Πέμπτη, Φεβρουαρίου 18, 2010

"Τρία φανταστικά αγόρια"

Πετάχτηκαν από τη διπλή πόρτα της ταβέρνας σαν τους κακούς μπελάδες –η ανάσα τους βρώμαγε σκόρδο και κρασί όσο στριμώχνονταν μεταξύ εσωτερικής τζαμαρίας και εξώπορτας –τρεις κι ανεπανάληπτοι. Ο Γρηγόρης έχωσε στα μουλωχτά κάποια τρικλοποδιά στον Αχιλλέα κι εκείνος στριφογύρισε το χαμηλό κέντρο βάρους του –110 κιλά τετραγωνισμένα σε 170 εκατοστά κι αυτά σκάρτα –ο Βασίλης ο Γένιας κόλλησε στον τοίχο αλλά δε γλίτωσε το τράκο.
«Τι μαλάκας που είσαι!» μούγκρισε ο Αχιλλέας.
«Εγώ ή εσύ που αλλού πατάς κι αλλού βρίσκεσαι;» κορόιδεψε ο Γρηγόρης.
«Φύγε από πάνω μου –μ΄έλιωσες!» παρακάλεσε ο Γένιας.
Βγήκαν στη βροχή κοντανασαίνοντας σα γαϊδούρια σε ανηφόρα.

Ο Γένιας πρώτος έπιασε τοίχο, ψάχτηκε για τσιγάρο ανατριχιάζοντας –ένιωθε τη βροχή στη ραχοκοκαλιά κι ας είχε φάει μόνο κάτι ψιλές σταγόνες, ο Γένιας κρύωνε ακόμα και τα καλοκαίρια από μικρό παιδί –και τώρα, σαραντάρης πατημένος, τα πράγματα είχαν χειροτερέψει. Κρύωνε και χαλάρωναν οι σπάγκοι στις κλειδώσεις του –όπως της μαριονέτας.
«Άντε καληνύχτα», είπε στους υπόλοιπους. Δεν έβλεπε την ώρα να χωθεί κάτω από τα σκεπάσματα.
«Τι καληνύχτα; Μας πουλάς ρε πούστη;» μούγκρισε ο Αχιλλέας.
«Αφού… έχει και συνέχεια δηλαδή;» κλαψούρισε ο Γένιας.
«Τώρα αρχίζει η νύχτα!» πανηγύρισε ο Αχιλλέας.
Μετά κοίταξαν κι οι δυο τους το Γρηγόρη –περιμένοντας εντολές. Έτσι πήγαινε το πράγμα, από το σχολείο…
«Παπάρια μάντολες…» ψιθύρισε ο Γρηγόρης.
«Δε σε πιάνω!» απόρησε ο Αχιλλέας.
«Για άλλο το λέω», απολογήθηκε βιαστικά ο Γρηγόρης.
Τα είχε βαρεθεί όλα αυτά –όχι τώρα –εδώ και 20 χρόνια τα είχε βαρεθεί. Η παρέα των τρομακτικών κάφρων –στο Λύκειο τους τρέμανε οι φλώροι κι όχι μόνο αυτοί. Δικό τους τραπέζι ρεζερβέ στην καφετέρια του Μπιλ του Χοντρού, δική τους μπασκέτα στο προαύλιο του Λυκείου, δική τους κερκίδα, δικός τους χώρος στο «καπνιστήριο»… Ρεζερβέ. Κι όταν τελειώσανε το Λύκειο γυρόφερναν ακόμα σα λιμασμένα σκυλιά, έδειχναν τα δόντια τους σε κάθε πούστη που προσπαθούσε να αμφισβητήσει τους δικούς τους χώρους. Μέχρι που μάζεψε ο γυμναστής κάτι καλόπαιδα μαθητές, τους έταξε μόνιμη απαλλαγή από τη γυμναστική με τον όρο να διώξουν τους εξωσχολικούς. Στο πρώτο πέσιμο η παρέα των τρομακτικών κάφρων αντιστάθηκε – έπεσε το ξύλο σύννεφο. Αλλά μετά κατάλαβαν πως ήταν χαμένη η υπόθεση –θα μπορούσαν να τη στήσουν στους πιτσιρικάδες και να τους λιανίσουν κατά μόνας, θα μπορούσαν να παίζουν ξύλο καθ΄εκάστη στο σχολικό προαύλιο όμως είχαν γίνει πλέον εξωσχολικοί. Κι απέναντι στον εξωσχολικό στέκεται όλο το σχολείο –το θυμόντουσαν απ΄όταν ήταν κι οι ίδιοι μαθητές.
«Δεν πα’ να ‘ναι απέναντί μας κι ο Έκτος Στόλος –εμείς δε μασάμε!» είχε δηλώσει τότε ο Αχιλλέας.
«Μασάμε ρε ηλίθιε, επειδή στο προαύλιο βολτάρουμε για να τσιμπήσουμε κάνα γκομενάκι...» του είχε εξηγήσει ο Γρηγόρης.
Χάσανε με μισοκατεβασμένα τα χέρια -δεν ξαναπάτησαν στο προαύλιο από τότε. Έπρεπε να βρουν και καμιά δουλειά, τους ζέψανε μετά στη θητεία –πού χρόνος;

«Με ποιανού το αμάξι θα πάμε;» ρώτησε ο Αχιλλέας.
«Με το δικό σου!» είπε ο Γρηγόρης.
Ο Γένιας έκανε την πάπια λόγω τσιγκουνιάς.
«Άντε –ελάτε», μούγκρισε ο Αχιλλέας τσαλαβουτώντας στη βροχή.
Έφτασαν στο Λαντ Ρόβερ του...
«Ότι σκατολοϊδι έχει εκεί πίσω, ρίχτο στο πορτ μπαγκάζ», φώναξε στον Γένια που αγωνιζόταν να βολευτεί στις πίσω θέσεις.
Ο Γρηγόρης άναψε τσιγάρο στη θέση του συνοδηγού κι έσκασε ένα κλικ το παράθυρο για να ρίχνει τη στάχτη έξω.
«Δεν το κλείνεις; Θα πουντιάσουμε!» γκρίνιαξε ο Γένιας.
«Δώστου μια θερμοφόρα του σκατόγερου!» είπε ο Γρηγόρης στον Αχιλλέα.
Εκείνος γέλασε. Το Λαντ Ρόβερ βγήκε στο δρόμο άνευρο, σαν βαγόνι τρένου.
«Που πάμε;» ρώτησε ο Γένιας.
«Στα καλύτερα αγόρι μου! Που αλλού;» φώναξε ο Αχιλλέας.
Ο Γρηγόρης τίναξε το τσιγάρο έξω από το τζάμι, υπολόγισε τι λεφτά είχε πάνω του κι αναστέναξε. Το πολύ δυο-τρία κεράσματα...
Ο Αχιλλέας κόρναρε σε κάποιον που ερχόταν από το αντίθετο ρεύμα.
«Άντε γαμήσου καργιολόπουστα!» ούρλιαξε.
«Με τον Λούι έμοιαζε αυτός... Λες να ήταν;» απόρησε ο Γένιας κοιτάζοντας έξω από το τζάμι του.
«Σου έχει μείνει κόλλημα με τον Λούι –πάει αυτός, μας τελείωσε...» είπε ήρεμα ο Γρηγόρης.
«Κακό του ψόφο!» ευχήθηκε ο Αχιλλέας.
Έμειναν για λίγο σιωπηλοί.

Το Λαντ Ρόβερ διέσχιζε τη μπόρα σαν κανονική φάλαινα, οι τζαμοκαθαριστήρες διώχνανε ποτάμια από το μπροστινό τζάμι, ο Αχιλλέας βιάστηκε ν΄ανοίξει τη θέρμανση μπας και διατηρήσει επαφή με τον δρόμο. Ταυτόχρονα ψαχούλευε τους σταθμούς του ραδιοφώνου, πέτυχε κάτι σκυλάδικα –έμεινε εκεί.
«Πλάκα μου κάνεις;» απόρησε ο Γρηγόρης.
«Φάση έχουν ρε!» δικαιολογήθηκε εκείνος. «Την έχεις δει αυτή που το λεει; Καραμουνάρα!»
«Και τι με νοιάζει; Μήπως τη βλέπω τώρα; Μόνο την ακούω...» ψιθύρισε ο Γρηγόρης.
Ένας ταλαίπωρος τσαλαβουτούσε μεταξύ πεζοδρομίου και ασφάλτου αριστερά τους, ο Αχιλλέας κάρφωσε την τέταρτη και τον πέρασε σκέτος αέρας, βυθίζοντάς τον σε ένα κύμα βρόχινου νερού.
«Πάρτα ρε άρρωστε!» ζητωκραύγασε.
Ο Γένιας κοίταξε από το πίσω τζάμι –κάπως γνωστός του φάνηκε ο βρεμένος αλλά προτίμησε να μην πει τίποτα. Ο Γρηγόρης αναστέναξε σαν κάποιος που βλέπει χιλιοπαιγμένη επανάληψη σήριαλ στην τηλεόραση.
«Καλά δεν του ξηγήθηκα;» ζήτησε επιβεβαίωση ο Αχιλλέας.
«Παπάρια μάντολες...» έκανε αφηρημένα ο Γρηγόρης.
«Μας το ξανάπες αυτό!» παρατήρησε ο Αχιλλέας.
«Ναι –αλλά δεν το εμπεδώσατε», του ξεκαθάρισε ο Γρηγόρης.
«Για κάντο λιανά λοιπόν...» σφύριξε ο Αχιλλέας.
«Λιανά είναι ρε μαλάκα!» είπε ο Γρηγόρης.
Σταμάτησαν να μιλάνε, ο Αχιλλέας καρφώθηκε στο δρόμο για να κρύψει τη νευρικότητά του, ο Γένιας άναψε τσιγάρο αλλά το μετάνιωσε αμέσως, επειδή έπρεπε ν’ανοίξει παράθυρο, πάτησε προσεκτικά την καύτρα στο τασάκι δίπλα του και ξανάβαλε το τσιγάρο στο πακέτο.
«Πόσο καιρό έχουμε να βγούμε ρε φίλε;» έκανε νοσταλγικά ο Αχιλλέας.
«Την περασμένη βδομάδα μαζί δεν ήμασταν!» απόρησε ο Γένιας.
«Λεω για μας ρε βούρλο –αντροπαρέα! Την περασμένη βδομάδα ήταν τα γενέθλια του γιου μου... Δεν μετράει αυτό».
Ο Γένιας άνοιξε το στόμα να κάνει «αααα!» όμως το ξανάκλεισε επειδή μπήκε αέρας και του γάμησε ένα σπασμένο σφράγισμα στον φρονιμίτη –στράβωσε βιαστικά τα χείλια και μαζεύτηκε. Το Λαντ Ρόβερ συνέχισε να σκίζει τα κύματα της λεωφόρου.

«...και της κάνω νόημα να πέσει στα τέσσερα –φοβερή κωλάρα φίλε μου, της τον έκανα αεροδρόμιο!» φλυαρούσε ακατάσχετα ο Αχιλλέας ψεκάζοντας με σάλια το ταμπλό του αυτοκινήτου.
Ο Γρηγόρης έδειχνε να τον ακούει, κούναγε και το κεφάλι κάθε λίγο, χαμογελούσε στραβά –όμως σκεφτόταν τα δικά του. Δυο δόσεις για την επόμενη βδομάδα και δεν υπήρχε σάλιο, τρεις επιταγές θα σκάγανε μέσα στο μήνα –δεν υπήρχε πιθανότητα να τις καλύψει. Και η μαλακισμένη να θέλει καινούργιο σαλόνι –μονίμως στην κοσμάρα της. Λεφτά δεν είχε αξιωθεί ποτέ να φέρει στο σπίτι, ακόμα ξεχρέωνε τις βλακείες της, «θ’ανοίξω μαγαζί εσωρούχων Γρηγόρη μου, μαζί με τη Λέλα!» «θα μπεις μέσα –σύνελθε!» «γιατί μου τα κάνεις αυτά, γιατί με υποτιμάς; λες κι εσύ τα καταφέρνεις καλύτερα! θ΄ανοίξω μαγαζί πάει και τέλειωσε! δικά μου είναι τα λεφτά!» Ποια λεφτά; Κάτι χαμοκέλες που της είχε γράψει η μάνα της, τα νοίκια δε φτάνανε ούτε για τις επισκευές –βρήκαν ευκαιρία και τις δώσανε σ΄έναν εργολάβο στα πρώτα χρόνια του γάμου τους. Πήρανε ψίχουλα –τα έριξε ο Γρηγόρης στο σιδεράδικο για ν΄αγοράσει καινούργια μηχανήματα –όπως τα΄ριξε έτσι τα’χασε. Επειδή κόψανε οι δουλειές, 5 χρόνια περάσανε, τα μηχανήματα άρχισαν να ρετάρουν χωρίς να βγάλουν ούτε το κόστος τους. Τότε άρχισε να τζογάρει ο Γρηγόρης –μια καλή χρειαζόταν, μια γαμημένη καλή, τίποτ΄άλλο...
«Είσαι εδώ ρε μαλάκα; Τι έπαθες; Αποκοιμήθηκες;» τον σκούντηξε άγρια ο Αχιλλέας.
Ο Γρηγόρης πιάστηκε απροετοίμαστος –ο δεξιός του ώμος πήγε και κοπάνησε στο μισοκλειστό τζάμι.
«Άντε γαμήσου!» μούγκρισε.
«Πάρτη και κοιμήσου!» απάντησε στο καπάκι ο Αχιλλέας.
«Τι θες ρε; Τι θες; Να γίνουμε κώλος εδώ μέσα;» φούντωσε ξαφνικά ο Γρηγόρης.
«Τι σ΄έπιασε τώρα;» απόρησε ο Αχιλλέας.
«Στάματα να κατέβω ρε μουνόπανο! Σταμάτα όπως είσαι!» τσίτωσε κι άλλο ο Γρηγόρης.
Ο Γένιας τους κοίταζε από πίσω απορημένος. Κάτι είχε παιχτεί κι εκείνος το έχασε –μάλλον την ώρα που χάζευε τις φωτισμένες βιτρίνες των κοιμισμένων καταστημάτων. Ή μπορεί και να είχε γλαρώσει εκεί πίσω....
Το Λαντ Ρόβερ σταμάτησε δίπλα σε κάποιο πεζοδρόμιο.
«Εντάξει τώρα; Ηρέμησες μαλάκα;» ρώτησε ο Αχιλλέας.
«Τι να ηρεμήσω; Μας έχεις γκαστρώσει με τις παπαριές σου!» μούγκρισε ο Γρηγόρης. Δεν είχε καμιά διάθεση να παραδεχτεί οτι σκεφτόταν τα δικά του και δεν άκουγε λέξη απ΄όσα έλεγε ο Αχιλλέας.
«Παπαρίες; Παπαριές ε; Δηλαδή δε γουστάρεις να ρίξουμε κάνα μανίκι; Το γύρισες το φύλο –έγινες πολύ χαλβάς μου φαίνεται.... Αν είναι έτσι να σε πάω πίσω στ΄αμάξι σου, θα τη βρούμε την άκρη εγώ κι ο Γένιας...» άρχισε να κορώνει κι ο Αχιλλέας με τη σειρά του.
«Πάντως, αν είναι να γυρίσουμε, λέω κι εγώ να την κάνω για σπίτι....» μουρμούρισε ο Γένιας.
«Ποιος σε ρώτησε ρε πούστη;» αγανάκτησε ο Αχιλλέας.
«Προχώρα», του είπε ήρεμα ο Γρηγόρης.
«Όχι αν είναι δηλαδή...» έκανε ο Αχιλλέας.
«Προχώρα –ξημερώσαμε!» φώναξε ο Γρηγόρης.
Και το Λαντ Ρόβερ προχώρησε, πέρασε τη μισή λεωφόρο μέχρι να χωθεί σ΄ένα τυφλό στενό, έξω από κάποιο κακοφωτισμένο μπαρ –εκεί το Λαντ Ρόβερ σταμάτησε για να ξεβράσει τρεις αμίλητους άντρες με αμάνικα πουλόβερ και κοτλέ χοντρόριγα παντελόνια.
«Παπάρια μάντολες», ψιθύρισε ο Γρηγόρης αλλά κανείς τους δεν τον άκουσε.

Το μπαρ βρώμαγε ξινό ιδρώτα κι αποσμητικό χώρου ανακατεμένο με τσιγαρίλα –τα μισά του τραπέζια ήταν πιασμένα από ζευγάρια, άλλη παρέα δεν υπήρχε. Ο Αχιλλέας εξέτασε τις κοπέλες που ψιλοκοιμόντουσαν στη μπάρα και φάνηκε ικανοποιημένος.
«Πάμε να κάτσουμε», είπε.
Οι άλλοι τον ακολούθησαν. Βρήκαν ένα τραπέζι στη μέση του μαγαζιού, το τραπεζομάντιλο είχε μια νοτισμένη στάμπα στο κέντρο του, ο Γένιας το είδε και σιχάθηκε.
«Τι θα πιούμε;» ρώτησε ο Αχιλλέας.
«Γιατί –υπάρχει τίποτα εδώ μέσα που να πίνεται;» γέλασε ο Γρηγόρης.
«Θα πάρω μπύρα....» αποφάσισε ο Γένιας.
«Τρεις μπύρες», είπε ο Γρηγόρης στο ψωραλέο γκαρσόνι που τους πλησίασε.
Περίμεναν κοιτάζοντας προς το μπαρ.
«Ποια γουστάρεις;» ρώτησε ο Αχιλλέας.
«Αν έβλεπα μέχρι εκεί κάτω μπορεί και να σου έλεγα...» έκανε ο Γρηγόρης.
«Εγώ πάντως γουστάρω την ξανθιά με το γούνινο σακάκι», είπε ο Γένιας.
«Την ξανθιά γουστάρεις ή το γούνινο σακάκι ρε κρυόκωλε;» γέλασε ο Αχιλλέας.
«Μαζί δεν πάνε;» απόρησε ο Γένιας.
«Εκείνη, δίπλα στην κολώνα δε μοιάζει με την....» είπε σκεφτικά ο Αχιλλέας.
«Με ποια;» απόρησε ο Γρηγόρης.
«Δε θυμάμαι τ΄όνομά της –με μια συμμαθήτρια.... Που την πήδαγε ο Τζίμης ο Έλβις... Που μετά τα ΄χε για λίγο με τον Στάθη....»
«Τη Ρούλα λες;» ρώτησε ο Γένιας.
«Ποια Ρούλα;» απόρησε ο Αχιλλέας.
«Εκείνη που είχε αρραβωνιαστεί ο Έλβις....»
«Πας καλά ρε βλαμμένε; Την αρραβωνιαστικιά του Έλβις υπήρχε περίπτωση να την πηδήξει ο Στάθης;» νευρίασε ο Αχιλλέας.
«Μα...» διαμαρτυρήθηκε ο Γένιας.
«Δίκιο έχει –για τη Ρούλα λες», τον γείωσε ο Γρηγόρης.
«Όχι ρε μαλάκα!»
«Ναι ρε μαλάκα!»
«Και τι δηλαδή; Μοιάζει αυτή εκεί πέρα με τη Ρούλα;»
«Όχι –δε μοιάζει!»
«Ε, λοιπόν!» αγανάκτησε ο Αχιλλέας.
«Τι λοιπόν ρε σούργελο; Εσύ μας είπες οτι μοιάζει!» γέλασε ο Γρηγόρης.
«Είπα εγώ τέτοιο πράγμα; Για άλλη λέω...»
«Ποια άλλη;»
«Ε, δε θυμάμαι τ΄όνομά της!»
Ο Γρηγόρης άρχισε να γελάει δυνατότερα όσο ο Αχιλλέας κοκκίνιζε –θα γινόταν πάλι τζέρτζελο αν δεν τους πλησίαζε η κοπέλα. Θες επειδή την κοίταζαν τόση ώρα; Θες γιατί το μαγαζί δε σήκωνε βαβούρες; Πάντως η κοπέλα τηλεμεταφέρθηκε από την κολώνα δίπλα στον Αχιλλέα την ώρα που το γκαρσόνι απίθωνε τις μπύρες.
«Θα κεράσεις;» τον ρώτησε ζαχαρωμένα.
«Ότι θες μανίτσα μου!» πανηγύρισε εκείνος ξεχνώντας τον, παραλίγο, καυγά.
Η κοπέλα έκανε νόημα στο γκαρσόνι και παράγγειλε «σαμπάνια» -ο Γρηγόρης κόντεψε να πνιγεί με τη μπύρα του. Από το μπαρ ξεκίναγαν άλλες δυο τορπιλάκατοι με προορισμό το τραπέζι τους.
«Να καθίσουμε;» ρώτησε η μια.
Ο Γένιας μαζεύτηκε, επειδή δεν είχε έρθει η ξανθιά με το γούνινο σακάκι, αλλά την ξέχασε αμέσως όταν τον αγκάλιασε μια μακρυμάλλα ψιλόλιγνη σα μπαστούνι του γκολφ. Ο Γρηγόρης το γύρισε στα χαμόγελα με τη δικιά του όσο εκείνη τίναζε το ξανθό α λα γκαρσόν μαλλί της σε ρυθμό τικ.
«Πρώτο πράμα ε!» του σφύριξε ο Αχιλλέας, όσο χούφτωνε τα μπούτια της κοπέλας δίπλα του.
Κι ο Γρηγόρης δεν είχε όρεξη να πει ούτε «παπάρια μάντολες».
«Μπύρα; Ξενέρωτοι!» φώναξε η κοπέλα δίπλα στον Γένια.
«Που΄σαι παιδί!» έσκουξε ο Αχιλλέας. «Φέρε μια μπουκάλα ουίσκι με τα σχετικά!»
Ο Γρηγόρης πήρε να ιδρώνει.
«Πάω στην τουαλέτα», είπε σπρώχνοντας την καρέκλα του.
Οι άλλοι δεν του έδωσαν σημασία. Και μόνο όταν κλείστηκε στο βρωμερό αποχωρητήριο στριφογύρισε σαν το καλώδιο για να μην ακουμπήσει στους τοίχους όσο ξεκούμπωνε την κωλότσεπή του κι έβγαζε το πορτοφόλι. Ψαχούλεψε, μέτρησε, απελπίστηκε –το έβαλε πάλι στην τσέπη του. Σκέφτηκε να ρίξει κι ένα κατούρημα επί της ευκαιρίας αλλά δεν του ΄ρχονταν.

