Πέμπτη, Ιουνίου 14, 2012

5. Πάντα επιστρέφουν

Προηγούμενα:


Άφησα να με φτάσει το μεσημέρι μέχρι να ξεκινήσω την προσπάθεια προσέγγισης της Νάγιας Λούδη. Πρώτο τηλεφώνημα στη γραμματεία της εφημερίδας.
«Η κυρία Λούδη δεν είναι εδώ και δεν γνωρίζω πότε θα έρθει... Όχι, δεν έρχεται κάθε μέρα...».
Πράγμα που με ανάγκασε να κατέβω στο σαλόνι του ξενοδοχείου και να την ψάξω στον πρώτο εύκαιρο υπολογιστή –κατά πως έδειχνε, η κυρία Λούδη δούλευε freelancer σε 5-6 περιοδικά πέρα από την εφημερίδα. Τύπωσα τα τηλέφωνα των περιοδικών, ανακάλυψα και το μέιλ της σε μια σελίδα όπου περιγράφονταν με δυο λόγια οι σπουδές της (παραμύθια εργαστήρια ελευθέρων σπουδών και εξίσου μαϊμού μεταπτυχιακά σε ένα πανεπιστήμιο της Μινεσότα το οποίο πήγαινα στοίχημα οτι είχε έδρα τον πάνω όροφο κάποιας χασαποταβέρνας) –τα συστατικά στοιχεία της κυρίας Λούδη ολοκληρώνονταν με μια ασπρόμαυρη φωτογραφία όπου ένα ξανθό κορίτσι έδειχνε τα δόντια του στον φακό πιστεύοντας οτι χαμογελάει. Κοίταξα από πιο κοντά τη μικρή φωτογραφία –το ξανθό κορίτσι είχε βλέμμα τίγκα στη μαλακία. Όταν τη συναντούσα θα έπρεπε να προσέξω πολύ για να μη χάσω την υπομονή μου και την πλακώσω στα χαστούκια –αυτή ήταν η πρώτη σκέψη που μου ήρθε.
Πριν σηκωθώ από τον υπολογιστή τής έστειλα ένα λιγόλογο μέιλ: «Καλημέρα σας, λέγομαι Λούης Πετράς και γνωρίζω κάποια στοιχεία για την υπόθεση της Λίζας Φωτίου τα οποία νομίζω οτι θα σας ενδιαφέρουν. Επικοινωνήστε μαζί μου....»  στη συνέχεια έγραψα τον αριθμό του κινητού μου και έστειλα το μέιλ χωρίς να του ρίξω δεύτερη ματιά.
Ανέβηκα στο δωμάτιό μου κουβαλώντας μια νταμιτζάνα με ζεστό καφέ, άρπαξα το τηλέφωνο και ξεκίνησα το σαφάρι.
«Όχι, δεν είναι εδώ...»
«Η κυρία Λούδη δεν έρχεται στα γραφεία μας...»
«Δεν τη γνωρίζω, μήπως ξέρετε το εσωτερικό της;»
«Η κυρία Λούδη έρχεται κάθε Παρασκευή μεταξύ 10 και 12».
Έκλεισα το τηλέφωνο, άναψα τσιγάρο –ήθελα να βγω αμέσως έξω και να πέσω φάτσα με τη Νάγια Λούδη την ώρα που θα έβγαινε από το κομμωτήριό της με το μαλλί γλυμμένο σα φοράδα και μετά... Μετά, τι; Έσβησα το τσιγάρο, ξεφύλλισα για μια ακόμα φορά τις χτεσινές εφημερίδες αλλά δεν έγινα σοφότερος. Άνοιξα την κουρτίνα, στήθηκα μπροστά στη τζαμαρία –έξω έβρεχε καταρρακτωδώς και τα αυτοκίνητα διαγωνίζονταν στο κατάβρεγμα περαστικών από τα πέριξ πεζοδρόμια. Αυτή η πόλη μόνο πιο άσχημη μπορούσε να γίνει, ποτέ δεν μαλάκωνε...
Άκουσα τον πνιχτό ήχο του κινητού, έψαξα να το βρω μέσα στα ξέστρωτα σκεπάσματα του κρεβατιού, πρόλαβα την κλήση ν΄ αναβοσβήνει στο καντράν με την ένδειξη «Άγνωστος Αριθμός». Δεν ξέρω γιατί, αλλά πίστεψα στιγμιαία οτι ήταν η Σόνια...
«Εμπρός», μούγκρισα λαχανιασμένα.
«Ο κύριος Πετράς;» ρώτησε μια γυναικεία φωνή που πάλευε φιλότιμα να μοιάζει μπάσα.
«Ο ίδιος».
«Νάγια Λούδη κύριε Πετρά –μού στείλατε ένα μέιλ...»
Έπεσα πίσω σε μια πολυθρόνα, ήρεμα φίλε, παίξτο ήρεμα.  
«Ναι –δεν περίμενα τόσο άμεση απάντηση...»
«Ελέγχω συνεχώς τα μέιλ μου κύριε Πετρά, δημοσιογράφος είμαι...»
Αυτό το άφησα να περάσει ασχολίαστο –επειδή είχα την εντύπωση οτι αυτοί που ελέγχουν συνεχώς τα μέιλ τους είναι κυρίως αγάμητοι
«Λοιπόν; Τι έχετε να μου πείτε κύριε Πετρά;» ρώτησε ανυπόμονα η δημοσιογράφος.
«Από το τηλέφωνο;» παραπονέθηκα.
«Κύριε Πετρά γνωρίζω ποιος είστε, όπως επίσης και γιατί έχετε κατηγορηθεί. Παρ΄ όλο που τελικά αθωωθήκατε...»
«Εσείς δεν το φάγατε το παραμύθι κι εξακολουθείτε να πιστεύετε οτι σκότωσα τη Λίζα Φωτίου», είπα διακόπτοντάς την.
«Όπως και να ‘χει, ένα ραντεβού μαζί σας...» δίστασε η δημοσιογράφος.
«Διαλέξτε κάποια πολυσύχναστη καφετέρια τέλος πάντων... Δεν είμαι κι ο Χουλκ...» διαμαρτυρήθηκα.
Από την απότομη αλλαγή στην αναπνοή της κατάλαβα οτι χαλάρωσε.
«Έχει καλώς κύριε Πετρά. Τι λέτε για...»
Περίμενα κάμποσο μέχρι ν΄ αποφασίσει το μέρος –μια καφετέρια κοντά στην πλατεία Κολωνακίου.
«Εντάξει», είπα. «Πότε μπορείτε;»
«Σε μια ώρα;»
«Θα είμαι εκεί...»
