Αυτό είναι ένα άρθρο που έγραψα στο Wild Thing:
Με τέτοια κριτήρια
επιλέγω βιβλία και κάπως έτσι, εκτός των άλλων, κόλλησα και με το λογοτεχνικό Brat Pack. Τι είναι αυτό;
Μια συμμορία απατεώνων που ποτέ δεν λειτούργησε ομαδικά, όμως βρήκε την Αμερική
μισοκοιμισμένη και της έκλεψε τα μαχαιροπήρουνα. Η Αγία Τριάδα του Pack ήταν οι: Jay McInerny, Bret Easton Ellis, και
Tama Janowitz. Εμφανίστηκαν στην Ανατολική
Ακτή στα μέσα του ’80 κι από τότε τίποτα δεν έμεινε ίδιο χωρίς τίποτα απολύτως
να αλλάξει.
Η αρχή έγινε to 1984, με το “Bright lights big city”
(ελληνικός τίτλος: «Φώτα ολόφωτα, πόλη μεγάλη», εκδόσεις Aquarius), του Jay McInerny. Ένας
φέρελπις νεανίας (άρτι αποφοιτήσας από το Πανεπιστήμιο μετά πολλών επαίνων)
προσπαθεί να γίνει συγγραφέας, ενώ παράλληλα εργάζεται σε βαρύγδουπο περιοδικό
σαν ελεγκτής γεγονότων (τσεκάρει δηλαδή αν αυτά που γράφουν οι συντάκτες όντως
έγιναν όπως αναφέρονται). Μέχρι εδώ έχουμε μια πραγματική κατάσταση, επειδή ο McInerny υπήρξε όντως
ελεγκτής γεγονότων στο New Yorker.
Ο ήρωας όμως έχει κι ένα
πρόβλημα που ακούει στο όνομα Amanda. Πρόκειται για την γυναίκα του η οποία τον
εγκατέλειψε μια ωραία μέρα και την κοπάνησε για το Παρίσι, για να γίνει
μοντέλο. Ο ήρωας (του οποίου το όνομα δεν αποκαλύπτεται πουθενά μέσα στο
βιβλίο) έχει μετατρέψει το διαμέρισμά του σε εικονοστάσι της πρώην συζύγου –δεν
καίει βέβαια κεριά και λιβάνια κάτω από τις φωτογραφίες της, άλλα πράγματα
κάνει (καταλαβαινόμαστε, νομίζω). Όταν μαθαίνει οτι η Amanda επέστρεψε στη Νέα Υόρκη ξεκινάει να την ψάχνει
απεγνωσμένα –όμως αυτό που βρίσκει είναι απόρριψη, ναρκωτικά, νύχτες απώλειας
και ένα χαρτί απόλυσης να τον περιμένει στο γραφείο του.
Απόσπασμα από το βιβλίο: «’Γίνονται διάφορα, οι άνθρωποι αλλάζουν’, αυτό είπε η Αμάντα. Κι έτσι, κατά τη γνώμη της, κάλυψε το θέμα. Ζητάς μια εξήγηση, ένα φινάλε στο οποίο οι ευθύνες θα καταλογίζονται και θα αποδίδεται δικαιοσύνη. Έχεις συνυπολογίσει τη βία και έχεις συνυπολογίσει τη συμφιλίωση. Αλλά το μόνο που σου απομένει είναι η αίσθηση οτι η ζωή σου θα ξεθωριάσει πίσω από την πλάτη σου, σαν κάποιο βιβλίο που διάβασες πολύ βιαστικά και σου άφησε μερικές θολές εικόνες και συναισθήματα μέχρι που, στο τέλος, το μόνο που έμεινε να θυμάσαι είναι ένα όνομα.»
Ο McInerny χρησιμοποιεί δυο
πολύ δυνατά τεχνάσματα στη συγγραφή –το πρώτο είναι, όπως ήδη έγραψα, η
ανωνυμία του ήρωα (η οποία δημιουργεί κλίμα ψύχωσης) και το δεύτερο είναι η
αφήγηση σε δεύτερο πρόσωπο που βγάζει τρομερή επιθετικότητα –όντως, από τις
πρώτες σελίδες έχεις την αίσθηση οτι σε κοπανάνε στη μούρη με μια σακούλα
γεμάτη ληγμένες κονσέρβες. Νέος, ταλαντούχος, προδομένος κι αδιάφορος για τη
ζωή γύρω του –αυτό βγαίνει από τις σελίδες του βιβλίου μαζί με τη Νέα Υόρκη,
μια πόλη ολόφωτη σα χειρουργικό τραπέζι.
Απόσπασμα από το βιβλίο: «Εκείνη έλεγε οτι κάποια γεγονότα μπορείς να τα αντιληφθείς μονάχα από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία –την οπτική γωνία τού πλάσματος που τα έχει ζήσει. Κι εσύ αυτό που νόμιζες οτι εννοούσε ήταν οτι τα μόνα παπούτσια που μπορούμε να φορέσουμε είναι τα δικά μας. Αλλά η Μεγκ δεν μπορούσε να φανταστεί πώς είναι το να είσαι εσύ, το μόνο που μπορούσε να φανταστεί ήταν το πώς θα ένιωθε αυτή αν βρισκόταν στη θέση σου».
Ο τίτλος του βιβλίου
είναι παρμένος από το ομώνυμο τραγούδι του Jimmy Reed (που διασκευάστηκε από ένα σωρό κόσμο: Rolling Stones, Animals, Neil Young και δε
συμμαζεύεται). Οι στίχοι του τραγουδιού
είναι ενδεικτικοί των συναισθημάτων του ήρωα του βιβλίου: “Bright lights, big city/ gone to my baby's head/ I tried to tell
the woman/ but she doesn’t believe a word I said”.
Το βιβλίο γνώρισε
επιτυχία χτυπώντας ύπουλα την Αμερική εκεί ακριβώς που πονούσε περισσότερο. Σε
μια εποχή που είχε αποδειχτεί περίτρανα οτι ακόμα κι ένας δευτεροκλασάτος
ηθοποιός διαφημιστικών σποτ μπορούσε να γίνει πρόεδρος των ΗΠΑ (Ronald Reagan), με ανοιχτές
τις ωμές παρεμβάσεις σε Σαλβαδόρ και Νικαράγουα αλλά και με μια αγορά εργασίας
έτοιμη να υποδεχτεί την πρώτη μορφωτικά υπερεξοπλισμένη γενιά Αμερικανοπαίδων,
το βιβλίο έλεγε ανοιχτά αυτό που κανένας δεν τολμούσε ν΄ακούσει. Οτι τα
μορφωμένα παιδιά της Αμερικής ήταν ρεμάλια –ανεπρόκοποι που νοιάζονταν μόνο για
τη διασκέδαση, ατομιστές που έβαζαν πολύ ψηλότερα την προσωπική ευτυχία από την
επαγγελματική επιτυχία, χαλασμένοι, ηττημένοι από επιλογή κι ενώ είχαν όλα τα
φόντα για να πετύχουν. Δεν ήταν πια οι αλήτες, οι απόκληροι, οι μαλλιάδες, οι
πάνκηδες –ήταν τα «καλά παιδιά» αυτοί που θα έπρεπε όλοι να φοβούνται. Ή, για
να το πούμε διαφορετικά –οι αντισυστημικοί είχαν διαβρώσει τόσο πολύ την αστική
τάξη ώστε ο μηδενισμός βρέθηκε να κρατάει τα καλύτερα πόστα. Το πανκ είχε κάνει
τη δουλειά του μια χαρά –αυτοί οι τύποι εφάρμοζαν το χάος με θρησκευτική προσήλωση.
Και ήταν τα «καλά παιδιά», το ξαναλέω!
Το συγκεκριμένο βιβλίο
έγινε ταινία (με πειραγμένο «ευτυχισμένο τέλος» και άλλες εμπορικές
παρεμβάσεις) –καμιά σχέση με τον δυναμισμό του βιβλίου βέβαια, αλλά δεν χάνεις
τίποτα να τη δεις κάποιο βαρετό απόγευμα.
Πριν η Αμερική καταλάβει
τι τη χτύπησε, ήρθε η δεύτερη μαχαιριά, τον αμέσως επόμενο χρόνο. “Less than zero” του, 21χρονου τότε, Bret Easton Ellis (ελληνικός τίτλος: «Λιγότερο από το μηδέν», εκδόσεις Σέλας). Εδώ έχουμε
αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο –ο ήρωας ονόματι Clay είναι κολλεγιόπαιδο, γόνος πάμπλουτης οικογενείας και επιστρέφει σπίτι του
για τις Χριστουγεννιάτικες διακοπές. Ξαναβρίσκει την παλιά του κολλητή (και όχι
μόνο) η οποία έχει γίνει μοντέλο και σουλατσάρει μαζί της στα αχαλίνωτα πάρτυ
του Los Angeles ψάχνοντας τον τρίτο της παρέας –τον θρυλικό Julian.
Μόνο που τα πάρτυ των
πλουσίων και διασήμων είναι κάπως ακραία –κι με αυτό δεν εννοώ οτι απλώς
σουτάρουν βουνά ναρκωτικών ή πλακώνονται στις παρτούζες, μιλάμε για κανονικές
ακρότητες εδώ πέρα! Όταν τα παιδιά βρίσκουν τον Julian, ανακαλύπτουν οτι τα πράγματα έχουν οδηγηθεί πέρα
από τα όρια των αντοχών τους.
Απόσπασμα από το βιβλίο: «Κι αργότερα, όταν μπήκαμε στο αυτοκίνητο, πήρε μια στροφή προς τη μεριά του δρόμου που ήμουν σίγουρος οτι κατέληγε σε αδιέξοδο. ‘Πού πας;’ τον ρώτησα. ‘Δεν ξέρω’ είπε, ‘απλά πηγαίνω’. ‘Αλλά αυτός ο δρόμος δεν βγάζει πουθενά’, του είπα. ‘Δεν έχει σημασία’. ‘Και τι έχει σημασία;’ τον ρώτησα μετά από λίγο. ‘Μόνο το οτι είμαστε στο δρόμο, μάγκα μου’, είπε».
Το συγκεκριμένο βιβλίο
έκανε τη μεγαλύτερη επιτυχία από τα τρία της «παρέας» χωρίς, κατά την ταπεινή
μου γνώμη, να το αξίζει. Αυτός ο Ellis έχει ένα στυλάκι που σου δίνει στα νεύρα (μάλλον
ηθελημένα), είναι τερατολόγος ο κερατάς και εντελώς δήθεν –δε σε ψήνει οτι
περιγράφει κάποια πραγματικότητα (κι ας χρησιμοποιεί εντελώς ρεαλιστικό στυλ
γραφής). Ο αμοραλισμός του είναι τόσο κενός νοήματος που οι ακρότητες
καταλήγουν στο να μη σου προκαλούν κανένα συναίσθημα –αυτό βέβαια είναι μια
ατόφια πανκ τεχνοτροπία -μοιάζει να αποσκοπεί στο να σου δημιουργήσει ανοσία.
Ίσως και βαρεμάρα –κλείνεις το βιβλίο πριν ακόμα το τελειώσεις και νιώθεις πιο
μπλαζέ από εγγλέζο υποκόμη σε ετήσιο κυνήγι αλεπούς. Φυσικά, το εντυπωσιακό του
όλου πράγματος βρίσκεται στο οτι όλα αυτά τα αρνητικά που αράδιασα λειτουργούν
θετικά (όσο θετική μπορεί να είναι η αποστασιοποίηση). Πάντως επιμένω οτι τον
τύπο τον διαβάζω μεν, αλλά τον απεχθάνομαι σφόδρα.
Απόσπασμα από το βιβλίο: « ‘Αλλά δεν χρειάζεσαι τίποτα. Έχεις τα πάντα’, του είπα. Ο Ριπ με κοίταξε. ‘Όχι δεν έχω’. Έγινε μια παύση και μετά τον ρώτησα. ‘Γαμώτο Ρίπ, τι σκατά δεν έχεις;’ ‘Δεν έχω τίποτα να χάσω’»
Ίσως αναρωτιέσαι γιατί θα
έπρεπε να σε ενδιαφέρει ένα βιβλίο που περιγράφει τη διεφθαρμένη μπουρζουαζία,
όμως τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Η ανώτερη τάξη πάντα λειτουργούσε σαν
πρότυπο στις καπιταλιστικές κοινωνίες (όσο κι αν είμαστε απρόθυμοι να το
παραδεχτούμε). Τους πλούσιους βλέπουμε και αγοράζουμε ακριβά αυτοκίνητα σαν τα
δικά τους, εκείνους θέλουμε να μαϊμουδίσουμε όταν μασκαρεύουμε τις γκόμενές μας
για να μοιάζουν με ανορεξικά μοντέλα και ο κατάλογος δεν έχει τέλος. Σε αυτό το
πλαίσιο λοιπόν έρχεται ο Ellis και σου πετάει στα μούτρα τις ακραίες
συμπεριφορές προκαλώντας σε να δοκιμάσεις τη γεύση της αποτυχίας που
συνεπάγεται η εκπλήρωση των στόχων σου.
Απόσπασμα από το βιβλίο: «Υπήρχε ένα τραγούδι που είχα ακούσει όσο ήμουν στο Λος Άντζελες από κάποιο συγκρότημα της πόλης. Το τραγούδι λεγόταν ‘Λος Άντζελες’ και οι στίχοι και οι εικόνες ήταν τόσο βίαιες και πικρές που το τραγούδι στριφογύριζε στο μυαλό μου για μέρες. Οι εικόνες, όπως έμαθα αργότερα, ήταν εντελώς προσωπικές και κανένας απ΄όσους ήξερα δεν τις είχε. Οι εικόνες που είχα ήταν από ανθρώπους που οδηγούνταν στην παράνοια ζώντας στην πόλη. Εικόνες από γονείς που ένιωθαν τόσο πεινασμένοι και ανολοκλήρωτοι ώστε έτρωγαν τα ίδια τους τα παιδιά. Εικόνες από ανθρώπους, τηνέιτζερς στην ηλικία μου, που σηκώνανε τα κεφάλια τους από την άσφαλτο, κοιτάζανε ψηλά και τυφλώνονταν από τον ήλιο. Αυτές οι εικόνες μού έμειναν ακόμα κι όταν έφυγα από την πόλη. Εικόνες τόσο βίαιες και αποκρουστικές που κατέληξαν να είναι το μοναδικό μου σημείο αναφοράς για πολύ καιρό μετά. Αφού έφυγα».
Το βιβλίο, φυσικά, βγήκε
και σε ταινία, αλλά δε στη συστήνω επειδή ήταν κάκιστη, βαρετή και επιπέδου
Δαλιανίδη. Το μόνο που βλεπόταν ευχάριστα εκεί μέσα ήταν οι Bangles οι οποίες εκτελούσαν μια διασκευή του “Haze shade of winter”.
Κι αυτός ο τίτλος βιβλίου
είναι παρμένος από τραγούδι –συγκεκριμένα το ομότιτλο του Elvis Costello με τον οποίο ο Ellis φαίνεται να έχει
κάποιο κόλλημα.
Το τελειωτικό χτύπημα
στην παραζαλισμένη Αμερική δόθηκε από την κυρία της «παρέας» -την Tama Yanowitz με τη συλλογή
διηγημάτων της “Slaves of New York”
(ελληνικός τίτλος «Σκλάβοι της Νέας Υόρκης», εκδόσεις Σέλας). Μετά το ξεγύμνωμα
των «καλών παιδιών» της αστικής τάξης και την επίδειξη αμοραλισμού της
αριστοκρατίας, έμενε να κονιορτοποιηθεί η καλλιτεχνική κοινότητα του Village κι αυτό
ακριβώς έκανε η Yanowitz.
Απόσπασμα από το βιβλίο: «Δεν μου αρέσει... με κάνει να νιώθω σα να πρόκειται να με πετάξει σ΄ένα φέρετρο και μετά ν΄αρχίσει να κόβει βόλτες πάνω του».
Μέσα από το ζευγάρι των
κεντρικών ηρώων, του Stash που προσπαθεί να γίνει καλλιτέχνης και της Eleanor που φτιάχνει κοσμήματα, κυρίως για λόγους
επιβίωσης, παρακολουθούμε την παρέλαση των εξαθλιωμένων: καλλιτέχνες, πουτάνες,
τραβεστί, άγιοι και λωποδύτες –όλοι στο κυνήγι της αναγνώρισης –σκλάβοι της
πρέζας και της αχαλίνωτης φιλοδοξίας τους, παλεύουν να τη βγάλουν καθαρή ακόμα
μια μέρα μπας και χτυπήσουν τη μεγάλη ευκαιρία. Η Yanowitz (καλή φίλη του Andy Warholl ο οποίος είχε αγοράσει τα δικαιώματα αυτού του βιβλίου για να το κάνει
ταινία) πιάνει όλους τους “beautiful people” (που
θαυμάζαμε σε μυθικές πόζες στο Factory) πριν προλάβουν να φτιασιδωθούν -τους βουτάει,
στην κυριολεξία, με τα σώβρακα και τους πετάει στην 9η Λεωφόρο μια
κρύα χειμωνιάτικη νύχτα. Το παράξενο βέβαια, είναι πως αυτοί οι τύποι ακόμα κι
έτσι παραμένουν συγκλονιστικοί.
Απόσπασμα από το βιβλίο: «... και μ΄έκανε να νιώσω άβολα ο τρόπος που αυτός ο τύπος ξεκοκάλιζε μια φτερούγα κοτόπουλου με τα δόντια του κοιτάζοντάς με. Ξέρεις, το μόνο που ήθελα να του πω ήταν να το σταματήσει αυτό το πράγμα και να γίνει άνθρωπος».
Ο Andy Warholl πέθανε πριν
προλάβει να γυρίσει την ταινία κι έτσι ανέλαβε η ίδια η Yanowitz να φτιάξει το
σενάριο, το οποίο γύρισε τελικά ο James Ivory –πρόκειται για τη μοναδική ταινία της τριάδας που
βλέπεται με αξιώσεις (χωρίς βέβαια να φτάνει στο ύψος του βιβλίου).
Η κυρίαρχη αμερικάνικη
κουλτούρα καταβρόχθισε με μεγάλη προθυμία το Brat Pack. Άλλωστε, μην ξεχνάς οτι οι εκπρόσωποι της
συγκεκριμένης συμμορίας (γιατί
λογοτεχνική κίνηση δεν μπορείς να την ονομάσεις) δεν είχαν καμιά διάθεση να
παίξουν ρόλους κοινωνικά απόβλητων, καταραμένων καλλιτεχνών ή αναχωρητών. Τα
παιδιά ζούσαν μέσα στην «καλή κοινωνία», ακόμα περισσότερο, τα παιδία ήταν «η
καλή κοινωνία»!
Η Tama Janowitz συνέχισε να
γράφει βιβλία με μικρότερη (έως και καθόλου) επιτυχία και να σπαταλιέται στα
σαλόνια –με το πέρασμα των χρόνων έγινε περισσότερο γνωστή για τις ακραίες
δηλώσεις της παρά για το συγγραφικό της ταλέντο. Δες για παράδειγμα τη δήλωσή
της σχετικά με το φαινόμενο της υιοθεσίας παιδιών από φτωχές χώρες (η ίδια έχει
υιοθετήσει ένα κορίτσι από την Κίνα):
«Από μια πλευρά λοιπόν,
είναι ωραίο να γνωρίζεις σαν γονιός, είτε βιολογικός, είτε άλλου είδους –πώς
ότι και να κάνεις, θα είσαι πάντα λάθος. Όπως λέω στη Willow: ‘Λοιπόν, θα πρέπει να ξέρεις οτι αν ήσουν ακόμα
στην Κίνα θα δούλευες 14 ώρες τη μέρα και με το ζόρι θα σ΄αφήνανε να κάνεις
διάλειμμα για κατούρημα’. Κι εκείνη μου απαντάει –όπως απαντάνε όλα τα παιδιά
από αρχαιοτάτων χρόνων – ‘Και τι έγινε, δε με νοιάζει –θα προτιμούσα να το κάνω
αυτό παρά να είμαι εδώ πέρα’».
Ο Bret Easton Ellis παρέμεινε
επιτυχημένος κυκλοφορώντας το “The Rules of Attraction”
(όπου μπορούμε να πούμε οτι παρακολουθούσε την πορεία του Clay στο Κολλέγιο) και στη
συνέχεια αποθεώθηκε με το “American Psycho” (ας
πούμε οτι είναι η επέκταση της περσόνας του Julian). Συνεχίζει να ζει προσπαθώντας να θολώσει τα
νερά σχετικά με το πόση δόση φαντασίας και πόσα αυτοβιογραφικά στοιχεία
περιέχεται στα βιβλία του –το 2010 κυκλοφόρησε τη συνέχεια του Less than Zero η οποία τιτλοφορείται
“Imperial Bedrooms”
(τίτλος επίσης δανεισμένος από τον Elvis Costello).
Το μεγαλύτερο ταλέντο της
«παρέας» (και μάλλον ο μοναδικός πραγματικός συγγραφέας από τους τρεις), ο Jay McInerny έβγαλε ακόμα ένα
βιβλίο-δυναμίτη, το “Story of my life”
όπου (ο αθεόφοβος) γράφει το ημερολόγιο μιας φοιτήτριας σε πρώτο πρόσωπο! Στη
συνέχεια με τα “Brightness falls”
και “The Good life”
φανέρωσε τις μουδιασμένες πλευρές της Generation X, ακολουθώντας
τα «καλά παιδιά» όσο αυτά ωριμάζουν-πεθαίνουν σε καλοπληρωμένες δουλειές,
μονίμως υπερχρεωμένοι, μονίμως κυνηγημένοι από την αδυσώπητη πραγματικότητα. Η
πορεία μιας γενιάς μεταξύ καθημερινότητας, πολυτέλειας και ψυχιατρείου, όταν οι
βασιλιάδες και οι βασίλισσες των κολλεγιακών χορών προσπαθούν να κρατήσουν κάτι
από τη νεανική τους ομορφιά περιθάλποντας τους αποτυχημένους συγγραφείς-φίλους
τους. Και τα τρία αυτά βιβλία έχουν κυκλοφορήσει σε ελληνική μετάφραση
–πρόκειται για αριστουργήματα –θα τα σύστηνα ανεπιφύλακτα, αν την μετάφραση του
Brightness falls (ελληνικός τίτλος: Μανχάταν, εκδόσεις ΠΟΛΙΣ) δεν είχε κάνει η Σώτη
Τριανταφύλλου (αγόρασε την ελληνική μετάφραση μονάχα εφόσον γνωρίζεις καλά
αγγλικά και θέλεις να πεθάνεις στο γέλιο με τα μεταφραστικά μαργαριτάρια της
Σώτης!)
Αυτό ήταν το Brat Pack κι έτσι γράφτηκε το
τέλος μιας γενιάς που δεν καταδέχτηκε ποτέ να λατρέψει τις ψευδαισθήσεις της
–προτίμησε να τις συντηρεί ιδιωτικά με ναρκωτικά, αλκοόλ και πολυτέλειες.
Κρίνοντας εκ των υστέρων, νομίζω οτι τα κατάφεραν μια χαρά. Αν μη τι άλλο δεν
ξεφτιλίστηκαν σαν τη «γενιά των μεγάλων επαναστάσεων» και δεν αποκοιμήθηκαν
ξεσκέπαστοι σαν τη «γενιά του ίντερνετ».
Ας είναι όλοι τους καλά,
όπου (και για όσο) κι αν βρίσκονται.
5 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Συνολική γνώση(βιβλίου/μεταφοράς)έχω μόνο στην περίπτωση του Μηδέν.Το υλικό απο μόνο του σίγουρα δεν προσφέρεται για ταινία-παραγγελία προορισμένη για village,αλλά και το αποτέλεσμα ήταν υπόδειγμα αλλοίωσης του πνεύματος του συγγραφέα.Μένει ένα ωραίο μουσικό σκορ(που ακούγεται και προς το τέλος-αν πω περισσότερα θα προδώσω τι γίνεται,πάντως ουδεμία σχέση με το κείμενο και αξίζει να σημειωθεί ότι οι οπαδοί του βιβλίου είναι στα μαχαίρια με αυτούς της ταινίας)και η κοπελίτσα(Τζέημι Γκερτζ-προτιμότερη στο Crossroads του Γουόλτερ Χιλλ).*
*Οι Νόμοι της έλξης με είχαν πιάσει περισσότερο σαν κείμενο.
Για τα Δυνατά φώτα,έχω να πω ότι το περίμενα με ενδιαφέρον και λόγω σκηνοθέτη(συχωρεμένος Μπρίτζες του Συνδρόμου της Κινας)και με την προοπτική να αποδομηθεί το ιματζ του Μάικλ Φοξ.
Πάντως όπως λες,δεν πάει χαμένη η ώρα του θεατή και τον ωθεί να διαβάσει και το βιβλίο.
Η τρίτη δυστυχώς περνούσε και περνάει απο δίπλα μου(μπορεί να την έχω κιόλας)αλλά ακόμα ολόκληρη δεν την έχω δει.
Ναι -έχεις δίκιο, πέρα από την (προσωπική άποψη) περί βαρετότητας του στυλ κινηματογράφισης του Άιβορι, νομίζω οτι ήταν και εντελώς εκτός πνεύματος στους Σκλάβους της Ν. Υόρκης.
Αυτό που μένει σε μένα από εκείνη την "παρέα" είναι το μεγαλείο του Μακίνερνι -από τους δυνατότερους συγγραφείς των ΗΠΑ!
οταν βάζεις δύσκολα τα σχολια είναι λίγα.
Μόνο τον Ελις ξέρω απο αυτους τους τρεις.
Ο πρωταγωνιστής του ζει σε μια κατάσταση που όλα έχουν συμβεί και όλα έχουν ειπωθεί. Το καινούριο είναι συνήθως εικόνες βίας που γεννάει το μυαλό για ...διασκέδαση μάλλον.
Όλα αυτά θυμίζουν εκείνο παραμύθι των βασιλιάδων που χρειάζονται γελωτοποιούς για να μη βαριούνται ... και το παρεμφερές παραμύθι που ένας βασιλιάς δίνει τα πάντα για να
κανουν την πριγκίπισσα να γελάσει ή να φάει.
όσο αυξάνει η διάδοση του ιντερνετ γινόμαστε μια μεγάλη παρέα που έχει ανάγκη από καινούριο αίμα γιατί έχει βαρεθεί τα παλιά ανεκδοτα.
επίσης νομίζω ότι για σενα ότι νομίζεις ότι όλα έχουν ειπωθεί απο το '80. (3 ότι και 2 νομίζω :):) )
τέλος η λογοτεχνία είναι ένα "δύσκολο" κεφάλαιο . Σπάνια έως ποτέ συναντάς ανθρώπους που έχουν διαβάσει τα ιδια βιβλία ή ακομα και τους ίδιους συγγραφείς και μπορούν να μιλήσουν για όλα αυτά χωρίς να αποκρύπτουν την άγνοιά τους.
Μήπως να έκανες και συ κριτική βιλίου(όπως πολλοί άλλοι) ασχολούμενος με ένα μόνο βιβλίο και εκεί να παραθέτεις και τις άλλες γνώσεις σου από τους αντίστοιχους συγγραφείς ; και εμείς οι αδαείς να μπορούμε να αγοράσουμε το βιβλίο για το οποίο τα λες τόσο ωραία σαν να το έχουμε μπροστά μας.
τέλος διάβασα ένα ωραίο ψιλοσεξιστικό από ξένο συγγραφέα αυτές τις μέρες "Οι γυναίκες ανοίγουν πιο εύκολα τα πόδια τους παρα ένα βιβλίο"
:)
ανονυμοσς
τελικα το ένα ότι δεν χρειαζόταν
2 οτι και 2 νομιζω
:)
Βασικά, λόγω βλακείας μάλλον, δεν έπιασα τα 1,2,3 αλλά ας συνεχίσω...
Δεν έκανα κριτική βιβίων -έκανα παρουσίαση, άδερ δε ουαν εντ άδερ δε άδερ που έλεγε κι ένας φίλος μου μορφωμένος.
Αν από τους τρεις κατέχεις μόνο τον Έλις, χάνεις όλη τη σοκολάτα και τρως σκέτη τη σαντιγί της γαρνιτούρας κατά την ταπεινή μου γνώμη. Έκανες κι εσύ μια συνοπτική παρουσίαση του κεντρικού ήρωα του Έλις με την οποία διαφωνώ αλλά αυτή είναι η μαγεία των βιβλίων -τον εαυτό του διαβάζει ο καθένας σε τελική ανάλυση.
Αν γνωρίζεις καμιά γυναίκα που ν΄ανοίγει πιο εύκολα τα πόδια της απ΄ότι ένα βιβλίο να μου τη συστήσεις γιατί σε μένα ως φαίνεται έχουν πέσει μόνο οι άλλες -μη σου πω μάλιστα οτι ενίοτε χρειάστηκε να γράψεις βιβλίο γι΄αυτές πριν το μοιραίο...
Δεν είναι δύσκολο θέμα η λογοτεχνία, μπελαλίδικο είναι γιατί απαιτεί διάβασμα, εξ ου και τα λίγα σχόλια. Αν έγραφα βέβαια για το βιβλίο της Ρεπούση που κανένας δεν έχει διαβάσει θα ήταν αλλιώς...
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!