Προηγούμενα:
Ένας υπόκωφος ήχος, σαν ποντίκι που ροκανίζει αφρολέξ -δεν με ενοχλεί
ιδιαίτερα αλλά με προβληματίζει όσο να πεις... Στριφογυρίζω προσπαθώντας να
βγάλω άκρη με τα σκεπάσματα, μέχρι που παίρνω απόφαση οτι κάτι θα μείνει απέξω,
η πλάτη ή τα πόδια μου –δύσκολη επιλογή κι έτσι ξυπνάω, ο θόρυβος από το
ποντίκι συνεχίζεται αμείωτος. Τι είναι; Πού είμαι; Ένα –ένα...
Είμαι στο δωμάτιο του ξενοδοχείου κι έξω από τις βαριές κουρτίνες καραδοκεί
ένας ήλιος αδυσώπητος. Κάποιο ποντίκι χτυπάει διακριτικά την πόρτα μου, τα
χτυπήματα μεταφέρονται στο εσωτερικό του κεφαλιού μου, θέλω να βλαστημήσω αλλά
ξέρω οτι έτσι θα χειροτερέψω τον πονοκέφαλο. Πλησιάζω λοιπόν την πόρτα.
«Ποιος είναι;»
«Εγώ».
Σκατά. Μια γυναικεία φωνή που δεν μου λέει τίποτα απολύτως.
«Ποια εσύ;»
«Ρίτα, μωρό μου».
Κι απόσκατα...
«Κοιμάμαι...» προσπαθώ να την αποφύγω.
«Κοιμόσουν, θες να πεις. Τώρα ξύπνησες», γελάει.
Ξεκλειδώνω την πόρτα. Απέξω στέκεται εκείνη, φρεσκοσοβαντισμένη –μόλις που
προλαβαίνει να διπλώσει τα μακριά κόκκινα νύχια της, αυτά έπαιζαν ταμπούρλο
στην πόρτα μου προηγουμένως.
«Μια χαρά κρατιέσαι», σχολιάζει κοιτάζοντάς με.
Εντάξει –φοράω μονάχα ένα ταλαιπωρημένο μπόξερ με παπάκια –από τότε που
βγήκα από τη φυλακή προσέχω όλο και λιγότερο την εμφάνισή μου...
«Τίποτα άλλο θέλεις;» τη ρωτάω με μισόκλειστα, ακόμα, μάτια.
«Ε, τι; Εδώ στον διάδρομο;» χαμογελάει.
Της γυρίζω την πλάτη αφήνοντάς την να μπει στο δωμάτιο.
«Συγνώμη λίγο», μουγκρίζω και χώνομαι στο μπάνιο.
Βγαίνω φρεσκοπλυμένος και προχειροντυμένος
για ν΄ανακαλύψω οτι με περιμένει ένα πλήρες πρωινό.
«Σκέφτηκα οτι θα σου χρειαζόταν», λέει η Ρίτα.
Με πιάνει κάποια αναγούλα στη θέα των λουκάνικων και της ομελέτας αλλά
γεμίζω μια κούπα με καφέ, ανάβω τσιγάρο, συνέρχομαι και μόνο από τη μυρωδιά.
«Πώς κι έτσι πρωινή;» τη ρωτάω.
«Μεσημεριανή θέλεις να πεις...» με διορθώνει.
«Έστω...»
Σερβίρεται καφέ, σκύβει προς το μέρος μου για να της ανάψω το τσιγάρο. Βαρύ
άρωμα, βραχιόλια που κουδουνίζουν...
«Έμαθα οτι είχες κάποιες φασαρίες χτες βράδυ», λέει η Σόνια.
«Ότι μαθαίνει κανείς για καλό του είναι» μουρμουρίζω κακόκεφα.
Γελάει δυνατά και ψεύτικα.
«Μην το παίζεις τόσο κλειστά, μωρό μου», λέει.
«Εντάξει. Κι εσύ τι ακριβώς είσαι; Η κουτσομπόλα του τετραγώνου;» νευριάζω.
«Εγώ σε συμπαθώ και γι΄αυτό δεν θέλω να σου συμβεί τίποτα άσχημο...»
«Όπως;»
«Εσύ να μου πεις. Τι κατάλαβες από τις αγριάδες που πούλησες χτες βράδυ;»
«Οτι αν δεν φωνάξεις δε σου δίνουν αυτά που δικαιούσαι».
Ξεκαρδίζεται.
«Σωστά. Μήπως να γραφόσουν στο ΚΚΕ αφού το βλέπεις έτσι;» ειρωνεύεται.
«Δικός μου λογαριασμός», μουρμουρίζω σφιγμένα. «Προχώρα τώρα στο
παρασύνθημα».
Σβήνει το τσιγάρο, σηκώνεται κι αρχίζει να βολτάρει στο δωμάτιο.
«Ωραία είσαι εδώ. Ποιος πληρώνει; Η γκομενίτσα που ήρθε στο πρακτορείο;»
«Κι εσένα τι σε νοιάζει; Μπορεί να μου ήρθε καμιά κληρονομιά...»
Χαμογελάει αλλά τα μάτια της έχουν στενέψει.
«Άνθρωποι σαν εσένα δεν κληρονομάνε τίποτα άλλο από δυστυχίες», λέει.
«Ναι –θα μπεις κάποια στιγμή στο θέμα ή θα το πάμε έτσι μέχρι να βραδιάσει;»
αδημονώ.
«Το θέμα είναι απλό. Ποιος είσαι μωρό μου; Μπάτσος; Στημένος από κάποιον
ανταγωνιστή; Ή απλός πρόσκοπος που ήρθε να στήσει το σκοινάκι του;»
Αφήνω την άδεια κούπα, το σκέφτομαι λίγο –μάλλον θα χρειαστεί ξαναγέμισμα.
Κι έτσι σερβίρομαι τον δεύτερο καφέ μου.
«Δηλαδή τώρα εγώ θα σου πω ποιος είμαι κι εσύ θα το πιστέψεις»; απορώ.
«Λέγε εσύ και βλέπουμε...»
«Να σου πω... Είμαι κάποιος που θυμώνει όταν μπλέκονται άλλοι στις δουλειές
του –έγινα κατανοητός;»
«Όχι».
«Λυπάμαι –αυτά ήταν όλα».
«Τα βάζεις με λάθος ανθρώπους Λούη...»
«Εντάξει –όταν βρω τους σωστούς θα τα βάλω και μ΄ αυτούς».
«Κάτι μου λέει οτι δεν θα προλάβεις...»
«Κι εμένα κάτι μου λέει οτι μόλις έφευγες...»
Σηκώνομαι, στέκομαι στη μέση του δωματίου με τα χέρια στις τσέπες του τζιν.
«Άκουσε... Μπορούμε όλοι να κάνουμε τη δουλειά μας ή μπορούμε να μπλεχτούμε
ο ένας στη δουλειά του άλλου. Δεν θέλεις να γίνει κάτι τέτοιο –πίστεψέ με».
Την πλησιάζω έτσι όπως στέκεται όρθια, περνάω τα χέρια μου πίσω από τη μέση
της και την τραβάω κοντά μου –το πρόσωπό της απέχει λίγα εκατοστά από το δικό
μου.
«Τι θα έλεγες για ένα γρήγορο πήδημα;» ψιθυρίζω.
«Θα έλεγα οτι δεν μου αρέσει ο τρόπος σου».
«Έχεις δίκιο. Γι΄αυτό φρόντισε να με αναγκάσετε να σας πηδήξω όλους στη
σειρά».
Πάει να τραβηχτεί αλλά την κρατάω σφιχτά.
«Και πες στον κοντό οτι την επόμενη φορά που θα πάει να τραβήξει πιστόλι
μπροστά μου θα του βγάλω το μάτι. Σύμφωνοι;»
Κάνει πίσω –την αφήνω.
«Σ΄ αυτά τα μέρη είσαι φιλοξενούμενος Λούη», μου σφυρίζει.
«Το ίδιο μού λέγανε και στη φυλακή», απαντάω.
«Πρόσεξε μωρό μου –σε θέλω σε καλή κατάσταση για να ρίξουμε κάποτε αυτό το
πήδημα που λέγαμε», χαμογελάει καθώς κλείνει πίσω της την πόρτα.
Μένω μόνος στο δωμάτιο και νιώθω σα μύγα πιασμένη στον ιστό δυο αραχνών. Η
αλήθεια βέβαια είναι οτι στο τέλος θα καταλήξω γεύμα κάποιας τρίτης αράχνης,
απ΄αυτές που δεν κάνουν ιστούς γιατί προτιμούν να τρώνε από τα έτοιμα. Κλείνω
τις κουρτίνες μπας και κόψω το φως, ξαπλώνω στο κρεβάτι αγκαλιά με το τασάκι.
Είναι ώρα να δώσω την αναφορά μου. Πιάνω το κινητό.
«Σε περίμενα», μου λέει από την άλλη άκρη.
«Η αναμονή κάνει τον άνθρωπο σοφότερο», του εξηγώ.
«Καλά –χέσε μας τώρα και προχώρα».
Δίνω στον Γκας τα ποσά που έχω παίξει, τόσο τα χαμένα όσο και τα
κερδισμένα. Μ΄ αφήνει να περιμένω όσο συνεννοείται με κάποιον δίπλα του.
«Είναι και λιγούρι ο γυαλάκιας», σχολιάζει στο τέλος. «Δεν περίμενε ούτε
καν να βεβαιωθεί τι καπνό φουμάρεις...»
«Παρακάτω», αδημονώ.
«Και στα τρία έχει πειράξει τα ποσά –μέχρι στο κανονικό στοίχημα βάζει χέρι
ο αλήτης...»
«Τι να πεις; Χάλασε ο κόσμος...» κοροϊδεύω.
«Θα τον γαμήσω», μουγκρίζει ο Γκας.
«Κάνε οτι γουστάρεις. Εμένα δεν με θέλεις τίποτ΄ άλλο...»
«Είσαι μαλάκας; Τώρα αρχίζει η
κανονική σου δουλειά».
«Η ποια;»
«Τι νόμισες ρε φίλε, οτι σε έχω εκεί πέρα και μου στοιχίζεις μια περιουσία
απλώς για να παίξεις δυο στοιχηματάκια;»
«Νόμισα οτι για μια και μοναδική φορά θα εννοούσες όσα έλεγες –μαλακία
μου;»
«Μαλακία σου, δεν γίνονται έτσι οι μπίζνες».
«Και πώς γίνονται δηλαδή;»
«Ας πούμε, πηγαίνεις στο πρακτορείο, ξαναπαίζεις, χάνεις και δεν πληρώνεις.
Θα γίνει κάποια φασαρία –πώς το βλέπεις;»
«Προχώρα παρακάτω».
«Πάνω στη φασαρία μπουκάρουμε εμείς και ξεμπερδεύουμε με τ΄αρχίδια που μας
κλέβουν μαζί με τον γυαλάκια...»
«Έτσι ε;»
«Κάπως έτσι. Διότι δε λέει να βγει βρώμα οτι σκοτώνουμε τους συνεργάτες μας
–θα μας χαλάσει τ΄ όνομα... Βέβαια δε γίνεται να βγει βρώμα οτι κάποιος μάς
έκλεψε και την έβγαλε καθαρή –με αντιλαμβάνεσαι νομίζω».
«Μια χαρά. Με τη διαφορά οτι δεν έχω καμιά διάθεση να σκοτωθώ για πάρτη
σου. Άσε που πλακώθηκα χτες βράδυ με τους λεβέντες του γυαλάκια».
«Πώς αυτό;»
Του εξηγώ λεπτομερειακά.
«Μπέρδεμα», μουρμουρίζει.
«Γι΄αυτό σου λέω, πλήρωσε και τραβήξου μόνος σου».
«Καλά –άσε με να δω τι θα κάνω...»
Το τηλέφωνο κλείνει απότομα κι έτσι δεν προλαβαίνω να τον σκυλοβρίσω.
Υπάρχει χοντρό μπλέξιμο εδώ πέρα κι αν είχα τίποτα μυαλό στο κεφάλι μου θα το
έπαιρνα είδηση νωρίτερα. Πλέον μπορώ ή να την κοπανήσω ή να παίξω τον καμπόη
του Γκας με ενδεχόμενο να είναι αυτός ο τελευταίος ρόλος της ζωής μου. Δίλημμα;
Κανένα. Τρώω το τελευταίο γεύμα, του μελλοθανάτου, μαζεύω τα πράγματά μου και
την κοπανάω όσο ακόμα υπάρχει χρόνος. Έχω ξαπλώσει στο κρεβάτι και τ΄ αφήνω όλα
γι΄ αργότερα –με ξύπνησαν απότομα και ίσως να υπάρχει εδώ κάποια μικρή
πιθανότητα να επιστρέψω στο όμορφο τίποτα, έστω για λίγο...
Αλλά το κινητό έχει διαφορετική άποψη. Κοπανάει μέσα στον ύπνο μου και
συνεχίζει το ίδιο ακριβώς όταν ξυπνάω.
«Ποιος είναι;» ρωτάω.
«Εγώ. Όλγα».
«Τι θέλεις;»
«Είμαι στο πρακτορείο».
«Γιατί;»
«Με ειδοποίησαν...»
«Όχι εγώ πάντως. Κοπάνα τη».
«Δε γίνεται. Πρέπει να έρθεις από δω...»
Κοιτάζω τη συσκευή μπας και μου δώσει καμιά ιδέα –μάταια όμως. Το θέμα έχει
ως εξής –με στήσανε για μια ακόμα φορά. Ο Γκας έστειλε την πιτσιρίκα στο
πρακτορείο, ο γυαλάκιας με την παρέα του την παρέλαβαν με μεγάλη χαρά και με
περιμένουν. Φυσικά, ο Γκας σαν πονηρό καθίκι που είναι, γνωρίζει οτι ο μαλάκας
θα τρέξει να σώσει το κοριτσάκι –πόντος για τον Γκας, σκατά στον τάφο του
μαλάκα. Παίρνω να ντύνομαι χαρούμενος που τα πάντα ξεκαθαρίστηκαν. Χρειάζομαι
και κάποιο σχέδιο, λέμε τώρα...
Κατεβαίνω στη ρεσεψιόν αλλά δεν βγαίνω από το ξενοδοχείο –κοιτάζω τριγύρω,
εντοπίζω τον τύπο πίσω από τη μπάρα να χτυπάει καφέδες.
«Με θυμάσαι;» τον ρωτάω.
«Είστε ο κύριος...» κάνει φιλότιμη προσπάθεια.
«Αυτός είμαι κι ακόμα περισσότερο», τον διαβεβαιώνω. «Κατά το μεσημέρι
παράγγειλε η Ρίτα κάτι καφέδες για το δωμάτιο μου».
«Ρίτα;»
«Έλα ρε αδερφούλη –τι θέλεις τώρα δηλαδή; Να κάνω καμιά φασαρία στη
Διεύθυνση του στυλ: αυτός εδώ φέρνει πουτάνες;»
Γουρλώνει τα μάτια.
«Τι είναι αυτά που λέτε κύριε;»
«Παρακάτω να δεις τι θα πω αν δεν μου δώσεις τον αριθμό του δωματίου της».
«Σας παρακαλώ...»
Σκύβω προς το μέρος του και τον αρπάζω από τον καρπό.
«Τον αριθμό».
«Μα δηλαδή...»
«Τον αριθμό, πούστη. Δεν έχω όλη τη μέρα...»
«245».
Του χαρίζω ένα χαμόγελο ελευθερώνοντας τον καρπό του.
«Είσαι ωραίο παιδί», του λέω.
Δεν έχω χρόνο για ασανσέρ, τρέχω στις σκάλες, φτάνω στον δεύτερο όροφο,
μετράω τα δωμάτια. Το 245 είναι γωνιακό –χλίδα. Χτυπάω την πόρτα, περιμένω.
Ξαναχτυπάω. Μάλλον την πατήσαμε...
«Ποιος είναι;»
Υπάρχει ελπίδα τελικά...
«Άνοιξε», μουρμουρίζω.
«Ποιος;»
Δεν απαντάω τίποτα. Η καλύτερη κάλυψη είναι η απόκρυψη.
Η πόρτα ανοίγει μια σπιθαμή, δεν χρειάζομαι παραπάνω, κλωτσάω δυνατά –η
Ρίτα παραπατάει. Είμαι στο δωμάτιό της.
«Τι θες;»
Τη χαστουκίζω κλείνοντας την πόρτα με το τακούνι μου. Εκείνη υποχωρεί όσο
την πλησιάζω.
«Τι μαλακίες κάνεις;» κλαψουρίζει.
«Είμαστε μόνοι;» αναρωτιέμαι κοιτάζοντας τριγύρω.
Το κρεβάτι της είναι στρωμένο, το δωμάτιο δείχνει άδειο, ανοίγω την πόρτα
της τουαλέτας –κανένας.
«Δεν έπρεπε να μπλέξετε μαζί μου», της εξηγώ.
«Δεν καταλαβαίνω...» λέει.
«Πάρε τηλέφωνο τους μαλάκες στο πρακτορείο και πες τους οτι αν δεν αφήσουν
την Όλγα θα σε πετάξω από το παράθυρο»,
τη στριμώχνω.
Με κοιτάζει απορημένη. Το δεξί μανίκι του στενού φορέματός της έχει
ξεχειλώσει από το σπρώξιμο, νιώθω άσχημα -με το ζόρι κρατιέμαι να μην της το
διορθώσω.
«Ποια είναι η Όλγα;» ρωτάει.
«Δεν έχω χρόνο», εκνευρίζομαι. «Πάρε τηλέφωνο».
«Νομίζεις οτι θα τους νοιάξει;»
«Αν δεν θέλεις να βρεθείς με τα μούτρα στο πεζοδρόμιο κανόνισε να τους νοιάξει»,
της λέω.
«Εντάξει», μουρμουρίζει παραιτημένα.
Και ξεκινάει να πιάσει την τσάντα της, μαύρη τσάντα, τεράστια –κανονική
ταχυδρόμου –την πιάνει με το αριστερό χέρι, ανοίγει το φερμουάρ με το δεξί,
οριακά προλαβαίνω να την κλωτσήσω μακριά της. Το παπούτσι μου βρίσκει και λίγο
από τα δάχτυλά της, βογκάει ξαφνιασμένα.
«Άστο αγαπούλα –θα σου δώσω εγώ το τηλέφωνο, ή μπορείς και να το πάρεις
μόνη σου –ακριβώς πίσω σου είναι, στο κομοδίνο», της δείχνω.
Παίρνω την τσάντα, χώνω το χέρι μέσα, αγγίζω το παγωμένο μέταλλο ενός
πιστολιού. Πλακέ, μεγαλούτσικο, φρεσκότατο –απελευθερώνω τον γεμιστήρα, τίγκα
στις σφαίρες. Με παρακολουθεί με μάτια μαχαιροβγάλτη.
«Τι θα γίνει μ΄ εκείνο το τηλεφώνημα που λέγαμε;» τη ρωτάω.
«Το τηλεφώνημα...» μουρμουρίζει.
Αρπάζει το κινητό της, επιλέγει έναν αριθμό.
«Εγώ είμαι... έχετε την πουτάνα; Αν δεν έρθω από εκεί σε δέκα λεπτά κόψτε
της το λαιμό...» κλείνει το τηλέφωνο πριν προλάβω να την εμποδίσω.
Θολώνω εντελώς. Τη σπρώχνω να κολλήσει στον τοίχο, βουτάω το μαξιλάρι, της
το χώνω στη μούρη και βυθίζω μέσα του την κάνη του όπλου.
«Έχεις πεθάνει γαμιόλα», μουγκρίζω.
Δεν βγάζει άχνα –ξέρω καλά οτι δεν μπορώ να την πυροβολήσω. Όχι έτσι κι όχι
από κάποιου είδους ηλίθιο ανθρωπισμό. Απλά τυγχάνει να κρατιέται καλά για την
ηλικία της και δεν μου πάει να χαλάσω ένα όμορφο πρόσωπο. Τραβάω το μαξιλάρι
πίσω.
«Πάμε», της λέω.
«Μη βιάζεσαι –έχουμε ένα δεκάλεπτο, προλαβαίνεις να με πηδήξεις...» γελάει.
Τη χαστουκίζω.
«Πάμε», ξαναλέω και ξεκινάω για την πόρτα έχοντας χώσει το πιστόλι στην
εσωτερική τσέπη του μπουφάν μου.
Βγαίνουμε από το ξενοδοχείο σαν ζευγαράκι παντρεμένο προ εικοσαετίας, ο
ένας να κοιτάζει δύση κι η άλλη ανατολή. Έχει πέσει μουντό απόγευμα, όπου να
‘ναι θα αρχίσει να βρέχει. Κοιτάζω μπροστά, στο δρόμο με τα αργοπορημένα
αυτοκίνητα, κοιτάζω το πεζοδρόμιο με τα κλειστά μαγαζιά –μυρίζω κλάματα και
φόβο στον αέρα.
«Τι υπολογίζεις να κάνεις;» με ρωτάει η Ρίτα.
«Να σας ξεσκίσω όλους μαζί», ψιθυρίζω.
Το εννοώ.
Θέλω να πάρω αμπάριζα και να μην αφήσω ρουθούνι –ποντικομούρηδες, όρθια
βουνά, γυαλάκηδες, τον Γκας με τους δικούς του κι ότι πουτάνα τύχει να βρεθεί
στο δρόμο μου. Σήμερα, πολλοί θα
πεθάνουμε.
Η πόρτα του πρακτορείου είναι μισάνοιχτη σαν κάποιος ν΄ αποφάσισε οτι
πρέπει ο χώρος να αεριστεί από το ντουμάνι. Μένει ένα βήμα πίσω μου όσο
πλησιάζουμε.
«Καλύτερα είναι να την κοπανήσεις όσο πιο γρήγορα μπορείς από εκεί μέσα»,
της ψιθυρίζω.
«Τι έγινε μωρό; Σε έπιασε το ενδιαφέρον για μένα;» χαμογελάει.
«Μη λες μαλακίες», τη γειώνω.
Μπαίνω στο πρακτορείο, με ακολουθεί. Ερημιά αν και τέτοια ώρα θα έπρεπε να
υπάρχουν πελάτες. Ακουμπάω στην πόρτα σπρώχνοντάς τη για να κλείσει, νιώθω το
κλειδί να μου τρυπάει την πλάτη κι έτσι γυρίζω και κλειδώνω. Μετά βάζω το
κλειδί στην τσέπη του τζιν μου. Η Ρίτα έχει αρχίσει ν΄ ασπρίζει, μάλλον
συνειδητοποίησε οτι κάτι δεν πάει καλά με τα μυαλά μου.
«Εκεί μέσα», της κάνω νόημα, δείχνοντας τον διάδρομο μετά τον πάγκο.
Στέκεται ακίνητη με τα χέρια σταυρωμένα.
«Εσύ μπροστά», της εξηγώ.
Σηκώνει τους ώμους προσπαθώντας να το παίξει αδιάφορη και ξεκινάει για τον
διάδρομο. Μένω πίσω της, έχω το δεξί χέρι μέσα στην τσέπη του μπουφάν, το
δάχτυλο ήδη περασμένο στην σκανδάλη του όπλου.
Ο διάδρομος καταλήγει σε τοίχο, αλλά πριν απ΄αυτό υπάρχουν δυο πόρτες στη
δεξιά πλευρά. Η μια κλειστή (μάλλον τουαλέτα) και η άλλη ορθάνοιχτη –φως
βγαίνει από μέσα. Η Ρίτα προχωράει όλο σιγουριά.
«Εμείς είμαστε», λέει δυο βήματα πριν την πόρτα.
Μετά στρίβει για να μπει, χώνομαι ακριβώς πίσω της και τη σπρώχνω στην άκρη
όσο προσπαθώ να δω τι γίνεται στο δωμάτιο. Η Όλγα σε μια καρέκλα, δείχνει κλαμένη
κι αυτό με θυμώνει αφάνταστα, δίπλα της όρθιο το βουνό με ένα πιστόλι στο χέρι
–μου αρκούν αυτά, πυροβολώ όσο ακόμα κινούμαι, το βουνό παραμένει ακίνητο όσο ο
δεξιός καρπός του χεριού του ξεκολλάει από το υπόλοιπο σώμα. Ψάχνω τον
ποντικομούρη –είναι στην άλλη πλευρά του δωματίου αλλά δεν βλέπω πουθενά τον
γυαλάκια.
«Μη», λέει η Ρίτα προσπαθώντας να φύγει από τη μέση.
Δεν θέλω να χάσω χρόνο κι έτσι πυροβολώ τον ποντικομούρη χωρίς να έχω
βγάλει ακόμα το πιστόλι από την τσέπη του μπουφάν –πάω για θώρακα ή κοιλιά αλλά
κουνιέται κι έτσι τον βρίσκω κάπου στο γόνατο. Η Όλγα έχει κατεβάσει το κεφάλι
και ουρλιάζει σιγανά –σα χτυπημένο σκυλί.
«Πήγαινε μπροστά να περιμένεις», της λέω αλλά δεν δείχνει να καταλαβαίνει.
Εποπτεύω το χώρο, ο ποντικομούρης είναι πεσμένος στο πάτωμα και προσπαθεί
να συρθεί, το όρθιο βουνό παραμένει ακίνητο, απλώς έχει σηκώσει το μπράτσο του
και κοιτάζει εκεί που κάποτε υπήρχε χέρι. Ο γυαλάκιας πού είναι;
«Πάρε το τσουλί σου και φύγετε», λέει ψυχρά η Ρίτα.
«Όχι ακόμα, αγαπούλα», μουρμουρίζω. «Έχουμε κάποια υπόλοιπα...»
Εκείνη τη στιγμή ακούγεται ένας θόρυβος απ΄έξω.
«Μάζεψε τα όπλα και φέρτα μου», λέω στη Ρίτα.
Δεν δείχνει διάθεση να κινηθεί, ο θόρυβος απ΄έξω δυναμώνει. Βλαστημάω μέσα
από τα δόντια μου, αρπάζω την Όλγα από το μπράτσο και τη σέρνω μαζί μου,
βγαίνουμε, περνάμε τον διάδρομο, φτάνουμε στο μπροστινό μέρος του μαγαζιού. Έχω
το μυαλό μου στο πίσω δωμάτιο, κοιτάζω επιφυλακτικά προς τα έξω –ο Γκας με
τρεις δικούς του κοπανάνε το τζάμι της πόρτας. Εκνευρίζομαι. Πάω προς την πόρτα
κάνοντάς τους νοήματα.
«Σπάστε το τζάμι ρε ηλίθιοι».
Σταματάνε, το σκέφτονται –μετά αρχίζουν να κοπανάνε το τζάμι με τις γροθιές
τους καλυμμένες από τα σακάκια τους. Το τζάμι σπάει, κάνουν λίγο πίσω όσο τους
ξεκλειδώνω την πόρτα.
«Τι έγινε εδώ πέρα αγόρι μου; Όλεθρος; Όλεθρος;» πανηγυρίζει ο Γκας.
«Στο πίσω δωμάτιο είναι –κάνε ότι θέλεις με τους μαλάκες αλλά στείλε μου
έξω τη γυναίκα», του λέω.
«Μπα; Ευαισθησίες;» απορεί.
«Στείλε μου τη γυναίκα χωρίς πολλές κουβέντες», του ξεκόβω.
Κάνει νόημα στους δικούς τους, μας προσπερνάνε πηγαίνοντας προς το πίσω
μέρος του πρακτορείου. Μένω μόνος με την Όλγα η οποία ακόμα τρέμει. Ψάχνομαι
–έχω κάτι λεφτά ακόμα... Βγάζω μερικά.
«Πάρτα και φύγε», της λέω.
Με κοιτάζει χωρίς να καταλαβαίνει.
«Πάρτα και φύγε ρε κορίτσι μου –τι μαρμάρωσες;» θυμώνω.
«Πού να πάω;»
«Όπου γουστάρεις. Δεν έχεις κάποιο μέρος;»
«Όχι –πουθενά...»
«Από πού είσαι ρε κορίτσι μου;»
«Δεν θέλω να γυρίσω εκεί...»
«Εντάξει. Φύγε τουλάχιστον απ΄αυτή την πόλη –κάτι είναι κι αυτό...»
«Μου αρέσει αυτή η πόλη...»
Παίρνω βαθιά ανάσα.
«Φύγε από μπροστά μου, αυτό μπορείς
να το κάνεις;» βογκάω.
«Ναι, άμα το θέλεις», απαντάει και μου γυρίζει την πλάτη.
Απελπισία...
Από το μέσα δωμάτιο ακούγονται πυροβολισμοί –μετράω τρεις για αρχή και μετά
χάνω το μέτρημα. Η μυρωδιά του μπαρουτιού έχει ήδη φτάσει μέχρι εμένα. Κι όπως
κάθομαι στη μέση του πρακτορείου περιμένοντας το έργο να σχολάσει νιώθω οτι
τελικά έγιναν όλα ευκολότερα απ΄όσο περίμενα –αυτό, μαζί με την αίσθηση ότι
κάποιος με κοιτάζει. Προσπαθώ να τραβήξω το πιστόλι αλλά η κάνη μπερδεύεται στη
σκισμένη τσέπη.
«Μη...»
Γυρίζω να κοιτάξω προς τη σπασμένη φωνή –ο γυαλάκιας αναμαλλιασμένος, έχει
ξετρυπώσει από το τίποτα και με κοιτάζει με τα χέρια στον αέρα.
«Μη ρίξεις...» ψελλίζει κοιτάζοντας τρομαγμένα προς το βάθος του διαδρόμου,
«έχω λεφτά...»
Δεν μου έχει κάνει τίποτα ο γυαλάκιας αν και είναι μεγάλο αρχίδι –αυτό
μπορώ να το καταλάβω. Τον κοιτάζω έτσι που ιδρώνει μετρώντας πόση ζωή του
απομένει –δεν είναι δική μου δουλειά, σηκώνω αδιάφορα τους ώμους.
«Κοπάνα τη», του λέω καθώς πηγαίνω προς το διάδρομο.
Δεν τον κοιτάζω καν όσο εξαφανίζεται σαν τον καπνό.
Στο πίσω δωμάτιο υπάρχουν δυο πτώματα, από πάνω τους στέκονται τα παιδιά
του Γκας αλλά εκείνος έχει στριμώξει τη Ρίτα στον τοίχο.
«Είναι δικιά μου, τη θέλω», του λέω.
«Έχουμε δουλειά», μουγκρίζει ο Γκας.
Τον πλησιάζω.
«Φέρε τα λεφτά και τη γυναίκα», ψιθυρίζω κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
Βγάζει από την τσέπη του ένα φάκελο και μου τον δίνει.
«Ας αφήσουμε την κυρία να διαλέξει», χαμογελάει.
Κοιτάζω τη Ρίτα.
«Θα μείνω μαζί του», λέει.
Σηκώνω τους ώμους –δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο.
«Ο γυαλάκιας πού είναι;» ρωτάει ο Γκας.
«Δεν τον είδα», απαντάω.
«Εδώ πρέπει να ήταν», λέει η Ρίτα.
«Ψάξτε τον», διατάζει ο Γκας και δυο δικοί του τσακίζονται να εκτελέσουν
την εντολή.
«Εγώ να πηγαίνω», μουρμουρίζω.
«Έκανες καλή δουλειά Λούη», χαμογελάει ο Γκας.
«Άντε γαμήσου», του απαντάω.
Είμαι έξω στη βροχή, ο μόνος που δεν αποφεύγει τις χοντρές σταγόνες γιατί
το πρόσωπό μου καίει, οι φλέβες κοπανάνε στα μηνίγγια και το νιώθω οτι σε λίγο
θ΄αρχίσει ο πόνος. Χρειάζομαι ένα ζεστό μέρος, ένα μπουκάλι βότκα και κάμποση
αμνησία. Παίρνω λοιπόν το δρόμο της επιστροφής στο ξενοδοχείο. Το μπουφάν μου
κρέμεται σκισμένο, το πιστόλι με βαραίνει αλλά δε ρισκάρω να το ξεφορτωθώ. Μια
ακόμα κουραστική μέρα λέει πως θα τελειώσει....
Δεν θέλω να κλειστώ ακόμα στο δωμάτιό μου γι΄αυτό κάθομαι στην τραπεζαρία
και παραγγέλνω ένα πλούσιο βραδινό –έχει ξυπνήσει το σαρκοβόρο μέσα μου. Λίγος
κόσμος στα γύρω τραπέζια, τουρίστες κυρίως και εμπορικοί αντιπρόσωποι
τσακισμένοι από το ημερήσιο ξεπούλημα. Πριν έρθει το φαγητό μου κατεβάζω μια
Στολίσναγια με τόνικ σχεδόν μονορούφι. Αλλά ακόμα κι έτσι το άκουσμα του
ονόματος της Φωτίου με πιάνει απροετοίμαστο. Στήνω αυτί –η διπλανή παρέα, τρεις
κουστουμαρισμένοι –από εκεί ακούστηκε.
«Ναι ρε, η Λίζα η Φωτίου –δεν τη θυμάσαι;»
«Από τις ελληνικές ταινίες;»
«Αυτή».
«Και τα δείχνει όλα;»
«Κανονικά. Γαμήσι, παρτούζα...»
«Με το Μανιάτη;»
«Κι έναν άλλον...»
«Παντρεμένοι δεν ήταν;»
«Η Φωτίου με το Μανιάτη; Ναι».
«Αυτή ζει ακόμα;»
«Δεν ξέρω».
«Έτσι λοιπόν...»
«Ναι σου λέω. Κυκλοφόρησαν κάτι σκηνές στο ίντερνετ...»
Τα χέρια μου τρέμουν, δεν μπορώ ν΄ ανάψω τσιγάρο. Γυρίζω την καρέκλα μου
προς το μέρος τους, με βλέπουν οτι τους κοιτάζω, σταματάνε.
«Συγνώμη...» ψελλίζω.
«Θέλετε κάτι;» ρωτάει ο ένας κουστουμαρισμένος.
«Άκουσα γι΄ αυτά που λέγατε...»
«Ποια;»
«Για τη Φωτίου».
«Ναι –και;»
«Είπατε οτι βγήκε κάποια τσόντα....»
«Έχει βουίξει ο τόπος, πού ζεις ρε φίλε;»
«Το γράφουν οι εφημερίδες;»
«Ναι –ντε».
Αντίο φαγητό –καλωσήρθες δεμένο στομάχι... Τρέχω στο κοντινότερο περίπτερο,
αγοράζω όποια εφημερίδα έχει ξεμείνει και μετά, σφαίρα στο δωμάτιό μου. Δε
βλέπω τίποτα, δεν ακούω τίποτα –είμαι μόνος με τα φύλλα χαρτιού που
μουτζουρώνουν τα δάχτυλα. Δεν μου παίρνει πολύ ώρα για να το βρω...
«ΤΟΛΜΗΡΗ ΤΑΙΝΙΑ ΜΕ ΔΙΑΣΗΜΟΥΣ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ
της Νάγιας Λούδη
Φήμες
θέλουν την ύπαρξη τολμηρής βιντεοκασέτας στην οποία συμμετέχει η δόξα του
ελληνικού κινηματογράφου Νίκος Μανιάτης και η πρώην σύζυγος του (και εκρηκτική
ντίβα του ΄60) Λίζα Φωτίου. Οι συγκεκριμένες φήμες ενισχύονται από ένα μικρό
απόσπασμα που κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο όπου φαίνεται καθαρά η Λίζα Φωτίου και
ο Νίκος Μανιάτης ενώ διακρίνεται και τρίτος (άγνωστος) άνδρας. Αν κρίνουμε από
τις σκηνές που προβάλλονται στο απόσπασμα και έχουν ανάψει φωτιές στο διαδίκτυο,
η ταινία είναι άκρως αποκαλυπτική. Σύμφωνα με πηγές της εφημερίδας μας η
βιντεοκασέτα με την επίμαχη ταινία έχει μπει σε μια κρυφή δημοπρασία κι αυτός
ήταν ο λόγος δημοσιοποίησης αποσπασμάτων της, προκειμένου να αυξηθούν οι
ενδιαφερόμενοι....»
Τα ίδια, πάνω-κάτω, γράφουν όλες οι εφημερίδες. Υπήρχαν εκτεταμένες
αναφορές στην καλλιτεχνική καριέρα του ζευγαριού, πιπεράτα κουτσομπολιά για τον
περιπετειώδη γάμο τους και μπόλικες φωτογραφίες –μέσα σ΄αυτές διέκρινα κάποιες
που προέρχονταν από την τσόντα, πολύ φλου αλλά έβγαινε συμπέρασμα περί του τι
διαδραματιζόταν. Μονάχα όμως αυτή η Νάγια Λούδη ανέφερε τις πληροφορίες για
δημοπρασία –έκλεισα τις εφημερίδες, άναψα τσιγάρο για να σκεφτώ. Τι πιθανότητες
υπήρχαν να το φορτωθώ εγώ αυτό το παραμύθι; Δύσκολο –αν σκεφτείς οτι το
σημείωμα του Λεωνίδα γράφτηκε όσο ήμουν μέσα –κάποιοι συνένοχοι όμως; Σε κάθε
περίπτωση το καλύτερο που είχα να κάνω θα ήταν να εξαφανιστώ και γρήγορα -ποτέ
δεν ξέρεις κι όταν μάθεις είναι πάντα αργά.
Έπιασα το κινητό, διάλεξα τον αριθμό του Γκας.
«Τι έγινε πάλι;» μούγκρισε λες και τον πετύχαινα πάνω στο χέσιμο.
«Εσύ να μου πεις...»
«Ρε Λούη, τι τρώγεσαι συνέχεια με την πάρτη μου;»
«Γιατί έβγαλες τώρα την κασέτα στη γύρα –γι΄αυτό. Χάθηκε να το κάνεις αφού
θα είχα φύγει;»
«Είσαι πολύ μαλάκας αγόρι μου. Εγώ δεν έβγαλα καμιά κασέτα στη γύρα, είμαι
επαγγελματίας εγώ».
«Και πώς κυκλοφορούν τα αποσπάσματα στο ίντερνετ ρε συ;»
«Ρώτα την πουτάνα σου τη Σόνια, ηλίθιε. Μάλλον είχε κάνει δεύτερη κόπια και
πάει να την πουλήσει –είναι τυχερή η γκόμενα που δεν μπορώ να την πιάσω,
αλλιώς...»
«Θες να πεις...»
«Θέλω να πω οτι δεν έβγαλα εγώ την κασέτα, άρα την έβγαλε η Σόνια –αφού
μόνο οι δυο μας μπορούσαμε να την έχουμε. Ή εσύ –μήπως είχες κρατήσει εσύ έξτρα
κόπια ρε μουνί; Το θέμα είναι οτι χάνω λεφτά με όλη αυτή την υπόθεση κι όταν
χάνω λεφτά θυμώνω. Κι όταν θυμώνω...»
Έκλεισα το τηλέφωνο, δεν άκουσα τι έλεγε παρακάτω. Δεν με ενδιέφερε κιόλας.
Τον πίστευα οτι δεν έβγαλε αυτός την κασέτα στη γύρα –αν το είχε κάνει δεν θα
είχε πρόβλημα να το παραδεχτεί. Άρα...
Άναψα τσιγάρο κοιτάζοντας τη βροχή που κοπάναγε στα τζάμια. Έπρεπε να βρω
οπωσδήποτε αυτή τη Νάγια Λούδη και να τη ρωτήσω μερικά πράγματα –κι έπρεπε να
περιμένω μέχρι το πρωί για να το κάνω.
Άνοιξα την τηλεόραση υπολογίζοντας οτι ποτέ οι ώρες δεν θα περνούσαν πιο
αργά.
2 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Δεν πολύ σχολιάζω αλλά διαβάζω
όπως καταλαβαίνεις_
greetings από την παραμεθόριο
miliokas aka skylos_mayros
Είναι καλό να σε νιώθω στα πέριξ φίλε... Άσε που μπορεί να Κορομιλήσω και λίγο σε στυλ "ουάου και η παραμεθόριος μαζί μας!"
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!