«Μισό λεπτό κύριε Πετρά... Πώς θα σας γνωρίσω;»
«Υπάρχουν φωτογραφίες μου σε παλιές εφημερίδες... Αλλά τέλος πάντων, πάρτε με τηλέφωνο όταν φτάσετε», είπα.
Δεν έδειξα καμιά διάθεση να της αποκαλύψω οτι είχα δει τη φωτογραφία της –αυτό ίσως να την τρομοκρατούσε.

Το Κολωνάκι ήταν περίπου δεκαπέντε λεπτά δρόμος από το ξενοδοχείο μου, πέρασα λοιπόν την ώρα που μου απόμενε πίνοντας καφέ και καπνίζοντας όσο στριφογύριζα τα κανάλια της τηλεόρασης –υπήρχε μια αποπνικτική κατάσταση εκεί στην οθόνη –εννοώ οτι τίποτα δεν αντεχόταν για περισσότερο από μισό λεπτό. Έξω από το τζάμι η βροχή έλεγε να κάνει διάλειμμα, αν έκρινα όμως από τον ουρανό δεν θα έκανε πάνω από δυο τσιγάρα πριν ξεκινήσει ξανά. Βιάστηκα λοιπόν να βγω στο δρόμο –θα ήταν προτιμότερο να μη με δει σα λαδωμένο ποντίκι η κυρία δημοσιογράφος. Κάποια ματαιοδοξία ίσως...

Η καφετέρια μύριζε βρεμένα παπούτσια και εσπρέσο, με το ζόρι βρήκα ένα τραπέζι στο βάθος, δίπλα στις τουαλέτες. Άντρες με ακριβά κοστούμια πετούσαν ονόματα χιονοδρομικών κέντρων προσπαθώντας να εντυπωσιάσουν γυναίκες με ταγιέρ, κρατήθηκα να μη γελάσω όσο τους φανταζόμουν να κουτρουβαλάνε σε χιονισμένες βουνοπλαγιές. Το γκαρσόνι στάθηκε πάνω από το κεφάλι μου κι αμφιταλαντευόταν αν θα έπρεπε να μου πάρει παραγγελία ή να με πετάξει έξω. Χρειαζόμουν αλκοόλ όμως δεν ήθελα να με δει η δημοσιογράφος μέσα από τον πάτο του ποτηριού κι έτσι ζήτησα έναν ιρλανδέζικο καφέ νιώθοντας ήδη το ζαχαρωμένο οινόπνευμα στον ουρανίσκο. Το γκαρσόνι έφυγε κουνώντας το κεφάλι όλο αποδοκιμασία, δεν μ΄ ενδιέφερε  η άποψή του. Ήπια όλον τον καφέ πριν ακόμα φανεί η δημοσιογράφος.

Άνοιξε την πόρτα απότομα, μετά πήγε και στάθηκε στο κέντρο της καφετέριας και σάρωσε τα τραπέζια με αδιάκριτο βλέμμα –η φωτογραφία που είχα δει την κολάκευε, πρέπει κιόλας να είχε τραβηχτεί πριν από μια δεκαετία. Η Νάγια Λούδη είχε πλέον κοντά κομμένα τα ξανθά μαλλιά της κι ο χρόνος φαινόταν να σακουλιάζει κάτω από τα πράσινα, ξεπλυμένα μάτια της. Φορούσε ένα μαύρο παντελόνι, στενό πάνω στον ανύπαρκτο πισινό της και καμπάνα πάνω από τις μπότες με τα ψηλά τακούνια –δεν ήταν και πρώτο μπόι η κυρία...
Τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν, της έκανα νόημα χαμογελώντας. Εκείνη αμφιταλαντεύτηκε –απόρησα αν ήταν τόσο ηλίθια ώστε να φαντάστηκε πώς της κάνω καμάκι –επέμενα πάντως με τα νοήματα και τελικά με πλησίασε.
«Είστε ο κύριος Πετράς;»
«Αυτός είμαι».
«Νάγια Λούδη», έτεινε το χέρι της προς το μέρος μου.
«Και λοιπόν;» έκανα ψυχρά χωρίς να τη χαιρετήσω.
«Μα... δεν είχαμε ραντεβού;» πανικοβλήθηκε.
«Εμείς οι δύο;» συνέχισα ατάραχος.
Με κοίταζε ακίνητη σαν κατεψυγμένος μπακαλιάρος.
«Καθίστε παρακαλώ. Αστειεύομαι», έκανα γελώντας καθώς τραβούσα μια καρέκλα κοντά της.
Κάθισε σχετικά μαζεμένη –με βόλευε αυτό –όσο αργότερα ανακτούσε την αυθάδειά της τόσο πιο εύκολα θα μάθαινα αυτά που ήθελα.
«Τι να σας παραγγείλω;» τη ρώτησα όλος ευγένεια.
«Εεεε... ένα τσάι», δίστασε.
Έκανα νόημα στο γκαρσόνι που δεν σκοτώθηκε κιόλας να μας πλησιάσει.
«Ένα ούλονγκ χωρίς λεμόνι», του είπα στο εντελώς αδιάφορο.
Έμεινε να με κοιτάζει –αναρωτιόταν αν του έκανα πλάκα απ΄ότι μπορούσα να καταλάβω.
«Τι είναι αυτό;» ρώτησε τελικά.
«Συγνώμη –καφετέρια δεν είστε;» ρώτησα με αγγελικό ύφος.
«Εσείς τι λέτε;» νευρίασε το γκαρσόνι.
«Λέω οτι οι καφετέριες εκτός από καφέ σερβίρουν και τσάι –έχω λάθος;»
«Όχι. Θέλετε τσάι;»
«Γιατί –εσύ τι νόμισες οτι ζήτησα;»
«Τι τσάι θέλετε;»
«Ούλονγκ –στο είπα ήδη. Μήπως πρέπει να στο ζωγραφίσω;»
«Δεν έχουμε».
«Εντάξει. Τι τσάι έχετε;»
«Λίπτον».
Σήκωσα τα χέρια ψηλά φανερώνοντας ιερή αγανάκτηση. Μετά της έκανα νόημα.
«Συγνώμη αλλά μου είχε δημιουργηθεί η εντύπωση οτι επρόκειτο για κανονικό καφέ», έκανα απολογούμενος χωρίς ν΄αλλάξω το αγγελικό μου βλέμμα. «Παράγγειλε οτι βρεις –τι να πω;»
Παράγγειλε ένα τσάι με λεμόνι και μείναμε να παρακολουθούμε το γκαρσόνι που απομακρυνόταν μέσα στα νεύρα.
«Λοιπόν;» είπα προσπαθώντας να στήσω ένα αμήχανο χαμόγελο. «Παλιόκαιρος –έτσι;»
«Ναι», απάντησε σιγά.
«Σας απασχολεί κάτι;» τη ρώτησα γιατί άρχιζα να χάνω την υπομονή μου με το ηλίθιο ύφος που φόραγε.
«Ναι... όχι... Απλώς δεν είσαι όπως γράφουν οι εφημερίδες...» ψέλλισε.
«Πώς με περιγράφουν δηλαδή;» απόρησα.
«Δεν τα έχεις διαβάσει;»
«Ήμουν φυλακή όσο γράφονταν».
«Σωστά...» πήγε κάτι να πει αλλά το μετάνιωσε.
«Εντάξει», αποφάσισα να τη βοηθήσω. «Υποθέτω οτι οι εφημερίδες με παρουσίασαν σαν τέρας -μια μείξη ρακοσυλλέκτη, βιαστή και πρεζάκια –κάτι τέτοιο;»
«Κάτι τέτοιο», χαμογέλασε ανακουφισμένη.
«Όπως βλέπεις, δεν είμαι ρακοσυλλέκτης», είπα εξίσου χαμογελαστός.
Της πήρε λίγη ώρα, αλλά το ‘πιασε και γέλασε.
«Τώρα που τα ξεκαθαρίσαμε, θέλω να σε ρωτήσω κάποια πράγματα», ξεκίνησα.
«Νόμιζα οτι θα γινόταν το αντίθετο», είπε η κουφάλα και μαζεύτηκε.
«Ε, άμα δεν γίνει το κανονικό πώς θα γίνει το αντίθετο;» αστειεύτηκα.
Ήμουν στα κέφια μου σήμερα –κανονικός κομφερανσιέ ο πούστης...
Άναψα ένα τσιγάρο, της πρόσφερα αλλά αρνήθηκε.
«Δεν καπνίζω...»
«Δεν πειράζει», την καθησύχασα. «Ο καθένας με τα ελαττώματά του».
«Λοιπόν, θα μου πεις για τη Φωτίου;»
«Σίγουρα. Αλλά θέλω κι εγώ κάποιες πληροφορίες...»
«Ο λόγος;»
«Ας πούμε οτι ψάχνω να βρω ποιος κυκλοφόρησε την κασέτα –καταλαβαίνεις οτι εξακολουθώ να αντιμετωπίζω τον κίνδυνο να με κατηγορήσουν...»
Το γκαρσόνι έφερε το τσάι κι εγώ παράγγειλα ακόμα έναν ιρλανδέζικο –ο προηγούμενος είχε εξατμιστεί λόγω αναμονής.
«Ναι, ίσως να έχεις δίκιο...» έκανε σκεφτικά. «Αλλά κι εγώ δεν ξέρω πολλά... Με ειδοποίησαν ότι...» σταμάτησε, μέτρησε τα λόγια της, περίμενα. «Το θέμα έχει ως εξής –η κασέτα βρίσκεται στα χέρια κάποιου γνωστού μου συλλέκτη ο οποίος σκοπεύει να την ξαναπουλήσει σε ακριβότερη τιμή απ΄αυτή που την αγόρασε».
«Έτσι έβγαλε βρώμα για να αυξηθεί η ζήτηση», συμπέρανα.
«Ναι... νομίζω».
«Ωραία», είπα. «Και ποιος είναι αυτός ο συλλέκτης;»
Μαζεύτηκε.
«Θα σου πω κάτι –υπάρχουν περισσότερες από μια κασέτες, πώς σου φαίνεται αυτό;» έκανα συνωμοτικά.
«Θέλεις να πεις οτι έχεις κι εσύ;» τινάχτηκε δείχνοντας ενδιαφέρον.
«Όχι –εγώ δεν έχω τέτοια σχέση με την υπόθεση. Τα πράγματα συνέβηκαν όπως ακριβώς τα είπα στο δικαστήριο, με πλήρωσαν να βρω τη Φωτίου, τη βρήκα, μιλήσαμε –από εκείνη έμαθα για την κασέτα. Στη συνέχεια πήγε κάποιος και τη σκότωσε –αυτός έκλεψε την κασέτα. Ο δολοφόνος είναι νεκρός αλλά η κασέτα συνέχισε να ταξιδεύει –βρέθηκε στα χέρια γνωστού μου...»
«Όνομα;» με διέκοψε ανυπόμονα.
«Χρειάζομαι ένα όνομα για να δώσω ένα όνομα», της υπενθύμισα.
«Πες μου παρακάτω».
«Παρακάτω αυτός ο γνωστός μου είναι με την κασέτα στα χέρια και περιμένει πότε θα την πουλήσει. Έλα όμως που όσο περιμένει κάποιος άλλος ντιλάρει την κασέτα εκεί έξω...»
«Είναι σίγουρα η ίδια;»
Ερώτηση –παγίδα αλλά δεν θα της έκανα το χατίρι να τσιμπήσω.
«Δεν ξέρω, αυτό θέλω να μάθω... Λοιπόν;»
«Κοίτα... δεν αποκαλύπτω τις πηγές μου, είναι θέμα επαγγελματικής συνείδησης», είπε σταθερά.
Κατάλαβα τότε οτι είχε φτάσει η στιγμή που φοβόμουν κι έτσι άρχισα να μετράω Ρόλεξ στα διπλανά τραπέζια μπας και συγκρατηθώ για να μην την πλακώσω στα χαστούκια.
«Καλά –δεν υπάρχει πρόβλημα», είπα ήρεμα. «Χάρηκα για τη γνωριμία...»
Αυτό την θορύβησε κάπως. Έμεινε στη θέση της να με παρακολουθεί όσο έπινα τον καφέ μου γαλήνιος. Άφησα να περάσουν κάνα δυο λεπτά.
«Αν δηλαδή σου πω το όνομα, θα πρέπει να είμαι σίγουρη οτι δεν θα αποκαλύψεις...» ψιθύρισε.
«Δεν υπάρχει περίπτωση», τη διέκοψα. «Αμοιβαία εχεμύθεια –κανένας από τους δυο μας δεν πρέπει να αποκαλύψει...»
«Εντάξει», είπε μουδιασμένα, δίνοντάς μου να καταλάβω οτι εκείνη τουλάχιστον θα με κάρφωνε στην πρώτη ευκαιρία.
«Βλαδίμηρος Χατζηκώστας. Έχει μια γκαλερί στην Ομήρου... Τελικά θα το καπνίσω εκείνο το τσιγάρο», μουρμούρισε συνοφρυωμένη.
«Κώστας Καλατζάκος», της είπα προσφέροντάς της ένα από τα τσιγάρα μου.
Άναψε, πνίγηκε, ρούφηξε δυο λαίμαργες τζούρες και το  τσαλάκωσε μέσα στο τασάκι.
«Τι είναι αυτός;» με ρώτησε.
«Του σκοινιού και του παλουκιού...»
«Κάτι πιο συγκεκριμένο;»
«Μου ζήτησες ένα όνομα και στο έδωσα. Θα σου δώσω και μια συμβουλή επειδή σε συμπάθησα. Πρόσεξε πώς θα πλησιάσεις τον Καλατζάκο. Δεν φημίζεται για τις καλές του δημόσιες σχέσεις...»
«Θέλεις να πεις...»
«Στο είπα ήδη. Αν φοβόσουν να βρεθείς με μένα, θα πρέπει να τρέμεις μια τυχόν συνάντηση με τον Καλατζάκο –εφόσον διαθέτεις λίγο μυαλό, εντάξει;»
Πήρε το τσαλακωμένο τσιγάρο και το κοίταξε περιμένοντας να ξαναγίνει καπνίσιμο ή κάτι τέτοιο. Τη λυπήθηκα και της έδωσα ένα καινούργιο.
«Κοίτα τι θα γίνει», προσπάθησα να τη βγάλω από το αδιέξοδο. «Όταν μάθω αυτά που θέλω από τον Χατζηκώστα, θα σου πω ολόκληρη την ιστορία –εφόσον βέβαια δεσμευτείς να τη δημοσιεύσεις αφού έχω φύγει από τη χώρα».
Τα μάτια της έλαμψαν –ήταν εντελώς ηλίθια τελικά.
«Σίγουρα», είπε.
«Ωραία», προσπάθησα να το παίξω ανακουφισμένος. «Έχουμε μια συμφωνία εδώ πέρα. Εγώ θα μάθω τι τρέχει με την κασέτα κι εσύ θα γράψεις την ιστορία στην εφημερίδα σου...»
«Δεν έχεις κάποιο τηλέφωνο αυτού του Καλατζάκου;»  ρώτησε στο ξεκάρφωτο.
«Εντάξει –αλλά μην ξεχνάς οτι σε προειδοποίησα», της είπα ήρεμα.
Μετά έβγαλα το κινητό μου, ψαχούλεψα τον κατάλογο και της έδωσα τον αριθμό του εφεδρικού κινητού που είχε ο μπάρμαν του Βιτόφσκι. Υπολόγισα οτι θα της έπαιρνε γύρω στη βδομάδα για να τον πετύχει.
«Ξαναπές το», μου ζήτησε η κουφάλα, θέλοντας να βεβαιωθεί οτι δεν την κοροϊδεύω.
Το ξαναείπα –μια χαρά.
Πλήρωσα, χαιρετηθήκαμε και χωρίσαμε κάτω από τη βροχή που είχε ξαναρχίσει.

Έφτασα στη γκαλερί της Ομήρου στάζοντας σα γατί που μόλις αναποδογύρισε ενυδρείο. Είχε τρία σκαλιά που οδηγούσαν μια κόκκινη, ξύλινη μασίφ, πόρτα δίπλα από τη μικρή μεταλλική ταμπέλα που έγραφε: «Γκαλερί Χατζηκώστα» με μαύρα επίσημα γράμματα. Υπέθεσα οτι το είχε το μαγαζί από τον πατέρα του ή ακόμα παλιότερα ο τύπος. Και μπήκα μέσα βιαστικά, ψάχνοντας κάπου να καθαρίσω τις λάσπες από τα παπούτσια μου. Υπήρχε ένα πατάκι αλλά κάποιος πρακτικός άνθρωπος το είχε τραβήξει στην αριστερή άκρη της αίθουσας λες και φοβόταν μην περπατήσουν οι πίνακες και λερώσουν τα πλακάκια βγαίνοντας από τη γκαλερί.
«Μην ασχολείστε –γι΄αυτό υπάρχουν οι καθαρίστριες», άκουσα μια φωνή.
Κοίταξα τριγύρω, η αίθουσα ήταν ενιαία, λίγοι πίνακες στους τοίχους και δυο-τρεις εικαστικές κατασκευές στοιβαγμένες στο βάθος. Εκεί στο βάθος υπήρχε κι ένα γραφείο-αντίκα που πρέπει να ζύγιζε ίσα με 500 κιλά, πίσω του καθόταν ένας άντρας περίπου στην ηλικία μου και κάπνιζε πούρο. Ο άντρας μού χαμογελούσε εγκάρδια. Τον πλησίασα.
«Καθίστε –έχετε γίνει μούσκεμα», είπε.
«Θα τα κάνω χάλια όλα εδώ μέσα», μουρμούρισα μαζεμένα.
«Μη σας απασχολεί. Αυτά τα έπιπλα έχουν αντέξει δυο παγκόσμιους πολέμους και 17 βαρύτονους της λυρικής –λίγη υγρασία δεν θα τα βλάψει», ξεκαρδίστηκε με το αστείο του.
Γέλασα κι εγώ. Ο άντρας φορούσε ένα καστόρινο σακάκι πάνω από κάποιο μαύρο μεταξωτό πουκάμισο, όσο βολευόμουν στην πολυθρόνα απέναντί του έσπρωξε με το δεξί του χέρι κάτι γκρίζες μπούκλες που έπεφταν στα μάτια του για να με δει καλύτερα.
«Ψάχνω τον κύριο Βλαδίμηρο Χατζηκώστα», είπα.
«Όχι πια –αφού μόλις τον βρήκες», απάντησε μ΄ ένα βαρύγδουπα κοροϊδευτικό στυλ. «Κι αν επιτρέπεται, είσαι ο;»
«Λούης Πετράς», συστήθηκα.
«Ενδιαφέρον», ψιθύρισε.
«Γιατί;»
«Έτσι –άνευ λόγου», χαμογέλασε. «Λοιπόν κύριε Πετρά, σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος;»
Κοίταξα τριγύρω ψάχνοντας από που να ξεκινήσω την κουβέντα.
«Ήθελα κάποιες πληροφορίες...» άρχισα διστακτικά.
«Μόνο πληροφορίες;»
«Ναι –για αρχή...»
«Ξέρετε κύριε Πετρά, εδώ είναι η δουλειά μου –δηλαδή ζω από αυτό το πράγμα. Πουλάω έργα τέχνης και εισπράττω προμήθεια, έτσι έχει η κατάσταση».
«Το καταλαβαίνω», απάντησα.
«Χαίρομαι. Πείτε μου λοιπόν, τι θα εισπράξω δίνοντάς σας κάποιες πληροφορίες;» χαμογέλασε εγκάρδια ανάβοντας το σβησμένο πούρο του.
«Την ηθική ικανοποίηση οτι με βοηθήσατε», παραδέχτηκα συνεσταλμένα.
Ξεκαρδίστηκε.
«Είστε ιερωμένος κύριε Πετρά;»
«Όχι».
«Θρησκευόμενος ίσως;»
«Ούτε».
«Άρα, γνωρίζετε οτι η ηθική ικανοποίηση δεν πληρώνει τους λογαριασμούς».
«Το γνωρίζω», παραδέχτηκα. «Όπως επίσης γνωρίζω οτι δεν υπάρχει ζωή μετά θάνατον, ούτε Δευτέρα Παρουσία κι όλα τα σχετικά...»
Έβγαλα το πιστόλι και το ακούμπησα απαλά πάνω στο γραφείο του. Εκείνος το κοίταξε σκεφτικά αλλά δεν φάνηκε να τρομάζει.
«Ενδιαφέρον», ξαναείπε.
«Το πιστόλι;» απόρησα.
«Όχι –η διαλεκτική σας δεινότητα», γέλασε.
Άναψα τσιγάρο παρακολουθώντας τον.
«Θέλω να μάθω για την κασέτα με τη Φωτίου και τον Μανιάτη», είπα σιγά.
«Ξεχάσατε τον Κουδουνά» με μάλωσε σε αστείο ύφος.
Χαμογέλασα με τη σειρά μου.
«Δεν τον ξέχασα», είπα.
«Ήμουν σίγουρος», σχολίασε. «Λοιπόν; Πώς ακριβώς θα γίνει; Θα με πυροβολήσετε στο γόνατο για ν΄ αρχίσω να  μιλάω και φεύγοντας δεν θα παραλείψετε να με φιλοδωρήσετε με τη χαριστική βολή;»
«Όλα αυτά έχουν μεγάλη πλάκα για σας απ΄ότι βλέπω...» συμπέρανα.
«Ω μα βέβαια κύριε Πετρά... Άλλωστε τι πιο συνηθισμένο από το να με επισκέπτεται ένας πρώην κατάδικος και να με απειλεί; Κάτι τέτοια μού συμβαίνουν πάνω από 10 φορές την ημέρα –να είστε σίγουρος».
Δεν έβγαινε άκρη έτσι. Έσβησα το τσιγάρο και τον κοίταξα κατάματα.
«Δεν έχω χρόνο», του είπα.
«Κακό αυτό», ψιθύρισε. «Αν και εγώ θα έπρεπε ν΄ αγχώνομαι περισσότερο γι΄αυτή την έλλειψη χρόνου...»
«Έμαθα οτι η κασέτα βρίσκεται στα χέρια σου και ψάχνεις πωλητή...»
«Η καλή μου η Νάγια... δεν μπορεί να κρατήσει το στοματάκι της κλειστό ούτε με τσιρότο», σχολίασε.
«Γι΄αυτό άλλωστε της έδωσες την πληροφορία, για να σου στείλει πελατεία –έχω άδικο;» τον ρώτησα.
«Περνάς τον εαυτό σου γι΄αυτό που θα λέγαμε ‘επιθυμητή πελατεία’;» γέλασε.
«Μαζί με την πελατεία εμφανίζεται κι ο ανταγωνισμός», του υπενθύμισα.
«Εσύ είσαι αυτός;»
«Εγώ... κάποιος άλλος τον οποίο εκπροσωπώ...»
Ξάπλωσε πίσω στην καρέκλα του και με κοίταξε εξεταστικά.
«Δεν εκπροσωπείς κανέναν, απλώς μπλοφάρεις», είπε.
«Από πού το συμπεραίνεις;» ενδιαφέρθηκα να μάθω.
«Είμαι φυσιογνωμιστής –μπορώ εύκολα να ξεχωρίσω ένα τσιράκι από έναν περιπλανώμενο. Άλλωστε, αν εκπροσωπούσες αυτούς που υπονοείς θα ερχόσουν με παρέα, θα έσπαγες ένα τασάκι και θα ζητούσες κατευθείαν την κασέτα...» είπε.
«Χμμμ...» έκανα, απλώς για να πω κάτι.
«Λοιπόν; Θέλεις να μου πεις την ιστορία σου;» έσκυψε συνωμοτικά προς το μέρος μου ο Βλαδίμηρος Χατζηκώστας.
«Χρειάζεται μια ιστορία για να ειπωθεί μια ιστορία...» σχολίασα.
«Πάει καλά», χαμογέλασε εκείνος. «Θα σου πω για τα παιχνίδια που μπορεί να παίζει το πεπρωμένο –πώς σου φαίνεται αυτό;»
Ανασήκωσα τους ώμους
«Ο παππούς μου ήταν εργοστασιάρχης –γνωστό όνομα της προπολεμικής και της μεταπολεμικής Ελλάδας –ήμασταν, αυτό που λέμε, ονομαστή οικογένεια, δεν μας έχεις ακουστά;»
«Δεν κρατάω κατάλογο με τους μαυραγορίτες», του ξεκαθάρισα.
Ξεκαρδίστηκε στα γέλια.
«Ωραίος...» παραδέχτηκε. «Συνεχίζω την ιστορία –όταν ο πατέρας μου κατάλαβε τον κόσμο γύρω του αποφάσισε οτι δεν του άρεσε η πορεία του παππού μου, θέλεις από αντίδραση, θες λόγω τύψεων, πήγε και γράφτηκε στο ΚΚΕ. Έγινε της κακομοίρας όπως καταλαβαίνεις, ακόμα χειρότερα, ο πατέρας μου παντρεύτηκε μια κοπέλα από το κόμμα –μια υπάλληλο σε τυπογραφείο... Όταν γεννήθηκα, ο παππούς μου είχε ήδη αποκληρώσει τον πατέρα μου κι εκείνος με βάφτισε Βλαδίμηρο για να τον πικάρει... Με τη μεταπολίτευση έγινε η αριστερά πολύ της μόδας, ο πατέρας μου εκμεταλλεύτηκε τις γνωριμίες του και την, όποια, αντιστασιακή του δράση στη χούντα για ν΄ανοίξει αυτή τη γκαλερί. Το εργοστάσιο του παππού μου πήγε κατά διαβόλου –είχε, βλέπεις, καταπέσει πολύ ο γέρος και χωρίς διάδοχο έπεσε στα χέρια των αετονύχηδων... Όσο έπεφτε το εργοστάσιο του παππού, τόσο ανέβαινε η γκαλερί –στο τέλος βρέθηκε ο γέρος στην ανάγκη του πατέρα μου, θυμάμαι οτι τον είχαμε στο σπίτι μέχρι που πέθανε, η μάνα μου έφαγε τα χρόνια της να τον φροντίζει γιατί ήταν και πολύ παράξενος ο γέρος. Μια μέρα ρώτησα τον πατέρα μου τι υποχρέωση τού είχε και γιατί δεν τον έβαζε σε κάποιο γηροκομείο να ησυχάσουμε, θυμάμαι τότε οτι είχε απαντήσει: ‘είμαι γιος του, δεν έχει κανέναν άλλο εκτός από μένα’. Πράγμα που με θύμωσε πολύ άσχημα –σκέψου λίγο την κατάσταση... Εκείνος ο γέρος είχε ρημάξει τον πατέρα μου και τώρα ερχόταν αυτός και ρήμαζε εμάς, φέρνοντάς μας τον γέρο μέσα στο σπίτι. Για ποιο λόγο; Για ποιο γαμημένο λόγο θα έπρεπε εμείς να πληρώνουμε την ξεροκεφαλιά τους; Και αυτό το ‘Βλαδίμηρος’ –πήγαινε σχολείο με τέτοιο όνομα, πήγαινε φαντάρος με τους καραβανάδες να σε έχουν στη μπούκα... Γιατί όλα αυτά;» σταμάτησε, με κοίταξε, δεν φαινόταν καθόλου ταραγμένος, περισσότερο έμοιαζε σα να είχε προετοιμάσει μια ομιλία την οποία τώρα εκφωνούσε. «Καταλαβαίνεις λοιπόν οτι δεν είχα καμιά απολύτως επιλογή. Καμιά προοπτική να δω τα πράγματα, αλτρουιστικά, ρομαντικά, ανθρώπινα έστω....»
«Όλη αυτή η ιστορία απλώς για να δικαιολογήσεις το γιατί είσαι κάθαρμα;» γέλασα.
«Όχι. Όλη αυτή η ιστορία για να καταλάβεις το πόσο κάθαρμα είμαι», είπε σιγά.
Άναψε πάλι το πούρο του και έσκυψε στο πλάι του γραφείου. Κανονικά θα έπρεπε να πιάσω το πιστόλι αλλά ήμουν σίγουρος οτι δεν υπήρχε κίνδυνος. Πράγματι –έβγαλε δυο κρυστάλλινα ποτήρια κι ένα μπουκάλι ουίσκι.
«Οι καλές ιστορίες δεν πάνε ποτέ στεγνές», είπε.
Δοκίμασα μια αναμμένη γουλιά ουίσκι –πολύ καλή ποιότητα –ένιωθα την υγρασία να φεύγει από πάνω μου σαν ατμός.
«Λοιπόν», είπα, «από πότε ξέρεις τη Σόνια;»
Χαμογέλασε.
«Πολύ εύστοχη παρατήρηση κύριε Πετρά», είπε.
«Δεν ήταν και τόσο δύσκολο από τη στιγμή που μου διηγήθηκες ολόκληρη ιστορία προκειμένου να δικαιολογήσεις το γιατί πουλάς την παρτούζα μιας πεθαμένης...» παρατήρησα.
«Πράγματι –μου έχει αναφέρει η Σόνια για σένα. Απλώς δεν περίμενα να έρθεις τόσο γρήγορα, θα πρέπει να είσαι πολύ κολλημένος μαζί της ακόμα...»
Έσκυψα προς το μέρος του.
«Δε νομίζεις οτι παρατράβηξε το σαβουάρ βιβρ;»  του σφύριξα.
«Ήρεμα κύριε Πετρά», διαμαρτυρήθηκε. «Η Σόνια ήρθε σε επαφή μαζί μου μέσω μέιλ –μού πρότεινε να διαχειριστώ την πώληση της κασέτας για λογαριασμό της, με εχεμύθεια πάντα... Φυσικά θα εισπράξω το ποσοστό μου, αναλόγως της τιμής πώλησης...»
«Και πού σε ήξερε η Σόνια;»
«Κύριε Πετρά σε είχα για έξυπνο άνθρωπο», έκανε κοροϊδευτικά. «Όλη η πιάτσα με ξέρει –δεν είμαι κανένας τυχαίος».
«Εντάξει. Και πώς έγινε η δουλειά;»
«Δεν έγινε ακόμα καμιά δουλειά. Δεν έχω την κασέτα, απλώς διαχειρίζομαι την πώλησή της. Όταν φτάσω σε κάποια τιμή την οποία θα θεωρήσω συμφέρουσα, θα ειδοποιήσω τη Σόνια να κάνει την αποστολή –αφού φροντίσω να μεταφερθούν τα χρήματα στον λογαριασμό της...»
«Θέλεις να πεις οτι είσαι ένας απλός μεσάζοντας;» ρώτησα.
«Όσο κι αν αυτό πληγώνει τη ματαιοδοξία μου, θα πρέπει να το παραδεχτώ», έκανε σκύβοντας δήθεν ταπεινά το κεφάλι.
«Θα ήθελα να δω τα μέιλ της Σόνιας. Όλα τα μέιλ», είπα.
Κοίταξε το πούρο του, αμφιταλαντεύτηκε αλλά τελικά το άφησε σβηστό στο τασάκι.
«Πες μου έναν λόγο γιατί να στα δείξω», μουρμούρισε κοιτάζοντάς με κατάματα –αυτός ο άνθρωπος ήταν πραγματικά αχαρτογράφητος.
Έδειξα το πιστόλι μη έχοντας άλλο επιχείρημα.
«Βλακείες κύριε Πετρά. Μόνο οι ηλίθιοι καταφεύγουν στη βία όταν έχουν κι άλλες επιλογές», είπε.
«Άλλες επιλογές;» έκανα σα χάνος.
«Όπως ας πούμε κάποια συνεργασία μεταξύ μας... Η οποία και θα σας εξασφάλιζε πρόσβαση στις πληροφορίες που διαθέτω αλλά και θα με βοηθούσε να σιγουρευτώ οτι η δουλειά με την κασέτα θα γίνει όπως πρέπει...»
«Αν καταλαβαίνω καλά, προτείνεις να πάω να βρω τη Σόνια και να της πάρω την κασέτα».
«Να φροντίσεις να σταλεί –όχι να την πάρεις. Αν βέβαια δεν δείξει προθυμία να στη στείλει κι εφόσον έχει πάρει τα χρήματα...»
Άναψα τσιγάρο, έσπρωξα το άδειο ποτήρι προς το μέρος του για να το ξαναγεμίσει.
«Πόσα;» τον ρώτησα.
«Δεν είμαι τόσο ηλίθιος ώστε να σε πληρώσω για να κάνεις αυτό που ήδη θέλεις κύριε Πετρά», μου ξεκαθάρισε.
«Λέγε με Λούη», του ζήτησα.
«Θα πρέπει πρώτα να πάρω κάποια απάντηση κύριε Πετρά. Καθώς και μια ιστορία την οποία ακόμα χρωστάς...»
«Νομίζω οτι την ιστορία στην έχει πει ήδη η Σόνια», είπα.
«Θα ήθελα ν΄ακούσω και τη δική σου άποψη...»
«Συμφωνεί απολύτως με αυτή της Σόνιας».
«Έτσι λοιπόν... Είσαι δηλαδή ένα βαθύτατα ηθικό παλιοτόμαρο –κάπως έτσι σε περιέγραψε η Σόνια».
Κούνησα τους ώμους αδιάφορα.
«Μια τελευταία ερώτηση κύριε Πετρά.... Αληθεύει οτι υπάρχει κι άλλο αντίγραφο της κασέτας;»
Έσβησα το τσιγάρο.
«Βρες το και πάρτο», του απάντησα.
Γέλασε.
«Ξέρεις όμως οτι μπορώ να το βρω...»
«Για να το λες, έτσι θα είναι», έκανα αδιάφορα.
Τράβηξε την καρέκλα του στο πλάι, άνοιξε ένα πανάκριβο λάπτοπ διαστάσεων τσιγαρόχαρτου, έψαξε για λίγο και μετά άκουσα τον εκτυπωτή να δουλεύει.
«Ας γίνει έτσι...» μουρμούρισε.
Μετά έπιασε κάτι τυπωμένα φύλλα και μου τα έδωσε.
«Με την ησυχία σου», είπε.
Άρχισα να διαβάζω –κάποια ταχυπαλμία διαρκώς αυξανόμενη.
«κύριε Χατζηκώστα,
θέλω να σας πληροφορήσω οτι έχω στα χέρια μου την κασέτα Φωτίου-Μανιάτη-Κουδουνά για την οποία έγινε κάμποσος ντόρος τελευταία. Ένας άνθρωπος είναι στη φυλακή γι΄αυτή την κασέτα, το όνομά του είναι Λούης Πετράς, έχω βάσιμες υποψίες οτι σύντομα θα αποφυλακιστεί και, αν όλα πάνε όπως τα υπολογίζω, θα σας επισκεφτεί για να με αναζητήσει. Το συμφέρον μου και κοινό μας συμφέρον εφόσον τελικά συνεργαστούμε επιτάσσει να μην με βρει ο συγκεκριμένος άνθρωπος»
Άφησα το χαρτί στην άκρη κι έπιασα το επόμενο:
«Με λένε Σόνια, θα επικοινωνήσω μαζί σας σύντομα».
Το επόμενο χαρτί:
«Βλαδίμηρε, σου στέλνω το λινκ από το απόσπασμα που λέγαμε. Φρόντισε....»
Το επόμενο χαρτί:
«Θα σου δώσω τον λογαριασμό κατάθεσης όταν μου δώσεις τα στοιχεία αποστολής του πελάτη. Έχε το νου σου για τον Πετρά... Είναι επικίνδυνος για όλους μας».
Το επόμενο χαρτί:
«Ναι, το διάβασα. Αν πιστεύεις οτι έτσι θα βρούμε πελάτες θα το δεχτώ. Εσύ ξέρεις καλύτερα. Ανυπομονώ να τα ξαναπούμε, όταν όλα θα είναι πιο ήσυχα».
Άφησα τα χαρτιά στο γραφείο.
«Δεν τύπωσες τα δικά σου μέιλ», παρατήρησα.
«Δεν θα βοηθούσαν ιδιαίτερα –όπως κατάλαβες έχουμε μιλήσει και τηλεφωνικά...» απάντησε.
«Εντάξει. Και πού είναι η Σόνια;»
Σήκωσε τους ώμους αδιάφορα.
«Δεν σκότωσα εγώ τη Φωτίου αλλά κατόρθωσα να βρω την κασέτα –την πήραμε μαζί με τη Σόνια όμως διαφωνήσαμε. Εκείνη ήθελε να την πουλήσουμε, εγώ πάλι όχι... Ίσως να είχε δίκιο σε τελική ανάλυση –πάντως δεν προλάβαμε να το συζητήσουμε πολύ γιατί με πιάσανε οι μπάτσοι...» άρχισα να λέω την ιστορία μου.
«Πώς έγινε αυτό;»
«Είχα πάει να πάρω ένα πλαστό διαβατήριο...»
«Άρα, κάποιος σε κάρφωσε».
«Μπορεί...»
«Η Σόνια;»
«Μπορεί...»
«Και τώρα την ψάχνεις για ποιον ακριβώς λόγο;»
«Δεν ξέρω –όταν τη βρω όμως θα καταλάβω...»
«Αν σε κάρφωσε;»
«Όχι –τι σημασία έχει; Απλώς θα καταλάβω....»
«Αν μπορείς να τη σκοτώσεις μένοντας πιστός στην ηθική σου ή να τα ξεχάσεις όλα σαν ηλίθιος ερωτευμένος μέχρι την επόμενη φορά που θα σου ξανακάνει τη στραβή....»
«Κάπως έτσι», παραδέχτηκα.
«Εντάξει –με βολεύει», είπε.
«Είσαι σίγουρος;» απόρησα. «Κι αν επιλέξω να τα ξεχάσω όλα και να ζήσω ευτυχισμένος μαζί της με τα λεφτά του πελάτη σου;»
«Κανένας δεν μπορεί να ξεπεράσει δυο ηθικά αναχώματα ταυτόχρονα, Λούη», ψιθύρισε συνωμοτικά. «Ακόμα κι αν σε ψήσει η κυρία οτι το καλύτερο θα ήταν να πουλήσει την κασέτα –κάτι για το οποίο δεν αμφιβάλλω, κρίνοντας από τις μεταξύ μας συνομιλίες – δεν θα μπορέσει να σε πείσει και να μου τη φέρεις. Αναχώματα, η ηθική φτιάχνει αναχώματα φίλε μου. Και η Σόνια είναι έξυπνη –θα πάρει αυτό που της δίνεται, δεν θα ζητήσει το απόλυτο με κίνδυνο να αγοράσει δυο μέτρα χώμα... Βέβαια, ίσως κάπου μέσα της να σε θεωρεί αναγκαίο κακό, ίσως να βλαστημάει την ώρα και τη στιγμή που την ανακάλυψες –αλλά αυτό θα της βγει σε καλό μακροπρόθεσμα. Η συναλλακτική πίστη πάντα ανταμείβει, Λούη».
«Να υποθέσω λοιπόν οτι σιγουρεύτηκες πως θα κάνω τη δουλειά σου», είπα.
Χαμογέλασε δίνοντάς μου το χέρι του. Πρόσεξα οτι το μικρό του δάχτυλο έλειπε. Προσπάθησα να μην καρφωθώ, έσφιξα το χέρι του αδέξια –με κατάλαβε.
«Αυτή είναι μια ιστορία που θα σου πω άλλη φορά –άλλωστε, όπως κι εσύ παραδέχτηκες, χρειάζεται μια ιστορία για να ειπωθεί μια ιστορία», χαμογέλασε.
«Εντάξει», είπα. «Ας προχωρήσουμε».
«Η Σόνια είναι κάπου στην Κόστα Ρίκα –αυτό το βρήκα πανεύκολα, από τον σέρβερ μέσω του οποίου αλληλογραφούμε. Το κακό βέβαια είναι οτι στις μικρές χώρες δεν είναι εύκολος ο ακριβής εντοπισμός, απ΄όπου κι αν μπαίνεις σε δείχνει στο Σαν Χοσέ... Ίσως κιόλας να πηγαίνει στο Σαν Χοσέ για να στείλει τα μέιλ της...»
«Τα τηλεφωνήματα δεν τα έψαξες;»
«Σαφέστατα. Μια από τα ίδια –Σαν Χοσέ... Αλλά το θέμα είναι οτι έχουμε καιρό να μιλήσουμε στο τηλέφωνο, θα μπορούσε να έχει μετακινηθεί....»
«Εντάξει», είπα. «Άρα θα πρέπει να πάω εκεί πέρα...»
«Κάπως έτσι», παραδέχτηκε.
«Και μετά;»
Κούνησε το κεφάλι ανυπόμονα.
«Ακολουθείς το ένστικτό σου –έχω ακούσει οτι οι ερωτευμένοι διαθέτουν κάτι τέτοιο...»
Γέλασα.
«Εντάξει –μέχρι να πας θα έχω βρει αγοραστή. Άρα, με κάποιο τρόπο θα την αναγκάσω να βγει στο ξέφωτο...» συμπλήρωσε για να με καθησυχάσει.
Στράγγιξα το ουίσκι από το ποτήρι μου και μάζεψα το όπλο από το γραφείο του. Άναψα ένα τελευταίο τσιγάρο.
«Πότε φεύγω;» τον ρώτησα.
«Πότε μπορείς;»
«Αύριο κιόλας. Αν και έχω ένα θεματάκι ακόμα με το διαβατήριο...»
«Εννοείς οτι...»
«Ακριβώς. Θα κακοφανεί πολύ στους μπάτσους αν βλέπουν από τη μια την κασέτα να πουλιέται κι από την άλλη εμένα να την κοπανάω. Ίσως κιόλας να έχουν πάρει τα μέτρα τους...»
«Λύνεται», είπε και σηκώθηκε κάνοντάς μου νεύμα να τον ακολουθήσω. Περάσαμε δίπλα από κάτι κρεμασμένους πίνακες, κοντοστάθηκε.
«Κοίτα εδώ, Λούη», μου έδειξε έναν πίνακα μεσαίων διαστάσεων.
Πλησίασα πιο κοντά. Στο κάτω μέρος του πίνακα ήταν ζωγραφισμένο κάτι που έμοιαζε με σκιά ανθρώπου ο οποίος περπατούσε καμπουριασμένος. Υπήρχε μάλλον κι ένα ολόκληρο σκηνικό –άδειοι δρόμοι, φανάρια ή κάτι τέτοιο αλλά δεν μπορούσες να τα δεις καθαρά επειδή από το πάνω μέρος είχαν τρέξει οξειδωτικά υγρά και είχανε φάει τη μπογιά, σε δυο σημεία μάλιστα φαινόταν το πανί του καμβά. Τα οξειδωτικά υγρά σχηματίζανε κάτι που έμοιαζε με ανατολή ηλίου ή έκρηξη (δεν μπορούσα να καταλάβω) στο κέντρο του πίνακα.
«Πώς σου φαίνεται;» με ρώτησε ο Βλαδίμηρος.
«Καλό», είπα.
«Μόνο καλό;»
«Δε γουστάρω τα συναισθήματα όταν είναι κρεμασμένα σε τοίχους», απάντησα.
Με κοίταξε με ενδιαφέρον.
«Ο πίνακας λέγεται: Πάντα επιστρέφουν», είπε. «Σαν τους δολοφόνους στον τόπο του εγκλήματος –κάπως έτσι... Το θέμα είναι ποιοι; Οι σκιές ή οι οξειδωτικές ουσίες;»
«Δεν κάνει διαφορά», είπα. «Όταν βρεθείς εκεί δεν έχει καμιά σημασία...»
Χαμογέλασε.
«Μου αρέσει η άποψή σου. Έχω αυτόν τον πίνακα κοντά 5 χρόνια και δεν τον αγοράζει κανένας. Νομίζω οτι πρόκειται για το καλύτερο έργο της δεκαετίας...»
«Εσύ ξέρεις», μουρμούρισα.
«Ναι, εγώ ξέρω –αλλά δυστυχώς, μόνο εγώ», ξεκαρδίστηκε στα γέλια. «Ούτε καν αυτός που το΄ φτιαξε...»
«Ή αυτή», είπα.
«Λες δηλαδή οτι το έχει κάνει γυναίκα;» με κοίταξε όλο ενδιαφέρον.
«Μπορεί...»
«Πώς σου ήρθε αν επιτρέπεται να ρωτήσω;»
«Τα οξειδωτικά υγρά...»
«Δηλαδή;»
«Αυτό. Και το γεγονός οτι η σκιά είναι ο κακός που επιστρέφει...»
Με χτύπησε στην πλάτη χωρίς να πει κουβέντα και μετά άνοιξε μια εντοιχισμένη πόρτα εκεί δίπλα. Περάσαμε σ΄ένα χώρο που έμοιαζε με λίγο απ΄ όλα. Αποθήκη, στούντιο, γαμιστρώνας...
«Κάτσε λίγο ακίνητος εδώ πέρα», μου έδειξε.
Μετά πήγε πίσω από μια μηχανή στημένη σε τριπόδι κι άρχισε να τραβάει φωτογραφίες.
«Αύριο το απόγευμα περνάς και σου δίνω το διαβατήριό σου. Εταιρικό –έχεις καμιά προτίμηση σε εθνικότητα;» με ρώτησε.
«Υπάρχει τίποτα σε αγγλόφωνο;» ζήτησα.
Με κοίταξε από πάνω ως κάτω.
«Καναδός –σου κάνει;»
«Μοιάζω εγώ για Καναδός;» απόρησα.
«Γιατί; Πώς είναι οι Καναδοί;» γέλασε.
«Ξέρω ΄γω...» έκανα.

Όταν βγήκα από τη γκαλερί η βροχή είχε σταματήσει και ένας πελώριος ήλιος θα τύφλωνε τον κόσμο αν δεν ήταν προχωρημένο απόγευμα –από εκείνα που ο ήλιος προτιμάει να αποφεύγει. Είχα ένα εισιτήριο να με περιμένει και μια γυναίκα να ανησυχεί –αυτά όσο να πεις, είναι καλοί λόγοι για να βλέπεις τη ζωή με άλλο μάτι.





2 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Afrikanos είπε...

οκ...μπαίνω στο νόημα σγά-σγά...;)

The Motorcycle boy είπε...

'σαι πονηρός γι΄αυτό, χεχεχε.

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι