Προηγούμενα:
1. Μπάσκετ με τα φαντάσματα
2. Οι εφιάλτες ξεκινάνε ονειρικά
3. Μαλιμπού Μπιτς
4. Τυφλοπόντικες στον παράδεισο των ερπετών
5. "Χασάν ι Σαμπά"
6. Φλάουερ Στούντιος
7. Κριστίν
8. Ψόφιες τουλίπες και τουμπαρισμένοι χρυσοκάνθαροι
9. Ένα μάτσο μουσικόφιλες ψωλίτσες
Ήταν εντελώς φρικαρισμένος ο μαλάκας. Πώς του ‘ρθε να κάνει κάτι τέτοιο –απ΄την τηλεόραση το ‘μαθα...Τι έγινε: έπινα μια μπύρα, αραχτός στο κυλικείο του Ωδείου –δεν είχα μάθημα για το επόμενο δίωρο αλλά βαριόμουν να πάω σπίτι και να ξαναγυρίζω. Έπινα τη μπύρα μου ήσυχα και προσπαθούσα να αποφύγω την πάρλα της κυρα-Στάσας, η κυρα-Στάσα έχει το κυλικείο κι άμα σε λοκάρει τη γάμησες –είναι ικανή να σε πυροβολεί κάνα μισάωρο χωρίς ανάσα.
«Δεν ανοίγεις την τηλεόραση; Κάτι θέλω να δω», της λέω θέλοντας ν’ αποφύγω την επίθεση που προετοίμαζε.
«Τι να δεις μεσημεριάτικα; Τις κουτσομπόλες;»
«Όχι –ειδήσεις...»
«Δεν έχει ειδήσεις...»
«Ε άνοιξέ την, χρυσή μου –κάποτε θα βάλει».
Την άνοιξε εμφανώς νευριασμένη. Με το που φάνηκε η εικόνα βιάστηκε να τη χαμηλώσει τέρμα...
«Για να μην ενοχλούνται οι πελάτες», μου είπε.
Ποιοι πελάτες μωρή μπαλότσα; Αφού μόνοι μας είμαστε. Η μπύρα μού γάμησε το στομάχι, απ΄ όταν πήρα μαζεμένα κιλά το αλκοόλ με ξεσκίζει. Καούρες, ξινίλες –γεράματα μαλάκα μου...
Τότε ξαφνικά είδα τον Τρανζίστορ στην οθόνη. Δηλαδή –όχι ζωντανό, μια φωτογραφία του. Με αραιωμένα μαλλιά και φρικαρισμένο βλέμμα, τον είχαν τραβήξει στο πάρκινγκ κάποιου πολυκαταστήματος, κρατούσε διάφορους «τσίγκους» και προσπαθούσε να μη φανούν, έμοιαζε με ανώμαλο που τον πιάσανε με τα δισκάκια κτηνοβασίας ανά χείρας. Μετά η φωτογραφία του έφυγε και μια φωτογραφία του Πίβοτ πήρε τη θέση της. Ήταν φωτογραφία από κάποια πρόσφατη συναυλία του σε κλειστό γήπεδο, κάτι κόκκινα και πορτοκαλί φώτα κάνανε την ιδρωμένη φάτσα του να γυαλίζει όσο χαμογελούσε στο αόρατο πλήθος. Σε λίγο εξαφανίστηκε κι αυτή η φωτογραφία και δείχνανε μια ξανθιά μουνίτσα να αναμεταδίδει έξω από το ΠΑΛΛΑΣ, από κάτω έγραφε «Πλάνα Αρχείου», τι σκατά σήμαιναν όλα αυτά; Θες να ξανασυνεργάζεται ο Πίβοτ με τον Τρανζίστορ για τίποτα κυριλέ συναυλίες;
«Δυνάμωσέ το λίγο κυρα-Στάσα», παρακάλεσα.
«Γιατί; Τι δείχνει;»
Το μουνί της μάνας σου δείχνει –δυνάμωσέ το μωρή φώκια...
«Τίποτα, κάτι γνωστούς μου –θα βάλεις λίγη φωνή;»
Τώρα στην οθόνη ήτανε μια χοντρή αντρογυναίκα, μίλαγε στο μικρόφωνο κάποιου αόρατου ρεπόρτερ, έστησα αυτί.
«Εγώ είχα τελειώσει το καθάρισμα, έπρεπε να πληρωθώ κι ακούω τις φωνές από μέσα –μετά ησυχία, πόσο να περιμένω, χτύπησα, δε μου απαντούσαν, μόνο ησυχία –μπήκα και είδα τον κύριο μέσα στα αίματα και τον άλλο να στέκεται πάνω του... φοβήθηκα, το ‘βαλα στα πόδια και ειδοποίησα το 100...»
Ζαλίστηκα έτσι που είχα πεταχτεί όρθιος, πήγα να πιαστώ από το τραπέζι και πήρα σβάρνα τη μπύρα, το τασάκι –τ΄ άκουσα να κοπανάνε στο πάτωμα και να κομματιάζονται –τι είχε γίνει; Ποιος ήταν μέσα στα αίματα;
«Είστε καλά;» με ρώτησε η κυρα-Στάσα.
Δε μίλησα. Βγήκα έξω από το Ωδείο και ξαναμπήκα αμέσως μέσα, δεν ήξερα που βρισκόμουν –ανέβηκα στη γραμματεία, ειδοποίησα οτι δεν θα έκανα τα υπόλοιπα μαθήματα της μέρας...
«Είσαι καλά; Τι σου συμβαίνει;»
«Καλά είμαι. Πρέπει να φύγω...»
Βγήκα πάλι στο δρόμο, κάτι πιτσιρικάδες του Ωδείου με πλησίασαν να με χαιρετήσουν αλλά τους έκλασα και χώθηκα στο αμάξι μου. Ιδρωμένα χέρια, πάλεψα με τα πλήκτρα του κινητού. Πώς τον έχω περάσει τον πούστη που δουλεύει σε κανάλι;
«Έλα –τι γίνεται;»
«Εσύ είσαι;»
«Ναι μωρέ. Είδα τους δικούς μου στην τηλεόραση, ξέρεις κάτι;»
«Καλά –πού ζήσεις εσύ;»
«Πουθενά δε ζω –θα μου πεις ή θα με σκάσεις;»
Ο Τρανζίστορ είχε μαχαιρώσει τον Πίβοτ και κράταγε όμηρο μια δημοσιογράφα (την ξανθιά των πλάνων αρχείου –πάντα καλόγουστος ο μπαγάσας). Η καθαρίστρια του σπιτιού του Πίβοτ είχε ειδοποιήσει τους μπάτσους, τώρα το σπίτι ήταν περικυκλωμένο και περιμένανε πότε θα βγει ο μαλάκας ή πότε θα του την πέσουν.
Μάγκα μου...
Ξεκίνησα για τα νότια, βγήκα στην παραλιακή –δεν είχα πάει ποτέ στο σπίτι του Πίβοτ αλλά ήξερα που ήταν. Είχε πει σε μια συνέντευξη οτι ήθελε να είναι κοντά στην παιδική του γειτονιά –φάτε έναν αρχίδη –η γειτονιά μας ήταν σύρριζα στο βουνό, τη θάλασσα τη βλέπαμε με το μακαρόνι, ενώ η σπιταρόνα του Πίβοτ κανονικός αιγιαλός, ένα δρόμο πέρναγες και βρισκόσουν μέχρι τον αστράγαλο στην αμμουδιά. Με είχε καλέσει κάνα δυο φορές, είδε όμως που δεν του απάνταγα και το ‘κοψε –υπολόγιζα πάντα να πάω να δω το κωλόσπιτό του, να δω τι του είχαν αγοράσει τα λεφτά απ΄το ξεπούλημά μας...
Πίπες δηλαδή, ήξερα πολύ καλά οτι όλοι μας γουστάραμε να ξεπουληθούμε –φώτα, φιγούρα, μουσική –απλώς βρήκαμε τον χειρότερο πούστη για να φορτώσουμε τα κρίματά μας, Μέχρι εκεί που αντέξαμε, ο Τρανζίστορ έσπασε πρώτος, εγώ έκανα το κορόιδο κάμποσα χρόνια μέχρι να καθαρίσω ένα σταθερό εισόδημα και μια κανονική δουλειά, ήταν κι έγκυος ο Σόνια, πώς θα τα βγάζαμε πέρα... Αμάρτησα για το παιδί μου, μην το γελάς καθόλου.
Ο Τρανζίστορ είχε παντρευτεί πριν κάμποσα χρόνια, δεν κάναμε παρέα –όμως κάπου βρήκε το τηλέφωνό μου εκείνο το καλό κορίτσι που τον φορτώθηκε λόγω στραβομάρας –πήγα στο γάμο του στο δημαρχείο, είχε εντυπωσιαστεί όταν με είδε.
«Ρε μαλάκα –πού το΄μαθες;»
«Σιγά μη γλίτωνες».
Είχαμε γίνει φέσι εκείνο το βράδυ, οι καλεσμένοι φευγάτοι, το καλό κορίτσι που τον παντρεύτηκε κουτούλαγε παραδίπλα κι εμείς...
«Όταν βγήκα από το νοσοκομείο μάζεψα οτι είχα και πήγα Λονδίνο, ήθελα να μείνω εκεί...»
«Και τι έγινε;»
«Τι να γίνει –μαλακίες. Λίγο πριν μου τελειώσουν τα φράγκα βρήκα δουλειά σ΄ένα στούντιο, έρχονταν τα εγγλεζάκια για να γράψουν ντέμο, να τα πάνε στις εταιρείες... Μιξάραμε κανονική γραμμή παραγωγής τύπου Μοντέρνοι Καιροί, στο τέλος βγαίνανε όλα τα ίδια. Άκουσα κάτι παιδιά που παίζανε όμορφα πράγματα, τους βρήκα και τους πρότεινα να φτιάξω ένα ντέμο εκτός δουλειάς, περιποιημένο κι έτσι. Αποτέλεσμα –με καρφώσανε στο αφεντικό κι έμεινα άνεργος. Γύρισα πίσω –τι άλλο έμενε να κάνω;»
«Δεν είδες τίποτα καλά σκηνικά στο Λονδίνο;»
«Είδα...»
«Και λοιπόν;»
«Τι λοιπόν; Είδα –και τι μ΄αυτό;»
Και ο Πίβοτ είχε παντρευτεί 2-3 φορές... Με είχε καλέσει, επίσημα, προσκλήσεις και τέτοια. Αλλά δεν είχα πάει –ψέματα λέω, πήγα την πρώτη φορά όμως δεν μπήκα μέσα, ήτανε γάμος σε κάποιο χτήμα με ιδιωτικό εκκλησάκι και τέτοιες αηδίες. Στεκόμουν στην καγκελόπορτα, είχα τρακάρει και τ΄αμάξι, είχα γαμήσει το αριστερό φτερό κι έτσι στεκόμουνα μπροστά του για να το κρύβω όσο σκάγανε τα σελέμπριτι –ένιωσα εντελώς φτωχομπινές, ευτυχώς που δεν είχα πάρει μαζί μου τη Σόνια, έκανα μεταβολή κι εξαφανίστηκα, κάθε άλλη πρόσκληση που μου ΄στελνε την πέταγα κλειστή.
Κόντεψα να στουκάρω μ΄ ένα ξαφνικό κόκκινο, φρέναρα του πανικού, την ίδια στιγμή χτύπησε το κινητό.
«Έλα –πού είσαι;» με ρώτησε η Σόνια.
«Πάω κατά το σπίτι του Πίβοτ», της είπα.
«Το φοβόμουν αυτό. Δεν έχεις καμιά δουλειά, γύρνα σπίτι σου...»
«Καλά, κλείσε τώρα».
«Ακούς τι σου λέω;»
«Ακούω –κλείσε πριν αρχίσω τα καντήλια...»
«Έλα σπίτι αμέσως».
Έκλεισα το τηλέφωνο, το έκλεισα κανονικά, το απενεργοποίησα. Μέσα στα νεύρα.
Οι μπασκίνες είχαν κλείσει το δρόμο για το σπίτι του Πίβοτ σε απόσταση πεντακοσίων χιλιομέτρων, βρήκα λίγο χώρο, πάρκαρα. Πλησίασα την κίτρινη κορδέλα.
«Απαγορεύεται», μου λέει ένα μπατσάκι.
«Για φώναξε τον υπεύθυνο, έχω κάτι να του πω..»
«Δώστε μου την ταυτότητά σας».
«Τι να την κάνεις την ταυτότητα; Αλκοτέστ θα με περάσεις;»
«Σας παρακαλώ κύριε...»
«Φώναξε ρε παιδί μου τον κάπτεν εδώ πέρα –άντε και δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο».
Το μπατσάκι κάτι σφύριξε στον ασύρματο κοιτάζοντάς με. Μείναμε να αγναντεύουμε ο ένας το άσπρο των ματιών του αλλουνού. Τριγύρω μπαινοβγαίνανε περιπολικά και ασφαλίτικα, δεν κατάλαβα πότε ήρθε ένας σαρδέλας και πέρασε την κορδέλα για να βρεθεί δίπλα μου.
«Ποιος είστε κύριε;» μου κάνει υπηρεσιακά.
Του εξήγησα ποιος ήμουν και τι ήθελα –ο Τρανζίστορ ήτανε δικός μου άνθρωπος, αν μπορούσα να βοηθήσω να τελειώνει η κατάσταση χωρίς άλλους σκοτωμούς....
«Περιμένετε εδώ», μου λέει.
Κάτι κωλόπουλα ξεσκίζονταν στα διπλανά δέντρα, περίμενα κι όσο περίμενα τόσο το μετάνιωνα που βρέθηκα εδώ πέρα –τι δουλειά είχα; Ο Πίβοτ με τον Τρανζίστορ ήτανε κολλητοί από το σχολείο, εγώ δεν είχα πάρε δώσε πριν ξεκινήσουν το συγκρότημα. Και στην αρχή δηλαδή –σνομπαρία οι πούστηδες, επειδή γούσταρα Μέταλ -ίσα ρε Ξενάκη με το κλαρίνο σου, σιγά κι αυτοί γαμώ την ποιότητα που ακούγανε σε τελική ανάλυση. Και να σου πω και κάτι ακόμα; Εγώ πήγα λίγο παρακάτω, προχώρησα στη μουσική, επειδή η μουσική είναι το άπαν και το παν ρε φίλε. Μέσα από όλο αυτό το παραμύθι άκουσα κι έμαθα. Εσείς τι κάνατε; Δε μιλάω για τον Γιωργάκη, εκείνος ήταν εξωγήινος, είχε πέσει στη γη για να μας σώσει αλλά ως συνήθως παρανοήσαμε και τον λιανίσαμε –κομματάκια, πρώτα τα αισθήματα, μετά την αξιοπρέπεια, στο τέλος δεν είχε μείνει τίποτα άλλο παρά ένας Γιωργάκης μπουρλότο... «Καλύτερα να καεί παρά να ξεθωριάσει», θα πεις –παπαριές του Νιλ Γιάνγκ αν θες τη γνώμη μου. Και τι έγινε δηλαδή που χάθηκε ο Γιωργάκης; Χάθηκαν μαζί του και όσα τραγούδια δεν πρόλαβε να γράψει κι απλώς κονομήθηκε ο Πίβοτ, αυτό έγινε αν θες να ξέρεις. Εντάξει, όχι μόνο ο Πίβοτ κι εγώ όσο να πεις... Κι ο Τρανζίστορ κάτι λίγο..
Ένας με σπορ σακάκι και χρυσά κουμπιά κάτι μου μιλάει, αλλά δεν πιάνω τι εννοεί.
«Πες το άλλη μια», του ζητάω.
«Αστυνόμος Καραγιάννης, ελάτε μαζί μου».
Να πάω –γιατί να μην πάω; Τέτοιος μαλάκας που είμαι, μπορώ να κάνω αλλιώτικα;
Είχανε στήσει ένα αυτοκινούμενο απέναντι από το σπίτι, βρώμαγε τζατζίκι το κωλόπραμα κι ήταν στοιβαγμένοι εκεί μέσα ένα κάρο πιτυρίδες. Μπήκα, κοπάνησα το κεφάλι μου στη χαμηλή πόρτα, με βάλανε να κάτσω σ΄ένα τραπέζι με θέα το απέναντι παράθυρο, θέλω καφέ; Όχι ευχαριστώ. Χυμό μήπως; Καμιά μπύρα αν έχετε... Δεν είχαν.
«Η κατάσταση έχει ως εξής...» ξεκίνησε ο αστυνόμος.
Δεν τον άκουγα –το κεφάλι μου γύριζε –ήταν αυτοί οι μπασκίνες που βρίσκονταν όρθιοι πίσω μου, με σταυρωμένα τα χέρια –ένιωθα σαν τότε που με ρωτάγανε όλοι μαζί και πέφτανε σύννεφο οι σφαλιάρες κι οι πούστικες αγκωνιές στα νεφρά.
«Πού τα βρήκες τα λεφτά ρε κωλόπαιδο;»
Σφαλιάρα.
«Ποιος βάρεσε τον ταχυδρόμο;»
Σφαλιάρα.
«Ο Ιντζές μάς τα είπε όλα, πες τα κι εσύ να τελειώνουμε».
Αγκωνιά.
«Αφού σας είδανε ρε βλάκα –δεν ωφελεί να το παίζεις ήρωας».
«Ήρωας –μάλακας πες καλύτερα Ο άλλος σε έχει δώσει κανονικά, πες τα να ελαφρύνεις τη θέση σου».
Ηρεμία όσο περιμένουν. Ψιλοκουβέντες σε απόσταση.
«Δε μιλάει το αρχίδι».
«Είναι καλό παιδί ρε. Θα μας τα πει, μη βιάζεσαι».
«Άσε με να τον γαμήσω –δεν τον βλέπεις;»
«Όχι, είναι καλό παιδί. Δεν έχω δίκιο παλικάρι μου;»
Σφαλιάρα.
«Ποιος βάρεσε τον ταχυδρόμο;»
Όταν είδαν κι απόειδαν οτι δε βγαίνει τίποτα με κουρέψανε γουλί, για να βγάλουν το άχτι τους. Δεν ξανάφησα μακριά μαλλιά από τότε...
«Θα μπορούσαμε εύκολα να εισβάλουμε στο σπίτι αλλά πρόκειται περί λεπτής κατάστασης. Βλέπετε οι εμπλεκόμενοι είναι δημόσια πρόσωπα...»
Πετάχτηκα, ξέχασα τους καργιόληδες που γυροφέρνανε πίσω από την πλάτη μου με τα χέρια σταυρωμένα –τα πράγματα δεν ήταν όπως παλιά, τώρα μου μιλάγανε στον πληθυντικό και δε δείχνανε πρόθυμοι ν΄ αρχίσουν τις σφαλιάρες –έφταιγε μάλλον το οτι ήμουνα φρεσκοκουρεμένος. Και παλιόγερος –υπάρχει ανεκτικότης απέναντι στους αξιοσέβαστους πολίτες.
Τότε τον είδα στο παράθυρο, όχι για πολύ, μια σκιά ψηλόλιγνη που πέρασε και χάθηκε. Αναστατώθηκα όσο να πεις...
«Συγνώμη –είμαι λίγο αναστατωμένος», δικαιολογήθηκα στο μπάτσο.
«Φυσικό είναι», χαμογέλασε εκείνος.
«Θέλω να πω όμως... δηλαδή, νομίζω οτι κάπως μπορώ να βοηθήσω... αν, ας πούμε πήγαινα εκεί μέσα;» ψέλλιζα γεμίζοντας τον τόπο σάλια, σιχάθηκα την πάρτη μου.
«Τι λέτε τώρα. Να του δώσουμε ακόμα έναν όμηρο;»
Χαλάρωσα –ο μπάτσος ήταν χαζός.
«Αστυνόμε, δε νομίζω οτι θα με σκοτώσει εμένα –για την ακρίβεια δε νομίζω οτι μπορεί να σκοτώσει κανέναν απολύτως...»
«Ναι, όμως τον άλλο τον έφαγε».
«Εννοώ άνθρωπο. Δεν μπορεί να σκοτώσει κανέναν άνθρωπο. Ο άλλος ήταν...» το ‘κοψα απότομα.
«Τι ήταν;» με ρώτησε ο μπάτσος.
«Τίποτα. Εννοώ, είχαν προσωπικά –από παλιά. Τον θεωρούσε υπεύθυνο για το οτι η ζωή του πήγαινε χάλια...» τι παπαριές ξεφούρνιζα ο πούστης...
«Τέλος πάντων, δεν νομίζω οτι μπορούμε να συζητήσουμε...» ξεκίνησε να λέει ο μπάτσος.
Τον διέκοψε ένα παντοφλέ τηλέφωνο που άρχισε να σφυρίζει. Ο μπάτσος το σήκωσε.
«Τι θέλεις;» ρώτησε.
Ανατρίχιασα –ο Τρανζίστορ πρέπει να ήταν στην άλλη άκρη του σύρματος. Πού είσαι ρε φίλε; Πού χάθηκες; Τι μαλακίες είναι αυτές; Φυσικά, κανένας δεν μου απάντησε.
«Ποιον;» ρώτησε πάλι ο μπάτσος.
Μετά άφησε το τηλέφωνο στο τραπέζι και μάζεψε τους λεβέντες του σε κύκλο σα να ήτανε κόουτς ομάδας μπάσκετ. Καθόμουνα και τους χάζευα περιμένοντας να κάνουν «σντο». Αλλ΄ αντί γι΄ αυτό κάποιος άνοιξε έναν ασύρματο κι άρχισε να μουρμουράει στα παράσιτα.
Ο μπάτσος ξανάρθε κοντά μου.
«Έχουμε πρόβλημα», μου είπε.
«Έτσι είναι η ζωή -προβλήματα, άγχη, απογοητεύσεις...» φιλοσόφησα.
Ο μπάτσος με κοίταξε μπερδεμένος.
«Δε μιλάω γενικώς –στην κατάσταση ομηρίας αναφέρομαι», μου εξήγησε.
Αητός διπλοφτέρουγος το πουλάκι μου...
«Εντάξει τότε», είπα δήθεν σοβαρά.
«Η κατάσταση περιπλέκεται...» μουρμούρισε.
Περίμενα να συνεχίσει.
«Μπορείτε να μου περιγράψετε λίγο τον χαρακτήρα του;» ρώτησε.
«Πάνε χρόνια από την τελευταία φορά που τον είδα...» ξεκίνησα αλλά το έκοψα για να δημιουργήσω κάποιο σασπένς. Μ΄ αρέσουν κάτι τέτοια.
«οΟμως τον ξέρατε από παιδί...» είπε ο μπάτσος.
«Τον ήξερα ναι. Ήταν πολύ ήρεμος τύπος, ο τελευταίος που έμπαινε στον καυγά. Μα όταν εκνευριζόταν δεν υπήρχε επιστροφή, έτσι είναι αυτοί που τα κρατάνε μέσα τους, κάποια στιγμή σκάνε κι όποιος βρεθεί κοντά...»
«Και τώρα είναι μια τέτοια στιγμή να υποθέσω», έκανε ο μπάτσος.
«Να το υποθέσεις, γιατί να μην το υποθέσεις; Τι έχει ζητήσει για να παραδοθεί;»
«Τίποτα. Μόνο να τελειώσει τη συνέντευξη που δίνει στη δημοσιογράφο...»
«Τη συνέντευξη ε;» επανέλαβα κι επί τόπου πλακώθηκα να γελάω. Τεράστιε Τρανζίστορ, μέχρι και το φόνο υπερπαραγωγή τον έκανες.
Ο μπάτσος με κοίταζε περιμένοντας να κόψω τις χαζομάρες.
«Λοιπόν πρόσεξέ με, επειδή μας βλέπω να ξημερώνουμε εδώ πέρα κι έχουμε και σπίτια... Ο άνθρωπος έχει σαλτάρει, κι αυτό το καταλαβαίνουμε όλοι. Εσύ τώρα, δεν έχεις τίποτα συμβόλαια με την ψυχοπάθεια οτι δηλαδή αυτός θα δώσει τη συνέντευξη και θα αποχωρήσει πανηγυρικά, μέσα στα φλας των παπαράτσι....»
Ψάχτηκε τριγύρω.
«Πλακώσανε κιόλας;» τρόμαξε.
«Ε, όπου να ναι... Από έκτακτο δελτίο το έμαθα, απορώ κιόλας γιατί δεν έχουν έρθει».
«Και τι προτείνεις;»
Ο ενικός του με φόβισε.
«Να μπω μέσα, να κοιτάξω μπας και τον συνεφέρω. Αν τρελαθεί και με φάει λάχανο δεν θα στεναχωρηθεί το φιλοθεάμον κοινό. Μικρό το ρίσκο που θα πάρεις, άσε που μπορείς να πεις οτι ήμουνα μέσα εξ αρχής αλλά δεν το είχαν μάθει τα κανάλια –έχω άδικο;»
Το σκέφτηκε.
«Ένας λογικός άνθρωπος θα μας ήταν χρήσιμος...» μουρμούρισε.
«Καλά –επειδή λογικό δεν θα βρεις, βολέψου με μένα», είπα εγώ.
«Κι εσύ δηλαδή γιατί το κάνεις; Τι θα κερδίσεις;» με ρώτησε.
Σηκώθηκα και τον έκοψα από πιτυρίδα μέχρι λουστρίνι.
«Αστυνόμε, είχατε ποτέ φίλους;»
Ξαφνιάστηκε.
«Τι ερώτηση είναι αυτή;»
«Ρωτάω αν είχατε ποτέ κολλητούς...»
«Εεε...»
«Αν είχατε και θυμάστε πως πάνε αυτά τα ζητήματα, τότε γνωρίζετε ήδη την απάντηση στην ερώτηση που μου κάνατε».
Χαμογέλασα έτοιμος να σκάσω σαν το γουρούνι του Αρκά όταν αμόλησε κουλτουριάρικη εξυπνάδα.
Του έδωσα στίγμα τηλεφωνικώς και μετά με ντύσανε κολομπίνα τα μπατσάκια, τουτέστιν μου φερμάρανε έναν πομπό στο φανελάκι και με ξαμολήσανε. Βγήκα από το αυτοκινούμενο με πολύ ύφος –Μονομαχία στο Ηλιοβασίλεμα και βάλε. Μόνο που ο ήλιος έκαιγε σαν πουτάνα με κονδυλώματα, μισόκλεισα τα μάτια να βλέπω καλύτερα, κλώτσησα κι ένα τενεκεδάκι μπύρας να το παίξω άνετος (να με πάρουν χαμπάρι και οι ελεύθεροι σκοπευταί –μη με δει κανένας άξαφνα και μου την ανάψει), η πόρτα του κήπου ήτανε τέντα ανοιχτή, μπήκα. Ο κήπος γεμάτος μπάτσους-σκουληκαντέρες, έφτασα στην εξώπορτα –τι κάνουνε τώρα; Χτυπάνε κουδούνι; Έμεινα με το χέρι στον αέρα γιατί η εξώπορτα άνοιξε, ένας κομάντο – κατάσταση: με το μαχαίρι στα δόντια -μου έκανε νόημα να προχωρήσω ησύχως. Ανέβηκα τα σκαλοπάτια, τίγκα στους κομάντο κι αυτά. Έφτασα στον όροφο του σπιτιού, οι καργιόληδες κάνανε μπραφ για να μην τους πάρει χαμπάρι ο Τρανζίστορ, έμεινα μόνος μέσα στην πολυκοσμία.
Άναψα τσιγάρο.
Βρώμαγε στο διάδρομο, σκουριά και αμμωνία, γέμισε το στόμα μου σάλια και γάμησα το τσιγάρο. Τα πηγαίναμε πάντα μια χαρά με τον Τρανζίστορα, συνεννοούμασταν –μπάσο, ντραμς –καταλαβαίνεις... Τον έβλεπα όταν παίζαμε στις συναυλίες, ο ντράμερ έχει θέα-θάλασσα μόνο που πέφτει μονίμως σε συννεφιές, πάει να πει, πίσω από το σετ τους βλέπεις όλους μια χαρά αλλά την περισσότερη ώρα σου δείχνουν τους κώλους τους. Τέλος πάντων, ο Τρανζίστορ μονίμως αλαφιαζόταν για να μη χαθεί στις μουσικές, ήτανε αυτές οι φορές που γύρναγε πλάι, έβλεπα την αριστερή πλευρά του να εξαϋλώνεται, σα στήλη καπνού γινότανε ο πούστης κι έλεγα, τώρα να δεις που θα τον παρασύρει κάνα ρεύμα και θα μείνουμε με το μπάσο αμανάτι κι όσο να το πω τιναζόταν ο Τρανζίστορ, έσφιγγε, δενόταν ξανά το κορμί με τα κόκαλά του και κοίταζε τριγύρω –πρώτα τον Πίβοτ μπας και χρειαζόταν στήριξη, μετά τον Γιωργάκη με αγωνία σα να μην πίστευε οτι θα τραγουδούσε για πολύ ακόμα, σα να τον περίμενε πότε θα πέσει λιπόθυμος, στο τέλος γύριζε σε μένα και μου ‘κλεινε το μάτι –γερά ρε Μέταλλο; Γερά Τρανζίστορ, ούτε τον άκουγα ούτε μ΄ άκουγε αλλά καταλαβαινόμασταν. Άμα πεις οτι το συγκρότημα είχε χίλιες ώρες πρόβας εγώ με τον Τρανζίστορ είχαμε χίλιες πεντακόσιες –ήμασταν το κυρίως σώμα, μπορεί ο Γιωργάκης να ήταν η μούρη, μπορεί ο Πίβοτ να ήταν τα χέρια, αλλά το σώμα ήμασταν εμείς. Κι εμείς φτιάχναμε τη μουσική, οι άλλοι τη γράφανε –εμείς τη φτιάχναμε. Μόνο τότε που χαράμισε την Έλλη, τι κοριτσάκι κι αυτό –κανονικό τεχνικολόρ στην αχρωματοψία μας –και η πρώτη γκόμενα που ήρθε στο συγκρότημα... Τη χαράμισε ο μαλάκας για ν΄ αποδείξει τι –δεν κατάλαβα. Είχαμε βλέπεις την καργιόλα τη μουσική να μας τραβάει από τ΄ αρχίδια κι έτσι χάσαμε τ΄ αρχίδια μας. Κόντρες, ψωλομέτρηση ταλέντου -εγώ θα φτιάξω κάτι που δεν μπορείς να παίξεις, εσύ ότι κι αν κάνεις θα το έχω πρώτος σκεφτεί, τα τραγούδια μου είναι τόσο φοβερά που σας έχω για μπάντα συνοδείας άμα λάχει και –δεν αντέχω τόσο απλοϊκές μελωδίες, ξεβράκωτο το κομμάτι, θα μας περάσει ο κόσμος για τσουρούκια –γιατί, τι ήμαστε ρε πούστηδες; Ανάπηροι με χρυσαφένια δάχτυλα αυτό ήμαστε και πες μου εσύ τι είναι πιο άβολο, η αναπηρία που τη μεγεθύναμε, την κάναμε στυλάκι και τη φτύσαμε στον κόσμο ή τα χρυσαφένια δάχτυλα που δε λυγάνε σπιθαμή τα πούστικα...
Ώρα τώρα κάπνιζα το φίλτρο, παπούτσωσε το στόμα μου.
Δεν έλεγε να καθυστερήσω περισσότερο, τα κομάντα προβάλανε τα κεφαλάκια τους πάνω απ΄ την κουπαστή της σκάλας όλο ανυπομονησία, τρόμαξα μην ανέβουν και με τσουβαλιάσουν τόση ώρα που καθόμουν διστακτικός έξω από την πόρτα.
Έφυγα λοιπόν σφαίρα, παραλίγο να κοπανήσω την κεφάλα μου –τελευταία στιγμή το ΄σωσα και χτύπησα απλώς το κουδούνι. Αντήχησαν τότε οι καμπάνες του Αγίου Σουλπίκιου, ο διάδρομος ζωντάνεψε σα στομάχι φιδιού, οι τοίχοι αναδεύτηκαν θέλοντας να με χωνέψουν.
Αγριεύτηκα για τα καλά.
Κι ο πούστης αργούσε ν΄ανοίξει την πόρτα –τι σκατά περίμενε δηλαδή; Να γίνω αλοιφή για κάλους; Φοβόμουν να φύγω και χεζόμουν να μείνω –λούστηκα στον ιδρώτα όταν οι μεντεσέδες της πόρτας έτριξαν αλάδωτοι.
Στο άνοιγμά της τον είδα.
Egidio Gherlizza- Τζέφυ και Τσέρυ
-
Ο Egidio Gherlizza είναι ένας καλλιτέχνης για τον οποίο μιλούν ελάχιστα,
ωστόσο ο πιο τυχερός χαρακτήρας του, ο αλήτης Σεραφίνο, κατάφερε να γίνει
μια μ...
Πριν από 5 μήνες
22 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Μάιστα ,αυτό τώρα πως το λές;
Το πιο γρήγορα, ψέματα το πιο καταιγιστικό δίλεπτο διαβάσματος εδώ και καιρό, μιαν αυξητική αγωνία, σαν να βλέπεις στην Εγνατία να έρχεται απο απέναντι τριαξονικό μαλιά και να συνειδητοποιείς ό,τι δεν έχει διεύθυνση το αυτοκίνητό σου. Είναι μια κωλοκατάσταση όσο να πέις.
Υ.Γ θα σου στείλω το εξώφυλλο
Χαίρομαι που το βλέπεις έτσι γιατί φοβόμουν οτι η ματιά του Μέταλλου θα το κρέμαγε λίγο το όλο θέμα, θα το έκανε "Λάμψη" που γίνονται πράγματα απλώς για να φτάσουμε μέχρι τις διαφημίσεις χωρίς να αποκαλυφθεί η λύση της υπόθεσης.
Ευχαριστώ και περιμένω
Υ.Γ.: Για την ακρίβεια είναι μια κωλοζωή, αλλά κάποιος πρέπει να τη ζήσει!
και Ζiggy, και ο άνθρωπος που έπεσε στη γή, και όλα τα καλά... μέγκλα!
μόνο τις αρειανές αράχνες δεν είδα...
Διότι, ως γνωστόν: "πού ήταν οι αράχνες όταν η μύγα προσπάθησε να μας σπάσει τ΄αρχίδια;"
Υ.Γ.: Μιας και το έφερε η κουβέντα, ήξερες οτι ο αληθινός Ζίγκι Στάρνταστ ήταν τελικά ο Μικ Ρόνσον (παύση, υπόκλιση) κι όχι ο Δαβιδάκος ο Βάουης;
Ποια Λάμψη ρε μαλάκα; Από ανατριχίλα σε ανατριχίλα το πας, επίπεδα Μικρού Συννεφακίου (personal favorite) και βάλε. Ξανασπάω αρχίδια: Άλλαξε τίτλο! Βάλε κάτι πιο μουσικό, Θάνατος Lo-Fi, Φόνος σε Τεχνικολόρ (http://www.youtube.com/watch?v=pMD1OGZe1iE), κάτι τέτοιο πάνκικο, πιο καλά τα ξέρεις από μένα. Ή κάτι που να έχει κάνει με την έννοια του rhythm section, λόγω εναλλάξ αφήγησης
Καλησπέρες
Πού το θυμήθηκες το Συννεφάκι; Σου έχω πει οτι άρεσε σ΄ένα φίλο συγγραφέα ο οποίος το πήγε στον εκδοτικό του οίκο (Μεταίχμιο, αν θυμάμαι σωστά) και το απέρριψαν; Άρα, μάλλον έχεις κακό γούστο φίλε μου -χεχεχεχεχε.
Τίτλο θα του αλλάξω στο τέλος, θα μου τον πουν κι αυτόν οι τύποι που μου λένε την ιστορία (τα λέω στην πεθερά για να τ΄ακούσει η νύφη τώρα).
μοτοσακέ σου έστειλα ένα μέλι, βάλσαμο. χεχε
Για να θυμηθείς κάτι, πρέπει να το έχεις ξεχάσεις πρώτα...Οπότε παραμένουμε κακόγουστοι, και αφήνουμε στους καλόγουστους τα αριστουργήματα τύπου "Αισέ σημαίνει μάνα" ή κάτι δωδεκάχρονες που τις έχει χωρίσει ο σατράπης κι έχουνε μείνει με το παιδί ξεσκέπαστο; Μέσα.
"Ziggy played guitar..." λογικό, γιατί ο Mick κιθάρα έπαιζε (και πώς την έπαιζε!). Απ' την άλλη, και ο Δαυΐδ παίζει κιθάρα στο άλμπουμ, οπότε τρέχα-γύρευε.
Πάντως "Making love with his ego", είναι αυτός ο ίδιος... ταυτοπροσωπία σα να λέμε.
Το έχεις ακούσει και από τους άλλους, τους φίλους του Bela Lugosi, έτσι;
Santinistas, κι έπεσες πολύ μέσα -ευχαριστώ ρε.
Fixit, 10-0 μ΄έσκισες. Μάνα σημαίνει τελικά το Αϊσέ; Κι εγώ νόμιζα οτι έτσι λένε την ξαδέρφη του Σισέ -είδες για να μη διαβάζουμε σοβαρά βιβλία πόσο απληροφόρητοι είμαστε; Δε βγάζει πάντως τέτοια το Μεταίχμιο -βγάζει διάνοια. Πολύ διάνοια. Και λυσσάρια σχολικών βιβλίων.
Λύκε, το έχω ακούσει και πολύ είχα χαρεί που το παίξανε τόσο κόπια που με το ζόρι ξεχώριζες το κανονικό από τη διασκευή. Διότι έτσι δείχνεται η λατρεία -φόρα, χωρίς ντροπές και ναζάκια (βλέπε Σουέντ). Αν έχεις δει εκείνη τη μνημειώδη συναυλία του Μπάουι (υπάρχει σε ταινία) θα θυμάσαι την ανατριχιαστική σκηνή στο Γουίδθ οφ δε Σερκλ που γίνεται το μέικιν λαβ γουιθ χιζ ίγκο. Ανατριχίλα.
Η διάνοια από τη διάρροια...μικρή διαφορά, αφού τα ξέρεις τώρα!
γιά ποιό λές; γιά τον Mick να παίζει με το ένα χέρι; γιά το σόλο των 10 λεπτών; ναι, το έχω δεί...
κλασσική παιδεία...
.....
He swallowed his pride and puckered his lips
And showed me the leather belt round his hips
My knees were shaking my cheeks aflame
He said "You'll never go down to the Gods again"
.....
μπουαχαχαχαχαχαχα...
Και δευτερο πλανο blur ο ΚΜ να κανει μαλαξεις στον ΘΒ (ή το αντιστροφο). Ή καναν απινιδωτη. Ναι, αυτο καλύτερα. "Clear!" να τρανταζεται ο ΚΜ και να συνερχεται με τσιγαροβηχα.
Οσο για δω, καλα παμε. Τον διορθωτη σου να απολυσεις, του φυγανε ενα δυο τυπογραφικα.
Fixit, σωστός -το μόνο κακό είναι οτι με τη διάνοια παθαίνεις πονοκεφάλους ενώ με τη διάρροια ξαλαφρώνει το έντερο.
Λύκε, λέω για τον Μπάουι που φεύγει ρολαριστός και φρενάρει κάτω από τα ανοιχτά πόδια του Ρόνσον ο οποίος του τραβάει ένα σόλο στα μούτρα... Α πα πα
Μάρλυ, τον έχω απολύσει και ξαναπροσλάβει ένα κάρο φορές, υποπτεύομαι οτι αρχίσει να του ανεβαίνει η πρεσβυωπία... Πάντως το σωστό είναι: Μάρλι πλέιζ μπας γκιτάρ, αϊρί μαν, α γιέ. Για να το κάνουμε και λίγο ρέγκε λόγω ζέστης.
μμμμναι... Εγώ πάντως είμαι πιό πολύ φίλος του Thin White Duke παρά του Ziggy Stardust... βλέπεις, το Βερολίνο μπλέκεται με τον άλλο μου έρωτα, την Christiane... καταλαβαινόμαστε νομίζω...
Heroes: Recorded at Hansa by the Wall
F, Λύκο μου. Ο κιαρατάς ο Μπάουης, από πουθενά δεν τον πιάνεις. Βέβαια κι εγώ από το Ζίγκυ προτιμώ τον Μαν χου σολντ δε γουόρλντ -αλλά με Τόνι Βισκόντι (ο δημιουργός της ντίσκο) στο μπάσο και Μικ Ρόνσον στην κιθάρα και μετά με Μπράιν Ίνο στις αλλαξοκωλιές -και το κουκούτσι μύγδαλο θα βγει, πώς αλλιώς;
Μάρλι, μπράδα, πις (όχι εδώ -πήγαινε παραδίπλα στο φράχτη) όταν ο Μπάουης έβγαζε τους Ήρωες ο Γουότερς την έψαχνε με την κτηνιατρική. Άλλο που όταν έπεσε ο Τοίχος βγήκε ο Γουότερς να κάνει συναυλίες, φαντάσου! Μέχρι κι ο Μπάουης που σκύβει να σηκώσει το σέντσι, μέχρι κι αυτός ήταν λιγότερο φραγκοκίλλερ από τον Γουότερς!
χαχαχαχαχα, που 'σαι Παυλώφ με τους σκύλους σου... ακούμε Wall και παθαίνουμε αναγκαβέλωση!
Ρε σύ μη μασάς, το "Hansa by the Wall" είναι στούντιο, δεν εννοεί τον Waters και τα τούβλα του. Εκεί ηχογραφήθηκε το "Heroes" του Δαυΐδ. (wikipedia-ξερόλας).
Καλά του τα χώνεις του κερατά του Waters πάντως. 140 ευρώ η επανάσταση και πληρώστε μαλάκες να σας πώ τα σώψυχα μου... ψυχίατρος in reverse.
Βρε, το ξέρω το στούντιο (δηλαδή όχι οτι έχω γράψει μουσική εκεί -μου το πρότειναν αλλά δεν έχει καλό κέτερινγκ). Απλώς είπα οτι ακόμα κι ο φραγκοφονιάς Μπάουης που είχε γράψει την κομματάρα το Χίροους για τα ζευγάρι του Τείχους ακόμα κι αυτός δεν έτρεξε να κονομήσει από την Πτώση όπως ο Γουότερς.
Η επανάσταση στοιχίζει αδερφέ -ξέρεις πόσο πάνε αλλαγή κουφώματα στο σπίτι στο Πήλιο; Για ρώτα και τον Σαββόπουλο.
κοιτα ως ιδεα η ματια του μεταλλου δεν ηταν κακη. απλα αλλιως τον ειχα φανταστει, σαν τρατζιστορ νουμερο 2 μου φανηκε.
Ε, είσαι κάπως υπερβολικός. Εντάξει, αυτοί οι δυο είναι μπάσο/ντραμς, ρυθμ σέκτιον ας πούμε αλλά υπάρχει μεταξύ τους κάποια, σημαντική, διαφορά. Μην ψάχνεις να τη βρεις στο πώς μιλάνε (όλοι ίδια μιλάνε) αλλά στο τι σκέφτονται.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!