Προηγούμενα:
1. Μπάσκετ με τα φαντάσματα
2. Οι εφιάλτες ξεκινάνε ονειρικά
Έχει αρχίσει εδώ και ώρα να χτυπάει το τηλέφωνο, αυτό το κουδούνισμα που σε τινάζει στον αέρα -ενοχλούμαι αλλά δεν το δείχνω. Εκείνη με κοιτάζει. Μια εμένα και μια τη συσκευή, μετά πάλι το ίδιο. Εμένα, τη συσκευή....
«Δεν θα το σηκώσεις;» ρωτάει τελικά.
«Δεν είναι για μένα», της ξεκόβω.
Το τηλέφωνο σταματάει απότομα κάνοντας την ησυχία εκκωφαντική. Φοβάμαι την ησυχία. Όχι γενικά –εδώ μέσα τη φοβάμαι, σ΄αυτό το σπίτι που τα δωμάτια μπορεί ανά πάσα στιγμή ν΄αρχίσουν τα ουρλιαχτά.
«Ρώτα με οτι θέλεις», της ανακοινώνω.
«Αν πρόκειται να συνεχίσεις ν΄απαντάς με τέτοιο τρόπο...» μουρμουρίζει.
«Τι έχει ο τρόπος μου;»
Με κοιτάζει χαμογελώντας καυγαδίστικα.
«Θέλεις να σου βάλω αυτά που έχει γράψει μέχρι τώρα;» μου δείχνει το κασσετοφωνάκι.
Οτιδήποτε, αρκεί να σπάσει αυτή η σιωπή.
«Όχι εντάξει....» ψιθυρίζω. «Θα απαντάω».
«Για να δούμε...» αναστενάζει. «Πες μου για τις πρώτες σας εμφανίσεις, για το κλίμα που επικρατούσε τότε».
Πέρασαν κοντά δυο μήνες από εκείνο το Σάββατο της καταστροφής, δυο μήνες στους οποίους κάναμε τέσσερις με πέντε πρόβες κάθε βδομάδα. Μέχρι κι η μάνα του Γιωργάκη απηύδησε.
«Διαβάστε και λίγο ρε παιδιά, πού θα πάει αυτή η κατάσταση;»
«Μην ανησυχείτε κυρία Κατερίνα, τώρα που κατάργησε ο Παπατζής τις Πανελλήνιες στη Δευτέρα, είμαστε άνετοι», της χαμογελούσε ο Πίβοτ.
«Ναι, εύκολα θα βάλουν στις εξετάσεις», σιγοντάριζα εγώ σα χάνος.
«Μη μας πρήζεις ρε μάνα, φέρε τίποτα να τρώμε -κοντεύουν να μας τρυπήσουν τα στομάχια από το νες», αγρίευε ο Γιωργάκης.
Και η κυρία Κατερίνα σήκωνε τους ώμους πριν φύγει συνάμενη –κουνάμενη, εγώ ν΄αλληθωρίζω χαζεύοντάς την και ταυτόχρονα ν΄αγωνιώ μη με πάρουν είδηση.
«Δε μιλάς καλά στη μάνα σου», έλεγε ο Πίβοτ στον Γιωργάκη.
«Μην ανακατεύεσαι», φούντωνε εκείνος.
«Δίκιο έχει ο Πίβοτ. Είσαι τυχερός που έχεις τέτοια μάνα. Πού να δεις τις δικές μας», σιγοντάριζα εγώ.
«Ελάτε να κάνουμε πρόβα κι αφήστε τις μαλακίες», μας γείωνε το Μέταλλο.
Πρόβα και πάλι πρόβα και πρόβα ξανά.
Τα δάχτυλά μου είχαν βγάλει κίτρινα καύκαλα στις άκρες, πόναγα ακόμα κι όταν ακούμπαγα στο χαρτί του τετραδίου, με το ζόρι έγραφα. Αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να σταματήσουμε τις πρόβες, ούτε νεκροί.
Στον ένα μήνα βγάλαμε το κομμάτι των Ραμόνες –δηλαδή μάς άκουγες να το παίζουμε κι εκτιμούσες την εκτελεστική δεινότητα των Ραμόουνς αλλά τέλος πάντων, αυτό που άκουγες να παίζουμε έφερνε αρκετά στο κανονικό κομμάτι. Κάπως έτσι ξεθαρρέψαμε, αφήσαμε στην άκρη τα «εύκολα» και πλακωθήκαμε να παίξουμε αυτά που γουστάραμε. Για μια ακόμα φορά αν δεν είχαμε μαζί μας το Μέταλλο θα βαράγαμε διάλυση. Στην τριακοστή αποτυχημένη προσπάθεια να παίξουμε το Σαμπμίσιον των Πίστολς θα είχαμε κοπανήσει τα όργανα στο πάτωμα πριν φύγουμε τρέχοντας κι αυτή μάλλον θα ήταν η λογικότερη κίνηση της ζωής μας.
«Πάμε άλλη μία κανονικά -αν σκέφτεται κανείς να τα παρατήσει να μου το πει να τόνε θάψω στην κάσα για ηχομόνωση», απείλησε το Μέταλλο.
Κοίταξα τον Πίβοτ που πηγαινόφερνε το καρφωμένο στα χείλη του τσιγάρο για να δικαιολογήσει τα δάκρυά του. Από ώρα είχε σακατατέψει την τελευταία του πένα κι έπαιζε μ΄έναν Μπικ που έκανε τις χορδές ν΄ακούγονται εντελώς κούφιες, σαν πορδές γέρου. Ο Γιωργάκης ξερόβηχε κουβαριασμένος στον καναπέ αγκαλιά με τον ενισχυτή του. Εμένα ο πόνος είχε σκαρφαλώσει από τα ακροδάχτυλα μπλοκάροντας τις αρθρώσεις μου, χρειαζόταν να κοιτάζω κάθε τόσο τα χέρια μου για να βεβαιωθώ οτι δεν φοράω γάντια.
«Γλυφομούνι», βόγκηξε ο Πίβοτ.
«Είμαι ιδρωμένος, θα μου κάνεις όταν πλυθώ», του απάντησε το Μέταλλο και όντως έσταζε ιδρώτα σε κάθε κίνησή του.
«Ρε μαλάκα, θυμάσαι το πρώτο σου γλυφομούνι;» με ρώτησε ο Πίβοτ.
«Ποιο γλυφομούνι;» αναρωτήθηκα φωναχτά.
«Δεν; Ποτέ;» γέλασε ο Γιωργάκης.
«Γιατί εσύ δηλαδή;» νευρίασα.
«Εντάξει –μια φορά μόνο», απάντησε σεμνά.
«Κοίτα ο σπόρος», θαύμασε ο Πίβοτ.
«Εγώ ούτε έχω κάνει, ούτε πρόκειται», ξεκαθάρισε το Μέταλλο.
«Εκεί είσαι», πανηγύρισε ο Πίβοτ. «Γιατί δεν πρόκειται να κάνεις γλυφομούνι;»
«Επειδή σιχαίνομαι», παραδέχτηκε το Μέταλλο.
«Μπράβο. Έτσι θα το παίξεις», πετάχτηκε ο Γιωργάκης που έπιασε πρώτος απ΄όλους τι έλεγε ο Πίβοτ.
Το Μέταλλο τον κοίταξε με απορία.
«Έτσι ρε παιδί μου. Σα να έχεις μια γκόμενα και να σου’χει πρήξει τον πούτσο, γλιιιύψε με Στέργιο μ΄, γλιιιιύψε με μανάρ’ μουουουου», φώναξε ο Πίβοτ.
«Αηδίασα», έκανε το Μέταλλο. «Έπρεπε να την κάνεις και βλάχα;»
«Για να τονίσω το άρωμα τραγίλας στο μουνί της», παραδέχτηκε ο Πίβοτ.
«Μαλάκα θα κάνω εμετό», παρακάλεσε το Μέταλλο.
«Μην κάνεις εμετό. Παίξτο», του φώναξε ο Γιωργάκης.
«Κι εσύ χαμένε», μου είπε ο Πίβοτ. «Με το ζόρι σταύρωσες γκόμενα και φοβάσαι να χώσεις την κεφάλα σου ανάμεσα στα πόδια της αλλά θέλεις κιόλας, επειδή έτσι κάνουν οι μεγάλοι εραστές –πέφτεις λοιπόν με τα μούτρα και πνίγεσαι».
«Κατάλαβα», είπα.
«Άντε να δούμε», είπαν μ΄ένα στόμα ο Πίβοτ κι ο Γιωργάκης.
Στη συνέχεια παίξαμε το Σαμπμίσιον καλύτερα κι από τους Πίστολς –μάλλον όχι δηλαδή, αλλά έτσι μας φάνηκε. Και μετά το ξαναπαίξαμε άλλες τρεις φορές κολλητά για να βεβαιωθούμε.
«Φτάνει, το΄χουμε», είπε ο Πίβοτ.
«Συγνώμη λίγο –επιστρέφω», είπε το Μέταλλο και πετάχτηκε άσπρος σίφουνας Άζαξ παρασέρνοντας το χάι χατ. Βγήκε έξω από το στούντιο, τον ακούσαμε να βογκάει βγάζοντάς τ΄άντερά του. Ανάψαμε τσιγάρο περιμένοντάς τον, δεν τολμούσαμε ν΄αφήσουμε τα όργανα.
Το Μέταλλο επέστρεψε με σκυμμένο κεφάλι.
«Έχει καμιά μπύρα;» ρώτησε.
Ο Γιωργάκης άνοιξε ένα ψυγειάκι από φελιζόλ που κουβάλαγε από το σπίτι του και πέρασε μια Άμστελ στον Πίβοτ ο οποίος την άνοιξε με τον Μπικ πριν την δώσει στο Μέταλλο. Εκείνος γέμισε το στόμα του, μισάνοιξε την πόρτα, έφτυσε έξω, ξανάκλεισε και κάθισε στο σκαμνί του πίσω από τη ντραμς.
«Ωραίο πράγμα η μουσική», διαπίστωσε. «Πάμε άλλη μία».
Κάπως έτσι πέρασε ο καιρός και πατώσαμε στις εξετάσεις, ευτυχώς που μερικοί καθηγητές μάς λυπήθηκαν –έτσι την περάσαμε την τάξη. Εγώ κι ο Πίβοτ δηλαδή, το Μέταλλο δεν κατέβηκε καν, είχε ήδη μείνει μετεξεταστέος από απουσίες. Πηγαίναμε κάθε πρωί, γράφαμε κι όποιος τελείωνε έτρεχε να βρει το Μέταλλο που περίμενε στο στούντιο, πίσω από το σπίτι του Γιωργάκη, μουσκίδι ήδη πάνω στη ντραμς του. Ο Γιωργάκης έφτανε συνήθως τελευταίος κι έτρωγε το δούλεμα της αρκούδας, αλλά μέσα μας ξέραμε οτι θα πήγαινε καλά το παιδί, θα πέρναγε σε Πανεπιστήμιο όταν τελείωνε το Λύκειο.
«Γαμημένοι, ήρθε η ώρα μας», ακούστηκε η αγριοφωνάρα καθώς ο Πίβοτ κλώτσαγε την πόρτα του στούντιο για να μπει.
Είχα δώσει λευκή κόλα στην Ιστορία (το πέρναγα έτσι κι αλλιώς το μάθημα) και πρόβαρα κοντά μια ώρα με το Μέταλλο –όπως ήμασταν απορροφημένοι κοντέψαμε να χεστούμε πάνω μας.
«Την άλλη φορά που θα μπεις έτσι...» ξεκίνησε να απειλεί το Μέταλλο.
«Την άλλη φορά θα με κυνηγάνε γκομενίτσες για αυτόγραφο κι έτσι θα μπω ακόμα πιο φουριόζος», του είπε ο Πίβοτ.
Το Μέταλλο με κοίταξε στριφογυρίζοντας τη μπαγκέτα στο μηνίγγι του σε στυλ «κρίμα το παιδί».
«Ακόμα να έρθει ο Γιωργάκης;» ρώτησε διαπιστωτικά ο Πίβοτ. «Το πάει φιρί-φιρί για έπαινο αυτό το παιδί. Τέλος πάντων, άλλο είναι το θέμα μας».
«Έχουμε κάποιο θέμα;» με ρώτησε το Μέταλλο.
«Εμείς όχι αλλά αυτός έχει πάντα θέμα», του εξήγησα.
«Μαλάκες, ποταποί κι ανίδεοι», αγόρευσε όλο αηδία ο Πίβοτ. «Αλλά η κατάρα τα’φερε να κάνω συγκρότημα μαζί σας κι έτσι θα έχετε την ανέλπιστη τύχη να με συνοδεύσετε στη συναυλία του Λυκείου...»
«Εεεε;» έκανα.
«Η οποία θα γίνει σε δυο βδομάδες στην αίθουσα του Γυμναστηρίου....»
«Τι λέει ο μαλάκας; Ηλίαση έπαθε;» αναρωτήθηκε το Μέταλλο.
Ηλίαση; Μακάρι. Παράκρουση; Πού τέτοια τύχη; Ο βλαμμένος ο Πίβοτ μάς είχε κλείσει την πρώτη συναυλία της ζωής μας χωρίς καν να μας ρωτήσει.
«Μόνοι μας;» ρώτησε ο Γιωργάκης όταν του είπαμε τα καθέκαστα.
«Θα παίξουν και οι Χελ Χάι».
«Χάι;»
«Από την παραλία. Χαρντροκάδες. Παίζουν χρόνια στα κλαμπάκια».
«Άλλος;»
«Μου είπαν οτι κοιτάζουν να βρουν και κανένα μεγάλο όνομα».
«Μεγαλύτερο από μας;»
«Ναι –αυτό τους ρώτησα κι εγώ».
«Και θα βάλουν εισιτήριο;»
«Σαφώς».
«Εμείς τι παίρνουμε;»
«Ένα μύδι».
«Έκαστος;»
«Όχι –δια του τέσσερα».
«Και οι Χελ Χάι;»
«Ή μαλάκας είσαι ή τον παριστάνεις με τρομερή επιτυχία».
«Γιατί ρε;»
«Αυτούς τους παρακαλάνε να παίξουν ενώ εμείς παρακαλέσαμε».
«Ποιος παρακάλεσε;»
«Εγώ ρε μαλάκα, αλλιώς πώς θα παίζαμε;»
«Μήπως να μην παίζαμε επειδή δεν είμαστε ακόμα έτοιμοι;»
«Και πότε θα είμαστε έτοιμοι; Σε καμιά πενταετία;»
«Ρε βλάκα, ούτε κομμάτια δεν έχουμε».
«Έχουμε».
«Ποια».
«2-3 από Ραμόνες....»
«Υπέροχα».
«Το Σαμπμίσιον....»
«Εντάξει και το Λέιζι Σοντ».
«Το Καμ ον εβριμπάντι....»
«Το Νο φαν, του Ίγκυ...»
«Και το δικό σου...»
«Ποιο δικό μου;»
«Αυτή τη βλακεία με τα μαλλιά και τα μυαλά....»
«Θέλει δουλειά».
«Να την κάνουμε».
«Κι ένα ακόμα....»
«Δεν ξέρουμε άλλο».
«Ένα ακόμα –δικό μας».
«Πώς δικό μας;»
«Έχω στίχους», είπε ο Γιωργάκης.
Τον κοιτάξαμε, μετά καθίσαμε όλοι στον καναπέ και πέριξ καπνίζοντας. Προετοιμαζόμασταν για συναυλία κι αυτό θα έπρεπε να μας κόβει τα γόνατα αλλά δεν ήταν έτσι.
«Για φέρε τους στίχους», είπε ο Πίβοτ στον Γιωργάκη.
Εκείνος πήγε στη γωνιά που είχε στοιβάξει τους δίσκους, τράβηξε ένα ντοσιέ, έψαξε στις σελίδες, μετά μάς διάβασε.
Κι αυτό που μάς διάβασε έλεγε για ένα μαχαίρι στο τραπέζι που η άκρη του έσταζε φως και μια γυναίκα που προσπαθούσε μάταια να θηλάσει το μωρό της κι ένα μαχαίρι στο τραπέζι που η άκρη του έσταζε αίμα κι ένα μωρό που κοιμόταν γαλήνιο όσο η μάνα του καθάριζε τα χείλη του με βρεμένο πανί.
Μετά ο Γιωργάκης έκλεισε το ντοσιέ και το άφησε δίπλα του.
«Εγώ δεν το παίζω αυτό το πράγμα, θα μάς πάρουν με τις ντομάτες», είπε το Μέταλλο.
«Ποιος πήρε απόφαση οτι θα τραγουδάμε ελληνικά;» ρώτησα.
Με κοίταξαν.
«Κανένας», είπε ο Πίβοτ. «Απλά αυτό που έχω γράψει είναι στα ελληνικά κι ο Γιωργάκης το ίδιο. Άρα...»
«Και μέχρι να σκεφτούμε κάτι στα αγγλικά...» συνέχισε ο Γιωργάκης.
«Δε με χαλάει», διευκρίνισα. «Απλώς ήθελα να μάθω ποιος πήρε απόφαση...»
«Αυτή ήταν μια απόφαση που δεν πήραμε, αλλά μάς πήρε», μουρμούρισε ο Πίβοτ.
«Εγώ πάντως δεν το παίζω αυτό με το βυζί», ξανάπε το Μέταλλο.
«Για να ξεκινάμε πρόβα –έχουμε και συναυλία», φώναξε ο Πίβοτ.
Κι αυτό ήταν η μόνη λύση.
Χρειάζεται να σου πω οτι τις δυο βδομάδες μέχρι τη συναυλία τις περάσαμε μέσα στο στούντιο του Γιωργάκη; Πηγαίναμε το πρωί σκαστοί (ποιος τις γαμεί τις εξετάσεις;) και φεύγαμε κατά τις 8 με 9 το βράδυ πεθαμένοι. Φτάνοντας στα σπίτια μας είχαμε μισή ωρίτσα κατσάδα, άλλη μισή ώρα φαγητό και μετά μπάνιο και ύπνο. Στα όνειρά μας βλέπαμε μια άδεια σκηνή, κόσμο να μας επευφημεί όσο εμείς πίσω από τις κουρτίνες αναρωτιόμασταν αν πρέπει να ξαναβγούμε εφόσον δεν έχουμε άλλο κομμάτι να παίξουμε. Αυτή ήταν τέλος πάντων η κεντρική ιδέα της αγωνίας που σκηνογραφούσε τα όνειρά μας.
Το «Μαλλιμπού 1» (όπως αποφασίσαμε να ονομάζουμε το κομμάτι του Πίβοτ) είχε κάπως συμμορφωθεί, ο Γιωργάκης έβαλε κάτι λοβοτομές και τυφλές υπακοές μέσα, το τραγούδαγε σε στυλ Μάι Τζενερέισον στο πιο παραπληγικό, κοιτάζαμε όλοι να μένουμε μακριά του για να μη μας ψεκάζει με σάλια.
Το «Θηληκό μαχαίρι» (έτσι έλεγε το ποίημα του ο Γιωργάκης) το πιάναμε όταν κουραζόμασταν με τα υπόλοιπα και είχαμε κάνει κάτι δοκιμές να το παίξουμε με εισαγωγή δική μου, παραμορφωμένη α λα Πητ Ράιτ στο Μάδερ Έρθ, καπάκι καταιγιστικά γεμίσματα από το Μέταλλο και στη συνέχεια ο Γιωργάκης να λέει τους στίχους πάνω σε κοφτά ριφ του Πίβοτ. Βέβαια κάθε φορά, πριν το ξεκινήσουμε, έπρεπε να διαβεβαιώσουμε το Μέταλλο οτι δεν επρόκειτο να το παίξουμε στη συναυλία. Και κάθε που το τελειώναμε νιώθαμε οτι μας είχαν κλωτσήσει στο ηλιακό πλέγμα, κατέληξε αυτό το κομμάτι να το παίζουμε πριν από το Σαμπμίσιον για προετοιμασία. Έτσι περάσαμε τις μέρες μέχρι τη συναυλία, προσπαθώντας να επιπλεύσουμε σε σιχαμένες θάλασσες.
Η συναυλία στην αίθουσα του γυμναστηρίου ήταν ιδέα του πενταμελούς –για την ακρίβεια είχανε φάει μπόλικα φράγκα από χοροεσπερίδες και λοιπές κοινωφελείς εκδηλώσεις, θέλανε λοιπόν να ρεφάρουν δείχνοντας οτι ξοδεύουν για τη συναυλία. Αυτό δεν το ξέραμε πριν παίξουμε –μετά το μάθαμε όταν ανακαλύψαμε οτι οι Χελ Χάι πληρώθηκαν όσο ακριβώς κι εμείς, άσε που αργότερα βγήκε η βρώμα στην παραλία οτι ψάχνανε με το κιάλι για μαλάκες που θα παίξουν τζάμπα στη σχολική συναυλία κι ο δικός μας ο Πίβοτ τους παρακάλαγε από πάνω. Τα λέω γιατί έχουν τη σημασία τους όλα αυτά ή μπορεί και όχι.
Είχαμε προετοιμαστεί για μαραθώνια πρόβα το βράδυ πριν τη συναυλία, σκοπεύαμε να λιώσουμε κανονικά, αλλά ο Πίβοτ μάς γείωσε.
«Ότι μάθαμε, μάθαμε».
«Αυτό το λέγαμε για τα διαγωνίσματα».
«Κι εδώ το ίδιο είναι. Δεν αγγίζουμε όργανα σήμερα».
«Ρε μαλάκα....»
«Μαλάκας είσαι. Νομίζεις οτι θα βγούμε να τους μαγέψουμε σε στυλ οι βιρτουόζοι του κλαρινέτου; Πανκ παίζουμε, το έχεις καταλάβει;»
«Και νιου γουέιβ».
«Τέλος πάντων».
«Έχει δίκιο –αν είμαστε αυθεντικοί θα....»
«Τι να είμαστε;»
«Αυθεντικοί...»
«Οθέντικ σα να λέμε».
«Σαν τα Αντίντας, με το Αρ σε κύκλο δηλαδή».
«Τώρα το μαλάκισες».
«Μα κι εσύ... άκου αυθεντικοί».
«Έχεις όρεξη για καυγά μού φαίνεται».
«Κι αν έχω;»
«Κόφτε το και πάμε για μπύρες επιτόπου. Μέχρι αύριο δεν θέλω ν΄ακούσω κουβέντα για τη συναυλία».
«Μαλακισμένο».
«Είσαι».
Πήγαμε στου Μπιλ και μόνο για τη συναυλία μιλούσαμε, τι υποστήριξη ήθελε ο καθένας από τους άλλους πού να προσέξουμε για να μην κρεμαστούμε.... Και κάθε 10 λεπτά από διαφορετικό στόμα:
«Πείτε και τίποτ’άλλο ρε μαλάκες».
10 δευτερόλεπτα σιωπής, μετά πάλι για την αυριανή συναυλία. Πάλι, πάλι, πάλι –τα ίδια και τα ίδια, μας πρήξαμε τ΄αρχίδια.
Και τα στομάχια σφαγμένα από τις μπύρες, τα στόματα τίγκα στη χολή, αλυσιδωτά τσιγάρα, αλυσιδωτό κατούρημα. Όταν γύρισα σπίτι μου ήρθε το ταβάνι του δωματίου και με πίεσε ακριβώς πάνω στον πονοκέφαλο. Ταχυπαλμία –ευτυχώς το σχολείο είχε τελειώσει, κατάφερα να κοιμηθώ ήσυχα, 5 με 9 το πρωί. Μετά ήρθε η μάνα μου να με τρελάνει επειδή κοιμόμουν ακόμα και τι άνθρωπος θα γινόμουν που μόνο να κοιμάμαι ήθελα ενώ κανονικά έπρεπε τώρα να έχω βγει στη γύρα να ψάχνω καλοκαιρινή δουλειά, έτσι για το χαρτζιλίκι μου βρε αδερφέ –τη βλαστήμησα και την έδιωξα αλλά μαζί της έφυγε κι ο ύπνος.
Ήπια τρεις φραπέδες μέχρι να μεσημεριάσει και τότε κάθισα στο τραπέζι για φαγητό –είχαμε γεμιστά –σκάλισα μια ντομάτα με το πιρούνι, αναγούλιασα.
«Ρε μάνα, τι έχουν μέσα οι ντομάτες;»
«Ρύζι –τι ήθελες να’χουν;»
«Μόνο;»
«Έβαλα και σπόρους από κουκουνάρι...»
«Σαν ποντικοκούραδα είναι».
«Φάε τώρα, δεν έχουμε τίποτ΄άλλο».
Πού να κατέβει μπουκιά; Μάσησα λίγο ψωμί αλλά αντί να καλυτερέψουν τα πράγματα παπάριασε η σκατόψυχα με όσο σάλιο μού είχε απομείνει, ξεράθηκε ο καταπιόνας μου, κόντεψα να πάθω ασφυξία προσπαθώντας να κατεβάσω τη μπουκιά. Πλακώθηκα στα νερά μπας και σωθώ, με τα χίλια ζόρια καθάρισα δυο πιρουνιές ρύζι από τις παλιοντομάτες, αλλά τη δεύτερη φορά που κατάπια έγινε το στομάχι μου Μαλιμπού Μπιτς, σηκώθηκε δηλαδή ένα κύμα από φραπεδόνερα εκεί μέσα, προσπάθησε το ρύζι να σερφάρει, αλλά δίπλωσε το κύμα απότομα και βρέθηκα αγκαλιά με τη χέστρα να ξερνάω. Κάπως έτσι, ήρεμα και χαλαρωτικά, κύλησε το μεσημέρι.
Κατά τις 5 ξεκίνησα να ντύνομαι κι αυτό πήρε ώρα πολλή επειδή έπρεπε να υπάρχει μια άποψη –ακόμα περισσότερο -μια δήλωση στο ντύσιμό μου, κατέληξα λοιπόν να φέρνω σε αρλεκίνο από τις πολλές κονκάρδες. Βούτηξα μετά από την κατάψυξη ένα μπουκάλι με χυμό από στυμμένα λεμόνια που φύλαγε η μάνα μου, το άφησα στο πρεβάζι του παραθύρου μπας και το σπάσει λίγο η κάψα, ήξερα οτι έπρεπε να το ανακατέψω με λίγη ζάχαρη, να φτιάξω μια παχύρρευστη γλίτσα, αν ήθελα να κάνω όρθιο μαλλί. Ο Γιωργάκης είχε προτείνει τις λακ της μάνας του αλλά δε γουστάραμε να μυρίζουμε σαν παρφουμαρισμένες γκόμενες. Ντύθηκα, κοιτάχτηκα στον καθρέφτη για κάνα τέταρτο, έριξα το τζιν μπουφάν μου στον ώμο και βγήκα με σφιγμένα δόντια για να μετρηθώ με τον κόσμο ολόκληρο. Πήδηξα σαν κατσίκι πάνω απ΄τις σπασμένες πλάκες του πεζοδρομίου, ντρίπλαρα αέρινα μια καχεκτική νεραντζιά που μου’κλεινε το δρόμο και άνοιξα το βήμα μου –ότι ήταν να γίνει, ας γινόταν μια ώρα αρχύτερα.
Λίγα λεπτά αργότερα έτρεχα με το κεφάλι χωμένο στους ώμους, ίδρωνα κιόλας σα μοσχάρι επειδή είχα φτάσει στη μέση της διαδρομής όταν ανακάλυψα οτι ξέχασα το μπάσο στο σπίτι.
Βρήκα τους υπόλοιπους μέσα στα νεύρα να κουβαλάνε ηχεία και μπαλαντέζες. Το Μέταλλο έστρωνε καλώδιο κι ο Γιωργάκης μπουσούλαγε πίσω του σαν πεκινουά στερεώνοντάς το με μονωτική ταινία.
«Νωρίς ήρθες. Δεν περίμενες πρώτα να τακτοποιήσουμε;» γκρίνιαξε ο Πίβοτ.
«Τι τρέχει εδώ;» απόρησα.
«Τρέχει οτι τα μουνόπανα τ΄αφήσανε όλα χύμα και πρέπει να κάνουμε εμείς την εγκατάσταση», είπε το Μέταλλο.
«Οι άλλοι πού είναι;»
«Οι διοργανωταί;» κορόιδεψε ο Πίβοτ.
«Όχι μωρέ –οι μαλλιάδες».
«Πίνουν μπύρες από πίσω, μάς ειδοποίησαν κιόλας να τα ετοιμάσουμε γρήγορα για να κάνουν σάουντ τσεκ».
«Άψογοι οι βαρυμέταλλοι», θαύμασα.
«Επαγγελματίες», σιγοντάρισε ο Γιωργάκης κόβοντας ταινία με τα δόντια.
Μέχρι να τελειώσουμε το κερατιλίκι είχαμε γίνει λούτσα –ούτε μπάλα να παίζαμε –τα μαλλιά μάς πέφτανε στα μάτια, οι μπλούζες τίγκα στα μπαλώματα, τα μαύρα παντελόνια κάτασπρα από τη σκόνη.
«Φάε κάτι μαλάκες», μας θαύμασε ο Πίβοτ.
«Άποψη», διαπίστωσε ο Γιωργάκης.
Οι Χελ Χάι ήταν κάτι σκατόγεροι τριαντάρηδες, κουβαλάγανε μαζί τους κάτι ψόφιες Αγγλίδες από την παραλία κι έναν φαλακρογιεγιέ ασπρομάλλη που τον συστήνανε σαν ηχολήπτη. Μπήκανε στο γυμναστήριο με ύφος Ρόλινγκ Στόουνς, βαδίσανε βαριεστημένα μετρώντας τον χώρο, ένας τους μάλιστα σούταρε κάποιο μπουκάλι της Άμστελ στον τοίχο –γέμισε γυαλιά ο τόπος.
«Ευχαριστούμε παιδιά, τώρα μπορείτε να πηγαίνετε», μας ζήτησε ο διπλανός του μπουκαλοσφαιριστή.
«Ανέβα στην κονσόλα παππού μπας και μας φτιάξεις», φώναξε ο τρίτος της παρέας.
«Θέλετε κάτι παιδιά;» μας ρώτησε ο μπουκαλοσφαιριστής. «Επειδή έχουμε να κάνουμε σάουντ τσεκ...»
Το Μέταλλο πριν κάτι μήνες θα ήτανε ταμάμ με τους μαλλιάδες αλλά από τη στιγμή που είχε εμφανιστεί κουρούπας στο σχολείο καλλιεργούσε ένα στυλάκι ροκαμπίλι με τσουλούφι ατίθασο. Έπρεπε να δουν τις κονκάρδες του οι μαλλιάδες για να ψυλλιαστούν οτι πρόκειται περί δικού τους αλλά εκείνοι δεν καταδέχονταν να κοιτάξουν ούτε τον πούτσο τους. Γι΄αυτό κι όταν το Μέταλλο στήθηκε μπροστά τους αγριεμένο νόμισαν οτι πρόκειται για καθαρά μουσική διαφωνία.
«Δεν πάμε πουθενά, παίζουμε κι εμείς στη συναυλία και μάζεψε τα σπασμένα μην κοπεί κάνα παιδί και τρέχουμε όλοι μας», μούγκρισε στον μπουκαλοσφαιριστή.
Έμειναν να κοιτάζονται για λίγο, ο γομάρης μπουκαλοσφαιριστής και το Μέταλλο που του έφτανε μέχρι το σαγόνι.
«Είσαστε συγκρότημα δηλαδή;» ρώτησε κάποιος άλλος.
«Ναι», είπε ο Πίβοτ.
«Και πώς σας λένε;»
«Είμαστε το Φάντασμα στη Μηχανή», ανακοίνωσε ο Γιωργάκης.
«Ένα Φάντασμα της Όπερας ήξερα. Συγγενής σας;» κορόιδεψε ο κάποιος άλλος.
«Κι αφού γελάσαμε όλοι μαζί, να σας πούμε οτι δεν πάμε πουθενά γιατί θέλουμε να κάνουμε κι εμείς σάουντ τσεκ», ανακοίνωσε με τη σειρά του ο Πίβοτ.
«Ναι ε;» απόρησε ο μπουκαλό.
«Έχετε ηχολήπτη;» ενδιαφέρθηκε ο άλλος.
«Δεν τον χρειαζόμαστε», είπε ο Πίβοτ.
Οι μαλλιάδες ξεκωλώθηκαν να γελάνε και με το δίκιο τους. Η επόμενη ώρα πέρασε με μας να τριγυρνάμε σαν ορφανά αγγούρια όσο εκείνοι κάνανε τις δοκιμές τους. Όταν φύγανε αφήσαμε να περάσει κάνα εικοσάλεπτο πριν βγούμε έξω –φυσικά δεν είχαμε ιδέα από κονσόλες και σάουντ τσεκ αλλά δεν θέλαμε να φανούμε εντελώς του ασχέτου. Μ΄αυτά και μ΄αυτά ξεχάσαμε τη συναυλία και την αγωνία της.
Το Γυμναστήριο είχε μια υπερυψωμένη σκηνή στην βορεινή του άκρη –καθώς φαίνεται ο αρχιτέκτονας το σχεδίασε για αίθουσα εκδηλώσεων κι όχι για να στρώνουμε ίππους και δίζυγα. Πίσω από τη σκηνή υπήρχε ένας μακρόστενος διάδρομος με δυο υποτυπώδη δωματιάκια, στη δεξιά και την αριστερή πλευρά της σκηνής –όταν κάναμε γυμναστική τα χρησιμοποιούσαμε για αποδυτήρια, τώρα λειτουργούσαν σαν καμαρίνια των μουσικών.
Οι μουσικοί. Τρεις μαλλιάδες με τις ξεκωλιάρες τις Αγγλίδες της παραλίας κι εμάς να μας έχουν πεταχτεί τα μάτια έξω από το μπανιστήρι.
«Μαλακισμένα –δεν θα παίξετε πάνω από 4 κομμάτια, έχουμε κι άλλες δουλειές, δε θα το ξενυχτήσουμε εδώ», μας προειδοποίησε ο ένας μαλλιάς.
«Άμα βιαζόσαστε, παίξτε πρώτοι», απάντησε ο Πίβοτ.
«Τι λέει το άτομο;» ρώτησε ο ένας μαλλιάς.
«Λέει να βγουν πρώτα οι χέντλιντερς και μετά το σαπόρτ», του εξήγησε ο άλλος.
«Μην τον παρεξηγείς, μάλλον τον πείραξε το ανθρακικό από τη λεμονάδα», δικαιολόγησε ο τρίτος.
«Θα τους γαμήσω όρθιους», μούγκρισε ο Πίβοτ.
«Κάτσε στ΄αυγά σου», του σφύριξε το Μέταλλο.
Εκείνη τη στιγμή μπήκε το πενταμελές.
«Είσαστε έτοιμοι;» μας ρώτησαν.
«Έτοιμοι γεννηθήκαμε», είπε ο Γιωργάκης.
Οι μαλλιάδες μάς κοίταξαν κι έριξαν ένα φτιαχτό ξέφρενο γέλιο πριν επιστρέψουν βιαστικά στο μπαλαμούτι.
«Σας ανακοινώνω και βγαίνετε», είπε ένας του πενταμελούς.
Σηκωθήκαμε -τα γόνατά μας δίπλωσαν σα μαριονέτες που τους έσπασαν οι σπάγκοι.
Φόρεσα το μπάσο, ο Πίβοτ έβαλε μαγκιόρικα την κιθάρα στην πλάτη σαν καραμπίνα, ο Γιωργάκης πήγε να πει κάτι αλλά το μετάνιωσε, το Μέταλλο ένωσε τα δάχτυλά του και οι κλειδώσεις του έτριξαν –περπατήσαμε μαζί τ΄ατέλειωτα χιλιόμετρα από τα παρασκήνια μέχρι τη σκηνή.
«Τη συναυλία των Χελ Χάι θ΄ανοίξει το συγκρότημα του σχολείου μας, υποδεχτείτε τα Φαντάσματα», τσίριζε εκεί έξω στο ανοιχτό μικρόφωνο ο πρόεδρος του πενταμελούς.
Χλιαρά χειροκροτήματα και ζωηρά γέλια –δίπλωσα πάνω στο μπάσο προσπαθώντας να κρατήσω ένα ακόμα ορμητικό κύμα εμετού που σηκώθηκε στο Μαλιμπού Μπιτς. Και το κύμα μάς ξέβρασε στη σκηνή να τρέμουμε μουσκεμένοι.
Το Μέταλλο απέφυγε να κοιτάξει κάτω όσο έπαιρνε θέση πίσω από τη ντραμς, ο Γιωργάκης έφτιαξε τη βάση του μικροφώνου, ο Πίβοτ διάλεξε ενισχυτή και πήρε να δοκιμάζει την κιθάρα του, έκανα κι εγώ το ίδιο στην άλλη άκρη της σκηνής.
«Καλησπέρα», είπε ο Γιωργάκης στο μικρόφωνο.
«Άντε γαμήσου», του απάντησαν κάτι κανίβαλοι της μπροστινής σειράς.
Ο Πίβοτ πλησίασε τον Γιωργάκη, έχωσε την κεφάλα του μπροστά στο μικρόφωνο και φώναξε....
«Είμαστε το Φάντασμα στη Μηχανή -ήρθαμε να σας γαμήσουμε».
Ο Γιωργάκης εκμεταλλεύτηκε τα δευτερόλεπτα αμηχανίας των παιδιών από κάτω και συμπλήρωσε...
«Γαμιούνται τα φαντάσματα κι οι φαντασμένοι».
«Πάμε το Καμ ον», μάς φώναξε ο Πίβοτ -ξεκινήσαμε τσάτρα πάτρα για να μην αφήσουμε χρόνο στους από κάτω.
Πριν το πρώτο ρεφρέν είχε φανεί το πράγμα οτι ήταν είμαστε αλλού γι’ αλλού, στη συνέχεια συνειδητοποίησα οτι δεν άκουγα τίποτα, ούτε εμένα, ούτε τους άλλους –μόνο τη ντραμς του Μέταλλου και τη φωνή του Γιωργάκη. Η φωνή του Γιωργάκη ήταν πολύ καλή τελικά και αυτό ήταν το μοναδικό καλό που είχαμε να δείξουμε. Ο Πίβοτ ακουγόταν σαν ανοιχτήρι κονσέρβας κι εγώ σαν πάπια που βόλταρε στις λάσπες. Τα παιδιά από κάτω έμοιαζαν μπερδεμένα –να μάς κράξουν ή να μάς γράψουν; Επέλεξαν το δεύτερο ευτυχώς.
Τελειώσαμε το κομμάτι μέσα σε φασαρία –τα παιδιά από κάτω είχαν πιάσει ψιλοκουβέντα, κάποιος χειροκρότησε ξεκαρδισμένος στα γέλια. Αυτόν τον πούστη τον γνώρισα, ήταν από την παρέα του Μέταλλου.
«Δεν έχει πλάκα», ούρλιαξε στο μικρόφωνο ο Γιωργάκης και μπήκαμε στο Νο φαν κάπως καλύτερα απ΄ότι προηγουμένως –καμιά σχέση με τις πρόβες βεβαίως. Το μικρόφωνο του Γιωργάκη τράβηξε έναν ξεγυρισμένο μικροφωνισμό και κάποια παιδιά από κάτω βούλωσαν τ΄αυτιά τους αλλά ο Γιωργάκης δεν ενοχλήθηκε, απεναντίας, έβγαλε το μικρόφωνο από τη βάση και γονάτισε στην άκρη της σκηνής, έσκυψε προς τα κάτω κι άρχισε να ουρλιάζει το τραγούδι. Τα παιδιά πάγωσαν για μια στιγμή –διχασμένα. Πήγα λίγο πιο μπροστά, το ίδιο έκανε κι ο Πίβοτ, για να είμαστε έτοιμοι.
«Παίξε πάνω σε μένα ρε Τρανζίστορ, δεν πατάς πουθενά», φώναξε από πίσω μας το Μέταλλο.
Εκείνη τη στιγμή ο Πίβοτ βρέθηκε πάνω από τον Γιωργάκη, γύρισε την κιθάρα του σαν ακόντιο και συνέχισε να παίζει σημαδεύοντάς τον –κάποια παιδιά ζητωκραύγασαν το ψευτοχέβι στυλάκι, εγώ χαλάστηκα. Πάντως, στο τέλος του τραγουδιού πέσανε κάνα δυο κανονικά χειροκροτήματα.
«Τώρα θα σας παίξουμε κάτι δικό μας», ανακοίνωσε ο Πίβοτ.
«Γιατί;» κλαψούρισε ένα παιδί από κάτω.
«Δε μας λυπάσαι;» κορόιδεψε κάποιος άλλος.
«Μαλλιμπού 1», ψιθύρισε ο Πίβοτ προσπαθώντας να μην ακουστεί στους από κάτω.
Ξεκινήσαμε να το παίζουμε στο κανονικό αλλά ο Γιωργάκης σεληνιάστηκε, το γύρισε στην παθιασμένη παράσταση, μέχρι που πήδηξε κάτω από τη σκηνή όσο τον πήγαινε το καλώδιο, τα παιδιά της πρώτης σειράς τον κύκλωσαν αμέσως κι αρχίσανε να πέφτουν κάτι σφαλιάρες του στυλ αλλαρία μουνταρία –ο Γιωργάκης όμως απτόητος. Κανείς δεν ξέρει που θα κατέληγε αυτό αν δεν έλυνε τη ζώνη της κιθάρας ο Πίβοτ και δε βούταγε με τα μούτρα στη φασαρία –μετά από λίγο σκαρφάλωσαν μαζί με το Γιωργάκη στη σκηνή...
«Γουστάρετε περιπέτεια –έτσι;» ούρλιαξε στο μικρόφωνο ο Πίβοτ.
«Θα σας δώσουμε να πάρετε και για το σπίτι», τον ακομπανιάρισε ο Γιωργάκης κι εγώ ήξερα τι έπρεπε να κάνω.
Έτσι ήταν φτιαγμένο από την αρχή, θα μπορούσα να το πω κανονισμένο αν είχε γίνει η παραμικρή συνεννόηση. Αλλά δεν είχαμε συνεννοηθεί.
Σαλτάρισα ίδιος φασουλής στην άκρη της σκηνής και ξεκίνησα τη γαμημένη Μάδερ Ερθ εισαγωγή του «Θηληκού Μαχαιριού», άκουσα ένα «γαμιέστε όλοι σας» από το Μέταλλο που, πάντως, μπήκε κανονικά στο κομμάτι, γέμισε η αίθουσα απ΄τον κρουστό βομβαρδισμό, οι μαλλιάδες οι φίλοι του πήραν να χειροκροτάνε. Εκείνη τη στιγμή θα προτιμούσα να είμαι θαμμένος σε μυρμηγκοφωλιά παρά στη θέση του Μέταλλου και το ίδιο θα προτιμούσε κι εκείνος.
Ο Πίβοτ μπήκε αεράτος στο κομμάτι κι ο Γιωργάκης ξεκίνησε μια ερμηνεία δίχως αύριο. Δεν χρειάστηκαν πάνω από δυο κουπλέ για να καταλάβουν τα παιδιά από κάτω –το γιουχάισμα ξεκίνησε σχεδόν ομόφωνο κι όταν είπε για δεύτερη φορά το ρεφρέν ο Γιωργάκης έπρεπε να σκύβουμε αν θέλαμε ν’αποφεύγουμε τα μπουκάλια.
«Κατεβείτε κάτω ρε μουνιά».
«Διώξτε τους».
«Ντου ρε».
«Τι τους κοιτάτε τους μαλάκες;»
«Γαμημένοι ανώμαλοι».
«Ψυχάκηδες».
Δεν χρειάστηκε πολλή ώρα για ν’ανέβουν στη σκηνή –αγριεμένα παιδιά που μας σπρώχνανε και κυνηγάγανε το Γιωργάκη όσο εκείνος τούμπαρε τα μηχανήματα για να κερδίσει λίγο χρόνο μπας και φτάσει στο τέλος του τραγουδιού.
Μέχρι που τον στρίμωξαν δίπλα στα καμαρίνια, θα μπορούσε να τους ξεφύγει και να χωθεί μέσα αλλά καθόταν και τους κοίταζε χαμογελώντας, θα τον λιώνανε επιτόπου αν δεν τράβαγε ένα μνημειώδες σάλτο το Μέταλλο και δεν έσκαγε πάνω τους ουρλιάζοντας...
«Αφήστε το παιδί ρε μουνιά».
Εγώ κι ο Πίβοτ προσπαθούσαμε να γλιτώσουμε τα όργανά μας κι έτσι τρώγαμε ξύλο αβέρτα. Μέχρι που πέσανε στη μέση κάτι ψύχραιμοι, μας πήγαν καροτσάκι ως την πόρτα του γυμναστηρίου, εκεί μάς ξηγηθήκανε κάτι σούτια ευθύβολα –βρεθήκαμε κουτρουβαλώντας στη μέση του προαυλίου να μετράμε παΐδια και να ψάχνουμε δόντια.
Τα παιδιά μέσα στο γυμναστήριο είχαν αφηνιάσει –βρήκαν την ευκαιρία και την άρπαξαν απ΄τα μαλλιά, μερικοί θυμήθηκαν οτι κάποιοι άλλοι τους είχαν κλέψει γκόμενα, κάποιοι είχαν άχτι το πενταμελές και οι υπόλοιποι απλώς συμμετείχαν στο πανηγύρι για να μην τους κακοχαρακτηρίσει το περιβάλλον. Αποτέλεσμα –σαλούν. Τζαμαρίες κατέβηκαν, μηχανήματα ισοπεδώθηκαν, μάγουλα μάτωσαν...
Αργότερα μάθαμε οτι οι Χελ Χάι μάς έψαχναν να μάς γαμήσουν.
Εκείνη τη μέρα όμως, σέρνοντας από τις μασχάλες το Γιωργάκη που είχε μαζέψει τις περισσότερες, ανεβήκαμε τις σκάλες του σχολείου «πιο δυνατοί κι από το διάβολο».
«Την άλλη φορά που θα παίξετε κομμάτι χωρίς να το έχουμε συμφωνήσει θα σας σκίσω τα βάρδουλα», είπε το Μέταλλο.
«Τι γκρινιάζεις τώρα. Καλά δεν ήταν;» τον ρώτησε ο Πίβοτ.
Το Μέταλλο προχώρησε μπροστά χωρίς να απαντήσει.
«Τους ανατινάξαμε τα μυαλά», κλαψούρισε ο Γιωργάκης ενώ τα χείλια του άρχιζαν να πρήζονται.
«Ναι», είπα.
«Έχασα ένα δόντι», συνέχισε εκείνος.
«Ναι;» απόρησα.
«Ναι –πλαϊνό».
«Α, ναι», μουρμούρισα κουρασμένα.
Πήγαμε τον Γιωργάκη μέχρι το σπίτι του, κάτσαμε λίγο να ηρεμήσουμε την κυρία Κατερίνα που έγινε άσπρη σα χασές όταν μας είδε και μετά φύγαμε.
«Εντάξει ρε Μέταλλο;» ρώτησε ο Πίβοτ εκεί που χωρίζανε οι δρόμοι για τα σπίτια μας.
«Δεν ξέρω», έκανε εκείνος χωρίς να σηκώσει τα μάτια του από την άσφαλτο.
«Εγώ ξέρω», είπε ο Πίβοτ.
«Ε, αφού ξέρεις....» μουρμούρισε το Μέταλλο κι έφυγε χωρίς να χαιρετήσει.
«Αύριο έχει πρόβα –όσο είμαστε ακόμα ζεστοί», μου είπε ο Πίβοτ όταν φτάσαμε έξω από το σπίτι του.
«Λες οτι μετά από τόσο ξύλο θα μπορέσουμε να παίξουμε;» απόρησα.
«Όσο είμαστε ακόμα ζεστοί», μου υπενθύμισε.
«Ρε Πίβοτ...»
«Τι;»
«Αξίζαμε τίποτα εκεί πάνω;»
«Το ρωτάς;»
«Ναι».
«Δεν ξέρω ρε Τρανζίστορ, δεν ξέρω αν αξίζαμε. Ξέρω μόνο οτι θα τους γαμήσουμε τα πρέκια».
«Γεγονός αυτό;»
«Μα αφού στο λέω...»
«Εντάξει».
«Αύριο πρόβα λοιπόν».
«Εντάξει».
Συνέχισα το δρόμο για το σπίτι μου νιώθοντας υπέροχα.
Σβήνω το τσιγάρο στο τασάκι δείχνοντας αποφασισμένος. Την κοιτάζω κάπως έντονα –το καταλαβαίνω αργά καθώς χαμηλώνει τα μάτια της.
«Η πρώτη μας συναυλία ήταν σκέτη καταστροφή –σπάσανε το γυμναστήριο του σχολείου για να μας διώξουν από τη σκηνή», λέω.
«Δηλαδή; Τι συνέβη;» ρωτάει.
«Απλώς ήμασταν απαίσιοι», παραδέχομαι.
«Γίνε πιο συγκεκριμένος».
Αφουγκράζομαι το σπίτι –τίποτα ανησυχητικό δεν ακούγεται. Την κοιτάζω που περιμένει με συγκαταβατικό χαμόγελο να γίνω πιο συγκεκριμένος και μοιάζει η μούρη της σαν στάμπα σε ξεχειλωμένη μπλούζα.
Θα χρειαστεί να περιμένει για πολύ ακόμα.
Egidio Gherlizza- Τζέφυ και Τσέρυ
-
Ο Egidio Gherlizza είναι ένας καλλιτέχνης για τον οποίο μιλούν ελάχιστα,
ωστόσο ο πιο τυχερός χαρακτήρας του, ο αλήτης Σεραφίνο, κατάφερε να γίνει
μια μ...
Πριν από 5 μήνες
21 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Τι εγινε? Γκολ σε κενη εστια?
Μάλλον κόρνερ σε πλεονεκτική θέση.
ωραια το πηγες, αν και το περιμενα...
Κάθε φορά δε διαβάζω απνευστί, πόστ-σεντόνι με την μία. Σαν κατεγιστικό ρίγ πάνκ μπάντας, μια κι έξω.
Αναμένω τη συνέχεια...
Άσωτε, πώς αλλιώς να γίνει αδερφέ μου; Δεν εφευρίσκουμε την ιστορία, απλώς την καταγράφουμε συμπυκνωμένη.
Σάντι, αν κατάφερνα να πιάσω ένα σετάκι πανκ μπάντας (ακόμα κι εκείνα που διακόπτονταν βίαια) θα ήμουν πανευτυχής.
έχω κολλησει άσχημα με την ιστορία φίλε...συνέχισέ τη!
Κι άλλοι πολλοί κολλήσανε (όχι μ΄αυτό που γράφω -με την κανονική ιστορία) και είχανε κακά ξεμπερδέματα -να το προσέξεις λοιπόν, χεχεχεχε.
Πανω που ξεχνάω την γκόμενα στην Στεκιά με τα 'πασάμ' και τα 'μανίτσα μ', έρχεσαι εσυ και πετάς αυτο το μανάρ' μου, και καααάθε φορα θυμάμαι όλο το σετ, με πιάνει νευρικό γέλιο και γελάω σαν ηλίθιο μόνη μου...! Σχαμό δεν έχεις πια!! :P (επειδή κατέχουμε και ξένες γλώσσες -ετσι;) χαχα
Τελικά εισαι καλός εσυ...ολο ωραία πράγματα γράφεις, και δεν σου το 'χα :P
Μέχρι στιγμής πάντως ειναι το δεύτερο αγαπημένο μου. Πρώτα εξακολουθούν να ειναι τα τριαντάφυλλα. Λες να γίνει ανατροπή στην παράταση?
Ε, μα δεν έχεις ακούσει οτι οι μεγάλοι καλλιτεγναι βρίθουν αναφορών σε άλλους δημιουργούς;
Το μόνο που μπορώ να σου πω πάντως ειναι πως σαν ιστορία θα είναι πιο ενδιαφέρουσα από τα Τριαντάφυλλα.
Εμένα μ΄αρέσουν όλα_
Το μικρό συννεφάκι δεν έχει λινκ στο μηντιαφάιρ. Τα πήρα ένα-ένα και τα 'κανα .PDF. (άμα θέλεις στο στέλνω)
Τώρα αυτό περιμένω να τελειώσει για να το κάνω. Δεν έχει ουσία ένα - ένα τα άρθρα, έτσι δεν είναι;
Τα "Γουρούνια" με μπέρδεψαν λίγο και τα ξαναδιαβάζω στο καπάκι_
Περισσότερο με μπέρδεψαν οι αναφορές στη "Στεκιά" και τα διαφορετικά ονόματα αλλά τη βρήκα την άκρη (έτσι νομίζω δηλαδή)...και μάλλον αναφέρεται στη διάλυση της παρέας της στεκιάς εκτός κι αν έχω καταλάβει λάθος.
Δεδομένου πως δεν έχω διαβάσει και τα υπόλοιπα βιβλία ίσως γιαυτό να με μπέρδεψαν τα "Γουρούνια".
Ε αυτά_
και κάτι άλλο ήθελα να γράψω αλλά τώρα το 'χω ξεχάσει_
:)
miliokas aka skylos_mayros
Α! θυμήθηκα τι 'θελα να πω.
Πως βρίσκομαι στα ποστς υπό την αιγίδα (sic) της ετικέτας
«Ιστορίες του απέναντι τοίχου»
Είναι μεμονωμένες ιστορίες ή έχουν συνέχεια; Από μια γρήγορη ματιά που έριξα κάποιες κάτι μου θυμίζουν -ίσως τις διάβαζα παλιότερα που δεν έκανα σχόλιο, κάποιες άλλες πάλι όχι.
Κι αν είναι με συνέχειες υπάρχουν κάπου μαζεμένες η να τις μαζέψω;
Το θέμα είναι πως βαρέθηκα να ανεβοκατεβάζω μουσική από το διαδίκτυο και είπα να το ρίξω και λίγο στο διάβασμα που το 'χα παρατήσει την τελευταία 5ετία_
:)
miliokas aka skylos_mayros
Αγαπητέ Μίλι -Όκα καλώς ήλθατε στην ηλεκτρονική μας βιβλιοθήκη. Θα χαρώ να πάρω τα πιντιέφια, για την ώρα διόρθωσα το Συννεφάκι (αλήθεια, ένας φίλος το είχε πάει σε εκδοτικό οίκο και το απορρίψανε μετά πολλών επαίνων, αλλά ποτέ δεν μου το επέστρεψαν, χεχεχε).
Τα Γουρούνια είναι όπως το λες -αναφέρονται στη διάλυση της παρέας η οποία διάλυση παρουσιάζεται και μέσα στον Μοντεζούμα και τη βλέπεις στα Κουρέλια (την ταινία). Θέλουν λίγη προσοχή επειδή κάποια ονόματα είναι αλλαγμένα, αλλά βγαίνει άκρη.
Οι Ιστορίες του Απέναντι τοίχου ήταν κάποτε μασίφ -δηλαδή οτι μαλακία διήγημα έγραφα την έβαζα εκεί πέρα. Μετά το Κρασί και τα Τριαντάφυλλα αποφάσισα να ξεχωρίσω όσες ιστορίες από εκεί μέσα αναφέρονταν στην εποχή πριν το 88-90 κι έτσι τις έβαλα στο "Πριν δαγκώσουμε τα τριαντάφυλλα". Ότι περίσσεψε έμεινε στον Τοίχο, δεν υπάρχει συνέχεια εκεί πέρα και γι΄αυτό δεν τα σήκωσα σε μήντια φάιρ.
Ουφ!
Υ.Γ.: Ετοιμάσου για έξοδα τον Μάη που ξαναβγαίνουν οι ταινίες του Νικολαϊδη και τα βιβλία του.
Ναι, έχω διαβάσει σχετικά και μπορεί να ανέβω κάμμια βόλτα προς εκεί εκείνες τις μέρες_
Έχω διαβάσει τα περισσότερα (σχεδόν όλα δηλαδή) και ψάχνω τώρα να βρω τι έχει απομείνει...
Υπάρχει κι ένα που το συμπληρώνουν κι άλλοι μπλόγκερς...
Ψάχνω να βρω μια βολική σειρά ν' αρχίσω... θα την βρω όμως
:)
miliokas aka skylos_mayros
Αααα ναι -υπάρχει. Πλάκα είχε όταν το φτιάχναμε, το διασκεδάσαμε δεόντως.
Αυτο το pdfι του συννεφακίου μηηηηηηήπως μπορώ να το εχω και εγω? Είναι το πρωτο που διάβασα και λείπει απο την συλλογή μου ως αρχείο.
Α, και μιας και πιασαμε τα περι Νικολαίδη ξέχασα να σου πω πως είδα το Singapore Sling (επιτέλους). Αφενός μεν δεν έπρεπε να είχα φάει, αφετέρου ηταν ταινιάρα. Τελικά πόσο μπροστά ηταν αυτος ο άνθρωπος βρε παιδί μου, κάθε φορά εντυπωσιάζομαι!
Το Συννεφάκι το σήκωσα κάτω από το λινκ του σε Γουόρντ, για να μπορείς να το πάρεις, να του αλλάξεις το όνομα του ήρωα και να το κυκλοφορήσεις για δικό σου -τι πιντιέφ και σαχλαμάρες τώρα! (Η αλήθεια βέβαια είναι οτι δεν έχω πιντιεφικό πρόγραμμα).
Το Σίγκαπουρ θεωρείται παγκοσμίως μια από τις 20 σημαντικότερες καλτ ταινίες (αν το γκουγκλίσεις θα το δεις). Για μένα είναι η πανέμορφη συνέχεια της Λάουρας και στην πρεμιέρα του είδα για μοναδική φορά τον Νικολαϊδη. Ψάξε να δεις και την Κόλαση αν δεν την έχεις δει και το Ζέρο.
Η μαλακία με τον Νικολαϊδη είναι οτι αν τον παρακολουθήσεις επισταμένως θα ανακαλύψεις οτι δεν υπάρχει κανένας λόγος να κάνεις εσύ τέχνη -τα έχει πει όλα ο μπαγάσας.
δε χρειάζεται κάποιο πρόγραμμα για να κάνεις .PDF, υπάρχουν διάφορες ονλάιν υπηρεσίες που σε βοηθούν να σκορπίσεις τα κείμενά σου σε ολόκληρο τον πλανήτη κάνοντάς τα .PDF -με το macτο κάνεις απευθείας με συνδιασμό πλήκτρων....
Το Singapore Sling ήταν αυτό που κοπιαρίστηκε στη Σαντορίνη. Το βλέπω άνετα ακόμα και τώρα και πριν κάνα μήνα βρήκα και κατέβασα και τη Λάουρα με υπότιτλους κλπ και κάθισα και τα είδα παρέα -όχι και τα 2 ταυτόχρονα -το ποστ το δικό σου που ακολούθησε εκείνες τις μέρες με έκανε να μην ποστάρω κάτι ανάλογο(άσχετα όλα αυτά)
Στο θέμα μας: Λίνκ για το "Συννεφάκκι" σε πιντιΈφη εδώ .
Είναι .PDF από το δικό σου απόουντ (;
Αυτά τα λίγα λοιπόν...
miliokas aka skylos_mayros
Milioka ευχαριστώ για το συννεφολινκάκι.
Πώς κοπιαρίστηκε στη Σαντορίνη το Σίνγκαπουρ;
Νομίζω πως το είχα γράψει στο blog μου αλλά δε θυμάμαι. Το 2007 ήμουν κάπου γύρω στο Πάσχα στη Σαντορίνη -ήταν τότε που βυθιζόταν το καράβι στην Καλντέρα-έχω και φωτός κάπου- και μέσα στα άλλα που κάναμε εκεί ήταν να νοικιάζουμε ταινίες να βλέπουμε σε ντιβιντι. Πήγαμε λοιπόν σε ένα βίντεο κλαμπ -όπως μπαίνεις στα Φηρά νομίζω δεξιά, που είχε και μια ωραία ξανθιά υπάλληλο -εμένα δε μ΄αρέσουν οι ξανθιές αλλά αυτή μ' άρεσε-δηλ. όταν την έβλεπα γιατί μετά την ξεχνούσα- κι εκεί λοιπόν βρήκα όλες τις ταινίες του Νικολαΐδη-Από την Ευριδίκη και την περίπολο μέχρι το Σίνγκαπουρ Σλινγκ και δεν ξέρω ποιά άλλη. Τις νοίκιασα όσες δεν είχα και τις αντέγραψα από ντιβιντι. Κάποιες φυσικά τις είχα από την Ελευθεροτυπία...
Αυτό εννοούσα "κοπιαρίστικε".
Επειδή, ξέρεις, είναι λίγο παράνομο αυτό να μην το λέω φάτσα-φόρα...
Κι έτσι τις έχω τις περισσότερες-εκτός του Zero Years που το κατέβασα και ποτέ δεν το πέρασα σε δισκάκι...
Κάποιες ήταν δύσκολο να γραφτούν κι έπρεπε να τις ψάχνω κομμάτι-κομμάτι να δω ποιο δε γράφεται αλλά ήμουν τόσο χαρούμενος που τις είχα βρει που δε μ΄ένοιαζε...
Αυτά...
Φυσικά και τις είδα μόνος μου, έτσι?
Αλλά στο επόμενο ταξίδι μου εκεί 8α τις πάρω μαζί μου
κι αυτή τη στιγμή που μιλάμε ('ντάξει "μιλάμε"...που λέει ο λόγος) έχω βάλει και παίζουν τα κουρέλια...
ΥΓ: Πάντως μου φάνηκε πολύ περίεργο που βρήκα εκεί όλες τις ταινίες του ΝΝ...
miliokas aka skylos_mayros
Δες: http://miliokas.tumblr.com/post/4833878856/my-old-ronson-lighter-ronson-retro-taken-with
και το ποστ που έλεγα -http://miliokas.blogspot.com/2011/03/blog-post_25.html
δεν κάνω απευθείας λινκ γιατί δε θυμάμαι τον κώδικα .... κι έξω βρέχει.. όπως στις ταινίες του Νικολαΐδη ένα πράμα...
miliokas ξανά !
(:
"Βάλε και μια βροχή για ατμόσφαιρα", που έλεγε κι εκείνος.
Αν είναι έτσι τα πράγματα λοιπόν πρέπει να έρθεις οπωσδήποτε στο αφιέρωμα ή να κανονίσεις να πάρεις ταχυδρομικά το πακέτο των ταινιών (απ΄ότι έμαθα η τιμή θα είναι πολύ χαμηλή και θα έχει και την πρώτη του, τη μικρού μήκους -ένα οπτικομουσικό αριστούργημα). Επειδή αυτά που έχεις δει είναι σε αισχρή ποιότητα και μάλιστα ο γελοίος ο διανομέας είχε δώσει τις ταινίες όταν πέθανε ο Ν.Ν. στις εφημερίδες χωρίς τη συγκατάθεση των δικών του. Πέρα από τη θολή εικόνα και τον ανύπαρκτο ήχο λείπουν και κομμάτια από τις ταινίες -από την Κόλαση για παράδειγμα λείπουν 20 λεπτά! Γι΄αυτό σου λέω, μάζεψέ τα κι ανέβα στο αφιέρωμα.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!