Προηγούμενα:
1. Μπάσκετ με τα φαντάσματα
2. Οι εφιάλτες ξεκινάνε ονειρικά
3. Μαλιμπού Μπιτς
4. Τυφλοπόντικες στον παράδεισο των ερπετών
5. "Χασάν ι Σαμπά"
6. Φλάουερ Στούντιος
7. Κριστίν
8. Ψόφιες τουλίπες και τουμπαρισμένοι χρυσοκάνθαροι
Τον βλέπω, σέρνεται σα σκουλήκι η δεξιά του πλευρά ακουμπάει στα κάγκελα της αυλής. Κρατάει ένα μακρύκανο, η θέα του όπλου με αγριεύει. Σκέφτομαι οτι θα πάρει θέση για να με βάλει στο στόχαστρο, να με περιμένει ο πούστης αν τύχει και ξεμυτίσω. Τότε ακριβώς διαλέγει εκείνη να έρθει κοντά –γίνομαι έξαλλος.
«Κάνε πίσω, στη θέση σου», φωνάζω.
Τρέμει αλλά μένει ακίνητη, αναγκάζομαι να τη σπρώξω. Είμαι έξαλλος.
Τη βουτάω λοιπόν από το μπράτσο, την πάω δίπλα στο παράθυρο.
«Βλέπεις;» τη ρωτάω.
Δε μιλάει.
«Βλέπεις;» ξαναρωτάω.
«Τι;»
«Τον πούστη με το όπλο».
Κοιτάζει, προσπαθεί τουλάχιστον.
«Μη βγαίνεις στο παράθυρο, μπορεί να σε περάσει για μένα και να στη μπουμπουνίσει», της λέω.
«Μα πώς...» απορεί.
Δεν έχει σημασία.
Σηκώνω το τηλέφωνο, ξέρω οτι πλέον δεν χρειάζεται να σχηματίσω κάποιο νούμερο. Περιμένω λίγο.
«Τι θέλεις;» ρωτάει η φωνή από την άλλη άκρη.
«Ο αστυνόμος Καραγιάννης...» υποθέτω.
«Ο ίδιος».
«Ήθελα να μάθω για τον καμπόη απέξω –τι ρόλο βαράει;»
«Ποιον;»
Έσφιξα το ακουστικό.
«Κοίτα –τι ένας, τι δύο –μάζεψέ τον γιατί θα του την ανάψω», μούγκρισα.
Μετά κοπάνησα το ακουστικό. Την πήρα είδηση οτι χάζευε τριγύρω το δωμάτιο.
«Ψάχνεις να βρεις το όπλο;» τη ρώτησα.
Τινάχτηκε –μέσα έπεσα.
«Λοιπόν θα σου εκμυστηρευτώ οτι τον Πίβοτ τον έφαγα με μαχαίρι, ήθελα να το νιώσω οτι του πήρα τη ζωή... Τέλος πάντων, το θέμα είναι πού βρίσκεται τώρα το μαχαίρι... Στην κοιλιά του Πίβοτ ή στην τσέπη μου;»
Κοίταξε φευγαλέα προς το παράθυρο.
«Σωστά», επικρότησα. «Πώς θα την ανάψω στο μαλάκα απέξω αν έχω μόνο ένα μαχαίρι...»
Πήγε να συμφωνήσει αλλά το μετάνιωσε.
«Στηρίζομαι στην αβεβαιότητα», της ψιθύρισα. «Επειδή ο μπασκίνας εκεί έξω δεν ξέρει αν έχω όπλο κι εδώ που τα λέμε... μπορεί να έχω, μπορεί στην τσέπη να κουβαλάω κανένα περίστροφο με το μύλο γεμάτο χρυσές σφαίρες –δεν μπορεί;»
Έξυσε το κεφάλι της.
«Τίποτα δεν είναι βέβαιο εκτός από το οτι τίποτα δεν είναι βέβαιο», της είπα. «Κι επειδή κανένας δεν θέλει μπελάδες θα φύγει ο μπασκίνας με κατεβασμένα αυτιά και εσύ θα ακούσεις το υπόλοιπο της ιστορίας. Έχω λάθος;»
Δε βρήκε τίποτα να προτάξει στα ατράνταχτα επιχειρήματά μου.
Και τίποτα δε βγήκε από τη συνάντησή μας –την επόμενη από τον αποχαιρετισμό του Γιωργάκη στους πάγκους του Μπιλ του Χοντρού. Ο Πίβοτ ήταν αμετάπειστος, έπρεπε να κυκλοφορήσουμε δίσκο με ότι είχαμε –και είχαμε πολλά. Σχεδόν έτοιμα, εντελώς έτοιμα, παντελώς ανέτοιμα –βέβαια το θέμα ήταν τι είχαμε γράψει με τη φωνή του Γιωργάκη.
«Πάνω από 10 κομμάτια», υποστήριζε ο Πίβοτ.
«Εκτός απ΄αυτά πού έχουν βγει;» απορούσε το Μέταλλο.
«Εκτός».
«Και πούντα;»
«Τα έχω μαζέψει».
«Να τ΄ακούσουμε και βλέπουμε».
«Τι να δούμε δηλαδή; Ο Γιωργάκης την έκανε κι ο κόσμος ψάχνει για τον καινούργιο Ίαν Κέρτις...»
«Εγώ πάντως ανέκαθεν προτιμούσα τον Τόνι Κέρτις...»
«Άσε μας ρε μαλάκα Τρανζίστορ. Έχουμε το υλικό στα χέρια μας και δεν θα το βγάλουμε;»
«Κατά πρώτον νομίζω οτι το υλικό είναι για τα μπάζα και κατά δεύτερον να σου υπενθυμίσω οτι ο Γιωργάκης πριν την κάνει από τον μάταιο τούτο κόσμο την είχε κάνει από το συγκρότημα...»
«Και τι μ΄αυτό;»
Τον κοιτάξαμε ανατριχιασμένοι –εγώ περισσότερο. Πού είχε πάει ο δικός μου ο Πίβοτ και ποιο ήταν αυτό το αρχίδι που πήρε τη θέση του;
«Διαφωνώ κι αποχωρώ», δήλωσε το Μέταλλο και έτσι ακριβώς έκανε.
Μείναμε οι δυο μας.
«Μαλάκα Τρανζίστορ, πες κάτι...» μου ζήτησε.
«Τι να σου πω –έχω φρικάρει...»
«Με την πιθανότητα να μη βγάλουμε τον δίσκο –έτσι;»
Έξυσα το κεφάλι μου, άναψα μια Καμήλα, δεν μπορεί –κάποιο χοντρό δούλεμα έπεφτε εδώ πέρα...
«Ρε Πίβοτ, επικοινωνείς με τον αφαλό σου; Δε φτάνει που καταστρέψαμε τον Γιωργάκη δηλαδή, θα πρέπει να τον πηδήξουμε και πεθαμένο;»
«Τον Γιωργάκη τον έφαγε η μαλακία του.. Δεν του είπε κανείς να κολλήσει με την πρέζα, άσε που από την αρχή δεν πάταγε καλά –μα, πες μου κι εσύ, ήταν στίχοι αυτοί που έγραφε;»
«Τι είχαν οι στίχοι του;»
«Πενήντα κιλά πηχτή παράνοια....»
Μ΄έπιασε τότε μια ζαλάδα, ένιωσα να σβήνουν τα φώτα της πλατείας, μέχρι και ποντίκια άκουσα να βγαίνουν από τις σχάρες των υπονόμων.
«Πρέπει να φύγω», ψέλλισα.
«Πού θα πας; Έχουμε δουλειά ακόμα...»
«Γι΄αυτό, για να έχουμε δουλειά....»
Με πρόλαβε στην πόρτα.
«Άκου κάτι. Εγώ το δίσκο θα τον βγάλω, αν θέλετε να είσαστε μαζί μου πάει καλά. Αλλιώς, στον πούτσο μου».
«Ναι ε;»
«Μα βρε μαλάκα –σκέψου...»
Αυτό φοβόμουν –το να σκεφτώ.
Εκείνο το βράδυ το πέρασα στο τηλέφωνο με το Μέταλλο, ξεκινήσαμε στις 10 και κλείσαμε κατά τις 5 το πρωί –μια γκόμενα με την οποία τραβιόμουν περιστασιακά με σχόλασε με συνοπτικές διαδικασίες στο πρώτο τρίωρο του τηλεφωνήματος. Θέλαμε να παίξουμε μουσική κι εγώ και το Μέταλλο, θέλαμε να συνεχίσουμε, το χρωστάγαμε αυτό –κι ας μην ξέραμε σε ποιον. Αλλά το Φάντασμα στη Μηχανή είχε πεθάνει (αλήθεια –πώς πεθαίνουν τα φαντάσματα;) κι έπρεπε να βρούμε κάτι διαφορετικό. Η προοπτική να ξανανέβουμε στη σκηνή χωρίς τον Γιωργάκη, ή με κάποιον άλλο να λέει στο μικρόφωνο «είμαστε το Φάντασμα στη Μηχανή, εσείς ποιοι μαλάκες είστε;» αυτή η προοπτική μάς έκοβε τα γόνατα.
«Έχω ένα παιδάκι πολύ γατόνι στο πιάνο, απόφοιτος του Νάκα...» πρότεινε σε κάποια στιγμή το Μέταλλο.
«Και τι μ΄αυτό; Ψάχνεις εκτελεστή για την Ενάτη;» απόρησα.
«Λέω μήπως βρισκόμασταν και τζαμάραμε...»
«Ποιοι;»
«Εγώ, εσύ, αυτός...»
«Εμείς, εσείς, αυτοί –μα τι λέμε τώρα....»
«Μουσική ρε φίλε, πώς το λέει κι ο Βασίλακης ο Τζαβάρας; Μιούζικ χαντς μάι λάιφ...»
«Αλήθεια –τι έγινε αυτή η ψυχή;»
«Κάτι περίεργα άκουσα, για ψυχεδελικά πειράματα σε ερημικές παραλίες...»
«Ο Βασιλάκης με άσιντ;»
«Όχι, μπα.... Για μουσική μιλάμε –λούπες, ντέφια, σιτάρ, τέτοιες φάσεις».
«Αυτό θα ήθελα να το δω».
«Καλά ναι –βρες τον και πάρτον. Από τότε που τα άκουσα φέρεται ως αγνοούμενος ο Τζαβάρας, πάνε δυο μήνες...».
«Τι λες ρε παιδί μου...»
«Όπως στα λέω...»
«Κρίμα. Γιατί τον λάτρευε ο Γιωργάκης όσο έπαιζε στους Αντι Τροπάου....»
«Θεός –τι να λέμε τώρα; Μαζί με τον Ντρεν κάνανε όργια....»
«Τέλος πάντων –λέω να κοιμηθώ λιγάκι».
«Κάντο –σε ενοχλώ;»
«Αφού μιλάμε ρε πούστη».
«Σωστά. Μιλάμε όμως;»
«Προσπαθούμε –ξέρω ΄γω;»
«Και πού καταλήγουμε; Ρωτάω επειδή όπου να’ναι θα μας την πέσουν οι κοκόροι...»
«Οι πάνκηδες;»
«Οι κανονικοί».
Βγήκε τότε μια μουγκαμάρα, αναμασήσαμε κάτι τυπικά και καταλήξαμε οτι δεν καταλήξαμε πουθενά –να τα ξαναπούμε την επομένη. Ποια ήταν όμως η επομένη –η μέρα που είχε ήδη ξημερώσει ή η επόμενη -ψάξε βρες και τρέχα ρώτα.
Το άλλο μεσημέρι μου τηλεφώνησε ο Χοντρός της δισκογραφικής, να περάσω από τα γραφεία τους, είχε ειδοποιήσει και τους υπόλοιπους.
«Όλους; Και τους τρεις;» ρώτησα.
«Όλους. Και τους δύο», απάντησε.
Έφτασα τελευταίος, το Μέταλλο ήδη είχε καθαρίσει δυο μπυρόνια κι ο Πίβοτ ενάμιση πακέτο Καμήλες που τις είχε μαντρώσει σ΄ένα ξέχειλο τασάκι να ξαποσταίνουν.
«Καλώς τον».
«Καλώς με».
Κάθισα. Είχε ξεκινήσει κάποια κουβέντα, δεν χρειάστηκα ειδική ενημέρωση για να πιάσω το κορδόνι της.
«Σε Αθήνα και επαρχία –τώρα παλεύουμε να κλείσουμε και τη Θεσσαλονίκη», έλεγε ο Κοντός.
«Αν έχουμε μια βδομάδα για πρόβες δεν θα υπάρξει πρόβλημα», απάντησε ο Πίβοτ.
«Παραπάνω θα έχετε –πρέπει να προλάβουμε να κυκλοφορήσουμε το δίσκο», είπε ο Χοντρός.
«Μιλάμε για περιοδεία του συγκροτήματος;» ρώτησα, έτσι για τη χαρά της συμμετοχής.
«Φυσικά», έκανε ο Χοντρός.
«Και ποιος σας είπε οτι θέλουμε να παίξουμε;» απόρησα.
«Το συμβόλαιό σας», απάντησε ο Κοντός.
«Έχουμε υπογράψει για τρεις δίσκους και για συμμετοχή σε κάθε λογής...» ξεκίνησε το Μέταλλο.
«Προωθητικές ενέργειες του υλικού», τον συμπλήρωσε ο Κοντός.
«Εμείς;» απόρησα.
Κανένας δεν απάντησε.
«Δεν παίζω», φίδιασα.
«Θα σε τρέχουν στα δικαστήρια», μου έκανε νόημα ο Πίβοτ.
«Θα μου κλάσουν μια μάντρα», είπα.
«Δεν είναι έτσι...» μουρμούρισε το Μέταλλο. «Είμαστε δεμένοι σα λουκάνικα, αν μας κυνηγήσουν δε θα μπορέσουμε ποτέ να ξαναπαίξουμε σε δίσκο».
«Να μην ξαναπαίξουμε», είπα.
Αναρωτιόμουν –πού είχε πάει όλο εκείνο το συναίσθημα του αποχωρισμού; Πού είχε εξαφανιστεί η πίκρα οτι χάνω την οικογένειά μου αν διαλυθεί το συγκρότημα; Τώρα μόνο μίσος και θυμός κι ένα πλάκωμα στο στήθος μαζί με σφιγμένες γροθιές που πάνω τους βολτάρανε μυρμήγκια.
«Εγώ φεύγω –έχω και δουλειές», ανακοίνωσα.
«Κάτσε –μην τα βλέπεις όλα τόσα απόλυτα», παρακάλεσε ο Χοντρός.
Άνοιξα την πόρτα, βγήκα στο διάδρομο, πίσω μου έτρεξε το Μέταλλο.
«Κάτσε να σου πω ρε μαλάκα».
«Τι να μου πεις; Κατέβασες κι εσύ βρακιά;»
«Μίλα καλά μη σε γαμήσω».
«Δε μπορείς ρε –πρέπει πρώτα ν΄ ανεβάσεις τα βρακιά σου...»
Με άρπαξε από τους ώμους και με κοπάνησε στον κοντινότερο τοίχο. Σφίχτηκα, τα χέρια μου πήγαν μόνα τους, τον κοπάνησα στην κοιλιά και πιο πάνω, στο ηλιακό πλέγμα. Έκανε πίσω, έβηξε -πήρε ν΄ανασαίνει σαν τρένο.
«Περίμενε», ψέλλισε.
Σταμάτησα, τον κοίταξα. Ψάχτηκε να βρει καμιά εύκαιρη Καμήλα, τον λυπήθηκα και του έδωσα από τις δικές μου. Πήγαμε έτσι δίπλα-δίπλα σαν αδερφάκια, μέχρι να βολευτούμε στα σκαλιά του από πάνω ορόφου.
«Τι συμβαίνει ρε φίλε; Τι πουστριλίκια είναι αυτά;» απόρησα.
«Μουσική –δεν τα λέγαμε και χτες;»
«Τι μουσική; Εδώ κανονίζουμε να ξεσκίσουμε το Γιωργάκη πριν ακόμα προλάβει να παγώσει....»
«Εντάξει, δίκιο έχεις...»
«Λοιπόν;»
«Τι λοιπόν; Μουσική...»
Γύρισα να τον δω, έτσι που επαναλάμβανε κάθε τρεις και δύο το «μουσική» νόμισα οτι έχει πάθει κάποιο εγκεφαλικό. Με κοίταξε κι αυτός, μια χαρά φαινόταν.
«Θες να μου εξηγήσεις;» τον παρακάλεσα.
«Τι να σου εξηγήσω ρε μαλάκα –άμα δεν παίζουμε μουσική θα πεθάνουμε....» μουρμούρισε.
Περίμενα να συνεχίσει, το κατάλαβε.
«Είμαστε ένα μάτσο άχρηστοι, για δουλειά δεν κάνουμε, για προκοπή δε φτουράμε ακόμα και στο πήδημα δεν ξεπερνάμε τον μέσο όρο...»
«Εις μήκος ή επί κοντώ εννοείς;» τον ρώτησα.
«Κόφτο», είπε. «Στο μόνο που μπορεί ν’αξίζουμε είναι η μουσική, εκεί μας κόβει –θα πεις, έκλασε ο Πήτερ Χάμιλ και βγήκατε εσείς –τέλος πάντων όμως... Με καταλαβαίνεις;»
Τον καταλάβαινα.
«Άμα μας το κόψουν κι αυτό, πάει –τελειώσαμε...»
«Αλλά μπορούν να μας το κόψουν;» απόρησα.
«Εσύ τι λες ρε γύφτο; Από τη μια αυτοί με τον δικηγόρο τους κι από την άλλη εμείς με το πουλί στο χέρι –ποιος βλέπεις να κερδίζει;»
Δίκιο είχε.
«Και να κανιβαλίσουμε το πτώμα του Γιωργάκη δηλαδή;»
«Αυτός φίλε μου την έκανε μια χαρά και τώρα μας κοροϊδεύει από το υπερπέραν. Εμείς τι γινόμαστε που ξεμείναμε πίσω...»
Έσβησα το τσιγάρο προσεκτικά μαυρίζοντας το μαρμάρινο σκαλοπάτι, σκεφτόμουν κι ο φόβος ανέβαινε από τα νεφρά μου σα νύχια αρπακτικού που ψάχνανε μαλακό κρέας να χωθούν.
«Εντάξει», είπα.
Κι αμέσως το μετάνιωσα αλλά δεν το πήρα πίσω –είναι φορές που ο φόβος γεννάει δικαιολογίες κι αυτή ήταν μια τέτοια φορά, βολεύτηκα λοιπόν με το «αφού συμφώνησα θα ήμουν ξεφτίλας να το πάρω πίσω». Κι έτσι έκανα το χειρότερο λάθος της ζωής μου, χειρότερο κι από το πούλημα της Έλλης, που την πάσαρα τρυφερό κρέας για την παρέα....
Έτσι βρεθήκαμε να κάνουμε πρόβες μ΄ένα μουνόπανο ονόματι Αντρέα και μια χαμηλοκώλα (αλλά πολύ φωνάρα) τη Τζίνα –κανονικό τσίρκο Μεντράνο. Ο Αντρέας συνήθιζε να λαρυγγίζει τα τραγούδια σε στυλ «η φοβερή κραυγή του Ταρζάν» και η Τζίνα είχε το χούι να βγάζει τη γλώσσα της στις κορώνες, πολύ σιχασιά. Μας πήρε μια βδομάδα για να ξεχωρίσουμε κάποια γνωστά από το κλασσικό μας σετ, τη δεύτερη βδομάδα παλέψαμε κάποια που θα κυκλοφορούσαν στον καινούργιο δίσκο, γυρνούσα στο σπίτι όταν τέλειωνε η κάθε πρόβα και ήμουνα ασήκωτος, σα να με είχαν πηδήξει 35 αραπάδες. Είχα χίλιες φορές μετανιώσει –εντάξει, η μουσική ήταν η ζωή μας, αλλά αυτό δεν ήταν μουσική –ανακάτεμα γκρο μπετό κάτω από βροχή ήταν. Και τα χειρότερα έρχονταν, έβλεπα τις ημέρες των συναυλιών να πλησιάζουν, περπατούσα στη μέση των λεωφόρων μπας και με κοπάναγε κάνα αμάξι να ησυχάσω αλλά ποιος την έχασε την τύχη;
Η άνοιξη είχε μπει όσο ο χειμώνας ξεμάκραινε άνυδρος σαν τουμπανιασμένο πτώμα σε ξερό πηγάδι κι έτσι κλείστηκε ο Λυκαβηττός για τη μεγάλη μας αθηναϊκή συναυλία –στη φτήνια νοικιάστηκε το θεατράκι επειδή δεν είχε ξεκινήσει ακόμα η σεζόν. Μια βδομάδα πριν τη συναυλία κυκλοφόρησαν οι φήμες για σολντ άουτ, του Πίβοτ γελούσαν μέχρι και οι πουτσότριχές του, εμείς μετράγαμε τις μέρες σαν υποψήφιοι για γκιλοτίνα. Όσο πλησίαζε η συναυλία τόσο απομακρυνόμασταν –κόψαμε και τις πρόβες, αρκετά πια, τα ξέραμε όλα. Τα είχαμε μάθει από καιρό.
Πέμπτη βράδυ στο λόφο, δροσιά για τζιν μπουφάν αλλά με τίποτα για στρατιωτικό τζάκετ ή σταυροκούμπωτο, λουφάζαμε πίσω από την σκηνή όσο οι τεχνικοί σέρνανε μπαλαντέζες –το σάουντ τσεκ είχε γίνει χωρίς εμένα, δεν άντεξα το απόγευμα κι έχασα το δρόμο κάπου στα μέσα της ανηφόρας.
«Της πουτάνας γίνεται», παρατήρησε ο Αντρέας κρυφοκοιτάζοντας.
«Δεν σας είχα για τόσο μεγάλο συγκρότημα», μας έφτυσε η Τζίνα με φαρμακομούνικο υφάκι.
«Δεν είμαστε τόσο μεγάλοι ώστε να μη μας παίρνει να γίνουμε μεγαλύτεροι», εξήγησε ο Πίβοτ.
«Κάνε και λίγο κράτει, θα βρεις απέναντι», ψιθύρισα.
Το Μέταλλο είχε καπνίσει ίσα με μια βουνοπλαγιά, βλέφαρα στα γόνατα και χέρια του πιθήκου –μας κοίταζε και κάτι γέλαγε, κάτι μουρμούριζε, κανένας δε νοιαζόταν.
Η ώρα πέρναγε, τα παιδιά αρχίσανε τις κτηνωδίες μπροστά στη σκηνή –πρώτα μπουκάλια, μετά χαλίκια...
«Βγείτε γιατί θα ρίξουν κοτρόνες», μας είπε ένας φαλακρογιεγιές.
Σηκωθήκαμε ή κάπως έτσι τέλος πάντων –κανένας δεν κοίταζε τον διπλανό του, βρέθηκα πίσω από τη Τζίνα και κατάλαβα οτι έτρεμε σαν το φύλλο, ο Αντρέας άρχισε κάτι αηδίες με αναπνοές και ανεβοκαταβάσματα του θώρακα –σα να τον γαμάγανε όρθιο. Το Μέταλλο ανέβηκε πρώτος στη σκηνή, τα παιδιά από κάτω άρχισαν να ουρλιάζουν. Έκανα στην άκρη για να βγω τελευταίος, κάτι ανεβαστικά που είχα καταπιεί πριν κάνα τέταρτο μού δημιούργησαν ταχυπαλμία, ίδρωνα κι ένιωθα οτι αν δεν το μαζέψω θα πάθω κρίση πανικού. Τι χάπια είχα μαζί μου και πού τα είχα;
Δεν πρόλαβα –ένας γαμημένος προβολέας με στράβωσε, ο κόσμος είχε μετατραπεί σε συνεχόμενο βουητό σαν τρικυμία, αυτό μας έλειπε τώρα...
«Σήμερα είναι μαζί μας και κάποιος που δεν βλέπουμε», είπε ο Πίβοτ στο μικρόφωνο.
Κοίταξα προς την κονσόλα στις κερκίδες πίσω από τους όρθιους –σίγουρα θα τον έβλεπα να μας κοροϊδεύει, ακατάσχετη ναυτία –πήγα στο πλάι της σκηνής και ξέρασα ενώ τα παιδιά ζητωκραύγαζαν.
«Κι αυτή ήταν η άποψη του Τρανζίστορ», ανακοίνωσε ο Πίβοτ.
Ήπια λίγο νερό.
«Θα ξεκινήσουμε;» ρώτησα.
«Είμαστε το Φάντασμα στη Μηχανή», ούρλιαξε ο Πίβοτ.
«Δεν είσαστε», φώναξαν κάμποσα από τα παιδιά μπροστά στη σκηνή.
«Κι αν δεν είμαστε, θα γίνουμε», είπε ο Αντρέας που πήρε θάρρος.
Το Μέταλλο βαρέθηκε την πολυλογία και ξεκίνησε από μόνος του –κάποιος μάς κούνησε τους σπάγκους και μπήκαμε κανονικά στο κομμάτι –μαριονέτες.
Τότε ανακάλυψα οτι το Μέταλλο είχε δίκιο, όσο παίζαμε μουσική τίποτα άλλο δε μέτραγε. Ξέχασα πόσο μουνόπανο ήταν ο Πίβοτ και σκεφτόμουν μονάχα πώς να δέσουμε τα ακόρντα μας και πώς να φτιάξω χαλί για το σόλο του, ο Αντρέας προσπαθούσε με αξιοζήλευτη επιτυχία να μιμηθεί τον μοναχογιό του Ταρζάν και της τσίτας, η Τζίνα έκανε κάτι δεύτερες καλλιτεχνικές που μας βοηθάγανε να στραβοπατήσουμε και το Μέταλλο έριχνε σποραδικούς καταιγισμούς με ενδιάμεσα τζαζ διαστήματα.
Μετά από κάνα εικοσάλεπτο που το πήγαμε σερί κατάφερα να κοιτάξω ανάμεσα στα φώτα, διέκρινα κάποια παιδιά κάτω από τη σκηνή –έμοιαζε σα να τους είχαμε πάρει τα μυαλά. Και τότε με έκοψε κρύος ιδρώτας, η πλάτη μου χαρακώθηκε, επειδή ήμουνα πλέον σίγουρος οτι ο Γιωργάκης ήταν εδώ, μαζί μας και φοβόμουν μη διασταυρωθούν τα βλέμματά μας –τι να του έλεγα τότε;
«Τι θέλετε ν΄ακούσετε;» ούρλιαξε ο Πίβοτ στο μικρόφωνο.
Και τα παιδιά αρχίσανε τις παραγγελιές, ο Πίβοτ είχε αγκαλιάσει τον Αντρέα και περίμενε.
«Το Γιώργο θέλουμε ν΄ ακούσουμε ρε μαλάκα», κλαψούρισε ένα κοριτσάκι από μπροστά.
Την κοίταξα και την αγάπησα επιτόπου. Αλλά ο Πίβοτ δεν έδειξε να παίρνει είδηση.
«Όσα ζητήσατε...» φώναξε στο μικρόφωνο, «δε θα παίξουμε τίποτ’ απ’ αυτά».
Από κάτω άρχισαν να γιουχάρουν.
«Είναι ώρα για καινούργια κομμάτια», ανάγγειλε ο Πίβοτ.
Ξεκινήσαμε –μηχανικές κούκλες φουλ κουρντισμένες.
Τα παιδιά χαλάγανε τον κόσμο, κάποιοι μας πέταξαν κουτάκια μπύρας, φύγανε και κάτι χαλίκια, συν ένα κοκ που έσκασε δίπλα στο αθλητικό μου μποτάκι, ξεκαρδίστηκα.
«Ποιος πούστης τρώει κοκ;» ρώτησα χωρίς να σταματήσω.
Κανένας δεν απάντησε, αλλά μου πέταξαν ένα πλαστικό μπουκάλι νερό που με πέτυχε στο στήθος.
Κάπου εκεί αποχωρήσαμε, σε στυλ «ζητήστε μας ενκόρ» και ξεδιπλώθηκε μια κορδέλα περίεργων καταστάσεων, επειδή όσο ήμασταν στα παρασκήνια ουρλιάζανε να ξαναβγούμε κι όταν βγαίναμε μάς πετούσαν οτι σκατολοϊδι έβρισκαν εύκαιρο. Μέχρι να βάλουμε μπροστά τα παλιά «Μπίλι» είχαμε γίνει σα λαδωμένα ποντίκια.
Αλλά το κοινό είναι ηλίθιο –με το που ρίξαμε τα χοροπηδηχτά ξεχάσανε όλες τους τις αντιρρήσεις και πλακώθηκαν στο πόγκο, έπεφτε το κλωτσίδι σύννεφο από κάτω. Κι ο Αντρέας την είδε Λουξ Ιντέριορ, κρεμάστηκε με το κεφάλι κάτω από τη σκηνή, του μουντάρανε κάτι ψωμωμένα παιδιά από την πρώτη γραμμή και τον ανάψανε στη σφαλιάρα.
Χέστηκα στο γέλιο, το ίδιο έκανε κι ο Πίβοτ –κανένας μας δεν πήγε να τον μαζέψει έτσι που είχε καταντήσει μια ανθρώπινη πινιάτα.
«Σκίσατε, θα γίνει ανάρπαστος ο δίσκος», είπε ο Χοντρός χτυπώντας μας τις πλάτες. Ο Αντρέας είχε πάρει να μπλαβίζει από το ξύλο, η Τζίνα βρώμαγε ιδρώτα, ο Πίβοτ κάπνιζε χαμογελώντας αινιγματικά. Πλησίασα το Μέταλλο, του έκανα νόημα να φύγουμε, συμφώνησε. Κι έτσι κατεβήκαμε μαζί τον λόφο, αμίλητοι με τον ιδρώτα να ζωγραφίζει τις πλάτες μας και τα πόδια σιδερένια. Μπλεχτήκαμε με τους τελευταίους της συναυλίας, κάποιοι μας πήραν χαμπάρι, ειδικά εμένα που κουβάλαγα τη θήκη με το μπάσο, κάτι μας είπαν –αστεία ανακατεμένα με μπινελίκια, δεν είχαμε όρεξη ν΄ απαντήσουμε.
«Πάμε για καμιά μπύρα;» πρότεινε το Μέταλλο όταν φτάσαμε Ιπποκράτους.
«Είμαι ψόφιος», είπα.
Και ήταν αλήθεια, πήρα τις ανηφοριές της Νεάπολης όρθιο κουφάρι, στην πρόσοψη μιας πολυκατοικίας κατέρρευσα –χύθηκα στο μάρμαρο της εξώπορτας και κάπνισα μισό πακέτο μέχρι να ξαναβρώ δύναμη να σηκωθώ. Κόσμος μπαινόβγαινε αλλά απέφευγαν να με κοιτάξουν, πόσο μάλλον να μου μιλήσουν –υπολόγιζα οτι σύντομα θα φέρνανε τους μπάτσους, όμως δεν μπορούσα να κάνω και τίποτα άλλο.
Όταν έφτασα στο σπίτι μου ξημέρωνε –κάθισα στην κουζίνα, έφτιαξα καφέ και τον ήπια χαζεύοντας τον ακάλυπτο. Τελικά ήμασταν απλώς ένα μάτσο μουσικόφιλες ψωλίτσες, όπου μυριζόμασταν τζαμάρισμα τρέχαμε να χωθούμε, λες κι η μουσική ήταν το φάρμακο για πάσα νόσο και πάντειο μαλακία. Μουσικόφιλες ψωλίτσες –υπέροχος τίτλος για αντρικό σοφτ πορνό.
Με πήρε ο ύπνος εκεί πέρα, στο τραπέζι της κουζίνας και βρέθηκα απροειδοποίητα σε ένα μισοσκότεινο στενό να περιμένω κολλημένος στον τοίχο, φοβόμουν ότι ήταν να ‘ρθει, ανησυχούσα κι η σιωπή με κούφαινε. Ήθελα τσιγάρο αλλά δε γινόταν να κουνηθώ, περίμενα στο μισοσκότεινο δρόμο και τότε είδα οτι κάτι περπατούσε, στην αρχή έμοιαζε με σκοτάδι που κινείται, στη συνέχεια ξεκόρμισε από το σκοτάδι μπαίνοντας στο μισοσκόταδο κι ήμουν σίγουρος οτι αυτό που φοβόμουν ερχόταν καταπάνω μου, θα ήθελα να μην είμαι εκεί αλλά ήμουν και φώναξα «έλα ρε μαλάκα Γιωργάκη» και τότε βγήκε η μορφή από το μισοσκόταδο κι ήμουν εγώ ο ίδιος, αυτοπροσώπως –εμού του ιδίου, που λένε –και ούρλιαξα ακόμα πιο βουβά «έλα ρε μαλάκα Γιωργάκη –βοήθεια» κι όσο ξύπναγα μουρμούριζα, «σε παρακαλώ, σε παρακαλώ –βοήθεια» αλλά ήταν στον αέρα η φωνή μου, μετά ονείρου και εφιάλτη, γι΄αυτό κανένας δεν την άκουσε.
Ή έτσι πίστεψα τότε, επειδή, ξέρεις –το μέλλον είναι άγραφο και τέτοιες πίπες... Δυο μέρες πριν ξεκινήσουμε την περιοδεία μας επέστρεφα από την τέταρτη συνεχόμενη ολονυχτία μου στο Ρεσιτάλ (κι όποιος ξέρει το συγκεκριμένο μαγαζί καταλαβαίνει τι σημαίνει αυτό), είχε ψιλοβρέξει γι΄αυτό αποφάσισα να κάνω τη διαδρομή Εξάρχεια –Νεάπολη μέσω Συγγρού, είχα αυτή την έμπνευση. Η μηχανή μου, ένα χρέπι μεταχειρισμένο εξ Ιαπωνίας κάλυψε την απόσταση μέχρι το Σύνταγμα αδιαμαρτύρητα, πρόσεχα κι εγώ να καθαρίσουν τα τακάκια από το νερό της βροχής, μετά κόψαμε δεξιά από τους Στύλους, μπήκαμε στη Συγγρού με τις ψιχάλες να το παίζουν «δάκρυα εξ ουρανού», δοκίμασα τα φρένα –πιάνανε σαν καινούργια (που δεν ήταν). Μέτρησα τα φανάρια, συγχρονίστηκα στο Φιξ κι ανοίχτηκα μετά με το μυαλό κουδουνίστρα –πέρασα την Πάντειο με αξιομνημόνευτο συγχρονισμό, είχα κάτι κενά μνήμης αλλά έφτασα στην αριστερή στροφή για Ποσειδώνος σχεδόν ξεμέθυστος, μπήκα με πολλά –πάρα πολλά –τα φρένα είχαν ζεσταθεί και δουλεύανε σούπερ, αλλά τα λάστιχα ήταν πιο φαγωμένα από νύχια κομπλεξικής μαθήτριας -καθόλου γόμα, σκέτα λινά. Με πέταξε η ανάποδη στροφή πριν βγω στην Ποσειδώνος, έσκασα σε κάτι προστατευτικά διαζώματα και γαμήθηκα.
Πριν λιποθυμήσω σκεφτόμουν οτι μάλλον θα τη γλίτωνα την περιοδεία κι αυτό εξηγεί γιατί με βρήκανε με παγωμένο χαμόγελο –με ρώταγε ο τραυματιοφορέας από το ασθενοφόρο, «γιατί χαμογελούσες;»
Επειδή βρέθηκα για λίγο κοντά στον Γιωργάκη και μου είπε τι πρέπει να κάνω –γι΄αυτό. Αλλά προτίμησα να ξαναλιποθυμήσω παρά να του απαντήσω.
Την επόμενη ήρθαν να με δουν οι τεθλιμμένοι συγγενείς –Κοντός, Χοντρός, Πίβοτ, Αντρέας, Τζίνα.
«Τι κάνουμε τώρα;» αναρωτήθηκε ο Χοντρός.
«Πεθαίνουμε αν δεν έχεις αντίρρηση», είπα.
«Πάντα χιουμορίστας ο πούστης», θαύμασε ο Πίβοτ.
«Έχω ένα φίλο...» πρότεινε ο Αντρέας.
«Μπασίστα;» ρώτησε ο Κοντός.
«Χωρίς τον Τρανζίστορ;» αναρωτήθηκε ο Πίβοτ –έτσι για τα μάτια.
«Προλαβαίνει να μάθει τα κομμάτια;» ρώτησε η Τζίνα.
«Ναι μωρέ –τα περισσότερα τα ξέρει ήδη...» είπε ο Πίβοτ και μετά δαγκώθηκε αλλά ήταν αργά.
«Εντάξει», είπε ο Αντρέας αμήχανα.
Με κοίταξαν.
«Δεν πάτε να γαμηθείτε-λέω εγώ...» τους πρότεινα.
Κι έτσι έκαναν, δηλαδή με χαιρέτησαν και φύγανε αφήνοντας πίσω τους μια αηδιαστική βυσσινάδα, κάτι ψοφολούλουδα χρώματος κρεμ καραμέλ και μια μυρωδιά πορδής που την είχα ακουστά, έτσι λέγανε οτι μύριζε το πούλημα.
«Πού είναι το Μέταλλο;» αναρωτήθηκα αλλά δεν υπήρχε κανένας να μου απαντήσει.
Το τηλέφωνο με σκούντηξε στην κυριολεξία, δεν ξέρω πώς έγινε αυτό, ήταν όμως σα να με ταρακούνησε με κάποιο τρόπο. Την κοίταξα, απέφυγε τρομαγμένη το βλέμμα μου. Σήκωσα προσεκτικά το ακουστικό, στη μέση της διαδρομής ανακάλυψα οτι αυτή μου η κίνηση με έβγαζε φόρα παρτίδα στο παράθυρο, βούτηξα λοιπόν με την αγωνία του τερματοφύλακα που δεν θέλει να τον πάρουν φωτογραφία να το τρώει όρθιος, κάθισα στο πάτωμα κρατώντας το ακουστικό.
«Λέγε», ζήτησα.
«Είναι κάποιος που θέλει να σου μιλήσει», με πληροφόρησε ο μπάτσος.
«Δεν μιλάω σε κανέναν», μούγκρισα.
«Καλά –πες το στον ίδιο», είπε ο μπάτσος.
Έπεσε ησυχία στη γραμμή –ξέρανε οι καργιόληδες οτι θα περιμένω και με παίζανε.
«Ναι;» ακούστηκε από την άλλη άκρη του σύρματος.
«Λάθος νούμερο», είπα εγώ.
«Μην κλείνεις ρε βλάκα», είπε η φωνή.
Κάτι μου ερχόταν στο άκουσμά της, έμεινα λοιπόν ακίνητος με το ακουστικό κολλημένο.
«Ποιος είναι;» ρώτησα.
«Αυτός που θα σε γαμήσει όρθιο πριν σε στήσει στα τέσσερα», απάντησε η φωνή.
«Ζεις ακόμα ρε Μέταλλο;» γέλασα.
«Ζω... ε, καλά τώρα –μην ενθουσιάζεσαι...» με προσγείωσε το Μέταλλο.
«Τι θες εκεί πέρα ρε γύφτο;»
«Ο καλός κύριος αστυνόμος σκέφτηκε μήπως σε μεταπείσω...»
«Δηλαδή τι; Να μη βγω όταν θα τελειώσω τη συνέντευξη με τη δημοσιογράφο απείραχτη;»
«Όχι ρε ζώο –τι κόπανος θεέ μου, καθόλου δεν άλλαξες».
«Μακάρι να σ΄έβλεπα για να μπορούσα να πω κι εγώ το ίδιο».
«Κανονίζεται...»
«Για πες».
«Έρχομαι μέσα αν δεν έχεις αντίρρηση».
«Τι λες τώρα; Άντε τσακίσου».
«ΟΚ».
«Περίμενε...»
«Τι πάλι;»
«Τσιγάρα έχεις;»
«Κάργα».
«Παράγγειλε και τίποτα πίτσες πριν μπεις...»
«Άντε γαμήσου ρε γύφτο».
Η γραμμή κόπηκε –έμεινα να κοιτάζω το ακουστικό. Μετά κοίταξα εκείνη.
«Σενιαρίσου λίγο, έρχεται ένας φίλος», της είπα.
«Τι;» απόρησε.
«Τυρί. Ρε ηλίθια θα πάρεις συνέντευξη από τα 2/4 του Φαντάσματος στη Μηχανή. Του αυθεντικού Φαντάσματος –όχι απομιμήσεις, έτσι;»
Δε φάνηκε να ενθουσιάζεται με την προοπτική.
Στ΄αρχίδια μου.
Πήγα στην πόρτα, κοιτάχτηκα λίγο στον διπλανό καθρέφτη –τα χάλια μου είχα. Η αραίωση στα μαλλιά κάλπαζε, σε λίγο θα ήταν ορατή δια γυμνού οφθαλμού, άσε που η φάτσα μου ήταν σα λεμόνι πατημένο από φορτηγό. Δε γαμιέται –σκέφτηκα.
Και στήθηκα απέναντι από την πόρτα περιμένοντάς τον.
Egidio Gherlizza- Τζέφυ και Τσέρυ
-
Ο Egidio Gherlizza είναι ένας καλλιτέχνης για τον οποίο μιλούν ελάχιστα,
ωστόσο ο πιο τυχερός χαρακτήρας του, ο αλήτης Σεραφίνο, κατάφερε να γίνει
μια μ...
Πριν από 5 μήνες
25 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
γίνομαι γραφικός που τα ξαναλέω αλλά έχω κολλήσει άσχημα με την ιστορία και δεν ξέρω γιατί!
Εγώ ξέρω αλλά σιγά μην το πω!
kudos. h istoria gamaei.
Αντε μπραβο.
Ειμαι πλεον πληρως transistorised.
ρε το μουνι τον πιβοτ. αλλα τι περιμενεις απο ψηλους....
υγ τελειωσα το βαλκανιο σε τρεις μερες!!!γαμησε το βιβλιο!!!!
Raz, εμένα λες κούδος; Πότε βούδος πότε κούδος δηλαδή;
Μάρλι, ε, τότε να βάλω να τον ερωτεύεται και η δημοσιογράφα κι αυτός να τη φτύνει.
Άσωτε -καλλιτεγνία είναι αυτή, περιμένεις μπέσα; Προχώρα φουλ στον επόμενο Νικολαϊδη -σου προτείνω ή Μοντεζούμα ή Γουρούνια (ανάλογα με τα οικονομικά σου).
Γουρούνια και Μοντεζουμα μπεστεστ!
Νίκος
Μπεστεστερότερα μη σου πω
Τέλος Βαλκάνιος κι από δω. Ένιωσα λίγο σαν να ακούω demo από μια μπάντα-καταλαβαίνεις ότι παίζει κάτι δυνατό αλλά δεν είναι έτοιμοι να στο πούνε ακόμα. Το αγαπάμε για αυτό που είναι χωρίς συγκρίσεις που το αδικούν.
Στα της ιστορίας, ανατριχίλα η συναυλία στο Λυκαβηττό. Στο ξαναπα ότι πάει σφαίρα αυτή η ιστορία - σαν από μόνη της. Μόνο θα στην πω την αμαρτία μου, δε μ'αρέσει ο τίτλος. Αλλά νταξ, κλαην μαην
Fixit, ούτε εμένα μου αρέσει -αλλά αυτό είναι το λιγότερο, ο τίτλος αλλάζει ανά πάσα στιγμή...
Ο Βαλκάνιος έδεσε τη γενιά μου άρα δεν θα μπορέσω ποτέ να το δω αντικειμενικά το βιβλίο. Πάντως, με όση αντικειμενικότητα μου απομένει μπορώ να πω οτι τα Γουρούνια είναι πολύ καλύτερο βιβλίο κι ένα από τα καλύτερα της νέας ελληνικής λογοτεχνίας.
Δηλαδή, μόνο εγώ τελείωσα τη "Στεκιά σε 2 μέρες, αφήνοντας και λίγο για την τρίτη
και τον Βαλκάνιο μονοκοπανιά?
χρωστάω κάποιες απαντήσεις για τη νήσο Πάιτα
αλλά αυτόν τον καιρό προτιμώ να μαυρίζω
σε κάποιες παραλίες διαβάζοντας ανάλογα βιβλία -ξανά και ξανά μέχρι να τα χωνέψουμε_
μέχρι και ανάγνωση σε τρίτους έκανα
Τα σέβη μου όμως, όπως και να' χει
miliokas aka skylos_mayros
Milioka, λιγότερο θα ζήλευα αν μου λίνκαρες φωτογραφία από πήδημα με την κοπέλα σκαρφαλωμένη στον πολυέλαιο -σε διαβεβαιώνω.
Χρωστάς αλλά μαύρισε πρώτα να μεστώσουν οι απαντήσεις στο μυαλό σου...
Yπάρχουν ακόμα τέτοιες κοπέλες;
Πίβοτ: Ο πρώτος που έκοψε ρόδα μυρωμένα (!!!)
miliokas aka skylos_mayros
ΥΓ: Κι έχω απορία αλλά μάλλον 8α τη ρωτήσω με μέηλ_
Milioka, πάντα υπήρχαν -εμείς δεν τις πετυχαίναμε πάντα.
Υ.Γ.; Ναι, αμέ
Τουλάχιστον ζει το Μέταλλο, γιατί τον είχα ξεγραμμένο κι αυτόν.
Πάντως ο μπασίστας που αντικαθιστά τον Τρανζίστορ πρέπει να πεθάνει.
Α λα πέραση ο Τρανζίστορ! Να τ΄ακούνε οι φαν του και να χαίρονται!
Υ.Γ.: Ετοιμάσου για Μέταλλο στη συνέχεια
There can only be one Transistor.
μια ακόμη φωτογραφία από τη θάλασσα_
One to rule them all φίλε μου Ορεσίβιε.
Milioka, μας γάμησες πάλι. Αλλά από τις καλύτερές σου είναι αυτή.
Ρε μοτόπαιδο τι θα γίνει, όπως το πας αν την γλιτώσουμε από τις χημείες των μπάτσων θα πάμε σίγουρα από ακατάσχετη ροπή προς το παρελθόν μας, γεγονός που θα μας ρίξει στον αλκοολισμό πιο γρήγορα.
Τεσπα να σαι καλά να μας φτιάχνεις τις μέρες ρε φίλε με τις ιστορίες σου.
Υ.Γ έχω όλα τα προηγούμενα βιβλιοδετημένα με δικά μου νουάρ εξώφυλλα...
Είδες λοιπόν που οι μπάτσοι εχτελούνε κοινοφελές έργο; Διότι σε περιόδους κρίσης, όχι κύριε, δεν θα σ΄αφήσουν να ξοδευτείς για αλκοόλια (που έχει πάει κι η φορολογία τους στο θεό)! Θα σου δώκουν τζάμπα μαστούρα να πορεύεσαι! (Τώρα θυμήθηκα και το σύνθημα: Οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωινή/ κι εμάς ο Μπάμπης τζάμπα μας τη δίνει).
Υ.Γ.: Στείλε κάνα μεϊλάκι με τα εξώφυλλα να δω κι εγώ ρε παιδί μου -τι μοναχοφάης!
ρε μάστορη με το μοτόρι δώκε ένα μέηλ, δεν μπαίνει απο τα λίνκια
Όχι ρε -άλλος είναι ο Μάστορης με το μοτόρι, χαχαχαχα.
Δε δουλεύει το μαλακιστήρι εκεί που λέει μέιλ;
volveran@gmail.com
για τσέκαρε τα μέλια σου, έχεις πακέτο... χαχα
Πακέτο, το πακέτο! Ευχαριστώ πολυ ρε -να είσαι καλά.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!