Τρίτη, Απριλίου 12, 2011

2. Οι εφιάλτες ξεκινάνε ονειρικά

Προηγούμενα:
1. Μπάσκετ με τα φαντάσματα


Ρίχνω μια κλεφτή ματιά έξω από το παράθυρο, ο κήπος από κάτω είναι ακόμα άδειος. Όπου να’ναι θα πλακώσουν και τότε ο χρόνος θα τρέξει αλλιώτικα. Όχι ακόμα όμως.
«Θέλω ένα ποτήρι νερό», μου λέει.
«Στην κουζίνα», της απαντάω.
Με κοιτάζει περιμένοντας –τι διάολο -περιμένει να της το φέρω κιόλας;
Το παίρνει τελικά απόφαση, σηκώνεται, πηγαίνει μέσα. Ακούω το ψάξιμό της στα ντουλάπια και σκέφτομαι αν υπάρχει κάτι εκεί που δεν πρέπει να δει. Ξαναμπαίνει στο καθιστικό, όχι δεν υπήρχε τίποτα περίεργο εκεί μέσα. Κάθεται πάλι απέναντί μου, πατάει το κουμπί εγγραφής στο κασετοφωνάκι.
«Και πώς ξεκίνησε το συγκρότημα; Πες μου για τα προβλήματα που συναντήσατε», ρωτάει.

Ένα ξεχειλισμένο τασάκι, μπόλικα άδεια μπουκάλια μπύρας, το τραπέζι να κολλάει σα μυγοπαγίδα. Αυτό ήταν κανόνας στου Μπιλ του Χοντρού, αν ήθελες να καθαριστεί το τραπέζι σου θα έπρεπε να το κάνεις μόνος σου, αν ήθελες μπύρα θα έπρεπε να πας και να τη ζητήσεις, ο Μπιλ δεν ήταν η παραδουλεύτρα κανενός. Έτσι συνήθιζε να λέει κι άμα έπεφτε το μάτι του σε κάνα τραπέζι τιγκαρισμένο, σου τη χωνόταν άσχημα.
«Ρε κοπρίτη έτσι κάνεις στο σπίτι σου;»
Είναι απόγευμα και δεν δείχνουμε καμιά διάθεση να καθαρίσουμε το τραπέζι όσο κι αν αγριοκοιτάζει προς το μέρος μας ο Μπιλ, έξω κάνει κρύο αλλά κι αυτό ελάχιστα μας απασχολεί. Έχουμε τα δικά μας θέματα.
«Έχει κανένας ιδέα για το πού θα βρούμε όργανα;» ρώτησε πριν 10 λεπτά το Μέταλλο κι από τότε κυριαρχεί η αμήχανη σιωπή.
Είμαστε συγκρότημα και μάλιστα μουσικό συγκρότημα –αλλά τα μουσικά συγκροτήματα διαθέτουν μουσικά όργανα, αυτό το ξέρουμε όλοι. Στη σούμα που κάναμε προηγουμένως καταλήξαμε οτι διαθέτουμε την ηλεκτρική Γιαμάχα του Πίβοτ, την ακουστική του Πίβοτ, ένα αρμόνιο του Γιωργάκη και δατς ολ. Για να λέμε τα κάλαντα ήμασταν υπερπλήρεις αλλά για περισσότερα δεν...
«Μάλλον πρέπει να αγοράσουμε», συμπέρανα.
«Έχεις τίποτα φράγκα στον τραπεζικό σου λογαριασμό;» ενδιαφέρθηκε να μάθει ο Πίβοτ.
«Όσο να πεις...» έκανα διφορούμενα.
«Εντάξει, εγώ ένα μικροφωνάκι θέλω», είπε ο Γιωργάκης.
«Καλά –βολέψου με ντουντούκα», απάντησε ο Πίβοτ.
«Και ντουντούκα για να κονομηθούμε, θα πρέπει να γραφτούμε στην ΚΝΕ», μοιρολόγησε το Μέταλλο.
Αδιέξοδο.
«Πρέπει να βρούμε φράγκα λοιπόν», συμπέρανε με καθυστέρηση ο Πίβοτ.
Κοιταχτήκαμε.
«Πώς δεν το είχαμε σκεφτεί;» κορόιδεψε ο Γιωργάκης.
«Πάψε ρε σπόρε», του σβούριξε με φάπα ο Πίβοτ.
Σιωπή.
«Έχω κάτι σεμεδάκια από τη γιαγιά μου...» ξεκίνησα να λέω.
«Ωραία! Θα τα στρώσουμε πάνω στη ντραμς να μη λερώνεται», είπε ο Πίβοτ.
«Θα τα βουτήξω να τα σκοτώσω στο Μοναστηράκι ρε βλάκα», του εξήγησα.
«Και τι θα πιάσεις;»
«Ε, ότι πιάσω –σε χαλάει;»
«Σεμεδάκια πήγαν», ανακοίνωσε το Μέταλλο. «Άλλος»
«Έχω κάμποσα βιβλία και δίσκους...» ξεκίνησε ο Γιωργάκης.
«Κομμένη», τον σταμάτησε το Μέταλλο. «Βιβλία και δίσκοι ίσον υλικό για το συγκρότημα».
Κουνήσαμε τα κεφάλια συμφωνώντας, τελικά το Μέταλλο είχε μυαλό. Απλά το έκρυβε σε μεταλλικό περίβλημα γι΄αυτό δεν το είχαμε προσέξει.
«Να βουτήξω τίποτα ασημικά από τη μάνα μου να τα πουλήσω;» αναρωτήθηκε ο Πίβοτ.
«Και δε βουτάς...» ενθάρρυνε το Μέταλλο.
«Έχετε ασημικά στο σπίτι;» απόρησα επειδή τους είχα επισκεφτεί πάνω από 200 φορές.
«Μια πιατέλα γαμήλια και ένα σετ κουταλομαχαιρό. Τα κρύβει η μάνα μου πίσω από τα τραπεζομάντιλα στο σερβάν».
«Ασημικά πήγαν», ανακοίνωσε το Μέταλλο. «Λήξη πλειστηριασμού».
«Αυτά δεν φτάνουν ούτε για ζήτω...» συμπέρανε ο Πίβοτ.
Καινούργια σιωπή. Μακρύτερη τώρα.
«Να φέρω άλλη μια γύρα;» πρότεινε ο Γιωργάκης.
Πριν του απαντήσουμε είχε σηκωθεί, μείναμε εμείς να τον χαζεύουμε όσο τον ξέχεζε ο Μπιλ για το βρώμικο τραπέζι μας.
«Θα βρω εγώ τα υπόλοιπα», είπε το Μέταλλο.
Στην αρχή δεν καταλάβαμε, έφερε κι ο Γιωργάκης τις μπύρες, έπεσε κάποια άσχετη σαχλαμάρα, έκανε γύρο κι ένα αλανιάρικο πακέτο Κάμελ....
«Το ξαναλές το προηγούμενο;» ζήτησα από το Μέταλλο.
«Θα βρω εγώ τα υπόλοιπα φράγκα. Άλλωστε το σετ μου είναι και το ακριβότερο», είπε το Μέταλλο.
Ο Πίβοτ έβγαλε από το τζιν του μια ατζέντα κι ένα στυλό Μπικ, άνοιξε την ατζέντα, έκοψε ένα φύλλο από τη μέση.
«Έχουμε και λέμε...» ξεκίνησε.
«Τρεις στήλες», του είπε το Μέταλλο.
Ο Πίβοτ τον κοίταξε.
«Όργανο, τιμή, έσοδα», του εξήγησε.
Ο Πίβοτ χώρισε τη σελίδα σε τρία μέρη.
«Κιθάρα», ανακοίνωσε.
«Δε σου κάνει η Γιαμάχα;» απόρησα.
«Νιξ», μου ξέκοψε.
«Μπάσο», έγραψε από κάτω.
Μαζεύτηκα.
«Ντραμς», παρακάτω.
«Μικροφωνική».
«Κονσόλα».
«Πλήκτρα».
«Για στάσου ρε άρχοντα», πετάχτηκα.
«Συγκρότημα», μου είπε ο Πίβοτ.
«Αλλά...»
«Πλήκτρα θα φέρω από το σπίτι και κονσόλα δεν θα χρειαστούμε σε πρώτη φάση», είπε ο Γιωργάκης.
Το Μέταλλο πήρε το γραμμένο χαρτί, το έβαλε στην τσέπη του σταυροκούμπωτου χωρίς να το κοιτάξει.
«Αύριο θα ψάξω για τιμές μεταχειρισμένων», είπε. «Και μετά θα βρω τα λεφτά που μας λείπουν».
«Εντάξει, τότε αύριο κι εμείς θα πάμε για πωλήσεις», ανακοίνωσε ο Πίβοτ.
«Στούντιο;» ρώτησε το Μέταλλο.
Μείναμε κάγκελο. Κάθε φορά μας διέφευγε το σημαντικότερο, πρώτα το όνομα του γκρουπ και τώρα αυτό εδώ.
«Πίσω από το σπίτι μου έχω μια αποθηκούλα», ανακοίνωσε ο Γιωργάκης.
«Γείτονες;»
«Θα τη μονώσουμε».
«Οι δικοί σου;»
«Η μάνα μου δεν θα έχει πρόβλημα».
«Ο πατέρας σου;»
Ο Γιωργάκης τράβηξε ένα Κάμελ και ψάχτηκε για σπίρτα. Ο Πίβοτ προθυμοποιήθηκε να του ανάψει.
«Λοιπόν;» τον ξαναρώτησε.
«Δεν υπάρχει πρόβλημα, θα κάνουμε την αποθηκούλα στούντιο», είπε ο Γιωργάκης.
Απλώθηκα στον ξύλινο πάγκο, γέμισα τα πνευμόνια μου τούρκικο, γλυκό καπνό και χαμογέλασα. Το συγκρότημα φαινόταν να πηγαίνει από μόνο του, εμείς απλώς έπρεπε ν΄ακολουθούμε τις εξελίξεις.

Όμως την επόμενη μέρα όλα φάνηκαν διαφορετικά. Με τις σχολικές τσάντες άδειες από βιβλία και γεμάτες τιμαλφή κατεβήκαμε στο κέντρο της πόλης εγώ μαζί με τον Πίβοτ, ξεποδαριαστήκαμε κιόλας, μέχρι να συναπαντήσουμε την απογοήτευση. Στον πρώτο που πήγαμε μόνο λεφτά δεν μας ζήτησε να δώσουμε για να πάρει τα πράγματά μας, στη συνέχεια βέβαια καλυτέρεψε το όλο θέμα αλλά με όσα θα βγάζαμε ούτε ενισχυτή δεν αγοράζαμε.
Δεν μας πήγαινε να γυρίσουμε με τα πράγματα απούλητα, φάγαμε λοιπόν ένα σουβλάκι στη Μητροπόλεως και τ΄αφήσαμε σε κάποιο ενεχυροδανειστήριο.
«Τι παίρνουμε με όσα βγάλαμε;» αναρωτήθηκε ο Πίβοτ όσο το λεωφορείο μας γύριζε πίσω.
«Τ΄αρχίδια μας», του απάντησα.
«Τιποτ΄άλλο;»
«Τίποτα άλλο».

Δυο βδομάδες πέρασαν, μπήκε για τα καλά η Άνοιξη κι εμείς συνεχίσαμε να βρισκόμαστε. Στο «Καπνιστήριο» σε κάθε διάλειμμα και μετά για μπύρες στου Μπιλ, εγώ, ο Πίβοτ κι ο Γιωργάκης –το Μέταλλο ήταν εξαφανισμένο. Από τη μέρα που του τηλεφωνήσαμε για να του πούμε πόσα πιάσαμε από τα καλούδια μας, χάθηκε. Τρέχανε οι απουσίες στο σχολείο, ρωτήσαμε έναν μαλλούρα της παρέας του αλλά κόντεψε να μας δαγκώσει, ουδέν νεότερο από το Δυτικό Μέταλλο. Πήγαμε κάνα δυο φορές, κυρίως Κυριακές, στο σπίτι του Γιωργάκη, η αποθήκη του ήταν καταπληκτική –κουβαλήσαμε τις σαβούρες από εκεί μέσα, μεταφέραμε έναν παλιό καναπέ κι ένα τραπεζάκι, βάλαμε στο πρόγραμμα να βουτήξουμε αυγοθήκες από μπακάλικα και ν΄αγοράσουμε αφρολέξ για να φτιάξουμε μόνωση.... Τότε ήταν που γνωρίσαμε και τη μάνα του Γιωργάκη, πολύ καλή γυναίκα, μας έδινε αβέρτα κάτι αγοραστά κουλουράκια –βουτήματα με τον φραπέ (αν έχεις το θεό σου), τα οποία τσακίζαμε ασκαρδαμυκτί -όλο γέλαγε, ήταν και θεογκόμενα εκτός των άλλων. Δηλαδή χωρίς πλάκα, αν δεν ήταν μάνα του Γιωργάκη θα την έβλεπα καθημερινά στον ύπνο μου (και λίγο πριν, μη σου πω). Τον πατέρα του δεν τον πετύχαμε ποτέ κι άμα πηγαίναμε να ρωτήσουμε τη γύρναγε αλλού την κουβέντα ο Γιωργάκης ή απλώς δεν απαντούσε. Δεν επιμείναμε, κάθε οικογένεια έχει τα ζόρια της.
Αλλά πού είχε χαθεί το Μέταλλο;

Ήρθε ένα πρωί στο σχολείο, πρώτα ακούσαμε τη φασαρία και μετά τον είδαμε. Έφευγαν τα φρικιά από το «Καπνιστήριο» και τρέχανε προς τις σκάλες ουρλιάζοντας, μυριστήκαμε ξύλο, μάλλον κάποιο Λύκειο διπλανής συνοικίας, ίσως χουλιγκάνια, τρέξαμε πίσω τους να ρίξουμε καμιά ψιλή κι εμείς. Τα φρικιά τον είχαν κυκλώσει δεν μπορούσαμε να τον δούμε, ρωτώντας μάθαμε οτι στη μέση του χαμού ήταν το Μέταλλο κουρεμένο γουλί. Κουρούπα.
Τα φρικιά κάποια στιγμή τον άφησαν να κάνει δυο βήματα, μάς είδε αλλά δεν πλησίασε παρά πήγε στην άκρη του «Καπνιστηρίου» άναψε τσιγάρο και κάπνιζε κοιτάζοντας το τίποτα. Τον πλησιάσαμε εμείς.
«Τι έπαθες ρε μαλάκα;»
«Τριχοφάγο;»
«Σε πήρανε φαντάρο;»
Και το Μέταλλο κάπνιζε χωρίς να μας κοιτάζει.
«Αύριο είναι Τρίτη και τα μαγαζιά ανοιχτά απόγευμα», μας είπε. «Θα πάτε στο Τρομπόνι ψωνιστείτε κανονικά –όργανα, ενισχυτές, τα πάντα. Εγώ έχω κανονίσει μ΄ένα παλικάρι που πουλάει τη ντραμς του, όταν είμαστε έτοιμοι θα την κουβαλήσουμε στην αποθήκη του Γιωργάκη», είπε κοιτάζοντας ακόμα πιο επίμονα το τίποτα πίσω μας.
«Να πάμε στου Ζοζέφ ρε αγόρι και να πάρουμε τα όργανα, αλλά όταν μας ζητήσει λεφτά τι να κάνουμε;» απόρησε ο Πίβοτ.
«Να του δώσετε», είπε ήσυχα το Μέταλλο.
«Α, εντάξει», γέλασε ο Πίβοτ.
«Θα τα΄χετε αύριο στο σχόλασμα επειδή ήσαστε κάπως λουλουδάτοι και φοβάμαι μην τα χάσετε», είπε το Μέταλλο.
«Τι λουλουδάτοι;» απόρησε ο Γιωργάκης.
«Ανέμελοι», είπα εγώ.
Το Μέταλλο συμφώνησε.
«Και πού τα βρήκες ρε γίγαντα;» ρώτησε ο Πίβοτ.
«Έχει σημασία;» τον κοίταξε το Μέταλλο.
«Όσο να πεις....» ξεκίνησε ο Πίβοτ.
«Να μην πεις», του ξέκοψε το Μέταλλο.
«Και τα μαλλιά;» ρώτησα. «Τα πούλησες για να κονομηθείς;»
«Κάπως έτσι», χαμογέλασε το Μέταλλο.
Δεν επιμείναμε. Κυρίως επειδή το Μέταλλο βιαζόταν να φύγει, όχι από το σχολείο αλλά από την παρέα μας. Κι έτσι ζήτησε διακριτικά συγνώμη, δηλαδή μας γύρισε την πλάτη εκεί που του μιλάγαμε και πήγε στην παρέα των μαλλιάδων.

Αυτή η εξέλιξη μάς απασχόλησε επειδή έμοιαζε κοσμογονική –δεν ήταν μόνο το οτι βρέθηκαν λεφτά και θα αγοράζαμε όργανα, ήταν και αυτή η τάση του Μέταλλου να ξανανοίξει παρτίδες με τους μαλλλιάδες. Τι ακριβώς γινόταν; Θα μας έφτυνε το Μέταλλο; Αλλά αν ήταν έτσι, γιατί μας βρήκε λεφτά; Και πού τα βρήκε τα λεφτά; Και γιατί κουρεύτηκε γουλί;
«Θα έγινε μέλος καμιάς αίρεσης απ΄αυτές που κυβερνάνε μυστικά τον κόσμο, από εκεί και τα λεφτά....»
«Ποια αίρεση θα ήθελε το Μέταλλο για μέλος;»
«Η αίρεση των Στάτους Κβο».
«Είναι αίρεση οι Στάτους Κβο;»
«Αν δεν είναι αίρεση, πώς εξηγείς οτι τους ακούει τόσος κόσμος κι έχουν επιτυχία;»
«Λέτε μαλακίες και χεστήκαμε. Το θέμα είναι οτι αύριο θα έχουμε όργανα».
«Δηλαδή πιστεύεις οτι αύριο θα μας δώσει λεφτά το Μέταλλο;»
«Εσύ δεν το πιστεύεις;»
«Αν δεν το δω....»
«Κι αν μας δώσει λεφτά τελικά....»
«Ε, τότε θα πάμε να αγοράσουμε όργανα».
«Ναι, αλλά τόσα λεφτά.... Και θα αγοράσει ολόκληρη ντραμς –πώς δηλαδή;»
Αφήσαμε τον Γιωργάκη στη διασταύρωση που πήγαινε προς το σπίτι του και συνεχίσαμε την ανηφόρα για τα δικά μας σπίτια με τον Πίβοτ. Ο οποίος έκοψε βήμα, άναψε τσιγάρο και ξεκίνησε.
«Μαλάκα Τρανζίστορ κάτι παίζει εδώ πέρα».
«Κι εμάς τι μας νοιάζει;»
«Ε, πως –αφού είμαστε μπλεγμένοι κι εμείς....»
«Αρχίδια μπλεγμένοι. Εμείς θέλουμε να παίξουμε μουσική, είμαστε συγκρότημα. Ένας πληρώνει τα όργανα, ο άλλος βάζει την αποθήκη του για στούντιο. Τι μας νοιάζει παραπέρα;»
«Δε μας νοιάζει λες;»
«Ρε Πίβοτ, αν δηλαδή η αποθήκη δεν είναι του Γιωργάκη αλλά ανήκει στον Αριστομένη Προβελέγγιο ας πούμε....»
«Αυτόν που σε γαμάει και μένεις έγκυο;»
«Αυτόν. Εμάς λοιπόν τι μας νοιάζει; Ας πάει ο Αριστομένης να τα βρει με τον Γιωργάκη».
«Έτσι λες;»
«Έτσι είναι».
«Άρα λοιπόν, αν ας πούμε...»
«Ακριβώς».
«Έφτασα –τα λέμε αύριο πρωί».
«Δε θα πας στου Χοντρού αργότερα;»
«Δεν είμαι σε φάση».
Τον παρακολουθούσα να χάνεται στον μακρόστενο διάδρομο που οδηγούσε στην πλαϊνή βεράντα και την πόρτα της κουζίνας. Το σπίτι του Πίβοτ ήταν κεντρικό και πιο καινούργιο από το δικό μου, κοντά στη στάση του λεωφορείου, απέναντι από το χασάπικο του καράβλαχου, σχεδόν πάνω στην πλατεία. Η οικογένειά του είχε έρθει στην περιοχή αργότερα από τη δική μου, παρ΄όλα αυτά είχαν οικόπεδο σε κεντρικότερο σημείο, φανερό πως οι γονείς του δεν ήταν τόσο τσίπηδες όσο τα αδέρφια της μάνας μου που είχαν αγοράσει το οικόπεδό μας προ αμνημονεύτων για να της το δώσουν προικώο. Αποτέλεσμα, ο Πίβοτ από μικρός είχε το φόβο οτι θα τον πάρουν γραμμή οι γονείς του από το σπίτι όταν άναβε στη ζούλα κάνα τσιγαράκι ή όταν χαμουρευόταν με καμιά γκόμενα στην πλατεία ενώ εγώ το έπαιζα άνετος, αφού τα δυο τετράγωνα απόστασης του σπιτιού μου από το κέντρο των εξελίξεων μού έδιναν τη σχετική αβάντα.
Από κάτι τέτοιες λεπτομέρειες διαμορφώνονται χαρακτήρες, εγώ ήμουν μονίμως σε φάση «τίποτα δεν μας ακουμπάει, κανένας δεν μας πιάνει», ενώ ο Πίβοτ που είχε φάει κάμποσα γαμωσταυρίδια από τον πατέρα του, επειδή τον είδε, για παράδειγμα, να γράφει «όταν ο τελευταίος παπάς κρεμαστεί απ΄τ΄άντερα του τελευταίου μπάτσου...» στον τοίχο της εκκλησίας, πάταγε κάπως καλύτερα στη γη.
Άναψα μια Καμήλα, βρήκα κι ένα κουτάκι αναψυκτικού να μου κάνει παρέα, συνέχισα το δρόμο μου ντριπλάροντας, πασσάροντας και καπνίζοντας. Ένιωθα οτι η υπόθεση «συγκρότημα» είχε ξεφύγει από τα χέρια του Πίβοτ και τα δικά μου κι αυτό πριν ακόμα προλάβουμε να ξεκινήσουμε. Γνωρίζοντας οτι ο Πίβοτ απογοητευόταν το ίδιο γρήγορα με όσο ενθουσιαζόταν θεωρούσα τη συγκεκριμένη εξέλιξη θετική αλλά με προϋποθέσεις. Καθότι ναι μεν να παίρνουν άλλοι τις αποφάσεις για το συγκρότημα (που ακόμα δεν είχα καμιά διάθεση να το αποκαλώ Φάντασμα στη Μηχανή) όμως ποιοι ήταν αυτοί οι άλλοι; Το Μέταλλο το ξέραμε ελάχιστα και τον Γιωργάκη καθόλου πριν από αυτές τις βδομάδες που αποφασίσαμε να γίνουμε συγκρότημα.
Έφτασα στο σπίτι και, σα να μην έφταναν όσα είχα στην κεφάλα μου, με πλακώσανε οι γέροι στη μουρμούρα περί σεμεδάκια.
«Μα τι γίνανε», απορούσε η μάνα μου.
«Ψάξε, κάπου τα καταχώνιασες», έλεγε ο πατέρας μου.
«Μήπως τα πήρε το μάτι σου ρε παιδί μου;» ρώτησε η μάνα μου.
«Τρελάθηκες ρε μάνα; Τι δουλειά έχω εγώ με τα σεμεδάκια σου;» στρίτζωσα.
Με κοιτάξανε απορημένοι από την ένταση που μου βγήκε αλλά το χάψανε. Με είχαν σε υπόληψη καθότι παιδί που δεν έκλεβα, δηλαδή έκλεβα –όπως κάθε παιδί –αλλά δεν με είχαν πιάσει ποτέ.

Την άλλη μέρα δεν ήρθε σχολείο το Μέταλλο. Μάταια κόβαμε βόλτες έξω από το τμήμα του περιμένοντας τη γραμμένη στρατιωτική του τσάντα, τζάμπα πιάσαμε κουβέντα με δυο γκομενίτσες της παρέας των μαλλιάδων όταν τις πετύχαμε μόνες τους στις βρύσες του προαυλίου –άσε που παραλίγο να πάμε καρφωτοί και να μας σαπακιάσουν οι μαλλιάδες. Κανένας δεν τον είχε δει, κανένας δεν του είχε μιλήσει, κανένας δεν ήξερε πότε θα΄ρχονταν το Μέταλλο.
Βάλε τώρα με το νου σου, να είσαι παιδί, να περιμένεις τη μέρα που θα αγοράσεις μουσικά όργανα για να φτιάξεις συγκρότημα με τους φίλους σου –πρόσεξέ με, συγκρότημα, τουτέστιν 10 φορές καλύτερο από ποδήλατο, 100 φορές καλύτερο από χαμούρεμα με γκόμενα (καθότι το συγκρότημα θα μας εξασφάλιζε τις καλύτερες από τις καλύτερες γκόμενες), βάλε τώρα με το νου σου όλα αυτά κι ίσως νιώσεις το πόσο βαριά είχανε γίνει τα πόδια μας στο σχόλασμα. Μέχρι να φτάσουμε τη σιδερένια καγκελόπορτα του σχολείου γυρνάγαμε τα κεφάλια αλαφιασμένοι –μπας και σκάσει από κάπου ο από μηχανής Μέταλλος. Εντάξει, στο «από μηχανής» πέσαμε μέσα –κοίτα τι έγινε.
Ήμασταν κι οι τρεις μαζί, χωρίς να το κανονίσουμε ο Γιωργάκης είχε έρθει τρέχοντας να μας συναντήσει με το σχόλασμα –αργότερα μάθαμε οτι είχε τελειώσει μια ώρα νωρίτερα αλλά περίμενε στο προαύλιο. Τέλος πάντων, σέρναμε τα πόδια στο δασάκι δίπλα στο σχολείο όταν μας γέμισε σκόνες ένα κανιβαλισμένο εντουράκι.
«Της μάνας σου», του ευχήθηκε ο Πίβοτ όσο ο Γιωργάκης πνιγόταν στο βήχα.
Όταν κάθισε ο κουρνιαχτός είδαμε οτι καβάλα στο εντουράκι ήταν ο Ιντζές και καβάλα στον Ιντζέ ήταν ένα ύφος «με τι μαλάκες ανοίγω νταραβέρια».
«Για πάμε στο παγκάκι στα δέντρα ρε λουλούδες», είπε ο Ιντζές κι επιτόπου άφησε το εντουράκι να σωριαστεί στο χώμα.
«Τι θέλει τώρα ο γλίτσης;» απόρησε ο Πίβοτ όσο προχωρούσαμε πίσω του.
Με τον Ιντζέ πήγαμε μαζί Δημοτικό και Γυμνάσιο αλλά εκεί κάπου στα μέσα της Τρίτης μπλέχτηκε με τις μπίζνες το παιδί και το παράτησε το σχολείο. Άνοιξε, βλέπεις, πολλές υποχρεώσεις –δικαστήρια, κρατητήρια –μοιραία πέρασε σε δεύτερη μοίρα το σχολείο λόγω καριέρας.
Τον πλησιάσαμε όσο καθόταν πάνω στο παγκάκι κόβοντας κίνηση περιμετρικά.
«Ποιος κερνάει τσιγάρο;» ρώτησε.
«Εγώ», προθυμοποιήθηκε ο Γιωργάκης, αλλά έφαγε μια αγκωνιά από τον Πίβοτ και μαζεύτηκε.
«Τι θες ρε Ιντζέ», τον ρώτησε αμέσως μετά.
«Εγώ τίποτα –εσύ;» γέλασε ο Ιντζές.
«Από σένα, τι να θέλω;» απόρησε ο Πίβοτ.
«Τίποτα; Ούτε τα χιλιαρικάκια που μου είπε να σας δώσω;» τσαχπίνιασε ο Ιντζές.
«Τα ποια;» έκανα.
Ο Ιντζές έβγαλε ένα ρολό από την τσέπη του παντελονιού του και μας τα πάσαρε καπακωμένα, με την παλάμη γυρισμένη προς το χώμα.
«Μη γίνουμε και αντιληπτοί», μας πληροφόρησε.
Τον κοιτάζαμε μαρμαρωμένοι, κανένας δεν τολμούσε ν΄απλώσει το χέρι του. Ο Ιντζές στραβομουτσούνιασε.
«Θα το παίζουμε πολλή ώρα ακόμα;» ρώτησε.
Ο Γιωργάκης ανέλαβε να τα βουτήξει και να τα χώσει βιαστικά στην τσέπη του.
«Λοιπόν, χάρηκα που τα είπαμε, άντε γαμηθείτε τώρα», μούγκρισε ο Ιντζές και μας γύρισε την πλάτη.
Το εντουράκι σπίνιαρε στα αφράτα χώματα πνίγοντάς μας για μια ακόμα φορά πριν εξαφανιστεί. Μείναμε μόνοι και μαλάκες.
«Μας έδωσε λεφτά ο Ιντζές...» ψιθύρισε ο Πίβοτ.
«Και καθόμαστε ακόμα εδώ...» συμπλήρωσα.
«Δεν σας πιάνω», απόρησε ο Γιωργάκης.
«Καλά, τρέχα τώρα», του είπε ο Πίβοτ και ξεκίνησε σφαίρα προς τη στάση του λεωφορείου.
Τον ακολούθησα με κάτω το κεφάλι κι ο Γιωργάκης πίσω μας. Δέκα λεπτά έκανε να έρθει το λεωφορείο και μας φάνηκαν ώρες –κοιτάζαμε τριγύρω σαν πρεζόνια που κλέψανε τον ντήλερ τους. Πολύς ο ιδρώτας.

«Θέλετε να μου εξηγήσετε;» παρακάλεσε ο Γιωργάκης όταν το λεωφορείο άφηνε πίσω του τη συνοικία μας.
Ο Πίβοτ ανέλαβε με δυο λόγια να τον πληροφορήσει περί Ιντζέ.
«Και τι σχέση έχει το Μέταλλο μαζί του;» απόρησε ο Γιωργάκης.
«Βρες το και πάρτο», του είπα.
Μείναμε σιωπηλοί. Η υπόθεση βρώμαγε περισσότερο από ξεκοιλιασμένο γατί σε μεσημεριανή άσφαλτο αλλά είχαμε ματσωθεί χοντρά και πηγαίναμε να αγοράσουμε όργανα. Όταν φτάσαμε κέντρο ονειρευόμασταν ήδη –φωναχτά.

Κάπως έτσι βρεθήκαμε στον παράδεισο των μεταχειρισμένων του Τρομπόνι και χάσαμε το φως μας –κανονικά. Είχαμε κουβεντιάσει να πάρουμε μαζί μας κανέναν έμπειρο που να έπαιζε ήδη σε συγκρότημα, τον Τζων Τάραμας ή τον Ιωακείμ, αλλά με τη φούρια που την κοπανήσαμε, μείναμε μόνο στις καλές προθέσεις. Τριγυρίζαμε ανάμεσα στα κρεμασμένα όργανα και κάπου λυπόμασταν που τα βλέπαμε έτσι –σα σφαχτάρια στα τσιγκέλια. Ένας φαλάκρας με αχτένιστα μαλλιά μάς πλεύρισε.
«Τι θέλουν τα παιδιά;» ρώτησε.
«Το μουνί της κόρης σου», ψιθύρισε ο Πίβοτ.
«Κοιτάζουμε για κάτι όργανα....» είπα.
«Τι όργανα;» ξαναρώτησε.
«Μουσικά», είπε ο Γιωργάκης. «Γιατί; Εσείς τι πουλάτε;»
Ο φαλάκρας έστρωσε νευρικά τα μαλλιά πάνω απ΄το σβέρκο του.
«Έχετε όρεξη για εξυπνάδες μου φαίνεται», διαπίστωσε.
Ο Πίβοτ τον πλησίασε από το πλάι, ήταν σχεδόν ενάμιση κεφάλι ψηλότερός του.
«Άθε μας να δούμε με την ηθυχία μας, να χαρείθ τη μανούλα θου δηλαδήθ», ψιθύρισε σκύβοντας στο αυτί του φαλάκρα. Όσο το έκανε φρόντιζε να τον πιτσιλάει με άπλετο σάλιο.
Ο φαλάκρας χάθηκε στο βάθος του μαγαζιού, μάλλον βρίζοντας.
«Αυτό», είπα.
Οι υπόλοιποι σταμάτησαν και με κοίταξαν καθώς ξεκρέμαγα ένα μπάσο.
«Είσαι σίγουρος;» με ρώτησε ο Πίβοτ.
«Πλάκα μου κάνεις; Αφού δεν ξέρω να παίζω», διαμαρτυρήθηκα.
«Και τότε πώς το διάλεξες;» θέλησε να μάθει ο Γιωργάκης.
«Αυτό μου γυάλισε», παραδέχτηκα.
«Τότε αυτό είναι το κατάλληλο», είπε εκείνος.
Το σήκωσα ψηλά μπροστά στη μούρη μου κρατώντας το από το μπράτσο, ένα Ιμπανέζ Ρόουντσταρ κόκκινος σε στυλ τριανταφυλλόξυλο. Δίπλα στα κουμπιά του στην άκρη του σκάφους είχε ένα χτύπημα βαρβάτο, ξέφτι το πέριξ υλικό. Το έφερα κοντά στη μύτη μου και σκόπευσα το απέναντι τζάμι, όπως είχα δει να κάνουν οι έμπειροι για να ελέγξω μήπως είχε σκεβρώσει, δεν κατάλαβα και πολλά.
«Μια χαρά μου φαίνεται», είπα.
«Και το τράκο;» μου έδειξε το χτύπημα ο Πίβοτ.
«Θα το διορθώσω», είπα. «Βερνίκι, κανένα αυτοκόλλητο...»
«Δε θα σε ρωτήσω αν είσαι σίγουρος», φώναξε από μακριά ο Γιωργάκης που χαρχάλευε κάτι ενισχυτές.
«Εγώ ψήνομαι πάντως....» μας ανακοίνωσε ο Πίβοτ σηκώνοντας στον αέρα μια κατάμαυρη Γκίμπσον ταυράκι.
«Αυτή είναι του κουτιού ρε», σφύριξα.
«Μασάμε;» με ρώτησε.
Δεν είχα σκεφτεί να μετρήσω το μάτσο που πήραμε από τον Ιντζέ οπότε δεν έβγαλα άχνα.
«Ψήνεσαι;» του γέλασε ο Γιωργάκης.
«Ψήνομαι -γιατί; Τρέχει τίποτα;» σκάλωσε ο Πίβοτ.
«Και ποιος θέλει να σε ψήσει;» ρώτησε ο Γιωργάκης.
«Μη μου μπαίνεις σπόρε, θα σε πλακώσω», τον αγριοκοίταξε ο άλλος.
«Ρε Πίβοτ, κόψε το υφάκι μεταξύ μας. Η Γκίμπσον κάνει ένα σκασμό λεφτά, αν τη γουστάρεις να την πάρουμε. Άμα όμως είσαι μπλαζέ κι έτσι να πούμε, ας πάρουμε καμιά Τέσκο ή καν΄άλλο χρέπι να γλιτώσουμε και φράγκα», τον γείωσε ο Γιωργάκης.
«Εντάξει ρε μαλάκα, τι θες τώρα;» φούντωσε ο Πίβοτ.
Κι επειδή ο άλλος δεν του μίλαγε....
«Τη γουστάρω του θανατά –ικανοποιήθηκες;» μούγκρισε στη συνέχεια.
«Εγώ;» απόρησε ο Γιωργάκης. «Νόμιζα οτι για σένα μιλάμε».
Έβλεπα οτι πήγαινε στον τσαμπουκά το όλο ζήτημα κι έτσι βιάστηκα να τους γυρίσω.
«Γιωργάκη τι βρήκες εσύ από ενισχυτές;»
Άλλο που δεν ήθελε ο μικρός –μάς τράβηξε στην άλλη πλευρά και μάς έκανε επίδειξη κάτι Μάρσαλ συμπαθέστατους. Μαζέψαμε λοιπόν το υλικό σε μια γωνία, το σκιάσαμε με τις κεφάλες μας όσο ο Γιωργάκης έβγαζε το μάτσο των χρημάτων για να μετρήσουμε, υπολογίσαμε, ψιθυρίσαμε και τελικά χωριστήκαμε για να ψάξουμε το φαλάκρα.
«Σας ακούω», μας είπε χολωμένος.
«Έλα να σου δείξουμε», τον τραβολόγησε ο Γιωργάκης.
Ο φαλάκρας έκοψε τα καλούδια στα γρήγορα και είπε μια τιμή λίγο παραπάνω απ΄όσα είχαμε στην τσέπη μας.
«Αντίο», ανακοίνωσε ο Πίβοτ.
Ξεκινήσαμε για την πόρτα.
«Για σταθείτε ρε παιδιά», ζήτησε ο φαλάκρας. «Εσείς δηλαδή τι δίνετε;»
«Το θέμα δεν είναι τι δίνουμε, αλλά τι έχουμε», του εξήγησε ο Γιωργάκης. «Κι άμα δεν πέσεις πολύ...»
«Παααααάραααα πολυυυυυυυύ», τραγούδησε ο Πίβοτ.
«Δεν θα μπορέσουμε να τα αγοράσουμε», είπα εγώ.
«Πάρτε τα λίγα-λίγα», πρότεινε ο φαλάκρας.
«Ρε θείο τι μάς λες τώρα; Εμείς είμαστε συγκρότημα.....»
«Το Φάντασμα στη Μηχανή αν έχεις ακουστά....»
Ο φαλάκρας έξυσε τον δασύτριχο σβέρκο του.
«Δε μάς ξέρεις;»
Ο φαλάκρας μάς κοίταξε σκεφτικός.
«Τέλος πάντων, είσαι και μεγάλος άνθρωπος –δεν παρακολουθείς τις εξελίξεις στη σύγχρονη μουσική σκηνή....»
«Πάντως ή θα τα πάρουμε όλα ή τίποτα....»
«Διότι είμαστε συγκρότημα....»
«Το Φάντασμα στη Μηχανή.....»
«Δεν έχεις ακούσει τίποτα για μας;»
«Τίποτα;»
«Ρε βγάλτε το σκασμό», πνίγηκε από το στενό μας μαρκάρισμα ο φαλάκρας.
«Εντάξει».
«Αντίο λοιπόν».
«Να σας τα δώσω όλα μαζί για....» πρότεινε ο φαλάκρας.
Η τιμή ήταν σαφώς κατεβασμένη.
«Καταπληκτική τιμή», πανηγύρισε ο Γιωργάκης.
«Αλλά δεν έχουμε τόσα λεφτά», είπε ο Πίβοτ.
«Αντίο», είπα εγώ.
«Κωλόπαιδα έχετε χάρη...» μούγκρισε ο φαλάκρας κατεβαίνοντας άλλο λίγο.
«Και οι θήκες δώρο», είπε ο Πίβοτ.
«Έλα να τελειώνουμε», ανυπομόνησε ο φαλάκρας.

Φορτωμένοι σαν αρκουδιάρηδες στο λεωφορείο της επιστροφής –αλλά υπερήφανοι, γύφτικα σκερπάνια . Πολεμιστές έτοιμοι για όλα.
«Τα λεφτά που μας μείναμε...» ξεκίνησε ο Πίβοτ.
«Στο ταμείο του συγκροτήματος», είπα εγώ.
«Και τα όργανα επίσης», πρόσθεσε ο Γιωργάκης. «Όποιος φύγει δεν παίρνει τίποτα».
Μας φάνηκε σωστό.

Οι μέρες μέχρι το Σάββατο έκαναν ένα μήνα η κάθε μία μέχρι να περάσουν. Είχαμε αφήσει τα όργανα στην αποθήκη παύλα στούντιο του Γιωργάκη δίνοντας υπόσχεση να μην τα αγγίξουμε μέχρι να έρθει και η ντραμς του Μέταλλου. Θέλαμε η πρώτη μας φορά να είναι συγκροτηματική, με δόξα και τιμή. Κι η ντραμς του Μέταλλου ήρθε, όπως είχε κανονιστεί, Παρασκευή απόγευμα.

Σάββατο απόγευμα, ντύθηκα στην πένα. Μαύρη κολεγιακή με πάνινο ραφτό των Κλας πιασμένο με παραμάνες, τζιν σωλήνα τρύπιο στα γόνατα και αρβύλες με κόκκινα κορδόνια. Σταυροκούμπωτο δερματίνη από το Μοναστηράκι από πάνω τζιν μπουφάν τίγκα στην κονκάρδα, πέρασα και λεμόνι τα μαλλιά να στέκονται όμορφα. Κι έφυγα για να τους συναντήσω.

Η αποθήκη στο σπίτι του Γιωργάκη δεν ήταν πια αποθήκη, αλλά στούντιο κανονικό. Τελευταία φορά που το είχα επισκεφτεί κολλάγαμε τις αυγοθήκες στους ασοβάντιστους τοίχους, τώρα πλέον (ο Γιωργάκης μαζί με το Μέταλλο όπως έμαθα αργότερα) είχαν καλύψει τις περισσότερες αυγοθήκες με μαύρο αφρολέξ –κανονικό δωμάτιο ψυχιατρείου ας πούμε. Αλλά αυτό ήταν το λιγότερο –στη μέση του δωματίου έχασκε ξαπλωμένη η καλύτερη ντραμς που είχα δει στη ζωή μου (για την ακρίβεια, η πρώτη ντραμς που είχα δει από τόσο κοντά), οι ενισχυτές ήταν στημένοι στις άκρες για να μην πέφτουμε πάνω τους κι αν δεν έχεις ακόμα εντυπωσιαστεί από το σκηνικό θα σου πω οτι γυρνώντας το κεφάλι ζαλισμένος σαν πιτσιρικάς σε καρουζέλ είδα ένα μπάσο, όχι ένα μπάσο αλλά το μπάσο μου, ακουμπισμένο στον Μάρσαλ να με περιμένει. Μ΄έπιασε τρεμούλα.
Ο Γιωργάκης με το Μέταλλο κάθονταν σ΄έναν ταλαιπωρημένο καναπέ και με χαζεύανε κρατώντας με το ζόρι τα γέλια τους.
«Τι το κοιτάς ρε όρνιο; Άντε να το δοκιμάσεις», φώναξε το Μέταλλο.
Ντράπηκα.
«Ο Πίβοτ δεν έχει έρθει ακόμα;» ρώτησα.
«Τον βλέπεις πουθενά εδώ μέσα;» έκανε ο Γιωργάκης.
«Ας τον περιμένουμε τότε», το έπαιξα κουλ, τραβώντας ένα Κάμελ από το τσεπάκι του τζιν μπουφάν.
Πήγα προς τον καναπέ.
«Κάντε έναν κώλο παραμέσα», τους ζήτησα.
Καθόμασταν λοιπόν αμίλητοι και χαζεύαμε τον εξοπλισμό του συγκροτήματος, όνειρα φεύγανε από τα καλώδια και σκάλωναν στα βλέφαρά μας.
Μας ξύπνησε ο Πίβοτ που μπήκε κλωτσώντας την πόρτα.
«Αστυνομία ρε πούστηδες, τι γίνεται εδώ μέσα;» ούρλιαξε.
Μετά πάγωσε βλέποντας τα όργανα στημένα. Ήξερα τον Πίβοτ από το Δημοτικό, μπορούσα να διακρίνω το τρέμουλό του ακόμα κι από υπεραστικό τηλεφώνημα.
«Μην τολμήσει κανένας να ξαναπλώσει χέρι στην κιθάρα μου», προειδοποίησε.μουντά.
Τον κοίταξα και δεν μπορούσα να καταλάβω αν ο θυμός του προερχόταν από το οτι κάποιος έβαλε χέρι στην κιθάρα του ή από το γεγονός οτι δεν κατάφερε να κρύψει την τρεμούλα του μπαίνοντας στο δωμάτιο.
«Εντάξει, πάμε να παίξουμε τώρα;» πρότεινε το Μέταλλο.
Ο Πίβοτ έβγαλε θεατρικά το μπουφάν του και σήκωσε τα χέρια στον αέρα.
«Μισό λεπτό», είπε.
Τον κοιτάξαμε κάπως νευριασμένα –θέλαμε να παίξουμε γαμώ τον αντίθεό του.
«Είμαστε συγκρότημα σημαίνει δυο πράγματα», ξεκίνησε ο Πίβοτ.
Περιμέναμε.
«Άλφα, ότι έχουμε είναι κοινό –του συγκροτήματος», είπε ο Πίβοτ.
«Και οι γκόμενες;» ρώτησα εγώ.
«Ειδικά αυτές», είπε ο Πίβοτ. «Και βήτα –δεν υπάρχουν μυστικά μεταξύ μας».
Σφίχτηκα όπως και όλοι οι υπόλοιποι –κάναμε προσπάθεια να μην κοιτάξουμε το Μέταλλο και αποτύχαμε.
«Παπάρια», είπε εκείνος και σηκώθηκε σβήνοντας το τσιγάρο του.
«Δε νομίζω...» μουρμούρισε ο Πίβοτ. «Καθότι με τα λεφτά που μας έστειλες αγοράσαμε κάποια πράγματα και πρέπει να ξέρουμε...»
«Αν δεν τα θέλετε, δώστε τα πίσω», τον έκοψε το Μέταλλο.
«Μα επειδή τα θέλουμε», είπε ο Γιωργάκης.
«Και στην τελική, παρέα είμαστε ρε Μέταλλο», είπα εγώ.
«Εντάξει», απάντησε το Μέταλλο.
Κι έπεσε η γνωστή σιωπή.
«Τι εντάξει;» απόρησα.
«Εντάξει –είμαστε παρέα. Πάμε τώρα να παίξουμε», είπε το Μέταλλο.
Σε άλλες περιπτώσεις θα τον διαολοστέλναμε, εγώ κι ο Πίβοτ τουλάχιστον. Έτσι το είχαμε στην παρέα -όχι μυστικά, όχι μαλακίες. Αλλά εκείνο το απόγευμα ήμασταν σενιαρισμένοι για να κάνουμε μουσική, να γίνουμε συγκρότημα. Κι έτσι υποχωρήσαμε –ας παίζαμε τώρα και θα το ψάχναμε αργότερα. Πού να ξέραμε οτι αυτή θα ήταν η πρώτη και η πιο ανώδυνη υποχώρηση μπροστά σε όσες θα ακολουθούσαν; Πού να το ξέραμε δηλαδή;

Το Μέταλλο είπε...
«Εγώ θα δώσω για να ξεκινήσετε».
Κι ο Πίβοτ ρώτησε....
«Δηλαδή τι θα παίξουμε;»
Εγώ είπα....
«Τίποτα συγκεκριμένο. Θα προσπαθήσω να πατάω στο Μέταλλο κι εσύ θα έρθεις από πάνω».
Κι ο Γιωργάκης ρώτησε....
«Εγώ;»
Κι ο Πίβοτ είπε...
«Όχι ακόμα».
Έτσι ξεκινήσαμε.

Μετά από 5 λεπτά περίπου σταματήσαμε χωρίς κάποιος να μάς κάνει νόημα –έτσι από μόνοι μας και σχεδόν ταυτόχρονα. Αν θες να ξέρεις, αυτό το σταμάτημα ήταν το μόνο που κάναμε συγχρονισμένα. Ή σχεδόν συγχρονισμένα. Στο κεφάλι όλων είχε μπει η ίδια ιδέα –«αποκλείεται να γίνουμε συγκρότημα».

Το Μέταλλο είπε...
«Πάμε άλλη μία».
Κι ο Πίβοτ είπε...
«Όχι στα γίδια και στα πρόβατα όμως. Έχω κάτι....»
Κι εγώ ρώτησα...
«Τι;»
Τότε ο Πίβοτ μάς έκανε νόημα ν΄ακούσουμε κι έπαιξε 2-3 ακόρντα στη σειρά. Τα έπαιξε κάπως γρήγορα όμως και το Μέταλλο του είπε....
«Ξαναπαίξτα πιο αργά».
Κι ο Πίβοτ είπε...
«Όχι, τόσο γρήγορα πάει».
Και το Μέταλλο είπε...
«Εντάξει, ρίχτα άλλη μία να τα καταλάβω».
Κι ο Πίβοτ έκανε έτσι ακριβώς. Και μετά είπε....
«Έχω και στίχους...»
Κι εγώ ρώτησα...
«Μπορείς να τους πεις στο ρυθμό;»
Κι ο Πίβοτ άρχισε να λέει κάτι σχετικά με όσους «ζητάν να κόψει τα μαλλιά του/ για ν΄αλλάξουν τα μυαλά του» που μας φάνηκε πολύ αστείο και ξεκωλωθήκαμε στα γέλια. Κι ο Γιωργάκης, κρατώντας την κοιλιά του είπε...
«Κάτσε να στο χτενίσω λίγο».
Και το Μέταλλο ρώτησε....
«Τι λέτε γι΄αυτό το τέμπο;»
Κι έπαιξε κάτι που έμοιαζε να πηγαίνει με τα ακόρντα του Πίβοτ. Και ο Πίβοτ είπε...
«Εντάξει».
Κι εγώ είπα...
«Ξαναπαίξτο ρε Μέταλλο».
Κι όσο εκείνος ξανάπαιζε το τέμπο εγώ πήγαινα 1-2, 1-2-1-3, 1-2 ή κάπως έτσι στο μπάσο. Και ο Πίβοτ είπε...
«Εντάξει».
Και το Μέταλλο είπε....
«Εντάξει».
Κι ο Γιωργάκης είπε....
«Θα τους πω εγώ τους στίχους τώρα».
Και το Μέταλλο είπε...
«Εγώ θα δώσω για να ξεκινήσετε».
Έτσι ξεκινήσαμε πάλι από την αρχή.

Μετά από λίγο ήμασταν απολύτως σίγουροι –εμείς οι τέσσερις δεν μπορούσαμε να παίξουμε μαζί ούτε ξερή.

Και τότε ο Πίβοτ είπε....
«Διασκευές».
Και όλοι είπαμε....
«Εντάξει».
Κι ο Γιωργάκης μας έδειξε το πικάπ του που το είχε ήδη μεταφέρει στην αποθήκη νυν στούντιο και τους δίσκους του –πολλούς δίσκους, άπειρους δίσκους για τα δικά μας δεδομένα.
Και εγώ είπα, κοροϊδεύοντας....
«Βάλε Ραμόνες».
Κι ο Γιωργάκης αφού ψάχτηκε έβαλε το «Ροκαγέι Μπιτς», πήρε το μικρόφωνο και κάθισε δίπλα στο πικάπ για να το ξαναβάζει συνέχεια, το ακούσαμε μια φορά, κοιταχτήκαμε έκπληκτοι αλλά ακόμα εκπληκτικοί και είπαμε...
«Πάμε».
Και πήγαμε.

Σταμάτησα όταν δεν μπορούσα να παίξω άλλο, τα δάχτυλά μου είχανε μελανιάσει στις άκρες, ίδρωνα σα γουρούνι και το γαμημένο το «Ροκαγέι Μπίτς» είχε παίξει πάνω από 60 φορές. Ο Γιωργάκης κάπνιζε, τις τελευταίες 10 φορές (ή κάπου τόσο) δεν τραγουδούσε καν, μόνο το δίσκο ξανάβαζε.
«Δε γίνεται τίποτα», είπε το Μέταλλο.
«Με καμία Παναγία», είπε ο Πίβοτ.
Δεν είπα τίποτα αλλά συμφωνούσα απολύτως.
«Δίψασα», είπε ο Γιωργάκης.
«Πάμε για μπύρα στου Χοντρού;» πρότεινα.
«Τι ώρα είναι;» ρώτησε το Μέταλλο.
Αλλά κανένας μας δεν κουβάλαγε ρολόι.
Βγήκαμε λοιπόν στα αγριόχορτα που έζωναν την αποθήκη του Γιωργάκη και τον περιμέναμε να κλειδώσει για να φύγουμε. Αλλά ο Γιωργάκης δεν ερχόταν. Ξαναμπήκαμε μέσα.
Ο Γιωργάκης μας περίμενε με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος.
«Τι έπαθες ρε σπόρε;» ρώτησε ο Πίβοτ.
«Δυο πράγματα», χαμογέλασε εκείνος. «Το πρώτο είναι οτι δεν πήρατε τα όργανά σας, πώς θα κάνετε εξάσκηση μέχρι την επόμενη πρόβα;»
Κοιταχτήκαμε.
«Πλάκα μάς κάνεις», του είπα. «Δεν υπάρχει περίπτωση να γίνουμε συγκρότημα».
«Ναι, από Δευτέρα ας τα επιστρέψουμε μπας και πάρει πίσω τα λεφτά του το Μέταλλο», είπε ο Πίβοτ. «Άντε, έλα να πάμε στου Χοντρού τώρα».
«Αυτό ήταν το δεύτερο που ήθελα να σας πω –η ώρα είναι περασμένες δώδεκα. Κι αυτό με τη σειρά του σημαίνει δύο πράγματα –πρώτον, οτι ο Χοντρός θα έχει κλείσει για να κατέβει παραλία και δεύτερον οτι κάναμε κοντά 6 ώρες πρόβα. Είσαστε τόσο χέστηδες για να τα παρατήσετε από τώρα;» γέλασε ο Γιωργάκης.
Κοίταξα τον Πίβοτ κι ο Πίβοτ με κοίταξε.
«Ρε πουσταριά δε με ξεσκίσανε εμένα οι μπασκίνες για να τα παρατήσετε εσείς με το καλησπέρα. Όποιος θέλει να φύγει από το συγκρότημα να το πει επιτόπου, για να του πετάξω τα μάτια έξω», βρυχήθηκε το Μέταλλο.
«Αφού είμαστε για τον πούτσο», ψιθύρισα.
Το Μέταλλο ήρθε και κόλλησε την ιδρωμένη φάτσα του στη δική μου.
«Θες να φύγεις από το συγκρότημα ρε;» ούρλιαξε.
Τα χρειάστηκα. Έμεινα κόκαλο.
«Άντε ρε μαλάκα Τρανζίστορ -ποιος περιμένεις να μαζέψει το κωλόμπασό σου;» γκρίνιαξε από δίπλα ο Πίβοτ αποφορτίζοντας το βραχυκύκλωμα.
Ξεκόλλησα από το Μέταλλο κι άρχισα να τακτοποιώ το μπάσο στη θήκη του, κόντευα να βάλω τα κλάματα, πονάγανε τα δάχτυλά μου και είχανε γαμηθεί όλα μου τα όνειρα. Αν η ζωή μού φύλαγε άλλη μέρα χειρότερη από αυτή θα προτιμούσα να αυτοκτονήσω παρά να τη ζήσω.
Το Μέταλλο έβαλε τις μπαγκέτες του στην κωλότσεπη και δρασκέλισε την πόρτα.
«Αύριο κατά τις 10 εδώ –είμαστε σύμφωνοι;» ανακοίνωσε.
«Εγώ εδώ μένω», του είπε ο Γιωργάκης.
Έχωσε την κεφάλα του μέσα και μας αγριοκοίταξε.
«Ναι ρε μαλάκα, θα ’ρθουμε», τον καθησύχασε ο Πίβοτ.
«Εντάξει –άντε γαμηθείτε βραδιάτικα», μας ευχήθηκε κι εξαφανίστηκε πηδώντας τη μάντρα πίσω από την αποθήκη, κανονικά πλέον, στούντιο του Γιωργάκη.
Βγήκαμε κουβαλώντας τις θήκες μας.
«Αρ γιου κοπς;» μας κορόιδεψε ο Γιωργάκης κλειδώνοντας.
«Νο μαμ, γουί αρ μιουζίσιανς», είπα άκεφα.
Κι οι άλλοι δυο ξεκαρδίστηκαν, έμεινα να τους κοιτάζω όσο κοπανιόντουσαν στο χώμα.
«Πάμε ρε Πίβοτ», είπα στο τέλος.

Βαδίσαμε αμίλητοι μέχρι που φτάσαμε στο σπίτι του.
«Αύριο θα περάσεις να με πάρεις;» ρώτησε.
«Δεν θα΄ρθω αύριο», του ξεκαθάρισα.
Κι έφυγα βιαστικά πριν προλάβει....

Χαμογελάω όσο θυμάμαι τα συναισθήματα εκείνης της βραδιάς, ήμασταν τόσο ανεπανόρθωτα μικροί και τόσο απελπιστικά ηλίθιοι. Ο κόσμος μας, λίγο στενότερος από την αποθήκη –στούντιο το Γιωργάκη και τόσο εύκολο να γίνει σκόνη.
«Το μοναδικό πρόβλημα που συναντήσαμε ήμασταν εμείς οι ίδιοι», λέω στη μαλακισμένη. «Και ποτέ δεν κατορθώσαμε να το λύσουμε αυτό το πρόβλημα. Ποτέ, τουλάχιστον μέχρι....»
Τεντώνεται σκύβοντας αυθόρμητα προς το μέρος μου, η μπλούζα της ανοίγει λίγο, αλλά δεν έχω όρεξη να χαζέψω τα βυζιά της. Περιμένει να συνεχίσω τη φράση μου.
Δεν πρόκειται.

17 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Ανώνυμος είπε...

Kala to arxises touto dw, wraies murwdies bganei!

santinistas είπε...

Εντάξει μότορα, τώρα μας αρρώστησες. Rockaway Beach ξανά και ξανά μέχρι να φτάσουμε το τέμπο ένα κλίκ πάνω απο του Marky.
Ιδρωμένες ανάσες σε κλειστά, σκοτεινά και βρώμικα στούντιο όλου του Δυτικού άξονα.
Μην διανοηθείς να μας παρατήσεις έτσι έ;

The Motorcycle boy είπε...

Ωραίες μυρωδίες ε; Κάτι θα ξέρεις, αφού κι εσύ έχεις μυρίσει τα αγριόχορτα των παραβουνίσιων οικοπέδων.

Σάντι, άμα με παρατήσουν θα το παρατήσω -στο χέρι μου νομίζεις οτι είναι;

Puppet_Master είπε...

sporos?...

The Motorcycle boy είπε...

Ε, καλά μην το δέσεις κιόλας! Έτσι λέγαμε τους σπόρους από πάντα. Σπόρους. Ή μουλόσπορους στο πιο χαϊδευτικό, αλλά δεν έχουν ακόμα τόση οικειότητα μεταξύ τους τα παιδιά.

Johnny Marr Lafekas είπε...

Πολυ κυριλε οργανα πηρανε τα Φαντασματα. Τι σκατα εκανε ο Μεταλλος? Πουλησε κανα τανκερ?

The Motorcycle boy είπε...

Όχι ρε Νοβοσέλατς, τα τάνκερ δεν φέρνουν γρήγορο χρήμα! Ενώ οι ταχυδρόμοι...

santinistas είπε...

Ρε σεις μην ήτανε κανάς κρυφός υπάλληλος στην νεοσυσταθήσα τότε Siemens?

The Motorcycle boy είπε...

Ναι, ήτανε ο Χριστοφοράκος στα νιάτα του -διάβασε ρε το αποπάνω σχόλιο. Χαχαχαχαχα.

miliokas είπε...

Διάβασα λίγο και το άφησα για να το συνεχίσω (είπα να ρίξω μια ματιά στα σχόλια πρώτα) -Άρχισα το "Μέρες Κρασιού + 30φύλλων" σε .PDF πάντα -431 .PDF σελίδες- και τώρα το καλό.... μόλις έχω στα χέρια μου τα "Γουρούνια Στον Άνεμο"
Αυτά για σήμερα_

α! και καλό μεσημέρι/απόγιομα (;

miliokas aka skylos_mayros

The Motorcycle boy είπε...

Το καλό είναι πραγματικά καλό! Πού τα βρήκες τα Γουρούνια; Σε λίγο επανεκδίδονται.

Άσε τις μαλακίες με τα Τριαντάφυλλα και πιάσε τα Γουρούνια -οι σκηνές με τον μπάτσο, η σκηνή στο λεωφορείο και η σκηνές με τον Καβασάκι έχουν καθορίσει κάμποσα από τα τελευταία 20 χρόνια μου.

miliokas είπε...

Τα "Γουρούνια" μου τα βρήκε ένα βιβλιοπωλείο-Εκδ. Οίκος κάπου στο Κολωνάκι νομίζω- δεν πήρα εγώ τηλέφωνο και δεν έχω περισσότερες λεπτομέρειες. Βασικά δεν ταχυδρομήθηκε ούτε σε μένα. Είναι τρίτη έκδοση από Καστανιώτη ίσως παλαιάς κοπής οι σελίδες του και μυρίζει ρε παιδί μου-μυρίζει βιβλίο, ξέρεις...παλιό ή κάτι τέτοιο-δε χορταίνεις να το μυρίζεις_

miliokas aka skylos_mayros

miliokas είπε...

http://libro.gr/

Ο Καλος Λυκος είπε...

σνίφ, σνίφ... παλιό χαρτί μου μυρίζει...

The Motorcycle boy είπε...

Συλλεκτικό νομίζω πρέπει να είναι πλέον. Παλιό χαρτί, λίγο κιτρινισμένο, γεμάτο τρομερές αλήθειες.

miliokas είπε...

Ναι, πράγματι_
Παλιό χαρτί, όντως κιτρινισμένο και οι σελίδες στις άκρες ξεφτάνε σα να τις έχεις κόψει με χαρτοκόφτη και γεμίζουν χαρτόσκονη το ωραίο μου μαύρο και πολύ μοδάτο φούτερ_ :)

miliokas aka skylos_mayros

ΥΓ. και για να μην πάθω το ίδιο που έπαθα με τη "Στεκιά" πηγαίνω την ανάγνωση λάου-λάου_

The Motorcycle boy είπε...

Αυτό δεν είναι Στεκιά -θέλει προσοχή. Ειδικά επειδή έχει 3-4 βιβλία κρυμμένα μέσα του.

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι