Ξύπνησε με την αίσθηση πως ένα ψόφιο ποντίκι είχε φρακάρει στον ουρανίσκο του εμποδίζοντάς τον αναπνεύσει, ένιωσε να πνίγεται, ξεφύσησε απελπισμένα και τότε η αποφορά του ποντικιού έφτασε μέχρι τα ρουθούνια του. Προσπάθησε να βήξει –αδύνατο. Κούνησε τα σαγόνια του μήπως ενεργοποιηθεί κάποιος σιελογόνος. Και τεντώθηκε στο κρεβάτι, βρέθηκε ο μισός έξω από τα σεντόνια, είδε τις ακτίνες του ήλιου που πάλευαν να χωθούν ανάμεσα στις κατεβασμένες γρίλιες –γιατί δεν ήταν κλειστές οι κουρτίνες του παραθύρου; Θυμόταν αμυδρά οτι τις είχε κλείσει το προηγούμενο απόγευμα –αυτό που δεν θυμόταν ήταν το τι έγινε μετά. Όταν επέστρεψε στο σπίτι, μέχρι να φτάσει στο κρεβάτι....
Χρειαζόταν επειγόντως ένα ποτήρι νερό, μπας και καταπιεί το ψόφιο ποντίκι.
Ακούμπησε το δεξί του πέλμα στο πάτωμα, η ζεστασιά του παρκέ ήταν κάποια παρηγοριά. Για λίγο. Επειδή, όσο κι αν προσπάθησε δεν γινόταν να βγάλει το σώμα του έξω από το κρεβάτι, ολόκληρη η αριστερή του πλευρά είχε παραλύσει. Σχεδόν ολόκληρη. Αφού κάποιος γάζωνε το στήθος του, μια αόρατη ραπτομηχανή μπαινόβγαινε λίγο πιο κάτω από την καρδιά του, δυο αργά τσιμπήματα, μετά τέσσερα γρήγορα και πάλι απ΄την αρχή. Συγκεντρώθηκε στη ραπτομηχανή και ξέχασε για λίγο οτι πνιγόταν αδυνατώντας ν’αναπνεύσει –προσπάθησε άδικα να σηκώσει το αριστερό του χέρι μπας και ψηλαφίσει το στήθος του, μετά ανακάλυψε οτι το δεξί του χέρι κρεμόταν έξω από το κρεβάτι, το μάζεψε αργά. Ψάχτηκε. Τίποτα δεν υπήρχε πάνω στο γυμνό του στήθος, καμιά ραπτομηχανή, μόνο ο πόνος, δυο αργά τσιμπήματα, τέσσερα γρήγορα και πάλι απ΄την αρχή. «Πεθαίνω ρε πούστη!» σκέφτηκε κι αυτό τον ηρέμησε κάπως. «Δε νιώθω την αριστερή πλευρά, σε λίγο θα παραλύσω κι από δεξιά –έτσι θα πάω, από τη βρώμα θα με βρουν». Συνέχισε να πνίγεται άπνοος –αλλά πνιγόταν βουβά, σα να τον είχαν τσιμεντώσει στο βυθό μιας άθλιας προβλήτας, γεμάτης ψόφια ποντίκια. Κάτι σα λόξυγκας τον ξετίναξε, η ραπτομηχανή πήρε να γαζώνει κατά ριπάς στο στήθος του –έχασε μέχρι και την αίσθηση του πόνου, το σώμα του άρχισε να συσπάται μηχανικά, ο κόσμος μαύρισε. Κάποια κραυγή ξεκίνησε από τα νεφρά του, μα δεν κατάφερε να βγει στον αέρα –μούγκριζε σα μοσχάρι που του έχουν κόψει τις φωνητικές χορδές, μούγκριζε άηχα.
Το χτύπημα στο μέτωπο τον επανέφερε στη ζωή –πόνεσε, έγλυψε σκόνη από το παρκέ κι έτσι ανακάλυψε οτι ξανάρθε σάλιο στο στόμα του. Κατάπιε προσεκτικά –ούτε ίχνος ψόφιου ποντικιού πλέον στον ουρανίσκο του, άρχισε ν’ανασαίνει λαίμαργα. Δοκίμασε πάλι να κουνήσει την αριστερή του πλευρά, άψυχα τα μέλη του σύρθηκαν όσο ο δεξιός του ώμος έσπρωχνε το πάτωμα. Ξανάπεσε, βόγκηξε –τώρα με ήχο.
«Καλά που δεν πάθαμε και τίποτα».
Και τότε άκουσε το στριφογύρισμα στο κρεβάτι του –όμως, έτσι όπως ήταν πεσμένος δεν είχε οπτική επαφή. Το στριφογύρισμα συνεχίστηκε. «Δεν είμαι μόνος τελικά;» σκέφτηκε. Άφησε το κεφάλι του να ξαναπέσει.
«Τι έπαθες; Είσαι καλά;» ακούστηκε η γυναικεία φωνή από πίσω του.
Βραχνή φωνή από το απότομο ξύπνημα.
«Μια χαρά είμαι –είπα να κάνω την πρωινή μου γυμναστική», απάντησε με κατσαρωμένη φωνή.
Ποια κοιμήθηκε στο κρεβάτι του; Έκανε ακόμα μια προσπάθεια να σηκωθεί –δεν τα κατάφερε. Αν ήταν μόνος του τώρα θα έκλαιγε. Κανονικά.
«Θες βοήθεια;» ρώτησε η φωνή.
«Αν μπορείς... κάποια κράμπα...» μουρμούρισε αβέβαια.
Άκουσε τα γυμνά πόδια της να κοπανάνε στο παρκέ, μετά τα πόδια έφτασαν στο ύψος των ματιών του, μπορούσε να δει οτι η γυναίκα είχε βαμμένα νύχια. Ποια ήταν αυτή και γιατί έβαφε τα νύχια των ποδιών της χειμωνιάτικα; Καμιά στριπτιτζού; Αλλά δεν θυμόταν να πήγε σε στριπτιζάδικο χτες βράδυ... Όταν έφυγε από το σπίτι του πέρασε από τη γαμωταβέρνα που είχαν μαζευτεί οι παλιοί συμμαθητές, όμως σύντομα ανακάλυψε πως οι περισσότεροι ήταν μαλάκες που δεν είχε όρεξη να ξαναδεί –είχε φύγει όσο πιο σύντομα γινόταν. Και μετά;
«Κρατήσου από πάνω μου», είπε η γυναίκα.
Έσκυψε για να περάσει τον ώμο της κάτω από τη μασχάλη του, όσο αυτός προσπαθούσε ν’ανασηκώσει το κορμί του. Δεν κατάφεραν και πολλά πράγματα, η γυναίκα τον τραβούσε σαν τσουβάλι γεμάτο πέτρες και το κρεβάτι φαινόταν χιλιόμετρα μακριά. Την κοίταζε κλεφτά όσο αγκομαχούσαν παρέα. Η γυναίκα ήταν γυμνή, είχε κάτι μυτερά βυζιά που ανεβοκατέβαιναν όσο αγωνιζόταν να τον μεταφέρει κι όσο περισσότερο την κοίταζε τόσο συνειδητοποιούσε οτι αυτή η γυναίκα ήταν κοντά 20 χρόνια μικρότερή του. Που στο διάολο την πέτυχε;
Έπεσαν μαζί στο κρεβάτι κάπως απότομα –η γυναίκα άφησε μια μικρή κραυγή πόνου και μετακινήθηκε βιαστικά. Εκείνος βρέθηκε ανάσκελα να χαζεύει το γύψινο στο φωτιστικό του ταβανιού. Η γυναίκα χάθηκε για λίγο από το οπτικό του πεδίο.
«Είσαι καλύτερα τώρα;» τον ρώτησε.
«Δεν έχω παράπονο...» χαμογέλασε.
«Εντάξει», του είπε η γυναίκα και ξαναβρέθηκε απότομα στο οπτικό του πεδίο.
Είχε ξανθά μαλλιά, αλλά εκείνος μπορούσε να διακρίνει, πως αυτό δεν ήταν το φυσικό της χρώμα. Ξανθά, μακριά μαλλιά. Την κοίταξε κάπως απορημένα.
«Απ΄ότι φαίνεται έγινε κάποια κατάσταση μεταξύ μας χτες βράδυ...» μουρμούρισε εκείνος.
«Την οποία δεν θυμάσαι ή δεν θέλεις να θυμάσαι!» τον κάρφωσε η γυναίκα.
«Γιατί –εσύ δηλαδή θυμάσαι;» ρώτησε.
«Μέσες άκρες...» παραδέχτηκε η γυναίκα.
«Γι΄αυτό λοιπόν...» είπε.
«Δήμητρα», του συστήθηκε η γυναίκα ψάχνοντας να βρει τα ρούχα της.
«Ηλίας», απάντησε εκείνος. «Ή αλλιώς Φάντασμα –πριν τη δύση του ηλίου κυκλοφορώ αόρατος, όταν πέσει η νύχτα κάνω τους εφιάλτες των γονιών σας πραγματικότητα», σκέφτηκε αλλά δεν το είπε φωναχτά.
«Χάρηκα», φώναξε η γυναίκα από την άλλη άκρη του δωματίου.
«Πόσων χρονών είσαι Δήμητρα;» ρώτησε μηχανικά.
«25 –εσύ;»
Χαμογέλασε ή τουλάχιστον προσπάθησε, έτσι σακάτης που είχε καταντήσει.
«Αρκετά μεγάλος για να είμαι πατέρας σου», της ξεκαθάρισε.
«Αν μου το έλεγες αυτό χτες βράδυ θα με έριχνες νωρίτερα», είπε η γυναίκα.
«Νωρίτερα από τι;» απόρησε εκείνος.
«Νωρίτερα....» μουρμούρισε η γυναίκα.
Συγκεντρώθηκε στο γύψινο του φωτιστικού από ανάγκη, αφού μόνο εκεί μπορούσε να κοιτάζει. Διέκρινε μάλιστα και μια αράχνη που είχε φτιάξει τον ιστό της –«πάνω από το κεφάλι μου πλέκουν ιστούς οι αράχνες, πόσο πιο πεθαμένος να γίνω δηλαδή;» αναρωτήθηκε.
«Είπες τίποτα;» απόρησε η γυναίκα.
«Όχι –εντάξει....» βιάστηκε να απαντήσει.
«Λέω να πηγαίνω τότε», μουρμούρισε η γυναίκα διστακτικά. «Αν δε με χρειάζεσαι...»
«Μπορείς να μου φέρεις λίγο νερό;» την παρακάλεσε.
Κι έμεινε εκεί να την περιμένει ανήμπορος –ενοχλημένος που μια άγνωστη γυναίκα κυκλοφορούσε στο σπίτι του, νευριασμένος από αυτό το πράγμα που τον είχε πιάσει στα ξαφνικά. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί, έσφιξε τα δόντια και τίναξε το αριστερό του χέρι με δύναμη, αλλά δεν έγινε σχεδόν τίποτα. Μόνο ένα σκίρτημα στον αριστερό ώμο -κι αυτό μπορεί να ήταν της φαντασίας του. «Έλα ρε πούστη –κόφτην πλάκα!» αναστέναξε. Κι αν δεν ήταν πλάκα;
Την άκουσε να ξαναμπαίνει, στάθηκε πάνω του και γέμισαν τα μάτια του με το διαφανές ποτήρι –εκείνη τον στήριξε να ανασηκωθεί κι εκείνος ήπιε με βουλιμία. Το μισό ποτήρι χύθηκε στο στήθος του, ανατρίχιασε, ντροπιάστηκε.
«Τι ακριβώς σου συνέβη;» τον ρώτησε.
«Δεν ξέρω –ξύπνησα με το στόμα τσαρούχι, έκανα να σηκωθώ και βρέθηκα στο πάτωμα. Όλη μου η αριστερή πλευρά έχει βγει οφ...» ψιθύρισε.
Άκουσε μια καρέκλα να σέρνεται στο πάτωμα -δεν ήξερε αν έπρεπε να χαρεί ή να λυπηθεί που η γυναίκα είχε αποφασίσει να μη φύγει αμέσως.
«Μάλλον τα ανακάτεψες άσχημα χτες βράδυ...» είπε η γυναίκα σκεφτικά.
«Μάλλον...» συμφώνησε εκείνος όσο άρχιζε να θυμάται.
Έβρεχε όταν είχε βγει από την ταβέρνα, μούσκεψε μέχρι να μπει στο αυτοκίνητο. Ήταν νωρίς ακόμα για να υποστεί το κλασσικό στήσιμο παύλα αυτοτιμωρία στην οποία είχε υποβληθεί από τη στιγμή που ξεστόμισε εκείνη τη γαμημένη φράση: «εγώ εκεί θα είμαι και θα σε περιμένω –όποτε θες, έλα». Ήταν νωρίς η ώρα, αλλά δεν ήταν καθόλου νωρίς ο χρόνος –ή ήταν πλέον πολύ αργά, όπως το δει κανείς. Αυτός πάντως θα πήγαινε. Όπως κάθε τέτοια μέρα τα τελευταία δυο χρόνια, θα πήγαινε και θα έβγαζε τη νύχτα κοιτάζοντας κλεφτά την πόρτα του μπαρ, μπας και μπει επιτέλους ο Γιάννης, να λήξει η παρεξήγηση... Παρεξήγηση, τρόπος του λέγειν –αν το να σε πιάσει ο κολλητός σου με τη γυναίκα του θεωρείται παρεξήγηση τότε τι θεωρείται πουστιά; Πούλημα, ξεφτιλίκι, όπως θες πέστο –αλλά παρεξήγηση; Ναι εντάξει, «η ιδιοκτησία είναι κλοπή» και «δεν υπάρχει δικό μου και δικό σου σ΄αυτόν τον παλιόκοσμο», από δικαιολογίες διαθέτουμε «σε όλα τα σχέδια, για όλα τα μεγέθη».
Είχε παρκάρει έξω από το καφενείο της διασταύρωσης –από εκεί φαινόταν το παλιό μαγαζί του Μπιλ του Χοντρού που τώρα πλέον ήταν παπουτσάδικο –είχε αποφασίσει να σκοτώσει την ώρα του στο καφενείο παίζοντας πόκερ στα «σκιερά» τραπέζια και υπολογίζοντας οτι μπορεί να πετύχαινε κάποια στιγμή τον Κώστα τον Ιντζέ. Επειδή «αν θέλεις να γλιτώσεις από τις τύψεις, κοίτα να βγάλεις χοντρά φράγκα», έτσι ήταν.
Το τραπέζι του πόκερ μύριζε «Ψιλικά-Χαρτικά», λαϊκοί φτωχομπινέδες που παίζανε για κέρματα κοιτάζοντας συνέχεια το ρολόι –μην αργήσουν στο σπίτι. Συνήθως ο Ηλίας δεν έχανε την ώρα του με τέτοια σαπάκια αλλά είδε στο τραπέζι το Λεωνίδα τον Σόλοικο κι έκατσε λόγω που τον είχε άχτι. Ο σκατόχοντρος τούς είχε φάει τη Μελίνα, ένα χρόνο μετά το Λύκειο –όπου τον έβλεπε, έψαχνε ευκαιρία να τον λιανίσει ο Ηλίας. Έκατσε και αφιερώθηκε στο παιχνίδι –σε μισή ώρα τους είχε ξετινάξει, κρυφοκοίταγε τη μπάζα του (ποτέ δε μετράς τα κέρδη όσο παίζεις) και ήτανε ψιλολόγια, φυστίκια ανάλατα.
«Μέσα ρε μάγκα –δε θα με πιάσεις εμένα σόλοικο», μούγκρισε ο Λεωνίδας ποντάροντας δυο μάρκες του δεκάρικου με ύφος Νικ δι Γκρικ.
Αν ήταν άλλος, ο Ηλίας θα πήγαινε πάσο –δεν άξιζε η μπάζα για να κάψει την κομπίνα του, αλλά αυτόν τον πούστη είχε αποφασίσει να τον ξεσκίσει.
«Ωραίος!» χαμογέλασε. «Διπλασιάζω».
Ο Λεωνίδας τον κοίταξε βαριανασαίνοντας, ο Ηλίας κατουρήθηκε στα γέλια εσωτερικώς ενώ απέξω παρέμεινε Φάντασμα.
«Πας να μου τα φας ε; Αλλά εγώ είμαι καλύτερος –ξανασκέψου το μόρτη!» είπε στο τέλος ο Λεωνίδας.
«Θα πληρώσεις να τ΄ανοίξω ή θα το φιλοσοφήσουμε εδώ πέρα;» αγανάκτησε δήθεν ο Ηλίας κοπανώντας τα φύλλα στο τραπέζι. Είχε δει και τον Ιντζέ να μπαίνει με τις πλάτες στο καφενείο, βιαζόταν να ξεμπερδεύει μπας και βγάλει τίποτα αληθινό χρήμα.
«Καλά μωρ΄αδερφάκι –μην αρπάζεσαι!» έκανε ο Λεωνίδας. «Πάσο –τις καρδιές μας θα χαλάμε τώρα;»
Ο Ηλίας μάζεψε τη λιμαδούρα από το τραπέζι και σηκώθηκε.
«Κύριοι, ευχαριστώ πολύ για τη φιλοξενία αλλά με περιμένει ένας φίλος...» ανακοίνωσε.
Κι όπως σηκωνόταν έκανε μια μαλακία εντελώς ερασιτεχνική –τσάκισε δηλαδή λίγο τα χαρτιά του για να τα δει ο Σόλοικος –ντροπής πράγματα για επαγγελματία αλλά τον είχε άχτι τον καργιόλη! Ο Σόλοικος κιτρίνισε μα προτίμησε να το καταπιεί αμίλητος.
«Καλώς τα παιδιά!» είπε ο Ιντζές.
«Έχεις τίποτα ή τζάμπα κάθισα;» ρώτησε ο Ηλίας πριν καθίσει δίπλα του.
«Τι τζάμπα; Δεν θες να μάθεις περί της υγείας μου;» απόρησε θεατρικά ο Ιντζές.
«Έλα –τελείωνε», έκανε ο Ηλίας κοιτάζοντας το ρολόι του.
«Δυο χιλιάρικα», είπε ο Ιντζές.
«Άρα χιλιαπεντακόσα και με το ζόρι κι επειδή είμαστε φίλοι...» συμπέρανε ο Ηλίας.
«Μην ξηγιέσαι!» διαμαρτυρήθηκε ο Ιντζές.
«Όπως θες», ξεκαθάρισε ο Ηλίας και πήρε να σηκώνεται.
«Κολπάκια μεταξύ μας;» παραπονέθηκε ο Ιντζές.
«Αυτό λέω κι εγώ», απάντησε ο Ηλίας.
«Εντάξει –στα ίσα –χιλιαεφτακόσα...»
«Αντίο και φιλιά στο θείο...»
«Έχω υποχρεώσεις ρε δικέ μου!»
«Ενώ εγώ αγοράζω για την προσωπική μου συλλογή –έτσι;»
«Δώσε αυτά που είπες –κι ας χάσω από το μερτικό μου...»
«Πόσο καρφωμένο είναι το πράμα;»
«Διακοπές σε εξωτικά νησιά –αν κινηθείτε γρήγορα μιλάμε για αγνό παρθένο μαλλί...»
«Που είναι;»
«Στα γνωστά...»
«Αμάξι», του έκανε νόημα ο Ηλίας και σηκώθηκε βιαστικός.
Περνώντας από το τραπέζι του πόκερ είδε τον Λεωνίδα να τον αγριοκοιτάζει.
«Μια μέρα θα παίξουμε χοντρό παιχνίδι ρε παλιόμουτρο!» μούγκρισε ο Λεωνίδας.
«Αν έχεις τίποτα της προκοπής να ποντάρεις!» του χαμογέλασε ο Ηλίας.
Κι ο νους του πήγε στη Μελίνα.
Είχαν φτάσει στο σημείο που συνήθως καβάντζωνε κλοπιμαία ο Ιντζές –επιτόπου ο Ηλίας εξέτασε το πράμα, επειδή αυτή ήταν η δουλειά του από τότε που είχε φαλιρίσει το κοσμηματοπωλείο του συχωρεμένου του γέρου του –εκτιμητής κι έτσι ας πούμε. Τεμάχια εφτά –θα μπορούσε να τα πάρει του Ιντζέ με χιλιατετρακόσα, αλλά δε γαμιέται; Τηλεφώνησε στον Μαρούλια, τον κεφαλαιούχο –πήρε το ΟΚ, έδεσε τη δουλειά. Μετά έβγαλε το νετ μπουκ από τη θήκη του πίσω καθίσματος.
«Σε δυο λογαριασμούς, έτσι;» ρώτησε τον Ιντζέ.
«Όπως πάντα», είπε εκείνος.
Κι έμεινε να τον κοιτάζει όσο εκείνος έκανε τις μεταφορές.
«Κάποια μέρα θα μου στήσεις μηχανή μ΄αυτό το μαραφέτι –είμαι σίγουρος!» μουρμούρισε ο Ιντζές.
«Κάνουν τέτοια πράγματα οι φίλοι;» αγανάκτησε δήθεν ο Ηλίας.
«Εσύ έχεις κάνει χειρότερα –αλλά τέλος πάντων...» απάντησε ο Ιντζές και βγήκε βιαστικά από το αυτοκίνητο.
Με το ζόρι τα πρόλαβε όλα στη συνέχεια –να πάει τα κοσμήματα στον Μαρούλια (ένα χιλιάρικο καθάρισε από την υπόθεση για πάρτη του) και μετά να φτάσει στο μπαρ εγκαίρως. Είχε κόσμο εκεί μέσα αλλά όχι τον κόσμο που εκείνος έψαχνε.
Παρακάτω.
Ο Γιάννης δεν θα ερχόταν ούτε αυτό το βράδυ και ο Ηλίας το ήξερε. Γι΄αυτό άφησε να τον μπλέξει εκείνη η παρέα του Νίκου του Γερμανού, είχε ήδη κατεβάσει 4-5 βότκες όταν μπήκαν... Ο Νίκος μαζί με κάτι γκόμενες... Στοπ εδώ!
Ανάμεσά τους ήταν αυτή η Δήμητρα. Ο Ηλίας αναστέναξε ανακουφισμένος όταν το θυμήθηκε, αλλά μετά σκοτείνιασε επειδή του ήρθαν και τα υπόλοιπα –κάποιο μπουκάλι που ρόλαρε άδειο στο τραπέζι τους, οι συχνές επισκέψεις στην τουαλέτα, η πιστωτική του Νίκου που έκοβε γραμμές, αίμα στον καθρέφτη, όχι –αίμα στη μύτη του, που το είδε στον καθρέφτη... «Μια τελευταία γύρα –το μείγμα ονομάζεται Ανανάς Εξπρές λόγω αρώματος...» είχε πει ο Νίκος ο Γερμανός. Τι ήταν αυτό; Κάτι θυμόταν σχετικά, αλλά όσο κι αν το έστυβε, μόνο εικόνες από αμερικάνικη καταδίωξη τού έρχονταν...
«Τι είναι το Ανανάς Εξπρές;» ρώτησε διστακτικά.
«Κάποιο κοκτέιλ με ανανά; Που να ξέρω;» αναρωτήθηκε η Δήμητρα απορημένη.
Άρα αυτή δεν συμπεριλαμβανόταν στην τελευταία γύρα –ή ίσως και να είχε ξεχάσει.
Δεν ήταν η πρώτη νύχτα που έχανε από τη ζωή του ο Ηλίας, αλλά ήταν το πρώτο πρωινό που ξύπναγε ανάπηρος. Ξύστηκε στον δεξί γοφό προσπαθώντας να σκεφτεί πως θα διορθωνόταν η κατάσταση. Μέσα στην τουαλέτα υπήρχε ένα ολόκληρο φαρμακείο, αν έψαχνε τα συρτάρια της κρεβατοκάμαρας μπορεί και να πετύχαινε κάνα κομμάτι λιβάνι, τίποτα ξεχασμένα φιξάκια –λέμε τώρα! Όμως τι έπρεπε να πάρει για την κατάστασή του; Ανεβαστικά ή ριχτικά; «Καλύτερα κρεμασμένος στο σύρμα, παρά ξεκρέμαστος», αποφάσισε στο τέλος.
«Μπορείς να μου φέρεις το τηλέφωνο;» της ζήτησε.
Πήρε λίγη ώρα στη Δήμητρα, μέχρι να ξαπλώσει το ακουστικό της συσκευής δίπλα στον ώμο του -εκείνος το άρπαξε βιαστικά. Σχημάτισε ένα από τα λίγα νούμερα που ήξερε απέξω. Περίμενε ακούγοντας το σήμα της κλήσης.
«Δε γίνεται σήμερα. Πνίγομαι», είπε η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής.
«Έλα τότε να σε μάθω κολύμπι», σχολίασε ο Ηλίας.
«Πως να’ρθω; Αφού πνίγομαι!» διαμαρτυρήθηκε η φωνή.
«Τελείωνε!» δυσανασχέτησε ο Ηλίας. «Και φέρε κάνα κουστουμάκι γαμπριάτικο αν το΄χεις πρόχειρο. Θα μας χρειαστεί για να ντύσουμε τον μακαρίτη».
«Ποιο μακαρίτη;» απόρησε η φωνή.
«Τον υποφαινόμενο –πού να βρεθεί άλλος υποψήφιος;» γέλασε ο Ηλίας. «Άντε βιάσου αν θες να προλάβεις την κηδεία μου, αλλιώς θα τα διαβάσεις σα μαλάκας από τις τηλεοράσεις».
Άφησε το ακουστικό δίπλα στο μαξιλάρι του και η Δήμητρα φρόντισε να το βάλει πάλι πάνω στη συσκευή. Υπολόγιζε οτι δεν θα έκανε πάνω από δεκάλεπτο να αριβάρει ο Ζόμπι.
«Θα έρθει κάποιος φίλος σου;» τον ρώτησε η Δήμητρα.
«Έτσι ελπίζω», απάντησε.
«Τότε εγώ να πηγαίνω...»
«Κάτσε μέχρι να ΄ρθει. Πως θ΄ανοίξω την πόρτα σ΄αυτό το χάλι;» γκρίνιαξε εκείνος.
Η κοπέλα αναστέναξε μεγαλόφωνα και άκουσε το σώμα της να μετακινείται στην καρέκλα.
«Τίποτα περιοδικά έχεις για να περάσει η ώρα;» τον ρώτησε.
«Έχω κάτι τσόντες μέσα στο ντουλάπι με τ΄άπλυτα», της απάντησε.
«Άστο –να μένει....» αναστέναξε η Δήμητρα.
«Τόσο κακή η χτεσινοβραδινή εμπειρία;» μουρμούρισε.
Η Δήμητρα σηκώθηκε και στάθηκε πάνω από το κεφάλι του. Είχε ντυθεί κανονικά και τώρα δεν έδειχνε τόσο όμορφη όσο προηγουμένως.
«Δηλαδή –έτσι πηδάνε οι άντρες της ηλικίας σου;» τον κάρφωσε.
«Που να ξέρω; Τράβα βρες τους και ρώτα τους...» ξεφύσηξε εκείνος.
Μείνανε αμίλητοι μέχρι να τους διακόψει το κουδούνι.
«Πάω ν΄ανοίξω», του είπε.
Η αράχνη από το ταβάνι του έκλεισε πονηρά το μάτι. Ή έτσι νόμισε.
«Τι γίνεται παλιόγερε –πεθαίνουμε;» φώναξε ο Ζόμπι από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. «Κι εσείς δεσποινίς; Ανιψιά τού εκλιπόντος;» συνέχισε γυρνώντας προς τη Δήμητρα.
«Έλα κάτσε ρε μαλάκα –δεν έχω όρεξη...» ψέλλισε ο Ηλίας.
Άκουσε την καρέκλα να σέρνεται προς το κρεβάτι, σε λίγο ο χώρος πάνω απ΄το κεφάλι του γέμισε από τα σπασμένα μπροστινά δόντια του Ζόμπι που αποκαλύφτηκαν σε κάτι σαν χαμόγελο.
«Τι παριστάνεις εδώ πέρα, μου λες;» τον ρώτησε ο Ζόμπι.
«Δεν μπορώ να κουνηθώ», του απάντησε ο Ηλίας.
«Από πότε;»
«Από το πρωί που ξύπνησα...»
«Και γιατί δεν πήρες έναν γιατρό;»
«Μη λες μαλακίες...»
«Άρα, χτες βράδυ κάναμε περίεργα πραγματάκια που δεν μπορούμε να τα πούμε σε καταξιωμένο επιστήμονα...»
«Κάπως έτσι....»
«Και η ξανθιά;»
«Που είναι τώρα;»
«Πήγε για χέσιμο –ξέρω ΄γω;»
«Ήταν στην παρέα του Νίκου του Γερμανού...»
«Και όλως παραδόξως βρέθηκε σήμερα το πρωί δίπλα σου!»
«Μάγος είσαι;»
«Καλή γκομενίτσα πάντως –κράτα τηλέφωνο».
«Τι να το κάνω στα χάλια μου;»
«Ε, πως! Να μην υπάρχει μια γυναίκα να μου σφίγγει το χέρι στην κηδεία σου;»
«Άσε μας ρε ηλίθιε!»
«Αυτό λέω κι εγώ. Άσε μας, παράτα μας! Ή σήκω και ντύσου ή πάρε τηλέφωνο τον γιατρό. Αν θες σε πάω και νοσοκομείο....»
«Άναψέ μου ένα τσιγάρο...»
«Κάνει; Στην κατάστασή σου;»
«Τέλειωνε γαμημένε!»
Η Δήμητρα τους βρήκε να καπνίζουν όταν ξαναμπήκε, πήγε από την άλλη πλευρά του κρεβατιού και κοντοστάθηκε.
«Εγώ λέω να πηγαίνω...» του είπε.
«Να πας όπου θες!» απάντησε ο Ηλίας.
«Αν θέλεις κάτι...»
«Είναι ο μαλάκας εδώ».
«Εννοώ από μένα...»
«Εντάξει –αν θελήσω κάτι θα σε βρω».
«Αφήστε το τηλέφωνό σας δεσποινίς –για παν ενδεχόμενο...» χώθηκε ο Ζόμπι.
Η Δήμητρα έψαξε την τσάντα της, βρήκε ένα σημειωματάριο και στυλό, έγραψε, έσκισε, άφησε στο κομοδίνο πλάι από το κρεβάτι.
«Περαστικά», του ευχήθηκε πριν εξαφανιστεί.
Ο Ηλίας συνέχισε να κοιτάζει το ταβάνι αμίλητος.
«Λοιπόν; Τι έγινε χτες;» τον ρώτησε ο Ζόμπι.
«Για πότε λες;» απόρησε ο Ηλίας.
«Πες μου για την ταβέρνα...»
«Σαχλαμάρες... Ένα κάρο ξενέρωτοι και κάτι λέσια...»
«Ο Λούι;»
«Τσου»
«Ο Γιάννης;»
«Πλάκα κάνεις; Αλλά είχε έρθει ο Πέτρος...»
«Έλα! Τι κάνει το άτομο;»
«Στη φρίκη του –κρυφοκοίταζε συνέχεια το κινητό του κι έψαχνε τη Μελίνα...»
«Δεν του είπες;»
«Ποιος ο λόγος; Άστον να ζει με τις αναμνήσεις...»
«Σωστά...»
Ο Ηλίας έψαξε το τασάκι για να σβήσει το τσιγάρο του.
«Φοβάμαι ρε μαλάκα», ψιθύρισε.
«Τι φοβάσαι; Αφού δεν πέθανες επιτόπου, μάλλον τη γλίτωσες...»
«Αυτό φοβάμαι, οτι θα μείνω έτσι –ανάπηρος. Θα με ταΐζουν σούπες και θα χέζομαι πάνω μου...»
«Μπα –μη φοβάσαι.... Δεν υπάρχει περίπτωση να βρεθεί άτομο να σε ταΐζει, μάλλον θα πας από ασιτία....»
Ο Ηλίας γέλασε με το ζόρι.
«Τι θα κάνουμε;» ρώτησε.
«Σαν τι να κάνουμε δηλαδή;» απόρησε ο Ζόμπι.
«Ξέρω ΄γω; Σκότωσέ με ρε φίλε –από το να ξεφτιλιστώ, καλύτερα!»
«Ναι ε; Δηλαδή σε σκοτώνω και καθαρίζεις ενώ εγώ περνάω τα νιάτα μου στη φυλακή!»
«Ποια νιάτα ρε χούφταλο!»
«Τα δικά μου –μην το γελάς! Κάνω φυσική ζωή, πράγμα που σημαίνει οτι θα πεθάνω σε βαθιά γεράματα....»
«Φυσική ζωή λέγοντας, εννοείς οτι καπνίζεις μόνο φούντες και λιβάνια;»
«Ε, βέβαια! Έχω κόψει και το κρέας...»
«Έχεις κόψει το κρέας, έχεις κόψει το γαμήσι, δεν κόβεις και την πούτσα σου να ξεμπερδεύεις;»
«Και πως θα κατουράω;» διαμαρτυρήθηκε ο Ζόμπι. «Πάω να σου φτιάξω κάνα τσάι, να ισιώσεις....» αποφάσισε αμέσως καθώς σηκωνόταν.
«Άμα βρεις τσάι θα κάτσω να με γαμήσεις...» παρατήρησε ο Ηλίας.
«Στην κατάσταση που είσαι δε νομίζω οτι χρειάζεται να σου ζητήσω την άδεια...» σχολίασε ο Ζόμπι. «Αλήθεια ρε γελοίε –το πουλάκι σου δουλεύει ακόμα ή παρέλυσε;»
«Ξέρω γω; Δεν μου παίρνεις μια πίπα να το διαπιστώσουμε;» μούγκρισε ο Ηλίας.
Τελικά το τσάι προέκυψε καφές, ο Ηλίας στήθηκε από τον Ζόμπι σαν Ελ Σιντ στα μαξιλάρια και το μεσημέρι κατέληξε απόγευμα. Κάτι προτάσεις του Ζόμπι για σούπα απορρίφθηκαν μετά βδελυγμίας.
«Δε στα ‘πα....» είπε ο Ζόμπι ακουμπώντας τα αθλητικά του στο σεντόνι του κρεβατιού.
«Για πες τα...» ζήτησε ο Ηλίας.
«Λέμε με την ομάδα να μετακινηθούμε προς περιφέρεια....»
«Δηλαδή;»
«Επαρχία ρε παιδί μου... Ορεινή Πελοπόννησο ίσως....»
«Με την ομάδα ε;»
«Ναι...»
«Δηλαδή θα μετακομίσετε;»
«Κάπως έτσι...»
«Και νομίζεις ρε ηλίθιε οτι θα σας αντέξουν οι βλάχοι της Πελοποννήσου; Εκεί τους δεξιούς τους έχουν για αναρχικούς, αν πας εσύ με τα φρικιά σου θα σας κρεμάσουν στον πλάτανο...»
«Είναι κι αυτό μια κάποια λύση...» μουρμούρισε αφηρημένα ο Ζόμπι.
«Λύση το να σας δέσουν;» απόρησε ο Ηλίας.
«Τέλος πάντων –με σένα τι θα γίνει...»
«Δεν ξέρω. Να βρούμε κανένα γιατρό;»
«Τι πήρες χτες;»
«Μακάρι να θυμόμουν!»
«Α, τόσο καλά!»
«Πάντως αδερφέ μου –αν ερχόταν ο χρόνος πίσω, ούτε ασπιρίνη δεν θα ΄παιρνα! Γαμημένη χημεία, στη φέρνει από κει που δεν το περιμένεις!»
«Αν ερχόταν ο χρόνος πίσω...»
«Ούτε ασπιρίνη».
Ο Ζόμπι έσκυψε πάνω του κι ο Ηλίας γύρισε το κεφάλι. Κοιτάχτηκαν.
«Κάποτε θα συνέβαινε....» του είπε ο Ζόμπι.
«Ναι, αλλά όχι σε μένα...» συμπλήρωσε εκείνος.
«Θα πεταχτώ μέχρι το μαγαζί να κατεβάσω ρολά. Επειδή μας βλέπω να τον ξενυχτάμε τον μακαρίτη...» μουρμούρισε ο Ζόμπι καθώς σηκωνόταν.
Ο Ηλίας δεν είπε τίποτα.
Έμεινε μόνος σ΄ένα απρόσιτο σπίτι, σκέφτηκε τότε πώς δεν είχε κάνει τίποτα ενδιαφέρον τόσα χρόνια. Τίποτα που να αξίζει τον κόπο να διηγηθεί στις επερχόμενες απελπιστικές νύχτες της αναπηρίας. Απλώς πήδηξε διάφορες γκόμενες που δεν γούσταρε επειδή δεν κατάφερε ποτέ να κάνει κατάσταση με εκείνες που άξιζαν τον κόπο.
«Καλός, αλλά λίγος –ψάχνω διαφορετικό παραμύθι...» του είχε πει τότε η Μελίνα.
«Δεν υπάρχουν πια παραμύθια», είχε φυσήξει καπνό στα μούτρα της εκείνος.
«Κι αυτό σημαίνει οτι πρέπει να σταματήσω να ψάχνω;» τον είχε καρφώσει η Μαλίνα.
Και λοιπόν; Παντρεύτηκε το Λεωνίδα τον Σόλοικο στο τέλος –αυτό ήταν το παραμύθι της; Αυτό έψαχνε; Που ακούστηκε παραμύθι με δέκα στρέμματα κοιλιά και πάγκο στις λαϊκές αγορές;
Ο Ηλίας έστριψε αργά το κεφάλι και φύσηξε τον ανύπαρκτο καπνό από τα πνευμόνια του. «Η Μελίνα κουράστηκε να ψάχνει κι εγώ δεν προσπάθησα καν. Ούτε για την τιμή των όπλων! Έτσι χάθηκε ένα αξιομνημόνευτο πήδημα», ψιθύρισε.
Γιατί αργούσε τόσο ο Ζόμπι;
Έκλεισε τα μάτια του, άδειασε το κεφάλι του, χρειαζόταν επειγόντως ένα υπνωτικό αλλά τον πήρε ο ύπνος στην προσπάθειά του να βρει τρόπο να το φτάσει.
Και ήρθε ιδρώτας.
Ένας νιπτήρας με την πορσελάνη του στιγματισμένη από σβησίματα τσιγάρων, ο καθρέφτης ακριβώς από πάνω, αυτόν τον καθρέφτη έπρεπε να αποφύγει. Πάση θυσία. Και ένα βουναλάκι καυτής σκόνης, η νεφελώδης μάζα στο αλουμινόχαρτο, την κοίταζε αχόρταγα –δεν γινόταν να την πλησιάσει. Η σκόνη έμοιαζε με υδρατμό σε αναμονή.... Αυτό ήταν όλο;
Ο Ηλίας τινάχτηκε σα νευρόσπαστο, στηρίχτηκε στις παλάμες του, ανασηκώθηκε. Το δωμάτιο ξανάγινε τόσο μικρό όσο ήταν στην πραγματικότητα. Μόνο που η πραγματικότητα δεν ήταν.
Πήρε αναπνοή, πόνεσε, τα χέρια του έτρεμαν αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να ξαπλώσει. «Σ΄αυτόν τον κόσμο μπορώ ακόμα να κινούμαι», σκέφτηκε. Έτσι έκανε –σηκώθηκε προσεκτικά, χωρίς να σωριαστεί στο πάτωμα. Περπάτησε απολαμβάνοντας τη ζεστασιά του παρκέ στις γυμνές του πατούσες. «Περπατάω σχεδόν κανονικά», σκέφτηκε. Το δωμάτιο τέλειωσε, η πόρτα της κρεβατοκάμαρας άνοιξε, ο διάδρομος (κρύος), η πόρτα της τουαλέτας (ανοιχτή), ο νιπτήρας στη θέση του, η πορσελάνη (λευκή χωρίς σημάδια σβησμένων τσιγάρων), το σπίτι του...
Σκόνταψε σε μια κουλουριασμένη πετσέτα δίπλα στη μπανιέρα, κρατήθηκε –δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναπέσει. «Είμαι καλά λοιπόν», σκέφτηκε.
Δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναπέσει –έριξε νερό στα μούτρα του και όλα καθάρισαν.
«Δεν υπάρχει περίπτωση –καμιά περίπτωση!» φώναξε.
Και τότε χτύπησε το κουδούνι.
Δεν ήταν μακριά, δεν ήταν τόσο μακριά. Αλλά ζαλιζόταν κάπως. Και πονούσε. Πόδι, στήθος, ώμος –πονούσε.
Άνοιξε την πόρτα με το δεξί του χέρι.
«Ανώμαλος είσαι κι ανοίγεις την πόρτα ξεβράκωτος;» απόρησε ο Ζόμπι απέξω.
«Ανώμαλος ναι...» ψιθύρισε ο Ηλίας.
«Ανώμαλος αλλά υγιέστατος!» παρατήρησε ο Ζόμπι.
«Έχεις απόλυτο δίκιο... Κάτι πρέπει να κάνω γι΄αυτό...» θυμήθηκε ο Ηλίας.
Τον παράτησε σύξυλο στο χωλ, χωρίς να νοιαστεί ούτε την πόρτα να κλείσει –σάρωσε τα ντουλάπια του καθρέφτη στο μπάνιο, γέμισε τη χούφτα του χάπια και τα κατάπιε κάτω από τη βρύση. Έτρεμε και έτρεμε.
«Είσαι εντάξει τελικά;» φώναξε ο Ζόμπι.
«Μια χαρά –λέω να κάνω ένα ντους», απάντησε εκείνος.
Υδρατμοί από το ζεστό νερό που έτρεξε απότομα –σε λίγο όλα θα εξαφανίζονταν.
Και τότε ο Ηλίας πανικοβλήθηκε.
«Ρε μαλάκα!» ούρλιαξε.
«Τι έγινε πάλι;» απόρησε ο Ζόμπι.
«Πήγαινε μέχρι το κομοδίνο να δεις αν μου το άφησε τελικά το τηλέφωνό της η γκόμενα!» έκανε αγχωμένα ο Ηλίας.
Το χαρτί στο κομοδίνο έγραφε: «Δεν έχει φάση».
Egidio Gherlizza- Τζέφυ και Τσέρυ
-
Ο Egidio Gherlizza είναι ένας καλλιτέχνης για τον οποίο μιλούν ελάχιστα,
ωστόσο ο πιο τυχερός χαρακτήρας του, ο αλήτης Σεραφίνο, κατάφερε να γίνει
μια μ...
Πριν από 5 μήνες
34 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Πολύ συγκέντρωση παλιών συμμαθητών παίζει τώρα τελευταία.
Τι κατάσταση είναι αυτή;
Και μέχρι τώρα δε θυμάμαι και κανένα συμμαθητή που να μεγάλωσε και να έγινε "αξιόλογος" άνθρωπος.
Τι στα κομμάτια; Ούτε ένας;
:)
Ναι -έτσι γίνεται στο τέλος κάθε γενιάς, συναντήσεις παλιών συμμαθητών και άλλες τέτοιες κηδείες.
Τώρα, έτυχε να μεγαλώσω σε παλιογειτονιά που οι "αξιόλογοι" σπανίζουν ή ίσως απλά δεν τους έκανα παρέα, ξέρω ΄γω;
Αλλά το πιο "αστείο" σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι όλοι αυτοί οι κατάκοποι μεσήλικες μικροαστοί που περνάνε ωραία στις συγκεντρώσεις τέτοιου τύπου, δεν τα πάνε καλά με την ιδέα ανθρώπων σαν τον Ηλία ή τον κάθε Ηλία.
Τους χαλάει τη μόστρα, τι να πω;
Μηχανοδηγέ εσύ ποιός είσαι απ'όλους αυτούς;ή το κρατάς για το τέλος.
Χμμ, δεν ξέρω... Εννοώ οτι όντως πήγα πέρσι για πρώτη φορά σε μια συνάντηση παλιών συμμαθητών, αλλά δεν έμεινα πολύ για να δω αν πέρασε ο "Ηλίας". Φέτος λέω να ξαναπάω και να ρωτήσω τους "μόνιμους" -επειδή δεν το βλέπω ν΄αντέξω να τον περιμένω.
Έχω όμως την ιδέα οτι οι γκομενίτσες μονίμως θα περιμένουν τον "Ηλία" κι ας μην ταιριάζει με τη μόστρα τους. Οι άντρες πάλι... Μια ξαμολυμένη αλεπού ποτέ δεν ωφέλησε κανένα κοτέτσι.
Χαχαχα Ηλία -βρες το και πάρτο. Αν διαβάσεις μέχρι το τέλος, δεν μπορεί... κάπου θα με πετύχεις κι εμένα ή ίσως και να έχω ήδη σκάσει μύτη. Ποιος είμαι; Ο πιο ξεφτίλας -ποιος άλλος;
Μη μου πεις ότι είσαι ο τυχεράκιας που παντρεύτηκε τη μελίνα;
Bαριέμαι να κάτσω να ψάξω.
χαχα όλους ξεφτίλες τους εμφανίζεις,αλλά τώρα που το σκέφτομαι εκείνος με το Ούνο φαίνεται λίγο σόΐ.
Πασκάλ, χαχαχαχα -με κόβεις για πωλητή στις λαϊκές; Άσε που αυτός δεν πήγε στη συγκέντρωση, δεν ξέρω καν αν πήγε σχολείο ποτέ στη ζωή του.
Ηλία, εκείνος με το Ούνο είναι πρώην τραγουδιστής συγκροτήματος κι εγώ, όταν τραγουδάω ψοφάνε τα κοτσύφια από καρδιακή προσβολή! Ένας είναι ο απόλυτος ξεφτίλας -θυμίσου οτι ξεφτίλα που δεν τη νιώθεις δεν είναι ξεφτίλα.
Αααααα, δεν έχεις καθόλου δίκιο!
Στη δική μας τη λαϊκή συχνάζουνε τα καλύτερα παιδιά! Μην τους υποτιμάς τους μανάβηδες και τους παραγωγούς...
Ασε που άμα ήσουνα λαϊκατζής θα είχες και το μελινάκι... ;)
Δεν είπα ότι είσαι ο τραγουδιστής.
Ρε Πασκάλ με τον πόνο μου παίζεις; Κατά πρώτον δεν ήταν Μελινάκι ήταν Μελινάρα και κατά δεύτερον όταν δεις τη γυναίκα για την οποία γονάτιζε το μισό σχολείο να σου δείχνει τον καρπουζά και να λέει "από δω ο άντρας μου", ε, παθαίνεις ένα κάτι! Όχι οτι έχουν τίποτα κακό οι καρπουζάδες γενικότερα -αλλά ο συγκεκριμένος... Λεωνίδας ο Σόλοικος, δέκα στρέμματα κοιλιά -τι να λέμε τώρα!
Ηλία -εντάξει κατάλαβα. Τον τραγουδιστή τον γούσταρες περισσότερο από τους άλλους. Κάποια φορά μπορεί να τύχει να στον γνωρίσω κιόλας -ποτέ δεν ξέρεις πως έρχονται τα πράγματα...
Καλά και να σε πετύχουμε δεν πρόκειται να μας το πεις,οπότε άστο.Βουνό με βουνό δε σμίγει.
Κοίτα, όπως το θέτεις έχεις ένα δίκιο. Θα ήτανε πλήγμα. Αλλά αυτά
"συμβαίνουνε" με τις γυναικάρες συνήθως. Τουλάχιστον στα μυθιστορήματα και τα διηγήματα. Κάτι τέτοιο δεν είναι κι αυτό;
Τι ψάχνεις κι εσύ τις ομοιότητες βρε ΗΛ? Είπαμε, μυθιστόρημα!
Τι να κάνω ρε Πασκάλ,να περνάει η ώρα.
Κοίτα ρε κάτι άνθρωποι! Λέει ο άλλος τον πόνο του κι αυτοί περνάνε την ώρα τους! Χαχαχαχα
Πασκάλ, επειδή ΔΕΝ είμαι συγγραφέας, δεν έχω τη δυνατότητα να γράφω εντελώς φανταστικά μυθιστορήματα. Λίγο πειραγμένα ίσως -όπως τα παπιά που τους αλλάζαμε το ζιγκλέρωμα όταν ήμασταν πιτσιρικάδες... Τα ξέρεις αυτά.
Σουτ μωρέ και μου χαλάς το καμουφλαζ. Μα δεν τον ήδες τον ανώνυμο ΗΛ που φαγώθηκε να σε ξεσκεπάσει; Πλάτες σου κάνω, μη μου χαλάς την ντρίπλα.. :)
πάντως αυτή η κατάρα με τα καλύτερα κορίτσια κρατάει χρόνια. Ο ιππότης του παραμυθιού δεν έρχεται ποτέ, κι αντ'αυτού σκάει μύτη συνήθως ο εκάστοτε λεωνίδας...
Όχι απαραίτητα λεωνίδας στα κιλά ή στο επάγγελμα, αλλά και στη συμπεριφορά, στις απόψεις, γενικά..
Δεν ξέρω, ίσως να είναι το τίμημα της ομορφιας τους.. Ίσως..
Οχι θα δούμε ειδήσεις...
Το χαρτί στο κομοδίνο έγραφε "Δεν έχει φάση".
Μια χαρά. Πού είναι το παρακάτω;
ok, auto nomizw oti mou arese perissotero ap ola ta prohgoumena ths seiras. perimenw enagwniws kai ta ypoloipa.
btw poly zhlevw ton kosmo pou exei anamnhseis apo ta sxolika tou xronia. kales, perierges, oti na nai, pramata pou re paidi mou na aksizei na 8ymh8eis.
btw x2, eixa paei se mia synanthsh paliwn symma8htwn prin 3 xronia kai eixan ekselix8ei OLOI TOUS se: skylogkomenes-trendoskylades, executive ths poutsas, patris 8rhskeia oikogeneia kai genikws hli8ious pou mas eprhzan ta paparia gia thn ntemek petyxhmenia tous -oxi oti den yphrxe to potential ap' to lykeio kiolas, alla ntaksei, hlpiza oti kana dyo 8a eixan ananhpsei. paparia. e sto telos tous eipa oti sthn epomenh 8a erxomoun mono an eixe striptitzoudes (proteina kai magazi) ki eutyxws ksexasan oti yphrxa.
Πασκάλ, τα πιο όμορφα κορίτσια συνήθως ευτελίζονται με μαλάκες επειδή ο ευτελισμός είναι μοιραία κατάληξη και αν γινόταν με τα "σωστά άτομα" θα χάλαγε το όνειρο. Έτσι πιστεύω.
Κατάλαβα τι κάνεις, απλά είχα μια περιέργεια -για ποιον από τους μαλάκες που περιγράφω με έχει ο Ηλίας, γι΄αυτό, χεχε.
Ηλία κι εγώ ειδήσεις είδα -μη νομίζεις...
ΠΚ, διάβασες τα προηγούμενα; Μέχρι να βγει το παρακάτω ρίξε μια ματιά στα παραπάνω -χεχε.
Ραζ, Ανάβυσσος η ψυχή της γυναίκας -με τίποτα δεν θα μπορούσα να σκεφτώ οτι αυτό σου άρεσε περισσότερο από τα προηγούμενα! Τι συναντήσεις παλιών συμμαθητών κάνετε εσείς ρε; Αφού δεν πάνε 5 χρόνια που τελειώσατε το Λύκειο! Οι δικοί μου, 5 χρόνια μετά το Λύκειο σύχναζαν ακόμα στην ίδια καφετέρια και κοπροσκύλιαζαν στα πέριξ, άνεργοι και βαριεστημένοι! Δεν ξέρω αν θα πρέπει να ζηλεύεις όσους έχουν αξιομνημόνευτες αναμνήσεις από όλα αυτά, επειδή οι δικές μας αναμνήσεις είναι μάλλον τραυματικές και μίζερες.
Κουφάλα μηχανοδηγέ ομολογείς ότι μου πέταξες μπανανόφλουδα ε;τς τς τι βρώμικο μυαλό έχεις!
Χαχα, ε τι το πέρασες ρε παλιόμουτρο; Οτι μόνο εσείς θα διαβάζετε για μένα κι εγώ τίποτα; Εδώ δεν είμαστε βιβλιοπωλείο, που αγοράζεις ένα βιβλίο, το διαβάζεις στην τουαλέτα και μετά το παρατάς -εδώ πληρώνετε όλοι πολύ ακριβότερα, χεχεχε.
Δώσε αριθμό λογαριασμού να σου στείλουμε την συνδρομή μας,να μη νομίζεις ότι σου είμαστε και υποχρεωμένοι.(αρκεί να είναι λογική)
Αυτό με το ποντίκι θύμιζε Όργουελ και 1984. Τελικά τι έγινε στο Ναύπλιο;
Ναι αμέ! Με μια συνδρομούλα νομίζεις οτι θα καθαρίσεις! Κανένας δεν μπορεί να υποχρεώσει κανέναν, ο καθένας υποχρεώνεται από μόνος του. Άλλωστε εσύ με τα σχόλιά σου έχεις βγάλει συνδρομή για κάνα δυο χρόνια, οπότε μην αγχώνεσαι...
Κουμπάρα, τώρα που το έγραψες το θυμήθηκα κι εγώ -δίκιο έχεις, κάπου θα ήταν κρυμμένο στο κεφάλι μου όλο αυτό. Τι έγινε στο Ναύπλιο; Α, ναι -φυλακίσανε τον Κολοκοτρώνη -προ αμνημονεύτων! Μη βιάζεσαι ρε φιλενάδα, όλα θα τα μάθεις με τη σειρά τους.
Μάλλον έγινε λίγο πιο όμορφη η μέρα μου μετά την ανάγνωση, μοτοσακέ. Ή τα διηγήματά σου έχουν κάτι αισιόδοξο ή είμαι εντελώς κατεστραμμένος. Μπορεί και τα δύο. Στο "δεν έχει φάση" γέλασα. Αναμένω τη συνέχεια κι εγώ λοιπόν. Καλημέρα.
Καλημέρα φίλε. Μάλλον είσαι εντελώς κατεσταμμένος γι΄αυτό βρίσκεις στα διηγήματά μου κάτι αισιόδοξο! Χαχαχα, πλάκα κάνω. Η συγκεκριμένη ιστορία ήταν όντως αισιόδοξη.
Αυτόν τον "κύκλο Μοτοσακού" τον έχω πιάσει απ' την αρχή. Κενά έχω στα ενδιάμεσα που δεν έμπαινα, αλλά όπως ξέρεις θα καλύψω, έρχεται Πάσχα και καλοκαίρι.
Και γενικά διαβάζω ελάχιστα πιο γρήγορα από ότι γράφεις (λέμε τώρα!)οπότε με συσηματική προσπάθεια θα εξασφαλίσω και προβάδισμα...
Ναι σωστά -κάθε επιμελής μαθητής το Πάσχα περιμένει για να καλύψει τα κενά του, χαχαχαχα.
Τι κακό έχεις κάνει στην ανθρωπότητα παλιοκουφάλα δεν έχεις καταλάβει ακόμα! Επειδή, για κάποιο ανεξήγητο λόγο, αυτές τις μέρες που σχολιάζεις ξεπετάω τα ποστ κατά ριπάς σαν καρπουζόσπορους!
Την έκατσες μαλάκα! Κάθε μέρα θα περνάω, τώρα!
Ναι πέρνα -κι άμα σε σαπιακιάσουνε στο ξύλο τίποτα αγανακτισμένοι εγώ δε φέρω ευθύνη.
http://www.easybytez.com/lococqq0odlj
Θενξ φίλε.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!