Δευτέρα, Ιουλίου 16, 2012

Κινηματογραφώντας τον αδυσώπητο αέρα

 Αυτό είναι ένα άρθρο μου που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Wild Thing

Πάνε χρόνια πολλά, αιώνες μού φαίνονται, από τότε που έπαιζε εκείνο το ντοκυμαντέρ η ΥΕΝΕΔ με τίτλο «Απόβαση στη Νορμανδία». Ήταν το πρώτο ντοκυμαντέρ που έβλεπα, αφηγητής ο Κώστας Σισμάνης (ο ίδιος που περιέγραφε και τους μαγνητοσκοπημένους αγώνες του Μωχάμετ Άλι με τη χαρακτηριστική βαριά, επίσημη, φωνή) ακόμα θυμάμαι το δέος που μου είχε προκαλέσει. Επειδή υπήρχαν κανονικά πλάνα από την απόβαση –έβλεπα τους στρατιώτες να πλατσουρίζουν πλησιάζοντας την ακτή της Δουνκέρκης και είχα μείνει άφωνος –αυτοί οι άνθρωποι με τις φάτσες βγαλμένες από παλιές καρτ ποστάλ και τα όπλα χιαστί βάδιζαν συνοφρυωμένοι προς το θάνατο! Από τότε άρχισα να ενδιαφέρομαι για το συγκεκριμένο είδος (το ντοκυμαντέρ, όχι τις αποβάσεις!) Η αίσθηση, οτι βλέπεις την ιστορία την ώρα που γράφεται, είναι αξεπέραστη.
Βέβαια, ποτέ δεν άντεξα τις «αναπαραστάσεις εποχής» που λάνσαρε αργότερα το BBC (και υιοθέτησαν πρόσφατα τα ελληνικά κανάλια) με κομπάρσους ντυμένους ιππότες, κουακέρους, ή φουστανελάδες –μού φαίνονται λίγο καρναβάλια όλα αυτά.  Για τα ποταπά μου γούστα, ντοκυμαντέρ σημαίνει «εξιστόρηση των γεγονότων από αυτούς που τα διαμόρφωσαν». Όλα τα υπόλοιπα μπορούν άνετα να καταγραφούν σε ένα βιβλίο ιστορίας –μόνο το συναίσθημα είναι δύσκολο να αποτυπωθεί από τους επιστήμονες ιστορικούς.

Κάτι ακόμα που θυμάμαι είναι η ακόρεστη πείνα μας για οπτικό υλικό σχετικό με τα rock, punk, new wave συγκροτήματα, εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’80 όταν η ενημέρωση για όσα συνέβαιναν εκτός Ελλάδας ήταν πιο περιορισμένη από Αρσακειάδα σε μεσημεριανό ραντεβού. Θυμάμαι, ας πούμε, τη φόλα που είχα φάει όταν πρωτοείδα τους  Uriah Heep σε έγχρωμη αφίσα –πώς ήταν έτσι εκείνο το κοντό, στρουμπουλό που είχαν για τραγουδιστή; Όπως θυμάμαι τον Lou Reed με βαμμένο νύχι και ανοιχτά φερμουάρ στις μασχάλες του vinyl μπουφάν –η μάνα μου μουρμούραγε κάθε φορά που την έβλεπε στο δωμάτιό μου: «πάει το παιδί, θα το μπλέξουν οι τοιούτοι»! Αφίσες –εντάξει; Φαντάσου λοιπόν την έξαψή μας όταν άνοιξε εκείνο το θρυλικό μαγαζί, το Dragonfly (γωνία Ακαδημίας και Μπενάκη) κι έπαιζε βίντεο συγκροτημάτων στον πρώτο όροφο. Το σκάγαμε από τα φροντιστήρια για να δούμε Sex Pistols, Cure, Ramones –κάτι πάνκηδες πήγαιναν και βαράγανε προσοχές όταν εμφανίζονταν στην οθόνη οι Generation X και οι Sham 69. Αυτά είναι πράγματα που σου μένουν, σε σημαδεύουν –έτσι νομίζω.

Εξίσου σημαδιακά υπήρξαν και τα πρώτα ντοκυμαντέρ εκείνης της μουσικής που δεν είδαμε ποτέ να παίζονται σε κινηματογράφους –μονάχα ακούγαμε γι΄αυτά και φτιάχναμε μύθους στη φαντασία μας. Όπως το «The greatest rock ‘n’ roll swindle». Η τελευταία μεγάλη αρπαχτή του Malcolm McLaren πάνω στο κουφάρι των Sex Pistols, ένα σαχλό κατασκεύασμα για το οποίο, υποθέτω οτι, ο Julien Temple (αυτός ο τεράστιος καταγραφέας συναισθημάτων) δεν ένιωσε ποτέ άνετα. Έτσι, μια εικοσαετία αργότερα (το 2000 δηλαδή) προσπάθησε να διορθώσει την κατάσταση κυκλοφορώντας το:

The filth and the fury
(Julien Temple, 2000)


Είναι παράδοξο να κάνεις ιστορική αναδρομή σε ντοκυμαντέρ τοποθετώντας τα με τη χρονολογική σειρά καταγραφής των γεγονότων και να συνειδητοποιείς οτι αυτό που εξιστορεί τα παλιότερα γεγονότα κυκλοφόρησε πιο πρόσφατα! Από την άλλη βέβαια –μιλάμε για τους Sex Pistols, το πλέον ανορθόδοξο συγκρότημα που εμφανίστηκε στη rock μουσική.

Ο τίτλος του ντοκυμαντέρ είναι παρμένος από το πρωτοσέλιδο της Daily Mirror στις 2 Δεκεμβρίου του 1976, μετά την επεισοδιακή συνέντευξη των Sex Pistols στην τηλεοπτική εκπομπή του Bill Grundy (η συνέντευξη περιλαμβάνεται στο ντοκυμαντέρ). Εκείνο το πρωτοσέλιδο της Daily Mirror αξίζει να μνημονευτεί για έναν ακόμα λόγο –η λεζάντα «WHO ARE THESE PUNKS που υπάρχει στο κάτω μέρος της σελίδας, έδωσε όνομα σε ένα ολόκληρο μουσικό κίνημα. Ήταν η πρώτη φορά που ο χαρακτηρισμός punk συνδεόταν με το συγκεκριμένο μουσικό είδος και τους οπαδούς του οι οποίοι τον υιοθέτησαν δείχνοντας έτσι την πλήρη αδιαφορία τους για την άποψη που είχε γι΄αυτούς η συντηρητική αγγλική κοινωνία.
 

Το ντοκυμαντέρ ξεκινάει πολτοποιώντας πλάνα ταραχών στην Αγγλία του ’70, σαχλοτράγουδα από το Top of the Pops και αποσπάσματα παράστασης από τον Ριχάρδο τον 3ο. Στη συνέχεια κινηματογραφούνται τα εναπομείναντα μέλη τους συγκροτήματος σαν σκιές (με τη μέθοδο που χρησιμοποιούν οι σκουπιδοεκπομπές της τηλεόρασης όταν παίρνουν συνέντευξη από ναρκομανείς, χούλιγκανς, πουτάνες -άτομα δηλαδή τα οποία δεν θέλουν να βγουν στο φακό). Οι συνεντεύξεις διακόπτονται από φοβερό αρχειακό υλικό -συναυλίες, πρόβες, βρισίδια, διαφωνίες, καρτούν, παρελάσεις, φασαρίες, αφίσες, μέχρι και από συνεντεύξεις με τους γονείς των μελών τους συγκροτήματος! Το υλικό σε βομβαρδίζει για δυο ώρες περίπου –το συγκρότημα λέει την ιστορία από τη δική του πλευρά, ή έτσι νομίζουν, ή έτσι θέλουν να νομίζουμε και στους τίτλους τέλους είσαι πιο μπερδεμένος από ότι πριν δεις το ντοκυμαντέρ. Όταν προβλήθηκε αντιμετώπισε θύελλα αντιδράσεων από τους οπαδούς του «αγνού, ανόθευτου punk» οι οποίοι κατηγόρησαν για μια ακόμα φορά το συγκρότημα για ξεπούλημα. Κάτι τέτοιο θα ήταν απολύτως σωστό, εάν το συγκρότημα ήταν οποιοδήποτε άλλο εκτός των Sex Pistols
 

Επειδή το συγκεκριμένο project που ξεκίνησε από την επιθυμία ενός καιροσκόπου να διαφημίσει την μπουτίκ του αλλά γρήγορα ξέφυγε από κάθε έλεγχο και κονιορτοποίησε την κατεστημένη άποψη για τη rock μουσική, από τις απαρχές της εμφάνισής του δήλωνε ειλικρινέστατα: «we are in it for the money». Όποιος δεν το κατάλαβε και έψαξε στα πρόσωπα των Pistols αγνούς μάρτυρες της ανόθευτης ροκοσύνης ή άσπιλους αγωνιστές της κοινωνικής επανάστασης, ας πάει να ακούσει Neil Young να το φχαριστηθεί. Άλλωστε, αυτοί οι τύποι το ξεκαθάρισαν από την πρώτη στιγμή, «we are the poison in your human machine» -τι περίμενες δηλαδή από το δηλητήριο; Να μυρίζει λεβάντα και να έχει γεύση γαλακτομπούρεκου; 
 

Εντάξει –είμαι υπερβολικός. Το punk δεν ήταν μονάχα η μηδενιστική εκρηξιλαγνεία των Sex Pistols, ήταν και πολιτική θέση αντίστασης μέσα σε μια καταπιεστική κοινωνία που παρουσιάζει τρομακτικές ομοιότητες με τη σημερινή. Ήταν δηλαδή και το:

Rude boy
(Jack Hazan και David Mingay, 1980).


Εκεί γύρω στα 1978 -1979 η Μεγάλη Βρετανία αντιμετωπίζει σοβαρή οικονομική κρίση. Οι απεργίες των σωματείων εργαζομένων έχουν κλονίσει την κυβέρνηση των Εργατικών, ο ρατσισμός εκμεταλλεύεται τη φτωχοποίηση των χαμηλότερων, εισοδηματικά, στρωμάτων για να καθιερωθεί προσφεύγοντας στους συνήθεις, βολικούς, «αποδιοπομπαίους τράγους» ενώ μια κυράτσα με ταγέρ και κοκαλωμένο μαλλί, ονόματι Μάργκαρετ Θάτσερ, διεκδικεί την πρωθυπουργία υποσχόμενη καλύτερη αστυνόμευση, καταπολέμηση του εγκλήματος και νοικοκύρεμα του κράτους (αν σου θυμίζουν κάτι όλα αυτά –θ΄ανατριχιάσεις βλέποντας τη σχετική ομιλία η οποία περιλαμβάνεται στο ντοκυμαντέρ). 
 

Μέσα στον γενικευμένο χαμό, ένας πιτσιρικάς που δουλεύει σε πορνομάγαζο, ο Ray Gange, ακούει τον τραγουδιστή του αγαπημένου του συγκροτήματος, τον Joe Strummer, να του προτείνει μια θέση roadie στην επόμενη περιοδεία των Clash. Μαλάκας είναι να μη δεχτεί ο πιτσιρικάς; Όπως αποδεικνύεται, εκ των υστέρων, μαλάκας ήταν που δέχτηκε!

Το ντοκυμαντέρ γυρίζεται σε μια ταραγμένη περίοδο για το συγκρότημα, όταν οι δικαστικές περιπέτειες των Headon και Simonon (είχαν πυροβολήσει περιστέρια από την ταράτσα του στούντιο) ταλαιπωρούν όσους σχετίζονται μαζί τους, όταν οι κομματικοί της αριστεράς κόβουν το ρεύμα την ώρα που οι Clash πάνε να παίξουν το «White Riot» στο Rock Against Racism (τρομερή η σκηνή με τον μάνατζερ του γκρουπ να ρίχνει σπρωξίδια μέχρι τελικά να ξαναρχίζει το κομμάτι με τον Jimmy Pursey των Sham 69 στα φωνητικά), όταν τόσο οι Clash όσο και ο στενός τους περίγυρος αρχίζουν να παλινδρομούν προσπαθώντας να διατηρήσουν την αυτονομία τους αλλά και ταυτόχρονα να συμμετάσχουν στην κοινωνική εξέγερση.
 

Σα να μη έφταναν όλα αυτά, η σκηνοθετική ομάδα του ντοκυμαντέρ, κάπου στη μέση των γυρισμάτων χάνει την επαφή της με το συγκρότημα. Οι Clash διαχωρίζουν τη θέση τους από την πολιτική οπτική την οποία υιοθετούν οι σκηνοθέτες κι εκείνοι, με τη σειρά τους, τραβάνε το πράγμα στα άκρα χώνοντας στο ντοκυμαντέρ ακόμα και άσχετα θέματα (όπως οι ομαδικές συλλήψεις μαύρων για κλοπές σε λεωφορεία). Το αποτέλεσμα είναι μυθοπλαστικά ασύνδετο αλλά και ιδιαίτερα επώδυνο για τον πιτσιρικά πρωταγωνιστή (τον λυπάται η ψυχή σου έτσι που βολοδέρνει ανάμεσα στους Clash οι οποίοι –με εξαίρεση τον Strummer –εμφανώς πλέον, δεν τον γουστάρουν καθόλου). Ειδικά οι δυο σκηνές του πρωταγωνιστή με τον Mick Jones (μοιάζει να είναι ο πιο στραβωμένος μαζί του) πρώτα στη διάρκεια μιας συναυλίας όπου ο πιτσιρικάς πάει να ξεμπλέξει τα καλώδια κι ο Mick του φωνάζει με πεντακάθαρο μίσος: «get off the fuckin stage» και στη συνέχεια όταν ο πιτσιρικάς κάνει το λάθος να παρατηρήσει οτι του φάνηκε αστείο που ένας μαύρος τραγουδούσε το «White Riot» δεν θα γυρίζονταν τόσο έντονες ούτε αν συμμετείχαν σ΄αυτές ηθοποιοί με 10 Όσκαρ στην πλάτη του ο καθένας.
 

Ένα επιθετικά θλιμμένο ντοκυμαντέρ που σε μπάζει στην ψυχοσύνθεση των Clash και σε βοηθάει να καταλάβεις γιατί «ακόμα μια γαμημένη επανάσταση πήγε κατά διαόλου».  
Κάπου εκεί πέθανε το punk, το ίδιο εκρηκτικά όπως είχε γεννηθεί –με τους Clash να πέφτουν οι ίδιοι στην παγίδα της μαζικοποίησης την οποία (νόμιζαν οτι) είχαν στήσει εναντίον του αδηφάγου συστήματος, με τον Strummer να αγνοείται πριν τη μεγάλη τουρνέ στις Ηνωμένες Πολιτείες, τους Crass και τη νέα γενιά συγκροτημάτων να τους κατηγορούν για ξεπούλημα και τη μεγάλη αμερικάνικη πρέσα να καραδοκεί για να τους συνθλίψει.
Λίγα συγκροτήματα άντεξαν την «αμερικάνικη εμπειρία» -βλέπεις, η αχανής αυτή χώρα είναι ταυτόχρονα η μήτρα του rock n roll αλλά και η ισχυρότερη εταιρεία του πλανήτη. Λίγοι καταφέρνουν να κάνουν το ταξίδι προς τις ρίζες της rock μουσικής αντιστεκόμενοι στον πειρασμό της καταστροφικής στάσης στο φαστφουντάδικο των μεγάλων δισκογραφικών εταιρειών. Λίγοι μπόρεσαν να πάρουν χωρίς να δοθούν. Την ίδια ώρα βέβαια η Αμερική ουρλιάζει όπως ακριβώς το περιγράφει ο Άλεν Γκίνσμπεργκ και το ουρλιαχτό μελοποιείται από κάτι τύπους σαν αυτούς:

Χ: The Unheard Music
(W.T. Morgan, 1986)


Λέγεται οτι χρειάστηκαν πάνω από 5 χρόνια για να γυριστεί το συγκεκριμένο ντοκυμαντέρ και, μέχρι να κοπεί σε dvd το 2001, ελάχιστοι ήταν εκείνοι που το είχαν παρακολουθήσει. Τα 5 χρόνια προετοιμασίας είναι μεν πολλά, μοιάζουν όμως λίγα μπροστά στον όγκο δουλειάς που περιέχεται στο μοντάρισμα της ταινίας. Τα τραγούδια των Χ έχουν δεθεί τόσο σφιχτά με γκραν γκινιόλ διαφημίσεις του αμερικάνικου τρόπου ζωής, συγκρούσεις στους δρόμους, ομιλίες πολιτικών, απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης στις μεγαλουπόλεις κι ένα σωρό άλλα θέματα που απασχολούσαν το συγκρότημα ώστε ακόμα και η εναλλαγή των πλάνων πέφτει μέσα στο ρυθμό! Μιλάμε για εικόνες που λειτουργούν υποσυνείδητα και πλαισιώνονται από την συνταρακτική φωνή της Exene Cervenkaη φωνή της είναι αυτή του μικρού κοριτσιού που το έχουν παρατήσει αβοήθητο στη μεγαλούπολη», θα πει γι΄αυτήν ο John Doe).
 

Το ντοκυμαντέρ δεν έχει ποικιλία σε υλικό από συναυλίες (μια ή δυο εμφανίσεις του συγκροτήματος έχουν καταγραφεί και, σίγουρα, όχι οι καλύτερες) με αποτέλεσμα να μην βγάζει την σκηνική εμπειρία που συνεπάγεται η μίξη της θεατρικότητας της Exene με το ηθελημένα hillibilly στυλάκι του John Doe. Ο μόνος που διακρίνεται (επειδή δεν γίνεται να θαφτεί, όσο ισοπεδωμένη κι αν είναι μια συναυλία) είναι ο Billy Zoom, ένας από τους σημαντικότερους αμερικάνους κιθαρίστες –ο τύπος παίρνει φόρα από το country and western, διασχίζει το rock n roll και σκάει με τα μούτρα στο μείγμα garage, psychobilly, post punk, classic rock που παίζουν οι Χ!
 

Και οι συνεντεύξεις, βέβαια, οι συνεντεύξεις... Η Exene στο κλειστό πλέον Whisky A Go Go, εκεί που η ιστορία έχει μείνει για πάντα γραμμένη στους τοίχους, ο Billy Zoom, εντελώς κουλ να φτιάχνει αυγά τηγανιτά στη γκόμενά του όσο συνοψίζει την ιστορία της αμερικάνικης μουσικής, ο John Doe, αυτός ο αινιγματικός τύπος που θέλει να περνιέται για ατσούμπαλος βλάχος κι όταν σε πείθει οτι είναι τέτοιος, σού πετάει μια ανάλυση απ΄αυτές που σε κάνουν να ψάχνεις κατά που έπεσε το σαγόνι σου κι ο τρομερός ντράμερ ονόματι DJ Bonebrake (ο μοναδικός Καλιφορνέζος απ΄όλο το συγκρότημα και ναι, αυτό είναι το πραγματικό του επώνυμο!) ο άνθρωπος που θα ήθελες να μένει στο απέναντι σπίτι και να πίνετε μπύρες παρέα.
 

Αν τα προηγούμενα δυο ντοκυμαντέρ σού αφήνουν την αίσθηση οτι έγινε κάποια σφαγή την οποία παρακολούθησες μουδιασμένος, το Χ: The Unheard Music σού μεταδίδει το αίσθημα του περιπλανώμενου. Ξέρεις -εκείνου του μυστήριου τύπου που δεν χωράει πουθενά επειδή έχει μια εσωτερική αποστολή στην οποία ούτε ο ίδιος πιστεύει πλέον αλλά τραβολογιέται στα πέρατα της γης για να την εκπληρώσει.... Διόλου τυχαία, η Exene κλείνει το ντοκυμαντέρ τραγουδώντας: «Dawn comes soon enough for the working class/  It keeps gettin' sooner or later/ This is the game that moves as you play»

Έγραψα παραπάνω για τη μεγάλη αμερικάνικη πρέσα και θα μπορούσα να αραδιάσω ονόματα συγκροτημάτων που πήγαν σαν επισκέπτες και πολτοποιήθηκαν αδυσώπητα. Προτιμώ όμως να βλέπω τις ενδιαφέρουσες πτυχές της ζωής –και στη συγκεκριμένη περίπτωση έχω κατά νου κάποιον που πήγε στην Αμερική και της ρούφηξε το μεδούλι στην κυριολεξία. Από την εποχή που οι
Rolling Stones έκαναν τη δική τους απόβαση (τύφλα να ‘χει η Δουνκέρκη!) δεν θυμάμαι άλλον να έχει αφομοιώσει τόσο  δημιουργικά την σκοτεινή αμερικάνικη κουλτούρα, όσο αυτός ο τύπος, που ακολούθησε τον:

The road to God knows where
(Uli M. Schuppel, 1990)


To 1989 o Nick Cave με τους Bad Seeds περιοδεύουν στις Ηνωμένες Πολιτείες για να προωθήσουν το καινούργιο τους άλμπουμ με τίτλο «Tender Pray». Ο Cave, υπήρξε δηλωμένος λάτρης του αμερικάνικου νότου από τη στιγμή που διαλύθηκαν οι Birthday Party. Όσο σέρνεται στα τούρκικα καφενεία του Βερολίνου (χωμένος μέχρι τα μπούνια στην πρέζα) τον στοιχειώνει το φάντασμα του Elvis της εποχής του Las Vegas (The Firstborn is dead). Ο τύπος καταπίνει blues και gospel στο Kicking Against the Pricks, προσπαθεί να βουτήξει στον λασπωμένο αμερικάνικο Νότο (και αποτυγχάνει) στο Your funeral... my trial μέχρι να καταλήξει στο αριστουργηματικό Tender Pray, το οποίο ελπίζει να του εξασφαλίσει μια θέση κάτω από τον αμερικάνικο ήλιο. Ταυτόχρονα γράφει το μυθιστόρημά του Even the ass saw the Angel –ένα αριστούργημα που θα μπορούσε κάλλιστα να φέρει την υπογραφή του William Faulkner. Σε αυτή ακριβώς τη φάση, με ένα βιβλίο στα τελειώματα και μια δισκάρα για προώθηση, τον πετυχαίνει ο Schuppel, ο οποίος κάνει την πτυχιακή του για την Ακαδημία Κινηματογράφου του Βερολίνου κι έτσι βρίσκεται να ακολουθεί το συγκρότημα με μια 16άρα κάμερα. Ο γερμανός κινηματογραφεί στεγνά, η οπτική του είναι αφαιρετική –μοιάζει σα να αποδέχεται με το ζόρι τη συμμετοχή των προσώπων που του κρύβουν τα αφιλόξενα τοπία. Κι ο Cave δείχνει τον αδυσώπητο επαγγελματισμό του –αυτός ο ανθρωποφοβικός τύπος που ενοχλείται αφόρητα από τη λατρεία του κόσμου στις συναυλίες μοιάζει πρόθυμος να κάνει κάθε λογής σαχλαμάρα για χάρη της κάμερας. 
 

Ποζάρει με ένα γελοίο φορτηγατζίδικο καπέλο μέσα στο πούλμαν που μεταφέρει το συγκρότημα στις αχανείς αμερικάνικες εκτάσεις. Στήνεται σε κάθε ευκαιρία, πλασάροντας έτσι την εικόνα του «καταραμένου ποιητή» -ο Cave μόνος σ΄έναν καναπέ, ο Cave να κοιτάζει έξω από το σκοτεινό παράθυρο, ο Cave να διορθώνει τα γραπτά του πίνοντας Jack Daniels, ο Cave που προσπαθεί συνέχεια να είναι ο Cave (με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία). Πολλοί θυμούνται τη σκηνή με τον Cave χορεύει το «Papa dont preach» –μη μασάς! Πρόκειται για ένα ακόμα κόλπο του Cave, απ΄αυτά που στήνει για να μας ψήσει οτι εκτός των άλλων είναι και άνθρωπος σαν όλους εμάς. Ο πραγματικός Cave βγαίνει (σιγά μην κατάφερνε να το κρύβει συνέχεια!) στο στιγμιότυπο όπου τον έχει στριμώξει ο θαυμαστής και του αραδιάζει κομπλιμέντα –ο καθίκης παίρνει είδηση οτι τον τραβάει η κάμερα και κρατάει τις δηλητηριώδεις ειρωνείες που συνηθίζει να εξαπολύει σε τέτοιες περιπτώσεις, αλλά παράλληλα κοιτάζει τον θαυμαστή με ένα ύφος τόσο κοροϊδευτικά ηλίθιο που σε κάνει ν΄απορείς πώς δεν το παίρνει χαμπάρι ο άλλος και δεν τον πλακώνει επιτόπου στις σφαλιάρες.
Όσοι παρακολουθούν τον Cave φανατικά (κι εγώ είμαι μέσα σ΄αυτούς) θα θυμούνται οτι την εποχή του Tender Pray είχε αρχίσει να αναφέρει τον εαυτό του σαν  τραγουδιστή (ενώ παλιότερα δήλωνε οτι απλώς έκανε «φωνητικά»).. Και είχε δίκιο –η φωνή του ακουγόταν πιο στρωτή από ποτέ, έχει γίνει πλέον μεγάλος τραγουδιστής, τα έχει καταφέρει. Όταν λοιπόν σε κάποια στιγμή του ντοκυμαντέρ επιλέγει να διαβάσει φωναχτά το παρακάτω απόσπασμα από κριτική: «Ο Nick Cave είχε μέχρι τώρα δυο προβλήματα –τον εθισμό του στην ηρωίνη και μια πραγματικά ΚΑΚΗ φωνή. Έχει γλιτώσει από το πρώτο και δουλεύει το δεύτερο» σχολιάζοντας: «Είναι αστείο, ναι, είναι πολύ αστείο» καταλαβαίνεις (εμείς οι φανατικοί τουλάχιστον) οτι ο άνθρωπος είναι αδίστακτος. Δεν λυπάται κανέναν –ούτε καν τον εαυτό του.
 

Οι υπόλοιποι Bad Seeds εμφανίζονται στο ντοκυμαντέρ όπως ακριβώς τους περιμένεις –μια ομάδα πολύ καλών μουσικών που καθοδηγείται από τον «λοχία» Mick Harvey με σκοπό να πλαισιώνεται ο Cave –με μια εξαίρεση: ο Blixa Bargeld δεν ανήκει στην ομάδα, αν οι Bad Seeds είναι μια δεμένη ορχήστρα, ο Blixa είναι ο φιλοξενούμενος σολίστας. Σε όλη του τη διαδρομή χρειαζόταν έναν τέτοιο ο Cave προκειμένου να διοχετεύει τις ανασφάλειές του (και να εμπλουτίζει τον ήχο του), στους Birthday Party είχε τον Rowland S. Howard, μετά τον Blixa ήρθε ο Warren Ellis. Αυτός λοιπόν ο Blixa που κυκλοφορεί με το μπλαζέ ύφος του μονίμως μαστουρωμένου rock star, εμφανίζεται σ΄ένα πλάνο να ξεσκίζει τον διοργανωτή κάποιας συναυλίας, έχοντας το παγερό ύφος του σχολαστικού μάνατζερ πολυεθνικής –βλέπεις τη σκηνή και λυπάσαι τον κακομοίρη ο οποίος θεώρησε οτι είχε να κάνει με κάποιους συνηθισμένους ροκάδες απ΄αυτούς που κοροϊδεύονται με δυο καφάσια τζάμπα μπύρες.
 

Το πούλμαν φεύγει σε άδειους δρόμους, οι πόλεις είναι τσιμεντένιες, φτηνές και άσχημες –αλλά στα πίσω καθίσματα έχουν μαζευτεί τα παιδιά, ο Mick παίζει κιθάρα, ο Nick τραγουδάει  μπλουζ εξακολουθώντας να φοράει το γελοίο φορτηγατζίδικο καπέλο του. Λίγο ακόμα και θα σ΄έπειθαν οτι έχουν πουλήσει την ψυχή τους στο rock n roll και πάνε όπου τους πάει. Λίγο ακόμα και θα τα κατάφερναν –αρκεί να μην κοίταζε την κάμερα ο Cave με βλέμμα «τράβα μας όσο προλαβαίνεις μαλάκα, γιατί έχουμε κι άλλες δουλειές».

Ξαναδιαβάζω αυτό το κείμενο–πολλά μού φαίνονται – αλλά και πάλι λειψό άφησα το θέμα με το οποίο καταπιάστηκα. Σίγουρα υπάρχουν αρκετά ακόμα τέτοια ντοκυμαντέρ, ίσως μάλιστα να είναι και καλύτερα κινηματογραφημένα, μου έρχεται πρόχειρα στο μυαλό το «A hard days night» από το οποίο ξεκίνησαν όλα (και το βαριέμαι αφόρητα) . Από την άλλη, υπάρχουν και τα ντοκυμαντέρ που έχουν εστιάσει σχεδόν αποκλειστικά στην σκηνική παρουσία των συγκροτημάτων –ένα εξίσου μεγάλο κεφάλαιο που δεν άγγιξα για να μη γίνει αυτό το άρθρο, βιβλίο. Ίσως καταπιαστώ μαζί τους κάποια άλλη στιγμή.

Για τώρα –ρίξε την ταινία στο μηχάνημα και απομακρύνσου από την οθόνη, μη σε πετύχουν οι σφαίρες...

0 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι