Τρίτη, Ιουλίου 31, 2012

8. «Καλωσήρθα αγαπούλα»

Προηγούμενα:


Πέρασα την πρώτη μέρα ψάχνοντάς την άτσαλα. Μπαινόβγαινα στα μικρά ξενοδοχεία όπου κανένας δεν έμοιαζε πρόθυμος να τη θυμηθεί, έπινα εξωτικές μαρμελάδες που τις πουλάγανε για αλκοολούχα ποτά πιάνοντας την κουβέντα με τους μπάρμαν –κανένας δε φαινόταν να την ξέρει. Μοντεζούμα, ένα χωριό γεμάτο Ευρωπαίους και άδειο από ανθρώπους –όλοι μοιάζανε να έχουν κάτι να κρύψουν ή κάπου να κρυφτούν. Η βαλίτσα μου κόντεψε να σκιστεί μουλιασμένη από τις τροπικές πεντάλεπτες καταιγίδες μέχρι που αποφάσισα να βρω κάποιο κατάλυμα. Πράγμα δύσκολο γιατί στο χωριό τα πάντα μοιάζανε νοικιασμένα για πάντα.

Κατέληξα σ΄ένα δωμάτιο της πυρκαγιάς, στον πρώτο όροφο ενός σπιτιού, με θέα τη φασαριόζικη αγορά. Μου το νοίκιασε φτηνά η Λέιντι, μια φτιασιδωμένη εξηντάρα που φαινόταν να είχε γνωρίσει περίεργες νύχτες στα νιάτα της.
«Φίλιπ», της συστήθηκα δίνοντας το χέρι μου μαζί με είκοσι δολάρια για προκαταβολή.
«Λέιντι», μου χαμογέλασε.
«Λέιντι –τι;» αναρωτήθηκα.
«Λέιντι σκέτο. Αυτό είναι το όνομά μου», είπε.
Το δέχτηκα.
«Τακτοποίησε τα πράγματά σου και κατέβα για ένα μοχίτο», μου πρότεινε.
Φυσικά.

Το δωμάτιο ήταν αποπνικτικό –ένα παράθυρο χωρίς τζάμια, οι γρίλιες του σπασμένες κι επιδιορθωμένες, ο ανεμιστήρας με κόντρα πλακέ επένδυση και κορδονάκι πάνω από το διπλό κρεβάτι, ένα ροζ φωτιστικό στο κομοδίνο. Χώθηκα κάτω από το σκουριασμένο ντους για να διώξω την υγρασία, ντύθηκα παραθεριστικά, ξυρίστηκα και κατέβηκα στο σαλονάκι της Λέιντι στο ισόγειο. Το ποτό με περίμενε, θολό από τη ζάχαρη, με τα φύλλα δυόσμου να ξεχειλίζουν. Κάθισα χαζεύοντας κάτι παλιές φωτογραφίες.
«Εγώ είμαι εκεί», ακούστηκε η φωνή της Λέιντι πίσω από την πλάτη μου.
Κούνησα το κεφάλι όσο εκείνη καθόταν στον καναπέ απέναντί μου.
«Υπήρξα όμορφη γυναίκα», μελαγχόλησε αυτάρεσκα.
Συμφώνησα.
«Από πού είσαι;»
«Από τον Καναδά».
Με κοίταξε προσεκτικά.
«Δεν ζεις στον Καναδά πάντως...» αποφάνθηκε.
«Όχι. Ταξιδεύω σε όλο τον κόσμο με τη δουλειά μου...»
Δεν της άρεσε η απάντηση αλλά δεν σχολίασε κάτι.
«Κι εδώ ήρθες για δουλειά;»
«Όχι. Διακοπές».
Χαμογέλασε και άναψε ένα μακρύ τσιγάρο με λευκό επιστόμιο.
«Αγαπητέ μου, είναι καλύτερο να μην απαντάς από το να λες ψέματα –τουλάχιστον δεν με προσβάλεις», είπε μαλακά.
«Τι εννοείς;» μαζεύτηκα.
«Οτι εδώ δεν έχεις έρθει για διακοπές. Αν ήταν έτσι δε θα γύρναγες όλα τα ξενοδοχεία της περιοχής και δεν θα γινόσουν μούσκεμα από τις καταιγίδες...»
Έσκυψα το κεφάλι –περπατημένη γυναίκα.
«Κι εσύ πώς το ξέρεις;»
Χαμογέλασε καλόκαρδα.
«Ζω στο Μοντεζούμα 30 χρόνια», με προειδοποίησε.
«Τότε ίσως να μπορείς να με βοηθήσεις...»
Ξεκαρδίστηκε.
«Το ήξερα οτι κάτι ήθελες να μάθεις, γι΄αυτό σε κάλεσα για ποτό», πανηγύρισε. «Μίλα στη Λέιντι...»
«Ψάχνω μια γυναίκα...» ξεκίνησα.
«Ελληνίδα, ψηλή, με μακριά μαλλιά, αδύνατη...» μουρμούρισε.
Σταμάτησα.
«Μου τα πρόλαβε ο ρεσεψιονίστ του Πάλας», εξήγησε.
Κούνησα το κεφάλι.
«Κι όταν τη βρεις;» με ρώτησε.
«Δεν ξέρω...» είπα. «Θα φύγω μαζί της, ή θα μείνω μαζί της, ή θα φύγω μόνος μου... Αυτό το τελευταίο είναι το πιθανότερο...»
Χαμήλωσε τα μάτια.
«Καλή τύχη τότε», μου ευχήθηκε. «Έρχεται πολύς κόσμος εδώ –κυρίως Ευρωπαίοι. Η γυναίκα που ψάχνεις δεν μου θυμίζει κάτι συγκεκριμένο...»
«Φοράει ένα κατακόκκινο αδιάβροχο», έκανα μια τελευταία προσπάθεια.
«Τα μάτια μου δεν είναι τόσο γερά όσο ήταν παλιά....» παραπονέθηκε.
«Εντάξει», έκανα απογοητευμένος. «Μπορείς ίσως να με βοηθήσεις και διαφορετικά. Ξέρεις κάποιο μαγαζί που συχνάζουν όσοι θέλουν να αποφύγουν την πολυκοσμία;»
«Υπάρχουν κάποια μπαρ...»
«Με πρόσβαση στο ίντερνετ;»
Σήκωσε ανήμπορα τους ώμους.
«Δεν τα ξέρω αυτά τα πράγματα», είπε.
«Εντάξει, θα το ψάξω εγώ...»
Έσκυψε για να σβήσει το τσιγάρο της στο τασάκι.
«Το Μοντεζούμα χωρίζεται σε δυο πλευρές. Αριστερά του λιμανιού, εδώ που είμαστε, υπάρχουν τα πολυσύχναστα μέρη, η παραλία είναι γεμάτη μπιτς μπαρ... Δεξιά είναι τα πιο ερημικά –αν πας εκεί φεύγεις από τη θάλασσα και πλησιάζεις τη ζούγκλα...»
«Ζούγκλα;»
«ΟΚ –δεν είναι ακριβώς ζούγκλα –κάτι λίγα πιθήκια, μερικά κάιμαν μέσα στον βάλτο... Κάπως έτσι...»
Κούνησα το κεφάλι.
«Εκεί είναι οι βίλες και τα πλουσιόσπιτα. Δεν πάει πολύς κόσμος επειδή κάποια σπίτια έχουν φρουρούς και είναι εύκολο να μπερδευτείς στα μονοπάτια... Πάντως υπάρχουν λίγα ακριβά μαγαζιά –εστιατόρια κυρίως, αλλά σερβίρουν και ποτό...»
Τέλειωσα το μοχίτο μου νιώθοντας το καραμελωμένο αλκοόλ να μου λασπώνει το κεφάλι, σηκώθηκα.
«Ευχαριστώ για τη βοήθεια», της είπα.
«Οι άνθρωποι εκεί πέρα θέλουν την ησυχία τους», με προειδοποίησε.
«Εντάξει», μουρμούρισα. «Κι εγώ αυτό θέλω. Την ησυχία τους...»

Πάτησα ράθυμα το λασπωμένο πεζοδρόμιο –η ώρα 6 το απόγευμα κι ο ήλιος να καίει δολοφονικά –υπολόγισα οτι θα μπορούσα να καλύψω τη διαδρομή χωρίς ενδιάμεσες στάσεις για ανασύνταξη δυνάμεων. Κάτι ξεβράκωτα πιτσιρίκια κοπανάγανε ένα μπαλάκι με μισοσπασμένα ρόπαλα του μπέιζμπολ, πέρασα δίπλα τους κι ούτε ενοχλήθηκαν από την παρουσία μου, το μπαλάκι σφύριξε πριν σκάσει είκοσι πόντους από τα παπούτσια μου. Έσκυψα, το έπιασα και το πέταξα στο μακρινότερο ρόπαλο, ο πιτσιρικάς άλλαξε στάση, έπιασε το μπαλάκι στον αέρα αντί να το χτυπήσει και μ΄ έβρισε –έτσι τουλάχιστον φάνηκε από το ύφος του. Παιδιά...
Άφησα πίσω μου το λιμάνι και τη βρώμα του, βρέθηκα σε πιο τακτοποιημένα σοκάκια Κάτι θωρακισμένα τζιπ περνάγανε σηκώνοντας λάσπες, χρειάστηκε πολλές φορές να κολλήσω σε τοίχους σπιτιών για να μη με πάρουν μαζί τους. Όσο προχωρούσα τόσο βυθιζόμουν σε μια απόκοσμη ησυχία. Δεν ήμουν εξοικειωμένος αλλά ένιωσα οτι αυτή θα πρέπει να ήταν η φύση... Ο λασπωμένος χωματόδρομος διακοπτόταν από φοινικόδεντρα για να ξαναρχίσει αμέσως μετά –δεν έμοιαζε να οδηγεί κάπου. Η αίσθηση οτι χάθηκες σ΄ένα μέρος στο οποίο δεν έπρεπε να βρίσκεσαι και σπίτια-φρούρια τριγύρω, άνθρωποι με κομμένες φανέλες να σε κοιτάζουν καχύποπτα. Όσες φορές προσπαθούσα να πάω προς το μέρος τους εξαφανίζονταν βιαστικοί, χαμογελούσα αμήχανα και προχωρούσα λοιπόν –με τον ιδρώτα να στάζει στο μέτωπό μου.
Ξεχώρισα κάτι χαμηλά σπίτια χωρίς περίφραξη και πήγα κατά κει –ήταν κυρίως μικρομάγαζα, άδεια από κόσμο. Μπήκα στο πρώτο.
«Ξέρεις που μπορώ να πιω έναν καφέ;» ρώτησα τον πιτσιρικά που ψιλοκοιμόταν σε μια καρέκλα.
Ανακλαδίστηκε, με κοίταξε προσεκτικά πριν μιλήσει.
«Καφέ; Στο λιμάνι», είπε.
«Εδώ κοντά δεν έχει τίποτα;» ρώτησα.
«Έχει. Το λιμάνι», ξαναείπε.
Βγήκα έξω τσαντισμένος. Δοκίμασα το επόμενο μαγαζί και μετά το μεθεπόμενο. Κανένας δεν έδινε πληροφορίες –κοίταζαν μονάχα πίσω από την πλάτη σου και βιάζονταν να σε διώξουν. Όταν βγήκα από το τέταρτο ή το πέμπτο μαγαζί κατάλαβα οτι με παρακολουθούσαν.

Ένας ψηλός, ξερακιανός τύπος με καπέλο καβουράκι και γκρι πουκάμισο μπαινόβγαινε στα μαγαζιά πίσω μου, προσπαθώντας να συγχρονίσει την κίνησή του με τη δική μου. Εντάξει –αυτόν τον είχα, υπήρχαν άραγε κι άλλοι; Μπήκα στο επόμενο μαγαζί, βρήκα ένα ξεχαρβαλωμένο τραπέζι και κάθισα.
«Μια μπύρα», ζήτησα από τη χοντρή που καθάριζε άγουρες μπανάνες στο βάθος. Σήκωσε το κεφάλι της, με κοίταξε και βιάστηκε να χωθεί πίσω από μια κουρτίνα με χάντρες.
Έβγαλα τα τσιγάρα μου, κοίταξα προς τα έξω –το καβουράκι χάζευε κάτι παρεό που είχαν απομείνει να ξεθωριάζουν κρεμασμένα έξω από ένα ακόμα ψευτομάγαζο. Ανάψαμε μαζί τσιγάρο.
Από την κουρτίνα με τις χάντρες πετάχτηκε ένας κοιλαράς αξύριστος.
«Τι θέλει ο κύριος;» με ρώτησε καθώς στηνόταν πάνω από το κεφάλι μου.
«Μια μπύρα», είπα.
«Δεν έχουμε», απάντησε.
«Κι αυτά εκεί στο ψυγείο τι είναι;» επέμεινα.
«Μπύρες», παραδέχτηκε.
«Ωραία. Φέρε μου μία».
«Δεν πουλάμε. Τις θέλουμε για μας».
«Εντάξει ρε άνθρωπε –δεν θα σας λείψει...» διαμαρτυρήθηκα.
«Σήκω φύγε...» μούγκρισε ο κοιλαράς.
Το σκέφτηκα λίγο. Κοίταξα έξω –το καβουράκι μάς είχε γυρισμένη την πλάτη –μια χαρά θα μ΄ έπαιρνε να ρίξω μερικές γρήγορες στον σαπιοκοιλιά και να την κοπανήσω. Ή μπορεί και όχι...

Σηκώθηκα, τον πλησίασα προσπαθώντας ν΄ αντέξω την ιδρωτίλα που ανέδυε.
«Νομίζεις οτι είσαι κάτι;» τον ρώτησα.
Με κοίταξε μισοκλείνοντας τα μάτια –μπερδεμένος ανάμεσα στο να απαντήσει ή να με κοπανήσει. Θα προτιμούσα το δεύτερο αλλά δεν τσίμπησε.
«Φύγε», ξαναείπε γυρίζοντάς μου την πλάτη.
Βγήκα έξω, το καβουράκι με πήρε γραμμή –συνεχίσαμε τη βόλτα μας παρεούλα. Προσπέρασα κάτι πλαστικές καρέκλες, δεν έκανα τον κόπο να μπω σε άλλο χαμόσπιτο γιατί είδα μπροστά, στα 200 μέτρα, ένα πολυτελές εστιατόριο με πισίνα, υπαίθριο μπαρ και δε συμμαζεύεται. Χώθηκα εκεί μέσα σχεδόν τρέχοντας και κάθισα σ΄ένα τραπέζι δίπλα στη τζαμαρία. Το καβουράκι προσπέρασε το μέρος στο εντελώς αδιάφορο και χάθηκε από το οπτικό μου πεδίο. Ένας μουλάτος με παπιγιόν και φρεσκοσιδερωμένο λευκό πουκάμισο ήρθε γρήγορα.
«Ο κύριος;» ρώτησε.
«Μια μπύρα», είπα.
«Το μπαρ δεν έχει ανοίξει ακόμα», με πληροφόρησε.
Κοίταξα τριγύρω –δυο ζευγάρια και μια παρέα από γυναίκες περιδρομιάζανε.
«Εντάξει –ένα φιλέτο και μια σαλάτα», παράγγειλα.
Το γκαρσόνι ζορίστηκε αλλά δεν είχε και πολλές επιλογές.
«Μάλιστα», είπε κατσούφικα.
«Και μια μπύρα», συμπλήρωσα.
Το γκαρσόνι έφυγε χωρίς άλλη κουβέντα.
«Να σου πω», τον ξαναφώναξα όταν είχε κάνει πέντε-έξι βήματα.
Ξαναγύρισε.
«Μπορείς να μου φέρεις ένα μοχίτο μέχρι να ετοιμαστεί το φαγητό μου;»
«Βεβαίως», μούγκρισε μέσα από τα δόντια του.

Καθόμουν λοιπόν εκεί πέρα, στο καλοστρωμένο τραπέζι μου, με θέα τον λασπωμένο δρόμο και προσπαθούσα να μυρίσω το άρωμά της. Την παρουσία της, κάτι που να προδίδει οτι βρέθηκε κάποτε εδώ μέσα, παράγγειλε το ποτό της, μίλησε με διάφορα κορόιδα... Το μοχίτο ήταν μια χαρά αλλά δε με βοήθησε να την εντοπίσω, όταν ήρθε το φαγητό δεν μπορούσα να κατεβάσω ούτε μπουκιά –έκοβα το κρέας σε μικρά κομμάτια και τα τακτοποιούσα περιμετρικά στο πιάτο. Δυο καργιόληδες μπήκαν στο μαγαζί –κοίταξαν προς το μέρος μου πριν καθίσουν στην απέναντι γωνία, αυτοί είχαν έρθει για μένα. Τους έκοψα στα ίσα, δεν μου άρεσαν καθόλου –έβλεπα τα όπλα τους να φουσκώνουν κάτω από τα ανοιχτά πουκάμισα. Το γκαρσόνι πήγε να τους πάρει παραγγελία με ύφος που σφύραγε από μακριά οτι πρόκειται περί μπάτσων. Τι διάολο –δεν είχα προλάβει ακόμα να φτάσω... Αλλά πάλι, το ήξερα το κόλπο –σε τέτοια μέρη οι μπάτσοι φυλάνε τους πλούσιους και διώχνουν τους περίεργους.

Άναψα τσιγάρο προσπαθώντας να εκτιμήσω την κατάσταση. Δεν υπήρχε περίπτωση να ζητήσω πληροφορίες για τη Σόνια, δεν ήταν μονάχα οι μπάτσοι –έφταιγε το όλο κλίμα. Ήμουν παρείσακτος και όλοι τους έψαχναν ευκαιρία να μου το δείξουν –από τα γκαρσόνια μέχρι τους γλίτσηδες στα μικρομάγαζα. Κοίταξα προς την παρέα των γυναικών που είχαν τελειώσει το φαγητό τους, μια από αυτές, μια ξανθούλα με χίπικο ντύσιμο φαινόταν να με παρακολουθεί. Δεν ήταν άσχημη γκόμενα, την έκοβα για πενηντάρα, με κοίταζε στα κλεφτά και ψιθύριζε στις φιλενάδες της. Σήκωσα τη μπύρα μου, τη χαιρέτησα χαμογελαστός αλλά εκείνη βιάστηκε να κοιτάξει αλλού. Αδιέξοδο –ξένος σε ξένη πόλη. Οι μπάτσοι κάνανε αυτό το ηλίθιο κόλπο, οτι και καλά μιλούσε ο ένας στον άλλο, μόνο που ο άλλος απαντούσε άσχετα και παρακολουθούσε κάθε μου κίνηση. Δεν έβγαινε άκρη εδώ πέρα. Έκανα νόημα στο γκαρσόν για το λογαριασμό, πλήρωσα ένα σκασμό λεφτά και φυσικά δεν άφησα πουρμπουάρ. Πήγα προς την πόρτα με αργά βήματα.

Όταν άνοιξα την πόρτα είδα το καβουράκι να στέκεται στην απέναντι πλευρά του δρόμου με τα χέρια σταυρωμένα. Μου χαμογελούσε λες και είχαμε κάνει μαζί φαντάροι. Έκανα μισή στροφή για να φύγω αλλά τότε βγήκαν οι δυο τύποι από το μαγαζί και με πλεύρισαν.
«Αστυνομία, ελάτε μαζί μας», είπε ο ένας.
Ο άλλος απλώς καθόταν και περίμενε να κάνω τη μαλακία.
Δεν την έκανα.

Το καβουράκι διέσχισε τον δρόμο για να μας συναντήσει. Οι άλλοι δύο με πήγαιναν συνοδεία χωρίς όμως να με αγγίζουν –ήμασταν μια ευχάριστη παρέα παλιών συμμαθητών ή κάτι τέτοιο. Με χώσανε σ΄ένα σαραβαλιασμένο αυτοκίνητο που είχαν κρύψει εκεί κοντά και φύγαμε σφαίρα πετώντας λάσπες. Το καβουράκι καθόταν μπροστά με τον οδηγό –γύρισα στον διπλανό μου.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησα.
«Θα τα πούμε στο Τμήμα», μουρμούρισε.

Το Τμήμα ήταν μέσα στο λιμάνι –ένα διώροφο κτίριο με σημαία απέξω και μπαλκόνι στον πρώτο όροφο όπου είχαν απλωμένα κάτι σώβρακα. Επειδή και οι μπάτσοι είναι άνθρωποι –σαν εμάς...
Με τράβηξαν στο διάδρομο και μου έδειξαν έναν ξύλινο καναπέ. Κάθισα, το καβουράκι πήρε μαζί του έναν από τους δυο μπάτσους κι άφησε τον άλλο να με προσέχει.
«Μπορώ να καπνίσω;» τον ρώτησα.
Σήκωσε τους ώμους του αδιάφορα και ακούμπησε στον τοίχο. Ήταν ένας νυσταλέος τύπος, εύκολα του ξέφευγα αν ήθελα. Άναψα τσιγάρο περιμένοντας.

Μετά από κάνα δεκάλεπτο άνοιξε η πόρτα απέναντί μου και το καβουράκι μού έκανε νόημα να πλησιάσω. Πλησίασα –μπήκα. Στο γραφείο καθόταν ένας αρρωστιάρης γέρος με στολή, το καβουράκι μού έδειξε μια καρέκλα και μετά πήγε να σταθεί από την πλευρά του γέρου.
«Να δω το διαβατήριό σας», μουρμούρισε ο γέρος χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του από κάτι έγγραφα.
Το έβγαλα και του το έδωσα.
«Ο κύριος Φίλιπ Ροζίνσκι», συμπέρανε.
«Ολόκληρος», παραδέχτηκα.
Ο γέρος σήκωσε τα μάτια και με κοίταξε θυμωμένα. Είχε ένα κοιμισμένα έξυπνο βλέμμα –περίεργη κατάσταση.
«Τι κάνετε στο Μοντεζούμα κύριε Ροζίνσκι;» ρώτησε.
«Διακοπές», απάντησα.
«Πότε ήρθατε;»
«Σήμερα το πρωί».
Ο γέρος έκανε νόημα στο καβουράκι και του έδειξε κάτι στα χαρτιά. Το καβουράκι συμφώνησε.
«Είστε σίγουρος οτι ήρθατε σήμερα το πρωί κύριε Ροζίνσκι;»
Σήκωσα τους ώμους.
«Απολύτως», παραδέχτηκα.
«Έχετε κάποιο μάρτυρα;»
«Για ποιο πράγμα;»
«Σας είδε κανείς οτι ήρθατε σήμερα;»
«Η γυναίκα που μου νοίκιασε το δωμάτιο».
Χαμογέλασε.
«Αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Θα μπορούσατε να είσαστε 20 μέρες εδώ...»
«Έχω και τα εισιτήρια του αεροπλάνου...»
«Να τα δω;»
«Τα έχω αφήσει στο δωμάτιό μου».
«Με τι ήρθατε στο Μοντεζούμα κύριε Ροζίνσκι;»
«Με το καράβι».
«Μήπως σας είδε κανείς πάνω στο καράβι;»
Θυμήθηκα το ζευγάρι των Ελλήνων –το Φάνη και τη γυναίκα του την Έλσα.
«Ναι... ήμουν μ΄ ένα ζευγάρι Ελλήνων...» είπα.
«Ελλήνων... ενδιαφέρον αυτό...» μουρμούρισε ο γέρος. «Μήπως γνωρίζετε πού μένουν;»
«Σε κάποιο μέρος που κάνουν γιόγκα ή κάτι τέτοιο...» είπα.
Δεν ένιωθα καλά με την όλη κατάσταση –δεν ήθελα να μπλέξω τον Φάνη και τη γυναίκα του.
«Λοιπόν κύριε Ροζίνσκι», είπε ο γέρος, «ήρθατε με το πρωινό καράβι, κάνατε παρέα με ένα ζευγάρι Ελλήνων και όταν αποβιβαστήκατε, αρχίσατε να ψάχνετε κάποια Ελληνίδα... Από που είσαστε κύριε Ροζίνσκι;»
«Από τον Καναδά, αλλά ταξιδεύω σε όλον τον κόσμο λόγω δουλειάς. Η προηγούμενη στάση μου ήταν στην Αθήνα της Ελλάδας».
«Κι αυτή η γυναίκα που ψάχνετε;»
«Είχαμε μια φιλική σχέση όσο βρισκόμουν στην Αθήνα. Αλλά έφυγε και ήρθε για διακοπές εδώ, στο Μοντεζούμα. Σκέφτηκα λοιπόν αφού πήρα την άδειά μου να έρθω να τη βρω...»
«Γιατί;» ρώτησε ο γέρος σκύβοντας προς το μέρος μου.
«Απαγορεύεται;» νευρίασα.
Ο γέρος ξάπλωσε πίσω στην καρέκλα του.
«Κύριε Ροζίνσκι, αν έχετε την καλοσύνη να απαντάτε στις ερωτήσεις μου. Όσο πιο σαφής είστε τόσο πιο γρήγορα θα ξεμπερδέψουμε».
«Ήρθα να τη βρω επειδή μου αρέσει σαν γυναίκα. Ξεκινήσαμε μια σχέση στην Αθήνα και σκόπευα να τη συνεχίσω...»
«Αν είχατε σχέση στην Αθήνα γιατί έφυγε; Και γιατί δεν σας ενημέρωσε που θα μένει, αναγκάζοντάς σας να την ψάχνετε στα ξενοδοχεία του Μοντεζούμα;»
«Δεν ήξερε οτι θα έρθω...»
«Εντάξει –δεν το ήξερε. Κι εσείς; Δεν μπορούσατε να την πάρετε ένα τηλέφωνο;»
«Δεν έχω το τηλέφωνό της...»
Ο γέρος έξυσε τη φαβορίτα του.
«Λοιπόν, μου λέτε οτι είχατε σχέση με μια γυναίκα στην Αθήνα και ξαφνικά εκείνη έφυγε για να έρθει στο Μοντεζούμα. Σας είπε οτι θα έρθει εδώ αλλά δεν σας έδωσε κανένα άλλο στοιχείο...»
«Χωρίσαμε κάπως απότομα», παραδέχτηκα.
«Υπήρξε κάποια ένταση μεταξύ σας;»
«Εντάξει. Με παράτησε κι έφυγε –ήταν να έρθουμε μαζί στο Μοντεζούμα... Το τηλέφωνό της το άφησε στην Αθήνα, εδώ ίσως να χρησιμοποιεί κάποιο άλλο».
«Γιατί να το κάνει αυτό;»
«Δεν ξέρω. Όταν τη βρω θα τη ρωτήσω...»
«Με δυο λόγια, μου λέτε οτι σας αποφεύγει κύριε Ροζίνσκι».
«Δεν ξέρω...»
Χαμογέλασε –άνοιξε ένα κουτί στο γραφείο του και τράβηξε κάποιο λεπτό πούρο.
«Ελάτε τώρα... Ψάχνετε μια γυναίκα η οποία δεν σας έχει δώσει ούτε το τηλέφωνό της. Μάθατε οτι ήρθε εδώ –δεν έχει σημασία πώς –και ήρθατε να την ανακαλύψετε. Είναι ξεκάθαρο το τι συμβαίνει...»
Κατέβασα το κεφάλι –έπρεπε να το παραδεχτώ –η ιστορία μου έμπαζε από χίλιες πάντες.
«Εντάξει –ήρθα να τη βρω για να της ζητήσω μια δεύτερη ευκαιρία...» μουρμούρισα.
«Κι αν δεν σας την έδινε;»
Τον κοίταξα απορημένος. Τι διάολο –μπάτσος ήταν ή σύμβουλος σχέσεων;
«Δεν καταλαβαίνω...» μουρμούρισα.
«Ας πούμε οτι τη βρίσκατε και σας έλεγε οτι όντως ήθελε να σας αποφύγει –γι΄αυτό ήρθε στο Μοντεζούμα. Τι θα κάνατε;»
Σήκωσα τους ώμους.
«Θα έφευγα –τι άλλο να έκανα;»
«Μόνο αυτό;»
«Ξέρω ΄γω; Μπορεί να πήγαινα και για τίποτα μπάνια πριν –έχετε πολύ ωραίες παραλίες...»
«Πότε ήρθε αυτή η γυναίκα στο Μοντεζούμα;»
«Πριν έξι μήνες περίπου...»
«Δεν ξέρετε ακριβώς;»
«Σας είπα –είχαμε χωρίσει...»
«Κι εσείς; Γιατί δεν ήρθατε να τη βρείτε νωρίτερα;»
«Είχα δουλειά στην Αθήνα. Άλλωστε, προτίμησα να αφήσω λίγο τα συναισθήματα να μαλακώσουν...»
Άφησε το πούρο να σβήσει στο τασάκι, έκανε νόημα στο καβουράκι και κάτι ψιθύρισαν στα ισπανικά.
«Ο αρχιφύλακας Γκόμες θα σας συνοδεύσει μέχρι το σπίτι του ζευγαριού των Ελλήνων προκειμένου να επιβεβαιωθεί η ιστορία σας», μου είπε ο γέρος.
Έσκυψε προς το μέρος μου, άπλωσε το χέρι του, το έσφιξα.
«Μπορώ να μάθω τι συμβαίνει;» τον ρώτησα.
«Όχι», μου είπε χαμογελαστός.

Βγήκα στον διάδρομο μαζί με το καβουράκι Γκόμες. Ήμουν ανήσυχος –τι διάολο έτρεχε εδώ πέρα; Τι σκατά είχε κάνει η Σόνια; Τι νταραβέρια είχε με τους μπάτσους; Και το χειρότερο –με όσα είπα τη βοηθούσα ή την έκαιγα;
«Ακολουθήστε με», είπε ο Γκόμες.
Βγήκαμε στο δρόμο –ο ήλιος είχε πέσει.
«Δεν ξέρω που ακριβώς μένουν οι Έλληνες», του εξήγησα.
«Μην σας ανησυχεί –ξέρουμε εμείς», μου είπε.
Αστυνομία του Μοντεζούμα –τα ξέρει όλα και συμφέρει...

Πήραμε τον κεντρικό δρόμο, είχα την εντύπωση οτι θα πηγαίναμε προς την πλευρά με τις βίλες, αλλά ο Γκόμες με οδηγούσε μέσα σε κάτι στενά γεμάτα κίνηση –απ΄ότι καταλάβαινα ήταν η αγορά του χωριού.
«Είσαι σίγουρος οτι πάμε καλά;» τον ρώτησα απορημένος.
«Τι εννοείς;»
«Δεν μου φαίνονται αυτά τα μέρη να έχουν βίλες που κάνουν γιόγκα...»
«Αααα –εντάξει... Θα περάσουμε πρώτα από μια δουλίτσα που έχω, δεν θ΄ αργήσουμε καθόλου...» είπε.
«Θα προτιμούσα να ξεμπερδέψουμε όσο το δυνατό πιο γρήγορα», παραπονέθηκα.
«Δεν θα μας πάρει ούτε δυο λεπτά –θέλω να δώσω κάτι στον γιατρό...» μου εξήγησε.
Κι έτσι φτάσαμε σε κάτι που έμοιαζε με κλινική, ή κέντρο υγείας –κάτι τέτοιο τέλος πάντων.
Ανεβήκαμε τα σκαλιά και μπήκαμε σε μια αίθουσα όπου το αιρ κοντίσιον δούλευε στο τέρμα –ανατρίχιασα. Ο Γκόμες πήγε στη νοσοκόμα της ρεσεψιόν, κάτι τη ρώτησε και μετά μου έκανε νόημα να κατέβουμε τις σκάλες για το υπόγειο. Τι ήταν όλα αυτά;

Στο υπόγειο σταθήκαμε έξω από μια σιδερένια πόρτα χωρίς επιγραφή, ο Γκόμες χτύπησε το κουδούνι εκεί δίπλα κι ένα γεροντάκι με άσπρη μπλούζα μάς άνοιξε. Μίλησε με τον Γκόμες ισπανικά και χωρίς να μου ρίξει ούτε ματιά μπήκε πάλι στο δωμάτιο –τον ακολουθήσαμε.

Στη μέση του δωματίου ήταν ένα χειρουργικό τραπέζι και πάνω του υπήρχε κάτι καλυμμένο με άσπρο σεντόνι. Το γεροντάκι τράβηξε το σεντόνι.

Εκεί ήταν. Με τα μαλλιά ανακατεμένα, τα μάτια ορθάνοιχτα να κοιτάζουν το ταβάνι, ολόγυμνη. Κάποιος της είχε κάνει μεγάλη ζημιά ακριβώς κάτω από το στήθος –έχασκε εκεί μια τρύπα μεγάλη όσο ο πάτος ενός νεροπότηρου. Άσχημα πράγματα είχαν πεταχτεί από μέσα της, είχαν καθαρίσει το αίμα αλλά το θέαμα παρέμενε αποκρουστικό. Πλησίασα.
Τα χείλη της ήταν στραβωμένα από τη φρίκη, απ΄ότι φαίνεται ο καργιόλης που τη σκότωσε το έκανε με το πάσο του –της έριξε μια σφαίρα απ΄αυτές που εκρήγνυνται στην επαφή με το στόχο και την άφησε να νιώσει οτι πεθαίνει. Μπορεί και να καθόταν πάνω της να παρακολουθεί το θέαμα –οι άνθρωποι τα κάνουν αυτά. Δεν φαινόταν καμιά άλλη πληγή στο υπόλοιπο σώμα της, ούτε μελανιά, ούτε τίποτα....

Έσκυψα και της έκλεισα τα μάτια με κάμποσο κόπο γιατί ήταν ήδη σε ακαμψία.

Της είπα: «Καλωσήρθα αγαπούλα».

11 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

sjors είπε...

από τη μία ξενέρωσα, από την άλλη, πώς αλλιώς να τελειώσει δηλαδή;

εκτός κι αν έχει κι'άλλο και χειροκροτάω σα μαλάκας
έχει;
:)

Afrikanos είπε...

ΑΝΤΕ ΚΑΙ #()^*@($!*$)%*)#^*@)#$&*!(&$@%* ΜΟΥ 'ΧΕΙΣ ΤΣΑΚΙΣΕΙ ΤΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ!!!!!!!!!!!!!!!!!1

The Motorcycle boy είπε...

Sjors έχει αμέ! Τι δηλαδή; Έτσι θα μείνει η υπόθεση;

Αφρικάνε -χεχεχεχε και χεχε και χε

Afrikanos είπε...

καλά, όταν θα σε δω από κοντά, θα σου ξηγήσω ΄γω! ;)

ΗΛ. είπε...

Αυτός ο πούστης ο Φάνης πρέπει να την έκανε τη ζημιά.

liontas είπε...

Ο Φάνης είναι μπάτσος.

ΥΓ Ο Σούπερμαν είναι ο Κλαρκ Κεντ.

The Motorcycle boy είπε...

Αφρικάνε, μαλάκας είμαι να κάτσω να με δεις από κοντά; χεχεχεχεχε. Ειδικά όσο διατηρείς αυτή τη φωτο στο προφίλ σου!

Ηλία -όχι βρε παιδί μου. Ο Φάνης έρχεται από τους πεθαμένους.

Λιόντα -ε, όχι και μπάτσος ο άνθρωπος! Χεχεχεχεχε.

Θα ξεκαθαρίσουν όλα στη συνέχεια -είμαστε κάποιο ντετέκτιβ στόρι πανάθεμά μας!

Kit Kat είπε...

Α να χαθείς Μοτοσακέ.
Κάθε φορά άλλα περιμένω, άλλα κάνεις! Δεν είναι κατάσταση αυτή!

The Motorcycle boy είπε...

Το χειρότερο είναι οτι κι εγώ άλλα περιμένω και άλλα γίνονται! Παλιοκατάσταση -άμα δεν υπάρχει οργάνωση...

Ανώνυμος είπε...

Ο Λούης πρέπει να εκδικηθεί τον θάνατο της Καλής του. Αλλο να την "καθάριζε" ο ίδιος, με τον δικό του τρόπο, και άλλο να του την "τρώνε" πρώτοι οι άλλοι.
Περιμένω με αγωνία την συνέχεια.

athinaev

The Motorcycle boy είπε...

Έτσι ακριβώς όπως το λες είναι κι έτσι θα γίνει!

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι