Χαμογέλασε καθώς το τεράστιο Λαντ Ρόβερ έφτυνε κύματα βρόχινου νερού στο παρμπρίζ του ερειπωμένου του Φίατ Ούνο, δεν καταδέχτηκε να κόψει ανάποδα το τιμόνι για να αποφύγει το κήτος που κόρναρε απέναντί του –πώς να το κόψει άλλωστε; Η υδραυλική υποβοήθηση είχε τινάξει τα πέταλα προ αμνημονεύτων... Έβαλε νεκρά, άφησε το αυτοκίνητο να κυλήσει αργά –έτσι κι αλλιώς δεν έβλεπε τίποτα έξω, το νερό δεν είχε ακόμα σταλάξει στο παρμπρίζ, οι τζαμοκαθαριστήρες τζάμπα έριχναν τις απλωτές τους.
«Θα στρώσει, που θα πάει;» μουρμούρισε στη ντουμανιασμένη καμπίνα του αυτοκινήτου, αλλά δεν κατάφερε να ακουστεί πάνω από το παραλήρημα των αφρικάνικων τύμπανων που ξέβραζε το σιντί πλέιερ.
Άλλωστε είχε ήδη φτάσει στην ταβέρνα, έπρεπε απλώς να βρει χώρο για παρκάρισμα.
Άνοιξε το παράθυρο, έβγαλε έξω το κεφάλι για να δει καλύτερα, το λαστιχάκι που κρατούσε δεμένα τα μαλλιά του έσπασε με την απότομη κίνηση κι ένα μακρύ γκρίζο τσουλούφι τον στράβωσε. Τίναξε αυτάρεσκα πίσω το κεφάλι για να διώξει το τσουλούφι.
«Θέλεις κούρεμα αγόρι μου –σου το’χει πει κανείς;» γέλασε από μόνος του. Επειδή είχε μόλις δει μια τεράστια θέση παρκαρίσματος ακριβώς κάτω από την ταμπέλα της ταβέρνας.
Βγήκε με το ζόρι από τη στενή πόρτα του Ούνο, φορούσε ήδη το ξεφτισμένο δερμάτινο-πλαστικό σταυροκούμπωτο (που δεν κούμπωνε πλέον), τα μποτάκια του βυθίστηκαν στις λίμνες της ασφάλτου. Νερό στους αστραγάλους –παγωμένο καρφί στο κεφάλι, τουρτούρισε. Μετά ξεκίνησε για την πόρτα της ταβέρνας, έπιασε το μεταλλικό χερούλι, κοντοστάθηκε.
«Που πάω ρε πούστη μου; Τι δουλειά έχω εκεί μέσα;»
Η πόρτα άνοιξε προς το μέρος του, ένας φαλάκρας πετάχτηκε σκίζοντας τον αέρα με τη μυτόγκα του.
«Ποιος είσαι εσύ πάλι;» τον ρώτησε ο Σάκης ο Μυτόγκας.
«Ε, όλο και κάποιος θα είμαι...» γέλασε σιγά εκείνος.
«Όποιος κι αν είσαι μας πέτυχες στα σκουπίσματα –άντε έμπα!» τον άρπαξε από το μπράτσο και τον έσυρε μέσα ο Μυτόγκας.
Είχε δίκιο. Η «ζωντανή ορχήστρα ποικίλου ρεπερτορίου», τουτέστιν ένας μπουζουξής, ένας ηλεκτρικός κιθαρίστας κι ένας πληκτράς, ήδη μάζευαν καλώδια. Τα γκαρσόνια μάζευαν μισοφαγωμένες μπριζόλες και κανιβαλισμένα μπιφτέκια, λίγοι ξέμπαρκοι είχαν απομείνει στο μακρόστενο τραπέζι να στραγγίζουν τα μπουκάλια κρασιού.
«Για τη μάζωξη των παλιών συμμαθητών δεν ήρθες;» ρώτησε κάπως αμήχανα ο Μυτόγκας, βλέποντάς τον να κοιτάζει το χώρο σαν αποβλακωμένος. «Εννοώ... δεν είσαι του μαγαζιού, ή της ορχήστρας, ή κάτι τέτοιο...» συνέχισε ο Μυτόγκας.
«Ή κάτι τέτοιο;» αναρωτήθηκε με τη σειρά του εκείνος.
Ο Μυτόγκας τον κοίταξε προσπαθώντας να θυμηθεί.
«Κάποτε ήμασταν συμμαθητές, αν ρωτάς αυτό», τον καθησύχασε εκείνος. «Έχουμε παίξει και μπάσκετ μαζί, αν θυμάμαι καλά –όταν είχατε πρωτοέρθει εσύ κι ο Πάνος ο Πάνικ...»
«Ποιος είσαι ρε αδερφάκι μου –σπάω το κεφάλι μου!» τον κοίταξε εξεταστικά ο Μυτόγκας.
«Καλά –θα στο κάνω πιο εύκολο! Μου έχεις πετάξει τενεκεδάκι σε εκείνη την τρομερή συναυλία του γυμναστηρίου –θυμήθηκες τώρα;» χαμογέλασε καλοκάγαθα εκείνος.
Ο Μυτόγκας έκανε δυο βήματα πίσω για να τον δει καλύτερα –μισόκλεισε τα μάτια.
«Καλό κι αυτό!» μουρμούρισε. «Τη θυμάμαι τη συναυλία, αλλά μόνος ένας από το συγκρότημα που έφαγε κράξιμο ήταν του σχολείου μας... Έπαιζες σ΄εκείνο το συγκρότημα;»
«Και έπαιζα και τραγούδαγα μη σου πω –όσο μ’ αφήνανε τα τενεκεδάκια!» ξεκαρδίστηκε εκείνος.
«Άσε τις μαλακίες ρε φίλε –αφού ο Λούι έχει πεθάνει! Ποιος είσαι;» μαζεύτηκε υποψιασμένος ο Μυτόγκας.
«Έχει πεθάνει ε;» χαμογέλασε μυστήρια εκείνος. «Και που το ξέρεις εσύ αυτό;»
Ο Μυτόγκας τον τράβηξε στην κοντινότερη καρέκλα, έφερε και μια μπουκάλα κρασί, ανακάλυψε δυο, σχεδόν, καθαρά ποτήρια –τον σέρβιρε.
«Τι μου λες τώρα;» ρώτησε μισοχαμένα.
«Εγώ δεν σου λέω τίποτα –εσύ είπες οτι έχω πεθάνει, σου μοιάζω για πεθαμένος;» ρώτησε εκείνος.
«Ώπα –μισό λεπτό επειδή, αν δε με πείραξε το κρασί, θα σαλτάρουμε κανονικά εδώ μέσα!» διαμαρτυρήθηκε ο Μυτόγκας και γύρισε να κοιτάξει τους μαζεμένους στην άκρη του μακρόστενου τραπεζιού, έψαξε προσεκτικά. «Κουμπή –έλα δω ρε μαλάκα!» φώναξε.
Ένας κρεμανταλάς με ανοιχτό πουκάμισο και γλαρωμένα μάτια ανασηκώθηκε από τη θέση του απρόθυμα.
«Τι θες ρε Σάκη; Έλα πες το μου εδώ –δε βρίσκω ταξί για να’ρθω μέχρι εκεί κάτω...» διαμαρτυρήθηκε ο Κουμπής.
Ο Μυτόγκας έπαιξε τους ώμους κι έβρισε μέσα απ΄τα δόντιά του.
«Τσακίσου κι έλα ρε κωλοπαίδι!» μούγκρισε στον Κουμπή.
Ο Κουμπής, αφού ταλαντεύτηκε γύρω από την καρέκλα του, ξεκίνησε με την προθυμία πελάτη οδοντιατρείου που ακούει τον τροχό του γιατρού να μαρσάρει στο ζέσταμα –πριν κάνει τη μισή απόσταση ξαναγύρισε στη θέση του, πήρε τα τσιγάρα, τον αναπτήρα και το ποτήρι του, είπε κάτι σε κάποιον, ο κάποιος του απάντησε, ο Κουμπής έκανε να καθίσει πάλι του αλλά θυμήθηκε οτι είχε κάπου να πάει –έμεινε μισοσκυμένος.
«Θα του πάρει κάνα τέταρτο», σχολίασε ο Μυτόγκας. «Τσιγαράκι;» Και του άνοιξε το σκληρό πακέτο με τα Μάλμπορο λάιτ.
«Άσε –έχω τα δικά μου», είπε εκείνος κι έβγαλε από τη μέσα τσέπη του μπουφάν την κασετίνα των Πλέιερς Νέιβι Κατ.
«Στούκας!» σχολίασε ο Σάκης ο Μυτόγκας.
«Καπνίζω λίγα», απάντησε αφηρημένα εκείνος.
«Πόσα λίγα δηλαδή;» ρώτησε ο Μυτόγκας.
«Ένα τη φορά», απάντησε εκείνος.
Ο Μυτόγκας γέλασε όσο προσπαθούσε να τον δει καλύτερα.
«Τι φαγώθηκες ρε καργιόλη;» γκρίνιαξε ο Κουμπής καθώς σωριάστηκε στην καρέκλα δίπλα στον Σάκη.
«Για κοίτα το παιδί εδώ πέρα...» του είπε ο Σάκης δείχνοντας εκείνον.
«Ε, τον βλέπω –και τι μ΄αυτό;» απόρησε ο Κουμπής.
«Ποιος είναι;» ρώτησε ο Σάκης.
«Ξέρω ‘γω ποιος είναι; Αυτός δηλαδή δεν ξέρει ποιος είναι; Εμένα περιμένει να του πω;» δυσανασχέτησε ο Κουμπής.
«Μια ζωή μαλάκας!» αγανάκτησε ο Σάκης σημαδεύοντας τον Κουμπή με την αδυσώπητη μύτη του. «Κάτσε να στο πάω αλλιώς –τον Λούι τον θυμάσαι;»
Ο Κουμπής περίμενε από εκείνον να απαντήσει, μέχρι να καταλάβει σε ποιον απευθυνόταν η ερώτηση.
«Τον θυμάμαι –καλή του ώρα...» ψιθύρισε τότε.
«Καλή του ώρα;» αναρωτήθηκε εκείνος.
«Εκεί που βρίσκεται...» συμπλήρωσε ο Κουμπής.
«Και που βρίσκεται δηλαδή;» γέλασε εκείνος.
«Πευκακίων και Αναπαύσεως γωνία –στο υπόγειο, το σκεπαστό...» είπε ο Κουμπής.
«Δηλαδή, έχεις δει και τον τάφο του!» απόρησε εκείνος.
«Όχι αλλά...» έξυσε το κεφάλι ο Κουμπής, «αφού πάει καλιά του... τι διάολο; Άταφο θα τον έχουν;»
«Το άτομο από δω ισχυρίζεται οτι είναι ο Λούι...» σφύριξε και καλά συνωμοτικά στον Κουμπή ο Σάκης.
«Α’ στο διάλο!» έκανε ο Κουμπής.
Εκείνος γέλασε.
«Λοιπόν; Τι έχεις να πεις;» ρώτησε ο Σάκης.
«Τον Λούι τον βρήκανε τουμπανιασμένο σε μια σπηλιά στην Αλόννησο...» ξεκίνησε να λέει ο Κουμπής.
«Όχι σε σπηλιά! Σε μια κατάληψη στη Βικτώρια!» πετάχτηκε ο Σάκης.
«Για σπηλιά στην Αλόννησο ήξερα εγώ...» δικαιολογήθηκε ο Κουμπής.
«Μαλακίες σου είπαν!» του ξεκαθάρισε ο Σάκης.
«Κι από τι πέθανα;» απόρησε εκείνος.
«Υπερβολική δόση!» απάντησαν με ένα στόμα Κουμπής και Μυτόγκας.
«Ευτυχώς που συμφωνείτε στην αιτία θανάτου –κάτι είναι κι αυτό!» κορόιδεψε εκείνος.
«Δηλαδή, θες να πεις οτι δεν πέθανες;» ρώτησε ο Σάκης.
«Όπως το πάρει κανείς...» σχολίασε εκείνος.
«Και δηλαδή...» έκανε ο Κουμπής.
«Δε με ψήνεις!» αποφάσισε ο Σάκης.
«Δεν το είχα σκοπό», του ξεκαθάρισε εκείνος. «Για άλλο λόγο ήρθα σήμερα...» κοίταξε προς τους εναπομείναντες πρώην συμμαθητές, αλλά γρήγορα κούνησε το κεφάλι απογοητευμένα. «Απ΄οτι βλέπω όμως, μάλλον άργησα...»
«Ποιον έψαχνες;» ρώτησε ο Κουμπής.
«Ξέρεις... τους δικούς μου. Τον Ζόμπι, τον Ηλία το Φάντασμα... Και τον Πέτρο –είχα μια παραγγελία...» μουρμούρισε σχεδόν ντροπαλά εκείνος.
«Ο Ζόμπι δεν ήρθε –βρήκα τον Ηλία στο τηλέφωνο και του είπα να τον ειδοποιήσει αλλά τζίφος! Ο Ηλίας πέρασε για κάνα μισάωρο κι έφυγε. Ο Πέτρος εδώ ήταν, έκατσε αρκετή ώρα αλλά την κοπάνησε πριν κάνα εικοσάλεπτο. Μπορεί και περισσότερο...» είπε ο Μυτόγκας.
Εκείνος άδειασε το ποτήρι του κάπως βιαστικά και έδειξε αμήχανος.
«Να πηγαίνω τότε», είπε. «Τι χρωστάω για το κρασί;»
«Τι να χρωστάς για ένα ποτηράκι –πλάκα κάνεις;» γέλασε ο Σάκης. «Κάτσε λίγο ακόμα να σε δουν και τα παιδιά...»
Γύρισαν προς την υπόλοιπη παρέα που τους κοίταζε και κρυφομίλαγε.
«Αλεξόπουλος, Καραμέλας και σία –αν δεν κάνω λάθος....» διαπίστωσε εκείνος.
«Είσαι ο Λούι τελικά!» πετάχτηκε ο Κουμπής.
«Έτσι λέω –αν δεν έχεις αντίρρηση φυσικά!» τον κορόιδεψε εκείνος.
«Και για πες ρε ψυχή! Τι έγινε;» ρώτησε πάλι ο Κουμπής.
«Σαν τι να γίνει δηλαδή;» αναρωτήθηκε εκείνος.
«Εννοεί τι κάνεις, που βρίσκεσαι τώρα, που ζεις... τέτοια!» πετάχτηκε ο Σάκης.
«Α ναι... Ζω στην Άνδρο την τελευταία δεκαπενταετία, έχουμε ένα σπίτι στην δυτική άκρη του νησιού... Έχουμε και τρία παιδιά, εγώ και η γυναίκα μου...» σταμάτησε επειδή φοβόταν οτι θα μπερδέψει τα λόγια του. Αυτές οι περιγραφές πάντα τον ανακάτευαν.
«Ο Λούι οικογενειάρχης! Α΄στο διάλο!» αναφώνησε ο Κουμπής.
«Οικογενειάρχης...» επανέλαβε εκείνος κι άφησε τη λέξη να καθίσει λίγο στα χείλη του πριν διαλυθεί σα φούσκα στον αέρα. «Ήρθαμε τώρα που είναι κλειστά τα σχολεία να δουν τα παιδιά τους παππούδες τους –κι έτσι έμαθα για τη συνάντηση από...»
Έσκυψαν ταυτόχρονα προς το μέρος του.
«Από ποιον;» ρώτησε ο Σάκης.
«Δεν έχει σημασία...» ψιθύρισε εκείνος.
«Ε, πως δεν έχει;» διαμαρτυρήθηκε ο Σάκης. «Να μη μάθουμε ποιος πούστης σε βρήκε, σε κάλεσε και σε μας δεν είπε κουβέντα –αφήνοντάς μας να σε περνάμε για πεθαμένο;»
«Εντάξει, εντάξει...» έκανε εκείνος πασχίζοντας ν΄αλλάξει κουβέντα. «Και τα δικά σας νέα ποια είναι;»
Άναψε τότε δεύτερο τσιγάρο και τεντώθηκε στην καρέκλα κοιτάζοντας αφηρημένα τον Σάκη όσο του εξιστορούσε τα οικογενειακά του, τα επαγγελματικά του και τα γενικά του. Κάπου στο ενδιάμεσο της πολυλογίας έπιασε τον Κουμπή να τον κοιτάζει μυστήρια, του χαμογέλασε, αλλά ο Κουμπής βιάστηκε να το γυρίσει σε χασμούρημα όταν κατάλαβε οτι καρφώθηκε.
«Λοιπόν, πάω να πω και καμιά κουβέντα με τους υπόλοιπους –θα ακολουθήσεις για κάνα μπαράκι;» ρώτησε ο Σάκης όσο σηκωνόταν, τιγκαρισμένος στην τυπικούρα.
«Όχι μωρέ –εντάξει... Είμαι λίγο ψόφιος...» δικαιολογήθηκε εκείνος.
«Πάντως χάρηκα που ζεις τελικά!» είπε ο Σάκης.
«Ναι κι εγώ χάρηκα!» ανταπέδωσε εκείνος. «Όχι που ζω...» βιάστηκε να προσθέσει, «χάρηκα που τα είπαμε!»
Κι έμεινε να κοιτάζει την καμπουριαστή πλάτη του Σάκη όσο απομακρυνόταν. Οι υπόλοιποι στην άκρη του τραπεζιού τον περίμεναν μέσα στην αδιάκριτη περιέργεια.
«Ώστε δεν πέθανες...» σχολίασε ο Κουμπής.
Εκείνος πετάχτηκε –προς στιγμήν, τον είχε ξεχάσει τον Κουμπή.
«Έτσι θέλω να πιστεύω...» γέλασε.
«Κάποιοι θα λυπηθούν πολύ όταν το μάθουν...» ρέμβασε ο Κουμπής.
«Δεν τους αδικώ!» τον διαβεβαίωσε εκείνος.
«Και τι έκανες δηλαδή;» συνέχισε ο Κουμπής.
«Τι έκανα;»
«Μετά...»
«Μετά από τι;»
«Μετά από τότε που πέθανες...»
«Ξέρω ΄γω; Αναστήθηκα ίσως;»
«Καλό...»
«Αλλά λίγο –έτσι;»
«Έτσι»
«Μετά λοιπόν... μετά, ταξίδεψα. Πήγα σ΄εκείνα τα μέρη που θέλαμε από παιδιά να πάμε και πήγα εκεί που φοβόμασταν οτι θα μας στείλουν αν κάνουμε αταξίες, όταν ήμασταν παιδιά.... Πήγα σε πολλά μέρη».
«Και μετά;»
«Μετά γύρισα για ανασύνταξη.... ξέρεις... μέχρι να ξαναφύγω. Και εκεί πάνω στην προετοιμασία του επόμενου ταξιδιού γνώρισα αυτή την κοπέλα.... Κι άρχισα να αναβάλλω το ταξίδι».
«Μέχρι που ξεκινήσατε να σκαρώνετε κουτσούβελα και το ταξίδι αναβλήθηκε οριστικά».
«Πες το κι έτσι...»
«Εσύ πως το λες δηλαδή;»
«Δεν το λέω –γιατί να το πω; Ποιος ο λόγος;»
«Ο αιώνιος Λούι! Σε τριπάρει μια χαρά και πάνω στο χαϊλίκι σού ρίχνει έναν κουβά παγάκια στο σβέρκο, ο αιώνιος γαμημένος Λούι! Λοιπόν, ξέρεις κάτι; Είχαν δίκιο αυτοί, τότε...»
«Μπορεί και να΄χαν... Εσύ πάντως δεν πέταγες πράγματα νομίζω...»
«Ναι δεν πέταγα... Που ξέρεις, μπορεί και να μην είχα ξυπνήσει ακόμα από το τριπ... Μπορεί και να βαριόμουν ή να μην άξιζες τον κόπο ν΄ασχοληθώ περισσότερο....»
«Μπορεί»
Εκείνος σηκώνεται ψάχνοντας απ΄έξω τις τσέπες του μπουφάν του χωρίς εμφανή λόγο -ένα ακόμα στυλάκι που του έχει ξεμείνει από παλιά -αντικάρφωμα για τις αμηχανίες.
«Λοιπόν –χάρηκα που τα είπαμε. Λέω να πηγαίνω», λέει στον Κουμπή.
«Να πας όπου θες!» απαντάει εκείνος βάζοντας τους αντίχειρές του κάτω από τις μασχάλες –ο τυπικός αποχαιρετισμός του παιδιού Κουμπή. Κι αμέσως μετά: «Είχα έρθει και σας είδα στη συναυλία του Άλσους. Τζαμάτοι ήσασταν! Μαλακία που το διαλύσατε το γκρουπάκι...»
«Ναι, μαλακία», μουρμουρίζει εκείνος με γυρισμένη την πλάτη.
«Γιατί το διαλύσατε αλήθεια;» ρωτάει ο Κουμπής.
«Γιατί άραγε; Ούτε κι εγώ ξέρω....» λέει εκείνος, αλλά η απάντησή του φεύγει από την ανοιχτή πόρτα της ταβέρνας και γίνεται μουσκίδια από τη βροχή που πέφτει τουλουμοειδώς.
«Αργήσαμε και τζάμπα ο κόπος...» εξηγεί εκείνος στη βροχή όσο παιδεύεται με τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Μετά μπαίνει μέσα και κρυώνει.
Η βροχή συνεχίζει να πέφτει ανενόχλητη –άλλωστε, ποιος κατάφερε ποτέ να ενοχλήσει τη βροχή; Πόσο μάλλον να τη σταματήσει -έτσι; Κι εκείνος ξεκινάει το απρόθυμο Ούνο αλλά δεν έχει καμιά διάθεση να γυρίσει στο σπίτι των παππούδων, η γυναίκα του σίγουρα ψευτοκοιμάται κουλουριασμένη στην άκρη του κρεβατιού, ο δικός του χώρος κενός και κρύος τον περιμένει εκεί δίπλα της. Στην άκρη αυτής εδώ της πόλης αρχίζει η θάλασσα, μάλλον αφρισμένη τέτοια ώρα, και μετά τη θάλασσα στέκεται το σπίτι τους –γαντζωμένο στο βράχο, συρματοφυλαγμένο για χάρη των παιδιών -τα παιδιά του που καρφώνουν τα πρόσωπά τους στο συρματόπλεγμα κοιτάζοντας από ψηλά τη θάλασσα και περνάνε πέτρες μέσα από τις τρύπες της περίφραξης, πέτρες που γκελάρουν στις πτυχές του βράχου, μετά χάνονται όσο τα παιδιά του καρφώνουν τα πρόσωπά τους στο συρματόπλεγμα πασχίζοντας να δουν τις πέτρες να φτάνουν μέχρι το νερό, θέλοντας ν΄ανακαλύψουν αν υπάρχει όντως θάλασσα ή αν όλο αυτό δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα φαντασμαγορικό παραμύθι με μπαμπούλες. Τα παιδιά του που, όσο κι αν προσπάθησε για το αντίθετο, έχουν ακούσει παραμύθια με μπαμπούλες κι έχουν μάθει να φοβούνται.
Εκείνος τα βλέπει όλα αυτά από το παράθυρο του ημιυπόγειου εργαστηρίου του και νευριάζει, τι στο καλό συμβαίνει με τα παιδιά του; Δυο στρέμματα χώρος γύρω από το σπίτι –δέντρα, λουλούδια, γρασίδι –κι αυτά εκεί! Με τα πρόσωπα καρφωμένα στο σύρμα να πετάνε πέτρες και να προσπαθούν να τις δουν αν θα φτάσουν μέχρι στη θάλασσα. Θέλει να βγει έξω, να τα ρωτήσει –αλλά δεν ξέρει πώς να το κάνει. Επειδή είναι φυλακισμένος στο εργαστήριό του, δίπλα σε μισοτελειωμένους καμβάδες και ξεκοιλιασμένες κιθάρες, από τη μέρα που ήρθαν στο σπίτι, εκείνος και η γυναίκα του, το σπίτι ήταν τότε ένα ρημάδι περικυκλωμένο από ζούγκλα αγριόχορτων, «όλο το σπίτι δικό σου και των παιδιών που θα κάνουμε –μόνο αυτό το υπόγειο θέλω», της είχε ζητήσει. Και η γυναίκα του χαμογέλασε επειδή σκεφτόταν τα «παιδιά που θα κάνουν», η γυναίκα του αγαπούσε τα παιδιά κι άλλωστε είχε ήδη το πρώτο να παραφυλάει μέσα της, κάτι που σε κανονικές συνθήκες θα την φρίκαρε πολύ άσχημα («Τελευταία αναφορά από το εμπορικό διαστημόπλοιο ΝΟΣΤΡΟΜΟ, Ρίπλεϊ, αξιωματικός Τρίτου Επιπέδου») όμως δεν ένιωθε καθόλου έτσι. «Εντάξει, κάντο ότι θέλεις το υπόγειο, αλλά να το κάνεις κάτι –μην το αφήσεις αχούρι», του είχε απαντήσει. Κι εκείνος χαμογέλασε με νόημα, όπως χαμογελάνε όλοι οι ηλίθιοι όταν πρόκειται να πέσουν με τα μούτρα στην παγίδα. Ξεπατώθηκε να φτιάξει το σπίτι κι όταν ήρθε η σειρά του υπογείου δεν μπορούσε ούτε βίδα να στρίψει. Έβαλε τότε μπροστά τις δικαιολογίες, κυρίως καλλιτεχνικού περιεχομένου –ντανταϊσμός και αυστραλιανό μεταπάνκ βόλευαν μια χαρά! –κι έτσι έπεσε ακόμα πιο βαθιά στην παγίδα. Επειδή είναι πιο εύκολο να σοβαντίσεις ένα δωμάτιο από το να σοβαντίσεις έναν καμβά. Ή ένα τραγούδι... «Έχεις φοβηθεί ποτέ τραγούδι;» έλεγαν... Πού χάθηκαν άραγε αυτοί; Έπαιξαν μια φορά στην ίδια συναυλία, πρώτα το δικό του συγκρότημα μετά αυτοί –αιωρούμενοι πίσω από τα πλήκτρα τους κι ένας νευρικός κιθαρίστας.... Πού χάθηκαν αυτοί και πού χάθηκαν όλοι; Σε ραδιοφωνικούς σταθμούς να βάζουν μουσική σουπερμάρκετ ή στις συνοδευτικές μπάντες σιχαμερών πρώην κομματικών που μυρίστηκαν νεανικό αίμα και βάλθηκαν να το ρουφήξουν με το μπουρί του σολ και στίχους «κάτω όλοι, ζήτω εγώ». Σε ανήλιαγα βιβιλιοπωλεία, φαλιρισμένους εκδοτικούς οίκους, μυαλοπορνεία γεροξεκούτηδων που πίστευαν οτι η επανάσταση ακόμα τους χρωστάει έντοκα. Σε ασύχναστα μπαράκια απορημένοι. Στα Μέσα, αλλά μονίμως στην απέξω. Ή ίσως και στην ύπαιθρο, σαν και τα μούτρα του, μανιασμένοι να τσεκουρώνουν τις επαφές τους «με τον πολιτισμό»... Χάθηκαν όλοι αυτοί.
Το Ούνο τραντάχτηκε απότομα και μετά άρχισε να σφυρίζει σέρνοντας κάτι πιασμένο στο αμάξωμά του –μάλλον σακούλα με σκουπίδια –κι εκείνος παραξενεύτηκε, επειδή τριγύρω τα πεζοδρόμια έμοιαζαν πεντακάθαρα, πού είχε βρεθεί η σακούλα; Οδηγούσε αυτόματα, την ήξερε από παλιά την περιοχή –μετά το τέλος κάθε βόλτας υποχρεωτικό πέρασμα από τη Βούτα μπας και παίζει τίποτα ενδιαφέρον, να δούμε και κάναν άνθρωπο. Η Βούτα ήταν τώρα μια άδεια λίμνη χωρίς πάπιες και μηχανάκια. Καβάλησε ένα πεζοδρόμιο, τράβηξε χειρόφρενο και κοίταξε ψηλά στα δεξιά του, την έρημη γέφυρα. Τα σκουριασμένα κάγκελα και τα υπολείμματα λευκής μπογιάς στις ενώσεις. Βγήκε από το αυτοκίνητο, η βροχή είχε κόψει για την ώρα. Ανέβηκε την τσιμεντένια σκάλα της γέφυρας, στα 50 μέτρα από το τέλος της σκάλας ήταν η καλύτερη θέση για να βλέπεις τις κόντρες, επειδή υπήρχε μια κακοτεχνία, ένα εξόγκωμα σαν κακό σπυρί στο τσιμέντο της γέφυρας, «το θεωρείο». Έπρεπε να είσαι πολύ γρήγορος ή πολύ άγριος για να βρεις θέση στο «θεωρείο», εκείνος ήταν συνήθως πολύ κουρασμένος και πολύ ντροπαλός για να πλακωθεί στο ξύλο. Γι΄αυτό κατέληξε στη σκηνή, επειδή ντρεπόταν να παίζει κιθάρα στο δωμάτιο του πατρικού του και δεν υπήρχε περίπτωση να τραγουδήσει φωναχτά όσο ήταν μόνος του. Με τους υπόλοιπους ήταν αλλιώς. «Ρίχτα μωρή κοτούλα –τι κωλώνεις;» Και τότε γινόταν ένας στριμωγμένος άνθρωπος, τρομαγμένος από τον ίδιο του τον φόβο –σα σκυλί απέναντι σε χέρια γεμάτα πέτρες, απειλούσε τον ουρανό. Κοίταζε σπάνια δίπλα του, να δει αν το υπόλοιπο συγκρότημα ήταν ακόμα μαζί του και οι υπόλοιποι ήταν σχεδόν πάντα μαζί του, «προχώρα κι άλλο μη μασάς», προχωρούσε ακόμα πιο άκρη στη σκηνή μέχρι που το συγκρότημα τον άρπαζε απότομα, μισό βήμα πριν γκρεμιστεί –πάντα έτσι γινόταν, σχεδόν πάντα... Στη συναυλία στο γυμναστήριο τον αφήσανε για να δουν μέχρι που μπορεί να φτάσει, στην τελευταία συναυλία που δώσανε, πήγαν να τον τραβήξουν αλλά εκείνος τινάχτηκε να τους ξεφύγει και γκρεμίστηκε. Κοίταζε σπάνια δίπλα του, για να δει που είναι οι υπόλοιποι –ποτέ όμως δεν κοίταξε μπροστά, τον κόσμο που τον χάζευε. Συνήθως δεν τους άκουγε καν –εκείνη τη μέρα όμως ήταν αδύνατο να μην τους ακούσεις.
«Τι μαλλιά είναι αυτά παλιοπουστάρα;»
«Έπαιζε με την πρίζα ο μαλάκας, γι΄αυτό του σηκώθηκαν!»
«Έχει και βαμμένο ματάκι το χρυσό μου!»
«Μωρή Φτερού σταμάτα να τσιρίζεις, θα ξυπνήσει ο άντρας σου!»
Ήταν αδύνατο να μην τους ακούσεις.
Ο Τόλης ο μπασίστας τον είχε πλησιάσει νευρικά.
«Πάμε να φύγουμε -με τους μαλάκες...»
Ήταν η πρώτη τους κανονική συναυλία μ΄αυτό το σχήμα –ο Τόλης είχε παίξει πιο πριν με διάφορους, το ίδιο κι ο Λεό, ο ντράμερ. Ο άλλος κιθαρίστας ο Αλέξης ήταν πιτσιρικάς, πρώτη του φορά με συγκρότημα. Κι εκείνος είχε ξανανέβει με διάφορα σχήματα σε κλαμπάκια, συνήθως του κέντρου, κάποιοι συμμαθητές τον είχαν δει. Αλλά ήταν η πρώτη τους κανονική συναυλία μ΄αυτό το σχήμα, δεν σκόπευε να την παρατήσει τόσο εύκολα. Εδώ ήταν το Λύκειό του ρε γαμώτο –τους καργιόληδες που κράζανε και φτύνανε από κάτω θα ήταν υποχρεωμένος να τους φάει στη μάπα το επόμενο πρωί. «Τι έγινε μωρή Φτερού, ξέχασες να βάψεις τα νύχια σου σήμερα;» Δεν γινόταν να τα παρατήσει. Όχι εδώ, όχι τώρα.
Η βροχή ξανάρχισε να πέφτει, αλλά εκείνος δεν είχε καμιά διάθεση να φύγει από το «θεωρείο», αντιθέτως έσφιξε την σκουριασμένη κουπαστή μέχρι να μουδιάσουν τα δάχτυλά του.
Έσκυψε μπροστά.
Έσφιξε τη βάση του μικροφώνου μέχρι να μουδιάσουν τα δάχτυλά του.
Έσκυψε μπροστά.
«Το επόμενο τραγούδι μιλάει για όσους φοράνε φαρδιά παντελόνια για να μη φαίνεται οτι τους λείπουν τ΄αρχίδια...»
Αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα ακριβώς από κάτω του. Αθλητικά παπούτσια που έσκαγαν στο πλαστικό δάπεδο του γυμναστηρίου πατικώνοντας τσίγκινα κουτιά μπύρας. Και κοκακόλας. Ίσως και πορτοκαλάδας. Με ανθρακικό. Ένα διαπεραστικό ρεύμα αέρα που σφύριζε «θα πεθάνεις εδώ μέσα!»
«Και το κακό είναι οτι υποχρεωνόμαστε εμείς να πηδάμε τις γκόμενές τους επειδή αυτοί δεν μπορούν, έχει γίνει σκατά το μυαλό τους από τις ντισκόμπαλες....»
Κανένας δε μιλάει από κάτω, ο Τόλης έχει φύγει προς τα πίσω και κάτι σκαλίζει, εκείνος δεν προλαβαίνει καν να αναρωτηθεί αν υπάρχει έστω ένα παιδί που να τον συμπαθεί από κάτω, έστω ένα...
«Και το χειρότερο είναι οτι υποχρεωνόμαστε εμείς να πηδάμε και τις μανάδες τους, για να τους δώσουν χαρτζιλίκι, να πάνε στη Φλόριαν Γκρέι με τη Μαλμπουρίνη στο τσεπάκι...»
Το πρώτο τενεκεδάκι έκανε έναν θόρυβο σα λάστιχο που σκάει κι αμέσως ακολούθησαν 5-6 μαζεμένα, δεν κατάλαβε ποιο απ΄όλα του έσκισε το φρύδι, τι σημασία είχε άλλωστε; Απλώς όλα αυτά σήμαιναν οτι έπρεπε ν΄αρχίσουν να παίζουν το τραγούδι τώρα που είχαν την προσοχή τους... Γύρισε να κοιτάξει τους υπόλοιπους, τους έκανε νόημα κι εκείνοι έμοιαζαν με παιδιά κοκαλωμένα στο «τρενάκι του τρόμου» αλλά ήταν ακόμα παιδιά στο κάτω-κάτω...
«Το Αγόρι Που Φώναζε ‘ΑΛΛΟΣ’», είπε με το μικρόφωνο να γλύφει το μάγουλό του, τότε ένα τενεκεδάκι έσκασε πάνω στο μικρόφωνο κι ακούστηκε ανατριχιαστικό το ξύρισμα. Είχαν γράψει αυτό το τραγούδι όλοι μαζί –μίλαγε για ένα πρεζόνι που ζούσε στα Δημόσια Ουρητήρια, κοιμόταν στις τουαλέτες και έψαχνε μονίμως φράγκα για να γίνει.
«Δε μ΄αρέσει που παίρνω πίπα τον πατέρα σου/ αλλά κάπως πρέπει να ζήσω κι εγώ», νόμιζε οτι θα είχε χρόνο να πει τουλάχιστον τους πρώτους στίχους, νόμιζε οτι οι υπόλοιποι θα έπαιζαν έστω τη μισή εισαγωγή –έκανε λάθος. Κάποιος του πέταξε ένα γυάλινο μπουκάλι (μπύρα; κοκακόλα;), ένιωσε το θόρυβο που κάνανε τα μπροστινά του δόντια –έμοιαζε όπως όταν πετύχαινε κόκαλο στο κυριακάτικο ψητό της μάνας του -ανατριχιαστικό και σιχαμένο, όσο να πεις! Πίσω του δεν ακουγόταν μουσική, δεν χρειαζόταν να κοιτάξει για να βεβαιωθεί οτι οι άλλοι την είχαν ήδη κοπανήσει. Κάποιοι πήδηξαν πάνω στη σκηνή και τον έσπρωξαν –μια τσιρίδα «σταματήστε αμέσως, θα αποβληθείτε όλοι σας!».
Ο Σύλλογος Γονέων είχε δώσει την αίθουσα του γυμναστηρίου για να γίνει η συναυλία με την προϋπόθεση να επιβλέπει κάποιος καθηγητής. Ο κλήρος είχε πέσει στον γυμναστή. Ο γυμναστής μετέφερε τα καθέκαστα στο συμβούλιο των καθηγητών. Εκείνος αποβλήθηκε από το συγκεκριμένο Λύκειο δια παντός.
Δεν έψαξε να πάει σε άλλο Λύκειο, δεν άλλαξε το συγκρότημά του, για ποιο λόγο άλλωστε; Το συγκρότημα ήταν το μοναδικό που του είχε απομείνει. Και ήταν καλοί. Περάσανε δυο χρόνια που δίνανε συναυλίες όπου βρίσκανε –παίξανε μετά, κοντά ένα χρόνο μόνιμοι σε κλαμπ, βγάλανε κι ένα δίσκο σε σοβαρή εταιρεία, με το ζόρι τους δώσανε 10 δωρεάν αντίτυπα στον καθένα.... Ήταν καλό συγκρότημα.... Και μια μέρα διαλύσανε –για κάποιο λόγο που κανένας δεν θυμάται επακριβώς, τι σημασία έχει;
Εκείνος αποφάσισε τότε οτι έπρεπε να ηρεμήσει, να μαζέψει το μυαλό του, να κάνει διακοπές –ήταν ένας ακόμα ηλιόλουστος χειμώνας ανομβρίας, η καλύτερη εποχή για νησί. Στην Αλόννησο μ’ ένα παλιόφιλο από την εποχή του δεύτερου Χημείου (φωτογραφία όχι και τόσο ευκρινής –από εφημερίδα), ένα πρωί σηκώθηκε η υγρασία της σπηλιάς και τους πλάκωσε, ο παλιόφιλος είχε γίνει μυγιάγγιχτος επειδή υποψιαζόταν οτι εκείνος έβαζε χέρι στην καβάντζα του κι εκείνος έφυγε μετά από λίγο. Ο παλιόφιλος έμεινε πίσω.
Στην κατάληψη κοντά στη Βικτώρια –δεν θυμόταν τι ακριβώς είχε συμβεί (φωτογραφία πανοραμική -του κτιρίου). Κάποιο παιδί που φοβόταν οτι θα τους την πέσουν ξημερώματα....
Μετά η πόλη έγινε πολύ στενή γι΄αυτόν –κάποιες φήμες κυκλοφόρησαν, κάποιοι έψαχναν, κάτι έψαχναν.... Έφυγε ένα ξημέρωμα με το Μάτζικ Μπας και το διαβατήριο ενός ξαδέρφου του, πέντε χρόνια μεγαλύτερου –τον έψαχνε βλέπεις κι η στρατονομία ως λιποτάκτη.
Κοίταξε κάτω από τη γέφυρα, η Βούτα ήταν μια άδεια λίμνη πλέον. Ούτε ίχνος από τα μηχανάκια τους, ούτε ψίθυρος από τα χοντροκομμένα γέλια τους. Τίποτα. Ζύγιασε την πιθανότητα να φουντάρει από εκεί πάνω –πως ακριβώς φουντάρεις; Δίνεις ώθηση και φεύγεις προς τα κάτω με το κεφάλι; Ή καβαλάς το κάγκελο και πηδάς; Όσο κι αν προσπάθησε δεν κατάφερε να κάνει τα παιδιά του να μη φοβούνται. Όσο κι αν το ήθελε, δεν έπεισε ποτέ τον εαυτό του οτι αυτή ήταν η ζωή που ήθελε να ζήσει. Ή έστω η ζωή που μπορούσε ν’ αντέξει. Όσο κι αν έψαχνε μέσα στο κεφάλι του, δεν βρήκε πουθενά εκεί πέρα το επόμενο αριστούργημα. Τραγούδι, πίνακα... οτιδήποτε. Ήταν ένας τραγουδιστής που χανόταν με την πάρτη του όταν ανέβαινε πάνω στη σκηνή κι αυτό ήταν όλο. Αν δεν έχεις συγκρότημα πώς να φτιάξεις στίχους; Αν δε σε ζορίζουν, πώς να εκραγείς; Λοιπόν, απλά ρίχνεις το βάρος του σώματός σου έξω από το κάγκελο, σιγά –σιγά, μέχρι να βρεθείς μισοκρεμασμένος στην αόρατη τσουλήθρα και να φύγεις προς τα κάτω. Και μετά διπλώνει το σώμα, πιάνονται τα παπούτσια από την κουπαστή, ή κοπανάει η μύτη σου στο τσιμέντο απέξω –γίνεσαι καρτούν με λίγα λόγια. Κοίταξε κάτω, κάποια κίνηση στο πεζοδρόμιο.
«Πρόσεχε μη σκοτώσεις κάναν άνθρωπο ρε ηλίθιε!» γέλασε.
Δυο πιτσιρικάδες χαρχάλευαν την πόρτα του Ούνο, δεν τους πήρε πολλή ώρα μέχρι ν΄ανακαλύψουν οτι ήταν ξεκλείδωτη. Ο ένας μπήκε μέσα στα μουλωχτά, ο άλλος έμεινε απέξω κρατώντας τσίλιες. Εκείνος τους είδε, εκείνοι πάλι όχι. Έκανε μισό βήμα πίσω και τις παλάμες του χωνί.
«Κοιτάτε ρε μαλάκες μη σκοτωθείτε –έχει χαλάσει το υδραυλικό του τιμονιού!» φώναξε.
Οι πιτσιρικάδες σήκωσαν ταυτόχρονα τα κεφάλια –τόσο ταυτόχρονα που ο χωμένος μέσα στ΄αμάξι κοπάνησε στην μισάνοιχτη πόρτα του οδηγού.
Ξεκαρδίστηκε χαζεύοντάς τους.
Ο τσιλιαδόρος του έκανε κωλοδάχτυλο.
Η μηχανή του Ούνο πήρε μπρος.
Και η βροχή ξανάρχισε.
Άρχισε να κατεβαίνει την τσιμεντένια σκάλα της γέφυρας προσπαθώντας μάταια να κουμπώσει το δερμάτινο –πλαστικό μπουφάν του.
«Έχεις χοντρύνει φίλε μου –πάρτο απόφαση», μονολόγησε.
Και μετά...
«Θα ξημερώσει μέχρι να φτάσω σπίτι ποδαράτο –χίλιες φορές καλύτερα να είχα βουτήξει από τη γέφυρα....»
Αλλά βαριόταν να ξανανέβει, σκέφτηκε κιόλας οτι θα ήταν πολύ κρύο το αστείο: «Βούτηξε στη Βούτα!»
Πήρε τον δρόμο της επιστροφής τουρτουρίζοντας.
Πολλοί κατακλυσμοί
-
Ας αποφαίνονται κάποιοι κριτικοί, για το πολυκαιρισμένο του συμβόλου. Από
μόνο του τίποτα δεν είναι εξαντλημένο όσες φορές κι αν επανέρχεται στο...
Πριν από 4 εβδομάδες
28 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
"-άλλωστε, ποιος κατάφερε ποτέ να ενοχλήσει τη βροχή;"
...
Αυτή είναι μια πολύ καλή ερώτηση φίλε μου -αλλά φοβάμαι οτι δεν ξέρω την απάντηση...
O άνεμος.
Χαχαχα, σωστός! Αλλά ο άνεμος την ενοχλεί τη βροχή ή τη βολεύει επειδή την κάνει να ψεκάζει σε μεγαλύτερες περιοχές;
Χαχα, που ξέρω ρώτα την.
Εγώ περίμενα να τον τσακίσεις τον άνθρωπο,πάλι καλά που τον έσωσες.
Καλά από πότε είχε υποβοήθηση το ούνο;
Υδραυλική υποβοήθηση είχε -υδραυλικό τιμόνι δεν είχε, χαχαχα. Βασικά είχα κάποτε οδηγήσει ένα Ούνο που του είχε χαλάσει ΚΑΙ η επαναφορά στο τιμόνι, καταπληκτική φάση -έστριβες κι εκεί που περίμενες να επανέλθει, το αμάξι πήγαινε σβούρες σαν συγκρουόμενο. Αλλά είπα να μην το βάλω αυτό στην ιστορία για να μη γίνουμε εντελώς επιστημονικής φαντασίας!
Το πλάνο μου είναι να πεθάνει μόνο ένας (αυτός που πέθανε ήδη) για να μου μείνουν και κάποιοι να πάνε στην κηδεία, χαχαχα.
Eπειδή δεν έχω οδηγήσει ούνο δεν ξέρω,θα ρωτήσω όμως.Υπάρχουν και επαγγελματίες συνοδοί κηδειών, μην σε απασχολεί.
Λοιπόν σήμερα έχει μια καταπληκτική μέρα,το γαλάζιο του ουρανού είναι φανταστικό,η ορατότητα φθάνει τα 100 χλμ,φαίνεται η κορυφή του Ολύμπου χιονισμένη στο βάθος.Λέω να πάω καμμιά βόλτα...δε γαμιέται και η κρίση και τα βασανά της.
καλο ιστοριακι. μαλλον πρεπει να κανεις ενα διαλλειμα απο τις μαγαλες ιστοριες και να ασχοληθεις ξανα με τα μικρα... μεσα ημουν την τριτη, ασε χαλασε και το γουρι....
Κι εγώ περίμενα να βουτήξει στη Βούτα...
Και η αναφορά στο Άλιεν με τρέλλανε!
Κωλόφαρδος είσαι ρε Ηλία -τι να λέμε τώρα! Εδώ πολύ τυφλοποντικίαση.
Άσωτε, βασικά ένα κόνσεπτ είναι με πολλές αυτοτελείς ιστορίες, κάπως έτσι το σκέφτομαι. Την Τρίτη νόμιζα οτι πήρες μαζί σου εκείνον το φίλο σου που μου έλεγες -τόση γκαντεμιά πιά!
Κουμπάρα, "μερικές φορές ο θάνατος είναι μια κάποια λύση" που έλεγε και μια ψυχή. Στη συγκεκριμένη περίπτωση προτίμησα την απόγνωση. Το Άλιεν είναι νομίζω καλή συνοπτική περιγραφή των πρώτων σταδίων της εγκυμοσύνης -νομίζω, δεν είμαι σίγουρος, επειδή δεν μου έχει τύχει ακόμα ε;
Εχει και παιδια καλα εκανες και δεν τον σκοτωσες. Αλλωστε παλιοτερα ειχες ξαναγραψει σε μια ιστορια πως δεν αποφασιζουμε εμεις για το ποτε θα πεθανουμε.
pedia de skotonetai o pethamenos.
Manolo καλά για τα παιδιά του, κακά ψυχρά κι ανάποδα γι΄αυτόν. Έχεις διαβάσει κι άλλες ιστορίες μο κουφαλίτσα -κι εγώ σε είχα για χτεσινό στην γειτονιά!
Puppet, μωρή μουχρίστα πάλιουρα -θα καρφώσεις και το τέλος σε λίγο, χαχαχα.
ρε όλους θα τους σκοτώσει - έτσι κάνει πάντα! Και όσους δεν σκοτώσει είναι ήδη φαντάσματα που βρίσκονται και μιλάνε δίπλα μας, ή πεθαίνουν στο επόμενο βιβλίο...
άλλωστε κανείς δεν θα γλυτώσει, άρα πρέπει να πεθαίνουμε όσο είμαστε ακόμη ωραίοι, αλλιώς καταντάμε σαν και 'μας - έτσι παλιόγερε;
"Δεν ξέρω αν θα πεθάνετε στα γέλια -πάντως, έτσι κι αλλιώς θα πεθάνετε", είχε πει ο Νικολαϊδης στην παρουσίαση μιας ταινίας του στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Και φυσικά "ζήσε γρήγορα, πέθανε νέος -φτιάξε ένα όμορφο πτώμα", είχε πει κάποιος άλλος...
Μπορεί να γεράσαμε ρεμάλι, αλλά δεν ξεχνάμε και τόσο εύκολα.
ευχαριστώ γιά τον τίτλο τιμής - το "ρεμάλι" ντέ!
και βέβαια δεν ξεχνάμε... το μυαλό μας είναι το τελευταίο σεξουαλικό όργανο μας που θα μείνει να δουλεύει, λίγο πρίν τους τίτλους του τέλους. Όταν θα πάψει κι αυτό, θα πεθάνουμε... έτσι κι αλλιώς...
Ε, όχι και σεξουαλικό όργανο το μυαλό μου! Μπλιαχ δηλαδή -αν δούλευε το μυαλό μου με τη συχνότητα που αφυπνίζεται το πουλί μου θα ήμουνα τώρα καθηγητής στο ΜΙΤ, χαχαχαχα.
Ρεμάλια, ρεμάλια παιδί μου τι να πεις... Απαπαπα!
Α πα πα τι ακούμε... νεολαία σου λέει μετά τς τς.
Δηλαδή εσύ ρε μηχανόπαιδο πρέπει να είσαι ο φόβος και ο τρόμος στον περιγυρό σου χαχα.(μ'άρεσε η σεμνοτυφία, "το πουλί μου")
Ηλία, δεν προσέχεις τους όρους που χρησιμοποιώ και με στεναχωρείς αγόρι μου! Έγραψα "αφυπνίζεται" τουτέστιν ξυπνάει και έγραψα "πουλί" τουτέστιν απλώς κελαηδάει. Ή κρώζει, όπως το πάρει κανείς... Κατανόησες τώρα; Χαχαχα
Μη μου λες τέτοια,δε θέλω να στεναχωριέσαι.
Αφυπνίζεται,τουτέστιν λαμβάνει ερεθίσματα,τουτέστιν πρέπει να κελαηδίσει πάνω στο ερέθισμα.Αν δεν κελαηδίσει θα μαραζώσει.
Κεφάλαιο:του "πουλιού" ο χαβάς.
Ναι -τα σχόλια στα ποστ μου φημίζονταν εξαποανέκαθεν για την επιστημονική εγκυρότητα και τη σοβαρότητά τους χεχεχεχε.
Ολα μαραζώνουν στις πόλεις -απ΄τα καυσαέρια και τα άκαυτα. Τα πουλιά μας θα γλιτώνανε; Όταν ήμουνα πιτσιρικάς, ήταν τίγκα στους μπούφους, τα κοτσύφια και τις τσίχλες το βουνό εδώ δίπλα. Τώρα μόνο κάτι μπούφοι έχουν μείνει, αλλά ζουν σε γραφεία, όχι στα βουνά.
Υ.Γ.: Ανάλυση ο πούστης μια φορά -ε!
Eίσαι πολύ καυστικός με τα καημένα τα πουλάκια.
Το υ.γ.δεν τόπιασα.
poly kata8lipsh ki auto re gmt, parakmh sapila vroxh kai mavra korakia.
pare kati na eu8ymhsoume http://www.youtube.com/watch?v=Izfu-OmQbco
Με αυτοθαύμασα για τον τρόπο που συνέδεσα την οικολογία με την πουτσολογία, χαχαχαχα.
Ραζ, στις μαυρίλες ήμασταν και πιτσιρικάδες -τι περίμενες δηλαδή; Να γεράσουμε και να ευθυμήσουμε; Σώτης -το καλύτερο κλατάρισμα λόγω άσθματος της ελληνικής σκηνής, τύφλα να 'χει ο Ντίο μπροστά του!
Ναι ρε γαμώτη μου και έσπασα το κεφάλι μου -που με παραπέμπει ο πούστης τώρα;
Συν, κάνε μου τη χάρη και μην ξανατρολάρεις εδώ μέσα.
Ηλία, όταν κάνω κάτι θαυμάσιο με θαυμάζω, χαχαχαχα.
Χαχα ναι ναι,
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!