Προηγούμενα:
Τη βρήκα να κοιμάται στο τεράστιο κρεβάτι του δωματίου μου –αποκαμωμένη από
τη ζωή της, ή έτσι τουλάχιστον έδειχνε. Μισάνοιχτο στόμα, λίγο σάλιο είχε
ξεραθεί στην άκρη των χειλιών της, έμοιαζε με μικρό κοριτσάκι και μάλλον ήταν
σε τελική ανάλυση. Είχα πάρει τη δεύτερη μαγνητική κάρτα από τη ρεσεψιόν για να
μην την ξυπνήσω, περπάτησα στις μύτες μέσα στο δωμάτιο κι ένιωσα πολύ άβολα –τι
διάολο να κάνεις στο ίδιο μέρος με κάποιον που κοιμάται; Η τηλεόραση θα την
ξυπνούσε, το ψυγειάκι που φιλοξενούσε παγάκια και βότκα αμφιβόλου ποιότητας θα
έριχνε φως στο σκοτεινό δωμάτιο, ο καπνός του τσιγάρου θα την ενοχλούσε...
Σκέφτηκα να φύγω αλλά προτίμησα να καθίσω σε μια πολυθρόνα δίπλα στο
κρεβάτι και να τη χαζεύω έτσι όπως κοιμόταν. Αν ήμουν νεώτερος θα τη βούταγα
από το μαλλί, θα χτυπάγαμε μαζί κάνα σουπερμάρκετ για να βρούμε τα απαραίτητα
χρήματα και μετά θα της έβγαζα ένα εισιτήριο άνευ επιστροφής για το σπίτι των
γονιών της ακόμα κι αν αυτό μου στοίχιζε μπόλικο κυνήγι από τους νταβατζήδες
της. Αν ήμουν νεώτερος και πιο πρόθυμος να πιστέψω οτι οι άνθρωποι είναι
απλοϊκές, μονομπλόκ κατασκευές. Αλλά δεν ήμουν...
«Αυτό είναι το βίτσιο σου; Να κοιτάς;»
Πιάστηκα απροετοίμαστος παρ΄ όλο που την κοίταζα...
«Όχι, μπα... Απλώς κάθομαι εδώ για να μη σε ξυπνήσω».
Σηκώνεται αργά, στερεώνει ένα μαξιλάρι πίσω από την πλάτη της, γυμνή από τη
μέση και πάνω –μάλλον για να μην τσαλακώσει τα ρούχα της. Κάνω μια αξιολύπητη
προσπάθεια να μην καρφωθώ στα βυζιά της αλλά, όπως συμβαίνει σε τέτοιες
περιπτώσεις, «το πολύ αντικάρφωμα καταντάει κάρφωμα». Με παίρνει χαμπάρι,
χαμογελάει αμήχανα.
«Λοιπόν;» ρωτάει. «Τι κάνουμε τώρα;»
«Να σου παραγγείλω καφέ;»
«Δεν πίνω καφέ».
«Κάτι άλλο;»
«Τίποτα».
«Εντάξει. Ντύνεσαι και φεύγεις τότε».
«Ο Γκας είπε...»
«Χέσε μας με τον Γκας. Εσύ ρε παιδί μου, τι γουστάρεις να κάνεις;»
Τραβάει τα σκεπάσματα μέχρι το λαιμό της, μαζεύεται.
«Εγώ κάνω τη δουλειά μου κι ο Γκας είπε...»
Σηκώνομαι, αρπάζω ένα τασάκι, ανάβω τσιγάρο, ξανακάθομαι.
«Αν θέλεις να το πάμε έτσι –κανένα πρόβλημα πιτσιρίκα. Ο Γκας σε έχει
χρεώσει σε μένα για κάποια δουλειά, εντάξει; Άρα, κάνεις ότι σου λέω και τώρα
σου λέω να την κοπανήσεις για το σπιτάκι σου ή για όπου αλλού γουστάρεις».
Σηκώνεται αργά, μαζεύει τα ρούχα της και πηγαίνει στο μπάνιο να ντυθεί.
Μοιάζει μουτρωμένη κι εγώ νευριάζω γιατί δεν έχω όρεξη για τέτοιες καταστάσεις.
Ανοίγω την τηλεόραση, διαλέγω μια φασαριόζικη αμερικάνικη ταινία –υπολογίζω
οτι δεν προλαβαίνω να σερβιριστώ ποτό κι έτσι το αφήνω για αργότερα.
Την ακούω που βγαίνει από το μπάνιο και μετά να ψαχουλεύει τριγύρω, έρχεται
μπροστά μου, αφήνει ένα κομμάτι χαρτί να πέσει ανάμεσα στα παπούτσια μου.
«Σ΄ αυτό το τηλέφωνο με βρίσκεις όποτε χρειάζεται», λέει.
Σηκώνω το χαρτί κοιτάζοντάς την ειρωνικά –γράφω κάτι στο πίσω μέρος του και
της το ξαναδίνω.
«Εδώ θα παίρνεις όταν είναι να περάσεις από το πρακτορείο», της εξηγώ.
Μένει ακίνητη όσο της δίνω το χαρτί, κάνει λίγη ώρα μέχρι ν΄ αποφασίσει οτι
πρέπει να το πάρει.
«Το τηλέφωνό μου...» λέει.
Τελικά αφήνει τη φράση της μισή, αρπάζει την τσάντα της και φεύγει χωρίς να
χαιρετήσει. Κοιτάζω την κλειστή πόρτα –είναι άσχημο να φεύγουν έτσι οι γυναίκες
αλλά όχι πιο άσχημο από το να μένουν μαζί σου όταν είναι έτσι.
Για το υπόλοιπο της μέρας δεν έκανα σχεδόν τίποτα –δηλαδή, απλώς πήγα μέχρι
το μπαρ, πήρα ένα μπουκάλι Στολίσναγια, κάμποσα τόνικ και μια κούτα τσιγάρα –μετά
κλείστηκα στο δωμάτιο μου κι άρχισα να σκέφτομαι.
Αν εκείνη ήταν έστω και λίγο τσιμπημένη μαζί μου θα προσπαθούσε να με
μεταπείσει –έτσι δεν είναι; Έστω λίγο, μια μικρή προσπάθεια εκ των προτέρων
καταδικασμένη... Μήπως όμως το έκανε κι εγώ δεν το θυμάμαι; Ή μήπως, το πιο
πιθανό, ήξερε οτι αν προσπαθούσε θα με ψύλλιαζε και άντε μετά να κοροϊδέψεις
τον ψυλλιασμένο... Βλακείες –όλο αυτό δεν πηγαίνει πουθενά αλλού παρά σ΄ εκείνο
που θα σε βόλευε να πιστέψεις γιατί φοβάσαι να αποδεχτείς το προφανές –όσο μεγαλύτερη
η δουλειά τόσο στενότερος ο χώρος για συναίσθημα -«απλή αριθμητική», Μαργκό
Σέλμπι, Ντικόι- κι όταν θα τη βρεις, «κράτα με Τζόε, κράτα με για πάντα»,
μόνο και μόνο για σε χλευάσει την ώρα που θα σκύβεις προς το μέρος της –εκείνο
το γέλιο που σου ξεκαθαρίζει οτι υπήρξες και παραμένεις κορόιδο - Μαργκό
Σέλμπι, Ντικόι – το ποτήρι πέφτει από το χέρι μου, δεν σπάει, απλώς
παρακολουθώ το ποτό να χύνεται ποτίζοντας τη μοκέτα. Στη συνέχεια πέφτω κι εγώ,
το ίδιο αργά. Υπήρξα ένας Ντικόι για τη Σόνια, «απλή αριθμητική»...
Το επόμενο απόγευμα, περιμένω τον ήλιο να σχολάσει και μετά γραμμή για το
πρακτορείο. Κάνει κρύο αλλά δεν βρέχει. Έχω φάει με το ζόρι για να μη με
διαλύσει το ποτό και τώρα ανακατεύομαι –το πεζοδρόμιο μοιάζει με κατάστρωμα
καραβιού σε θάλασσα 5 μποφόρ.
Ο γυαλάκιας με χαιρετάει με το που μπαίνω αλλά δεν δείχνει να τον χαροποιεί
ιδιαίτερα η παρουσία μου –έπρεπε ν΄ αργήσω κι άλλο για να του λείψω, όμως ο
χρόνος μου περιορισμένος. Διαλέγω μια θέση δίπλα σε κάποιο λαχαναγορίτη που
συμπληρώνει το δελτίο με τα προγνωστικά ποδοσφαίρου. Αρπάζω ένα ίδιο, χαζεύω το
κατεβατό με Φινλανδικές, Σκωτσέζικες και λοιπές άγνωστες ομάδες –κάπου παίρνει
το μάτι μου τη Γέοβιλ, παρακάτω ανακαλύπτω τη Χιμπέρνιανς, τις θυμάμαι αυτές
από κάτι βιβλία του Τζον Κινγκ.
«Λίγα δίνει η Χιμπς», σχολιάζω στον αέρα.
«Με τα χάλια που έχει και πολλά δίνει», απαντάει ο λαχαναγορίτης.
Χαμογελάω γιατί λατρεύω τους ειδικούς. Του δίνω χώρο και μου το ανταποδίδει
με μια διάλεξη περί Ίντερ Τούρκου και αναμενόμενων σίγουρων εκπλήξεων (έτσι
ακριβώς το θέτει: «σίγουρη έκπληξη») κρατιέμαι να μη γελάσω.
«Ψιλολόγια όμως...» παρατηρώ όταν έχει τελειώσει την πολυλογία. «Μέχρι να
βγάλεις κάτι της προκοπής θ’ αλλάξει ο χρόνος...»
Κουνάει το κεφάλι με κατανόηση.
«Δεν προσφέρει τίποτα καλύτερο το μαγαζί;» επιμένω ενώ αναρωτιέμαι μήπως
είναι πολύ νωρίς για να γίνω τολμηρός.
«Ε, δεν θα προσφέρει;» γελάει κάτω από τα μουστάκια του ο άλλος.
«Για πες...» δείχνω ενδιαφέρον.
«Ο Νώντας...»
«Ποιος;»
Μου δείχνει τον γυαλάκια στον πάγκο.
«Μπορεί να σε φτιάξει αλλά πρέπει να σε ξέρει...»
«Τι δηλαδή; Μην είμαι μπάτσος ή εφοριακός;» γελάω.
«Όλα γίνονται...»
«Μαλακίες», δυσανασχετώ.
Ο άλλος σηκώνει τους ώμους και αφοσιώνεται στο δελτίο του.
«Λούης», του συστήνομαι.
«Μιχάλης, χάρηκα».
Εγώ να δεις... Τον αφήνω να τελειώσει –λέμε και δυο σαχλαμάρες,
χαιρετιόμαστε –ο τύπος καταθέτει το δελτίο και φεύγει. Αφήνω λίγη ώρα να
περάσει, ένα τσιγάρο, ανάγνωση δελτίου προγνωστικών, δεύτερο τσιγάρο.
Σηκώνομαι, πλησιάζω τον πάγκο –είμαστε μόνοι στο πρακτορείο εγώ κι ο
γυαλάκιας.
«Κυκλοφορεί καθόλου αλκοόλ στο κατάστημα;» τον ρωτάω.
«Κάτι γίνεται, για τους καλούς πελάτες...» λέει και παραμένει ακίνητος στη
θέση του.
Μου παίρνει λίγη ώρα μέχρι να το πιάσω, αφήνω άλλη λίγη για να πλασαριστώ
σαν ορίτζιναλ χαζός.
«Και πώς γίνεται δηλαδή κάποιος καλός πελάτης;» ρωτάω στο τέλος.
«Ε, μαγαζί είμαστε –ανάλογα με το τι λογαριασμό κάνει ο πελάτης...»
Άψογος. Σκύβω προς το μέρος του.
«Άμα δε μου δώσεις αέρα πώς να τον κάνω το λογαριασμό;» του χαμογελάω. «Και
πιάσε μια βότκα περιποιημένη γιατί στεγνώσαμε», συνεχίζω για να μη του αφήσω
χρόνο να σκεφτεί.
Μετά από λίγη ώρα απολαμβάνω, κατ΄ ευφημισμόν, το διάφανο πετρέλαιο που μου
έχει σερβίρει μαζί με κάτι μουχλιασμένα φιστίκια και τον ακούω να αραδιάζει
τους κινδύνους του επαγγέλματός του. Για τις εταιρείες που του δίνουν ψίχουλα,
για τη σύμβαση με τον ΟΠΑΠ που του έχει κόψει τα πόδια, για τους πελάτες που
χάνουν και πάνε μετά και τον καρφώνουν στους μπάτσους...
Κουνάω το κεφάλι όλος κατανόηση –τι ζωή περνάει κι αυτός ο πούστης...
«Κοίτα να δεις πώς πάει το πράγμα», του εκμυστηρεύομαι. «Εγώ έχω
αρραβωνιαστεί ένα καλό κορίτσι, προσπαθούμε να σταθούμε στα πόδια μας εδώ πέρα
κι εκείνη, δεν έχω παράπονο, βοηθάει όσο μπορεί η καημένη –αλλά για πόσο;
Περνάνε τα χρόνια, περνάει η μπογιά των γυναικών, τα ξέρεις, να μη στα λέω
εγώ...» σταματάω, κουνάει το κεφάλι, συνεχίζω. «Γι΄αυτό το σκέφτηκα να κάνω κι
εγώ κάτι, να βοηθήσω. Να επενδύσω τα λεφτά που βγάζουμε ρε παιδί μου... Θα πεις
–είναι επένδυση ο τζόγος; Είναι, θα σου απαντήσω, εφόσον δεν υπάρχει μεγάλο ρίσκο.
Αν δηλαδή ξέρω κάτι από τα μέσα –με πιάνεις;»
Με πιάνει.
«Έχω κάτι άκρες για καλά κέρδη...» ψιθυρίζει.
«Ε, γι΄ αυτές λέω κι εγώ», τον ενθαρρύνω.
«Σαν πόσα λες να παίξεις δηλαδή;»
«Σαν τρία με τέσσερα».
«Πολλά λεφτά....»
«Για αρχή...»
«Τα έχεις;»
«Θα τα βρω».
«Τώρα τι έχεις;»
«Τώρα τίποτα –σε λίγο όμως...»
Φεύγει, χώνεται σε κάποιο δωμάτιο πέρα από τον διάδρομο –μετά από λίγο
επιστρέφει.
«Σκυλιά, παπούτσια, κόκαλα», λέει ψιθυριστά.
«Κάποιος γρίφος;» απορώ.
«Όχι –τι γρίφος... Μπορώ να σε βάλω να παίξεις σκυλομαχίες ή χρώμα
παπούτσια που φοράει κάποιος ποδοσφαιριστής ή ζάρια», μου εξηγεί.
«Σκυλιά δε γουστάρω καθότι αισθηματίας φιλόζωος. Ζάρι –πού και πότε; Για τα
παπούτσια θα πρέπει να κάνω κάποιο τηλέφωνο...»
Ξύνει το μάγουλό του.
«Εντάξει θα περιμένω», μου λέει. «Ζάρι πάντως αν θες, αύριο θα το
στρώσουμε».
«Μέτρα με μέσα», τον πληροφορώ κι απομακρύνομαι για να μην πάθω και τίποτα
από την υπερέκθεση στην κακοσμία του στόματός του.
Απομονώνομαι πολύ συνωμοτικά στην πιο μακρινή γωνιά του μαγαζιού, παίρνω
τηλέφωνο τον Γκας, βάζω μέχρι και χέρι για να καλύψω το στόμα μου.
«Λέγε», μουγκρίζει.
«Παπούτσια», λέω.
«Πρώτα γυναίκα, μετά παπούτσια –στο τέλος θα μου ζητήσεις και γαμπριάτικο
κοστούμι».
«Παπούτσια ποδοσφαιριστών ρε μαλάκα».
«Α –εντάξει... Τι θες;»
«Κάτι σίγουρο που θα σπάσει τελευταία στιγμή και κάτι σε έκπληξη που να
πληρώνει».
«Καλά. Κλείσε και θα δω τι θα κάνω».
Η βότκα δεν πίνεται με όση καλή θέληση κι αν διαθέτεις –αφήνω λοιπόν το
μισό ποτό στο ποτήρι και βγαίνω από το πρακτορείο να πάρω αέρα. Τα μαγαζιά με τα «εδώδιμα αποικιακά» ετοιμάζονται
να κλείσουν, καφάσια με μπαχάρια και φασκόμηλα σέρνονται ανακατεύοντας τον
αέρα, με πιάνει βήχας. Και χτυπάει το τηλέφωνο.
«Εμπρός;»
«Όλγα. Να έρθω;»
«Έλα».
Σουλατσάρω για να σκοτώσω κάνα δεκάλεπτο ακόμα –ακολουθώ για λίγο μια παρέα
πιτσιρικάδων που φωνάζουν και κλωτσάνε τους σκουπιδοτενεκέδες του Δήμου,
χαμογελάω γιατί θυμάμαι οτι τα δύσκολα έρχονται όταν οι σκουπιδοτενεκέδες
αρχίσουν να κλωτσάνε τους πιτσιρικάδες. Ένας κοφτός ήχος στο κινητό μου –έχω
μήνυμα.
«Πέτρι Παζάνεν –Ρεντ Μπουλ Σάλζμπρουκ
–πράσινα –γκαραντί. Ρίκου Ρίσκι –Χόνεφος –μπλε –έκπληξη».
Επιστρέφω στο πρακτορείο, ανάβω τσιγάρο, πλησιάζω τον γυαλάκια και του
διαβάζω το ποίημα από το κινητό μου.
«Στον Παζάνεν θα βάλουμε 3 χιλιαρικάκια και στον Ρίσκι 8 κατοστάρικα», του
λέω.
«Έχεις πληροφορία δηλαδή;»
«Εσύ τι λες;»
«Έμπιστη πηγή;»
«Σίγουρα».
Σηκώνει τους ώμους –ψάχνει κάτι στο κομπιούτερ του.
«Ο Παζάνεν δίνει 3 στη μονάδα, ο άλλος ο Ρίσκι...» σκύβει για να δει
καλύτερα, «ρε μάγκα, αυτός δεν είναι δηλωμένος για να παίξει –δίνει 10 στη
μονάδα βέβαια...»
Ακούμε την πόρτα ν΄ανοίγει πίσω μας, μπαίνει η Όλγα και κοντοστέκεται
βλέποντάς μας.
«Συγνώμη λίγο», του λέω.
Πηγαίνω, την πιάνω από το μπράτσο και την τραβάω απότομα σε κάποιο τραπέζι.
«Έχεις τον φάκελο;»
Ανοίγει την τσάντα της, μου τον δίνει –βάζω πλάτη τον γυαλάκια όσο τον
ανοίγω –άδειος. Δήθεν χώνω στη μέσα τσέπη του μπουφάν μου τα χρήματα και μετά
σκίζω τον φάκελο σε μικρά κομμάτια, τα ρίχνω στο τασάκι.
«Με θέλεις τίποτα άλλο;» ρωτάει η Όλγα.
«Κάτσε λίγο –πες μου ότι σου κατέβει», της ζητάω.
Αρχίζει να ψιθυρίζει αμήχανα οτι έχει χαλάσει το καλοριφέρ στο διαμέρισμά
της και στάζουν τα σώματα, πρέπει να αδειάζει συνέχεια τα νερά... Την
παρακολουθώ δείχνοντας ενδιαφέρον.
«Πόσα ραντεβού έχεις για σήμερα;» τη ρωτάω.
«Άλλα πέντε αν δεν βγει κάτι έκτακτο...» ψιθυρίζει.
Τότε πετάγομαι στον αέρα, σπρώχνοντας τα χέρια της πάνω στο τραπέζι.
«Μη μου λες μαλακίες μωρή καργιόλα».
Μαζεύεται.
«Δε συμφωνήσαμε;» τσιρίζω.
Σκύβει το κεφάλι.
«Τότε τι γουστάρεις;» συνεχίζω να το παίζω.
Κάτι ψιθυρίζει.
«Εντάξει –κοπάνα την», της λέω.
Και χωρίς να περιμένω σηκώνομαι, πηγαίνω στο γυαλάκια. Βγάζω τα χρήματα από
τη μέσα τσέπη του μπουφάν μου και τα σπρώχνω προς το μέρος του.
«Βάλτα όπως συμφωνήσαμε».
«Σίγουρα;»
«Παιδιά είμαστε τώρα;»
Μαζεύει τα λεφτά, τα χώνει σ΄ένα χρηματοκιβώτιο με συνδυασμό.
«Καλή επιτυχία», μου εύχεται.
Ακούω την πόρτα να κλείνει πίσω μου –η Όλγα που φεύγει.
«Πάντως, δεν είναι ανάγκη να της φέρεσαι έτσι...» λέει ο γυαλάκιας.
«Δουλειά σου», τον γειώνω.
«Δε θέλω φασαρίες εδώ μέσα», μου εξηγεί.
«Ναι, αλλά τα φράγκα τα θέλεις...» χώνομαι.
«Άλλο αυτό», λέει.
Τον χτυπάω φιλικά στην πλάτη.
«Θα ξαναπεράσω», του λέω.
Και φεύγω φουριόζος –ένας άνθρωπος που έχει πολλά να κανονίσει.
Πηγαίνω με ταξί μέχρι το σπίτι τής Σόνιας, έχει πέσει για τα καλά το βράδυ.
Κάθομαι στο πλατύσκαλο της πολυκατοικίας της, ανάβω τσιγάρο, προσπαθώ να πιάσω
τα ίχνη των τακουνιών της στο κρύο μάρμαρο, σηκώνω λίγο το κεφάλι, υπολογίζω
που στεκόταν κάθε φορά όταν ξεκλείδωνε την εξώπορτα. Τα καταφέρνω να νιώσω το
θρόισμα της κατακόκκινης καμπαρτίνας της από εκεί που κάθομαι, σκέφτομαι οτι αν
είχα τώρα ένα πιστόλι μπορεί και να τίναζα τα μυαλά μου στον αέρα για να με
γλιτώσω από την ξεφτίλα. Σηκώνομαι βιαστικά. Ποιο να είναι το κουδούνι της; Κοιτάζω
στο φωτισμένο καντράν, υπολογίζω σε σχέση με τον όροφό της –αλλά δεν υπάρχει
καμιά Σόνια εκεί πέρα. Υποθέτω οτι το κουδούνι με το όνομα «Αλίκη Γεωργοπούλου»
συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες να είναι το δικό της. Στέκομαι εκεί
με το δάχτυλο μετέωρο –δε γαμιέται στην τελική; Χτυπάω το κουδούνι.
Στα 10 δευτερόλεπτα ακούω την εξώπορτα να ξεκλειδώνει ηλεκτρικά, χώνομαι
μέσα στην πολυκατοικία, δρασκελίζω τα σκαλιά δυο-δυο ανεβαίνοντας στον όροφό
της. Δεν χρειάζεται ν΄ ανάψω το φως για να δω οτι η πόρτα της, στο τέλος του
διαδρόμου, είναι μισάνοιχτη. Θέλω να σταματήσω το τρέξιμο, θέλω να πάω αργά
μέχρι εκεί, να ξελαχανιάσω αλλά τελικά βουτάω στην κυριολεξία μέσα στο σπίτι
της. Πού δεν είναι πια το σπίτι της.
Κι ας υπάρχουν τα ίδια ακριβώς έπιπλα κι ας έχουν γίνει ελάχιστες
παρεμβάσεις –το σπίτι τώρα μυρίζει φτηνό καπνό, αποσμητικό χώρου αλλά καθόλου
Σόνια.
«Ήρθες;» ακούω μια κοριτσίστικη φωνή από την κουζίνα.
Προσπαθώ να ξαναβρώ την ανάσα μου –τώρα μπλέξαμε...
Τη βλέπω να βγαίνει σκουπίζοντας τα χέρια της σε μια πετσέτα, φοράει ένα
ριχτό φόρεμα που θα μπορούσε να είναι κάλλιστα και νυχτικό, έχει κοντά,
αγορίστικα κομμένα μαλλιά, δεν μοιάζει πάνω από 25 χρονών και ουρλιάζει
βλέποντάς με. Κάνω δυο βήματα πίσω, πέφτω πάνω στην πόρτα, την κλείνω άθελά μου
χειροτερεύοντας την κατάσταση.
«Ποιος είσαι;» κλαψουρίζει η πιτσιρίκα έτοιμη να ξαναμπήξει τις τσιρίδες.
«Ψάχνω τη Σόνια», λέω όσο πιο ήρεμα γίνεται.
«Δεν μένει πια εδώ», απαντάει η πιτσιρίκα.
Μετά κοιταζόμαστε αμήχανα.
«Δε θα φύγεις;» με ρωτάει διστακτικά.
«Θα φύγω... έλεγα μήπως...» γυρίζω νευρικά προς την πόρτα, σταματάω χωρίς
να την κοιτάζω. «Είπες οτι η Σόνια δεν μένει πια εδώ –σωστά;»
«Ναι».
«Άρα ξέρεις οτι έμενε πριν...»
«Ναι».
«Πού το ξέρεις;»
«Ο ιδιοκτήτης...»
Γυρίζω προς το μέρος της, αργά για να μην την ξανατρομάξω.
«Μπορώ να καθίσω για λίγο; Δεν πρόκειται να σου κάνω τίποτα», της λέω
νιώθοντας τα γόνατά μου να διπλώνουν.
«Ναι... έλα, κάθισε.... νομίζω...» ψελλίζει μπερδεμένη.
Μπαίνουμε στο σαλόνι, σωριάζομαι στον καναπέ, κάθεται όσο το δυνατό πιο
μακριά μου.
«Λούης Πετράς», λέω.
«Αλίκη Γεωργοπούλου...»
«Αλλά δεν ξέρεις ακόμα αν χάρηκες για τη γνωριμία», σχολιάζω.
Της ξεφεύγει ένα πνιχτό γελάκι –είναι εντάξει κοπέλα τελικά.
«Λοιπόν; Κάτι μου έλεγες για τον ιδιοκτήτη...»
«Ναι», ξύνει το μέτωπό της, κοιτάζει προς την κουζίνα. «Συγνώμη για λίγο να
κλείσω το μάτι της κουζίνας».
Κουνάω το κεφάλι κι εκείνη εξαφανίζεται αστραπιαία –το ίδιο αστραπιαία
ξαναεμφανίζεται.
«Ο ιδιοκτήτης.... εγώ νοίκιασα το σπίτι πριν 5 μήνες και μου είπε οτι
υπήρχε περίπτωση να έρθει κάποια αλληλογραφία για την προηγούμενη
ενοικιάστρια... Μού είπε λοιπόν να την κρατήσω και θα επικοινωνούσε εκείνη μαζί
μου για το που να της τη στείλω...» σταματάει τρομαγμένη και δεν έχει άδικο
γιατί είμαι στον αέρα.
«Παρακάτω;» μουγκρίζω.
«Αυτά», λέει.
«Τι ‘αυτά’; Δεν επικοινώνησε μαζί σου;»
«Όχι».
Ξαναπέφτω στον καναπέ. Ιδρώνω καθυστερημένα από το ανέβασμα στις σκάλες.
«Τι συμβαίνει;» ζητάει να μάθει.
Δεν έχω περιθώρια για ψέματα.
«Ψάχνω τη Σόνια...» σταματάω λίγο για να σκεφτώ. «Είχαμε μια σχέση και με
παράτησε χωρίς να μου πει τίποτα, ανησυχώ κιόλας μήπως της συνέβη κάτι. Άκουσα
οτι έφυγε στο εξωτερικό –πρέπει να τη βρω, κατάλαβες;»
Κουνάει το κεφάλι.
«Όχι», λέει. «Αφού σε παράτησε γιατί πρέπει να τη βρεις;
«Επειδή...» σταματάω. Τι διάολο λένε τώρα;
«Επειδή παρ΄όλα αυτά εξακολουθείς να τη θέλεις και δε σε νοιάζει τι θέλει
εκείνη», συμπεραίνει η κοπέλα.
«Θα σε πληρώσω», κάνω απελπισμένα, βάζοντας το χέρι στη μέσα τσέπη του
μπουφάν μου.
Χαμογελάει.
«Κράτα τα λεφτά σου, δε χρειάζεται. Θα σου πω τι μπορεί να γίνει –αν με
πάρει τηλέφωνο θα της πω οτι την ψάχνεις...»
«Κι αν...»
«Άμα δεν θέλει, δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι –έχω άδικο;» χαμογελάει.
Τιναζόμαστε κι οι δυο μας επειδή εκείνη τη στιγμή χτυπάει το κουδούνι.
Σηκώνομαι αλλά εκείνη με καθησυχάζει.
«Είναι μια φίλη μου, την περιμένω για φαγητό –αυτή νόμιζα οτι ήρθε όταν...»
Της κάνω νόημα οτι καταλαβαίνω.
«Συγνώμη αν...» μουρμουρίζω.
«Δεν πειράζει», λέει πηγαίνοντας ν΄ανοίξει.
Σε λίγο ανεβαίνει μια γεματούλα –αγκαλιές, φιλιά και κάποια αμηχανία όταν
με εντοπίζει.
«Ο κύριος ψάχνει την γυναίκα που έμενε πριν εδώ», αναλαμβάνει τις συστάσεις
η Αλίκη.
Η γεματούλα αδιαφορεί και χώνεται στην κουζίνα για να επιθεωρήσει το
φαγητό.
Σηκώνομαι.
«Να φεύγω», λέω.
Η Αλίκη με πλησιάζει –μυρίζει ελαφρά ιδρώτα και τσιγάρο.
«Μην ανησυχείς, όταν επικοινωνήσει μαζί μου θα σε ειδοποιήσω. Άσε μου μόνο
το τηλέφωνό σου», χαμογελάει σφιγμένα.
Της δίνω τον αριθμό, κοντοστέκομαι στην πόρτα. Δεν βρίσκω τίποτα να πω κι
έτσι φεύγω χωρίς καλά-καλά να τη χαιρετήσω.
Επιστροφή στο πρακτορείο στοιχημάτων –πάλι με ταξί –η νύχτα ήδη καθαρίζει
τα δόντια της. Τα φώτα έχουν σβήσει, η πόρτα είναι κλειστή –κλειδωμένη –αλλά
κοιτάζοντας πιο προσεκτικά μέσα από τη τζαμαρία διακρίνω κίνηση. Χτυπάω το
τζάμι, η κίνηση παγώνει. Η σιλουέτα του γυαλάκια πλησιάζει προς την πόρτα,
υπάρχουν όμως κι άλλοι εκεί μέσα. Με βλέπει, ξεκλειδώνει βαριεστημένα.
«Ευτυχώς σε πρόλαβα», του λέω.
«Ναι –εσύ μας έλειπες», γκρινιάζει.
«Πώς πήγε;»
«Πώς ήθελες να πάει;»
«Έβγαλα τίποτα ρε παιδί μου;»
«Έχασες τον Παζάνεν...»
«Όχι ρε γαμώτο...»
«Αλλά κέρδισες τον Ρίσκι».
«Όμορφα. Τι μου δίνεις;»
Ξύνει το κεφάλι του.
«Σήμερα τίποτα -έχουμε κλείσει. Πέρνα αύριο».
Χαμογελάω, κρεμάω τους αντίχειρες από τις τσέπες του τζιν μου και τον
κοιτάζω κατάματα.
«Σοβαρά; Όταν όμως πήγαινα το στοίχημα δεν μου είπες να σε πληρώσω
αύριο...»
«Τι θέλεις τώρα, αφού έχουμε κλείσει...» παίρνει να διαμαρτύρεται ο
γυαλάκιας, πίσω του διακρίνω κάποια μισοσκότεινη κίνηση –πρέπει λοιπόν να το
παίξω.
«Ρε φέρε τα φράγκα μη χεστούμε εδώ πέρα», του φωνάζω.
Τότε εμφανίζονται τα παλικάρια –ένας ποντικομούρης ίσα με 40 κιλά στα δεξιά
του γυαλάκια κι ένα όρθιο βουνό 2 τόνων στα αριστερά του.
«Τρέχει τίποτα φιλαράκι;» ρωτάει ο ποντικομούρης.
«Κοίτα τη δουλειά σου», γρυλίζω.
«Αυτή είναι η δουλειά μου», απαντάει και βγαίνει μπροστά από τον γυαλάκια.
Το όρθιο βουνό μένει στη θέση του.
«Εντάξει –αν αυτή είναι η δουλειά σου, πλήρωσε τα κέρδη μου κι όλα καλά»,
λέω στον ποντικομούρη.
Χαμογελάει κοιτάζοντάς με. Το βουνό αποφασίζει επιτέλους να κινηθεί, πάει
να με πλευρίσει. Αλλά ποτέ ένα βουνό δεν ήταν πιο γρήγορο από μια πεταλούδα
–αστράφτει ήδη στο δεξί μου χέρι καθώς τη φρενάρω δυο εκατοστά μακρύτερα από το
καρύδι τού λαιμού του.
«Νομίζεις οτι έχω καμιά όρεξη να δω τον Χοντρό και τον Λιγνό βραδιάτικα;»
απορώ κοιτάζοντας τον γυαλάκια. «Νομίζεις;» επαναλαμβάνω την ερώτηση.
Το βουνό μένει στην αγαπημένη του στάση –δηλαδή ακίνητο, ο ποντικομούρης
έχει την πρόθεση να ψαχτεί αλλά τον κόβω.
«Μην κάνεις μαλακίες», του λέω. «Δεν είναι ανάγκη να λερώσουμε τον τόπο
–θέλω μόνο τα λεφτά μου».
Φέρνει τα χέρια του ανοιχτά στα πλάγια, μακριά από το σώμα του.
«Νώντα, πλήρωσε τον κύριο», λέει χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω μου.
Ο τύπος είναι σκέτο δηλητήριο –από δω και πέρα θα πρέπει να προσέχω που
αφήνω την πλάτη μου. Ο γυαλάκιας μπαίνει μέσα γκρινιάζοντας και επιστρέφει μ΄
ένα τσαλακωμένο μάτσο χαρτονομίσματα.
«Είστε όλοι σας εξυπηρετικότατοι», χαμογελάω καθώς απλώνω το χέρι μου στα
λεφτά.
Μετά κάνω δυο βήματα πίσω, μαζεύω την πεταλούδα, ακουμπάω το μέταλλο στο
δεξί μηνίγγι μου και τους χαιρετάω ευγενέστατα.
Χάνομαι στην κοντινότερη γωνία, ψάχνω κάποιο πλατύσκαλο πολυκατοικίας να
κρυφτώ, περιμένω λίγο μέχρι που σιγουρεύομαι οτι κανένας δεν με ακολουθεί και
παίρνω το δρόμο για το ξενοδοχείο. Ήταν μια γεμάτη μέρα που ξεκίνησε αργά και
τελείωσε απότομα. Η ιστορία της ζωής μου...
Είμαι σίγουρος οτι η Σόνια θα τηλεφωνήσει, όχι για την αλληλογραφία της
αλλά για μένα. Για να μάθω που έχει πάει και να ψάξω να τη βρω, γιατί η Σόνια
δεν υπάρχει αν δεν υπάρχει κάποιος που την κυνηγάει –συμβαίνει αυτό με όλα τα
φαντάσματα.
5 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Υπέροχο. Αλλά αυτό που πάλι θα επαινέσω είναι η φυσικότητα στους διαλόγους. Ξέρεις, είναι πολύ δύσκολο να μην περιγράφεις συναισθήματα, αλλά να τα δίνεις μέσα από διαλόγους. Μπράβο.
Ευχαριστώ φίλε για τα καλά σου λόγια -ειδικά εφόσον αναφέρεσαι στους διαλόγους οι οποίοι και για μένα είναι τρομερά σημαντικοί σε μια ιστορία. Χαίρομαι που σου άρεσαν λοιπόν.
Γειά σου Σάκη με τα γκαγκστερικά σου!
Την άλλη φορά που την τελείωσες "ξερά"χωρίς τις απαραίτητες εξηγήσεις δεν μου άρεσε καθόλου,και λέω δεν απαυτώνεσαι μοτοσακέ που θα ξαναδιαβάσω ιστορία σου.
Χτες το βράδυ όμως έπεσα στον πειρασμό και τα διάβασα και τα τρία,
ευτυχώς δεν το μετάνοιωσα(προς το παρόν).
"εδώδιμα αποικιακά"
αυτός ο οριενταλισμός σου με σκοτώνει
χαχαχα
Πειραιάς, πρωί -το λιμάνι να βρωμάει σα γατί που ψόφησε πριν από μέρες και να βγάζει ο χοντρός από τα εδώδιμα τα καφάσια του έξω -μπεζ πουκάμισο ριχτό σαν του Αυλωνίτη κι από μέσα λευκό φανελάκι αμάνικο. Πανικός των αισθήσεων -έτσι;
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!