Περνώντας από τη μπάρα τον πλεύρισε μια κοντούλα με λαμέ φόρεμα.
«Θες παρέα;» τον ρώτησε.
«Έχω», είπε ο Γρηγόρης.
«Σιγά την παρέα!» γέλασε η κοντούλα.
«Τι διάολο –δεν έχετε καθόλου συναδελφική αλληλεγγύη εδώ μέσα!» απόρησε ο Γρηγόρης.
«Συνα....τι;» έκανε η κοντούλα.
«Συνατίποτα», είπε ο Γρηγόρης και ξεκίνησε για το τραπέζι του.
Η κοντούλα ερχόταν από πίσω –της προσκολλήσεως.
«Τι έγινε Αρχηγέ; Μας φέρνεις έξτρα υλικό;» γέλασε ο Αχιλλέας.
Κι ο Γρηγόρης γαμωσταύρισε μέσα απ΄τα δόντια του –εδώ δεν είχε να πληρώσει την α λα γκαρσόν, τώρα του φορτωνόταν κι ο ζουμπάς!
«Λοιπόν κορίτσια!» φώναξε ο Αχιλλέας απλώνοντας τη χερούκλα του προς την στενόμακρη κοπέλα που μόστραρε σαν αλατιέρα δίπλα στον Γένια. «Πρέπει να σας πω δυο λόγια –να ξέρετε με ποιους έχετε να κάνετε!»
«Όχι ρε πούστη!» μούγκρισε ο Γρηγόρης.
«Τι είπες μανάρι μου;» έκανε η κοντή.
«Άσε τίποτα....» μουρμούρισε ο Γρηγόρης.
«Δε θα με κεράσεις;» συνέχισε εκείνη.
«Πιες από το μπουκάλι μας», προθυμοποιήθηκε ο Γρηγόρης αδιάφορα.
«Δεν τα πίνω αυτά –θέλω σαμπάνια!» διαμαρτυρήθηκε η κοντή.
«Καλά –τραγούδα....» είπε ο Γρηγόρης.
«Εμείς, για να ξέρετε, είμαστε πολύ δαγκωτικά άτομα, φόβος και τρόμος των Νοτίων προαστίων –εμάς που μας βλέπετε δε μασάμε ταραμά, ούτε τρώμε ηλιόσπορους στα τσιμέντα –εντάξει;» φώναζε ο Αχιλλέας.
«Ουάου αγόρι μου –τέτοιους άντρες γουστάρω!» έκανε η κοπέλα δίπλα του.
«Καλά –παράγγειλε μια γύρα χρώμα για όλες σας και θα γουστάρεις ακόμα περισσότερο», τη γείωσε ο Αχιλλέας και προσπάθησε να συγκεντρωθεί στα όσα έλεγε.
«Εμείς λοιπόν κυρίες και κύριοι....»
«Κάτσε κάτω ρε μαλάκα», του σφύριξε ο Γρηγόρης.
«Όχι δεν κάθομαι. Θα τα πω –τι νόμιζες, οτι θα κωλώσω; Επειδή μας βάλανε αποκάτω δηλαδή; Επειδή μας ζέψανε σα βασταγερά στο μεροκάματο; Μας φορτώσανε και με δυο κουτσούβελα -από πότε πήγε τόσο ακριβά το γαμήσι ρε φίλε; Δεν κατάλαβα! Εμείς περπατάγαμε κι ο κόσμος έτρεμε, τώρα κάνουμε μεροκάματο στον κάθε φίτσουλα που καρπαζώναμε παλιά... Γιατί; Ξέρει κανείς σας να μου πει;» ο Αχιλλέας έκοψε απότομα και κοίταξε τριγύρω.
Οι κοπέλες κάτι σαχλαμάριζαν μεταξύ τους, ο Γένιας τριβόταν σα γατί στη διπλανή του κι ο Γρηγόρης άναβε τσιγάρο. Η απελπισία πετάχτηκε σα ντουμάνι από καμένα λάστιχα και θόλωσε τα μάτια του Αχιλλέα.
«Επειδή κάναμε πίσω –γι΄αυτό έγιναν όλα έτσι, γι΄αυτό καταντήσαμε να κυνηγάμε το τάλιρο... Επειδή όταν έπρεπε να σταθούμε στα πόδια μας, εμείς λακίσαμε –θυμάσαι για πότε λέω ρε;» συνέχισε ο Αχιλλέας κοιτάζοντας το Γρηγόρη.
«Όχι, δε θυμάμαι...» μουρμούρισε εκείνος.
«Δε θυμάσαι ε; Δε θυμάσαι επειδή δε σε συμφέρει....» μούγκρισε ο Αχιλλέας.
«Κάτσε κάτω», του είπε ο Γρηγόρης.
«Δε σε παίρνει να διατάζεις –με τις δικές σου μαλακίες φτάσαμε σ΄αυτά τα χάλια», τον κάρφωσε παγωμένα ο Αχιλλέας.
«Εντάξει –κάτσε κάτω τώρα», ξανάπε ο Γρηγόρης. Ταυτόχρονα γύρισε προς την κοντή και τη ρώτησε: «Πως σε λένε;»
«Σόνια», απάντησε εκείνη.
«Εντάξει –κι εμένα Μπλέικ Κάριγκτον», γέλασε. «Το κανονικό σου όνομα ρωτάω!»
«Ρούλα», απάντησε η κοντή.
«Ρούλα ε;» αναπόλησε ο Γρηγόρης. «Η αρραβωνιαστικιά του Έλβις;»
«Του ποιου;» απόρησε η κοντή.
«Του Μιμίκου του γιατρού –άστα να πάνε...» αδιαφόρησε ο Γρηγόρης.
Όλη εκείνη την ώρα ο Αχιλλέας έμενε ακόμα όρθιος. Φουντωμένος από το γραψαρχίδιασμα των άλλων παρακολουθούσε το Γρηγόρη να κουβεντιάζει με την κοντή και τον Γένια να δουλεύει κουτάλα μέσα από τη μπλούζα της μακρόστενης κοπέλας.
«Έτσι λοιπόν! Στ΄αρχίδια σας καργιόληδες!» διαπίστωσε θυμωμένα. «Περνάτε καλά όπως είσαστε και στ΄αρχίδια σας –δόξα τω Θεώ κι η Παναγιά μαζί μας...»
«Τώρα δηλαδή... τι σημασία έχει; Τι θ΄αλλάξει;» αναρωτήθηκε ο Γένιας.
«Μωρή σπανομαρία –έχει σημασία! Να ξέρουμε ποιος έφταιξε, να δούμε ποιος μας γάμησε στην τελική!» φώναξε ο Αχιλλέας.
Ο Γρηγόρης έσπρωξε πίσω την κοντή που είχε αρχίσει να ξανοίγεται φέρνοντας το πόδι της ανάμεσα στα δικά του κι αυτό ήταν αρκετά ντόμινο κατάσταση, επειδή η κοντή σκούντηξε απότομα την ξανθιά που έπινε το χρωματιστό νερό της, το νερό χύθηκε στο μπούστο της κι άρχισε να τικάρει η α λα γκαρσόν φράντζα με ρυθμό πολυβόλου.
«Τι θες να μας πεις τόση ώρα; Οτι εγώ φταίω για τα δικά σας χάλια; Γιατί το πας γύρω-γύρω; Ξηγήσου στα ίσα ρε τάπα!» μούγκρισε ο Γρηγόρης.
«Τα χάλια μας είναι και δικά σου χάλια ηλίθιε....» βόγκηξε ο Αχιλλέας.
«Εγώ είμαι μια χαρά», του ξέκοψε ο Γρηγόρης.
«Μια χαρά λέει ο πούστης! Ζει με μια υστερικιά που την έχει δει Μαρκησία Φον Ρούφηχτον, τρέχει όλη μέρα να ξεχρεώσει τις παλαβομάρες της –αλλά είναι μια χαρά! Άκου να δεις!» κορόιδεψε ο Αχιλλέας.
«Τη γυναίκα μου να μην την πιάνεις στο στόμα σου!» προειδοποίησε ο Γρηγόρης.
«Εντάξει –δεν θα την πιάνω στο στόμα μου. Τον κώλο μπορώ να της τον πιάνω κάθε φορά που έρχεται να μου ζητήσει δανεικά; Κέρδος θα έχεις –διπλό κέρδος μη σου πω -μπορεί και να τη γκαστρώσω στο τέλος, να δεις κι εσύ κάνα παιδί ρε κακομοίρη!» μούγκρισε ο Αχιλλέας.

