Προηγούμενα:
Το πρακτορείο στοιχημάτων βρίσκεται
σ΄ένα στενό μεταξύ Ευριπίδου και Σοφοκλέους, ξέχειλοι κάδοι σκουπιδιών,
παρκαρισμένα αυτοκίνητα και σπασμένα πεζοδρόμια –καλωσήρθατε στο τουριστικό
Σεράγεβο. Ο καιρός είναι ακόμα κρύος κι αυτό το απόγευμα κροταλίζει δόντια αλλά
στην περιοχή κυκλοφορούν κάτι Ασιάτες με σακίδια πλάτης και δυο-τρεις παρέες
ασπρουλιάρηδων αρχαιολατρών από τις χώρες του Βορρά. Βλέπω το πρακτορείο, η
ταμπέλα του δεν έχει ακόμα ανάψει –τζαμαρία τριγύρω, κάμποσες συσκευές
τηλεόρασης ανοιχτές και πέντε σκυμμένοι άρρωστοι που κρατάνε αναποφάσιστα μπικ
πάνω από δελτία προγνωστικών.
Προσπερνάω το πρακτορείο χωρίς να σταματήσω.
Βρίσκω ένα κυριλέ ξενοδοχείο δυο τετράγωνα πιο κάτω –τίγκα στα αστέρια η
ταμπέλα του, φίκος ο αειθαλής στην είσοδο, χαλί να βουλιάξεις μέχρι τον
αστράγαλο στη ρεσεψιόν –μου κάνουν όλα αυτά. Και κυρίως χαίρομαι να χρεώνω τον
Γκας, πλησιάζω τον υπάλληλο με το γαλάζιο πουκάμισο εργασίας.
«Ένα δωμάτιο παρακαλώ».
«Ευχαρίστως. Πόσες μέρες θα μείνετε;»
«Καμιά βδομάδα, μπορεί και περισσότερο... Έχω κάτι δουλειές στην Αθήνα και
δεν ξέρω πότε θα ξεμπερδέψω».
«Δεν είστε από την πόλη;»
Κοιτάζω τον υπάλληλο –το σκέφτομαι.
«Από εδώ είμαι αλλά την έχω δει να νοικιάζω δωμάτιο σε ξενοδοχείο για να μη
λερώνω τα πατώματα του σπιτιού μου», χαμογελάω φιλικά.
Του παίρνει λίγη ώρα αλλά το πιάνει –γελάει κι εκείνος με τη γκάφα του,
είμαστε όλοι χαρούμενοι.
«Να δω μια ταυτότητα παρακαλώ;»
Του τη δίνω –σημειώνει κάποια πράγματα και μου την επιστρέφει. Μετά τραβάει
μια μαγνητική κάρτα από κάτι θήκες.
«Το 202», μου λέει.
«Για σιγά ρε φίλε –πόσους ορόφους έχει το ξενοδοχείο;»
«Πέντε».
«Σού δήλωσα υψοφοβικός; Δε νομίζω...»
«Όχι αλλά...»
«Ε τότε γιατί δεν μου δίνεις κάτι σε πιο ψηλό όροφο;»
«Ξέρετε... στον τέταρτο και τον πέμπτο είναι οι σουίτες...»
«Και λοιπόν;»
«Νόμισα...»
«Οτι είμαι γλίτσης και φτωχομπινές –εντάξει, δεν τρέχει τίποτα. Πιάσε τώρα
ένα δωματιάκι φερ φορζέ γαλβανιζέ με όλα τα ροκφόρ ας πούμε.».
«Μάλιστα –το 413», λέει δίνοντάς μου μια άλλη κάρτα.
«Είσαι υπέροχο αγόρι», του κλείνω το μάτι, επειδή σκέφτομαι οτι τα πεταχτά
φιλιά δεν είναι πλέον της μόδας.
Το δωμάτιό μου είναι όπως ακριβώς το θέλω –με θέα στο μπροστινό δρομάκι και
αισχρά υπερτιμημένο. Όπως ανακαλύπτω σχεδόν αμέσως, ισχύουν τόσες έξτρα
χρεώσεις που αν σε πιάσει συχνουρία το πιο πιθανό είναι να σου φορτώσουν
ογκοχρέωση. Χαμογελάω –όλα καλά. Χρειάζομαι έναν περιποιημένο ύπνο, δυο ώρες
μούλιασμα σε μπανιέρα και κάποιο σχέδιο της προκοπής. Κάθομαι στο πουπουλένιο
κρεβάτι, βουλιάζω –πώς σηκώνονται τώρα; Δεν σηκώνονται...
Είναι μεσάνυχτα και κάτι όταν ξυπνάω, η μπανιέρα με περιμένει να τη γεμίσω
κι εγώ δεν είμαι άνθρωπος που στήνει στα ραντεβού, συνεχίζω λοιπόν τον ύπνο μου
μέσα σε αφρούς και μπουρμπουλήθρες –είμαι σε κινούμενη άμμο, ζεστή άμμο που
υποχωρεί κάτω από το βάρος μου κι όλο βουλιάζω, η άμμος καλύπτει το λαιμό και
το πρόσωπό μου αλλά δε φοβάμαι οτι θα πάθω ασφυξία, δεν με απασχολεί καθόλου κι
αυτό είναι το πιο τρομακτικό απ΄ όλα –τινάζομαι στον αέρα γεμίζοντας νερά και
σαπουνάδες τα πλακάκια. Ώρα να επανέλθω.
Φοράω ένα αρωματικό μπουρνούζι, σερβίρομαι μια βότκα ακαθόριστης μάρκας με
πολλά παγάκια για να γλιστράει, ανοίγω την τηλεόραση και προσπαθώ να θυμηθώ
πότε ήταν που πήγα φυλακή, πότε κοιμόμουν στο ξεκοιλιασμένο στρώμα, πότε
αναβόσβηναν άλλοι το φως για μένα –δεν θυμάμαι τίποτα απ΄ όλα αυτά. Ο ιδιωτικός
χώρος είναι πολύ δυνατή παραίσθηση.
Όταν βγαίνω στο δρόμο όλα μοιάζουν εχθρικά οικεία. Το κρύο παγώνει κάτι
λίγες σταγόνες νερού που ξεχάστηκαν
ασκούπιστες στο σβέρκο μου, τα καταθλιπτικά φώτα των κλειστών μαγαζιών, οι
σκιές που κρύβονται στα βρώμικα στενά, οι τρομαγμένοι που ψάχνουν κολώνα της
ΔΕΗ για να παρκάρουν από κάτω το αμάξι τους, κοιτάζω καλύτερα... Φιγούρες
ξεκολλάνε από τους τοίχους, ξεβράζονται από εισόδους λεηλατημένων ξενοδοχείων,
φανταχτερά ρούχα, πολύ σκούρο δέρμα –έχει πιάτσα εδώ. Οι κοπέλες κινούνται
μουδιασμένα μέχρι να σταμπάρουν πελάτη και τότε ακριβώς ορμάνε σαν κουτάβια σε
κόκαλο. Αυτό θα μπορούσε και να είναι καλή ιδέα -πιάνω άκρη, βγάζω το κινητό και
παίρνω τον Γκας.
«Τι θες;»
«Μια γυναίκα».
«Πήγαινε σε μπουρδέλο, εγώ θα φροντίζω τις κάβλες σου;»
«Κοντά είσαι... Λοιπόν, θα βρεις μια από τις κοπέλες τις δικές σου και θα
κανονίσεις κάθε απόγευμα πριν ξεκινήσει το μεροκάματο να περνάει και να με
βρίσκει στο πρακτορείο. Αν μάλιστα δουλεύει και σε καμιά πιάτσα κατά Ευριπίδου
μεριά, ακόμα καλύτερα».
Σιωπή –το σκέφτεται.
«Πώς το βλέπεις δηλαδή;» ρωτάει στο τέλος.
«Σα δικαιολογία περί του γιατί ξημεροβραδιάζομαι στο πρακτορείο. Κολλημένος
με τα στοιχήματα αλλά περιμένω και κάποια είσπραξη –ωραία;»
«Είσαι έξυπνος τελικά ρε πούστη».
«Δεν είμαι εγώ έξυπνος, εσύ είσαι ηλίθιος».
«Μίλα καλά».
«Αύριο να έρθει να με βρει στο ξενοδοχείο μου».
Του δίνω το όνομα του ξενοδοχείου, γκρινιάζει γιατί θα τον φαλιρίσω με τις σπατάλες
που κάνω, χαμογελάω, χαιρετιόμαστε.
Ξαναπερνάω από το πρακτορείο –κατεβασμένα ρολά κι ένα άρρωστο μπλε φως,
ελέγχω τις γύρω πολυκατοικίες από συνήθεια, δεν βρίσκω τίποτα άξιο προσοχής. Η
νύχτα έχει πολύ ακόμα, σκέφτομαι να μπω σε κάποιο από τα κωλόμπαρα της περιοχής
μα δεν μου κάνει κέφι –καλύτερα να γίνω λιώμα στο ξενοδοχείο με τα λεφτά του
Γκας. Επιστρέφω.
Στο σαλόνι του ξενοδοχείου ερημιά –ο μπάρμαν
κουβεντιάζει με μια κυρία σοβαντισμένη και τίγκα στο βραχιολικό, διαλέγω ένα
τραπέζι μακριά τους επειδή κάθε φορά που γελάει η κυρία (πομπώδες, ψεύτικο
γέλιο) τα βραχιόλια της βροντούν, ντρούγκου, ντρούγκου, ντρούγκου,
ντρουγκ, ντρουγκ, ντρουγκ...
Ανάβω τσιγάρο, παραγγέλνω το ποτό μου και
χάνομαι στα αταξίδευτα βάθη του ποτηριού, πίνω φιλότιμα –όχι βιαστικά, αλλά με
σταθερό ρυθμό –θέλω να λασπώσω όσο πιο γρήγορα γίνεται για να μπορέσω να
ξανακοιμηθώ. Δεύτερο ποτό, δυο τσιγάρα αργότερα...
«Κερασμένο από την κυρία», μου λέει ο
μπάρμαν αφήνοντας το ποτήρι πάνω σε μια χαρτοπετσέτα.
Βαριέμαι να τον κοιτάξω, θα μου χαλάσει το
ρυθμό.
«Χρέωσε το ποτό μου κι ότι πίνει η κυρία στο
λογαριασμό του δωματίου μου», λέω στον μπάρμαν.
Φεύγει χωρίς να πει κουβέντα αλλά ποτέ δεν
ξεμπερδεύεις εύκολα όταν υπάρχει κέρασμα. Πρώτα ακούω τα βραχιόλια, μετά την
απέναντί μου καρέκλα που γρατζουνάει το μάρμαρο καθώς μετακινείται.
«Τι συμβαίνει αγόρι μου; Απαγορεύεται να
κεράσουμε ένα ποτό;»
«Αν απαγορευόταν δε θα σε κέρναγα», της
απαντάω.
Έχει κατασκηνώσει κανονικά στο τραπέζι μου
–ένα ποτήρι ουίσκι χωρίς πάγο δίπλα στο μαύρο σκληρό πακέτο τσιγάρων. Την κόβω
για πενηντάρα που προσπαθεί να το κρύψει με σχετική επιτυχία -από τον τρόπο που
κάθεται υπολογίζω οτι ξοδεύει πάνω από δυο ώρες την ημέρα σε γυμναστήρια.
«Δηλαδή να μην καθίσω;» ρωτάει χωρίς όμως να
δείχνει διάθεση να ξεκουνηθεί.
«Όπως σε βολεύει –γι΄αυτό τις έχουμε τις
καρέκλες», εξηγώ.
«Ρίτα», λέει.
«Εντάξει», συμφωνώ αδιάφορα.
«Κι εσύ;»
«Εγώ όχι Ρίτα».
Γελάει μ΄ εκείνο το ψεύτικο γέλιο.
«Προσπαθείς να με διώξεις;» ρωτάει σκύβοντας
προς το μέρος μου και πνίγοντάς με στο πατσουλί.
«Κι αν το προσπαθώ; Λες να το καταφέρω;»
αφήνω τον καπνό του τσιγάρου μου να τη σπρώξει λίγο πίσω.
«Μπα, δε νομίζω...» χαμογελάει.
«Τότε δεν προσπαθώ να σε διώξω», αποφασίζω.
«Και τελικά με λένε Λούη Πετρά όμως δεν είμαι καθόλου σίγουρος οτι θα χαρεί
κανένας από τη γνωριμία μας -οι παρόντες δεν εξαιρούνται».
Πάει να ρίξει ακόμα ένα πομπώδες χαχανητό
αλλά την κόβω στη μέση.
«Μην το κάνεις», της λέω.
«Γιατί;»
«Επειδή όπως και να ‘χει δεν πληρώνω».
«Σου ζήτησα;» μαζεύεται κάπως εκνευρισμένη.
«Απλώς προειδοποιώ», την προειδοποίησα.
Τράβηξε ένα μακρύ τσιγάρο με άσπρο φίλτρο
από το πακέτο της και στήθηκε μπροστά μου όλο τουπέ –φυσικά δεν είχε αναπτήρα.
Της άναψα με τον δικό μου, κατέβασα μια γερή γουλιά, όπως πήγαινε η κατάσταση
δεν θα κατόρθωνα να πιω μόνος και να λιώσω ελεγχόμενα. Οι άλλοι άνθρωποι σε
μεθάνε χωρίς να το καταλάβεις...
«Πώς κι από τα μέρη μας Λούη Πετρά;» με
ρώτησε η Ρίτα όταν βαρέθηκε να περιμένει να μιλήσω.
«Δουλειές...»
«Τι είδους δουλειές;»
«Κι εσύ τι είσαι για να ΄χουμε καλό ρώτημα
–ο σερίφης του μικρού χωριού;» θυμώνω.
«Όχι ρε όμορφε, απλά κουβέντα να γίνεται»,
χαχανίζει.
«Εντάξει –κουβέντα να γίνεται, ας πούμε
κάτι...» προτείνω.
«Δε μένω στο ξενοδοχείο, απλά μου αρέσει να
πίνω το ποτό μου εδώ πέρα, έχει ησυχία –διακριτικότητα...» ξεκινάει εκείνη το
παραμύθι.
«Διακριτικότητα και προσιτές τιμές»,
παρατηρώ.
«Σειρά μου να σε ρωτήσω αν είσαι ο σερίφης
του χωριού», χαμογελάει.
«Ισοπαλία», παραδέχομαι στωικά. «Κοίταξε
τώρα πώς έχει η κατάσταση Ρίτα. Από εμένα να πάρεις φράγκα αποκλείεται –φούντα
και γυναίκες δεν πληρώνω όχι λόγω τσιγκουνιάς αλλά επειδή έχω ανακαλύψει οτι το
χασίς και οι γυναίκες αν δεν είναι κερασμένα δε λένε μία», της χαμογελάω.
«Εμένα πάντως μου φαίνεσαι φτωχομπινές που
φοβάται μην τον χρεώσω την παρέα», παρατηρεί εκείνη.
«Πες το κι έτσι», μουρμουρίζω και την
κοιτάζω κατάματα –μπας και φιλοτιμηθεί να φύγει.
«Δε σε χρεώνω, μη φοβάσαι», με καθησυχάζει.
Δε θα φύγει τελικά...
Από τα ηχεία πετάγεται ένα διακριτικό αλλά
επίμονο πιάνο που παίζει συνέχεια το ίδιο μοτίβο μέχρι να βαρεθεί κάποιος
τραγουδιστής με τσιριχτή φωνή και να παρεμβάλει τη δική του ενοχλητική
μονοτονία. Πίνουμε τα φρέσκα ποτά μας –εγώ το τρίτο, η Ρίτα δεν ξέρω ποιο –και
με κόβει οτι ενοχλούμαι.
«Δεν σου αρέσει ε;» δείχνει προς τα κρυμμένα
ηχεία της οροφής.
«Μοιάζει με τη ζαλάδα πριν ξεράσει ο
μεθυσμένος», της λέω.
«Ούτε κι εμένα μου αρέσει», συμφωνεί. «Δεν
είναι μουσική αυτά που βγάζουν σήμερα...»
«Κι αυτό που βγάζανε χτες πάλι δεν ήταν
μουσική», λέω αφηρημένα.
«Προχτές;» χαζογελάει.
«Να σε ρωτήσω κάτι –βγαίνει μεροκάματο εδώ
μέσα;» αλλάζω θέμα.
«Το κατά δύναμη... Όλο και κάποιος
επαρχιώτης θέλει να νιώσει λίγο Ρίτσαρντ Γκιρ...»
Μου διαφεύγει ο συσχετισμός και της το
δείχνω.
«Ξέρεις... ξενοδοχείο... μια όμορφη μικρή
πουτάνα στο μπαρ η οποία τον ερωτεύεται... Πρίτι Γούμαν κατάσταση...»
«Αυτό είχε γίνει στο Πρίτι Γούμαν;» απορώ.
«Γιατί –μήπως εγώ είμαι η όμορφη μικρή
πουτάνα;» με ταπώνει γελώντας.
Κι άλλος πόντος δικός της αλλά κομπλιμέντο
δεν έχει....
«Σαν πόσα δηλαδή;» ξαναρωτάω.
«Εφοριακός είσαι;»
«Όχι –αλλά λέω να γίνω».
«Εφοριακός;»
«Από το άλλο».
Μαζεύεται κάπως υποψιασμένα.
«Εννοείς;»
«Υπάρχει μια καλή κοπέλα που έχει βρεθεί
στην ανάγκη και σκεφτόμουν να τη βοηθήσω...»
Ασυναίσθητα πιάνει το πακέτα με τα τσιγάρα
της.
«Νταβατζής είσαι ρε;» σφυρίζει.
«Μη κρίνετε ίνα μη κριθήτε» της θυμίζω.
«Σκατά...» μουρμουρίζει.
«Μην φτιάχνεσαι, δεν υπάρχει περίπτωση να σε
αναλάβω», της εξηγώ. «Απλώς διερευνώ επαγγελματικές προοπτικές».
«Όπως ας πούμε να μου φέρεις κάποιο
πουτανάκι εδώ πέρα για να μου φάει τη δουλειά», λέει.
«Περνάει ο καιρός Ρίτα –οι παλιές
επιχειρήσεις δίνουν τη θέση τους στις καινούργιες... Καπιταλισμός», της εξηγώ
υπομονετικά.
«Αρχίδια», μουγκρίζει έχοντας χάσει κάθε
ίχνος τουπέ.
Την προτιμώ έτσι.
«Και τι σου λέει οτι θα τα καταφέρεις,
μαλάκα;» επιμένει. «Αυτοί που κάνουν κουμάντο στην περιοχή θα σε φυτέψουν πριν
προλάβεις να βγεις στο πεζοδρόμιο...»
Της πιάνω τον καρπό, πάει να τραβηχτεί αλλά
τη σφίγγω –όχι πολύ δυνατά -σταματάει.
«Να πεις σ΄αυτούς που κάνουν κουμάντο οτι
μέχρι χτες ήμουνα μέσα για φόνο. Ξέρεις τώρα τι γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις,
ο πρώην φυλακισμένος νιώθει οτι το κελί είναι το σπίτι του και δεν τον χαλάει
καθόλου να επιστρέψει μη σου πω κιόλας οτι το επιδιώκει –διάβασε να δεις, το
γράφουν όλα τα καλά βιβλία ψυχολογίας...»
Τραβάει τελικά το χέρι της απότομα –με
βρίσκει απροετοίμαστο κι ελευθερώνεται.
«Έτσι γράφουν τα βιβλία ε;» χαμογελάει.
«Να πάμε κόντρα στην επιστήμη;» σηκώνω δήθεν
απορημένα τους ώμους.
«Μ΄ αρέσεις πάντως...» διαπιστώνει.
«Εμένα όχι και τόσο, άσε που ψυλλιάζομαι πως
εσύ είσαι οι ‘αυτοί που κάνουν κουμάντο’ και σουλατσάρεις εδώ μέσα για
να κόβεις κίνηση», τη γειώνω.
«Είσαι έξυπνο παιδί –αυτό το πιάσαμε. Αλλά
είσαι τόσο έξυπνος ώστε να καταλαβαίνεις μέχρι πού σε παίρνει να λες
εξυπνάδες;» χαμογελάει.
«Δεν ξέρω... βρέστο και πάρτο», απαντάω.
«Θα το βρω να είσαι σίγουρος –για το αν θα
το πάρω, δεν έχω αποφασίσει ακόμα».
Αρχίζω να το βαριέμαι όλο αυτό.
«Κοίτα –δεν σκοπεύω, άμεσα τουλάχιστον, να
ρίξω κάποιο κορίτσι στα πέριξ. Έχω κανονισμένο τον χώρο μου, είμαι μια χαρά,
δεν ψάχνομαι για επεκτάσεις. Απλώς σκέφτηκα λόγω του οτι γνωριστήκαμε και
βρεθήκαμε συνάδελφοι....» της εξηγώ.
Γελάει.
«Συνάδελφοι ε; Μια πουτάνα κι ένας νταβατζής
είναι τόσο συνάδελφοι όσο ένα αρνί κι ένας βοσκός το Πάσχα», λέει.
«Αυτό είπα κι εγώ», της χαμογελάω.
«Άλλο είπες όμως δεν έχει σημασία. Σκέφτομαι
οτι έχει πέσει νέκρα στο μαγαζί και η ώρα περασμένη, θα μπορούσες λοιπόν, σαν
πραγματικός κύριος, να με προσκαλέσεις στο δωμάτιό σου για να περάσω την
υπόλοιπη νύχτα –πού να τρέχω τέτοια ώρα σπίτι μου;» προτείνει.
«Ναι, θα μπορούσα –αν ήμουν πραγματικός
κύριος...» συμφωνώ μαζί της.
Και μετά σηκώνομαι, στραγγίζω ότι έχει
απομείνει στο ποτήρι μου...
«Καληνύχτα Ρίτα», της εύχομαι.
«Είσαι σίγουρος;» κάνει μια τελευταία
προσπάθεια.
«Όσο σίγουρος είμαι οτι έχεις κι εσύ δωμάτιο
στο ξενοδοχείο και μάλλον σε ψηλότερο όροφο από το δικό μου», της λέω.
«Κάνεις λάθος», απαντάει, την ώρα που πάω να
στρίψω την πλάτη μου. «Σε χαμηλότερο όροφο από σένα έχω δωμάτιο», συμπληρώνει.
Χαμογελάω –σωστή γκόμενα η Ρίτα....
Νιώθω μια επίμονη ζαλάδα όσο μπαίνω κάτω από
τα σκεπάσματα -ρίγη, δύσπνοια –σα ν΄ αρρωσταίνω από γρίπη. Ανοίγω την τηλεόραση
μπας και ξεκολλήσω από την κατάστασή μου αλλά η γρήγορη εναλλαγή των εικόνων
κάνει τα πράγματα χειρότερα. Κοιμάμαι με ανοιχτά μάτια όσο μπορώ να καταλάβω...
Και με ξυπνάει το τηλέφωνο –βγάζει έναν
μαλακισμένο ήχο σα να πετάνε πέτρες σε λεκάνη με νερό, ψάχνομαι, το βρίσκω
τελικά.
«Εμπρός;»
«Κύριε Πετρά, σας ζητάει μια κυρία στη
ρεσεψιόν», λέει η ρεσεψιονίστ.
«Τι ώρα είναι;» απορώ.
«2 και 10 κύριε Πετρά».
«Βράδυ;»
«Μεσημέρι».
«Καλά. Πέρνα την στην τραπεζαρία και πες της
να παραγγείλει ότι θέλει μέχρι να κατέβω».
Κλείνω το τηλέφωνο. Μια κυρία; Ποια κυρία; Η
Ρίτα αποκλείεται –θα ερχόταν κατευθείαν
στο δωμάτιό μου. Η κοπέλα που μου στέλνει ο Γκας... Ρίχνω νερό στα μούτρα μου,
αρχίζω πάλι να σκέφτομαι φυσιολογικά. Τα κόκαλά μου πονάνε, μια μόνιμη γρίπη
που δεν ήταν ποτέ, κατεβάζω μια χούφτα χάπια κωδεϊνης, συνέρχομαι και μόνο με
την ιδέα. Βλέπω τα ρούχα μου πεταμένα στην πολυθρόνα –φθαρμένα ρούχα, θλιβερά
–τώρα που με πληρώνει ο Γκας πρέπει να κοιτάξω να σενιαριστώ λιγάκι -πολύ
καημένος αδερφάκι μου...
Η τραπεζαρία έχει κάποιον κόσμο αλλά εκείνη
ξεχωρίζει αμέσως –μια αδύνατη κοπέλα με μακριά ξανθά μαλλιά που μαδάει αμήχανα
τη χαρτοπετσέτα της, και κάθε λίγο σταματάει κοιτάζοντας γύρω της φοβισμένα.
Κάθομαι απέναντί της χαμογελαστός.
«Λούης Πετράς;» ψιθυρίζει.
«Ολόκληρος», παραδέχομαι.
«Όλγα».
Η προφορά της είναι μια χαρά αλλά όχι τέλεια
–βαραίνουν στη γλώσσα της τα μαζεμένα σύμφωνα.
«Ρωσία;» ρωτάω.
«Γεωργία», παραδέχεται.
«Δουλεύεις καιρό στην Ελλάδα;»
«Πέντε χρόνια».
«Στον Γκας;»
«Τώρα, ναι».
Ανάβω τσιγάρο και ψάχνω το γκαρσόνι.
«Θα πάρεις κάτι;»
«Όχι ευχαριστώ».
«Είναι μεσημέρι. Έχεις φάει;»
«Ναι».
«Εντάξει –αλλά δεν μπορώ να τρώω μόνος. Κάνε
μου παρέα».
«Εντάξει».
Έρχεται το γκαρσόνι –της κάνω νόημα να
παραγγείλει πρώτη. Ψάχνει να βρει τον κατάλογο, σκαλίζει, αμφιταλαντεύεται.
«Ένα σνίτσελ», λέει στο τέλος. «Και μια
πράσινη σαλάτα».
Το γκαρσόνι κοιτάζει εμένα.
«Έναν καφέ», λέω.
Τη βλέπω να μαγκώνει, πάει κάτι να πει.
«Θα πιεις κάτι;» τη ρωτάω.
«Νερό».
«Εντάξει».
Το γκαρσόνι φεύγει.
«Γιατί μου είπες...» ξεκινάει.
«Μη δίνεις σημασία», τη διακόπτω.
Ξέρω όμως οτι έχω κάνει μια ρωγμή στον πάγο.
«Σε ποια περιοχή δουλεύεις;» τη ρωτάω.
«Με τηλεφωνήματα», απαντάει.
«Ακόμα κι έτσι...» υπολογίζω. «Λοιπόν, μια
φορά τη μέρα θα περνάς από το πρακτορείο στοιχημάτων εδώ παρακάτω –το έχεις
δει;»
«Πέρασα καθώς ερχόμουν, μου είπε ο Γκας».
«Ωραία. Θα περνάς από εκεί, μια φορά την
ημέρα. Θα κάθεσαι στο τραπέζι μου και θα μου δίνεις έναν φάκελο».
«Τι φάκελο;»
«Έναν φάκελο –δεν έχει σημασία».
«Τι ώρα πρέπει να έρχομαι;»
«Ότι ώρα σε βολεύει, ας το συμφωνήσουμε από
τώρα για να είμαι κι εγώ εκεί».
Σκέφτεται, υπολογίζει.
«6 το απόγευμα».
«Μια χαρά».
«Συνήθως εκείνη την ώρα δεν έχω ραντεβού, αν
όμως τύχει κάποιο...»
«Θα με ειδοποιείς».
«Ναι».
Τότε έρχεται το φαγητό της μαζί με τον καφέ
μου κι εκείνη κάθεται και κοιτάζει το τεράστιο πιάτο χωρίς να κάνει τίποτα.
«Δεν θα φας;»
«Δεν μπορώ να τρώω μόνη μου».
Γελάω.
«Πολλά πράγματα δεν μπορούμε αλλά
αναγκαζόμαστε να τα κάνουμε».
Την παρακολουθώ που σκύβει στο πιάτο κι
αρχίζει να κόβει μικρά κομμάτια από το σνίτσελ, έχει κατεβασμένα τα μάτια λες
και κάνει κάτι εντελώς εξευτελιστικό και μπορεί να είναι κι έτσι σε τελική
ανάλυση.
«Αν δεν πεινάς...» λέω.
«Έχω δυο μέρες να φάω κανονικό φαγητό»,
απαντάει χωρίς να σηκώσει τα μάτια της.
Ανάβω τσιγάρο, πίνω τον καφέ μου χαζεύοντας
τριγύρω στην τραπεζαρία. Κάτι ξένοι που ήρθαν να ζήσουν το μύθο τους στην
Αθήνα, λίγοι εμπορικοί αντιπρόσωποι που λουφάρουν, κάμποσοι απ΄αυτούς βιάζονται
να κοιτάξουν αλλού όταν τους πιάνω να λιγουρεύονται την Όλγα. Η οποία έχει
αφήσει το μισό σνίτσελ αφάγωτο και σκαλίζει περιμετρικά τη σαλάτα.
«Δεν θα το φας;» τη ρωτάω δείχνοντας το
πιάτο.
«Όχι
γιατί θα βαρύνω μετά και δεν θα είμαι καλή στο γαμήσι».
«Έχεις ραντεβού τώρα κοντά;»
Σηκώνει επιτέλους τα μάτια της και με
κοιτάζει –μπλε μάτια, ρηχά προς το ‘πατώνω’.
«Έχω, μαζί σου», λέει.
Το μαλάκα τον Γκας... Σκύβω προς το μέρος
της.
«Τέλειωσε το φαγητό με την ησυχία σου, θα σε
πάω στο δωμάτιό μου ν΄ αράξεις όσο γουστάρεις γιατί εγώ θα βγω για μια
δουλίτσα», της εξηγώ.
«Και πότε...»
«Ποτέ».
«Γιατί; Δεν σου αρέσω;»
Ρε, πού μπλέξαμε βράδυ-πρωί...
«Μια
χαρά είσαι βρε παιδί μου, αλλά εδώ πάμε να κάνουμε δουλειά...»
«Ναι»
«Ναι –σωστά κι αυτό που λες δουλειά είναι,
αλλά τέλος πάντων... Διαφορετική από τη δουλειά που πρέπει να γίνει και καλό να
μη μπερδεύονται...»
«Τον νταβατζή μου δεν θα κάνεις; Έτσι μου
είπε ο Γκας».
Σηκώνω τα χέρια ψηλά –η λογική μοιάζει
κάποιες φορές με την απόλυτη ηλιθιότητα, άρα ακατανίκητη.
«Τέλος πάντων –έχω κάτι να κάνω τώρα. Κάποια
στιγμή θα δούμε τι θα γίνει μεταξύ μας».
Σηκώνει τους ώμους.
«Όπως θέλεις», και συνεχίζει να τρώει το
φαγητό της με φρέσκια όρεξη.
Την περιμένω να τελειώσει, κανονίζω με το
γκαρσόνι να χρεώσει τα πάντα στο δωμάτιό μου και της δίνω τη μαγνητική κάρτα.
«Πήγαινε πάνω να ξεκουραστείς κι αν θελήσεις
να φύγεις πριν γυρίσω πέρνα από το πρακτορείο στοιχημάτων», της λέω.
Παίρνει την κάρτα, βλέπει τον αριθμό του
δωματίου και φεύγει χωρίς να πει κουβέντα. Την κοιτάζω όσο περιμένει το ασανσέρ
–πόσων χρονών να είναι; Δεν μπορώ να βγάλω άκρη, σίγουρα κάτω από 30 πάντως.
Πόσα κιλά να ζυγίζει; Γελάω –τι σημασία έχει;
Το πρακτορείο έχει σχετική κίνηση, οι
μοναχικοί άντρες ακροβολισμένοι συμπληρώνουν δελτία ρίχνοντας κλεφτές ματιές
έξω απ΄ τα τζάμια. Διαλέγω ένα κεντρικό τραπέζι κι αρχίζω το ξεφύλλισμα των
ιπποδρομιών. Ο τύπος πίσω από τον πάγκο φοράει γυαλιά με χοντρά τζάμια, τα
σπρώχνει στη μύτη του για να με κοιτάξει, αλλά σε λίγο χάνει το ενδιαφέρον του.
Ξαναγυρίζει στα πλήκτρα ενός αόρατου υπολογιστή. Κι εγώ διαβάζω προσεκτικά,
σημειώνω σ΄ένα φύλλο χαρτί τις αποδόσεις –ψάχνω για την καλή περίπτωση και μου
παίρνει πάνω από ώρα μέχρι να την πετύχω. «Γκόλντεν Λέιντι». Έχει ενδιαφέρουσα
προϊστορία μέχρι τη στιγμή που ένας τραυματισμός την έριξε πολύ πίσω –το όνειρο
του αλογομούρη δηλαδή –ένα άλογο με μεγάλες αποδόσεις που θα πληρώσει καλά όταν
θα ξανακάνει το μεγάλο μπαμ. Χαζεύω λίγο ακόμα το δελτίο των ιπποδρομιών και
μετά αρχίζω να περιεργάζομαι τον χώρο, υπάρχει ένας διάδρομος αριστερά από τον
πάγκο όμως δεν βλέπω που οδηγεί –κάποιο έξτρα δωμάτιο μάλλον...
Πλησιάζω τον πάγκο με το δελτίο μου, το δίνω
στον τύπο με τα πατομπούκαλα ο οποίος το περιεργάζεται όλο ενδιαφέρον. Είναι
έτοιμος να το σφραγίσει όταν σταματάει.
«Πολλά λεφτά», θαυμάζει.
«Πολλά βάζετε, πολλά παίρνετε», του εξηγώ.
«Πώς έτσι; Έχεις πληροφορία;»
Χαμογελάω.
«Κι αν είχα;»
«Έτσι ρωτάω –μη νομίζεις...»
Δε νομίζω. Είμαι σίγουρος.
«Σφράγισέ το», του λέω απότομα.
«Εντάξει ρε φίλε –δεν είπαμε και τίποτα...»
μαζεύεται.
«Συγνώμη», μουρμουρίζω δήθεν μαζεμένα.
«Είμαι κάπως νευρικός τελευταία, έχω ανάγκη να ρεφάρω, κατάλαβες;»
Χαμογελάει.
«Μη σκας ρε φίλε, συνηθισμένος είμαι από
τέτοια... Καταλαβαίνω την ψυχοσύνθεση του παίχτη, έχουν δει τα μάτια μου...»
Παίρνω βαθιά ανάσα γιατί ξέρω τι θα
ακολουθήσει κι έτσι τρώω στη μάπα τη σκατένια διάλεξή του περί στοιχημάτων,
διαίσθησης και βεβαιότητας οτι τα πράγματα θα ισιώσουν όταν δεν παίρνει να
στραβώσουν άλλο –κρύβω με το ζόρι ένα χασμουρητό.
«Λοιπόν;» λέει ο τύπος στο τέλος.
«Τι λοιπόν;»
«Έχεις κάποια πληροφορία για το άλογο;»
«Διαίσθηση», μουρμουρίζω. «Μου έκανε κλικ το
όνομά του επειδή και η γκόμενά μου είναι ξανθιά –πιστεύω οτι σήμερα θα
γυρίσει...»
«Μακάρι», ψιθυρίζει σίγουρος οτι κάτι τέτοιο
δεν πρόκειται να συμβεί.
Ακούω τη σφραγίδα να κοπανάει το δελτίο.
«Να σε ρωτήσω», του χώνομαι.
Σκύβει μπροστά.
«Αν ήθελα να ποντάρω γερά στο άλογο...»
Μαζεύεται.
«Με καταλαβαίνεις... έχω ανάγκη από μια καλή
μπάζα...»
Χαμογελάει ψεύτικα.
«Σε καταλαβαίνω», μου λέει. «Αλλά
απαγορεύεται, είναι κι εμένα η θέση μου δύσκολη...»
«Εντάξει», λέω.
«Θα μου πάρουν την άδεια αν μάθουν...»
Παίρνω το δελτίο μου και ξαναγυρίζω στο
τραπέζι, ανάβω τσιγάρο όσο περιμένω χαζεύοντας έξω από το τζάμι. Έρχεται το
απόγευμα, παρέα με μια ψιλή βροχή. Οι υπόλοιποι θαμώνες πηγαίνουν συχνά-πυκνά
στον πάγκο και κουβεντιάζουν ψιθυριστά με το γυαλάκια. Έχω το νου μου αλλά
προσπαθώ να μην καρφώνομαι.
Φτάνει η ώρα της ιπποδρομίας, ο στίβος γεμάτος λάσπη, η βροχή φαίνεται οτι
έχει δυναμώσει εκεί πέρα. Τα άλογα ξεκινάνε, ούτε που μπορώ να ξεχωρίσω σε ποιο
έχω ποντάρει –κάπου στα μέσα της κούρσας το ξεχωρίζω, τελευταίο στην ομάδα των
προπορευόμενων. Προσπαθεί να βγει από την εξωτερική, καρφώνω τα νύχια,
ασυναίσθητα, στην καρέκλα –λες να κάτσει καμιά περίεργη φάση και να γελάμε; Το
άλογο με την κίτρινη χαίτη προσπαθεί να σπριντάρει και τότε μπερδεύει τα πόδια
του, τρώει μια μεγαλοπρεπή σαβούρδα, μικρός χαμός όσο τα υπόλοιπα άλογα το
αποφεύγουν, ο αναβάτης απομακρύνεται σκουλικιαστά μέσα στη λάσπη. Προσπαθώ να
κρύψω ένα χαμόγελο –στάθηκα ανέλπιστα τυχερός. Ανάβω τσιγάρο, παραμένω
καρφωμένος στην οθόνη χαζεύοντας και τις υπόλοιπες κούρσες της ημέρας. Στο
τέλος σηκώνομαι, κοιτάζω προς τον γυαλάκια –μου γνέφει να τον πλησιάσω.
«Ατυχία», λέει.
«Συμβαίνουν», μουρμουρίζω.
«Πάνω στο ντεμαράζ...»
«Από το πολύ πάνω βρέθηκε κάτω στη λάσπη», φιλοσοφώ.
Γελάει.
«Να πηγαίνω», λέω όσο του γυρίζω την πλάτη.
«Εδώ είμαστε πάντως, όποτε θες...» φωνάζει ο γυαλάκιας.
Γυρίζω και τον κοιτάζω πάνω από τον ώμο μου.
«Οπωσδήποτε, γιατί είσαι και γουρλής», του απαντάω.
Και βγαίνω από το μαγαζί με σταθερό βήμα –είναι καλό να νιώσουν ευχάριστη
έκπληξη όταν θα σε ξαναδούν και για να γίνει αυτό θα πρέπει να νιώθουν πριν οτι
σε έχουν χάσει. Πράγμα το οποίο δεν ισχύει βέβαια για την Όλγα η οποία μάλλον
ξεράθηκε στο πολυτελές κρεβάτι μου.
Η βροχή έχει κόψει, περπατάω με αργό βήμα –ένας άνθρωπος που έχει χάσει τις
τελευταίες του οικονομίες και ξέρει οτι πρέπει να κάνει άσχημα πράγματα για να
ξαναμπεί στο παιχνίδι. Η πλάκα είναι οτι δεν το παίζω μονάχα –η ζωή μου μοιάζει
να είναι κάπως έτσι, χαμένος κι αναγκασμένος να κάνω πράγματα που θα τα
μετανιώσω –το θέμα είναι να ξαναμπώ στο παιχνίδι.
Βλέπω το μέλλον σαν αεροπορικό εισιτήριο...
2 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Γριά πουτάνα Ρίτα κ μεταμεσονύχτια σκηνή σε μπαρ ξενοδοχείου! Ωραία άρχισε τούτο, ο τύπος παρουσιάζεται πιο ανάγλυφα τώρα, ο ρυθμός παραμένει κοφτός κ ακριβής, γούστα. Δώσε πράμα, η τελευταία ατάκα είναι σαν το ξεκλείδωμα κλειδαριάς.
Τον λυπήθηκα τον έρμο από όσα τράβηξε στο προηγούμενο και είπα να του δώσω λίγη χλίδα, χεχεχεχε.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!