξου τότε να βάλεις κάτι σαντιμεντάλ μπας και κάνω κινηματογραφική αποχώρηση...
Τ.: Το αφήνεις πάνω μου δηλαδή;
Γ.: Είπα για μια φορά να πρωτοτυπήσω...
(Ο Τάκης χώνεται στη στοίβα των δίσκων, διαλέγει γρήγορα έναν και τον βάζει στο πικάπ, ο Γρηγόρης τον παρακολουθεί. Ακούγεται το Alligator Wine του Screamin Jay Hawkins).
Γ.: Σωστός! Κάποιο κέρασμα!
Τ.: «Ραντεβού τα μεσάνυχτα/ στο βάλτο στην άκρη του δάσους» -έτσι;
Γ.: Θα είμαι εκεί αν είσαι κι εσύ...
Τ.: Θα είσαι εκεί επειδή δεν θα’χει που αλλού να πας ρε κορόιδο!
Γ. Όπως και να’χει...
(Πηγαίνει προς την πόρτα, τη μισανοίγει).
Γ.: Μην ξεχάσεις το θερμοσίφωνα, μαλάκα!
(Βγαίνει, κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Ο Τάκης μένει μόνος, ανάβει τσιγάρο, κόβει βόλτες).
Τ.: Λοιπόν, έχω να καπνίσω ένα τσιγάρο, ν΄ανάψω τον θερμοσίφωνα.... α, ναι –και να διαλέξω τον τρόπο που θα πεθάνω.... Μήπως να τα΄γραφα κάπου, μην τα ξεχάσω; (κοιτάζει τριγύρω ψάχνοντας). Να δεις πως πάει... «Παίρνεις το αίμα ενός αλιγάτορα, ναι/ παίρνεις το αριστερό μάτι ενός ψαριού, ναι/ γδέρνεις ένα βάτραχο και παίρνεις το δέρμα του, ναι/ τ΄ανακατεύεις όλα σ΄ένα πιάτο/ προσθέτεις ένα φλιτζάνι βρώμικο νερό του βάλτου/ μετράς από το ένα ως το εννιά/ φτύνεις πάνω απ΄τον αριστερό σου ώμο/ κι έχεις έτοιμο το κρασί του αλιγάτορα/ το κρασί του αλιγάτορα»....
(Ο ασύρματος πεταμένος στο πάτωμα αρχίζει να κάνει παράσιτα, ο Τάκης τον κλωτσάει ενοχλημένος, στέλνοντάς τον να χαθεί προς την κουζίνα).
Τ.: Που είχα μείνει; Μετράς... 1, 2, 3, 4, 5...
(Ανοίγει απότομα η πόρτα και μπαίνει η Κατερίνα. Ο Τάκης πετάγεται αλλά ηρεμεί όταν τη βλέπει).
Κ.: Φύγαν όλοι και σ΄αφήσανε μόνο, ομορφούλη;
Τ.: Δε λες τίποτα! Κι εσένα –πώς σ΄αφήσανε, για να΄χουμε καλό ρώτημα;
Κ.: Ε, όλο και κάποιο λόγο θα είχαν... (κοιτάζει τριγύρω στο δωμάτιο) Κωλοχανείο το κάνανε δω μέσα –η καθαρίστρια πότε έρχεται;
Τ.: Λίαν ποτέ! Συγνώμη τώρα, έχω κάτι να κάνω... (πηγαίνει προς την κουζίνα, ακούγεται ο ήχος ενός διακόπτη που ανεβαίνει –μετά ξαναγυρίζει) Τι άλλο;
Κ.: Ε, όπως τα ΄ξερες... Αλλάζουν ποτέ τα δικά μας;
Τ.: (την κοιτάζει λίγο μπερδεμένος) Όχι, δεν μιλούσα σε σένα...
Κ.: Ωραία μουσική!
Τ.: Δεν ήταν για σένα... (πάει προς το πικάπ, βγάζει τον δίσκο).
(Η Κατερίνα κάθεται προσεκτικά στον καναπέ, βγάζει ένα πακέτο τσιγάρα –ανάβει).
Κ.: Καφές υπάρχει;
Τ.: Καφές υπάρχει, από κουταλάκια πάσχουμε...
Κ.: (σκύβει προς το μέρος του) «Για πες μου ρε μαλάκα –γιατί δε με πας;»
Τ.: «Εσύ γιατί δε με πας δηλαδή;»
Κ.: «10-0»! Μ΄έσκισες!
Τ.: Άκου φιλενάδα –εδώ μέσα θα γίνει της μουρλής εντός ολίγου, καλύτερα λοιπόν να φύγεις –μη σε πετύχει καμιά αδέσποτη και το΄χω κρίμα στο λαιμό μου!
Κ.: Τίποτα δε θα γίνει, μην τρελαίνεσαι... Βάλε καφέ τώρα να σου εξηγήσω δυο πραγματάκια...
Τ.: Βάλε μόνη σου!
Κ.: Μονίμως μέσα στην ευγένεια είσαι ρε φίλε! (σηκώνεται και πηγαίνει στην κουζίνα, ακούγεται θόρυβος από κάτι που σπάει –μετά από λίγο επιστρέφει). Ο μπάτσος εκεί μέσα ακόμα στάζει...
Τ.: Ευτυχώς, θα λείπω όταν έρθει η καθαρίστρια....
Κ.: (ξανακάθεται απέναντί του) Τι ακριβώς του συνέβη;
Τ.: Σκόνταψε σ΄ένα κουτάλι...
Κ.: Το οποίο κουτάλι σερνόταν νωχελικά στα πατώματα.;
Τ.: Όχι –όρθιος σκόνταψε!
Κ: Α, καλά!
(Καπνίζει για λίγο, σκεφτική).
Τ.: Τα δυο πραγματάκια....
Κ.: Ποια δυο πραγματάκια;
Τ.: Αυτά που θα μου εξηγούσες...
Κ.: Σωστός!
Τ.: Κι αριθμομνήμων άμα λάχει! Προχώρα τώρα στο παρασύνθημα.
Κ.: Έχει δημιουργηθεί ένα θέμα...
Τ.: Θέμα;
Κ.: Ναι βρε παιδάκι μου –θέμα! Από τη μια κάτι κοπρίτες που νομίζουν οτι μπορούν να εκβιάσουν την αστυνομία, από την άλλη το τεταμένο κλίμα λόγω εκλογών...
Τ.: Υπάρχει κι ο γνωστός μπάτσος με τα κουταλάκια....
Κ.: Αυτό πάλι τι σου λέει; Σκυλιάσανε οι απέξω –ευτυχώς που ο Γρηγόρης...
Τ.: Τι έκανε ο Γρηγόρης;
Κ.: Έχει έναν τρόπο να διαπραγματεύεται...
Τ.: Σκέτος ΟΗΕ!
Κ.: Και λίγα λες! Τον κόλλησε τον αρχιμπάτσο εκεί έξω με κάτι απειλητικά «θα βγουν όλα στη φόρα, κανέναν δε συμφέρει να γίνει έξτρα φασαρία....»
Τ.: Αρχηγός ο Γρηγόρης!
Κ.: Του το΄χα πει κι εγώ –μη νομίζεις... Αλλά μου έκανε τον ψόφιο κοριό...
Τ.: Τον κροκόδειλο!
Κ.: Ποιος ήρθε;
Τ.: Τον κροκόδειλο έκανε –όχι τον ψόφιο κοριό...
Κ.: Ότι πεις –εσύ τον ξέρεις καλύτερα... Πάντως μια ρημάδα άκρη βγήκε.
Τ.: Άρα δεν υπάρχει θέμα!
Κ.: Βιάζεσαι και με αποσυντονίζεις. Θέμα υπάρχει –επειδή στους απέξω λείπει ο τρίτος, αν θυμάσαι!
Τ.: Και άνευ τρίτου, πρέφα δεν παίζεται...
Κ.: Λέγανε να μπουκάρουν και να σε λιώσουν επιτόπου...
Τ.: Και ποιος τους εμποδίζει;
Κ.: Ο Γρηγόρης.
Τ.: Βρε το Γρηγόρη! Τύφλα να΄χει ο Μπλεκ δηλαδή!
Κ.: Μπλεκ;
Τ.: Μπλεκ! Ζαγκόρ, Όμπραξ, Κάπτεν Μαρκ! Δεν έχεις ακουστά;
Κ.: Μαζί τους δεν ήταν κι ο Θλιμμένος Μπούφος;
Τ.: Αυτή είσαι! Ο Ινδιάνος του Κάπτεν Μαρκ –ολοζώντανος και τρισδιάστατος! (κάνει μια κίνηση με τα χέρια του παρουσιάζοντας τον εαυτό του).
Κ.: Απ΄το κακό στο χειρότερο! Ξεκινήσατε με αστεία γυμνασίου και πάτε ολοταχώς προς τα κοντά παντελονάκια....
Τ.: Γι΄αυτό σου λέω –κοπάνα τη πριν αρχίσουμε να τα κάνουμε πάνω μας...
Κ.: Θα γίνει κι αυτό, θα την κοπανήσω.... (βάζει το χέρι της στην τσέπη του παλτού και βγάζει ένα περίστροφο, τραβώντας το από την κάνη). Αλλά πρώτα πρέπει να σου δώσω... (κρατώντας το περίστροφο με τα δυο δάχτυλα από την κάνη, το πλησιάζει προς τον Τάκη).
Τ.: (το παίρνει) Τι είναι πάλι αυτό;
Κ.: Δώρο από τον Γρηγόρη....
Τ.: Καλά –όταν τον δεις, πες του οτι εγώ μια ξυριστική μηχανή ήθελα....
Κ.: Την ίδια δουλειά κάνει κι αυτό ρε κορόιδο! «Ξυρίζει, ανάβει, γράφει κι απλουστεύει τη ζωή!»
Τ.: Σα να ΄χεις δίκιο! Και τι υποτίθεται οτι πρέπει να κάνω μ΄αυτό το ματζαφλάρι;
Κ.: Ρώτα καλύτερα τι μπορείς να κάνεις... Επειδή στο μύλο έχει μόνο μια σφαίρα. Βρέστη και πάρτη.
Τ.: Έτσι ε;
Κ.: Πως αλλιώς;
Τ.: Αυτό να μου πεις! Αιμοσταγής τρομοκράτης δολοφονεί αστυνομικό και στη συνέχεια αυτοκτονεί για ν΄αποφύγει τη σύλληψη –ωραίο ακούγεται! Αλήθεια, γιατί δολοφόνησα τον μπάτσο με το κουτάλι ενώ είχα ολόκληρο κουμπούρι;
Κ.: Επίτηδες το κάνεις ή είσαι στ΄αλήθεια τόσο ηλίθιος; Κωλώνουν να του φυτέψουν και μια σφαίρα όταν θα μπουν μέσα ρε παιδάκι μου; Μη σου πω οτι μέχρι και σουρωτήρι θα στον κάνουν...
Τ.: Καθότι πολύ ψυχάκιας ο τρομοκράτης...
Κ.: Έτσι ακριβώς!
Τ.: Κι άμα δηλαδή εγώ την έχω δει κανονικός ψυχάκιας και πυροβολήσω κάνα μπάτσο απ΄αυτούς που θα μπουκάρουν;
Κ.: Ψυχάκιας ή μαλάκας θες να πεις;
Τ.: Δικός σου ο πόντος!
Κ.: Κοίτα –έχουν αδειάσει τη γειτονιά, έχουν αποκλείσει τα πάντα σε ακτίνα χιλιομέτρων –ούτε κουνούπι δεν περνάει... Πρέπει λοιπόν κάπως να το δικαιολογήσουν όλο αυτό –εκεί πάτησε ο Γρηγόρης και σου εξασφάλισε...
Τ.: Μια φαντασμαγορική αποχώρηση...
Κ.: Θα γίνεις και ίνδαλμα της νεολαίας!
Τ.: Ναι –κι όταν επικρατήσει η επανάσταση θα με κάνουν άγαλμα σε κεντρική πλατεία...
Κ.: Όχι, αν περνάει από το χέρι μου...
Τ.: (γελάει) Φρόντισε τουλάχιστον να εξασφαλίσεις τα λεφτά τους όσο θα είναι μέσα. Επειδή η φυλακή δεν αντέχεται αν είσαι στεγνός...
Κ.: Ποια λεφτά;
Τ.: Μην ξηγιέσαι έτσι!
Κ.: Όχι, σοβαρά τώρα....
Τ.: Ρε κόψε το δούλεμα –μια σφαίρα μου πέφτει, μην τη χαραμίσω για τα μούτρα σου!
Κ.: Μα αφού μου λες για λεφτά τι να κάνω δηλαδή; Δεν υπάρχουν λεφτά Τακούλη...
Τ.: (σηκώνεται, κόβει βόλτες με το περίστροφο στο χέρι) Δεν υπάρχουν λεφτά –πολύ ωραία! Όταν μπήκε εδώ μέσα ο Γρηγόρης υπήρχαν κι όταν βγήκε εξακολουθούσαν να υπάρχουν, πες μου τώρα –πότε ακριβώς χάθηκαν τα λεφτά; Όχι τίποτα άλλο δηλαδή –για να ξέρω πόσο κορόιδα πιαστήκαμε....
Κ.: (σηκώνεται, τον πλησιάζει) Εντάξει –μην τρελαίνεσαι... Έχεις κάθε δικαίωμα να ξέρεις υποθέτω... Και για να νιώσεις καλύτερα, θα σου πω οτι τα λεφτά θα μπουν κανονικά στους λογαριασμούς των παιδιών, θα με ορίσουν πληρεξούσια...
Τ.: Δε μου λες τίποτα καινούργιο –προχώρα παρακάτω!
Κ.: Εξαφανιζόλ!
Τ.: Δηλαδή...
Κ.: Κανονικά βρε παιδί μου –κι εγώ και τα λεφτά θα γίνουμε μπουχός...
Τ.: Καλά σε είχα ψυλλιαστεί οτι ήσουνα μεγάλη καργιόλα!
Κ.: Όπως το πάρει κανείς....
Τ.: Πως να το πάρω δηλαδή; Έχεις κανένα έξτρα παραμύθι να μου πουλήσεις;
Κ.: Κι αν σου έλεγα οτι τα λεφτά θα πάνε στον αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο;
Τ.: Τι δηλαδή; Θα τα κάνεις κονσέρβες και γάλατα και θα τα στείλεις στην Αφρική;
Κ.: Θα τα κάνω σφαίρες, όπλα και εκρηκτικά και θα τους στείλω στον γερο-διάβολο.
Τ.: Ποιους;
Κ.: Όσους μπορέσω! Όσους μπορέσουμε...
(Ο Τάκης την κοιτάζει πολύ μπερδεμένος. Μετά της γυρίζει την πλάτη και ξεκαρδίζεται στα γέλια. Η Κατερίνα πηγαίνει μέχρι το παράθυρο –ανοίγει λίγο την κουρτίνα, κοιτάζει έξω).
Τ.: Δηλαδή, πιάσανε εμάς για τρομοκράτες κι αφήνουνε εσένα που είσαι μπλεγμένη μέχρι τα μπούνια –αυτό μου λες;
Κ.: Σπίρτο είσαι –με την πρώτη το΄πιασες!
Τ.: Και το πρεζεμπόριο από το Άμστερνταμ;
Κ.: Καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή...
Τ.: Ναι –το ΄λεγε και μια πουτάνα που ήξερα παλιά αυτό...
Κ.: Τέλος πάντων –έτσι έχουν τα πράγματα...
Τ.: Έτσι έχουν τα πράγματα.... Οι άσχετοι μέσα κι εσείς απέξω...
Κ.: Σε κάθε πόλεμο υπάρχουν θύματα....
Τ.:(την πλησιάζει) Να σε ρωτήσω κάτι ρε φιλενάδα; Επειδή είσαι και συνειδητοποιημένη επαναστάτρια να πούμε... Γιατί μονίμως οι άσχετοι είναι τα θύματα;
Κ.: Επειδή είναι άσχετοι ρε βλάκα!
Τ.: Δηλαδή πως πάει η φτιάξη; Ή μαζί μας ή δυο μέτρα χώμα;
Κ.: Μπορεί και λιγότερα.... Αυτά έχει ο πόλεμος –δεν τον ξεκίνησα εγώ, ξέρεις...
Τ.: Εντάξει, ούτε εγώ τον ξεκίνησα αλλά το κεφάλι μου θα το φάω, κατά πως δείχνουν τα πράγματα.
Κ.: Τουλάχιστον δεν θα πας εντελώς στράφι –σαν τόσους άλλους...
Τ.: Τώρα που μου το λες, νιώθω ήδη καλύτερα!
Κ.: Όπως και να΄χει.... Έτσι έχουν τα πράγματα κι οι άλλοι ανυπόμονοι εκεί έξω... Πρέπει να βγω...
Τ.: Ναι, να μη σε κρατάω! Χάρηκα που τα είπαμε –δεν μπορείς να φανταστείς πόσο!
Κ.: Τουλάχιστον ήμουνα ειλικρινής, ελπίζω να μη μου κρατάς κακία....
Τ.: Κακία; Πως σου ήρθε αυτό; Επειδή εγώ θα σκοτωθώ για χάρη σου κι οι άλλοι δυο θα γεράσουν στη φυλακή; Αστεία πράγματα!
Κ.: Δε φταίω εγώ που σας μαγκώσανε ρε φίλε! Ψάχνανε θύματα....
Τ.: Μόνο αυτοί; Εσείς δηλαδή τι ψάχνατε;
Κ.: Εμείς δεν ψάχναμε τίποτα. Έτοιμους σας βρήκαμε.
Τ.: Λοιπόν ξέρεις κάτι; Από τη μέρα που σε πρωτογνώρισα, νομίζω οτι αυτή ήταν η πρώτη σου αληθινή κουβέντα!
Κ.: Ίσως να΄χεις δίκιο... Ζούμε σε περίεργους καιρούς κι αναγκαζόμαστε....
Τ.: Να χαρείς! Μας φλόμωσες στο παραμύθι τόσον καιρό, κονόμησες στις πλάτες μας, μας πήδηξες κανονικά –χαλάλι σου! Αλλά αν πρόκειται τώρα ν’ αρχίσεις την κατήχηση, με βλέπω να χαραμίζω τη μοναδική μου σφαίρα για πάρτη σου!. Κοπάνα τη λοιπόν –κάνε μας τη χάρη!
(Η Κατερίνα πιάνει το πόμολο, γυρίζει κάτι να πει, το μετανιώνει και βγαίνει έξω).
Τ.: (στριφογυρίζει το περίστροφο στο χέρι του, ανοίγει το μύλο, τον περιστρέφει προσεκτικά) Υπήρξε ασυμβίβαστος μαχητής στον μακροχρόνιο πόλεμο για την ανατροπή του σάπιου κατεστημένου. Επέλεξε να ακολουθήσει το φωτεινό παράδειγμα των μεγάλων επαναστατών –επέλεξε ν΄αυτοκτονήσει αντί να παραδοθεί! Τι ωραίος που είμαι ο πούστης! (κοιτάζει τριγύρω, ξύνει το κεφάλι του με την κάνη του περιστρόφου). Τον θερμοσίφωνα τον άναψα; Τον άναψα. Μουσικούλα να βάλω; Ας βάλω! (πηγαίνει πάλι προς το πικάπ, σκαλίζει λίγο, βγάζει ένα επιφώνημα ανακούφισης βρίσκοντας τον σωστό δίσκο –ακούγεται το «It’s my party» της Lesley Gore. Σηκώνεται –κάνει μερικά χορευτικά βήματα). Γουστάρεις; Ανέμελος και πικρόχολος.... ή μήπως να το παίξω θλιμμένος κλόουν; (Το σκέφτεται λίγο, κάνει τη σχετική μουτσούνα). Μπα –δε νομίζω.... (πάει στο παράθυρο, το ανοίγει, βγάζει έξω το κεφάλι του). Ρε μαλάκες μ΄ακούτε; Μπας και σας βρίσκεται κάνα ποτήρι κρασί; (τα φώτα αρχίσουν να χαμηλώνουν) Κολονάτο κατά προτίμηση και το κρασί, ξέρετε έτσι; (τα φώτα χαμηλώνουν κι άλλο) «Παίρνεις το αίμα ενός αλιγάτορα.... (ακούγεται ένας πυροβολισμός –τα φώτα σβήνουν).
(Παίζει μόνο ο δίσκος στο πικάπ –ακούγεται δεύτερος πυροβολισμός, ο δίσκος σταματάει απότομα).
ΤΕΛΟΣ
Υ.Σ.: Και για όποιον το θέλει ολόκληρο -το πακέτο υπάρχει εδώ
9 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
κι όμως ο δίσκος επιμένει να ακούγεται πεισματικά.
πρτφ
Και τότε που πήγε η σφαίρα από το περίστροφο του Τάκη; Χμ;
χμ θελει δουλεια το σεναριο ακομα, εχει καποια κενα. πχ τι φλασια φαγανε και πηρανε το φταιξιμο πανω τους. τοσο καλα παιδια ελεος....
Ρε γιατρέ -δε με προσέχεις κι αυτό με στεναχωρεί. Τη γκόμενα θα την ξελάσπωναν, κώδικας τιμής, το είχαν ξεκαθαρίσει από την αρχή. Κατά τ΄άλλα ποιο φταίξιμο πήρανε; Οτι είναι τρομοκράτες; Αυτό ήταν ισόβια ή λεφτά -πάει. Για τον θάνατο του μπάτσου; Ο Τάκης τον φορτώθηκε που έμεινε μέσα ν΄αυτοκτονήσει για να μη μπει μέσα (ωραίο!)
Λέει κάπου μέσα στον Μοντεζούμα "είμαι καλό κακό παιδί" αυτό ακριβώς παίζει κι εδώ. Απατεώνες με αξιοπρέπεια ας πούμε. Τώρα, για το φτιάξιμο... τεχνικά, δεν έχω γνώσεις επί του θέματος. Σαν στόρι... καλό μου φαίνεται, ούτε πολύ μασημένο (του στυλ, όταν πήγε να κατουρήσει κατέβασε πρώτα το φερμουάρ), ούτε όμως και πολύ στον αέρα (του στυλ, εκεί που ήταν στριμωγμένοι κάνει μπραφ ο Σπάιντερμαν και τους σώζει).
Ωστε για ολα φταινε οι γκομενες...
λεμε τωρα
παντως για τις δικες μου γευσεις, εγραψες παλι!
σ' οτι οφορα τους κροκοδειλους
μεσα εισαι...
ολο ποζες και καμωματα
και τροχισμενα δοντακια
αλλα απο μεσα καποια ευαισθησια
κατω απο το λιπος
αυτο μας εφαγε η μηπως
αυτο μας εσωσε...
χρονια πολλα ρε φιλε για αυριο
παιζει να ειναι η χρονια του δικου μας φετος... το νου σου!!!
Αφελής απορία αλλά θα την εκφράσω. Αφού το πιστόλι είχε μόνο μια σφαίρα στον μύλο η οποία προφανώς βρήκε το στόχο της στο κεφάλι του Τάκη, ο δεύτερος πυροβολισμός από που προήλθε ;
Ανώνυμε, αν δε φταίνε οι γκόμενες, την έχουμε πατήσει. Ναι, οι κροκόδειλοι που σπάνια χύνουν δάκρυα και τότε ακόμα δηλαδή... Η ευαισθησία είναι το αντίδοτο για τα κροκοδείλια δάκρυά μας -καλό είναι αυτό τώρα; Κακό; Δεν ξέρω...
Ευχαριστώ για τις ευχές και το αν θα είναι η χρονιά του, εξαρτάται από μας.
Σωτήρη, η πρώτη σφαίρα ήρθε απέξω -το θέμα είναι η δεύτερη σφαίρα. Βγήκε από το πιστόλι που έχει ο Τάκης ή ήρθε κι αυτή απέξω; Τελικά τι ακριβώς έγινε;
Χμμμ...
Μάλλον περίμενα ίντριγκα και ανατροπές. Ίσως να τους είχα για πιο δυναμικούς και ίσως η 'μαγκιά' τους να παραπέμπει περισσότερο στο you're so vain.
Όσο για τη δεύτερη σφαίρα, απ' όπου κι αν προήλθε, σίγουρα δεν χτύπησε το πικάπ (αν είναι ποτέ δυνατόν!).
Αχα, εσύ ήθελες πάλι καμπόικο δηλαδή! Όχι -η όποια μαγκιά τους εξαντλείται στο "υποχωρείστε συντεταγμένα -όχι πανικός!" το οποίο είναι αρκετά σημαντικό για μένα τουλάχιστον.
Δες τώρα κάποιες πιθανότητες που σκέφτομαι, χωρίς να ξέρω ποια είναι η "σωστή":
1. Ο Τάκης τσιμπάει τη σφαίρα απέξω και πέφτοντας μέσα στο δωμάτιο πυροβολεί το πικάπ.
2. Ο Τάκης, σώος και αβλαβής, αποφασίζει να σπαταλήσει την τελευταία του σφαίρα στο πικάπ.
3. Κάποιος θεατής οπλοφορεί κι επειδή βαρέθηκε το έργο ρίχνει την πρώτη σφαίρα στην πλάτη του Τάκη και τη δεύτερη στο κωλο-πικάπ, για να ησυχάσει το κεφάλι του, χεχεχε.
Υποθέσεις κάνουμε -η ιστορία μας είναι, εν πολλοίς, άγνωστη.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!