Αν ήταν πριν 20 χρόνια η κατάσταση θα είχε εξελιχθεί διαφορετικά. Όπως τότε που ο Αχιλλέας είχε προσπαθήσει να την πει το Γρηγόρη επειδή τους πήρε και φύγανε αντί να γαμήσουν στο ξύλο εκείνον τον δήθεν, τον Πέτρο, που τους έφαγε τη Μελίνα –άλλη κάργια κι αυτή, αντί να έρθει μαζί τους για χοντρό παιχνίδι στου Χοντρού προτίμησε να πάει σινεμαδάκι με το φλώρο –είχε ξεκινήσει το χώσιμο ο Αχιλλέας αλλά πριν πει δυο κουβέντες βρέθηκε με τα μούτρα κολλημένα στις πλάκες του πεζοδρομίου. «Θα μου ζητάς την άδεια πριν μιλήσεις –κατάλαβες κοντέ;» σφύριζε ο Γρηγόρης από πάνω του, ένα γόνατο να τον πιέζει στο σβέρκο και δάχτυλα τανάλιες μπερδεμένα στα σγουρά του μαλλιά, ο Αχιλλέας με το ζόρι κράταγε τα δάκρυα. «Θες να πεις τίποτα άλλο;» συνέχιζε να φιδιάζει από πάνω του ο Γρηγόρης κι ο Αχιλλέας καθόταν εκεί με το στόμα γεμάτο χώμα και το μυαλό χαμένο στον τρόμο. Επειδή είχε δει το Γρηγόρη να ρίχνει κι άλλους με τα μούτρα, τον είχε δει να κοπανάει τα κεφάλια τους στο πεζοδρόμιο μέχρι να ματώσουν... Αν ήταν πριν 20 χρόνια η κατάσταση θα είχε εξελιχθεί κάπως έτσι. Αλλά δεν ήταν.

Γι΄αυτό ο Γένιας πρόλαβε να πεταχτεί στον αέρα, έπιασε τον Αχιλλέα από τους ώμους και πάσχισε να τον καθίσει στην καρέκλα, γίνανε κουβάρι γιατί ο Αχιλλέας δεν έβλεπε μπροστά του –ακόμα κάπνιζαν τα καμένα λάστιχα, ακόμα το ντουμάνι της απελπισίας τον είχε τυφλωμένο.
«Πάω στ΄αμάξι –θα σας περιμένω», είπε κοφτά ο Γρηγόρης και σηκώθηκε. Βγαίνοντας από το μαγαζί χαμογελούσε αφού την έβγαλε καθαρή με το λογαριασμό –έτσι ήταν και το δίκαιο, δυο γουλιές μπύρα και τις πουτάνες ούτε που τις άγγιξε στην τελική...

Έξω έβρεχε καλαπόδια.

Ακούμπησε στο πλαϊνό του Λαντ Ρόβερ, πολύ θα ήθελε να καπνίσει αλλά το νερό κύλαγε στα μούτρα του και τον αποθάρρυνε. Άραγε πόσο θ΄αργούσαν εκεί μέσα οι υπόλοιποι; «Τον κώλο μπορώ να της τον πιάνω κάθε φορά που έρχεται να μου ζητήσει δανεικά;» Το αρχίδι ο Αχιλλέας. Δεν πα’να της έπιανε τον κώλο, δεν πα’να την πήδαγε κιόλας –να ησυχάσει το κεφάλι του; Αρκεί να μην το φώναζε σα ντελάλης –αλλά τέτοιος ήταν μια ζωή ο Αχιλλέας. Φιγουρατζής τυπικός κοντοπίθαρος, σκέτο παγόνι ο γαμημένος! Χρόνια τον είχε στη σφαλιάρα κι αυτόν και την άλλη τη μουσίτσα τον Γένια –τώρα που βρέθηκε κονομημένος ο Αχιλλέας έβγαζε το άχτι του. Για τις γκόμενες που λιγουρεύτηκε αλλά τελικά τις πήδηξε ο Γρηγόρης. Για την ομάδα τους στο μπάσκετ –ο Αχιλλέας να λαχανιάζει σα μουλάρι κουβαλώντας τη μπάλα από τη μια μπασκέτα στην άλλη, ο Γένιας να κλείνει τους άλλους παίχτες κοιτάζοντας μήπως κλέψει τίποτα απρόσεκτες πάσες, όσο ο Γρηγόρης θρονιασμένος έξω από την αντίπαλη ρακέτα έβριζε: «δώστε πάσα ρε μαλάκες, τι περιμένετε –να με κλείσουν πρώτα;»
Τώρα ο Αχιλλέας είχε τα φράγκα που χρειαζόταν για ν΄αγοράσει τις πάσες, τις μπασκέτες, τους αντιπάλους, τις γκόμενες –ακόμα και τη γυναίκα του Γρηγόρη, είχε τα φράγκα...
«Τελειώνετε ρε πούστηδες –μούλιασα εδώ έξω!» ψιθύρισε ο Γρηγόρης.

Βγήκαν κι έδειχναν περισσότερο βρεμένοι από εκείνον, έτσι όπως περπατούσαν πατώντας γύρω από τις νερολακκούβες της ασφάλτου, έφτασαν στο Λαντ Ρόβερ χωρίς να κοιτάζονται. Ο Αχιλλέας ξεκλείδωσε με το τηλεκοντρόλ, ο Γένιας τινάχτηκε σαν ασβός πριν μπει στο πίσω κάθισμα, ο Γρηγόρης άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού.
«Που πάμε τώρα;» ρώτησε σιγά ο Αχιλλέας.
«Να το διαλύαμε από σιγά-σιγά;» παρακάλεσε ο Γένιας.
«Μια ζωή ξενέρωτος θα μείνεις σπανομαρία!» του χώθηκε Αχιλλέας. «Τι θα κάνεις σπίτι σου ρε βλάκα; Κανένας δε σε περιμένει, τι στον πούτσο θα κάνεις; Θα ψάχνεις για τσόντες στην τηλεόραση –αυτό θα κάνεις! Επειδή από την τσιγκουνιά σου ούτε να νοικιάσεις δεν πας, καρμοιροκαρμοίρη!»
«Είμαι ψόφιος ρε Αχιλλέα!» ψέλλισε ο Γένιας.
«Ψόφιος ήσουνα από τότε που γεννήθηκες –πες μας κάτι καινούργιο!» του χώθηκε εκείνος. Μετά ξεκίνησε το Λαντ Ρόβερ μουγκρίζοντας μέσα απ΄τα δόντια του. Η βροχή είχε κόψει απότομα απέξω και η καμπίνα του αυτοκινήτου γέμισε παγωμένη ομίχλη.
«Πάμε πίσω –έτσι;» ρώτησε ο Αχιλλέας το Γρηγόρη δήθεν αδιάφορα.
Εκείνος συνέχισε να κοιτάζει έξω από το τζάμι, προσηλωμένος κανονικά.
«Γρηγόρη...» έσκυψε πίσω από τον ώμο του ο Γένιας.
Ο Γρηγόρης γύρισε λίγο, τον κοίταξε έτσι αμήχανο και κακομοιριασμένο, ανατρίχιασε.
«Ήθελα να σου πω...» συνέχισε ο Γένιας.
Ο Αχιλλέας άρχισε να σκαλίζει τα κουμπιά του ραδιοφώνου, βρήκε πάλι σκυλάδικα, δυνάμωσε την ένταση.
«Τι θες –πέστο!» έκανε νευρικά ο Γρηγόρης.
«Για προηγουμένως...» μουρμούρισε ο Γένιας.
Ο Γρηγόρης γύρισε περισσότερο, για να τον δει.
«Δηλαδή, εντάξει.... δεν υπάρχει λόγος, αλλά...»
Ο Γρηγόρης άρχισε να το διασκεδάζει. Πως θα γινόταν δηλαδή; Θα ζήταγε συγνώμη ο Γένιας εκ μέρους του Αχιλλέα;
«Έλα ξεμπέρδευε!» του έκανε νόημα.
«Εννοώ ρε παιδί μου, συμβαίνουν αυτά.... Μην το παρεξηγήσεις....» συνέχισε το ψέλλισμα ο Γένιας.
«Συμβαίνουν...» επανέλαβε απροσδιόριστα ο Γρηγόρης.
«Χωρίς παρεξήγηση έτσι;» είπε ο Γένιας.
«Χωρίς παρεξήγηση...» επανέλαβε ο Γρηγόρης.
«Αλλά χρωστάς από τα ποτά στο μπαρ», το΄σκασε επιτέλους ο Γένιας και η ανάσα ανακούφισής του ακούστηκε σα λάστιχο που σκάει.
«Τι πράγμα;» μπερδεύτηκε ο Γρηγόρης.
«Τα ποτά.... 350 δια τρία... Εντάξει, ας πληρώσει κάτι παραπάνω ο Αχιλλέας που είναι και πιο μερακλής –έτσι δεν είναι ρε Αχιλλέα;» ζητιάνεψε λίγη υποστήριξη ο Γένιας, αλλά ο Αχιλλέας οδηγούσε παγωμένος.
«Δηλαδή....» ψέλλισε ο Γρηγόρης.
«Δώσε 100 και καθάρισες!» βόγκηξε ο Γένιας.
«Ρε δε γαμιέστε όλοι σας εδώ μέσα!» τινάχτηκε ο Γρηγόρης. «Εκεί που έπρεπε να χοροπηδάω πάνω στα δόντια σας, μου ζητάτε και τα ρέστα τώρα;»
«Εγώ... δηλαδή σ΄εμένα γιατί; Ο Αχιλλέας είπε....» μπερδεύτηκε ο Γένιας.
«Τι είπε ο Αχιλλέας;» ρώτησε τσιτωμένα ο Γρηγόρης.
«Ε, είπε για...» ξεκίνησε ο Γένιας αλλά το τρέμουλο δεν τον άφησε να συνεχίσει.
«Για πες μας ρε Αχιλλέα –τι είπες!» φώναξε ο Γρηγόρης κοιτάζοντας ακόμα τον Γένια.
«Οτι γαμάω τη γυναίκα σου και θα γαμήσω κι εσένα άμα δε δώσεις το μερτικό σου από τα ποτά», μούγκρισε ο Αχιλλέας.
«Έτσι ε;» έκανε ο Γρηγόρης.
Ο Αχιλλέας δεν απάντησε.
«Πιάσε άκρη», του είπε ο Γρηγόρης.
«Άντε γαμήσου», βρυχήθηκε ο Αχιλλέας.
«Ηρεμήστε ρε γαμώτο!» παρακάλεσε ο Γένιας.

Αν ήτανε πριν 20 χρόνια η κατάσταση θα είχε εξελιχθεί διαφορετικά. Βλέπεις, πριν 20 χρόνια δεν οδηγούσαν Λαντ Ρόβερ, τζιπ αυτόματο με υδραυλικό κιβώτιο ταχυτήτων και τέτοια... Έτσι θα ήταν αδύνατο στον Γρηγόρη να τραβήξει πίσω το μοχλό πατώντας ταυτόχρονα το κουμπί αλλαγής στο κιβώτιο μετάδοσης –το Λαντ Ρόβερ ταρακουνήθηκε σα να πάταγε νάρκη κι απότομα έφυγε με τη δεξιά πλευρά προς τα πίσω. Ο Γένιας βρέθηκε ανάμεσα στα καθίσματα την ώρα που το Λαντ Ρόβερ σκούπιζε ένα κουβούκλιο στάσης πάνω στο πεζοδρόμιο. Κάποιος ούρλιαξε.

Κοιτάχτηκαν.
«Τι έκανες ρε πούστη;» τον ρώτησε ο Αχιλλέας.
«Σου είπα να πιάσεις άκρη», απάντησε ο Γρηγόρης.
«Γαμήθηκε η πλάτη μου...» κλαψούρισε ο Γένιας.
Ο Αχιλλέας πετάχτηκε σαν ελατήριο να δει τι είχε γίνει έξω, ο Γένιας κουλουριάστηκε στα πίσω καθίσματα κι ο Γρηγόρης άρχισε να ψάχνει μανιασμένα κάτω από τη θέση του οδηγού. Βρήκε αυτό που ήθελε, χαμογέλασε και βγήκε με τη σειρά του από το αυτοκίνητο. Κραδαίνοντας ένα μπουζόκλειδο.
«Θα σε γαμήσω όρθιον ρε!» μούγκρισε ο Αχιλλέας, αλλά μετά είδε το μπουζόκλειδο και μαζεύτηκε.
«Έτσι γαμάς και τη γυναίκα μου;» τον ρώτησε ήρεμα ο Γρηγόρης.
«Κάτσε λίγο...» πνίγηκε με το σάλιο του ο Αχιλλέας.
«Σε ρώτησα κάτι...» επέμεινε ο Γρηγόρης. «Τη γαμάς και όρθια ή τη γαμάς μόνο στον ύπνο σου ρε ψεύτη;»
«Σταμάτα –να σου πω...» παρακάλεσε ο Αχιλλέας φέρνοντας τα χέρια του μπροστά από το πρόσωπό του.
Αλλά αυτό δεν τον προστάτευσε για πολύ -όταν άρχισε ο Γρηγόρης ν΄ανεβοκατεβάζει το μπουζόκλειδο οι κλειδώσεις τσάκισαν στα χτυπήματα του μετάλλου και τα χέρια κρέμασαν παραμορφωμένα. Μετά ήρθε η σειρά του απροστάτευτου σώματος....
«Τη γαμάς δεν τη γαμάς –το θέμα είναι να πληρώνεις μαλάκα», σφύριξε λαχανιασμένα ο Γρηγόρης. «Άμα πληρώνεις δεν τρέχει τίποτα....»
Πέταξε το μπουζόκλειδο όσο ο Αχιλλέας στριφογύριζε στο πεζοδρόμιο σαν πατημένο σκουλήκι, τον γύρισε μετά μπρούμυτα, έψαξε για πορτοφόλι.
«Τίγκα στο λάχανο είσαι!» διαπίστωσε κλωτσώντας τον στο στομάχι.
Ο Αχιλλέας ξέρασε αίμα ανακατεμένο με χολή χωρίς ν΄αλλάξει στάση.

«Κατέβα!» φώναξε ο Γρηγόρης χωρίς να κοιτάξει στα πίσω καθίσματα. Ήδη γύριζε το κλειδί, καθισμένος στη θέση του οδηγού –το Λαντ Ρόβερ πήρε μπροστά μουγκρίζοντας.
«Ρε Γρηγόρη...» κλαψούρισε ο Γένιας.
«Κατέβα να τον πας σε κάνα νοσοκομείο...» είπε εκείνος. «Και μην ξεχάσεις να του θυμίσεις οτι έχει και παιδιά –μην τολμήσει να κάνει καμιά μαλακία...»
Περίμενε τον Γένια να βγει σούρνοντας από τ΄αμάξι, με την πίσω πόρτα ακόμα ανοιχτή ξεκίνησε, το Λαντ Ρόβερ έσυρε τ΄απομεινάρια της στάσης φεύγοντας.

Δεν τον ένοιαζε τίποτα τώρα.

Πήρε τον δρόμο της επιστροφής με την πίσω πόρτα του Λαντ Ρόβερ να κοπανάει σε κάθε στροφή και τη βροχή να ξαναδυναμώνει. Κάτι νυσταγμένα αμάξια του κόρναραν προειδοποιητικά αλλά εκείνον δεν τον ένοιαζε τίποτα τώρα.

Έξω από την ταβέρνα άφησε το Λαντ Ρόβερ με τα κλειδιά στη μηχανή –αναμμένο. Υπολόγιζε οτι στο δεκάλεπτο επάνω θα το είχαν βουτήξει τίποτα καλόπαιδα, άναψε κι ένα τσιγάρο καθώς πήγαινε προς το αυτοκίνητό του χωρίς να νοιάζεται που η βροχή μούλιαζε το χαρτί και ξεγύμνωνε τα κίτρινα κομματάκια πατικωμένου καπνού.

Πριν ξεκινήσει για το σπίτι του έβγαλε να μετρήσει τα λεφτά που πήρε από τον Αχιλλέα –ήταν μπόλικα. Θα της έφταναν της τρελής για έναν διθέσιο καναπέ –με λίγο ζόρι μπορεί να έφταναν και για τριθέσιο... Τη σκέφτηκε ν΄ασφυκτιά κάτω από το χοντρό κορμί του Αχιλλέα, έδιωξε βιαστικά τη σκέψη –παραμύθια έλεγε ο Αχιλλέας ως συνήθως... Και τα λεφτά τούς τα δάνειζε λόγω Γρηγόρη –είχαν υποχρέωση απέναντί του οι μούλοι, χρόνια τους ξελάσπωνε, αυτός πούλαγε μούρη κι εκείνοι βολεύονταν, μην πούμε τώρα για το πόσες γκόμενες τους έδωσε να πηδήξουν! Δεύτερο χέρι –εντάξει, αλλά μήπως υπήρχε ποτέ περίπτωση να τις βγάλουν από μόνοι τους; Έκανε το μαλάκα χρόνια τώρα –τους άφηνε να εκμεταλλεύονται τη δική του αίγλη επειδή «άμα πληρώνεις δεν τρέχει τίποτα....»

Δεν τρέχει τίποτα.

Έφτασε σπίτι του, πάρκαρε σε μια θέση που απαγορευόταν και σήκωσε το κεφάλι προς το φωτισμένο παράθυρο –εκεί ήταν το σαλόνι τους κι η γυναίκα του που τον περίμενε. Μάλλον για να του σπάσει τον πούτσο με τις παλαβομάρες της, αλλά, χάιδεψε το φουσκωμένο του πορτοφόλι στην κωλότσεπη...

«Άμα πληρώνεις δεν τρέχει τίποτα».

18 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

razz the feminihilist είπε...

vale kamia eidopoihsh na mh ta diavazoume auta prwiniatika. jeebus.

Ο Καλος Λυκος είπε...

Γαμώ τη βροχή δηλαδή... Ούτε στο Λονδίνο να είχαν γυριστεί τα επεισόδια ρε!

The Motorcycle boy είπε...

Τι πρωινιάτικα ρε Ραζ -2:39 το μεσημέρι το σήκωσα, χαχαχαχα. Και είσαι τυχερή δηλαδή, επειδή είχε κι άλλο ψωμί η ιστορία αλλά βαρέθηκα να το γράψω και πήδησα κατευθείαν στο τέλος.

Λύκε, αφού είναι η ίδια νύχτα με την προηγούμενη ιστορία ρε φίλε! Τι να κάνω -να την κόψω τη βροχή; Καλό το τραγουδάκι του τίτλου; Καλό, καλό!

Ο Καλος Λυκος είπε...

Καλό, καλό, αν και οι Cure άλλο εννοούσαν με το "imaginary"... αρχίσαμε τα λογοπαίγνια τώρα...

ΗΛ. είπε...

Mια ωραία μια υπέροχη μια ιδανική παρέα,κατάλληλη για σεμινάρια φιλίας.

The Motorcycle boy είπε...

Ε, είμαστε και τσαχπίνηδες Λύκε -γι΄αυτό τα λογοπαίγνια. Άσε που μας βολεύει το "άλλο" που εννοούμε εμείς...

Ηλία -ναι, μια χαρά παρέα, με αρχές (μέσες και τέλη). Βασικά συμμαθητές μου στο σχολείο ήταν αυτά τα παιδιά (ή οι μαντράχαλοι -όπως το δει κανείς).

La koumbara είπε...

Και η Μελίνα; Είναι η γνωστή Μελίνα;

The Motorcycle boy είπε...

Ναι βρε -η γνωστή, κι ο γνωστός Πέτρος. Και η γνωστή νύχτα επίσης στην οποία διαδραματίζεται κι αυτή η ιστορία.

Manolo7 είπε...

Ενα βραδυ που βρεχε που βρεχε μονοτονα!!

Επισης εκτος απο το αμα πληρωνεις δεν τρεχει τιποτα, μπορεις να πεις οτι με τα λεφτα μου γαμαω και την πεθερα μου (εκτος απο την κυρα μου)!!

The Motorcycle boy είπε...

Αυτό με τα λεφτά και την πεθερά μπορείς να το πεις αν έχεις παντρευτεί την κόρη της Ναστάζια Κίνσκι ας πούμε -όχι γενικότερα.

Μεγάλη νίκη χτες ο κύριος Πρέσβης -ε; "Ανεπανάληπτο! Δεν έχει ξαναγυρίσει ελληνική ομάδα παιχνίδι με ιταλική!" λέγανε το πρωί τα ραδιόφωνα. Μετά κάποιος τους θύμισε το 1-2 μέσα στη Λάτσιο και το διόρθωσαν: "Ανεπανάληπτο! Δεν έχει ξαναγυρίσει ελληνική ομάδα παιχνίδι με ιταλική που έχει να χάσει 20 αγώνες!" Να προσθέσω επίσης οτι αν πηγαίνει έτσι ΜΟΝΟ ο Ολυμπιακός έχει νικήσει ΣΕ ΔΙΠΛΟ ΑΓΩΝΑ ΚΙΟΛΑΣ ομάδα που έχει αστέρι σερίφη στη φανέλα! Αν είναι δηλαδή να λέμε μαλακίες να τις λέμε χοντρές για να βγάζουν και κάποιο γέλιο.

Manolo7 είπε...

Μοτοσακε τι να μας πουνε οι ευρω-ΚΩΛΟΙ μωρε?? Τετοια κωλοφαρδια μονο οι βαζελοι μπορει να εχουν. Τους ανοιξε κανονικα!! Τι να λεμε τωρα...

Εγω περιμενω το ματσακι στο ΟΑΚΑ εκει να δεις πως θα κλαινε, γιατι φυσικα θα χασουν. Τοτε θα ξαναρχισουν παλι τα του Γουεμπλει και τα της Χουντας, ευρωπαικες πορειες Μπουμπληδες, Κυραστες, Ριζουπολη, αεροβολα και γενικα ολα αυτα...του κωλου τα εννιαμερα δηλαδη.

Ασε εχει και μπασκετακι αυριο...κατι μου λεει οτι ειναι η χρονια μας!!

The Motorcycle boy είπε...

Καλά -εγώ δεν είδα το παιχνίδι (τι με πέρασες; για μαζόχα να βλέπω βάζελο;) και δεν έχω πρόβλημα με τους βάζελους σαν ομάδα. Καλά κάνουν και λένε οτι είναι διαπλανητικοί κ.λ.π. έτσι πρέπει να λέει και να πιστεύει κάθε ομάδα.

Απλά η επισήμανσή μου είχε να κάνει με τις φυλλάδες και το πως περιγράφουν μια ευρωπαϊκή νίκη του βάζελου. Έλεος με το ευρωπαραμύθι! Εντάξει, κατανοώ οτι έτσι ψήνουν τους βάζελους αναγνώστες επειδή δεν έχουν πολλά να πουν για την ελληνική τους πορεία κάθε χρόνο -αλλά ΕΛΕΟΣ! Αυτά τα "Μόνο εσύ μπορείς" και τα "Κύριε Πρέσβη" των φυλλάδων ακόμα κι όταν ο βάζελος κερδίζει καμιά Σλοβάκικη μπυραρία είναι εμετικά!

Υ.Γ.: Για το μπασκετάκι μπααα... Δεν το βλέπω. Εκτός αν οι παίχτες δέσουν και φιμώσουν το Γιαννάκη, τότε το συζητάμε.

Puppet_Master είπε...

htane mia mera pou evrexe prwi,skata eixame ginei ap;thn kolovroxh....
tespa de sxoliazw ta opadika gti to girisate se kafeniako opadiliki k variemai na tsakonomaste.i love you anyway.

einai adiko padws na kseroun gia tis melines k gia ta gegonota k na mh mas les tpt.poly mizeria to story padws

The Motorcycle boy είπε...

Ποια οπαδικά -για τις φυλλάδες λέω! Ο "κύριος Πρέσβης" από τη μία και "η καρδιά του Πρωταθλητή" από την άλλη. Είμαι περίεργος δηλαδή -αν πάρετε φέτος πρωτάθλημα κι εμείς, ας πούμε, περάσουμε στους 4, τι σκατά θα λένε του χρόνου;

Άμα σου τα πω από τώρα ρε φίλε για τη Μελίνα και το τι έγινε με τη Μαρίνα και όλα τα σχετικά πως θα αγοράσεις και αύριο το Λευκό Θόρυβο να διαβάσεις το παρακάτω; Κλέφτες θα γίνουμε εμείς δηλαδή;

Puppet_Master είπε...

den diavazw efhmerides mono ta eksofila etsi gia na gelaw.einai emetikes toulaxiston.

swsto k afto...

The Motorcycle boy είπε...

Μα για τα εξώφυλλα μιλάμε! Κι εγώ από τότε που ο Φίλαθλος έκοψε τις γυμνές στην δεύτερη σελίδα μόνο μάτι στο περίπτερο τις παίρνω. Οι αθλητικές είναι σαν τα σήριαλ. Αν δεις τα "προσεχώς" (ή τα εξώφυλλα) ξέρεις την υπόθεση, χεχε.

Ανώνυμος είπε...

λοιπον επειδη συζητατε μαλακιες, φατε ματια ψαρια και προσοχη στον ΟΦΗ μη σας φαει το πουλι. βρε το Σοφακι πως μεγαλωσε!
http://img.vvo.pl/s/sonja-kinski/sonja-kinski-47920.jpg
ΝικοςΧ

The Motorcycle boy είπε...

Αξιοπροσεκτότατη η δεσποινίς -αλλά εγώ θα παραμείνω στην αρχική μου παραγγελία. Μη σου πω οτι την παντρεύομαι κιόλας για να ρίξω τη μάνα της και με περάσεις για τίποτα ζιγκολό.

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι