Ο Γιάννης τίναξε τις καουμπόικες μπότες του κατεβαίνοντας από το σαραβαλιασμένο θρανίο, στριφογύρισε τον Zippo στην παλάμη πριν ανάψει το Camel που κρεμόταν στα χείλη του, τράβηξε μια τζούρα όσο τεντωνόταν, έριξε και μια ροχάλα στο πάτωμα πριν πάρει τη θέση του δίπλα στην έδρα. Κοίταξε τα μαζεμένα παιδιά από κάτω, μέτρησε κεφάλια στα γρήγορα –σχεδόν όλοι ήταν εκεί.
«Να σας ενημερώσω για όσα έγιναν στο δεκαπενταμελές....» ξεκίνησε.
«Ναι –ενημέρωσέ μας, γιατί εξαγριωθήκαμε τώρα τελευταία!» κορόιδεψε ο Αχιλλέας.
«Σκάσε ρε μαλακισμένο!» τον αγριοκοίταξε ο Γιάννης.
«Εμένα είπες;» σηκώθηκε ο Αχιλλέας.
«Εσένα –τρέχει τίποτα;» έκανε δυο βήματα προς το μέρος του ο Γιάννης.
«Ναι, τρέχει....» απάντησε ο Αχιλλέας.
«Ε, άντε κυνήγα το κι άσε μας ήσυχους...» απαξίωσε ο Γιάννης.
Πέσανε μπόλικα χάχανα, ο Αχιλλέας πατζάριασε απότομα, κοίταξε γύρω του αλλά ο Γρηγόρης του έκανε νόημα να λουφάξει.
«Λοιπόν, συνεχίζω....» είπε ο Γιάννης. «μετά την ψηφοφορία που έγινε, το δεκαπενταμελές δεν μας στηρίζει για την ημερήσια....»
«Να πάει να γαμηθεί το δεκαπενταμελές!» ακούστηκε από κάτω.
«Τα μουνιά της Τρίτης φταίνε –για να μη χάσουν τη δική τους πενθήμερη, πουλάνε τη δική μας ημερήσια...» σιγοντάρισε άλλη φωνή.
«Στ΄αρχίδια μας –εμείς θα πάμε!» φώναξε κάποιος τρίτος.
«Μισό –να τελειώσω!» γκάριξε ο Γιάννης. «Κι όποιος με ξαναδιακόψει θα κατέβω να τον πηδήξω επιτόπου –συνεννοηθήκαμε;»
«Διακοπή, καλέ διακοπή!» τσίριξε ο Καραμέλας σπάζοντας τον καρπό του σε μια άγαρμπη αδερφίστικη απομίμηση.
«Άντε χάσου βρομύλε!» μουρμούρισε ο Γιάννης. «Λοιπόν», συνέχισε, «αυτό που μετράει είναι οτι το δεκαπενταμελές μας αφήνει ακάλυπτους. Είμαστε τέσσερα τμήματα η Δευτέρα, θα πρέπει να βγάλουμε τουλάχιστον δυο πούλμαν αν θέλουμε να την πάμε την εκδρομή. Το Β2 είμαστε μέσα σχεδόν όλοι –κάνω λάθος;» ξαναμέτρησε κεφάλια.
«Όλοι, όλοι!» ακούστηκαν φωνές.
«Εντάξει –σχεδόν όλοι!» μουρμούρισε κάποιος.
«Σηκώστε χέρια όσοι δεν θα΄ρθουν...» ζήτησε ο Γιάννης.
«Να σηκώσουν αυτοί που θα΄ρθουν!» πετάχτηκε ο Παντελής.
«Ας σηκώσει χέρια όποιος να’ναι τέλος πάντων....» κορόιδεψε το Φάντασμα από δίπλα.
«Κι άμα δε μας δώσουν οι γέροι τα φράγκα για την εκδρομή;» ρώτησε η Βιολέτα από το μπροστά θρανίο.
«Εντάξει –σε όποιον δεν δώσουν θα τσοντάρουμε οι υπόλοιποι», είπε ο Γιάννης. «Αρκεί να μη γίνουν πουστριλίκια...»
«Με τις απουσίες;» ρώτησε η Μελίνα από το βάθος.
«Το συμβούλιο γονέων και κηδεμόνων πρότεινε να μετρήσουν για αδικαιολόγητες...» είπε σιγά ο Γιάννης.
«Τι πράγμα;»
«Ποιος πούστης το σκέφτηκε αυτό;»
«Ο γιατρός, ο Σοφιανός –ποιος άλλος;»
«Γιατί;»
«Δεν καταλαβαίνεις ρε μαλάκα! Για να πάνε μετά οι γέροι μας σ΄αυτόν, να τους γράψει δικαιολογητικά και να τα κονομήσει...»
«Ακούστηκε οτι θα κατέβει για δήμαρχος στις επόμενες εκλογές –μάλλον θέλει να μαζέψει ψήφους....»
«Καλά –άμα πάμε και του κάψουμε το ιατρείο θα σου πω εγώ τι ψήφους θα μαζέψει...»
«Τέλος πάντων –σηκώστε τα ξερά σας όσοι δεν πρόκειται να έρθετε....» φώναξε ανυπόμονα ο Γιάννης.
Έπεσε απότομη ησυχία –5 χέρια σηκώθηκαν, ένα απ΄αυτά ήταν της Μελίνας. Ο Γιάννης είδε τους δικούς του να μετακινούνται, γίνανε σταδιακά ένας κύκλος γύρω από τη Μελίνα, ήξερε τι της λέγανε.... Γύρισε να κοιτάξει τον Σόλωνα, τον πρόεδρο του Β1, που πρόβαρε τον μισοκοιμισμένο με το κεφάλι ριγμένο στην έδρα.
«Ξύπνα, φτάσαμε!» του σφύριξε ο Γιάννης.
«Ποιος; Τι;» σηκώθηκε αναμαλλιασμένος ο Σόλωνας.
«Οι δικοί μου είναι μέσα –25 άτομα περίπου...» του έδειξε ο Γιάννης.
«Κι οι δικοί μου άλλοι τόσοι....» είπε ο Σόλωνας.
«Ακριβώς;»
«Περίπου...»
«’νταξει -να σφυρίξω λήξη;» τον ρώτησε ο Γιάννης.
«Κάτσε –έχω να πω....» ανακλαδίστηκε ο Σόλωνας καθώς σηκωνόταν. Πήγε δίπλα στον Γιάννη, περίμενε για λίγο μπας και φιλοτιμηθούν οι κανίβαλοι να βγάλουν τον σκασμό, βαρέθηκε τελικά και τράβηξε ένα τσοπάνικο σφύριγμα εκκωφαντικό.
«Έλα ησυχία να μιλήσω!» φώναξε αμέσως μετά.
Έγινε κάποια, τρόπον τινά, ησυχία.
«Η προοπτική είναι, όταν γυρίσουμε από την εκδρομή να κάνουμε αποχή για να δικαιολογήσουμε τις απουσίες –το έχουμε συζητήσει τα προεδρεία της Δευτέρας...» είπε ο Σόλωνας.
«Καλά –και τις απουσίες της αποχής πως θα τις δικαιολογήσουμε;» ρώτησε ένα παιδί από τα μεσαία θρανία.
«Θα κάνουμε άλλη αποχή γι΄αυτό», είπε περήφανα ο Σόλωνας.
«Μήπως να κάναμε τίποτα πιο δραστικό; Να κάναμε μια απεργία πείνας για να υπερασπιστούμε τα ιδανικά μας!» πρότεινε μια άσχημη με τεράστια γυαλιά.
«Δε γίνεται! Εμένα το ιδανικό μου είναι το φαΐ!» τη γείωσε ο Σόλωνας.
Έγινε πάλι χάβρα.
«Γαμηθείτε –φύγετε από την αίθουσα, έληξε η ενημέρωση!» ούρλιαξε ο Γιάννης.
Στην πόρτα εμφανίστηκε αφάνα το κεφάλι του μαθηματικού, ήταν από τη νεώτερη γενιά των καθηγητών, απ΄αυτούς που παίρνανε την πρώτη τους μετάθεση στην πρωτεύουσα και τους στέλνανε δυσμενή. Αυτό το λύκειο ήταν όντως δυσμενής –για καθηγητές, μαθητές –για όλους.
«Τι αποφασίσατε τελικά;» ρώτησε τον Λούι που δρασκέλιζε ήδη την πόρτα.
«Εκδρομή και μετά αποχή», του απάντησε εκείνος.
«Καλά ξηγηθήκατε.... Μακάρι να μπορούσα να’μαι μαζί σας», μουρμούρισε ο μαθηματικός.
«Ε, ποιος σ΄εμποδίζει;» χαμογέλασε ο Λούι.
«Αφού έχουμε πάρει απόφαση ρε παιδί μου –δεν θα συνοδεύσουμε εκδρομές φέτος σε ένδειξη διαμαρτυρίας...» διαμαρτυρήθηκε ο μαθηματικός.
«Έχετε πάρει απόφαση –και τι μ΄αυτό;» έβαλε τους αντίχειρες κάτω από τις μασχάλες ο Λούι.
«Οι συλλογικές διαδικασίες δε σου λένε τίποτα εσένα;» γέλασε ο μαθηματικός.
«Μου λένε οτι η συλλογικότητα είναι ο θάνατος της προσωπικότητας», απάγγειλε ο Λούι.
Ο μαθηματικός ξεκαρδίστηκε.
«Μηδενισμός, ατομικισμός και τι άλλο;» έκανε.
«Πάντως όχι συνδικαλιστικός δήθεν κομμουνισμός!» τον κάρφωσε ο Λούι.
«Έλα –για σύνελθε!» φώναξε ο μαθηματικός.
Κοιτάχτηκαν για λίγο, ήταν χρόνια οργανωμένος στο κόμμα ο μαθηματικός, είχε φάει το ξύλο της αρκούδας σα φοιτητής, το σκέφτηκε ο Λούι και σκέφτηκε μήπως το παρατράβαγε. Για όλα φταίγανε εκείνες οι μαλακισμένες του θηλέων που πήγανε και πνιγήκανε με τη βάρκα στην Κρήτη –οι συνοδεύοντες καθηγητές πληρώσανε τη νύφη κι από τότε αρχίσανε αυτό το τροπάρι –να μη συνοδεύουν μαθητικές εκδρομές.
«Τέλος πάντων –ο καθένας έχει το δικαίωμα -αρκεί να μην την κοπανάει όταν αρχίζουν οι υποχρεώσεις....» μουρμούρισε ο μαθηματικός κάπως μετανιωμένος για την προηγούμενη έκρηξή του.
«Σημειώσατε Χι», του χαμογέλασε ο Λούι πριν του γυρίσει την πλάτη.
Αυτά όλα έγιναν πριν μια βδομάδα.
Επειδή σήμερα είναι η μέρα των πούλμαν. Αραγμένα απέναντι από τα κάγκελα του σχολείου, γυαλιστερά σα φάλαινες το ξημέρωμα περιμένουν να καταβροχθίσουν αυτούς τους φωνακλάδες που κλωτσάνε άδεια κουτιά, άδεια μπουκάλια και στο τέλος κλωτσιούνται μεταξύ τους για να περνάει η ώρα.
«Πού είναι ο μαλάκας;» αναρωτιέται το Φάντασμα.
«Χαμουρεύεται μάλλον - πίσω από τις φτέρες με το γκόμενό του –δεν είδες οτι κι αυτός λείπει;» απαντάει ο Ζόμπι.
Τότε σκάνε από διαφορετικές κατευθύνσεις ο Γιάννης με τον Πέτρο, χαιρετάνε –το Φάντασμα κάνει νόημα στον Ζόμπι σε στυλ «για ξεκάρφωμα, αλλά δε μασάμε», ο Ζόμπι τρέχει προς τον Λούι που κουβαλάει ένα κασετόφωνο μεγάλο σαν φαλαινοθηρικό. Ανάμεσα από τα σταθμευμένα πούλμαν περνάει ο Στάθης σέρνοντας ένα σακίδιο, κοιτάζει τριγύρω ψάχνοντας, κάνει στο τέλος νόημα στον Πέτρο.
«Πάρτο».
«Τι είναι;»
«Ξύδια –ότι μπόρεσα από τους γέρους μου...»
«Μήπως είναι ληγμένα ρε μαλάκα; Επειδή οι γέροι σου πίνουν μόνο στις μεγάλες γιορτές...»
«Και τι πειράζει; Θα την ακούσουμε πιο γρήγορα!»
«Ή θα μας κόψει!»
«Ναι –το ρίσκο δεν αξίζει μία αν δεν παίρνεις και καμιά ζωή που και που... Είδες πουθενά τη Φανή;»
«Ποια είναι η Φανή;»
«Η....»
Οι παλάμες του Στάθη φουσκώνουν απότομα μπροστά στο στέρνο του.
«Ααα, ηηηη....»
«Ναι –αυτή».
«Δεν την είδα!»
«Ποτέ και σώσεις!»
Οι δυο τους χωρίζουν –ο Στάθης για να ψάξει τη Φανή, ο Πέτρος για να προσκολληθεί τους υπόλοιπους που κυλιούνται ήδη στα πεζοδρόμια λες κι είναι σαύρες που θέλουν να ξεφορτωθούν τα πουκάμισά τους. Το κασετόφωνο στριγκλίζει μικροφωνισμούς.
«Τι είναι αυτό;» δυσανασχετεί ο Πέτρος.
«Γκανγκ οφ Φορ –Άνθραξ», του εξηγεί ο Λούι.
«Ποιο είναι το συγκρότημα και ποιο το τραγούδι;» αναρωτιέται ο Πέτρος.
«Με τη σειρά ακριβώς που τα ΄πες...» χαμογελάει ο Λούι.
Κάθεται –μοιράζονται τσιγάρα από ένα ξεκοιλιασμένο πακέτο Camel.
«Ο δικός σου κυνηγάει τη Γωγώ τη βυζαρού που ψάχνει το γαμιά της;» απαγγέλλει το Φάντασμα.
«Αυτός τουλάχιστον θα την πιάσει ενώ εσύ...» κοροϊδεύει ο Ζόμπι.
«Δεν την έχω πιάσει εγώ εννοείς;» πετάγεται το Φάντασμα. «Και την έχω πιάσει και την έχω κουνήσει....»
«Μόνο αν θυμήθηκες στο τέλος να την τινάξεις δεν ξέρω...» συμπληρώνει ο Λούι.
«Κι αυτοί γαμιόσαντε....» μονολογεί ο Πέτρος.
«Συναναμετάξυ τους...» χαμογελάει ο Ζόμπι.
Έχει ήλιο χειμωνιάτικο, όλοι τους φοράνε ανοιχτά τζιν μπουφάν ή κολεγιακές με σηκωμένα μανίκια, τα κορίτσια δεν φοράνε ποδιές σήμερα και τα πάντα μοιάζουν με καρέ της υπόσχεσης.
Ο Γρηγόρης με τους δικούς τους φτάνουν καθυστερημένοι ως συνήθως. Δυο τρεις γκομενίτσες τρέχουν να τους συναντήσουν, ο Στάθης φτύνει στην άσφαλτο συνεχίζοντας να ψάχνει τη Φανή.
Οι πρόεδροι των τμημάτων κρέμονται από τις ανοιχτές πόρτες των τριών (τελικά) πούλμαν.
«Άντε τσακιστείτε ρε ψοφίμια!»
«Φεύγουμε μαλάκες!»
«Όποιος δεν ανέβει τώρα, μένει πίσω!»
Ο Πέτρος κοιτάζει έξω από το τζάμι περιμένοντας –είναι σίγουρος οτι δεν πρόκειται να συμβεί αλλά εξακολουθεί να περιμένει τη Μελίνα να εμφανιστεί τρέχοντας, ν΄ανέβει αλαφιασμένη στο πούλμαν, να του χαμογελάσει: «Άλλαξα γνώμη τελικά!»
«Μαζέψου!»
Ο Πέτρος με το ζόρι προλαβαίνει να τραβηχτεί καθώς ο Στάθης προσγειώνεται δίπλα του.
«Δε θα κάτσεις με την...»
«Όχι –θέλει να κάτσει με μια φίλη της».
«Ποια φίλη της; Μήπως να καθίσουμε ζευγαράκια;»
«Την Άννα τη χοντρή, δε νομίζω να έχεις διάθεση...»
«Όχι δεν έχω...»
«Ρε μπαγάσα –όποια και να’ταν... Αφού εσύ περιμένεις τη Μελίνα!»
«Τι μαλακίες λες τώρα;»
«Μεταξύ μας!»
«Μεταξά! Σάλτα γαμήσου!»
Ο Πέτρος κοιτάζει φουρκισμένος έξω από το παράθυρο όσο το πούλμαν ξεκινάει. Σκατά.
«Φιλάκι;»
Η μύτη του Στάθη δίπλα στη δική του.
«Βρε μ΄έναν πούστη!»
Το πούλμαν σταματάει σε φανάρι.
Ο Ζόρμπα δε Φρικ σηκώνεται από τη γαλαρία, το μούτρο του λαμποκοπάει τίγκα στα παστωμένα με Κλεραζίλ σπυριά. Κρατάει μια κασέτα με τις άκρες των δαχτύλων του λες και μόλις την ψάρεψε από τουαλέτα. Την πάει στον οδηγό του πούλμαν –έναν σιχαμένο σαραντάρη με τριχωτό άνοιγμα στο πουκάμισο, ο οδηγός βρωμοκοπάει Sante άφιλτρα –κάτι λένε, ο οδηγός συμφωνεί απρόθυμα. Κοιτάζει τους μαθητές από τον καθρέφτη του και βάζει την κασέτα. Ξεκινάνε οι κιθάρες κομμωτηρίου -«Λες μ΄αγαπάς/ θες να παντρευτούμε».
Ο Λούι δαγκώνει το πιστόλι που έφτιαξε με τα δάχτυλά του και τινάζει τα μυαλά του στον αέρα, ο Γιάννης δίπλα του καθαρίζει το κεφαλάρι του καθίσματος όλο σιχασιά.
«Γεια σου ρε Τζιμάκο με το κλαρίνο σου!» φωνάζει ο Πέτρος.
«Δεν είναι και τόσο χάλια...» μουρμουρίζει ο Στάθης από δίπλα του.
«Αρχαιολογίες....» σνομπάρει ο Πέτρος.
«Σιγά ρε εξελιγμένε! Δεν είδα όμως τίποτα δικούς σου να τους τραβάνε στα δικαστήρια όπως τις Ταξιαρχίες!»
«Επειδή βγάλανε την ξεβράκωτη στη σκηνή; Γαμώ τις επαναστάσεις –τι να σου πω!»
«Από κάπου πρέπει ν΄αρχίσει κανείς!»
«Κι αρχίσανε από κώλο καθότι επαναστάτες του κώλου!»
«Ρε άντε από ‘δω...»
«Κι εγώ σ΄αγαπώ/ γαμώ το Χριστό μου»
Η μουσική σταματάει απότομα, το ίδιο και το τραγούδι. Η κασέτα κουνιέται στο χέρι του οδηγού. Ο Ζόρμπα δε Φρικ χαζογελάει με τον Αχιλλέα και τους υπόλοιπους στη γαλαρία, ο οδηγός κουνάει την κασέτα νευριασμένα. Ο Πέτρος σηκώνεται να τη μαζέψει –κρίμα είναι να πεταχτεί. Την αρπάζει από το χέρι του οδηγού, κάνει μεταβολή κι αρχίζει να περπατάει στον διάδρομο του πούλμαν. Η Βιολέτα σηκώνεται και του κλείνει το δρόμο. Του δείχνει την κασέτα. Είναι κατακόκκινη και ίσως μεθυσμένη.
«Δική σου είναι;»
«Ναι αμέ!»
Του σκάει τότε ένα σκαμπίλι αστραφτερό –το πούλμαν εκτυφλώνεται για λίγο. Το σκαμπίλι τσούζει κι ο Πέτρος σηκώνει ήδη τη γροθιά του, κάπου στη μέση της διαδρομής συνέρχεται.
«Άντε παραδίπλα μωρή...» μουρμουρίζει καθώς την προσπερνάει.
Φτάνει στον Ζόρμπα δε Φρικ, του πετάει την κασέτα στα πόδια.
«Σιγά –θα τη χαλάσεις και είναι αυθεντική!» διαμαρτύρεται εκείνος.
«Αυθεντικό δεν είναι τίποτα δικό σου ρε γύφτο...» συνεχίζει το μουρμουρητό ο Πέτρος.
Πίσω του γελάει ο Γένιας με τον Αχιλλέα, ο Γρηγόρης δεν έχει χρόνο να γελάσει επειδή χαμουρεύεται με κάποια.
Προσωρινή κατάπαυση.
Ο δρόμος είναι ένα τεράστιο φίδι («το φίδι είναι μακρύ, εφτά μίλια/ καβάλα το φίδι μωρό μου») κι επειδή όλοι βιάστηκαν, τώρα ζαλίζονται σε κάθε τίναγμα του πούλμαν, ανακατεύονται όσο ταξιδεύουν πάνω στις κρύες φολίδες του φιδιού –εμετική μυρωδιά ούζου ανακατεμένη με καπνό, ο Παντελής έχει ανοίξει το παράθυρο, η Μαρίνα δίπλα του σηκώνει απορημένη τους ώμους, ο οδηγός ρωτάει, «ποιος κερατάς καπνίζει εκεί πίσω;»
«Θα πάω να του πω –δεν είναι κατάσταση!» λέει ο Παντελής.
«Κάτσε στ΄αυγά σου», κάνει η Μαρίνα.
Ναύπλιο.
Τα πούλμαν ξεβράζουν κανίβαλους. Οι κανίβαλοι πέφτουν άτσαλα στα παρτέρια της πλατείας. Τα παρτέρια αναποδογυρίζουν. Κάποιος θα φωνάξει σύντομα τους μπάτσους.
«Ποιος είναι για Παλαμήδι;» ρωτάνε δυο ξενέρωτες.
«Εγώ είμαι για το παλαμάρι πάντως!» ξεκαθαρίζει ο Σόλωνας. Μετά αγκαλιάζει τη Ρένα, τη μόνιμή του και αποχωρούν αδιάκριτα. Το Β1 στριφογυρίζει, ψάχνεται, στο τέλος ξεκινάει για το λιμάνι. Το Β3 αποφασίζει να μετρήσει τα σκαλιά του Παλαμηδιού. Το Β2 απλώνεται σαν αψέντι από σπασμένο μπουκάλι, στην αρχή περικυκλώνουν το πούλμαν μετά ανοίγονται προς το κέντρο της πόλης, χωρίζονται σε τόσες ομάδες όσοι και οι δρόμοι, μετακινούνται αργά, αναποφάσιστα –ίσως και απειλητικά. Κάποιοι φτάνουν στην κεντρική πλατεία, στριφογυρίζουν με μάτια μισόκλειστα, κεφάλια πονεμένα. Ακούγονται προτάσεις για καφέ –επειγόντως καφέ.
Το κασετόφωνο του Λούι πιάνει ολόκληρο το σιδερένιο τραπεζάκι του μαγαζιού.
«Βάλε κάτι», ζητάει ο Ζόμπι.
«Κάτι ρομαντικό;» αναρωτιέται ο Λούι.
«Ναι, ναι....»
«Ότι πεις!»
Σκαλίζει, ψάχνεται, βρίσκει, αλλάζει κασέτα, πατάει το πλέι.
«Ψηλά τα χέρια –ποιος θέλει να πεθάνει;/ Άκουσες για τον Σόνυ που κάηκε;/ Σαν λαμπερό ερωτικό αστέρι!»
«Καινούργιο;» ρωτάει ο Ζόμπι.
«Τελευταίο –μετά διαλύσανε», απαντάει ο Λούι.
«Έλα!»
«Κάπως βαβούρα...» μουρμουρίζει το Φάντασμα.
«Μετά στρώνει η κασέτα, έχω γράψει Ουράια Χιπ», γελάει ο Λούι.
«Σιγά και μην....»
«Αυτό έλειπε!»
Δεν προλαβαίνουν να γελάσουν πολύ. Το γκαρσόνι εμφανίζεται πάνω από τα κεφάλια τους.
«Ή κλείστε το ή φύγετε», λέει.
«Γιατί;»
«Ενοχλείτε τους πελάτες».
«Κι εμείς πελάτες είμαστε –πώς δηλαδή;»
«Ρε ακούτε τι σας λέω;»
Κοιτάζονται.
«Ακούμε;»
«Δώσε τόπο στην οργή...»
«Πάμε να φύγουμε –εδώ βρωμάει φορμόλη».
«Εσύ χάνεις λιγούρη!»
«Θα έβαζα και γάλα στον καφέ μου, απ΄αυτό που σου’χει λήξει από πέρσι...»
Διασχίζουν την πλατεία, φτάνουν στην εκκλησία. Τη φέρνουν γύρα.
«Το βλέπεις; Κοίτα –το βλέπεις;»
«Ποιο;»
«Έχουν σε τζαμάκι τη σφαίρα που αστόχησε όταν φάγανε τον Καποδίστρια!»
«Τι λε ρε παιδί μου! Για να δω!»
«Αν σπάγαμε το τζαμάκι και βουτάγαμε τη σφαίρα;»
«Ε και;»
«Μα πώς! Όλο και κάποιος θα ενδιαφερόταν να την αγοράσει –συλλέκτης κι έτσι να πούμε!»
«Βρε κόπανε, η σφαίρα είναι σημαντική επειδή ακριβώς είναι καρφωμένη στον τοίχο. Αν τη βγάλεις θα είναι απλώς μια σφαίρα από όπλο εποχής».
«Ε, να βγάλουμε κι ένα κομμάτι τοίχο τότε!»
«Μα είσαι εντελώς ηλίθιος!»
«Πάμε πίσω στα πούλμαν; Έκοψα κάποιο γρασιδάκι εκεί κοντά....»
«Ο Στάθης που είναι;»
«Τρέχα γύρευε...»
«Επειδή έχει εκείνες τις προμήθειες λέω....»
«Δεν τις έχει –τις άφησε μέσα στο πούλμαν».
«Ε, τι καθόμαστε εδώ πέρα λοιπόν;»
Αυτό το μέρος του χυμένου αψεντιού αδιαφορώντας για τους φυσικούς νόμους αποφασίζει να επιστρέψει από μόνο του στο μπουκάλι.
Ο Στάθης έχει ξεμείνει πίσω στα πούλμαν, η Φανή στριμωγμένη δίπλα του –αμήχανοι.
«Πάμε πουθενά;»
«Πού δηλαδή;»
«Πουθενά».
Την τραβάει κοντά του και τη φιλάει. Έχει σκοπό να συνεχίσει, αλλά νιώθει μια σκιά να τον πιέζει. Σπρώχνει τη Φανή λίγο στο πλάι, κοιτάζει –ο οδηγός του πούλμαν.
«Ελάτε μέσα ρε παιδιά, να σας βάλω και αιρ κοντίσιον...» χαμογελάει λιγδωμένα.
«Άστο –να λείπει...» απαντάει ο Στάθης. Σηκώνεται δίνοντας το χέρι του στη Φανή. «Πάμε», της λέει.
«Πού;» απορεί ξανά εκείνη.
«Κάπου».
Φεύγουν αγκαλιασμένοι.
Συναντιούνται με τους υπόλοιπους όσο εκείνοι επιστρέφουν.
«Πού πάτε ρε;»
«Κάποια βόλτα....»
«Να΄ρθω κι εγώ μαζί σας;»
«Αμέ! Έχω και φανάρι να σου δώσω να το κρατάς!»
«Το σακίδιό σου...»
«Μέσα –στη θέση μου. Ανοιχτό είναι το πούλμαν».
Χωρίζουν οι δρόμοι τους, για την ώρα.
Δυο μπουκάλια ουίσκι της πυρκαγιάς, ένα μπουκάλι κονιάκ, κάτι περισσεύματα ξεθυμασμένου ούζου, ένα μπουκάλι μαρτίνι, ένα μπουκάλι κουμ κουάτ! Καθόλου πάγος, καθόλου αναψυκτικά –πηχτό φαρμάκι το αλκοόλ κατεβαίνει. Στην αρχή με το ζόρι, αλλά όλοι βιάζονται να το ξεπεράσουν. Το κασετόφωνο του Λούι παίζει αβέρτα –πολλά παιδιά έχουν μαζευτεί τριγύρω τους, έχουν κάνει έναν μεγάλο κύκλο, σε μια μεριά κάθεται ανακούρκουδα κι ο οδηγός του πούλμαν δίπλα στη Βιολέτα. Η Βιολέτα, ακόμα πιο άσχημη τώρα που είναι για τα καλά μεθυσμένη. Κατακόκκινη.
Το κασετόφωνο παίζει μια καινούργια κασέτα, πιο πιασάρικα τραγούδια –όχι τα νιου γουέιβ του Λούι. Πέφτει καζούρα όταν ακούγονται οι Σκόρπιονς. Κάποιος ζητάει Πουλόπουλο για να δέσει το σιρόπι. Περνάνε καλά, γελάνε πολύ. Πίνουν βιαστικά, καταναγκαστικά. Ο Πέτρος σηκώνεται, τεντώνεται.
«Που πας;»
«Ξέρω ΄γω; Γενικότερα...»
Και φεύγει περιπατητικά.
Η Μαρίνα έχει καθίσει δίπλα στον Γιάννη από καθαρή σύμπτωση –είναι περίεργο, αλλά οι δυο τους δεν έτυχε να βρεθούν τόσο κοντά άλλη φορά. Διαφορετικά τμήματα, διαφορετικές δέσμες. Εκεί πέρα είναι το Φάντασμα με τον Ζόμπι, όμως το Φάντασμα έχει ψυλλιαστεί το ενδιαφέρον του Γιάννη για τη Μαρίνα –φροντίζει λοιπόν να γίνει αόρατος κρύβοντας και τον Ζόμπι ταυτόχρονα. Θέλουν να φτιάξουν έναν τοίχο για να δώσουν χώρο στον Γιάννη. Έναν τοίχο από ομίχλη –το Φάντασμα ειδικεύεται σε κάτι τέτοια. Σκουντάει τον Ζόμπι καθώς βλέπουν τον Γιάννη να μοστράρει το κολπάκι «ανάβω τον Zippo κροταλίζοντας τα δάχτυλα, τον σβήνω μ΄ένα τίναγμα στον αέρα» για χάρη της Μαρίνας.
«Σωστός!» ψιθυρίζει το Φάντασμα.
«Και τι τύπος!» σιγοντάρει ο Ζόμπι.
Η Μαρίνα αντικαρφώνεται παίρνοντας τον αναπτήρα από τον Γιάννη, τον περιεργάζεται και λέει «ωραίος αναπτήρας» ή κάτι τέτοιο.
«Αφού άλλο θέλεις να του πιάσεις μανάρι μου...» σφυρίζει το Φάντασμα.
«Σκάσε και κολύμπα!» διατάζει ο Ζόμπι.
«Όποιος δεν ανάψει το πρώτο του τσιγάρο με Zippo θα καταντήσει τραπεζικός ή δημόσιος υπάλληλος μια μέρα», ακούνε τον Γιάννη να λέει με μπλαζέ ύφος.
Γουρλώνουν ταυτόχρονα τα μάτια, πνίγονται, παθαίνουν σπασμούς αλλά συνεχίζουν να φτιάχνουν ομίχλες
Μέχρι να έρθει ο μαλάκας ο Παντελής και να τους ξεσκίσει τα αραχνοΰφαντα πέπλα.
Ο Πέτρος ανησυχεί. Αυτή η πόλη μοιάζει με τη λίμνη που υπάρχει δίπλα στο χωριό της μάνας του –τον είχαν πάει στη λίμνη όταν ήταν μικρός –νούφαρα, ανοιχτά δίχρωμα λουλούδια κολυμπούσαν στον αφρό της. Έβαλε το χέρι να τα πιάσει –το νερό ήταν παγωμένο. Βούτηξε το χέρι του βαθύτερα να συνηθίσει την θερμοκρασία, πόνος οξύς τον τίναξε, τράβηξε το χέρι πίσω –ένα νερόφιδο βιάστηκε να ξανακρυφτεί στο σκοτάδι της λίμνης. Αυτή η πόλη μοιάζει μ’ εκείνη τη λίμνη. Παρέες αντρών με πεινασμένα μάτια –τουλάχιστον στη λίμνη τα νερόφιδα είχαν την διακριτικότητα να παραμένουν κρυμμένα μέχρι να δαγκώσουν... Κι ο μαλάκας ο Στάθης –εδώ βρήκε να χαμουρευτεί μ΄εκείνη την κοπέλα; Πως διάολο την είπε; Ήταν καινούργια –αδύνατο να θυμηθεί το όνομά της....
Ο Πέτρος ξαναγυρίζει στην εκκλησία επειδή θέλει να δει τη σφαίρα ακόμα μια φορά, θέλει να νιώσει το θάνατο που έχει απομείνει στις πέτρες του τοίχου, σα μια μεμβράνη που κόλλησε και κανένας δε νοιάστηκε να την καθαρίσει –δε νοιάστηκε ή δε μπόρεσε... Ο Πέτρος έχει νιώσει το θάνατο πασαλειμμένο στις πέτρες του τοίχου και πάει πίσω στην εκκλησία για να τον ξανανιώσει. Στην αρχή περπατάει αφηρημένα –μέχρι που ψάχνει στα παγκάκια λες και υπήρχε περίπτωση να έχει καθίσει εκεί ο θάνατος, να ξαποστάσει πριν θερίσει... Αλλά μετά ακούγεται η κραυγή, δεν είναι σίγουρος, ίσως η κραυγή να βγαίνει από το μυαλό του, όμως τρέχει προς την πίσω μεριά της εκκλησίας. Νομίζει –όχι, είναι σίγουρος –πως έχει στριμώξει τον θάνατο στο αδιέξοδο, όπου να’ναι θα τον αναγκάσει να στρίψει το πρόσωπό του και να τον κοιτάξει.
«Σ΄έχω πούστη, σ΄έχω επιτέλους!» σφίγγει τα δόντια του ο Πέτρος.
Αλλά στο αδιέξοδο στενό είναι κάτι μαλάκες κοντοκουρεμένοι κι ανάμεσά τους μια κοπέλα, γνωστή, από το σχολείο του... Β1 ή Β3; Η κοπέλα μοιάζει τρομαγμένη, κουνάει τα χέρια προς το μέρος του κι ο Πέτρος γίνεται βιαστικά απογοητευμένος. Οι κοντοκουρεμένοι κάνουν να του κλείσουν το δρόμο, ίσως κάποια άλλη φορά –όχι σήμερα.... Ο Πέτρος πιάνει την κοπέλα από το μπράτσο και την τραβάει μαζί του.
«Πάμε –μας περιμένουν», της λέει.
Εκείνη σφίγγεται πάνω του, οι κοντοκουρεμένοι διαμαρτύρονται.
«Αφού είμαστε μια παρέα!»
Ο Πέτρος πετάει ένα «στ΄αρχίδια μου» και προχωράει βιαστικός –θέλει να ξεφορτωθεί αυτή την κοπέλα, θέλει να ξαναγυρίσει, να ψάξει για τον θάνατο που του παίζει αυτά τα μαλακισμένα παιχνίδια....
Βγαίνουν στην πλατεία με τους καργιόληδες στο κατόπι τους.
Ο Πέτρος έχει την εντύπωση οτι η κοπέλα κλαίει, γυρίζει λοιπόν αργά προς το μέρος της, προσπαθεί να την κοιτάξει. Αλλά εκείνη τη στιγμή εμφανίζονται οι δικοί του –τρέχοντας μπαίνουν από τον απέναντι δρόμο στην πλατεία, αλαφιασμένοι –τι συμβαίνει;
«Πέφτει ξύλο –έχουν στριμώξει το Στάθη...» χειρονομεί κάποιος.
Ο Πέτρος τους ακολουθεί, αναγκάζεται μάλιστα να φρενάρει συχνά για να τον φτάσουν οι υπόλοιποι, αφού δεν ξέρει κατά πού πέφτει το ξύλο.
Ο Στάθης είναι κωλόφαρδος επειδή έχει τύχει να περνάνε κάτι παιδιά από το Β3 –περιηγητές που επιστρέφουν από το Παλαμήδι. Αυτοί λοιπόν έχουν δει το στρίμωγμα, στον τοίχο ενός ερειπωμένου σπιτιού ο Στάθης και η Φανή, μπροστά τους 5 ή 6 φαντάροι με πολιτικά. Κάτι τσακώνονται, αλλά τα παιδιά που τρέχουν προς το μέρος τους δεν ακούνε.
«Αφήστε τους ρε μουνόπανα!» ουρλιάζει ο Γιάννης.
Οι φαντάροι γυρίζουν και κοιτάνε τα παιδιά που έχουν παραταχτεί απέναντί τους. Ο Στάθης χαμογελάει στη Φανή, είναι και οι δυο τους ιδρωμένοι. Οι φαντάροι τούς κόβουν το δρόμο –κάπως μπερδεμένο μοιάζει όλο αυτό...
Όλοι μένουν να κοιτάζονται ακίνητοι. Σχεδόν όλοι.
Το Φάντασμα γλιστράει από τα πλάγια, εκμεταλλεύεται τις πεσμένες στα πεζοδρόμια σκιές, φτάνει κοντά σ΄ένα φαντάρο –εκείνος τον παίρνει χαμπάρι τελευταία στιγμή.
«Είσαι πολύ άντρας;» του σφυρίζει το Φάντασμα αλλά ο φαντάρος δεν καταλαβαίνει αν το σφύριγμα βγαίνει από τη φωνή ή από το χέρι του Φαντάσματος που τον χαστουκίζει στο αριστερό αυτί.
Ο φαντάρος σηκώνει τα χέρια του και μετά γονατίζει κλαίγοντας. Τα υπόλοιπα παιδιά ζωντανεύουν απότομα, ορμάνε στους φαντάρους, μουγκρίζοντας «ντου». Ο Στάθης βρίσκει ευκαιρία και τραβάει τη Φανή μακριά από το ξύλο, μετά επιστρέφει και πλακώνει στις κλωτσιές έναν μισοπεσμένο φαντάρο. Τα παιδιά δεν σταματάνε παρ΄όλο που οι φαντάροι έχουν ήδη εγκαταλείψει κάθε αντίσταση –όλο και περισσότερα παιδιά καταφθάνουν.
«Πάμε να φύγουμε», λέει ο Ζόμπι. «Εδώ θα γίνει σκοτωμός».
Ο Γιάννης φτύνει κάποιον ξαπλωμένο και κάνει πίσω, ο Πέτρος έχει ήδη ξεκολλήσει από τη συμπλοκή, τραβάνε τον Στάθη και τον Λούι –το Φάντασμα είναι στην άλλη άκρη του δρόμου ψάχνοντας κάτι. Τον πλησιάζουν.
«Θα γίνει της κόφας», γελάει το Φάντασμα.
Ο Γιάννης τον πλησιάζει, κοιτάζει προς τη μεριά που δείχνει το Φάντασμα, μια ομάδα κοντοκουρεμένων φαίνεται να κοντοζυγώνει –πόσοι είναι; Τι κρατάνε;
«Έρχονται κι άλλοι –ετοιμαστείτε!» ουρλιάζει ο Γιάννης.
Κάποια παιδιά σταματάνε να κλωτσάνε τους πεσμένους.
Ο Γιάννης ξεδιαλέγει τα κορίτσια –τα τραβάει στην άκρη.
«Πηγαίνετε να φέρετε όποιους βρείτε! Εδώ θα γίνει κόλαση!» τους λέει.
Τα κορίτσια τρέχουν όσο μπορούν πιο γρήγορα. Οι καινούργιοι φαντάροι πλησιάζουν. Ο Πέτρος τραβάει μια σφαλιάρα στο Στάθη.
«Μαλάκα –κοίτα τι τραβάμε για πάρτη σου!»
Ο Στάθης χαζογελάει.
Ο Ζόμπι ακουμπάει στην πλάτη του Φαντάσματος κι ο Γιάννης βγαίνει μπροστά για να μην αφήσει μόνο του τον Λούι.
«Ροκ δε Μπίλι Μπούγκι!» κλείνει το μάτι ο Λούι στον Γιάννη δείχνοντας τους φαντάρους που πλησιάζουν.
«Είσαι και πολύ μαλάκας τελικά!» γελάει ο Γιάννης.
Και μετά ρίχνει ένα σπριντ προς το μέρος των φαντάρων. Ο Λούι βιάζεται να σπριντάρει δίπλα του –τρέχουν δαιμονισμένα για να καλύψουν τα μέτρα που τους χωρίζουν. Οι υπόλοιποι τους παίρνουν χαμπάρι σχεδόν αμέσως.
«Α τα μουνιά!» απορεί ο Στάθης και αρχίζει να τρέχει με τη σειρά του για να τους προφτάσει.
«Που πάτε ρε;» φωνάζει ο Ζόμπι και σπριντάρει επίσης.
Οι φαντάροι βλέπουν τέσσερα παιδιά να έρχονται τρέχοντας προς το μέρος τους, κοντοστέκονται με απορία. Φυσικά, το Φάντασμα έχει ήδη φτάσει στο πλάι των φαντάρων και διαλέγει στόχο.
«Σπάστο το γαμήδι!» γελάει ο Γρηγόρης.
Ο Αχιλλέας πετάει το σκουπιδοτενεκέ στη βιτρίνα, η βιτρίνα γίνεται ιστός αράχνης, ιστός διάφανης κοφτερής αράχνης.
«Μαλακίες έκανες. Θέλει κι άλλο», λέει ο Γρηγόρης.
«Πάμε να φύγουμε –έρχονται!» φωνάζει ο Γένιας από τη γωνία.
Το βάζουν στα πόδια.
«Έρχονται κι άλλοι!»
«Μα πόσοι πια!»
«Να την κοπανήσουμε!»
«Πολύ αργά!»
«Που είναι το Β1;»
«Πλάτη στον τοίχο –θα μας λιανίσουν!»
Η πόλη σηκώνει ένα μαύρο σύννεφο, δεν είναι τόσο ενοχλητικός ο ήλιος πλέον. Ίσως και να φταίει το απόγευμα. Παιδιά κλαίνε και παιδιά ουρλιάζουν –κοντοκουρεμένα παιδιά κι άλλα με μακριά όρθια μαλλιά, είναι στιγμές που όλα ησυχάζουν κι ακούγεται μόνο ένα λαχάνιασμα να βγαίνει από χωμάτινα πνευμόνια.
«Ο Σόλωνας!»
«Και οι δικοί του!»
«Τώρα θα τους πάρουμε φαλάγγι!»
«Αίμα και λάσπη!»
Τα παιδιά αλαλάζουν ινδιάνικα. Κανένας δεν βλέπει μακρύτερα από είκοσι πόντους. Μπροστά του ή δίπλα του.
Μετράνε κεφάλια καθώς τους τραβάνε μέσα στα πούλμαν. Βρίζονται άσχημα, ειδικά όσοι δεν έχουν καταλάβει οτι το πανηγύρι τελείωσε, αυτοί που έχουν φάει περισσότερες απ΄όσες έριξαν.
«Έλα –φεύγουμε».
«Άσε με να το γαμήσω το μουνάκι!»
«Ποιον ρε ηλίθιε; Το ΄βαλανε στα πόδια!»
«Θα τον φτάσω –άσε με!»
«Όπου να΄ναι πλακώνει η μπατσαρία!»
«Θα τους γαμήσω κι αυτούς –θα γαμήσω ότι κινείται!»
«Καλά –κατούρα και λίγο».
Τα πούλμαν ξεκινάνε με μεγάλη καθυστέρηση. Οι σειρήνες σκίζουν τους δρόμους της πόλης. Οι πρόεδροι των τμημάτων έχουν κρεμαστεί στους οδηγούς.
«Φύγε!»
«Αν μου κάνουν σήμα θα σταματήσω!»
«Μην τολμήσεις...»
«Θα χάσω την άδειά μου....»
«Έτσι κι αλλιώς θα την χάσεις που δέχτηκες να μεταφέρεις ανήλικους ασυνόδευτους!»
«Κωλόπαιδα!»
«Φύγε και μην κοιτάς πίσω!»
Τα πούλμαν βγαίνουν στον εθνικό δρόμο. Γεμάτα θολά μάτια.
Αίμα τρέχει από το φρύδι του. Ο Στάθης τσακίζει στα δύο το τσιγάρο και του βάζει καπνό στην πληγή.
«Τι θα πεις στη μάνα σου;» τον ρωτάει.
«Παπαριές –έπεσα στη μπάλα...» απαντάει ο Πέτρος.
«Νομίζουν οτι είσαι σχολείο τώρα –έτσι;»
«Ναι, δεν τους είπα....»
«Καλύτερα. Να μη σου πρήζουν και τ΄αρχίδια....»
«Ναι –κάπως έτσι....»
«Στο χρωστάω το σημερινό, να το ξέρεις...»
«Κοίτα τότε να μου το ξεχρεώσεις πριν πεθάνω».
«Έχεις καιρό ακόμα...» μουρμουρίζει ο Στάθης σπάζοντας και δεύτερο τσιγάρο για να σταματήσει το αίμα της πληγής.
Ο Ζόμπι κοιμάται με το στόμα μισάνοιχτο, το Φάντασμα έχει εξαϋλωθεί για μια ακόμα φορά από δίπλα του κι έτσι αόρατος περιτριγυρίζει το πούλμαν. Ο Λούι κοιτάζει έξω, ο Γιάννης πλάι του καπνίζει στη ζούλα.
«Δε θα μας πιάσουν ποτέ ζωντανούς», ψιθυρίζει ο Λούι.
«Τι πράγμα;» πετάγεται ο Γιάννης.
«Τίποτα –είμαι αλλού», του απαντάει εκείνος.
«Γνώρισα κάποια σήμερα....» λέει ο Γιάννης.
«Πως κι έτσι;» συνέρχεται ο Λούι.
«Κάπως έτσι...» απαντάει ο Γιάννης.
«Και;» περιμένει ο Λούι
«Και. –τίποτα», κόβει την κουβέντα ο Γιάννης.
Τα πούλμαν ξανακαβαλάνε το φίδι επιστρέφοντας και τα παιδιά σφαλίζουν τα μάτια για ν΄αντέξουν.
Egidio Gherlizza- Τζέφυ και Τσέρυ
-
Ο Egidio Gherlizza είναι ένας καλλιτέχνης για τον οποίο μιλούν ελάχιστα,
ωστόσο ο πιο τυχερός χαρακτήρας του, ο αλήτης Σεραφίνο, κατάφερε να γίνει
μια μ...
Πριν από 5 μήνες
45 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
the future is uncertain and the end is always near...
και πού να είχες υπεύθυνο της εξαήμερης τον ίδιο σου τον πατέρα.
εκεί να δεις "πλάκες"
Χαχαχα -πωπω μαρτύριο! Και μετά αναρωτιούνται γιατί οι μαθητές πέφτουν στα σκληρά πριν πάρουν απολυτήριο λυκείου!
Υ.Γ.: Το τραγούδι του τίτλου αυτή τη φορά δεν είναι τραγούδι -είναι ολόκληρος δίσκος των Moody Blues, με συμφωνική ορχήστρα για να σωρωπιάσει το γλυκό.
Μάγκα μου το πώς τα γλίτωσα τα σκληρά ήτανε θαύμα. τώρα που είπες Μούντι Μπλουζ- θυμάσαι εκείνο το γαμάτο εξώφυλλο από το To Our Children's Children's Children; Φυσικά μιλάω για βινύλιο. Τι μου θύμισες... Ρετρό θα γίνουμε πάλι(και δεν το πάωωωω)
Πώς τους χώρεσες όλους αυτούς στην ίδια τάξη; Με κάνεις να νιώθω ότι πήγα στις καλόγριες!
(Έχω και το σχόλιο της σπαστικιάς, να το πω τώρα ή να το αφήσω;)
Bernardina, ναι το θυμάμαι -είχαν πάντα έργα τέχνης για εξώφυλλα οι Μούντηδες. Ε βέβαια βινύλιο -στο σιντί που διάολο να το δεις το εξώφυλλο;
Κουμπάρα, τι πως τους χώρεσα; Οι συμμαθητές μου ήταν -τι να κάνω; Υπαρκτά πρόσωπα, αλλάγμένα ονόματα και λίγη οικονομία χαρακτήρων.
Ναι κάντο το άλλο το σχόλιο το καλό -να δω κι εγώ τι διάολος μου ξέφυγε και πως να το διορθώσω. Άντε ντε! Τι σε πληρώνω;
ρε συ, μόλις τώρα συνειδητοποίησα ότι ο τίτλος είναι το days of future passed. Δυο ράφια παραδίπλα μου είναι!!! Ώχου μάνα μου, ξαναχτύπησε ο στρατηγός Αλτσχάιμερ!
Dawn is a feeling και ξερό ψωμί, χααα χαα
Στη δευτέρα λυκείου δεν είχαμε δέσμες.
Άντε μπράβο Bernar -όλοι οι τίτλοι αυτών των ιστοριών είναι τραγούδια. Και νύχτες σε λευκό σατέν βεβαίως -εκεί έπεφτε το κουτούπωμα παλαιώθεν.
Κουμπάρα, με στεναχωρείς. Μια γιατί δεν με προσέχεις και άλλη μια επειδή είσαι μικρότερή μου. Αν θυμάσαι την γκρίνια του Παντελή σε προηγούμενη ιστορία, εμείς ήμασταν η μεταβατική γενιά που ετοιμαζόμασταν να δώσουμε Πανελλήνιες στη Β΄Λυκείου αλλά τις κατάργησε τελευταία στιγμή ο Παπαντρέας. Είχαμε δέσμες και στη Β΄λυκείου -αλλά προς το τέλος τις κάναμε κωλοχανείο, επειδή αλλάξανε για την Τρίτη Λυκείου.
Για δες!
Το μπάχαλο το είχα καταλάβει, αλλά πάντα πίστευα ότι οι δέσμες ήταν προνόμιο της τρίτης!
σας μισώ και τους δύο γιατί είμαι μεγαλύτερή σας -όχι πολύ, ε, μην παίρνει ο κώλος σας αέρα! Χεεε χεεε
Μότορα, γράψε και κάτι που να κολλάει με το Aqualung (για να σε πάω αλλού)! παραγγελιά, ρε συ... με ένα ευγενικό "παρακαλώ..."
Ναι κουμπάρα -είχαμε τότε μόνο δυο δέσμες (Β' και Γ' Λυκείου) και ήμουνα σίγουρος οτι η ακαδημαϊκή καρριέρα θα τελείωνε άδοξα πριν καν αρχίσει (επειδή εντελώς σκράπας και σε αρχαία και φυσική). Αλλά ευτυχώς ο άγιος Παπαντρέας τα κατάργησε πριν προλάβουμε να δώσουμε και έκανε την τιμημένη Τρίτη Δέσμη (οε οε, οε οε)μόνο στη Γ΄Λυκείου.
Bernard ναι ε; Και σε είχα για μικρότερή μας -είδες πως ξεγελάει η εμφάνιση της γυναίκας; Να γράψω βρε παιδί μου, αλλά πως να το μεταφράσω το Aqualung; Να γράψω ένα για την Σιδηροδρομική Ανάσα που μ΄αρέσει κιόλας, στιχουργικά, περισσότερο;
Κύριε μοτοσυκλετιστά (κατά το κύριε πειρατά - το τόπι μου)
Με μπέρδεψες πάλι. Εσύ δεν είσαι 25άρης (με/χωρίς μπότοξ);
Όσο για το Aqualung, μπορείς να ξεκινήσεις κάτι σας "εκεί που καθόταν στο παγκάκι και ζαχάρωνε τα κοριτσάκια...".
@bernardina
Κι εγώ ήμουν βέβαιη ότι είσαι μικρότερη!
25άρης είμαι βρε παιδί μου (ποιος λέει το αντίθετο!) αλλά το παίζω μεγαλύτερος για να με παίρνουν στα σοβαρά -κατάλαβες;
Μωρέ στη μετάφραση του τίτλου έχω το πρόβλημα, Aqualung=Νεροπλέμονο;
Η αναπνευστική συσκευή που εφηύρε ο Κουστώ είναι (νομίζω).
Α, ωραία -δηλαδή ακόμα χειρότερα! Το μόνο που μου΄ρχεται σχετικά είναι μια έκφραση που είχαμε πιτσιρικάδες: "θα σου δώσω μία και θα πας τόσο βαθιά που ούτε ο Κουστώ δεν θα μπορεί να σε βρει!"
Καλημέρα παιδάκια! Θενκς βρε σεις για τα κομπλιμέντα. Είδες μότορα που μικροδείχνω; Έχω καλό κύτταρο, γι' αυτό. Και γκομενάκι δέκα χρόνια μικρότερο βγάζω αμα λαχει να'ουμ!!! Κουμπάρα, δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι όταν βλέπω άθρωπες ενημερωμένους περί τα Ζετρό Τυλ (όπως πρόφερε τους Τζέθρο Ταλ μια Γαλλιδα, χε χε). Μότορα, εν λευκώ, ό,τι γουστάρεις από Ίαν Άντερσον. Αν δεν με απατά η αλτσχαϊμερική μνήμη μου, το aqualung είναι πράγματι αυτό που αναφέρει η κουμπάρα αλλά στο δίσκο δίνεται μεταφορικά, σα να λέμε η απελπισμένη προσπάθεια του υπό αλλοτρίωση ατόμου να ανασάνει μέσα σε ένα εχθρικό κοινωνικό περιβάλλον (τι είπα παλι πρωινιάτικα η γλαδιόλα) όπως βγαίνει και απ' όλη την ατμόσφαιρα του δίσκου. Πάντως και για τον μπαγάσα που καραμάτιαζε κοριτσάκια από το παγκάκι (δίνει τρομερή εικόνα) δαγκωτό "ναι", αλλά και για το αγκομαχητό που γουστάρεις περισσότερο δεν έχω καμιά αντίρρηση. Γουστάρετε δημοκρατικότητα; ε; Ε;
Και σπέσιαλ αφιέρωση λόγω των ημερών -και όχι μόνο:
Who would be a poor man/ a beggar man/ a thief
If he had a rich man/in his hand.
And who would steal a candy/from a laughing baby's mouth/
if he could take it from the money man" (cross-eyed Mary)
Τραγουδάρα κι αυτό -κι ας το εκτελέσανε (κανονικά μιλάμε) οι Άιρον Μέιντεν μετά.
Αυτά τις αλλοτριώσεις και τα εχθρικά περιβάλλοντα να πας να τα πεις στον Αξελό, μπας και γράψει κάνα διήγημα, εγώ γράφω για γκομενίτσες κι έτσι. Α μα πια!
Αυτοί ΕΙΔΙΚΑ οι στίχοι του Λοκομότιβ είναι παραπάνω από αρκετοί για να με κάνουν να φτιάξω μια ιστορία, αλλά η ιστορία είναι άλλη ιστορία:
He sees his children jumping off
At the stations -- one by one.
His woman and his best friend --
In bed and having fun.
He's crawling down the corridor
On his hands and knees --
Old Charlie stole the handle and
The train won't stop going --
No way to slow down.
He hears the silence howling --
Catches angels as they fall.
And the all-time winner
Has got him by the balls.
He picks up Gideon's Bible --
Open at page one --
God stole the handle and
The train won't stop going --
No way to slow down
ρε φίλε μη με μαχαιρώνεις πρωινιάτικα, πάνω που νόμιζα πως τώρα που κοντεύω να πενηνταρίσω (σκασμός και δε θέλω σχόλια) έχω πετσώσει πια, έχω ξεπεράσει τις γαμημένες τις ευαισθησίες και την υπερβολική ενσυναίσθηση και έχω γίνει νορμάλ άθρωπας (ποιος ήρθε;;; πού κοιτάω;;;)
Αλλά φαίνεται ότι κατά το "once a junkie always a junkie" ισχύει και το άπαξ και σε μαχαίρωσε αυτή η μουσική στα δεκάξι, μπήκε το φαρμάκι στο μεδούλι σου και θα το κουβαλάς μέχρι να το πάρεις μαζί στον τάφο δεν πα' να λυσσομανάνε οι βισσοβανδήδες και σύμπασα η συνομοταξία τους ολοτρόγυρα. Μπρρ, μακάβρια πρωί πρωί.
ΥΓ. Να σε δω ρε μάγκα πώς θα μεταφράσεις το Giddeons bible χε, χε, είπε η μεταφράστρια με χαιρεκακία. Μετάφρασέ το όπως γουστάρεις καμάρι μου, αντιγυρίζει η ροκού μέσα μου. (γιατρέ, πάλι ξαναβγήκε στην επιφάνεια ο μίστερ Χάιντ, να τον αφήσω;)
υγ. Γιατί το Gideon's το έγραψα με δύο d και χωρίς απόστροφο; Γιατρέεε, τα χάπια μου!
Ναι -γιατί ο γερο Τσάρλι από πάνω μεταφράζεται! Αν έχεις δει, συνήθως βάζω τους στίχους μεταφρασμένους εδώ μέσα -στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως προτίμησα την αγνή αντιγραφή.
Υ.Γ.: Το Βλιβλίο του Γεδεώνη! Ε; Όπως λέμε του Τρελαντώνη.
Μπορείς να πεις "Βίβλος του Γεδεών" και όποιος καταλάβει κατάλαβε - νομίζεις ότι οι αγγλόφωνοι καταλαβαίνουν τη διαφορά από την King James;
Και τον Τρελαντώνη να τον αφήσετε ήσυχο (ήταν από τα λίγα βιβλία που μπορούσα να διαβάζω όταν ήμουν έγκυος χωρίς να κλαίω - σκ..ορμόνες!).
μ' αρέσει ο τρόπος που σκέφτεσαι! Και η πλάκα είναι ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση το Gideon δεν θέλει απόστροφο γιατί δεν εννοεί τη βίβλο του (βιβλικού) Γεδεών, αλλά μια οργάνωση ευαγγελιστών που μοιράζει βίβλους κυρίως σε ξενοδοχεία, αλλά και σε πολλά άλλα μέρη -στρατό, νοσοκομεία κλπ. για να διαδώσει το λόγο του θεού, οπότε το σωστό είναι Gideons Bible. Λεπτομέρειες θα μου πεις. Αλλά ως γνωστόν στις λεπτομέρειες κρύβεται ο θεός (κατ' άλλους ο διάβολος) και σ' αυτές συνήθως παίζεται μια καλή μετάφραση. Αλλά αυτή είναι δική μου πετριά, δεν πειράζει, κουβέντα να γίνεται. Εσύ πάντως είσαι σε σωστό δρόμο, keep up the good work!!!
Α, πριν το ξεχάσω: νομίζω ότι ο γερο-Τσάρλι είναι ο 'ξαποδώ. Αυτός του έκλεψε το χερούλι του φρένου και το τρένο πάει καταγκρεμού -στη δεύτερη στροφή του το κλέβει και ο Γιαραμπής και το άτομο δεν έχει καμιά ελπίδα -του την έχουνε στημένη από παντού.
Τον Τρελαντώνη κι εγώ τον έχω διαβάσει αλλά δεν ήμουνα έγκυος τότε. Άμα μείνω όμως έγκυος θα τον ξαναδιαβάσω, χεχεχε.
Δύσκολο πράγμα οι μεταφράσεις πάντως -κι ακόμα πιο δύσκολο να αποδώσεις το ύφος. Κάτι ξέρω κι εγώ που έχω δουλέψει μεταφραστής στον παγκοσμίου φήμης εκδοτικό οίκο ΣΟΝΟΡΑ. (Ξέρεις, αυτούς που βγάλανε το "Σεξ και βία στο Ιράκ"...)
Ε, οτι απέξω-απέξω θα βγαίναμε και συνάδελφοι δεν το περίμενα! Μη στεναχωριέσαι, καλέ μου. Ας μη σου πω καλύτερα τι έχω μεταφράσει εγώ κατά καιρούς γιατί θα καρφωθώ και προτιμώ να παραμείνω μια μικρή και άσημη bernardina!
Εμένα πάλι οι ορμόνες μου είναι τρελαμένες 365 μέρες το χρόνο κι άμα είναι να κλάψω κλαίω και με τον Τσελεμεντέ!
Αμάν πια με τη φλυαρία σας! Αφήστε με κι έχω και μια μετάφραση να κάνω!
Ποιον Τσελεμεντέ; Του Αναρχικού; (Εκδόσεις ο Άγιος Θεράπων).
Ναι συνάδελφοι -αν κι εγώ προτίμησα να εντρυφήσω στον κόσμο του μονοθεματικού βιβλίου, τουτέστιν τσόντες, οι οποίες έδιναν και τα καλύτερα λεφτά.
Μετά που εξελίχτηκα σε μεταφραστή επιστημονικής φαντασίας έφαγα τέτοια ξεφτίλα (ούτε το όνομά μου αναφερόταν πουθενά, ούτε καν πληρωνόμουν!) που προτίμησα να το εγκαταλείψω το σπορ.
Τώρα μεταφράζω μόνο για λόγους ζεν.
ρε ατε παρατήστε με όλοι σας! Όλοι μεταφράσεις κάνετε, παλιοκαθίκια; Θα μου πάρετε το ψωμί από το στόμα. Άντε, τα ξαναλέμε αργότερα, έχω και μια μετάφραση να κάνω!!!! (αμάν, ακούω φωνές, θα με κάψουν στην πυρά!)
α, ζεν και μοτοσυκλέτα... now I get it....
Δεν τσιμπάωωωωωωωωωωωω!
(Ο Φαίδρος δεν ήταν μεταφραστής!)
Ο Φαίδρος;;; Του Πλάτωνος; Ο μαθητής του Σωκράτη; Ο φιλόσοφος; Ο Γάιος Ιούλιος; Ποιος απ' όλους; Γεννάς απορίες... (και έχουμε και μια μετάφραση μπλα μπλα....)
Αχ αυτή η κλα(σ)σική παιδεία, δεν κρύβεται!
Όχι αγαπητή συναδέλφισσα, είναι ο Φαίδρος του "ζεν και η τέχνη της συντήρησης της μοτοσυκλέτας".
Ναι -αυτός ακριβώς ο Πλατωνικός Φαίδρος και πολύ σωστά το έπιασες το θέμα. Βλέπεις, από τη στιγμή που αγόρασα ΧΤ δεν μπορώ να ασκήσω τεχνικές ζεν μέσω της συντήρησής της -επειδή δε ζητάει το μηχανάκι, ένα λαδάκι κι αυτό σπανίως...
Και μην ξεχνάμε: "Άντε χάσου ρε Αριστοτέλη"!
Υ.Γ.1: Αν και δεν έφταιγε αυτός, οι παπάδες της Αναγέννησης φταίγανε για την παραποίηση -αλλά που να τα ξέρει ο έρμος ο Πίρσινγκ;
Υ.Γ.2: Ιονέσκο έχουμε γίνει εδώ μέσα!
είδες; Αυτό δεν το έχω διαβάσει κι ας υπαινίχθηκα κάτι τέτοιο εξαπανώτερα. Απλώς ως τίτλο το γνωρίζω. Μιλ μερσί για την προσθήκη στις γνώσεις μου, βαθιά υποχρεωμένη. ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΠΑΡΑΤΗΣΤΕ ΜΕ ΝΑ ΔΟΥΛΕΨΩ περιμένει ο ΤΕΒΕΣ με τα γαμψά νύχια κι έχω μείνει πίσω! Μη νομίζετε όμως ότι γλιτώσατε, θα επανέλθω δημήτρια!!!
υγ. Μάλλον την έκανε και ο μοτορας γιατί πολλή σιωπή ακούγεται αποκείθενες!
α, το παίρνω πίσω, να τος! Εξτί έχεις ρε φίλε; ΤΩΡΑ είναι που με κάρφωσες κατάκαρδα (πού να σου εξηγώ... που είπε και ο Μπιθικώτσης)
Γουστάρω Ιονέσκο -είναι ο μόνος λογικός!!!
Κι εγώ γουστάρω Ρινόκερους. Ναι, ΧΤ έχω -ότι καλύτερο για τα γεράματα.
Ποιος Τέβες; Ο γνωστός, ο Κάρλος, ο σημαδεμένος; Καλό παιχτάκι αλλά κάπως υπερεκτιμημένο και κομπλεξικό. Το περιμένουμε στο Μουντιάλ να το ξεφτιλίσουμε (εμείς οι Βραζιλιάνοι εννοώ).
Αφρικανικούς ή ασιατικούς;
Ποιος σημαδεμένος; Ποιοι ρινόκεροι; Ποια γεράματα; Οι Βραζιλιάνοι είναι για τα γεράματα; ΚΑΛΟΙ, ΚΑΛΟΙ, φέρε μισή ντουζίνα! Η ξουτού για τα γεράματα; Έχεις τρελαθεί; Γιατρέ μου, παραληρώ πάλι μ' αυτούς που έμπλεξα. Περιμένει και η μετάφραση!!! Μια μπλε ΞουΤου, τρεις Βραζιλιάνους και μια μερίδα ρινόκερο σενιάν, σιλβουπλέ!! Ναι, ναι, για το σπίτι!
Ασ(ια)τικούς ρινόκερους.
Ο Κάρλος Τέβες ρε παιδί μου ο χαρακωμένος ο μπαλαδόρος! Αμάν πια!
Μπλε είναι το ΧΤ μου -όσο γι΄αυτό είμαι απολύτως σίγουρος!
από τέτοια μπάλα δεν πολυσκαμπάζω, ρε φίλε. Άσε που τις προάλλες φαρμακώθηκα πάλι όταν χάσαμε την κούπα μέσα από τα χέρια μας. Το μόνο που με παρηγορεί κάπως είναι το ότι την πήρανε οι μπαρτσελονέζοι που είναι η δεύτερη μεγάλη αγάπη μου. Το θυμήθηκα και συγχύστηκα πάλι.
Απροπό, οι ασ(ια)τικοί ρινόκεροι είναι κάπως σκληροί στη σχάρα. Αντιθέτως, αν θυμάμαι καλά, από ένα παλιό σύνθημα που ακουγόταν απο πίσω μας τότε (βραστούς, βραστούς θα φάμε τους ασ (ια)τ(ικ)ούς) μάλλον ενδείκνυνται για ποτ-ω-φε.
Μπλε ΧΤ, ε; Χμμ....
Είπα για μπάλα επειδή έγραψες για τα γαμψά νύχια του Τέβες!
Ε, δεν μας πήραν την κούπα μέσα από τα χέρια μας, την πήραν ενώ εμείς είχαμε τα χεράκια κατεβασμένα (και τα βρακάκια μη σου πω). Αλλά γίνεται να πάρεις ευρωπαϊκή κούπα με Έλληνα προπονητή; Μην τρελαθούμε κιόλας! Γαμώ το Γιαννάκη μου μέσα -ποτέ δεν τον άντεχα!
Μπάρτσα γερά βεβαίως -δυο μπλούζες έχω σπίτι, μια της Μπάρτσα και μια του Θρύλου.
Θυμάσαι αυτό το "Βραστούς, βραστούς θα φάμε τους αστούς" ε; Χμμ, στη Μαρφίν τους βράσανε πάντως αλλά τελικά δεν τους φάγανε. (Κάποια συνθήματα όταν μεταφέρονται πέρα από την εποχή τους μπορεί και να γυρίσουν μπούμεραγκ ρε γαμώτο).
ναι σε όλα. Τουλάχιστον οι πρώτοι εμπνευστές του συνθήματος έκαναν απλώς ένα συμβολικό ντου στη τζαμαρία του Χίλτον και οι αστοί έβρεξαν τα βρακιά τους και όπου φύγει-φύγει. Ως εκεί καλά είναι και το 'φχαριστηθήκαμε κι εμείς τότε. παραπέρα αρχίζουν τα βρώμια...
Οι πρώτοι εμπνευστές του συνθήματος όντως τρώγανε ψητούς τους αστούς στην Ισπανία (ή στα οδοφράγματα του Παρισιού) και όντως είχαν τη διάθεση να εφαρμόσουν το δεύτερο σκέλος του συνθήματος, τουτέστιν: "και τους γραφειοκράτες, στο φούρνο με πατάτες".
Άλλο όμως η Κομμούνα του Παρισιού, άλλο ο Ισπανικός Εμφύλιος, άλλο ο Μάης του '68 και άλλο οι μπαχαλάκηδες κολαούζοι των διαδηλώσεων πάσης φύσεως. Άλλο η επανάσταση και άλλο η εκτόνωση δηλαδή. (Όπως άλλο το σεξ και άλλο η μαλακία -γι΄αυτό δεν ζητάς ποτέ σε γάμο την παλάμη σου, ας πούμε).
ξανά ναι σε όλα. Κοίτα να δεις που στο τέλος θα βγούμε ομοϊδεάτες. Χε, χε, χε
Τι ωραία που τα λες ρε φίλε!
Να 'σαι καλά!!
Γεγονότα αδερφούλη, γεγονότα. Απλά τα σημειώνω γιατί κυκλοφορεί κι Αλτσχάιερ στα μέρη μου.
Κι εσύ να είσαι καλά.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!