Τρίτη, Μαΐου 04, 2010

8. «Ακόμα μια κούπα καφέ για το δρόμο»

Έφερε την κούπα μπροστά στο στόμα, την άφησε ν’αχνίζει κάτω από τα ρουθούνια του –λες κι η άχνα του καφέ θα αναπλήρωνε τον χαμένο ύπνο. Την κούραση. Το ελαφρύ κεφάλι. Το τζιν που έκαιγε ακόμα το στομάχι του. Αποφάσισε κιόλας να πιει την πρώτη γουλιά καφέ αλλά τον έπιασε βήχας –ένας μαλακισμένος βήχας απ΄αυτούς που σέρνουνε τσουγκράνα στα σωθικά σου -άφησε κάτω την κούπα κι έψαξε τα τσιγάρα του
.
Μια ασημένια ταμπακέρα σε σχήμα Zippo κι ένας Zippo με χαραγμένα τ’αρχικά της σε μια καρδιά στο πλάι –του τα είχε κάνει δώρο σετάκι. Όταν πρωτοσυναντήθηκαν, εκείνος της μόστραρε το κολπάκι «ανάβω τον Zippo κροταλίζοντας τα δάχτυλα, τον σβήνω μ΄ένα τίναγμα στον αέρα». Εκείνη είχε εντυπωσιαστεί αλλά δεν ήθελε να το δείξει. «Ωραίος αναπτήρας», είχε πει. «Όποιος δεν ανάψει το πρώτο του τσιγάρο με Zippo θα καταντήσει τραπεζικός ή δημόσιος υπάλληλος μια μέρα», είχε υπενθυμίσει την παλιά προφητεία ο Γιάννης με μπλαζέ ύφος. Του ερχόταν η ανάμνηση σε κάθε τσιγάρο που άναβε, ζάρωνε τα φρύδια, έσφιγγε τα χείλη, βλαστημούσε τρίζοντας τα δόντια του. «Πρώτα θα πεθάνω και μετά θα ξεχάσω». Πνίγηκε με την πρώτη τζούρα του τσιγάρου, ήπιε μια μεγάλη γουλιά καφέ για να μαλακώσει ο λαιμός του, συνέχισε να καπνίζει.

Απέναντί του ανοιχτή η τηλεόραση με χαμηλωμένο ήχο, ένας ξαναμμένος χοντρός έκανε νοήματα σε μια αρσενική σαύρα με γυαλιά, πίσω τους, σε γιγαντοοθόνη, περνάγανε αυτοκίνητα. Ο Γιάννης κοίταξε προσεκτικά –είδε τον χοντρό να ψεκάζει τον σαύρα με σάλια και μετά είδε τον σαύρα να κουνάει τα χαρτιά του, σε λίγο και οι δυο τους ηρέμησαν επειδή ήρθε μια μεσόκοπη πλατινέ γκόμενα με ξεχειλωμένα βυζιά. Ο Γιάννης προσηλώθηκε για λίγη ώρα υπολογίζοντας πότε τα βυζιά της θα χυθούν έξω από το ντεκολτέ, άναψε δεύτερο τσιγάρο, αποφάσισε οτι δεν υπήρχε περίπτωση και άλλαξε κανάλι. Ο ξαναμμένος χοντρός πεταγόταν σε κάθε φώτισμα της οθόνης, πότε φαλακρός, πότε γυαλάκιας, πότε με πουκάμισο, πότε με σακάκι, πότε αδυνατισμένος –αλλά πάντα ξαναμμένος. Τι διάολο τον έτρωγε πρωινιάτικα; Σα να είχε φύγει βιαστικά από το σπίτι, πριν προλάβει να ολοκληρώσει την πρωινή του τουαλέτα. Ο Γιάννης άλλαξε ακόμα μερικά κανάλια –έπεσε σε κάτι καρτούν τερατώδικα, με δαγκάνες καβουριών για χέρια με μουστάκια ποντικιών στις μούρες, χάζεψε παρακολουθώντας. Περίμενε να σκάσει το παλικαράκι και να τα καθαρίσει όλα αυτά τα εκτοπλάσματα, αλλά στο τέλος έγινε το ανάποδο –τα τέρατα καθάρισαν κάτι συμπαθητικές φιγούρες με μαύρες κολάν φόρμες.
«Ένα περίεργο πράγμα!» αναφώνησε πίνοντας τις τελευταίες γουλιές καφέ.

Στο ασανσέρ ζαλίστηκε –αναγκάστηκε ν΄ακουμπίσει στους καθρέφτες για να μη σωριαστεί. Ο αέρας στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας τον βοήθησε να συνέλθει –αν βέβαια ο πονοκέφαλος, η τάση για εμετό και οι τρεμούλες μπορούν να θεωρηθούν ενδείξεις για κάτι τέτοιο. Ξεκλείδωσε το αυτοκίνητό του και ξεκίνησε με απαλές κινήσεις –σα να είχε αυγά μέσα στα παπούτσια του. Έτσι οδηγούσε πάντα, του το είχαν πει «κανονικός μηχανοδηγός τρένου». Έμοιαζαν ακίνητα τα οχήματα που οδηγούσε, νόμιζες οτι θα μπορούσες ν΄ανοίξεις την πόρτα και να κατέβεις –μόνο αν κοίταζες το καντράν θα ανακάλυπτες οτι πήγαινε με 100 χιλιόμετρα και βάλε. Έλεγξε ασυναίσθητα το διπλανό του κάθισμα όσο έβγαινε στο δρόμο, να δει αν ήταν εκεί και μισοκοιμόταν –δεν ήταν εκεί. Άνοιξε το πλαϊνό του παράθυρο κι έφτυσε στον παγωμένο πρωινό αέρα.

Βγαίνοντας στη λεωφόρο άφησε την αργή κίνηση του μποτιλιαρίσματος να τον συνεπάρει, είδε τους πονηρούς που γύρευαν να σφηνώσουν σε άλλη λωρίδα νομίζοντας οτι έτσι θα πάνε πιο γρήγορα –έπαιξε μαζί τους, δίνοντας επίτηδες χώρους και κλείνοντάς τους πριν προλάβουν οι άλλοι να τους γεμίσουν –έψαξε στο ραδιόφωνο, ειδήσεις, τραγούδια, ειδήσεις, ειδήσεις, ειδήσεις, αθλητικά, ειδήσεις –το΄κλεισε.

Η ποδιά του αυτοκινήτου κοπάνησε άσχημα καθώς ανέβαινε το πεζοδρόμιο, πάρκαρε δίπλα στο παπί του πιτσιρικά που είχε έρθει νωρίτερα από εκείνον και είχε ήδη ανοίξει τα ρολά. Ακούμπησε το κεφάλι στο τιμόνι, όλα τραντάχτηκαν απότομα πριν σταθεροποιηθούν. «Για πόσο άραγε;» αναρωτήθηκε έχοντας την αίσθηση οτι η απορία του ήταν γενικότερης φύσης.
«Καλημέρα αφεντικό!» του φώναξε ο πιτσιρικάς από την πόρτα.
«Κακό ψόφο μούλε», τον χαιρέτησε ο Γιάννης μισοσκυμμένος ακόμα έξω από το αυτοκίνητό του.
Ο πιτσιρικάς ξεκαρδίστηκε.

Μπήκαν και οι δυο στο μαγαζί, η μυρωδιά του λουστραρισμένου δέρματος τούς έφερε τσούξιμο στα μάτια.
«Καφέ έβαλες;» ρώτησε ο Γιάννης.
«Δεν πίνεται αυτός της καφετιέρας. Θα πάω να πάρω απέξω –θες;» είπε ο πιτσιρικάς.
«Τι μάκινα είναι αυτή που πας ν’αρχίσεις;» απόρησε ο Γιάννης. «Εμείς πίνουμε 10 κούπες τη μέρα, θα τρέχουμε συνέχεια στα σαντουιτσάδικα;»
«Ε, τι να γίνει; Μέχρι να πάρεις καμιά εσπρεσιέρα της προκοπής...» απάντησε ο πιτσιρικάς.
«Ρε σάλτα γαμήσου παραδίπλα –που θες κι εσπρεσιέρα!» τσαντίστηκε ο Γιάννης.
Μετά έφυγε για το κουζινάκι στο πλάι του μαγαζιού, ξέπλυνε τη γυάλα της καφετιέρας και τη γέμισε νερό. Άλλαξε το φίλτρο, έριξε μέσα 5-6 κουταλιές καφέ κι έκατσε περιμένοντας τη μυρωδιά ν’αναδυθεί από τα πλάγια του βραστήρα. Όσο περίμενε, έριχνε κλεφτές ματιές στο μαγαζί –μπας και μπει κανένας πελάτης. «Σκεφτόμαστε τώρα και καμιά μαλακία να περνάει η ώρα», μουρμούριζε.

Το παπουτσάδικο το είχε κληρονομήσει από τον θείο του, τρία μαγαζιά ήταν η επιχείρηση, καθένα σε διαφορετική συνοικία –αλλά ένεκα η κρίση... Ποια κρίση δηλαδή, η μαλακία που τον έδερνε πες καλύτερα... Τέλος πάντων, είχε κατορθώσει να «κάνει τα τρία δυο» πριν συγχωνεύσει τα δυο εναπομείναντα μαγαζιά σε ένα και μοναδικό –αυτό εδώ που φυτοζωούσε. Το κράταγε ανοιχτό συνεχές ωράριο, 9 με 8, είχε τον πιτσιρικά για τα πρωινά και μια φοιτητριούλα από το μεσημέρι και μετά. 9 με 5 ο μούλος, 12 με 8 η αφηρημένη. Κι εκείνος παντός καιρού, ανεξαρτήτως ωραρίου, μονίμως επιστρέφων εντός ολίγου. Έβαλε στην κούπα του τον πρώτο καφέ που έπεσε στη γυάλα, τον πιο βαρύ –πάντα το έκανε αυτό κι ο πιτσιρικάς έπινε τα δεύτερα, τα αποπλύματα, ήταν να μη μουρμουράει μετά; Πρόσθεσε και κάμποσο κονιακάκι, κατάπιε δυο ασπιρίνες αμάσητες, κάθισε στο γραφειάκι του περιμένοντας να νιώσει καλύτερα. Αλλά αντί γι΄αυτό μπήκε ο πιτσιρικάς φουριόζος σπρώχνοντας την πλεξιγκλάς βιτρινόπορτα.
«Αφεντικό, επειδή το΄ξερα οτι θα ζήλευες σού πήρα κι εσένα!» τσίριξε.
Μετά απόθεσε ένα μυρωδάτο σίχαμα με κανέλες, χρωματιστή τρούφα και οροπέδια άσπρης κρέμας που φιλοδοξούσε να περνιέται για καφές.
«Τι είναι αυτό ρε βλαμμένε;» απόρησε ειλικρινά ο Γιάννης.
«Εσπρέσο Ματσιατίσιμο!» κοκορεύτηκε ο πιτσιρικάς.
«Να πας να σε διαβάσει παπάς –άλλη ελπίδα δεν βλέπω για την περίπτωσή σου...» του πρότεινε ο Γιάννης.
«Δοκίμασε ρε αφεντικό –μην είσαι τόσο δυσκοίλιος!»
Ο Γιάννης τον κοίταξε όσο ένιωθε τα σφυριά να ξεκινάνε μεροκάματο μέσα στο κεφάλι του. Σκέφτηκε λοιπόν να τραβήξει μια γουλιά από ευγένεια, μπας και τον ξεφορτώσει ο πιτσιρικάς –τράβηξε με τα χείλη του το χοντρό καλαμάκι, ρούφηξε....
«Τι έπαθες αφεντικό;» ήρθε πίσω του ανήσυχος ο πιτσιρικάς όσο εκείνος έφτυνε με σιχασιά στον νεροχύτη, πίσω στο κουζινάκι, και καθάριζε το στόμα του κάνοντας γαργάρες.
«Να σου πω ρε μούλε –για καφέ στο δώσανε αυτό το πράμα;» τον ρώτησε όταν συνήλθε κάπως.
«Ναι –γιατί;»
«Να τους το πας πίσω τότε. Αυτό δεν είναι καφές, μαλάκα μου, γαλακτομπούρεκο σε πλαστικό ποτήρι είναι!»
Ο πιτσιρικάς ξεκαρδίστηκε κι έτσι τον ξεφορτώθηκε ο Γιάννης για λίγη ώρα. Άναψε καινούργιο τσιγάρο γλιστρώντας τον Zippo ασυναίσθητα, παράλληλα με τη ραφή του τζιν παντελονιού του. Ρούφηξε μετά τον πηχτό καπνό του Camel και πνίγηκε συγκρατημένα.
Τότε ακριβώς χτύπησε το τηλέφωνο.
«Παρακαλώ;» αρπάχτηκε βιαστικά από το ακουστικό
, κάπως αιφνιδιασμένος.
«Τζόνι;» αναρωτήθηκε η φωνή από την άλλη άκρη.
«Ποιος είναι;»
«Ο Σάκης παιχταρά μου! Σακ Ατάκ –έτσι;»
Ο Γιάννης απομάκρυνε το ακουστικό από το αυτί του και βλαστήμησε στα μουγκά. Τι σκατά τους είχε τους υπαλλήλους στο μαγαζί άμα ήταν να σηκώνει από μόνος του τα τηλέφωνα;
«Ναι, τι έγινε ρε Σάκη...» μουρμούρισε αποκαμωμένα.
«Σκοτώθηκε ο Πέτρος, δεν τα΄μαθες;» έκανε η σχεδόν θιγμένη φωνή στην άλλη άκρη.
«Γιατί να τα μάθω; Σε γραφείο τελετών δουλεύω;» απόρησε ο Γιάννης. Τα σφυριά στο κεφάλι του μπερδεύτηκαν, κοπάνησαν μεταξύ τους πριν συνεχίσουν το κάρφωμα, σπίθες πετάχτηκαν μπροστά στα μάτια του.
«Ρε φίλε τι λες τώρα; Κολλητός σου δεν ήτανε ο Πέτρος;»
«Κοίτα Σάκη –κατά πρώτον μιλάς για κάτι αιώνες πριν...»
«Αιώνες –άκου το μαλάκα! Τα σχολικά μας χρόνια ρε –η καλύτερη εποχή, ξεχνιούνται αυτά;»
«Τι να σου πω αγόρι μου, αν η καλύτερή σου εποχή ήταν τα σχολικά σου χρόνια καλά κάνεις και τα θυμάσαι... Εγώ από τότε δεν θυμάμαι ούτε πώς με λέγανε....»
Έπεσε ησυχία στην άλλη άκρη του σύρματος.
«Αλλά απ΄ότι λίγα θυμάμαι, δεν έκανες και πολύ παρέα με τον Πέτρο –έτσι δεν είναι ρε Σάκη;» τον κάρφωσε ο Γιάννης.
«Εντάξει τώρα –δεν έχει σχέση...»
«Ναι, δεν έχω χέσει ακόμα, σε λίγο λέω να πάω –λοιπόν....» ξηγήθηκε μια χοντροκομμένη μαθητική ντρίπλα ο Γιάννης.
«Η κηδεία του είναι την Τετάρτη», είπε σιγά ο Σάκης.
«Ποιανού;» ρώτησε ο Γιάννης.
«Του Πέτρου ρε άνθρωπε!» τσίριξε ο Σάκης.
«Στ΄αρχίδια μου», τον διαβεβαίωσε ο Γιάννης και κοπάνησε το τηλέφωνο.
Θράσος που το έχουν μερικοί! Άναψε καινούργιο τσιγάρο φουρκισμένος.

«Γιατί έβριζες ρε αφεντικό;» ρώτησε μουλωχτά ο πιτσιρικάς.
«Για να μη σε πλακώσω στις γρήγορες –γι’ αυτό...» του ξέκοψε ο Γιάννης.

Πρωινό καθημερινής σημαίνει σκότωμα αλογόμυγας αν έχεις μαγαζί στα προάστια –αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που είχε μάθει ο Γιάννης όταν ξεκίνησε να δουλεύει στο μαγαζί του θείου του. «Καφεδάκι, τσιγαράκι, μετά ουζάκι, μπυρίτσα... Μόνο τα απογεύματα πλακώνει κόσμος», του έλεγε ο θείος προσπαθώντας να τον πείσει οτι δεν υπήρχε καλύτερο μέρος για πρωινό ρηλάξ από το κωλομάγαζο. Ο Γιάννης σκεφτόταν από τότε οτι τα είχε κάπως μπερδεμένα στο μυαλό του ο θείος –αν δηλαδή πέρναγε για ρηλαξάρισμα αυτό το καθημερινό μαρτύριο γιατί να μην αράζανε ο καθένας τους σ΄ένα φέρετρο να προβάρουν και τους ρόλους τους περί αιωνιότητας; Τουλάχιστον μέσα στο καπιτονέ φέρετρο θα μπορούσες να το κόψεις στον ύπνο –κανένας καργιόλης δεν θα σου έλεγε...
«Καλημέρα κύριε Γιάννη»
«Καλημέρα, καλημέρα....»
Ή καμιά καργιόλα.... Πότε πήγε κιόλας 12 και ήρθε η πιτσιρίκα;
«Ήθελα να σας ρωτήσω...» κόμπιασε η μικρή μπροστά του.
Ο Γιάννης σήκωσε τα μάτια από το χαρτί με τις ζωγραφιστές πεντάλφες και τα σφυροδρέπανα, άφησε το στυλό και την κοίταξε.
«Άδεια θες –έτσι;» μουρμούρισε.
«Ναι, έχω εξεταστική και πρέπει....»
«Παπάρια εξεταστική έχεις –λες κι εμείς δεν περάσαμε... Τέλος πάντων, να χαρείς, μη μου λες παραμύθια!» δυσανασχέτησε ο Γιάννης.
«Δηλαδή, να....» δίπλωσε αμήχανα τα δάχτυλά της η πιτσιρίκα.
«Καθάρισε με τον μουλόσπορο εκεί πέρα –πόσες μέρες θες να λείψεις;» ρώτησε ο Γιάννης.
«Έλεγα για δύο...»
«Πέμπτη, Παρασκευή –έτσι;»
«Ε, ναι....»
«Ταξιδάκι με τον γκόμενο;»
«Όχιιιι....»
«Καλά –τέλος πάντων, δε με νοιάζει. Κανόνισε με τον άλλον να κάτσει τουλάχιστον τη μια μέρα παραπάνω....»
«Εντάξει! Ευχαριστώ πολύ κύριε Γιάννη!»
Την παρακολούθησε ν΄απομακρύνεται κουνιστή και λυγιστή –σα διαφήμιση μοχίτο. Θα τον κατάφερνε τον μουλόσπορο, τον είχε ήδη στο βρακί της έτσι κι αλλιώς –ή μάλλον, μόνο αλλιώς, όχι έτσι –αφού ο μουλόσπορος μόνο έβλεπε, δεν άγγιζε. Αυτά κάνανε οι γυναίκες από τότε που τις θυμόταν ο Γιάννης –πουλάγανε ακριβά την πραμάτεια τους. Όσο λιγότερα διέθεταν, τόσο περισσότερο σε παίδευαν με τα παζάρια –καλά κάνανε. Όχι σαν τους μαλάκες που την είχαν δει μονίμως υπερπαραγωγή: «για σένα τα πάντα» και μετά ερχόταν κάποια άλλη κι άντε πάλι «για σένα τα πάντα» -αφού τα έδωσες στην προηγούμενη ρε ηλίθιε! Το «για σένα τα πάντα» τελικά σήμαινε «τα πάντα που έχω» -δηλαδή τίποτα. Γι΄αυτό γυροφέρνανε τα «πάντα» τους οι μαλάκες από τη μια στην άλλη...

Εκείνη βέβαια δεν ήταν έτσι. Δεν παζάρευε, έμοιαζε αποφασισμένη να τα δώσει όλα –άνευ όρων. Κι έτσι έκανε δηλαδή και όλα ήταν τόσο όμορφα που ο Γιάννης δεν το πίστευε. Η ζωή δεν μπορεί ποτέ να είναι τόσο όμορφη, η ζωή είναι ένα κυνηγητό κι εσύ στο ρόλο του θηράματος –«κι αν υπάρχει ένα μέρος που δε με κυνηγάνε/ το μέρος αυτό το λέω σπίτι», μόνο που, ακόμα και μέσα στο σπίτι σου -δε γίνεται! Κάπου θα στην έχουν στημένη. Ο Γιάννης έκανε τη μαλακία και το ξέχασε –πες το έρωτα, πες το ανάγκη για ξεκούραση, πες το όπως θες. Και εσύ βέβαια, μπορεί να ξεχάσεις την παγίδα, αλλά η παγίδα δεν σε ξεχνάει ποτέ –όχι μέχρι να πέσεις μέσα τουλάχιστον. Εκείνη, ο Ηλίας το Φάντασμα, η παγίδα –δόκανο που κομματιάζει τον αστράγαλό σου, εσωτερική αιμορραγία. «Όλα καλά;» «Μια χαρά...» «Ξέρεις....» «Ούτε ξέρω, ούτε θέλω να μάθω».
Εκείνη που μάζεψε τα πράγματά της κι έφυγε από το σπίτι, ο Ηλίας που τον περίμενε στο συνηθισμένο μέρος, τη συνηθισμένη ώρα –μέχρι να γίνει το μέρος ασυνήθιστο και η ώρα ακατάλληλη –δεν εξηγείται αλλιώς το οτι ποτέ δεν συναντήθηκαν. Το συνηθισμένο μέρος έμοιαζε τώρα να είναι μια κηδεία -και η ώρα επίσης.
«Δεν πρόκειται να πάω ούτε σέρνοντας», μούγκρισε ο Γιάννης.
«Ψηλά τα χέρια και βγάλτε το σκασμό!» βρόντηξε μια φωνή.
Ο Γιάννης τινάχτηκε ξυπνώντας –η πρώτη του σκέψη ήταν οτι τον πιάσανε με κατεβασμένα τα παντελόνια. Δε μίλησε. Στη μέση του μαγαζιού η πιτσιρίκα κι ο μούλος πισωπατούσαν με τα χέρια ψηλά, ο Γιάννης έβλεπε τους ώμους της πιτσιρίκας ν’ανεβοκατεβαίνουν, μπροστά τους ένας αναμαλλιασμένος άντρας. Όχι πολύ μεγάλος –το πολύ τριαντάρης. Ο Γιάννης σηκώθηκε αργά από το γραφειάκι.
«Τι τρέχει;» φώναξε.
«Τρέχει οτι άμα δε μου δώσετε την είσπραξη θα σας γαμήσω!» φώναξε ο άντρας.
«Έλα δω –άστους αυτούς, εδώ είναι τα λεφτά», του είπε ο Γιάννης.
Ο άντρας δίστασε.
«Έλα να τελειώνουμε, μη μπει κάνας πελάτης!» δυσανασχέτησε ο Γιάννης.
«Πηγαίνετε στο βάθος να σας βλέπω!» φώναξε ο άντρας κι ακολούθησε τα δυο παιδιά που προχωρούσαν με κατεβασμένα κεφάλια.
Έτσι έφτασε απέναντι από τον Γιάννη, το μικρό γραφείο μονάχα τους χώριζε. Κοιτάχτηκαν.
«Κατέβαινε το χρήμα....» μούγκρισε.
Ο Γιάννης έπιασε το συρτάρι ακριβώς μπροστά του, μέτρησε τον άντρα με τα μάτια, θολά μάτια απεγνωσμένα, κοίταξε μετά το χέρι του που τον σημάδευε τεντωμένο αλλά στριμμένο στο πλάι. Ακόμα μια μαλακισμένη απομίμηση αμερικάνικης ταινίας, αν ο άντρας επιχειρούσε να πυροβολήσει θα έσπαγε και το χέρι του μαζί.
Ο Γιάννης τράβηξε απότομα το συρτάρι, το συρτάρι τινάχτηκε βγαίνοντας από το γραφείο και άδειασε στο πάτωμα, ο άντρας έσκυψε λίγο πιο μπροστά για να δει, ο Γιάννης του άρπαξε τον καρπό και τον έστριψε δυνατά. Ο άντρας ούρλιαξε, το πιστόλι έπεσε στο πάτωμα, ο Γιάννης το μπλόκαρε κάτω από το παπούτσι του. Εξακολουθώντας να κρατάει τον καρπό του άντρα.
«Άσε με ρε πούστη!» ούρλιαξε εκείνος.
«Σκάσε!» κόντραρε ο Γιάννης. «Θα σου κάνω μια πρόταση....»
«Άσε με....» κλαψούρισε ο άντρας.
«Θέλω το πιστόλι σου», είπε ο Γιάννης.
«Πάρτο κι άσε με να φύγω...» τρεμούλιασε ο άντρας.
«Εντάξει –αλλά για να μην ξανάρθεις... Πόσα θες για το πιστόλι;» ρώτησε ο Γιάννης.
Ο άντρας σταμάτησε να τραβάει το χέρι του, κοίταξε τριγύρω μπερδεμένος.
«Εεεε....» ψέλλισε.
«100 ευρώ ή την είσπραξή μου», του πρότεινε ο Γιάννης.
«Τι;»
«100 ευρώ ή όσα έχω μέσα στο ταμείο ρε παιδί μου...» χαμογέλασε ο Γιάννης.
«Δηλαδή....»
«Έχουμε και δουλειές –αποφάσισε!»
Ο άντρας έκανε μερικά βήματα πίσω, τραμπαλίστηκε σε κάτι εξαθλιωμένα αθλητικά παπούτσια....
«Το ταμείο σου», είπε στο τέλος.
«Καλώς –πάμε να στα δώσω», απάντησε ο Γιάννης και βγήκε από το γραφείο. Στο δρόμο φρόντισε να μαζέψει το πιστόλι από το πάτωμα, ο άντρας αλαφιάστηκε –συνέχισαν όμως να προχωράνε δίπλα. Όταν φτάσανε στο ταμείο ο Γιάννης σήκωσε τη μηχανή για να βρει το κουμπί που απασφάλιζε το συρτάρι, σκύψανε και οι δυο περίεργοι να δουν όταν το συρτάρι τινάχτηκε με θόρυβο. Ο Γιάννης γέλασε, ο άντρας χλόμιασε.
«Δεν έχει ούτε 20 ευρώ!» γκρίνιαξε.
«Ε πως! Μαζί με τα κέρματα....» τον κορόιδεψε ο Γιάννης.
«Μα ούτε 20!» κλαψούρισε ο άντρας.
«Κεσάτια», του εξήγησε ο Γιάννης.
«Καλά –δώσε το κατοστάρικο», είπε ο άντρας.
«Ποιο κατοστάρικο;» έκανε ο Γιάννης.
«Για το πιστόλι....»
Ο Γιάννης τον έπιασε από τον ώμο, μια μυρωδιά ιδρώτα ανακατεμένη με σκόρδο του χτύπησε τη μύτη όσο ο άντρας αναδευόταν για να γλιτώσει από τη λαβή του.
«Ήρθες να με ληστέψεις, παρ΄όλα αυτά σε άφησα να διαλέξεις αντί να σε πετάξω έξω. Τώρα που δε σου αρέσει αυτό που διάλεξες αλλάζεις –κοίτα μη σε πλακώσω στις γρήγορες και φωνάξω τους μπάτσους....» του σφύριξε ο Γιάννης.
«Αλλά μου είπες....»
Ο Γιάννης τον άφησε, ο άντρας τινάχτηκε να στρώσει τα ρούχα του.
«Άντε γαμήσου –φύγε από δω μέσα!» μούγκρισε.
«Όμως....» είπε ο άντρας
«Κι αν ξαναπατήσεις σου υπόσχομαι να σου σκίσω πρώτα τον κώλο με το σκουπόξυλο και μετά να σε δώσω στους μπάτσους!» τον έκοψε ο Γιάννης.
Ο άντρας βγήκε έξω τρέχοντας.

«Αφεντικό είσαι ‘νταξει;» έτρεξε ξωπίσω του ο πιτσιρικάς.
Ο Γιάννης διπλωμένος στον πάγκο του ταμείου στην προσπάθεια να στείλει πίσω στα σπλάχνα του τη χολή που έχει ανέβει μέχρι το στόμα του. Όλα μαύρα και θαμπά –κι η βρώμα που άφησε πίσω του ο άντρας φεύγοντας, η σιχαμένη μυρωδιά του πανικού. Ιδρώτας –σκόρδο –μεθάνιο. Ο Γιάννης γαντζωμένος όσο ο πιτσιρικάς τον τραντάζει από τους ώμους.
«’σύχασε ρε μούλε –θα μου σκίσεις κάνα πουκάμισο...» μουγκρίζει.
Κι ο πιτσιρικάς τον αφήνει χαμογελώντας διστακτικά.
«Όμορφη -θα μου βάλεις λίγο καφέ με κονιακάκι μπας και στυλωθώ λίγο;»
Και η πιτσιρίκα τσακίζεται να κάνει οτι της ζήτησε προσπαθώντας να συνέλθει από τον πανικό. Θα χύσει τον καφέ και μπορεί να της πέσει το μπουκάλι με το κονιάκ, μπορεί να γίνουν ζημιές και να χρειάζεται σφουγγάρισμα αλλά ο Γιάννης δεν τα σκέφτεται όλα αυτά τώρα. Στην τελική δεν έχει μπει πελάτης από το πρωί, ας κάνουν και καμιά φασίνα τα μαλακισμένα για να δικαιολογήσουν το μισθό τους.

Κάθεται πάλι στο γραφειάκι του και νιώθει το πιστόλι να τρίβεται στη φόδρα της τσέπης του παντελονιού –τελικά όσοι κουβαλάνε πιστόλια δεν θα πρέπει να φοράνε τζιν, τώρα το συνειδητοποιεί. Άραγε είναι γεμάτο το γαμήδι; Να θυμηθεί να το ελέγξει. Αργότερα.

Πίνει ζεστό καφέ ανακατεμένο με κονιάκ και το κεφάλι του επανέρχεται στο στριφογύρισμα. Ελεγχόμενη ζαλάδα, μια τάση για ξεκαρδιστικό γέλιο τσιγκλάει τον ουρανίσκο του, έξω έχει ήλιο με λίγη συννεφιά, όσο κι αν προσπάθησε δεν κατάφερε ούτε σήμερα να τον σκοτώσει κάποιος, να ξεμπερδεύει. Ακόμα μια μέρα σούρσιμο, σαν τη σαύρα με τα κομμένα πόδια που γδέρνει την κοιλιά της στην τραχιά επιφάνεια της στέρνας –«το καλοκαίρι που πέθαιναν άνυδρες οι σαύρες στις στέρνες»....

«Αφεντικό η κυρία ζητάει το ίδιο σε 38», του κουνάει ένα ζευγάρι τακούνια μπροστά στη μύτη του ο πιτσιρικάς.
«Ναι –και;» απορεί εκείνος.
«Δεν έχουμε στην αποθήκη, να πάω να τ’ ανοίξω;»
Ο Γιάννης ρουφάει μια ακόμα χορταστική γουλιά από την κούπα.
«Κάνε ότι γουστάρεις μούλε –μη με πρήζεις».
Και μετά αδιαφορεί.

Άραγε να’χει σφαίρες το πιστόλι;

Είναι ήδη απόγευμα όταν συνειδητοποιεί οτι τα παιδιά τον κοιτάζουν περίεργα εδώ και ώρα πολλή. Χωρίς να κινηθεί προσπαθεί να βρεθεί για λίγο έξω από τον εαυτό του, να δει τι διάβολο παραξενεύει τα παιδιά στην εμφάνισή του, στη στάση του, τη συμπεριφορά του... Και τότε βλέπει το θλιβερό θέαμα στο γραφειάκι –ένας μεσόκοπος με κόκκινα μούτρα που κρατάει την κούπα του καφέ στο αριστερό χέρι, τον Zippo στο δεξί κι ένα τσιγάρο κρεμασμένο στα χείλη. Πόση ώρα είναι έτσι; Πήγαινε πιο πίσω.

Ένας χαμογελαστά όψιμος τριαντάρης, χαμογελάει στο άνοιγμα της πόρτας επειδή μπαίνει εκείνη φουριόζα, ξέρει οτι θα του πει κάτι τερατώδες, ίσως να την κοροϊδέψει, ίσως και να νευριάσει λίγο –αλλά πάντως θα νιώσει για μια ακόμα φορά σα να βγήκε μόλις από την πρωινή θάλασσα πεινασμένος. Πόση ώρα είναι έτσι; Πήγαινε πιο πίσω.

Ένας αγχωμένος μαλλιάς, περιμένει κρεμασμένος από το τηλέφωνο, κάθεται στα καρφιά επειδή οι υπόλοιποι έχουν αργήσει ανεξήγητα, κοιτάζει το ρολόι στον απέναντι τοίχο και απαντάει μηχανικά στον θείο. Θέλει να σηκωθεί, να πάει μέχρι την τουαλέτα, έχει πάνω του κάτι χάπια –δεν ξέρει αν θα το βοηθήσουν να δει τα πράγματα πιο ήσυχα, πιο καθαρά, πιο τακτοποιημένα. Πριν πόση ώρα; Έχει πιο πίσω;

Θέλει ν΄αφήσει την κούπα του καφέ στο γραφείο και θέλει επιτέλους ν΄ανάψει το γαμωτσίγαρό του, μόνο που δεν ξέρει τι να κάνει πρώτο και τι δεύτερο, κάθεται λοιπόν εκεί πέρα, στο γραφειάκι του, μ΄ένα τσιγάρο κρεμασμένο στα χείλη, έναν Zippo στο δεξί χέρι και μια κούπα καφέ στο αριστερό. Καφέ με κονιάκ.

Και τα παιδιά να τον κοιτάζουν απορημένα, αμήχανα.

Κι έξω από την πλεξιγκλάς πόρτα του μαγαζιού ένας χαμογελαστός μαλλιάς τον κοιτάζει επίσης –πριν βουτήξει με το κεφάλι κάτω από το πεζοδρόμιο και (άκου φάση!) το πεζοδρόμιο είναι 6 μέτρα ψηλό κι ο μαλλιάς πετάει σαν πουλί πριν σκάσει στο έδαφος. Πριν σκάσει ή μέχρι να σκάσει; Πιο απ΄τα δύο;

Εκείνη έφυγε ανατολικά κι ο Ηλίας το Φάντασμα χάθηκε στα δυτικά –ποτέ δεν θα πάει να τον συναντήσει στο ραντεβού, όχι επειδή δεν θέλει, αλλά γιατί δεν θα τα καταφέρει. Να καλύψει την απόσταση.

Τελικά όλα γίνονται –ίσως και να μπορεί ν΄ανάψει το τσιγάρο χωρίς ν΄αφήσει την κούπα –αλλά μετά; Κάτι πρέπει ν΄αφήσει, κάτι πρέπει να εγκαταλείψει, έστω για λίγο –αλλιώς δεν πρόκειται να κάνει τίποτα. Κοιτάζει τα παιδιά που τον κοιτάζουν συγχυσμένα, φοβισμένα.

Και σα να μην έφτανε όλο αυτό το μπλέξιμο, χτυπάει το τηλέφωνο. Τώρα; Τον ήπιαμε!

Τα παιδιά δεν κουνάνε από τις θέσεις τους.

Εσύ;

Το τσιγάρο στα χείλη, ο Zippo, η κούπα με τον καφέ. Και το κονιάκ.

Δεν ευκαιρείς.

Σηκώνεσαι -να τους αδειάσεις τη γωνιά.

Τα παιδιά ανοίγουν διάδρομο αφήνοντάς τον να περάσει όσο εκείνος κατευθύνεται προς την πλεξιγκλάς πόρτα.
«Αφεντικό;»
«Λέγε ρε μούλε....»
«Που πας;»
«Όπου γουστάρω –λογαριασμό θα σου δώσω;»
«Θα ξανάρθεις;»
«Αν δεν έρθω, κλείσε εσύ».
«Αφεντικό;»
«Τι ΄ναι πάλι;»
«Την κούπα θα την πάρεις μαζί σου;»
«Γιατί ρε μαλακισμένο; Δικιά μου δεν είναι; Στη χρωστάω μήπως;»
«Όχι αλλά...»
Ο Γιάννης τραβάει μια ξεγυρισμένη κλωτσιά στην πλεξιγκλάς πόρτα –πως αλλιώς να την ανοίξει με τα χέρια πιασμένα; Κι όσο προχωράει προς το αυτοκίνητό του τόσο ανακαλύπτει οτι πρέπει κάτι ν΄αφήσει, κάτι να παρατήσει, κάτι να εγκαταλείψει –αλλά δεν είναι έτοιμος. Πρόθυμος. Εύκαιρος. Ακόμα.

Προσπερνάει το αυτοκίνητο κι αρχίζει να περπατάει αναποφάσιστος, με τα χέρια πιασμένα, με το τσιγάρο κρεμασμένο στα χείλη, με την απορία για το αν έχει τελικά σφαίρες το πιστόλι που του πληγώνει το δέρμα τσιτώνοντας την φόδρα της τσέπης....

Βγαίνει στη λεωφόρο και συνεχίζει το περπάτημα. Έτσι ακριβώς.

20 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

La koumbara είπε...

... to the valley below!

(Μωρέ πότε προλαβαίνεις;;;)

The Motorcycle boy είπε...

Χεχε -σας έχω του (δεξιού) χεριού μου στα σχόλια, ενώ με το αριστερό πληκτρολογώ την ιστοριούλα.

bernardina είπε...

ρε σεις, άστε με να δουλέψω και λίγο, ξεμυαλίστρες! Θα με πάρουνε μεσάνυχτα και σήμερα για να βγάλω τα πλάνα, παλιοαλήτες! Όχι ρε, δεν το διαβάζω τώρα, ούτε το σχολιάζω! Απλώς δηλώνω παρών (παρούσα μάλλον)και θα ασχοληθώ το βράδυ. Εντάξει; Άλλωστε γράφω ακόμα σχόλια στο αποκάτω, άτε να μου χαθείτε...
χεεεχεεε

The Motorcycle boy είπε...

Ψιτ, που΄σαι Bernardina... Είδες τι λένε για σένα σ΄εκείνο το ποστ μου που είχα γράψει κάπου στα μέσα του 2006 και είχε θέμα πολιτικοκοινωνικοϊστορικό -δοσμένο όμως σε στυλ διηγήματος;
Τι; Α -έχεις δουλειά! Συγνώμη τότε, δεν πειράζει, θα το δεις αργότερα, χαχαχαχαχα.

bernardina είπε...

ΝΑ ΧΑΘΕΙΣ ΠΡΟΒΟΚΑΤΟΡΑ! ΟΛΑ ΘΑ ΤΑ ΔΙΑΒΑΣΩ ΡΕ, ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΑΙ ΘΑ ΚΑΝΩ ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΕ ΟΛΑ. ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ ΜΕ ΠΟΙΑ ΕΜΠΛΕΞΕΣ ΚΑΗΜΕΝΕ ΜΟΥ!!! ΧΕΕΕΧΕΕΕΕΧΕΕΕΕ

The Motorcycle boy είπε...

Εγώ; Επειδή κάτι ΜΟΥ ΦΑΝΗΚΕ οτι διάβασα, μπορεί να κάνω και λάθος -από άνθρωπινο ενδιαφέρον δηλαδή...

Χαχαχαχα.

bernardina είπε...

Άντε να χαθείς ρεμάλι, είχες δεν είχες με έκανες και το διάβασα μεσημεριάτικα... και για δες ρε που έχουμε το ίδιο συνήθειο με τον μάγκα -όποτε μου τη σπάει κάποιος εξυπνάκιας βιαστικούλης που έχει πιο σημαντική δουλειά από μένα- να κλείνω το διάστημα που είχα αφήσει από τον μπροστινό μου στο δρόμο, έτσι για σπάσιμο...
Πάντως από τους γνωστούς που φουμέρνανε τότε με Zippo, οι μισοί τελικά έγιναν δημόσιοι υπάλληλοι. Δεν 'ν' κακό, δεν 'ν' κακό... Τραπεζικό δεν αξιωθήκαμε να έχουμε στην ομήγυρη πάντως... Ένας μόνο που μας έκατσε ως γκόμενος λάκισε έντρομος όταν κατάλαβε σε τι λάκκο με μαυροχιές είχε πέσει.
Α, και θαρρώ πως βρήκα το σωστό κομμάτι του 2006 -ήταν εκεί που μιλούσανε για μια ψηλή νταρντάνα, τρελή κι αδέσποτη παρ' όλη την αγάπη, με μυαλό ξουράφι, χιούμορ που τσακίζει κόκαλα, απόλυτη αυτογνωσία και κυρίως μετριοφροσύνη;;; Πώς το πρόβλεψες από τότε ότι μια μέρα θα σκάσω μύτη στη ζωή σου ρε μάγκα μου; Χεεεε χεεε χεεεε

The Motorcycle boy είπε...

Εχω γράψει και τέτοιο κομμάτι ε; Τι μου λες -ε, μα βλέπω μπροστά, εκτελώ και προβλέψεις, Ταρό, καφεμαντεία -παίζω και μονά ζυγά...

Χαίρομαι που έχεις το ίδιο συνήθειο με τον ήρωα της ιστορίας -εσύ δεν ξέρω αν θα χαρείς με την εξέλιξη του ήρωα στη συνέχεια της ιστορίας...

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΤΣΙΓΑΡΟ με Ζίπο -λέει ο θρύλος. Το πρώτο! Κι εγώ ζίπο κυκλοφορώ για 25 συναπτά έτη, αλλά δημόσιος υπάλληλος έγινα. Επειδή το πρώτο το άναψα με σπίρτα.

bernardina είπε...

Σάμπως ξέρω αν θα χαρώ με την εξέλιξη που θα έχει η ηρωίδα της δικής μου ζωής;... Αν ήξερα δεν θα ήμουνα μόνος -που έλεγε και ο Χ.Κ. το πάλαι ποτέ.... Εμείς πάντως τα πρώτα τσιγάρα μας τα ανάψαμε με τη γόπα του αλλουνού. Άραγε αυτό τι σημαίνει;

bernardina είπε...

...άλλωστε ήταν λογικό να το προβλέψεις ότι θα 'σκαγα μύτη: your sister sees the future like your mama and yourself δε λέει το άσ(θ)μα;

The Motorcycle boy είπε...

Όσοι ανάψατε με τις γόπες των αλλωνών θα γίνετε ή πολιτικοί ή ματαζάτορες, χαχαχαχα, πλάκα κάνω!

Η προφητεία περί ζίπο δεν είναι δική μου, είναι αμερικάνικη και προέρχεται από τις πηγές.

Οι προβλέψεις μου πάντα βγαίνουν κι άμα δε βγούν δηλαδή τις ξαναβάζω μέσα και τις βγάζω αργότερα.

Puppet_Master είπε...

korios me stileto sthn plath

The Motorcycle boy είπε...

Έτσι ακριβώς αδερφέ μου -κι επειδή μόλις γυρνάω από κέντρο, πολύ βαθιά το στιλέτο στην πλάτη.

bernardina είπε...

μπράβο ρε! και τώρα που κάηκαν τρία άτομα και ανάμεσά τους μια έγκυος γυναίκα δόθηκε γροθιά στο σάπιο τραπεζικό σύστημα και έκλασε μέντες το ΔΝΤ!!! Συγχαρητήρια στους κάφρους και το αίμα στο λαιμό τους. Ο άτυπος εμφύλιος που βυσσοδομούσε τόσον καιρό ξέσπασε τελικά. Και μέχρι στιγμής, με εξαίρεση τον γαμο-ΣΚΑΙ όλα τα άλλα κανάλια στην κοσμάρα τους -τιμούν την απεργία!!! Ευτυχώς που πήρανε τηλέφωνο από Ολλανδία άτομα που είδανε στο CNN τι γίνεται για να τα μάθουν και οι υπόλοιποι Έλληνες που δεν ζουν στην Αθήνα γαμώ τα κέρατά μας

The Motorcycle boy είπε...

Φιλενάδα, αν πας κάτω στα ποστ που αναδημοσιεύω θα διαβάσεις την άποψη του Παναγιώτη του Παπαδόπουλου που την έχω σηκώσει εδώ και μέρες στους Ανθρώπους από Καλαμπόκι και η οποία με εκφράζει σε σχέση με τις "πρακτικές του χώρου".
Αν θυμάσαι επίσης, είχα σχετικά επικριτική άποψη (για να το πω ευγενικά) για τις πορείες αυτών των ημερών -και το έγραψα στα προηγούμενα ποστ μου. Το γεγονός οτι σηκώσανε ελληνική σημαία σήμερα, απλώς με επιβεβαιώνει.

Από εκεί και πέρα, σκέφτομαι δυο πράγματα -αντικρουόμενα:
1. Οι θαυμαστές των προκηρύξεων του κάθε Πυρήνα και της κάθε Φράξιας και ειδικά των σημείων εκείνων που αναγορεύουν τους μικοραστούς σε εχθρούς της επανάστασης δεν θα είχαν (ιδεολογικά) κανένα πρόβλημα να μπουρλοτιάσουν την τράπεζα με τους ανθρώπους μέσα.

2. Κάπως κουφό μου φάνηκε να σπάσει η τζαμαρία της τράπεζας και να περάσουν οι μολότωφ οι οποίες την κάψανε ολοσχερώς. Δεν είναι συνηθισμένα πράγματα αυτά. Και μόλις ακούω οτι ο Βγενό βγαίνει από την τράπεζα με τον κόσμο να φωνάζει"νάτος, νάτος ο πρωθυπουργός".

Άντε -και στα δικά μας ε;

bernardina είπε...

ρε συ μοτοσακέ, τελώ εν συγχύσει και δεν το κρύβω. Επίσης είμαι έξαλλη από οργή. Η προβοκάτσια ένθεν και ένθεν δίνει και παίρνει και όλοι ξέρουμε ότι στην αναμπουμπούλα χαίρεται ο λύκος. Για κάποιον ανεξήτητο λόγο οι τράπεζες ήταν ανοιχτές παρά τη διαδήλωση και από μαρτυρίες αυτοπτών οι άνθρωποι που ήταν μέσα στη Μαρφίν παρακαλούσαν τους κάφρους -τους ονομάζω έτσι για να μην τους προσδώσω πολιτική ταυτότητα, αν και μ' αυτό τον τρόπο υποβιβάζω την ομώνυμη φυλή- να τους αφήσουν να βγουν πριν τις πετάξουν. επίσης ότι αυτοί που ήταν μαζί τους έριξαν καπάκι δύο μπετόνια βενζίνη μέσα. Επίσης κάποιος άλλος λύκος βρήκε ευκαιρία να κάψει και έγγραφα από έρευνες στο υπουργείο Οικονομικών. Μολότωφ στον πέμπτο όροφο; Δε νομίζω... Επιμένω λοιπόν, συνυπολογίζοντας πάντα το ρόλο του εκάστοτε προβοκάτορα, ότι ο εμφύλιος που σιγόβραζε ξέσπασε τελικά και να δούμε αν και τι άλλο θα συμπαρασύρει...
Δεν έκανα ΚΑΜΙΑ προσωπική επίθεση εναντίον σου. Αν σε θεωρούσα ίσα κι όμοια με τους ανεγκέφαλους μπαχαλάκηδες ή τους βαλτούς των μπάτσων (που συχνά είναι ένα και το αυτό) δεν θα έκανα τον κόπο να σε διαβάζω και να συμμετέχω. Θα σε είχα διαγράψει και για μένα θα ήσουν ήδη νεκρός. Η οργή, η θλίψη και η αγωνία μου δεν περιγράφονται... και όχι για το τομάρι μου, φυσικά. γι' αυτή τη χώρα που αγαπώ κι ας μην της αξίζει.
Απροπό, να πάει να γαμηθεί με ένα σκύλο και ο Βγενόπουλος και ο κάθε Βγενόπουλος. Χεσμένους τους είχα τους έχω και θα τους έχω.

The Motorcycle boy είπε...

Μην αγχώνεσαι -δεν σκέφτηκα οτι με εξομειώνεις με κάποιους άλλους.

Διαφωνώ -δεν υπάρχει εμφύλιος. Για να υπάρξει κάτι τέτοιο θα πρέπει να έχουμε (έστω) δυο αντιμαχόμενες παρατάξεις -εδώ πέρα έχουμε ολοκληρωτισμό (άρα κρατισμό) και καταστολή φερ φορζέ. Μπάτσοι, τραμπούκοι, χουλιγκάνια, επαγγελματίες νταβατζήδες -αυτά βλέπω. Και από συμφέροντα που εξυπηρετούνται -απολύτως κοινά.

Αντίθετα με σένα δεν αγαπάω καμιά πατρίδα και έχω μια έμφυτη σιχασιά για την Ελλάδα, αλλά αυτό δεν σημαίνει οτι πρέπει να κάτσω να με πηδήξουν γαμώ την παναγία τους μέσα!

Υ.Γ.: Πως διάολο κανένας αντεξουσιαστής δεν έκαψε τόσα χρόνια ένα δικό μου δάνειο, αλλά σε κάθε φασαρία καίγονται αρχεία κονομημένων -μεγάλη ατυχία ρε παιδί μου...

bernardina είπε...

έλα ντε!

Ανώνυμος είπε...

καπελα στα φωτα ή θα σε βρει ή θα σου πεσει στο κεφαλι αυτη η συμφορα


το σκετο παρακρατος

The Motorcycle boy είπε...

Ότι πεις.

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι