Δευτέρα, Φεβρουαρίου 01, 2010

Μέσα από την εξώπορτα

Είχε χρόνια να του συμβεί κάτι τέτοιο -για την ακρίβεια -αν τον ρωτούσες, το πιο πιθανό ήταν να σου απαντήσει: «δεν θυμάμαι να την έχω ξαναπατήσει έτσι». Και μετά, όσο το σκεφτόταν καλύτερα, θα συμπλήρωνε: «δηλαδή έχω μείνει κι άλλες φορές, αλλά όχι έτσι!» Σα να υπήρχαν κατηγορίες κλαταρίσματος, διαφορετικό το κλατάρισμα όταν πρόκειται για το αρπαγμένο κρυφά αυτοκίνητο των γέρων, αλλιώτικο το κλατάρισμα της πίσω ρόδας του κανιβαλισμένου παπιού, άλλο το κλατάρισμα του δίχρονου που είχε αγοράσει πουλώντας το παπί σε κάποιον καβλωμένο πιτσιρικά... Μόνο η βροχή ήταν η ίδια –το θυμόταν αυτό, κάθε φορά που ανακάλυπτε οτι κάποιο ελαστικό είχε γίνει πίτα σήκωνε το κεφάλι να βλαστημήσει και έμπαινε αβέρτα νερό στο στόμα του –τέτοια πλάκα. Ίσως τελικά να ήταν έτσι, κάθε κλατάρισμα διαφορετικό, ανάλογα με την περίπτωση, τις υποχρεώσεις του, τη βιασύνη... Ας πούμε, τότε που είχε μείνει από λάστιχο με το δίχρονο είχε καθίσει στο πεζοδρόμιο περιμένοντας –έτσι κι αλλιώς δεν είχε πουθενά να πάει, απλώς έφευγε από το σπίτι της –εκείνη τον είχε διώξει. Έτσι ήταν τελικά.

Ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο για να μη βρέχεται, πάτησε το κουμπί δίπλα στο σκιάδιο του συνοδηγού, άναψε το φως της καμπίνας. «Ζήτημα δεκαλέπτου», μουρμούρισε. «Όταν κόψει η βροχή θα βάλω τη ρεζέρβα», ένιωσε καλύτερα. Έψαξε στις τσέπες του σακακιού, μετά θυμήθηκε οτι η καμπαρτίνα του ήταν πεταμένη στο πίσω κάθισμα –τεντώθηκε, βρήκε το πακέτο των Πλέιερς Νέιβι Κατ, στριφογύρισε λίγο ακόμα ψάχνοντας εκεί πίσω για τον αναπτήρα, πόνεσε απροειδοποίητα στον δεξί ώμο, ξαφνιάστηκε. Έκανε πάλι μπροστά και πίεσε το κουμπί του αναπτήρα στο ταμπλό του αυτοκινήτου, έμεινε με το τσιγάρο στο στόμα περιμένοντας. Το ψηφιακό ρολόι έδειχνε 1:22, θα προτιμούσε να μην το είχε δει, αλλά κοιτούσε το καντράν όσο πυρακτωνόταν ο αναπτήρας. «Της είχα πει οτι θ΄αργήσω, ξέρει πως πάνε αυτά –μέχρι να μαζευτούν όλοι, μέχρι να πεις δυο μαλακίες...» Έπιασε ασυναίσθητα το κινητό, έψαξε στην οθόνη για αναπάντητες κλήσεις –τίποτα. Μέσα στην ταβέρνα θα ήταν δύσκολο να το ακούσει αν χτύπαγε, βέβαια το είχε παρκάρει στο τραπέζι, σε κοινή θέα κι ας μην τα γούσταρε τέτοια καραγκιοζιλίκια –μόνο κάτι πλασιέ και ασφαλιστές αφήνουν το τηλέφωνο μπροστά τους, για να πουλήσουν μούρη. Ήταν σίγουρος οτι υπήρχε κάποια υπηρεσία στην κινητή τηλεφωνία που την ενεργοποιούσες και σ΄έπαιρνε 10 φορές τη μέρα, για να μπορείς να κομπάσεις στη νεκρή γραμμή: «ναι εγώ είμαι, μα τι μου λέτε! 10 κόμμα 5; (το νούμερο στη διακριτική ευχέρεια του πελάτη...) θυμίστε μου στα πόσα είχαμε αγοράσει; 7; (το δεύτερο νούμερο αυστηρά μικρότερο από το προηγούμενο...) όχι, όχι ας μην πουλήσουμε ακόμα! (διακριτική σιγή, συνοφρυωμένο ύφος...) τι να σας πω –όπως επιθυμείτε!» Όταν έκλεινε το, από ώρα κλειστό, τηλέφωνο ακολουθούσε απαξιωτικό σχόλιο: «μερικοί άνθρωποι δεν μπορούν να καταλάβουν το συμφέρον τους!» Είχε περάσει το βράδυ με το κινητό μπροστά του, πάνω στο τραπέζι, νιώθοντας ξεφτίλας –όμως σηκώθηκε αρκετές φορές. Να χαιρετήσει, να ασπαστεί, να κατουρήσει... Μπορεί κάποια από αυτές τις φορές να τον πήρε τηλέφωνο, ξανακοίταξε για αναπάντητες κλήσεις πριν θυμηθεί οτι το είχε ήδη κάνει. Ο αναπτήρας τινάχτηκε μ’ έναν θόρυβο σα λάστιχο που σκάει όσο ξεπρόβαλε το κεφάλι του από το καντράν. Άναψε το Πλέιερς νιώθοντας ένοχος, έπρεπε να το είχε κόψει το ρημάδι από τότε που καβαντζάρησε τα 40... «Μεγάλωσες πια, δεν έχεις αντοχές, έχεις και δυο παιδιά –τι σου φταίνε αυτά;» Ήταν κι άφιλτρο το γαμωτσίγαρο, βρωμάγανε οι κουρτίνες στο σπίτι, στραβομουτσουνιάζανε τα παιδιά όταν μπαίνανε στο σαλόνι –στούκας... Τράβηξε μια γερή τζούρα και πνίγηκε, έβηξε, άνοιξε το παράθυρο να φτύσει αλλά το μετάνιωσε, κατάπιε το φλέμα χαζεύοντας τη βροχή που δε σταμάταγε. Το είχε μειώσει πάντως –το τσιγάρο. Δυο, τρία κάπνιζε στο σπίτι (και ενάμιση πακέτο στη δουλειά), «μη γκρινιάζεις, αν με πειράξει θα το κόψω!» Αν περιμένεις να σε πειράξει για να το κόψεις, τότε θα είναι αργά –γενικά μιλάμε τώρα, όχι μόνο για το τσιγάρο.

Τι διάολο μπόρα ήταν αυτή που αντί να κόψει δυνάμωνε όσο πήγαινε; Έξυσε το μάγουλό του απορημένος.

Και πόσο ακόμα θα καθόταν σαν ηλίθιος, περιμένοντας μέσα στο αυτοκίνητο;

Σκέφτηκε. Αυτή θα ήταν μια, πρώτης τάξεως, δικαιολογία για κεράτωμα –«έσκασε το λάστιχο, έριχνε καλαπόδια, περίμενα μέσα στο αμάξι μέχρι να σταματήσει και με πήρε ο ύπνος». Ιδιοφυές! Με την προϋπόθεση βέβαια οτι θα υπήρχε ακόμα έστω και μια γυναίκα πρόθυμη να πάει μαζί του, γοητευμένη από... Από τι; Ποτέ δεν υπήρξε ωραίος γκόμενος, πόσο μάλλον τώρα που είχε περάσει τα 40. Οι μέθοδοί του για να ρίξει τις γυναίκες ήταν διαφορετικές –το δυνατό του στοιχείο ήταν το ψηστήρι, είχε και κάποιο χιούμορ... «Για γέλια το άτομο!» Να πειστεί η γυναίκα οτι αυτός μονάχα την καταλάβαινε και ήταν «ω, μα τόσο διαφορετικός από τους υπόλοιπους άντρες!», ευαίσθητος, τρυφερός, πνευματώδης... Επικίνδυνα πράγματα. Επειδή όταν προσπαθείς να ψήσεις την άλλη οτι είσαι «αδερφή ψυχή» το πιο πιθανό είναι να πειστεί οτι είσαι σκέτο «αδερφή» κι άντε μετά να τη γυρίσεις σε πήδημα την κατάσταση! Ή πάλι, μπορεί να τα καταφέρεις περισσότερο καλά απ΄όσο υπολόγιζες, να δει σε σένα η γυναίκα τον «τελειότερο άντρα που περπάτησε στη γη» κι άντε μετά να ξεμπλέξεις! Τίποτα απ’αυτά δεν συνέβη με τη Μελίνα.

Άναψε δεύτερο τσιγάρο με την καύτρα του πρώτου –«η Μελίνα....»

Όταν του τηλεφώνησαν για την συνάντηση των παλιών συμμαθητών Λυκείου αυτή πρώτα σκέφτηκε. Ταβέρνα; Δε γαμιέται! Με ζωντανή μουσική; Μη χειρότερα! Κρατήθηκε να μη ρωτήσει: «τη Μελίνα τη βρήκατε;» Επειδή τη γυναίκα που πήρε να τον ειδοποιήσει για τη συνάντηση ούτε καν τη θυμόταν. Εκείνη όμως τον θυμόταν ή έτσι έλεγε... «Δεν άλλαξες καθόλου, πάντα πλακατζής!» Πάντα! «Η Μελίνα....»

«Ποια Μελίνα;» τον είχε ρωτήσει ο Σάκης ο Μυτόγκας όταν τον πλεύρισε στην ταβέρνα, ήταν, βλέπεις, από τους διοργανωτές της συνάντησης.
«Η Μελίνα ρε! Ψηλή, κατσαρομάλλα, γκομενάρα... Ένα χρόνο μεγαλύτερή μας, αλλά είχε διακόψει επειδή αρραβωνιάστηκε –ξανάρθε στη Δευτέρα Λυκείου...»
«Εγώ ήρθα στην Τρίτη Λυκείου πάντως...» υπενθύμισε ο Μυτόγκας.
Η Μελίνα την ξανακοπάνησε –δεν πήγε ποτέ στην Τρίτη Λυκείου, τζάμπα την περίμενε όλο το Σεπτέμβρη σα μαλάκας. Έψαξε να μάθει, ρώτησε κάτι κοπέλες που κάνανε παρέα μαζί της, «και τι σε νοιάζει εσένα;» τον είχαν προγκίξει. «Λέω...» είχε ξεκινήσει να λέει αμήχανα, «να μη λες», του είχαν κόψει τον αέρα.
«Καλά –ξέχνα το», είχε πει στον Μυτόγκα.
«Αααα, η Μελίνα!» πετάχτηκε απότομα εκείνος. «Για τη Μελίνα λες! Την ψηλή, την κατσαρομάλλα, τη γκομενάρα!»
«Ναι αυτή! Τι θυμάσαι;»
«Όχι! Δεν την πρόλαβα όταν ήρθα εγώ στο Λύκειό σας».
Άντε γαμήσου Μυτόγκα!

Και η βροχή να μη λέει να κόψει –δεν θα το γλίτωνε το λούσιμο όσο άλλαζε λάστιχο. Πέταξε το τσιγάρο μακριά εκνευρισμένος. Παιδεύτηκε πολύ να φορέσει την καμπαρτίνα, χρειάστηκε να βγει έξω, στον κακό χαμό, για να κουμπωθεί. Ρυάκια έτρεξαν μέσα από τον γιακά του πουκαμίσου, η καμπαρτίνα τον στένευε στους αγκώνες όσο πάλευε να τη δέσει, ένιωσε αμετάκλητα λαχανοντολμάς. Πήγε στο πορτ μπαγκάζ, το άνοιξε και βρέθηκε να σκαλίζει –βατραχοπέδιλα, τρόμπες, ξεφούσκωτα στρώματα θαλάσσης –«οικογένεια, παιδιά....» Στην πρώτη ευκαιρία θα τα στοίβαζε όλα αυτά σε μια σακούλα σκουπιδιών και θα τα έστελνε στο γερο-διάολο (και μετά θ’αναγκαζόταν να τα ψάξει να τα βρει ή να τα αγοράσει πάλι απ΄την αρχή) –μια απότομη καούρα του τσάκισε το στομάχι, έριξε την ξεγυρισμένη κλωτσιά στον προφυλακτήρα του αυτοκινήτου, παραπάτησε μορφάζοντας.

Παιδεύτηκε μέχρι να ξεκουμπώσει τη ρεζέρβα.

Ο γρύλος του έπεφτε συνέχεια από τα μουσκεμένα χέρια.

Το περίγραμμα του αυτοκινήτου θόλωνε από τη βροχή.

Η Μελίνα... «Ποια Μελίνα; Εδώ καίγεται ο κώλος μας;» Βούτηξε τα γόνατά του σε λιμνούλες νερού για να μπορέσει να προσαρμόσει τον γρύλο.

Άρχισε να βιδώνει ανεβάζοντας τον μοχλό, σιγά, με κόπο –ένα κρακ ακούστηκε όσο το πάνω κομμάτι του γρύλου τρύπαγε το αμάξωμα. «Γαμώ την πουτάνα την Εύα μου μέσα!» Έξυσε τα μούτρα του, καθάρισε τα μάτια του από το νερό και γέμισε τα μάγουλά του μουντζούρες. Τότε είδε το σημάδι στο πλαϊνό μέρος του αμαξώματος –ένα βέλος που υποδείκνυε το μέρος εφαρμογής του γρύλου. Θα γελούσε αλλά δεν δίψαγε. Έβγαλε το γρύλο, τον ξανάβαλε –στο σωστό σημείο τώρα. Βίδωσε. Το αυτοκίνητο σηκώθηκε από τη μια πλευρά. Σηκώθηκε κι αυτός, τα γόνατά του μυρμήγκιαζαν όσο έψαχνε το μπουζόκλειδο, πήγε μετά στη ρόδα, το ταίριαξε στο πρώτο μπουλόνι. Έστριψε με φόρα -η ρόδα έστριψε κι αυτή στον αέρα. Ξαναδοκίμασε –τα ίδια. Έπρεπε τώρα να ξανακατεβάσει το σηκωμένο αυτοκίνητο, να χαλαρώσει τα μπουλόνια όσο η ρόδα πάταγε στην άσφαλτο και μετά να.... «Άντε γαμήσου εσύ κι ο γρύλος σου!» Δίψασε, γέλασε με το κεφάλι προς τον ουρανό.

Η βροχή αραίωσε όταν αποφάσισε να παρατήσει το αυτοκίνητο και να το κόψει με τα πόδια. Αλλά δεν τον ένοιαξε –ήταν ήδη βρεμένος μέχρι σώβρακο. «Που πάμε τώρα;» Είχε μείνει στη μέση της διαδρομής, 3 χιλιόμετρα από την ταβέρνα, άλλα τόσα μέχρι το σπίτι μου. Και στην ταβέρνα τι να΄κανε δηλαδή; Αμφίβολο αν είχαν ξεμείνει κάποιοι... Είδε οτι το κορδόνι του αριστερού του παπουτσιού είχε λυθεί κι έγλυφε νερά από την άσφαλτο, έσκυψε να το δέσει. Δύσκολο –το μαύρο νήμα σούρωνε ανάμεσα στα δάχτυλά του, απρόθυμο να κάτσει ήσυχα στον κόμπο –ζορίστηκε μέχρι να τα καταφέρει. Όσο σηκωνόταν ζαλίστηκε, το πάθαινε συχνά αυτό όταν σηκωνόταν απότομα, τώρα τελευταία. Να θυμηθεί να το κοιτάξει!

Βράδιαζε και η αυλή του σχολείου έπαιρνε ν΄αδειάζει –οι μαθητές του απογευματινού έφευγαν κλωτσώντας την καγκελόπορτα. Εκείνος καθυστερούσε στα σκαλιά του πρώτου ορόφου. Έψαχνε την τσάντα του, σκάλιζε άσκοπα τα στυλό και τα τετράδια –βασικά την περίμενε. Η Μελίνα καθυστερούσε. Γιατί διάολο καθυστερούσε; Θυμόταν τις προάλλες, όταν την είχε στριμώξει ο Φυσικός, ανέβαινε να πάρει αναπτήρα από την τσάντα του και τους πέτυχε στην πόρτα της τάξης, σφίχτηκε –θα τον γαμούσε επιτόπου τον Φυσικό. Αλλά ζήτησε απλώς συγνώμη και πέρασε ανάμεσά τους, φτάνοντας είδε οτι η Μελίνα χασκογέλαγε με το πόδι ακουμπισμένο στο κάσωμα της πόρτας, την ποδιά τσιτωμένη –φαινόταν λευκό το μπούτι της ανάμεσα στα κουμπιά –ζήτησε συγνώμη και ήθελε να βάλει τα κλάματα, «τι πουτάνα που είναι!» Αλλά σήμερα δεν είχαν Φυσική –Θρησκευτικά είχαν την τελευταία ώρα, όχι και με τον παπά γαμώ το στανιό της! Κοίταξε προς την κορυφή της σκάλας και την είδε να κατεβαίνει –χαμογέλασε.
«Τι έγινε;»
«Ακόμα εδώ είσαι;»
«Ναι –ψάχνω τα τσιγάρα μου...»
«Εδώ θα καπνίσεις; Οι καθηγητές είναι ακόμα πάνω!»
«Στ΄αρχίδια μου!»
«Μα τι σκληρός που είσαι –πόσο άντρας τέλος πάντων!»
Μάζεψε την τσάντα την έχωσε κάτω απ΄τη μασχάλη του, έχωσε και το κεφάλι στους ώμους, ξεκίνησε να κατεβαίνει.
«Κάτσε βρε Πετράκη –μην τσαντίζεσαι!»
Φρέναρε.
«Δεν τσαντίστηκα –όλα καλά....»
«Τσαντίστηκες –αφού φαίνεσαι, εμένα θα κοροϊδέψεις;»
«Όχι μωρέ... Γιατί να σε κοροϊδέψω;»
«Αυτό λέω κι εγώ! Συγνώμη που σου τη μπήκα με το τσιγάρο –κάπνισε άμα γουστάρεις»
Τι να καπνίσει; Με τους καθηγητές πάνω; Θα τον γαμούσαν αν τον έβλεπαν!
«Δεν έχω τσιγάρα –γι΄αυτό καθυστέρησα ψάχνοντας...»
«Εντάξει, έχω εγώ, αλλά πάμε να φύγουμε από ΄δω πέρα.... Το μόνο που μου λείπει είναι να με τσακώσουμε με τσιγάρο, με το ζόρι τη σπρώχνω την τάξη... Θα με πας σπίτι μου;»
Ένιωσε ένα φούντωμα από τις πατούσες μέχρι τ΄αυτιά –η αρχή είχε γίνει πριν δυο μήνες που ανακάλυψαν οτι μένανε προς την ίδια κατεύθυνση –ένιωσε ένα φούντωμα, αλλά....
«Δεν πάω κατευθείαν σπίτι. Παίζει στο σινεμά το Δε σονγκ ριμέινς δε σέιμ, λέω να το δω...»
«Εντάξει τότε, καληνύχτα και καλή διασκέδαση».
Είχαν φτάσει ήδη στην καγκελόπορτα μιλώντας.
«Δε θες να ΄ρθεις μαζί μου;»
Το είπε πολύ πιο παρακλητικά από όσο υπολόγιζε –αλλά ήταν αργά να το μαζέψει.
«Σινεμά;»
«Ναι...»
«Που το παίζει;»
«Ατλαντίδα»
«Μακριά δεν είναι;»
«Με το λεωφορείο θα πάμε»
«Είμαι άψιλη»
«Κερνάω. Και πατατάκια!»
Η Μελίνα χαμογέλασε όσο εκείνος πάθαινε αλλεπάλληλα εμφράγματα.
«Κάνε παρακεί ρε μαλάκα –λερώνει, σκοτώνει!»
Γύρισε αλλά δεν πρόλαβε, ο Γρηγόρης έπεσε πάνω του και τον κόλλησε στα κάγκελα, ήρθαν στο καπάκι ο Αχιλλέας με τον Βασίλη τον Γένια, γίνανε όλοι μαζί πουρές. Έσπρωξε, σπρώχτηκε, έφαγε και κάτι αδέσποτες –κοκκίνισαν ξανά τ΄αυτιά του.
«Άντε γαμηθείτε παραδίπλα καργιόληδες!»
«Μόνοι μας; Δε λέει! Μελίνα μωρό μου, θα έρθεις να μας κρατάς φανάρι;»
Ο Αχιλλέας ο χοντρομαλάκας.
«Μη δίνεις σημασία Μελίνα –πρόκειται περί παλιοχαρακτήρων. Μας περιμένουν στου Χοντρού για κονιακάκια. Δεν έρχεσαι κι εσύ μαζί μας;»
Ο Γρηγόρης ο ρίχτης –άλλο μουνόπανο κι αυτός!
«Δε γίνεται ρε παιδιά, έχω κανονίσει να πάμε σινεμά...»
«Με ποιον;»
«Με τον Πέτρο»
«Πλάκα κάνεις τώρα!»
«Σου φαίνομαι να γελάω ρε μαλάκα Γρηγόρη;»
Ησυχία. Ήταν έτοιμος να πέσει πάνω στον πρώτο που θα την πλησίαζε, ήταν τόσο αναστατωμένος που δε λογάριαζε το ξύλο που θα ΄τρωγε.
«Εντάξει ρε Μελινάκι –πως ξηγιέσαι έτσι δηλαδή! Εμείς σε προσκαλέσαμε σαν κύριοι....»
«Καλά, πάρτε το κυριλίκι σας κι αδειάστε μας τη γωνιά....»
Η Μελίνα πλησιάζει και τον πιάνει αγκαζέ.
«Πάμε;»
«Ναι, πάμε....»
Αυτά δε συμβαίνουν ούτε στα όνειρα.

Ένα αυτοκίνητο τινάζει νερά περνώντας κάποια λακκούβα μπροστά του κι έτσι ξυπνάει. Θέλει να βρίσει, αλλά είναι αργά –το αυτοκίνητο έχει ήδη χαθεί. Οι τοίχοι είναι γεμάτοι ασφαλισμένα παράθυρα, αδιαφανή παράθυρα, οι τοίχοι των κτιρίων είναι περισσότερο διάφανοι από τα παράθυρα των κτιρίων. Και ούτε ίχνος ζωής τριγύρω. Οι συνετοί αρουραίοι περιμένουν να περάσει η βροχή. Συνεχίζει να περπατάει. Το περίεργο ήταν οτι ακόμα και οι σακούλες στους κάδους απορριμμάτων είχαν κρυφτεί για τα καλά –τίποτα δεν περίσσευε από τους κάδους. Που βρέθηκε τέτοιος τακτοποιημένος δρόμος; Σήκωσε το κεφάλι, μέτρησε τα φώτα στις κολώνες για να σιγουρευτεί –ούτε ένα δεν ήταν καμένο.

Δεν ήρθε τελικά μαζί του σινεμά η Μελίνα.
«Δε θα΄ρθω μωρέ –με περιμένει η μάνα μου στο σπίτι....»
«Όπως νομίζεις»
«Μη στραβώνεις!»
«Όχι –εντάξει»
Έκανε να απομακρυνθεί σλόου μόσιον από κοντά της, δεν άντεχε κιόλας να βλέπει τον λαιμό της δυο πόντους πέρα από τη μύτη του –πόσο να συγκρατηθεί για να μην κάνει καμιά μαλακία;
«Περίμενε βρε χαζέ –θέλω να σου πω κάτι!»
Τι;
«Εδώ είμαι, δεν έφυγα!»
«Λοιπόν άκου... θέλω μια μέρα να έρθεις σπίτι μου και να με ζητήσεις σε γάμο –κατάλαβες;»
Ανάμεσα στ΄αυτιά του που βούιζαν προσπαθούσε μάταια να μαζέψει ολίγη από μυαλό –να βρει κάτι ν΄απαντήσει, προς θεού, όχι καμιά εξυπνάδα!
«Κατάλαβες βλάκα μου;»
«Κατάλαβα»
Ένας κόμπος.
Η Μελίνα τον πλησίασε από το πλάι και τον φίλησε στο στόμα, μετά έφυγε χωρίς να τον χαιρετήσει –εκείνος έμεινε κοκαλωμένος χαζεύοντας τη μέση της σφιγμένη στη ζώνη της ποδιάς και τον κώλο της να κουνιέται βηματιστά. Μετά ντράπηκε και κοίταξε προς τα κάτω, τα πάνινα αθλητικά και τις λευκές κάλτσες που σούρωναν στους αστράγαλους.... Και μετά η Μελίνα χάθηκε, πέρασε απέναντι στο δρόμο κι εκείνος δεν έβλεπε τίποτα.
Δεν ήρθε τελικά μαζί του σινεμά η Μελίνα –ούτε κι εκείνος πήγε. Του είχε κοπεί η όρεξη. Την επόμενη μέρα η Μελίνα χαμογέλασε από μακριά αλλά δεν του μίλησε, τη μεθεπόμενη δεν τον κοίταξε καν, εκείνος την περίμενε κάθε φορά στο σχόλασμα να την πάει σπίτι της αλλά η Μελίνα κατέβαινε με κάτι μαλακισμένες υστερικές της τάξης, καργιόλες, ψευτοκουλτουριάρες –περνάγανε μπροστά του γελώντας και χάνονταν πριν βρει εκείνος το θάρρος...

Ύστερα τέλειωσε η χρονιά και χάθηκε η Μελίνα τζάμπα την περίμενε όλο τον επόμενο Σεπτέμβρη σα μαλάκας. Έψαξε να μάθει, ρώτησε τις καργιόλες που κάνανε παρέα μαζί της, «και τι σε νοιάζει εσένα;» τον είχαν προγκίξει. «Λέω...» είχε ξεκινήσει να λέει αμήχανα, «να μη λες», του είχαν κόψει τον αέρα.

Ο Γρηγόρης είχε έρθει στην συνάντηση των συμμαθητών στην ταβέρνα, καθόταν σ΄ένα τραπέζι παραπίσω του, μαζί με τον Αχιλλέα και το Βασίλη τον Γένια –ο Γρηγόρης γλόμπος με μπυροκοιλιά, ο Αχιλλέας σαν κακοχυμένος λουκουμάς, ο Γένιας μονίμως ξερακιανός και σπανομαρίας. Μοιάζανε όλοι τους υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι στην καλύτερη μ΄αυτά τα αμάνικα πουλόβερ και τα πουκάμισα με τις λεπτές ρίγες... «Σας γάμησα μαλάκες, εσείς μείνατε κολλημένοι στη λάσπη, εγώ ξέφυγα!» είχε σκεφτεί όταν τους είδε. Πάτησε σε μια λακκούβα, το νερό μπήκε μέχρι τη γάμπα του –το ξανασκέφτηκε αυτό με τη λάσπη.
Και οι καργιόλες ήταν εκεί, στην ταβέρνα, σκέτες λατέρνες –τίγκα στο χρυσαφικό και το ψεύτικο μαργαριτάρι. Χοντρές. Ιδρωμένες μασχάλες, μουσκεμένες κυλόττες, βρωμερά μουνιά. Ήθελε να τις ρωτήσει και πάλι για τη Μελίνα αλλά σιχαινόταν να τις πλησιάσει. Το μετάνιωσε αργότερα –είχε πιει και μπόλικο ξυδόκρασο, αλλά όταν το αποφάσισε ήταν αργά. Οι καργιόλες είχαν εξαφανιστεί: «καληνύχτα, να το ξανακάνουμε, ήταν πολύ ωραία –πρέπει να βάλω τα παιδιά για ύπνο, έχω αφήσει το νούμερο του τηλεφώνου μου...» Κάπως έτσι.

Ένα αυτοκίνητο.

Έκανε ενοχλημένος στην άκρη, ανέβηκε στο πεζοδρόμιο, δεν άντεχε καινούργιο μπουγέλο. Έκοψε λίγο το βήμα, περίμενε να προσπεράσει το αυτοκίνητο. Αλλά τίποτα. Κοίταξε καλύτερα. Το αυτοκίνητο έκοψε ταχύτητα, συντονίστηκε με το δικό του βήμα. Επιτάχυνε, πέρασε ένα στενό, ξανανέβηκε στο επόμενο πεζοδρόμιο –το αυτοκίνητο έμεινε λίγο πίσω αλλά μετά τον πλησίασε. Ένα διστακτικό κορνάρισμα, επιβράδυνε το βήμα του. Το παράθυρο του αυτοκινήτου μισάνοιξε.
«Εεεε!» φώναξε κάποιο γυναικείο κεφάλι.
Κοίταξε καλύτερα. Κοντά μαλλιά, σγουρά σαν της Μελίνας –ξανθά, όχι σαν της Μελίνας. Πλησίασε επιφυλακτικά.
«Εσύ δεν είσαι;» ρώτησε η γυναίκα.
«Ποιος;» απόρησε εκείνος.
«Δεν ήσουνα στην ταβέρνα προηγουμένως;»
«Ήμουνα».
«Δε με θυμάσαι;»
Κοίταξε καλύτερα. Η γυναίκα έκανε πιο μέσα για να προφυλαχτεί από τη βροχή, με το ζόρι διέκρινε κάτι ξανθές μπούκλες που πέφτανε στο μέτωπό της, είχε θολώσει και το παράθυρό της από την υγρασία....
«Η Μαρίνα είμαι!» του φώναξε εκείνη κάπως εκνευρισμένη.
«Η Μαρίνα ναι...» είπε κι αυτός με τη σειρά του. Δεν τη θυμόταν καθόλου.
«Τι έπαθες και περπατάς μέσα στη βροχή;»
«Την είδα Τζιν Κέλι –ξέρω ΄γω;»
Η ξανθιά έσκυψε λίγο το κεφάλι, μάλλον γέλασε.
«Α ρε Πέτρο –μια ζωή πλακατζής...» αποφάνθηκε.
«Ναι, αυτό...» μουρμούρισε εκείνος συνειδητοποιώντας πόσο ψυχάκιας έδειχνε σε αυτή την κατάσταση. «Συν, ότι έμεινα από λάστιχο...» βιάστηκε να συμπληρώσει, μπας και διορθώσει την εικόνα του.
«Αλήθεια; Μπες μέσα τότε βρε παιδί μου να σε πάω όπως θες!» διαμαρτυρήθηκε η Μαρίνα.
Ετοιμάστηκε να κάνει τον γύρο του αυτοκινήτου, αλλά το μετάνιωσε.
«Είμαι μούσκεμα, θα στο κάνω χάλια εκεί μέσα....»
«Έλα τέλειωνε –μην ξημερώσουμε εδώ πέρα!» φώναξε η Μαρίνα κλείνοντας το παράθυρο της.
Πήγε από την άλλη πλευρά του αυτοκινήτου, άνοιξε την πόρτα, χώθηκε στη θέση του συνοδηγού.
«Άντε –μ΄έσκασες!» γέλασε η Μαρίνα. Και μετά, πιο ήσυχα, σχεδόν ντροπαλά: «Μην ανησυχείς για το αμάξι, έχει δερμάτινη ταπετσαρία...»
«Α, καλά....» έκανε εκείνος, κάπως πιο ειρωνικά απ΄ότι θα ήθελε.
Κοίταξε τη Μαρίνα –ήταν σίγουρα όμορφη. Όχι πιο όμορφη από τη δική του γυναίκα –σε καμιά περίπτωση... Αλλά τουλάχιστον δεν είχε ντυθεί λατέρνα, ούτε και Ντέμης Ρούσος –φορούσε εφαρμοστό παντελόνι και στενή μπλούζα, δεν ψαχνόταν να κρύψει τίποτα περιττά κιλά. Ακούμπησε το στομάχι του ασυναίσθητα –εδώ και 10 χρόνια το ρούφαγε συστηματικά για να μην προεξέχει. Η Μαρίνα γύρισε απότομα προς το μέρος του –«νευρωτική κάπως», σκέφτηκε αυτόματα.
«Που σε πάω;» τον ρώτησε.
«Δεν έχω ιδέα!» παραδέχτηκε.
Η Μαρίνα έσκυψε και τον κοίταξε εξεταστικά –είχε κάτι μελιά μάτια πολύ όμορφα, αλλά το πρόσωπό της φαινόταν ταλαιπωρημένο κάτω από το μέικ απ. «Η ηλικία δεν κρύβεται», σκέφτηκε και κόντεψε να χαμογελάσει επειδή εκείνος έδειχνε ανέκαθεν νεότερος.
«Τι σου συμβαίνει;» τον συνέφερε απότομα η Μαρίνα.
«Εντάξει είμαι.... υποθέτω. Με εξουθένωσε κάπως η υπόθεση με το λάστιχο...»
«Αυτά έχουν τα γεράματα...» κορόιδεψε η Μαρίνα.
«Αυτά...» συμφώνησε εκείνος.
«Λοιπόν;»
«Τι λοιπόν;»
«Που να σε πάω βρε παιδί μου!»
«Αααα... σπίτι μου...»
«Και που είναι το σπίτι σου;»
«Ξεκίνα, θα σου πω...»
Η Μαρίνα έβαλε μπρος, ρίχνοντάς του πλάγιες ματιές. «Μάλλον τη φρίκαρα...» σκέφτηκε εκείνος.
«Καλά πάω από δω;» τον ρώτησε όταν βγήκαν στη λεωφόρο.
«Ναι, καλά...»
«Που μένεις όμως;» επέμεινε η Μαρίνα.
Γύρισε, την κοίταξε όσο μπορούσε καλύτερα. Εκείνη τη στιγμή δεν τον απασχολούσε η κατάστασή του, βρεγμένος, με τα μαλλιά γεμάτα λάσπες –ούτε καν κρύωνε.
«Μαρίνα...» μουρμούρισε.
Γύρισε λίγο για να τον κοιτάξει περίεργα.
«Μαρίνα δεν είπες οτι σε λένε;» αναρωτήθηκε.
«Είσαι καλά Πέτρο; Μήπως ανέβασες κανέναν πυρετό εκεί έξω;»
«Καλά... καλά.... Απλώς, δεν σε θυμάμαι!»
«Καθόλου κολακευτικό αυτό για μένα!» του χαμογέλασε παραπονεμένα και τότε έδειξε περισσότερο όμορφη απ΄όσο ήταν.
Προσηλώθηκε έξω από το θολωμένο τζάμι του, στην άκρη της λεωφόρου, μετά το διάζωμα, υπήρχε παράδρομος.
«Κάνε μου τη χάρη –μπες εκεί μέσα», της έδειξε. «Θέλω να σε ρωτήσω...»
Η Μαρίνα έδειξε να ενοχλείται, αλλά έβγαλε αμέσως φλας και μπήκε στον παράδρομο.
«Ευχαριστώ –σταμάτα εδώ», της είπε.
Εκείνη σταμάτησε αργά. Μετά τον κοίταξε μπερδεμένη. Κι εκείνος θυμήθηκε το σπίτι του, τα παιδιά που σίγουρα θα κοιμόντουσαν, τη γυναίκα του... Έκανε να πιάσει το κινητό, να το ελέγξει για κλήσεις, αλλά συγκρατήθηκε.
«Πες μου...» ψιθύρισε η Μαρίνα ντροπαλά.
«Πηγαίναμε στο ίδιο τμήμα;» ρώτησε χαζά.
«Όχι, όχι....» γέλασε εκείνη ανακουφισμένη.
«Τη Μελίνα την θυμάσαι;» του ξέφυγε η ανυπομονησία.
«Ποια Μελίνα;» απόρησε εκείνη.
«Τη Μελίνα....» ξεκίνησε να λέει, όμως αμέσως έκοψε. «Άστο –δεν έχει σημασία....» παραιτήθηκε.
«Εγώ πήγαινα Γ3...» μουρμούρισε ξεκάρφωτα η Μαρίνα.
«Εγώ ήμουνα στο Γ2», της απάντησε εκείνος. «Γι΄αυτό ίσως...»
«Γι΄αυτό –τι;» τον κοίταξε παιχνιδιάρικα η Μαρίνα.
«Γι΄αυτό δε σε θυμάμαι....»
Γέλασε για να κρύψει την ενόχλησή της.
«Ούτε την εκδρομή στο Ναύπλιο θυμάσαι;» έκανε πικρόχολα.
Εκείνος είχε μάθει να ξεχωρίζει τέτοιες κουβέντες –είχε φτιάξει μάλιστα και μια κατηγορία όπου κατέτασσε τέτοιες κουβέντες, την κατηγορία: «με άφησες έγκυο!» Αλλά τι κέρατο είχε συμβεί με τη Μαρίνα; Η εκδρομή στο Ναύπλιο –είχανε πάει δυο φορές στο Ναύπλιο, τη μια μόνοι τους για σπάσιμο στους καθηγητές, μίσθωσαν πούλμαν σε κάποια αργία. Μετά από ένα μήνα οι καθηγητές τους ξαναπήγαν Ναύπλιο –σπάσιμο στο σπάσιμο! Σε ποια από τις δυο εκδρομές αναφερόταν η Μαρίνα; Καθόταν εκεί πέρα σα χάχας και την κοίταζε –εκείνη περίμενε νευρικά. Η γνωστή νευρικότητα που ακολουθεί τη δήλωση περί «εγκυμοσύνης».

Στο πούλμαν καθόταν μαζί με τον Στάθη τον κολλητό του και δεν πολυμιλάγανε. Ο Στάθης την έπεσε σ΄εκείνη την κοπέλα με τα μεγάλα βυζιά όταν ανεβαίνανε με τα πόδια στο Μπούρτζι, χαθήκανε σε κάτι στενά σοκάκια, τους πέτυχαν οι εξοδούχοι από το κοντινό στρατόπεδο να χαμουρεύονται –έγινε της πουτάνας, έπεσε κάμποσο ξύλο. Κανένας δεν ανέβηκε τελικά στο Μπούρτζι –πότε συνέβησαν αυτά; Δεν θυμόταν αποβολές –άρα, αυτά έγιναν όταν πήγαν μόνοι τους εκδρομή. Πως τη λέγανε την κοπέλα; Κοίταξε ασυναίσθητα το μπούστο της Μαρίνας –όχι, δεν ήταν αυτή η κοπέλα με τα μεγάλα βυζιά. Τη λέγανε...

«Καλά, μην το κουράζεις άλλο –καταντάει κάπως άβολη αυτή κατάσταση», είπε η Μαρίνα κοφτά και βιάστηκε να ξεκινήσει το αυτοκίνητο.
«Όχι, περίμενε!» βόγκηξε εκείνος.
Η Μαρίνα τον κοίταξε ίσως τρομαγμένη.
«Τα έχω τόσο ανακατεμένα μέσα στο κεφάλι μου... Δε θυμάμαι τίποτα για τίποτα –κατάλαβες;»
«Τίποτα –εκτός απ΄τη Μελίνα!»
«Ναι, τη Μελίνα....»
Εκείνη γύρισε κάπως πεισμωμένη προς το παρμπρίζ, άσπρισαν οι κλειδώσεις της πάνω στο τιμόνι.
«Θα ήθελα να μιλήσουμε, αν δεν έχεις κάποια βιαστική υποχρέωση....» μουρμούρισε εκείνος.
«Δεν έχω τίποτα –αλλά τι να πούμε;» απόρησε η Μαρίνα.
«Κάτι θα βρούμε...» της χαμογέλασε. Προσπάθησε να το κάνει γοητευτικό το χαμόγελο αν και δεν είχε άγχος –όσες χρησιμοποιούν την κατηγορία «εγκυμοσύνη» είναι πρόθυμες να βρουν γοητευτικές ακόμα και τις ιδρωμένες σου μασχάλες.
«Δηλαδή –τώρα μου το παίζεις ζεν πρεμιέ;» τον κάρφωσε η Μαρίνα.
Έχασε τα λόγια του.
«Όχι –τι; Πως; Όχι ρε συ!» ξεκαρδίστηκε ψεύτικα. «Απλά ήταν δύσκολη νύχτα –να πιούμε ένα ποτό κάπου εδώ γύρω, έτσι για να θυμηθούμε....»
«Τα παλιά ε;»
«Ναι... τα παλιά....»
Κοιτάχτηκαν έτοιμοι να ξεκαρδιστούν συνειδητοποιώντας το γελοίο του πράγματος.
«Άντε –για χάρη των παλιών...» ξεφύσηξε η Μαρίνα.
Κι εκείνου ξαφνικά του φάνηκε άσχημη, πολύ άσχημη, μετάνιωσε για την πρόταση που μόλις της έκανε...
«Θα με πας μέχρι το σπίτι μου πρώτα να αλλάξω κάνα ρούχο; Έχω γίνει σα σκουμπρί από το πολύ μούλιασμα!»
Χαμογέλασε ξεκινώντας το αυτοκίνητό της.
«Τι διαφορετικό έχουν τα μουλιασμένα σκουμπριά από τις λακέρδες, ας πούμε;» αναρωτήθηκε.
«Ε πως! Λιγότερο αλάτι!» έκανε εκείνος θεατρικά.
«Πάντα πλακατζής....» μουρμούρισε η Μαρίνα κι αυτό ακούστηκε σα φιλοφρόνηση σε κηδεία –«ήταν μεγάλος πλακατζής ο μακαρίτης», κάπως έτσι.
«Τι έκανες λοιπόν στη ζωή σου;» τη ρώτησε εκείνος δήθεν αδιάφορα.
«Τα πάντα και τίποτα», απάντησε εκείνη εντελώς κοινότυπα.
«Εννοώ... παντρεύτηκες, έχεις παιδιά....»
«Παντρεύτηκα, χώρισα, παιδιά σκυλιά γατιά δεν έχω... Εσύ;»
«Κι εγώ τα ίδια.... Δηλαδή παντρεύτηκα.... αλλά δε χώρισα. Έχω δυο παιδιά –αγόρια.... Σκυλιά γατιά ούτε εγώ έχω, ο μικρός μου έχει μια χελώνα –μετράει;» την κοίταξε χαμογελαστός, εκείνη οδηγούσε ανέκφραστα. «Σκατά τα ίδια, δηλαδή! Ή αν θες –τα ίδια και χειρότερα!»
Τον κοίταξε τότε εκείνη.
«Γιατί χειρότερα; Παντρεμένος, με παιδιά –μια χαρά σε βρίσκω! Έχεις μετανιώσει;»
Του θύμισε κάποιο παλιό τραγούδι η ερώτησή της: «Μπορεί να αναρωτηθείς, τι είναι αυτό το όμορφο σπίτι;/ Και μπορεί να αναρωτηθείς, που βγάζει αυτός ο τεράστιος αυτοκινητόδρομος;/ Μπορεί να αναρωτηθείς, έχω δίκιο ή έχω άδικο;/ Μπορεί να αναλογιστείς, θεέ μου τι έκανα εδώ πέρα;» Γέλασε.
«Δεν είχα ποτέ τέτοιες πολυτέλειες....» ψιθύρισε.
«Για μετάνοιες;» τον ρώτησε εκείνη.
«Γενικότερα», απάντησε σκεφτικός.
«Παρακάτω;» ξαναρώτησε εκείνη.
«Δεν έχει παρακάτω!»
«Που να πάω παρακάτω, για το σπίτι σου –ρωτάω!»
«Παρακάτω θα στρίψεις, μετά το φανάρι».
«Δεν θα έχεις πρόβλημα;»
«Τι πρόβλημα;»
«Μπες –βγες... η γυναίκα σου....»
«Θα κοιμάται τώρα...»
«Ναι αλλά....»
«Εδώ στρίβεις!»
«Και μετά;»
«Για μετά ξέρω ένα ήσυχο μπαράκι –όχι πολυκοσμία και τέτοια.... Πίνουμε το πότο μας, λέμε καμιά σαχλαμάρα.... Και μετά....»
«Μετά τη στροφή που πάω –αυτό ρώτησα!»
«Αααα –ναι, ευθεία –στην πολυκατοικία εκεί που τελειώνει ο δρόμος....»
«Τι ήθελες να μου πεις για μετά;»
«Για πότε μετά;»
«Μετά το ποτό....»
«Τίποτα....»
«Καλά τότε»
«Έχεις εσύ καμιά ιδέα;»
«Ιδέα;»
«Για μετά....»
«Για μετά....»
«Εγώ πάντως είμαι ελεύθερος....»
«Παντρεμένος είσαι»
«Ναι εντάξει –παντρεμένος.... Αλλά για μετά λέω... είμαι ελεύθερος. Στη διάθεσή σου...»
«Τι θα πει αυτό;»
«Κάνουμε ότι θέλεις –ότι έχεις όρεξη, αυτό θα πει...»
«Ότι, ότι;»
«Ναι –γιατί όχι;»
«Κάπως αδιάφορο μου ακούστηκε αυτό –να σου ξεκαθαρίσω πως δεν μου έχεις κάποια υποχρέωση, μη νομίζεις...»
«Δε νομίζω»
«Στο λέω για να ξέρεις, αν βαριέσαι ή είσαι κουρασμένος...»
«Ούτε βαριέμαι, ούτε αδιάφορος είμαι –εντάξει; Κι αν ακούστηκα έτσι, λάθος μου. Εννοούσα....»
«Εννοούσες;»
«Σταμάτα!»
«Όχι –θέλω να μου πεις!»
«Σταμάτα εδώ –φτάσαμε σπίτι μου!»
«Ααα».
«Εννοούσα οτι θα μου άρεσε πάρα πολύ να περάσω την υπόλοιπη νύχτα μαζί σου...»
«Και η γυναίκα σου τι θα πει γι΄αυτό;»
«Τι να πει δηλαδή; Κακό είναι;»
«Δεν είναι;»
«Εξαρτάται....»
«Θα της το πεις;»
«Εεε, τώρα κοιμάται...»
«Αύριο;»
«Κοίτα –να πεταχτώ μισό λεπτό ν΄αλλάξω ρούχα; Άρχισα να ξεπαγιάζω...»
«Ναι, εντάξει.... όπως νομίζεις....»
«Δε θ΄αργήσω...»
«Μισό λεπτό»
«Πες μου»
«Δε θυμάσαι τίποτα από το Ναύπλιο ε;»
«Θα θυμηθώ όταν σταματήσω να τουρτουρίζω...»
«Και αυτή η Μελίνα;»
«Δεν τρέχει τίποτα –προσπαθούσα να σε συνδέσω με κάποια παρέα....»
«Πήγαινε –θα περιμένω».
«Δεν θ΄αργήσω...»

Άνοιξε την πόρτα, πετάχτηκε έξω σαν ελατήριο. Έφτασε στην εξώπορτα της πολυκατοικίας –είδε τον αντικατοπτρισμό του αυτοκινήτου της στο τζάμι. Όλα αυτά ήταν μια τεράστια μαλακία –γύρισε το κλειδί στην κλειδαριά, η πόρτα άνοιξε –ποια ήταν η προοπτική τέλος πάντων; Θα πήγαιναν στο μπαρ και μετά.; Μετά από κάμποση βαρετή κουβέντα θα καληνυχτίζονταν –σκέτος χαμένος χρόνος, προτιμότερο να έπεφτε στο κρεβατάκι του. Κι αν δεν γινόταν έτσι ίσως να κατέληγαν σπίτι της για κάποιο αγχωμένο πήδημα, τι ώρα ήταν; Κοίταξε το ρολόι του –πήγαινε δυόμισι. Μια ωρίτσα στο μπαρ, βάλε κι ένα μισάωρο μέχρι το σπίτι –τι να γαμήσεις στις 4 το πρωί; Η γυναίκα του θα ξύπναγε αγχωμένη με το ξημέρωμα κι αυτός θα έτρεχε, θα έτρεχε....

Ευτυχώς το ασανσέρ ήταν στο ισόγειο, άνοιξε την πόρτα –μπήκε. Πάτησε τον έκτο όροφο, η καμπίνα πήρε ν΄ανεβαίνει αγκομαχώντας, τα συρματόσχοινα τρίζανε αλάδωτα. «Γαμώ το στανιό μου, θα ξυπνήσει όλη η πολυκατοικία με τόσο θόρυβο», βλαστήμησε.

Βγήκε στον όροφό του, προσπάθησε να περπατήσει αθόρυβα αλλά τα παπούτσια του στάζανε νερό, τα πόδια του πλατάγιζαν σε κάθε βήμα. Το αριστερό κορδόνι λύθηκε. Έκανε να σκύψει να το δέσει –άλλαξε γνώμη –έφτασε στην πόρτα του σπιτιού του. Άνοιξε και τον πήρε από τα μούτρα το σκοτάδι. Ησυχία.

Πήγε στο δωμάτιο των παιδιών του –κοιμόντουσαν ήσυχα.

Πήγε στην άλλη κρεβατοκάμαρα –η γυναίκα του κοιμόταν με το φως στο κομοδίνο αναμμένο.

Σκέφτηκε.

«Θα πάω να σβήσω το φως –αν ξυπνήσει θα της πω για το αμάξι –οτι πρέπει να γυρίσω, για να το μαζέψω με κάτι φίλους»

Έβγαλε τα παπούτσια, πήγε ξυπόλητος δίπλα της, έσβησε το φως. Απέφυγε να την κοιτάξει. Κι εκείνη δεν ξύπνησε.

Βγήκε στο σαλόνι.

Από τη ντουλάπα του διαδρόμου έβγαλε ένα πουλόβερ, ένα τζιν παντελόνι, μια πλήρη αλλαξιά –κάλτσες, εσώρουχο, φανέλα.... Στον πάτο της ντουλάπας ήταν ο παλιός του χαρτοφύλακας, στρίμωξε τα ρούχα εκεί μέσα. Βγαίνοντας πήρε τα πρώτα εύκαιρα παπούτσια από την παπουτσοθήκη, περπάτησε στα νύχια, έφτασε στην πόρτα. Άνοιξε. Και μετά έκλεισε την πόρτα πίσω του –όσο πιο σιγά.

Το ασανσέρ τον περίμενε.

Σκέφτηκε.

«Θα ντυθώ εκεί μέσα –πετάω τα βρεμένα στον χαρτοφύλακα».

Μπήκε μέσα, πάτησε το κουμπί για ισόγειο –το ασανσέρ ξεκίνησε όταν αυτός παιδευόταν με το μουσκεμένο του παντελόνι.

Στον πέμπτο είχε βγάλει και το σώβρακο.

«Τι σκατά κάνω;»

Το ασανσέρ σταμάτησε απότομα –το φως έσβησε μέσα στην καμπίνα.

«Τι σκατά γίνεται;»

Πάτησε το κουμπί με μανία –ήταν ξεβράκωτος ακόμα, αλλά δεν τον ένοιαξε.

Πάτησε το κουμπί –«όχι ρε πούστη!»

Το ασανσέρ ξεκόλλησε κι εκείνος ανάσανε.

Στη μέση της ανάσας η καμπίνα τραντάχτηκε –εκείνος κοπάνησε με τα μούτρα στον καθρέφτη.

Πάλεψε να κρατηθεί.

Το ασανσέρ κατέβαινε ασυγκράτητο –το ασανσέρ έπεφτε.

Η καμπίνα ξύριζε τους τοίχους ουρλιάζοντας, τα συρματόσχοινα χτυπούσαν από πάνω, κομμένα κι ανεξέλεγκτα.

Σκέφτηκε.

«Όχι ρε πούστη! Τι θα τους πω όταν με βρούνε εδώ μέσα ξεβράκωτο;»

Το ασανσέρ έσκασε με θόρυβο στο υπόγειο.

Πριν πεθάνει δεν πρόλαβε να σκεφτεί τη γυναίκα του ή τη Μελίνα, ή έστω τη Μαρίνα που τον περίμενε απέξω. Προσπάθησε μόνο να βρει το παντελόνι του αλλά δεν πρόλαβε.

25 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Puppet_Master είπε...

mas gamises pali...
twra afto me to kordoni de to sxoliazw.

Ο Καλος Λυκος είπε...

You'll burn for this, Harry Angel...

The Motorcycle boy είπε...

Puppet, έχει δει και Σιγκαπούρη ρε ρεμάλι και θυμάσαι το κορδόνι;

Λύκε, όχι βρε αδερφέ! Δεν είναι ακόμα η ώρα για ΑΥΤΟ το ασανσέρ -ένας κακομοίρης που πήγε σαν κακομοίρης ήταν ο άνθρωπος!

Γενικά, λέω να κλείνω σε κάποιες αυτοτελείς τους λογαριασμούς με τους εναπομείναντες παλαιότερων εποχών.

Puppet_Master είπε...

nai to ida me to allo remali k fagame mia fikh einai h alithia.
h prwth anafora kati mou thimise, otan to ksanagrapses lew dax einai teliomenh ipothesi o tipos...

The Motorcycle boy είπε...

Χαχαχα, ε μα είδες που συνεννοούμαστε! Κάποια μέρα έτσι προς το βροχερό, ψάξε να δεις και τη Λάουρα του Ότο Πρέμιγκερ -να πάρεις γραμμή από που ξεκίνησε όλο αυτό. Παλιό και ασπρόμαυρο είναι -αλλά μάλλον θα το γουστάρεις.

Υ.Γ.: Έχω διαβάσει μπόλικη ψυχολογία (αναγκαστικά, λόγω μαθημάτων στη σχολή) αλλά καλύτερη μεταφορά της πατρικής οντότητας από "τον πατέρα που πέθαινε αφήνοντας λέπια παντού μέσα στο σπίτι" δεν μου έτυχε να συναντήσω. Μιας και λέμε για τον Σιγκαπούρη το θυμήθηκα.

Puppet_Master είπε...

poly arwstia aderfe mou omws.sou erxotan na kavlwseis k na kseraseis taftoxrona.

tespa thn kiria laoura mou thn ixes ksanaprotinei k thn eixa dei, exw parei prefa ti pezei xexe

The Motorcycle boy είπε...

Σωστός! Αυτό το "καβλώνω και ξερνάω ταυτόχρονα" λέγεται ψυχανάλυση κι έχουν φάει τα ματάκια τους οι Γιουνγκ, οι Φρόυδ και οι υπόλοιποι για να το σενιάρουν κάπως. Μην κοιτάς που ο δικός μας το έβγαζε ενστικτώδικα...

Ανώνυμος είπε...

μούρλια το κείμενο αν και το ηθικό δίδαγμα 'να μη ξενοπηδάτε' ακούστηκε κάπως χριστιανικό :)

πρτφ

The Motorcycle boy είπε...

Χαχαχαχα -το ηθικό δίδαγμα ήταν "έχε πάντα μια αλλαξιά μαζί σου στο αυτοκίνητο"! Και το ευτυχισμένο τέλος ήταν οτι τελικά δεν πηδήχτηκε με τη σαραντάρα -δεν ξέρεις τι εφιάλτης είναι αυτές οι γυναίκες! Χαχαχαχαχα

Puppet_Master είπε...

ksenopidikse...
sto freatio.

The Motorcycle boy είπε...

Αχαχαχαχα -το μαλάκα! Αλλά έχει απόλυτο δίκιο!

La koumbara είπε...

Αν και δεν θέλω να σου την σπάσω μιας και το κείμενο ήταν πολύ ωραίο, γιατί τόση σιγουριά ότι θα τον περίμενε η Μαρίνα;

The Motorcycle boy είπε...

Γιατί είμαι άντρας κι έτσι με βολεύει, χαχαχαχα!

Πέρα από την πλάκα, αφού πετάχτηκε ο άνθρωπος μέχρι το σπίτι του ν΄αλλάξει και θα ξαναγύριζε -τι θα έκανε η άλλη από κάτω; Θα έφευγε; Κάπως ψυχονευρωτικό μου φαίνεται αυτό!

La koumbara είπε...

Μεταξύ μας τώρα αυτή είναι ψυχονευρωτική ή αυτός; Στο κάτω κάτω της γραφής, η Μαρίνα έκανε αυτό που είχε πει εξ αρχής (τον πήγε στο σπίτι του). Αυτός ούτε που ήξερε να πει τι ήθελε, ούτε που την θυμόταν (το απόλυτο ξενέρωμα, είναι και παντρεμένος, ποτέ δεν ήταν και γόης). Γιατί να τον περιμένει η γυναίκα (πέρα από το ότι σε βολεύει, και έτσι θες και καλά κάνεις);

The Motorcycle boy είπε...

Η σωστή ερώτηση είναι "γιατί να δεχτεί να πιει ποτό μαζί του" και όχι "γιατί να τον περιμένει"... Θα τον περίμενε επειδή έτσι κανόνισαν -κι επειδή του είπε οτι θα τον περιμένει.

Τώρα, γιατί να πιει ποτό μαζί του; Και γιατί όχι; Η Μαρίνα είναι μόνη, τι έχει να χάσει με ένα ποτό; Λογικό μου φαίνεται!

Κοντολογίς, στο συγκεκριμένο κείμενο υπάρχει ένα νορμάλ άτομο (η Μαρίνα) κι ένας σπαστικός (ο Πέτρος). Και σαν νορμάλ άτομο η Μαρίνα έχει εκνευριστεί (ή είναι απλώς παραξενεμένη) που δεν τη θυμάται -άσε που δεν ξέρουμε τι ακριβώς έγινε στο Ναύπλιο! (Εγώ ξέρω δηλαδή -αλλά δεν το λέω! Χαχαχα)

Υ.Γ.: Το "παντρεμένος" πάντως είναι μεγάλο υπέρ αν πρόκειται για ξεπέτα. Διότι δεν θα σου ξωμείνει ο άλλος με ερωτικές υστερίες κι όλα τα σχετικά όταν θελήσεις να τον στείλεις!

Rodia είπε...

Ε, δεν παιζεσαι βρε συ πια!!! :)

The Motorcycle boy είπε...

Δεν παίζομαι επειδή έχω χιαστό και μηνίσκο -γι΄αυτό, χαχαχα.

Unknown είπε...

Ωραίος. Αν και στο Μπούρτζι με τα πόδια δεν ανεβαίνουμε, βατραχοπέδιλα θέλει γιατί έχει θάλασσα γύρω γύρω. Τώρα για το Παλαμίδι όντως ανεβαίνουμε με κάτι σκαλάκια και έχει και κάτι μέρη γύρω γύρω να χαθείς για χαμούρεμα ή ο,τιδήποτε άλλο. Και αυτό όχι σαν παρατήρηση,απλά για την τήρηση της τάξης. Ή της αταξίας αν θες. (Εκτός κι αν επίτηδες το λες για να δείξεις το πλήρες κενό μνήμης του Πέτρου για το Ναύπλιο, οπότε πάω πάσο).

Υ.Γ.1 Γράφεις πρώτα τον τίτλο και μετά το κείμενο ή ανάποδα;
Υ.Γ.2 Τα Πλέιερς Νέιβι Κατ καπνίζονται;

The Motorcycle boy είπε...

Πωπω τι μαλάκας! Το Παλαμίδι εννοούσα με τα 999 σκαλιά ο ηλίθιος! Αλλά θα το παίξω όπως μου προτείνεις, κουλτούρα κι έτσι -θα πω οτι το έβαλα για να δείξω το κενό μνήμης του Πέτρου, χαχαχαχα.

Συνήθως τον τίτλο τον γράφω στο τέλος αλλά σ΄αυτό εδώ πρώτα βγήκε ο τίτλος και μετά το κείμενο. Είχα σκοπό να το κάνω τίτλο ενότητας, με διάφορα διηγήματα από κάτω, αλλά μετά αποφάσισα να δέσω την ενότητα με την εποχή του Κρασιού και των Τριαντάφυλλων, κάτι σαν "τι απόγιναν όλοι αυτοί" κι έτσι ο τίτλος ξέμεινε για το συγκεκριμένο διήγημα.

Τα Πλέιερς Νέιβι Κατ έχουν την ιστορία τους. Τα πρωτοείδα στην τηλεταινία του Νικολαϊδη -το Κορίτσι με τις Βαλίτσες -κι από τότε τα κάπνιζα μανιωδώς. Μετά από πολλά χρόνια έμαθα οτι τα πακέτα τσιγάρων που εμφανίζονταν στις ταινίες του Νικολαϊδη επιλέγονταν με κριτήριο το να δένουν στο σκηνικό -αλλά ήταν αργά, χαχαχα. Πάντως, τα Πλέιερς είναι καταπληκτικά τσιγάρα αν έχεις πνευμόνια να τα αντέξεις, εγώ πλέον δεν είμαι τόσο δυνατός.

Ανώνυμος είπε...

χα, πισω στα παλια καλα τεραστια αυτοτελη ιστοριακια.

The Motorcycle boy είπε...

Ναι γιατρέ μου -αναδιοργάνωσα και τα προηγούμενα, τα τακτοποίησα σε καλύτερες κατηγορίες... Μου είχαν λείψει οι ιστοριούλες.

giagalaxidiakos είπε...

water dissolving and water removing. έξτρα υδατοδιαλυτός ο ήρωάς σου.

The Motorcycle boy είπε...

"Και υπάρχει νερό στον πάτο του ωκεανού", έτσι;

Όχι υδατοδιαλυτός -ενυδατωμένος θα έλεγα αλλά με πρόλαβαν οι πούστηδες οι διαφημιστές γιαουρτιού για τα μούτρα των κυριών.

Ο Καλος Λυκος είπε...

Led Zeppelin ο τίτλος... τώρα το κατάλαβα!

The Motorcycle boy είπε...

Σωστός, απολύτως σωστός -σωστοτερότερος! Ότι βάζω σε εισαγωγικά είναι, συνήθως, τίτλος τραγουδιού. Μου είχε κολλήσει αυτός ο τίτλος των Ζέπελιν χρόνια τώρα.

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι