Ξυπνάς πάντα 10 λεπτά νωρίτερα από τον διπλανό σου. Δεν έχει σημασία ούτε ποιος είναι, ούτε πώς είναι. 10 λεπτά νωρίτερα. Να φτιαχτείς λίγο, να περιποιηθείς, όσο –ότι μπορείς... 10 λεπτά ανασυγκρότησης, στην προσπάθεια να ξεπεράσεις ακόμα ένα πρωινό. Και μετά το μεσημέρι. 20 με 30 λεπτά μπάνιο, περιποίηση, γυρισμένο το κλειδί στην πόρτα, 20 με 30 λεπτά –διπλωμένη στα δυο, με τα νύχια καρφιά στις χούφτες κι ένα μαχαίρι να σουλατσάρει στα σωθικά σου. Κι ούτε ένα δάκρυ...
Έχεις κοντά 20 χρόνια να κλάψεις. Αλλά σήμερα το πρωί θα το κάνεις. Χρειάζεσαι 12 λεπτά αντί για τα συνηθισμένα 10 –χρειάζεσαι λίγο περισσότερο χρόνο, πρέπει να μοιράσεις το κλάμα. 2 λεπτά το πρωί, ίσως κι ένα δεκάλεπτο το μεσημέρι.... Για τον Πέτρο.
Το κλειδί στην κλειδαριά. Το νερό χτυπάει αλύπητα στο σιφόνι.
Στο είπε η αδερφή σου όταν πήγες να της κρατήσεις τα παιδιά, η αδερφή σου και τα τρία της παιδιά –η μικρή αδερφή που στάθηκε πιο άξια από σένα, η μικρή αδερφή που δεν ήταν στείρα. Στείρα όπως εσύ, αν και «στειρότητα λέμε την ανάγκη μας για δημιουργία». Ο Πέτρος... Τόσο ήσυχος, τόσο αθόρυβος –σαν αέρας το απομεσήμερο. Βαθιά ανάσα –στιγμιαία ανακούφιση. Δε θα σκάσουμε σήμερα! Μετά, μετά από λίγο θα έχεις όλο το χρόνο να συνειδητοποιήσεις πόσο έξω έπεσες στην εκτίμησή σου. Ο Πέτρος. Μια ελπίδα, σα γόπα τσιγάρου που ακόμα καπνίζει –πόσες τζούρες έχουν μείνει δηλαδή; Τι έμεινε; Λίγα πράγματα. Καλά αλλά λίγα. Ο Πέτρος...
«Ξέρεις ποιος πέθανε;»
«Ποιος;»
«Ο Πέτρος».
«Ποιος Πέτρος;»
«Ο συμμαθητής σου ρε συ! Αυτός που σ΄έφερνε στο σπίτι...»
«Ο Πέτρος....»
«Ναι. Μην τα αφήσεις να δουν πολλή τηλεόραση. Να φάνε, να πλυθούν και να διαβάσουν –εντάξει;»
«Εντάξει».
Αφήνεις πάντα τη βρύση να τρέξει, το νερό χτυπάει αλύπητα στο σιφόνι μέχρι να ζεσταθεί κι όταν έρχεται η ώρα το καταλαβαίνεις από τους υδρατμούς. Κάθεσαι εκεί και περιμένεις, μέχρι το πρόσωπό σου στον καθρέφτη να θολώσει, μέχρι να γίνει μια απροσδιόριστη καρικατούρα –κάτι σαν κακή ανάμνηση –και το λες όλο αυτό «καινούργια μέρα». Η καινούργια μέρα ξεκινάει με σένα να εξατμίζεσαι. Κάθε μέρα και περισσότερο. Μια μέρα θα κοιτάξεις στον καθρέφτη και θα έχει εξαφανιστεί μέχρι κι η κακή σου ανάμνηση –εκείνη η μέρα θα την πεις «μέρα γιορτής».
Εσύ κάτω από το τρεχούμενο αχνιστό νερό, το κορμί σου να το στέλνει πιτσιλιστό στα πλακάκια του μπάνιου, πώς γίνεται να έχουν απομείνει μόνο τα άσχημα στο κορμί σου, δεν μπορεί, ίσως να φταίει ο τρόπος που το κοιτάζεις, ίσως να φταίει.... Δεν έχει σημασία. Όπως και να΄ναι το κορμί σου κανένας δεν το θέλει πια. Ούτε καν το γομάρι που ροχαλίζει δίπλα σου, ούτε καν αυτός –όλοι, κάποτε, βαριούνται. Κλείνεις τα μάτια, το νερό χτυπάει αλύπητα στο σιφόνι.
Κι όμως, όλα ξεκίνησαν όμορφα.
Ένα κόκκινο Ζ 1300 με αγωνιστική ρίγα στο ντεπόζιτο, ο Δημήτρης χαμογελαστός έξω από την πόρτα του Λυκείου. Το τζιν μπουφάν του ανοιχτό, γερμένος στο τιμόνι, ένα ζευγάρι γάντια σφηνωμένα κάτω από τον αριστερό καθρέφτη. Η αριστερή σου γάμπα ακόμα τσούζει από το φιλί της εξάτμισης, στα χαμηλά. Τα κουμπιά της ποδιάς σου τσιτώνουν. Το χαμόγελο ανεβαίνει σε κλείσιμο ματιού. Κοιτάζεις γύρω σου για καθηγητές, όλα καλά. Κι αυτός ο Δημήτρης –χίλιες φορές! «Μη στήνεσαι μπάστακας στην εξώπορτα βρε παιδί μου, θα βρω κάνα μπελά!»
«Άντε ρε Μελίνα –ήμουνα νιος και γέρασα....» γυρίζει το κεφάλι του να σε φιλήσει.
«Είσαι παλαβός άνθρωπέ μου;» διαμαρτύρεσαι καθώς ανεβαίνεις στη μηχανή πίσω του. Ξέρεις οτι το μισό σχολείο χαζεύει το βρακί σου γι΄αυτό τραβάς λίγο περισσότερο το ψαλίδισμα πάνω στα μαρσπιέ –πάρτε μάτι λιγούρια!
«Μωρό, είμαι παλαβός για σένα αλλά δεν το έχεις πάρει ακόμα είδηση...»
Το χαμόγελό σου εξατμίζεται αγκαζέ με τους καπνούς της εξάτμισης, η μηχανή βγαίνει στο δρόμο αφήνοντας μαλακό λάστιχο, σφίγγεσαι πάνω του, ο αέρας δυναμώνει απότομα –ποιος άφησε τη ζωή ανοιχτή να μπάζει;
Δάκρυα στα μάτια από την ταχύτητα.
Στα Λιμανάκια με τον ήλιο να πλατσουρίζει απέναντι. Βγάζει τα μαύρα του γυαλιά, τα ακουμπάει στη σέλα της μηχανής.
«Να μείνουμε μαζί, αυτό λέω...»
«Πώς δηλαδή;»
«Ξέρω ΄γω; Να παντρευτούμε στην ανάγκη...»
«Τι λες τώρα;»
«Να παντρευτούμε ρε μωρό, να μας πάρουν και κάνα κλινοσκέπασμα δώρο...»
«Μα εγώ πάω ακόμα σχολείο κι εσύ δεν έχεις σταθερή δουλειά....»
«Ε, και λοιπόν;»
«Πώς θα ζούμε;»
«Τώρα πώς ζούμε δηλαδή;»
«Ξέρω ΄γω;»
«Έτσι θα ζούμε και τότε –μη σκας»
«Θα πρέπει να βρούμε κανονικές δουλειές....»
«Μέσα είσαι»
«Θα πρέπει τότε ν΄αφήσω το σχολείο....»
«Γιατί και τώρα που πας, γίνεται τίποτα;»
«Όχι αλλά....»
«Σκοπεύεις να γίνεις επιστήμων μωρό μου;»
«Όχι αλλά....»
«Εντάξει λοιπόν –συζητήθηκε, αποφασίστηκε, ανακοινώθηκε. Θα ΄ρθω αύριο στη μάνα σου».
«Αύριο!»
«Σήμερα λέω να γλεντήσουμε τον αρραβώνα μας....»
Ο Δημήτρης. Μαύρα μαλλιά, σπαστά, κολλημένα πίσω με μπριγιαντίνη άρωμα λεμόνι, πράσινα μάτια, ηλιοκαμένος. Ο Δημήτρης που ερχόταν από το πουθενά και πήγαινε στο τίποτα –αλλά έκανε μια στάση για να είναι μαζί σου. Ο Δημήτρης. Δεν φόραγε το τζιν μπουφάν του όταν ήρθε στη μάνα σου, είχε βάλει ένα σακάκι που τον έκανε να μοιάζει με κινούμενη κρεμάστρα. Του άνοιξες στην πόρτα και ξεκαρδίστηκες.
«Τι να γίνει –ήταν μεγαλόσωμος ο μακαρίτης...» δικαιολογήθηκε αμήχανα.
Ο Δημήτρης, εσύ, αμηχανία –η μάνα σου, η αδερφή σου. Ο πατέρας σου –όχι. Όχι, όχι –ούτε τότε, ούτε ποτέ. Ο πατέρας σου είχε πεθάνει κουνώντας μια φουσκομάγουλη κούκλα μπροστά στα μάτια σου...
«Κοίτα τι σου έφερα Μελινάκι!»
Μπαμ! Χαλασμένος πυροκροτητής στο νταμάρι, η εταιρεία έστειλε συλλυπητήρια, «ένα τραγικό ανθρώπινο λάθος που στοίχισε....»
Η κούκλα μύριζε μονίμως τσιχλόφουσκα, δάγκωσες τα πόδια της για να νιώσεις τη γεύση, ήταν όλα ψέματα, σκέτο πλαστικό, καθόλου τσιχλόφουσκα, πουθενά ο πατέρας. Ο πατέρας. Όχι. Και οι γονείς του Δημήτρη επίσης. Όχι. Είχαν πεθάνει. Είχαν σκοτωθεί σε δυστύχημα. Ήταν μετανάστες στη Γερμανία. Ήταν εξωγήινοι. Κάθε φορά σου απαντούσε κάτι αλλιώτικο.
«Οι γονείς μου, λοιπόν, θα στο αποκαλύψω –μεταξύ μας όμως! Δεν είχες ποτέ την απορία πώς ο Έλβις τραβιότανε με την Πρισίλα κι ο Τζέρι Λι με τη Μάιρα την ίδια εποχή χωρίς να παίξει κανένα μπερδεγουέι μεταξύ τους; Θα πρέπει λοιπόν να το παραδεχτώ, γιατί δεν είναι καλό να υπάρχουν μυστικά μεταξύ μας - είμαι ο χαμένος γιος της Μάιρα και του Έλβις ή ίσως της Πρισίλα και του Τζέρι Λι –το θέμα βέβαια είναι οτι με πετάξανε σ΄αυτή την κωλοχώρα για να πεθάνω...»
Αλήθεια! Πέθανε σ΄αυτή την κωλοχώρα. Δεν ήσουνα μαζί του, έμαθες τα νέα την επομένη. Τον κλείσανε οι μπάτσοι μετά την τρύπα του Καραμανλή, τους ξεφτίλιζε καιρό τώρα με το Ζ, του τη φυλάγανε. Τα παιδιά είπαν οτι εκτοξεύτηκε προς τη μεριά της θάλασσας, δεν έμεινε τίποτα δικό του για να θάψουν. Έτσι είπαν. Ίσως και να ήταν τελικά εξωγήινος....
Κι εσύ γύρισες στο σχολείο μετά από ένα χρόνο απουσίας. Έναν αρραβώνα μετά. Πάει να πει, επισήμως ξεπαρθενεμένη. Πράγμα που σημαίνει: πρόθυμη. Εύκολη. Εν δυνάμει πουτάνα. Το θέμα ήταν να μην τη χάσεις. Άπαξ και έσπασε –μπάτε σκύλοι αλέστε. Τι ένας, τι δυο τι εκατόν δυο! Ωραία λογική, έτσι; Οι μαλακισμένες οι πιτσιρίκες –τους έριχνες ένα χρόνο κι ένα τσουβάλι εμπειρίες, άρα ήσουνα πουτάνα. Τα μυξιάρικα που είχες πλέον για συμμαθητές –αφού το έχει κάνει, γιατί να μην το ξανακάνει; Οι γλύτσηδες καθηγητές με τη λαδωμένη αραίωση στο κεφάλι –ήρθε μπας και τελειώσει το σχολείο, είναι πλέον ολόκληρη γυναίκα όχι κανένα παιδάκι! Είχες επιστρέψει στο Λύκειο επειδή, απλούστατα, δεν είχες που αλλού να πας. Αυτό ήταν όλο. Και η εξαήμερη της επόμενης χρονιάς –ήταν κι αυτό κάτι. Την περίμενες από την Πρώτη Γυμνασίου, 4 χρόνια, όταν σε πήρε ο Δημήτρης και τώρα που εκείνος έφυγε –γιατί όχι; Εξαήμερη. Να έχεις να λες. Στα παιδιά σου, στα εγγόνια σου... Στο κορίτσι που θα σου έφερνε μια μέρα ο γιος σου, εκείνο το ντροπαλό έξυπνο κορίτσι που θα έψαχνε άνθρωπο να ανοιχτεί και θα τον έβρισκε σε σένα, θα σε ένιωθε φίλη της... Έπρεπε να πας εξαήμερη –τέλος.
Και γι΄αυτό έπρεπε να περάσεις την τάξη, ν΄αντέξεις τις μαλακισμένες να σε στραβοκοιτάνε, τα σπυριάρικα να ξερογλείφονται... Εκείνος ο καργιόλης ο Γρηγόρης με την παρέα του, σκέτα σιχάματα. Στις γκομενίτσες τρέχανε τα ζουμιά όταν τους βλέπανε, το Γρηγόρη δηλαδή... Οι άλλοι ήταν σα γαμώ τον αντίχριστό μου μέσα –τέλος πάντων... Πουλάγανε μούρη στις μικρότερες τάξεις, στριμώχνανε τα φλωράκια τα διαβαστερά, τσαμπουκάδες για ψύλλου πήδημα. Ειδικά ο Αχιλλέας, σε ανατρίχιαζε. Κοντόχοντρος, με κάτι χέρια σαν κουτάλες, κοκκινομούρης, ιδρωμένος, με μάτια πρόστυχα. Οι άλλοι προσπαθούσαν να δουν κάτω από την ποδιά σου, εκείνος προσπαθούσε να δει μέσα από το βρακί σου. Κι ακόμα πιο μέσα... Έπρεπε με κάποιους να πας, τους μοναχικούς στο σχολείο τους τρώει η μαρμάγκα –διάλεξες λοιπόν την παρέα των φρικιών -Φάντασμα, Ζόμπι, Λούι, Γιάννης... Καλά παιδιά –κάπως τσιταρισμένα στην ανάγκη τους να δείχνουν μονίμως υπερβολικοί, αλλά εντάξει.
«Χτύπησε το κουδούνι...»
«Ποιος το χτύπησε;»
«Ένα περίεργο πράγμα ρε παιδί μου!»
«Και τώρα;»
«Κέρνα τσιγάρο να το διαλευκάνουμε!»
«Δεν θα μπούμε στην τάξη;»
«Από τώρα; Μαζί με την πλέμπα;»
«Σωστά –δεν είμαστε τίποτα τυχαίοι!»
«Δεν έχουν στεγνώσει και τα νύχια μου ακόμα!»
Νύχια βαμμένα με μαύρο μανό. Ο Ζόμπι. Μάτια βαμμένα μαύρα. Ο Λούι. Μαλλιά όρθια, στερεωμένα με οδοντόκρεμα. Το Φάντασμα. Στόμα κρυμμένο κάτω από παλαιστινιακή μαντίλα. Ο Γιάννης. Σύντομα άρχισες να τους βαριέσαι. Κόντεψες να μείνεις από απουσίες κιόλας... Αποφάσισες λοιπόν να στρώσεις –έκοψες τα πολλά μαζί τους, αλλά δεν υπάρχει σωτηρία άμα είσαι καταραμένος... Καθόσουν μόνη, προτελευταίο θρανίο, στη σειρά δίπλα στο παράθυρο... Πίσω σου ο Ζόμπι με το Φάντασμα, μπροστά ο Λούι με το Γιάννη, πιο μπροστά ο Πέτρος με το Στάθη... Όλη η σειρά χαζεύατε έξω από το παράθυρο μια άνοιξη γεμάτη γύρη από ιβίσκους, κεφάλια πετάγονταν στο μπίστιγμα της μπάλας κάτω απ΄τη μπασκέτα -φιλολογικά και η καινούργια καθηγήτρια κάπως στρίγκλα.
«Όλη η σειρά θα φύγει από το παράθυρο –θα πάει απέναντι, στον τοίχο...»
Σιγά μη... Την επόμενη μέρα τίποτα δεν είχε μετακινηθεί. Ήσουν περίεργη να δεις που θα πάει το πράγμα....
«Αν δεν αλλάξετε θέση μην κάνετε τον κόπο να μπαίνετε στην τάξη όταν έχω μάθημα εγώ. Έξω όλοι τώρα –βάλτους απουσία».
Έξω όλοι τότε.
Στο καπνιστήριο.
Ο Στάθης τόσο όμορφος κι αμίλητος, κάπνιζε ακουμπισμένος στον τοίχο, το τσιγάρο κρεμασμένο στα χείλη καουμπόικα.
«Ο γυμναστής ρε μαλάκες!» μούγκρισε ο Γιάννης κρυφοκοιτάζοντας προς το προαύλιο.
«Ας έρθει να μας τα γυμνάσει λίγο γιατί κρέμονται....» παρατήρησε το Φάντασμα.
Ο Πέτρος κάτι ψιθύριζε στον Στάθη, έκρυψε το τσιγάρο στη χούφτα και κοίταξε κάπως ανήσυχα. Ο Στάθης αστραπιαία έβγαλε τη γλώσσα και μάζεψε το μισοκαπνισμένο του τσιγάρο, εξαφανίζοντάς το μέσα στο στόμα του. Μετά τους κοίταξε όλους αθώα. Εσύ χαμογέλασες με το κολπάκι. Σε είδε. Σου χαμογέλασε με σφραγισμένα χείλη. Σήκωσες τους ώμους απορημένη. Ο Στάθης έκανε μια παντομίμα, έπιασε το βλέφαρό του, το γύρισε ανάποδα, μετά έκανε οτι βγάζει τον βολβό του ματιού του, τον καθάρισε, τον ξανάβαλε στη θέση του και καλά –έδειξε εντυπωσιασμένος λες και μόλις τώρα σε έβλεπε πρώτη φορά. Έβγαλε πάλι το τσιγάρο από το στόμα, άδειασε τον καπνό, ξανάκρυψε το τσιγάρο διπλώνοντας τη γλώσσα του, χαμογέλασε με σφραγισμένα χείλη. Ξεκαρδίστηκες.
«Λήξη συναγερμού», είπε ο Γιάννης.
Ο Στάθης έβγαλε για μια ακόμα φορά το τσιγάρο, αλλά δεν το άφησε να κρεμαστεί στα χείλη του, το απογείωσε φτύνοντας στον αέρα, το περίμενε να φτάσει στο ύψος του κουτουπιέ και το σούταρε ψιλοκρεμαστά. Το τσιγάρο καρφώθηκε στριφογυρίζοντας σε μια λακκούβα με νερό –ακούστηκε ένα μικρό τσιτσίρισμα καθώς έσβηνε. Εσύ γελούσες.
«Κάπως καραγκιόζης», σου ψιθύρισε ντροπαλά ο Πέτρος.
Πετάχτηκες ξαφνιασμένη –τον είχες ξεχάσει αυτόν. Για την ακρίβεια δεν τον είχες προσέξει ποτέ μέχρι εκείνη τη στιγμή. Δεν είχε τίποτα για να προσέξεις βέβαια –αλλά εξακολουθούσες να τον κοιτάζεις γεμάτη περιέργεια....
«Πάω να ρίξω κάνα σουτάκι», είπε ο Στάθης.
«Κι εγώ να σουτάρω θέλω, αλλά που να το΄βρω...» έκανε δήθεν μισοκακόμοιρα ο Ζόμπι.
«Ούτε για καφέ δεν μπορούμε να πάμε γαμώτο με τη μονόωρη....» γκρίνιαξε ο Λούι.
«Και γιατί δεν μπορούμε;» αναρωτήθηκε το Φάντασμα.
Κανένας δεν του απάντησε οπότε καταλήξατε στου Μπιλ του Χοντρού και χάσατε όλες τις υπόλοιπες ώρες.
Κάθε φορά που έμπαινε η φιλόλογος εσείς βγαίνατε έξω. Επιδεικτικά, χαμογελώντας. Στο τέλος χαμογελούσε και η φιλόλογος –κανένας δεν μπορεί να κρατήσει κακία στους ξεροκέφαλους. Κάθε φορά –δυο βδομάδες....
«Σήμερα εγώ θα μπω μέσα», είπε ο Πέτρος.
Ήσασταν αραχτοί στις κερκίδες, στη σειρά, οι συνεχείς μονόωρες σας είχαν κάνει συμμορία.
«Τι σου’ρθε;» απόρησε ο Γιάννης.
«Θέλω να γράψω έκθεση, θα βάλει για το χάσμα των γενεών και έχω άποψη....» μουρμούρισε ο Πέτρος.
«Μήπως είσαι φλώρος;» τον ρώτησε ο Στάθης.
«Τώρα το κατάλαβες!» τον κορόιδεψε ο Πέτρος.
«Θα μπω κι εγώ –είμαι όριο...» είπες.
«Όριο;»
«Αν κάνω 3-4 απουσίες ακόμα πάω για Σεπτέμβρη...»
«Ρε συ! Σωστή η Μελίνα –εμείς πώς είμαστε από απουσίες;» πετάχτηκε το Φάντασμα.
Σκατά ήταν από απουσίες όλοι τους –κατεβάσανε τ΄αυτιά και μπήκαν στην τάξη. Κουβάλησαν τα θρανία τους στον απέναντι τοίχο που είχε κάτι φεγγίτες ψηλούς -μόνο για να μπαίνει κίτρινο φως... Κουβάλησαν και το θρανίο σου χαμογελαστοί. Ήσουνα δικιά τους πλέον.
«Μπα; Τι βλέπω; Βάλατε μυαλό;» χαμογέλασε η φιλόλογος.
«Πού να το βάλουμε;» απόρησε το Φάντασμα.
«Ξέρω ΄γω; Το ΄βγαλε κανένας κι έπρεπε εμείς να το ξαναβάλουμε πίσω;» συνέχισε ο Ζόμπι.
Ο Γιάννης έκανε μια επιτόπια μίμηση εγχείρισης στο κρανίο του Λούι, βάζοντάς του μυαλό α λα Φρανκενστάιν κι ο Στάθης κοίταξε τον Πέτρο απορημένος.
«Μυαλό; Τι είναι το μυαλό;» τον ρώτησε.
«Αυτό που δεν μπορούν να δουν οι φιλόλογοι και πρέπει να ρωτήσουν για να μάθουν αν το έχουμε», του απάντησε ο Πέτρος.
«Θα σκάσετε ή θα σας πετάξω πάλι έξω;» φώναξε η φιλόλογος.
«Εγώ πάντως ήρθα να γράψω έκθεση –μετά κάντε ότι θέλετε», ξεκαθάρισε ο Πέτρος.
Η φιλόλογος γύρισε την πλάτη κι άρχισε να γράφει στον πίνακα.
Μένατε προς την ίδια κατεύθυνση. Περπατούσε δίπλα σου, τον έβλεπες να σε κρυφοκοιτάζει και χαμογελούσες πνιχτά, μην τον κομπλάρεις. Έλεγε πολλά αστεία, συνήθως έξυπνα αστεία –όχι κρυάδες. Σε έκανε να ξεχνάς. Ή να μη δίνεις τόση σημασία. Στη μάνα σου κι εκείνο το σαχλαμάρα που είχε αρχίσει να μπάζει σπίτι. Στην αδερφή μου που ζήλευε. Στο χαρτζιλίκι που δεν είχες. Στα ρούχα που δεν είχες. Στα αθλητικά παπούτσια. Που δεν είχες.
«Με γεια!» σου έλεγε κάθε πρωί.
«Τι ‘με γεια’; Δε φοράω τίποτα καινούργιο!» παρατηρούσες.
«Ναι ε; Εμένα πάντως καινούργια μου φαίνεσαι –ολοκαίνουργια!» απαντούσε.
Χαμογελούσες. Κοίταζε αλλού.
Όταν τα’βαλε με το Γρηγόρη και τους μαλάκες του, τον είδες διαφορετικά. Δεν ήταν μυξιάρικο με φάτσα γεμάτη σπυριά. Δεν είχε καθόλου σπυριά, δεν σε κοίταξε ποτέ λιγούρικα.... Ήταν... ίσως.... θα μπορούσε....
Δεν πήγες τελικά σινεμά μαζί του –που σε είχε καλέσει.... Φοβήθηκες.
«Δε θα΄ρθω μωρέ –με περιμένει η μάνα μου στο σπίτι....»
«Όπως νομίζεις»
«Μη στραβώνεις!»
«Όχι –εντάξει»
Σου γύρισε την πλάτη, σκέβρωσε ολοφάνερα.
«Περίμενε βρε χαζέ –θέλω να σου πω κάτι!»
«Εδώ είμαι, δεν έφυγα!»
«Λοιπόν άκου... θέλω μια μέρα να έρθεις σπίτι μου και να με ζητήσεις σε γάμο –κατάλαβες;»
Τον κοίταξες κι έγινε ξαφνικά το πρόσωπό του θολό, μάκρυνε, έμεινε μόνο ένα ζευγάρι μάτια που γύρεψαν να σε χωρέσουν με τη μία –ένιωσες να πνίγεσαι. Θα έπρεπε να μετανιώνεις για όσα είπες, αλλά το μυαλό σου δούλευε ανάποδα.
«Κατάλαβες βλάκα μου;» του είπες τρυφερά –τι στο διάολο είχες πάθει; Θα έπρεπε να του πεις οτι κάνεις πλάκα, οτι όλα αυτά ήταν ένα αστείο...
«Κατάλαβα», μουρμούρισε τραβώντας τα μάτια του από πάνω σου.
Κι εσύ τον πλησίασες και τον φίλησες στο στόμα, τον ένιωσες πέτρινο στο άγγιγμα σου και μετά, πάνω που μαλάκωνε, πάνω που πήγαινε να σε ρουφήξει μέσα του –τραβήχτηκες πίσω. Δεν τον χαιρέτησες άλλο. Έφυγες αφήνοντάς τον να χαζεύει την πλάτη σου –ήταν πλέον στο χέρι του. Κάτι έπρεπε να κάνει, αν ενδιαφερόταν....
Επειδή τα πράγματα πήγαιναν άσχημα στο σπίτι –ο σαχλαμάρας της μάνας σου είχε εμφανίσει έναν Λεωνίδα που δούλευε μαζί του... Στον προξενεύανε. Με άσχημο τρόπο –από τη μια ο Λεωνίδας καθημερινός επισκέπτης, από την άλλη η μάνα σου που ρώταγε πότε θα παρατήσεις το σχολείο, να βρεις καμιά δουλειά, δεν μπορούσε για πολύ ακόμα να σε τρέφει....
«Θα κάτσεις πολύ ακόμα εκεί μέσα; Τέλειωνε –χέζομαι!» μούγκρισε το γομάρι έξω από την πόρτα της τουαλέτας.
Πετάχτηκες –ξύπνησες απότομα.
«Τώρα βγαίνω...» μουρμούρισες. Κι έγλειψες τη σπασμένη άκρη του μπροστινού σου δοντιού, η γλώσσα σου χαράχτηκε –σε βοηθούσε αυτό να θυμάσαι τη μέρα που το γομάρι σήκωσε χέρι πάνω σου...
Τον είδες να ξύνεται.
«Θα έρθεις σήμερα να βοηθήσεις στη δουλειά;» σε ρώτησε.
«Γιατί; Ήρθα και χτες για να΄ρθω και σήμερα;» τον κάρφωσες στριμώχνοντάς τον στον τοίχο για να περάσεις. Το μπουρνούζι σου άνοιξε στην προσπάθεια, τον είδες να σε χαζεύει με το στόμα μισάνοιχτο.
«Πολύ κακόγουστο το αστείο», είπες παγωμένα.
Κι έφυγες.
Είκοσι με εικοσιπέντε λεπτά. Τόσο του χρειαζόταν για να ξεκουμπιστεί από το σπίτι –για τόσο έπρεπε να κυκλοφορήσεις φάντασμα μέσα από τις χαραμάδες, να κρύβεσαι, να μην ξαναπέσεις πάνω του. Μέχρι το βράδυ που θα επέστρεφε, θα είχες βρει τρόπο να συνεχίσεις να τον αποφεύγεις. Στο κρεβάτι είχατε χωριστά σκεπάσματα, εδώ και χρόνια....
Το πρώτο σας ραντεβού, ο Λεωνίδας αρωματισμένος και έτοιμος για επίδειξη ιπποτισμού της δεκάρας. Γεροδεμένος –του έδινες δυο χρόνια για να ξεχειλίσει η μπάκα του από τη ζώνη του παντελονιού.
«Ακούς μουσική;»
Τον κοίταξες απορημένη –αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενες να σε ρωτήσει.
«Ναι –ακούω...»
«Παίζω σ΄ένα γκρουπ, ξέρεις....»
Απίστευτο!
«Τι παίζεις;»
«Ντραμς»
«Ποιο γκρουπ;»
«Με έναν από το σχολείο σου –τον Λούι...»
«Παίζεις μαζί με τον Λούι;»
«Ναι –καλή φάση!»
Τον είδες πολύ αλλιώτικα εκείνη τη στιγμή, αλλά η έκπληξη είναι το δυνατότερο υπνωτικό. «Η έκπληξη είναι η παγίδα που μας έχουν στημένη –αν μια πόρτα γράφει ΕΚΠΛΗΞΗ θα τραβήξω τα εξάσφαιρα και θα την κάνω κόσκινο πριν την ανοίξω –6 τρύπες στη γαμημένη καρδιά της έκπληξης», σου είχε πει κάποτε ο Πέτρος. Δεν το θυμήθηκες όμως –ακριβώς όταν το χρειαζόσουν περισσότερο, έτσι γίνεται πάντα....
«Ο Λεωνίδας; Ποιος Λεωνίδας ο Σόλοικος;» ο Λούι έστρωσε τα μαλλιά του προς τα πίσω κοιτάζοντάς σε χαμογελαστά. «Σκιτζής. Για να καταλάβεις, παίζεις και τις παύσεις!»
Δεν ήταν αυτό που ήθελες να μάθεις....
Περίμενες τον Πέτρο, ντρεπόσουν να τον ξαναπλησιάσεις –είχες καταντήσει μυξοπάρθενη, για πρώτη φορά στη ζωή σου. «Αφού τον φίλησα, τι άλλο περιμένει;» Κι ο Λεωνίδας επίμονος –ερχόταν και σ΄έπαιρνε με μια μηχανή, μετά από μήνες έμαθες οτι τη δανειζόταν από κάποιον γνωστό του. Πολλές βόλτες. Είχε και γνωστές στο σχολείο, κάτι κοπέλες που στην αρχή σου φάνηκαν εντελώς μαλακισμένες, στη μέση τις συμπάθησες και στο τέλος σου γυρνούσαν τ΄άντερα κάθε φορά που διασταυρωνόσουν μαζί τους. Κι ο Πέτρος; Τον κοίταζες και χαμογελούσες προσπαθώντας να μην τρέξουν τα παρακάλια από τα χείλη σου κι εκείνος χαμογελούσε πίσω. Ο Πέτρος προφανώς φοβήθηκε επειδή κατάλαβε οτι ήθελες σοβαρή σχέση. Ο Πέτρος που τελικά ήταν μια από τα ίδια.... Να σε στριμώξει. Να σε χουφτώσει. Να ξεροχύσει. Αυτά.
Χίλιες φορές ο Λεωνίδας! Είχε τουλάχιστον αρχίδια –όχι σαν...
Ο Λεωνίδας δεν «είχε τουλάχιστον» -ήταν όλος αρχίδια. Ήταν όμως και μια λύση, δεν υπήρχε περίπτωση να ψάχνεις για δουλειά, δεν υπήρχε περίπτωση να βρεις δουλειά της προκοπής.... Το πολύ να σε πήδαγε στη ζούλα το κάθε αφεντικό –προτιμότερος ο ένας από τους πολλούς, ίσως και να συνήθιζες με τον καιρό... Κάτι τέτοιο. Στην αρχή είχε μπόλικες ορέξεις, μέχρι και που ενδιαφέρθηκε μια –δυο φορές αν σου άρεσε. Μετά όλα γίνονταν πιο βιαστικά, λες και ήσουνα καπαρωμένη με την ώρα κι έπρεπε να τελειώνει στο τσακ μπαμ, για να μην τον πιάσει η διπλή ταρίφα. Δεν κατάφερες να συνηθίσεις, σε ενοχλούσε όλο και περισσότερο –δεν περίμενες να είναι έτσι.
Μετάνιωνες που άφησες το σχολείο.
Λες και είχες άλλη προοπτική! Ηλίθια!
«Πως την έχεις δει; Εγώ θα δουλεύω κι εσύ θα ξοδεύεις;» το μούτρο του κατακόκκινο και ιδρωμένο, κολλημένο στο δικό σου.
«Γιατί; Έτσι δεν πάει; Με πληρώνεις για να με πηδάς», χαμογελάς άγρια μπροστά στα διογκωμένα του μάτια.
«Σιγά μη σε πηδάω κιόλας!»
«Εγώ εδώ είμαι –αν εσύ δεν μπορείς πλέον, είναι δικό σου πρόβλημα!»
Δεν είδες ποτέ το χέρι του να σηκώνεται γιατί τον κοίταζες ίσα στα μάτια. Γι΄αυτό πόνεσες απότομα, βύζαξες αλμυρό το αίμα από τα χείλη σου. Έπεσες πίσω, γύρεψες κάπου να πιαστείς. Έναν τοίχο...
Ακούμπησες. Σε κοίταζε μπερδεμένος, έσκυψε το κεφάλι.
«Εσύ έχεις πεθάνει για μένα. Από δω και πέρα...» του σφύριξες.
«Συγνώμη ρε Μελίνα, φάνηκα σόλοικος....» μουρμούρισε.
Έβαλες το χέρι, χωνί στο αριστερό σου αυτί.
«Δεν ακούω...» μίλησες στον εαυτό σου.
«Ρε Μελίνα δηλαδή....» συνέχισε.
Τον πλησίασες. Τίναξες το δάχτυλό σου σα στιλέτο και τον ακούμπησες στο στήθος.
«Δεν κατάλαβες τι σου είπα; Είσαι πεθαμένος! Μην κλαψουρίζεις λοιπόν –δείξε λίγη αξιοπρέπεια!»
Τράβηξες το δάχτυλο από το στήθος του κι έφτυσες ανάμεσα στα παπούτσια του, αίμα μαζί μ΄ένα κομμάτι από το μπροστινό σου δόντι.
Δεν το έφτιαξες το δόντι –ήθελες να θυμάσαι. Να θυμάσαι. Να θυμάσαι. Οι πεθαμένοι δεν μπορούν να σε βλάψουν. Και τώρα ο Πέτρος....
«Πώς πέθανε;»
«Ποιος;»
«Ο Πέτρος...»
«Και που να ξέρω εγώ; Θες τίποτ΄άλλο;»
«Όχι».
«Ρε Μελίνα χάζεψες; Με πήρες στη δουλειά να με ρωτήσεις αυτό το πράγμα;»
«Ναι –γι΄αυτό σε πήρα».
«Ε, άντε χέσου!»
Ακούς το τηλέφωνο να βροντάει –η αδερφή σου δεν έχει καθόλου υπομονή. Η αδερφή σου έχει δουλειά, παιδιά, άντρα –αλλά όχι και υπομονή. Εσύ πάλι δεν έχεις τίποτα.
«Φεύγω».
Δεν λες κουβέντα.
«Μελίνα φεύγω».
«Το άκουσα».
«Λέω μήπως θέλεις να σου φέρω τίποτα...»
«Τίποτα».
Η πόρτα χτυπάει, τον βλέπεις από το παράθυρο να πλησιάζει το αυτοκίνητό του σαν ουραγκοτάγκος, νιώθεις στιγμιαία αναγούλα. Αφήνεις την κουρτίνα να πέσει.
Το σπίτι βουίζει από ησυχία.
Παίρνεις βαθιά ανάσα. Πηγαίνεις στην κρεβατοκάμαρα –κλείνεις τις κουρτίνες. Νιώθεις κούραση, την καθημερινή κούραση. Οι μέρες είναι κούραση. Τις νύχτες αγωνίζεσαι να μη σε ακουμπήσει ούτε καν η βρώμικη αναπνοή του, σηκώνεσαι και κυκλοφορείς στο σπίτι σαν αερικό, καπνίζεις στο σκοτάδι, πίνεις από το μπουκάλι. Μετά ψευτοκοιμάσαι –έχεις το νου σου πότε θα ξημερώσει, μετράς τα λεπτά στο φωσφοριζέ καντράν του ρολογιού.... Ξυπνάς πάντα 10 λεπτά νωρίτερα από τον διπλανό σου. Δεν έχει σημασία ούτε ποιος είναι, ούτε πώς είναι. 10 λεπτά νωρίτερα. Να φτιαχτείς λίγο, να περιποιηθείς, όσο –ότι μπορείς...
Γι΄αυτό είσαι χώμα τα πρωινά –περιμένεις να φύγει από το σπίτι για να κοιμηθείς με την ησυχία σου. Ξαπλώνεις στη δική σου πλευρά, γυρίζεις προς τα έξω επειδή η μυρωδιά του υπάρχει ακόμα στο διπλανό μαξιλάρι. Κλείνεις τα μάτια –ο Πέτρος πέθανε, δεν έχει σημασία πώς και γιατί. Δεν έχει σημασία ούτε καν το οτι πέθανε, έτσι κι αλλιώς ήταν ένας ακόμα χέστης. Και το χειρότερο είναι που σε κορόιδεψε, σε έκανε να πιστέψεις οτι θα σε γλίτωνε απ΄όλα αυτά.... Σε πόνεσε περισσότερο κι από τον Δημήτρη που έφυγε χωρίς ν΄αφήσει πίσω του τίποτα. Ο Δημήτρης έφυγε, ο Πέτρος δεν ήρθε –αυτή ήταν η διαφορά.
Καρφώνεις τα νύχια στις χούφτες.
«Κακό σου ψόφο κωλόπαιδο!»
Μετά κλαις ασταμάτητα, έτσι σε παίρνει ο ύπνος.
Και είναι κρίμα που κανένας τους δε σε βλέπει έτσι όπως κοιμάσαι, το στήθος σου ν’ανεβοκατεβαίνει ρυθμικά, τα μάτια να πεταρίζουν πίσω από τα κλειστά σου βλέφαρα και μισό χαμόγελο –μοιάζει σαν κάτι να ονειρεύεσαι....
Αλήθεια –ονειρεύεσαι ποτέ όσους σε ονειρεύονται Μελίνα;
Egidio Gherlizza- Τζέφυ και Τσέρυ
-
Ο Egidio Gherlizza είναι ένας καλλιτέχνης για τον οποίο μιλούν ελάχιστα,
ωστόσο ο πιο τυχερός χαρακτήρας του, ο αλήτης Σεραφίνο, κατάφερε να γίνει
μια μ...
Πριν από 5 μήνες
22 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Άψογος!
Πάω να συνέλθω και θα επανέλθω.
Φςςςς... Τα σέβη μου.
Κουμπάρα, βασικά δεν βγήκε όπως ακριβώς το ήθελα το κομμάτι -αλλά τέλος πάντων. Μάλλον βγήκε όπως ήθελε αυτό.
Δύτη, ποια σέβη σου ρε; Τι είμαι; Αρχιεπίσκοπος; Χαχαχα
Χάρηκα που σου άρεσε πάντως.
Έχω πέσει κάτω και προσκυνάω.
Τα παραλές (ή να πω: τα παρακάνεις;) βρε παιδί μου... Ευχαριστώ πάντως, χαίρομαι που σου άρεσε.
Να σαι καλά! Πάλι καλά που χουμε και σένα, γιατί κατα τ' άλλα... Απόψε έμαθα τα νέα. Νέο εργασιακό καθεστώς, όπερ σημαίνει ότι σε λίγο καιρό θα έχω περισσότερο χρόνο να σε διαβάζω... Αντιλαμβάνεσαι ότι πέφτει βαρύ φορτίο στους ώμους σου...
Να λοιπόν που μάθαμε και για το Μελινάκι.. Και για τον παλικαρά τον λαϊκατζή..
Ρε συ μουσουκλετιστή, ένα πράμα με στεναχωρεί μόνο. Λύτρωση δε βλέπω στον ορίζοντα για κανέναν και για τίποτα. Δώσε κάτι να μας σώσεις.
Manuel, έτσι ε; Νομίζεις οτι με το νέο εργασιακό καθεστώς θα έχεις περισσότερο χρόνο; Γιατί εγώ έχω την εντύπωση οτι στις γαλέρες δεν βάζουν οθόνες, χεχεχε. Τέλος πάντων -σοβαρά τώρα, ελπίζω να κάνεις λάθος και να μην έχεις καθόλου χρόνο για να με διαβάζεις.
Πασκάλ, αν η γενιά μου είχε βρει τη λύτρωση δεν θα ήταν αυτή που είναι, ούτε θα είχε κρυφτεί στα λαγούμια όπως παραμένουμε κρυμμένοι. Μελινάκι -μόνο ο μπαμπάς της, είσαι μπαμπάς της ρε φίλε; Για σεμνά!
Και παλιότερα την αποκάλεσα με τον ίδιο τρόπο αλλά δεν "αρπάχτηκες"?
Τι άλλαξε τώρα άραγε...
Τι ν΄αλλάξει αδερφάκι; Θυμάμαι οτι είχα ξαναγράψει σε σχόλιο οτι είναι Μελίνα όχι Μελινάκι -μπορεί να μην το πρόσεξα το δικό σου. Δεν τρέχει τίποτα, ούτε αρπάζομαι -απλά είναι θέμα κατανόησης. Είναι σα να περιγράφουμε αγώνα μποξ και να λέμε ο Μιχαλάκης ο Ταϊσονούλης -κατάλαβες;
Τώρα που το λες, είχες γράψει ότι δεν είναι Μελινάκι αλλά Μελινάρα!
Αλλά δεν το είχα καταλάβει το νόημα τόσο καλά όσο το κατάλαβα τώρα με το μποξ.
Αλλά ρε συ, καλά μέχρι το σημερινό να είναι Μελινάρα, αλλά και μετά από αυτό; Δλδ ο τίτλος δε χάνεται ποτέ;
μοτοσακέ το αναγνωστικό κοινό σου απαιτεί λύτρωση παρά τον προφανή από χρόνια κοινό παρανομαστή των κειμένων: δεν υπάρχει λύτρωση γιατί απλά δε γλύτωσε κανένας.
στα 30-παρα-κάτι-ψιλά μου, το βλέπω το έργο να ξεδιπλώνεται αργά και σταθερά και για τη δική μου γενιά.
με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, λιγότερο ή περισσότερο κατά τόπους, έχοντας μαζέψει εξωτικά σουβενίρ ή μόνο βαρετές polaroid της στιγμής, "στο τέλος δε θα γλυτώσει κανένας", έτσι δεν είναι;
δεν ξέρω και κανα smiley για πικρό χαμόγελο ρε γαμώτo...δε βαριέσαι...
Εξαιρετική αφήγηση. Σπάει κόκαλα, και παρόλο ότι αυτό το σενάριο ως πραγματικότητα επαναλαμβάνεται διαρκώς και φορές (όταν κουράζεται πια να πονάει και να οργίζεται) σε βαθμό πλήξης, το κείμενο εδώ, σε όλη του την έκταση, με άγγιξε απίστευτα.
Πασκάλ -όχι φίλε μου, ο τίτλος δεν χάνεται ποτέ. Το άτομο χάνεται, καταπλακώνεται από τον τίτλο και καταστρέφεται, αλλά ο γαμημένος ο τίτλος παραμένει. Κι αν δεν το πιστεύεις, πήγαινε στον Τάισον και πέστου "για σφαλιάρες κατάντησες αδερφάκι".
sjors, λύτρεωση πουλάνε Κυριακές και αργίες στις εκκλησίες και στις κομματικές οργανώσεις βάσης καθ΄εκάστην. Εγώ δεν έχω τέτοια άδεια πωλητή φίλε μου και θα με ξεμαλλιάσουν οι παλιές πουτάνες αν πάω να στηθώ στην πιάτσα τους. Για να μην πούμε περί αγορανομίας...
Ναι, όπως το λες ή αλλιώς: "δεν ξέρω αν θα πεθάνετε στα γέλια, αλλά ξέρω οτι σίγουρα θα πεθάνετε". Κι αυτό δικό του.
Γιώργο, συνήθως σενάρια της πραγματικότητας αντιγράφω -άντε, να πεις οτι βάζω και δυο καλολογικά και τρεις φιοριτούρες έτσι για να τα κάνω πιο φαντεζί. Αλλά δεν έχω τη φαντασία να δημιουργήσω ιστορίες -απλά αναπαράγω. Ευχαριστώ πάντως για τα καλά σου λόγια.
άλλη μια ιστορία γεμάτη χρώμα, χαρά κι ελαφρότητα από το μότορα, ένα χαριτωμένο σονέτο γεμάτο μικρές επιτυχίες, ευχάριστες μυρωδιές, μεγαλομάτικα ελαφάκια κι ουράνια τόξα..
Γι΄αυτό σε χαίρομαι -επειδή με καταλαβαίνεις! Όντως, αυτές οι ιστορίες περιγράφουν τις μικροχαρές για τις οποίες αξίζει να ζει κανείς.
Υ.Γ.: Κουφάλα -μη μυριστείς γκόμενα σε ιστορία, πρώτος και καλύτερος!
Στη συνέχεια...
Ο Πέτρος εμφανίζεται σε φωτο εφημερίδων, σκοτωμένος απο μπάτσους σε τυχαίο κυνήγι μοτοσυκλέτας.
Είχε προλάβει να πάρει κάνα-δυό μαζί του.
Η Μελίνα τον αναγνωρίζει και με φρίκη διαπιστώνει πως πρόκειται πράγματι για τον Πέτρο, αρχηγό της ένοπλης πάλης "Δορυφόροι του υγρού στοιχείου", μια ιδιαίτερα βίαιη οργάνωση.
Η ιστορλια με το ασανσέρ, ήταν κόλπο για να χάσει η αντιτρομοτέτοια τα ίχνη του, πάνω που τον είχανε εντοπίσει.Σκέφτεται πως την έβαψε, μια και την είχε καλέσει κάποιες φορές στο κινητό της.
Θυμήθηκε το μαύρο σάκο που της είχε εμπιστευτει να κρύψει, λέγοντάς της πως περιείχε όλα τα τεύχη του "ΑΣΤΕΤΙΞ", πρώτη έκδοση.
Η αλήθεια είναι, τώρα που το ξανασκεφτόταν, πως παραήταν βαρύς ο σάκος.
Και σκληρά μεταλλικά φαίνονταν νάναι μέσα τα τεύχη.
Αλαφιασμένη έτρεξε προς το υπόγειο, παρακαλώντας να κάνει λάθος...
Αμέ, τι νόμισες;
mbiker
Στη συνέχεια...
Ο Πέτρος εμφανίζεται σε φωτο εφημερίδων, σκοτωμένος απο μπάτσους σε τυχαίο κυνήγι μοτοσυκλέτας.
Είχε προλάβει να πάρει κάνα-δυό μαζί του.
Η Μελίνα τον αναγνωρίζει και με φρίκη διαπιστώνει πως πρόκειται πράγματι για τον Πέτρο, αρχηγό της ένοπλης πάλης "Δορυφόροι του υγρού στοιχείου", μια ιδιαίτερα βίαιη οργάνωση.
Η ιστορλια με το ασανσέρ, ήταν κόλπο για να χάσει η αντιτρομοτέτοια τα ίχνη του, πάνω που τον είχανε εντοπίσει.Σκέφτεται πως την έβαψε, μια και την είχε καλέσει κάποιες φορές στο κινητό της.
Θυμήθηκε το μαύρο σάκο που της είχε εμπιστευτει να κρύψει, λέγοντάς της πως περιείχε όλα τα τεύχη του "ΑΣΤΕΤΙΞ", πρώτη έκδοση.
Η αλήθεια είναι, τώρα που το ξανασκεφτόταν, πως παραήταν βαρύς ο σάκος.
Και σκληρά μεταλλικά φαίνονταν νάναι μέσα τα τεύχη.
Αλαφιασμένη έτρεξε προς το υπόγειο, παρακαλώντας να κάνει λάθος...
Αμέ, τι νόμισες;
mbiker
Χαχαχα -μέσα στο μυαλό μου είσαι ρε παιδί μου! 'σου πω -κάνε ένα έτσι, εκεί στο πλάι που γράφει Φτηνές Ιστορίες, πάτα εκεί που λέει Η Μουσική των Σφυριών και κατέβασε την ιστοριούλα. Επειδή την έχω γράψει ήδη, αυτή που μου προτείνεις, γι΄αυτό το λέω ε;
Πάμε πάλι...
Δραπετσώνα.
...Το ταξί αφήνει το Πέτρο μπροστά στη πύλη 9.
Βγάζει το εικοσάρικο και το δίνει, έχει μισοανοίξει την πόρτα δεξιά, μα δεν λέει να βγεί.
Ο ταρίφας κάνει πως ψάχνει, ανακατεύει τα κέρματα, περιμένει να του πεί ο άλλος "εντάξει είμαστε", αμ έλα που δεν τ ακούει κι αναγκάζεται να βρει δυό ευρώ για τα ρέστα.
"Σιγά που θα σου αφήσω και πουρπουάρ μαλάκα", σκέφτεται ο Πέτρος. "Μια ώρα τώρα μου τάπρηξες βάζελε".
Βγαίνει και τρέχει σκυφτός στο ντόκ, μόλις προλαβαίνει τη λάντζα για το βαπόρι.
Τον περίμενε κι ας είχε αργήσει λίγο.
Πήδηξε μέσα και κάθησε σιωπηλός.
Το "Μ/Τ Παπαρούνα", 105.000 τόνων θα σαλπάριζε με το σούρουπο.
Πήδηξε στη σκάλα, σκόνταψε, πιάστηκε στα ρέλια, παραλίγο να του πέσει ο σάκος, τεράστιος κα βαρύς, "γαμήσου" σκέφτηκε, έφτασε πάνω.
Ο "μικρός" τον περίμενε στη κουπαστή΄.
Ο αδελφός του ο Μηνάς, δεύτερος μηχανικός στη "Παπαρούνα" είχε φροντίσει να τον ναυτολογήσει καμαρωτάκι με το διαβατήριο.
"Τα λεφτά τάχεις?", η πρώτη κουβέντα. Απάντησε καταφατικά.
"Δώστα θα τα κρύψω στο μηχανοστάσιο, μόνος θάμαι κάτω"
Έπιασε το σάκο κι έκανε να φύγει.
"Τι κάνει η Μελίνα?" ρώτησε.
Ο Πέτρος δεν άφηνε τα λουριά.
"Η Μελίνα? Γιατί ρωτάς εσύ για τη Μελίνα?"
"Ρε πούστη μου, τι γίνεται εδώ?" σκέφτηκε.
Κι έσφιξε περισσότερο το χέρι του στο σάκο, κοιτώντας τον Μηνά...
Ε, μα...
Πές μου τώρα πώς έχεις και τέτοια εκδοχή να κάψω τα διπλώματά μου τα ναυτικά.
Μερικές παρατηρήσεις.
Το κατέβασα μα το διάβασα επι τροχάδην.
Ή έχεις κάνει σε βουλευτικό γραφείο, ή είσαι μεγάλο λαμόγιο χαχαχαχα
mbiker
μιζέρια πηχτή σα χλέπα. αναρωτιέμαι αν έχει και χειρότερα. που μάλλον έχει.
Mbiker, μπορεί και να είμαι βουλευτής -που ξέρεις; Δηλαδή ΚΑΙ σε βουλευτικό γραφείο να έχω κάνει ΚΑΙ λαμόγιο να είμαι, χεχεχεχε.
Την εκδοχή σου κάπου την έχω διαβάσει -θα θυμηθώ πού και θα σου πω.
Raz, ποτέ δεν είναι τόσο χάλια που να μη μπορούν χειρότερα. Στάι τιούντ φορ δε νεξτ έπισοντ.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!