Προηγούμενα:
3. Σκυλιά, παπούτσια, κόκαλα
4. Γυναίκες που φοβούνται να γυρίσουν στο πουθενά
5. Πάντα επιστρέφουν
6. Ένα προπληρωμένο εισιτήριο
7. Η αναζήτηση της ομορφιάς εκεί που δεν υπάρχει
8. "Καλωσήρθα αγαπούλα"
4. Γυναίκες που φοβούνται να γυρίσουν στο πουθενά
5. Πάντα επιστρέφουν
6. Ένα προπληρωμένο εισιτήριο
7. Η αναζήτηση της ομορφιάς εκεί που δεν υπάρχει
8. "Καλωσήρθα αγαπούλα"
Έβρεχε τού σκοτωμού, γι΄αυτό ο λάκκος κατάντησε πισίνα μέσα σε λίγα λεπτά.
Δυο μαύροι φτυάριζαν το νερό λες και κωπηλατούσαν –παρ΄ όλες τις προσπάθειές
τους το φέρετρο παρέμενε στη θέση του, αμετακίνητο δίπλα από τα χώματα.
«Αφεντικό, θα πάρει πολύ ακόμα;» ρώτησε αγανακτισμένος ο μαύρος βλέποντας
το βρόχινο νερό να ανεβαίνει πάνω από τον καβάλο του τζιν του.
Ο Φάνης με κοίταξε κάτω από την ομπρέλα που του κράταγε η Έλσα.
«Νομίζω οτι πρέπει να πεις δυο λόγια», μου σύστησε.
«Κατεβάστε την», είπα.
Ο Φάνης γέλασε ξαφνιασμένος.
«Δεν ήταν αυτά τα λόγια που είχα κατά νου», μου εξήγησε.
«Τι δηλαδή; Ο θεός να αναπαύσει την ψυχή της και τέτοια;» απόρησα.
«Θα προτιμούσα κάτι σχετικό με τη μακαρίτισσα –τι άνθρωπος ήταν...»
μουρμούρισε δίπλα του η Έλσα.
«Κάθαρμα -αυτό ήταν», μούγκρισα. «Ποτέ δεν έβγαλα άκρη αν ήταν περισσότερο
γυναίκα ή παγίδα...»
«Αυτά μου αρκούν», είπε ο Φάνης κι έκανε νόημα στην Έλσα οτι φεύγουν.
Έμεινα να τους κοιτάζω, βρεγμένος μέχρι σώβρακο, καθώς απομακρύνονταν. Ο
Φάνης είχε αναλάβει τα έξοδα της κηδείας και μάλιστα χωρίς να μου πει τίποτα.
Κανονικά θα έπρεπε να του χρωστάω ευγνωμοσύνη αλλά δεν ένιωθα έτσι.
«Πάμε στο ταξί μπας και γλιτώσουμε την πνευμονία», μου φώναξε ο Φάνης. «Θα
σε περιμένουμε».
Είδα το φέρετρο να κρύβεται κάτω από τις λάσπες που φτυάριζαν οι
νεκροθάφτες. Σκούρο μαόνι χωρίς σταυρό πάνω του –αλλά τι είχε μέσα; Ένα, ξένο
πλέον για μένα, σώμα που προοριζόταν να σαπίσει, ακουμπισμένο στη σατέν
επένδυση. Προσπάθησα να φανταστώ τη Σόνια εκεί μέσα αλλά δεν ήταν δυνατό.
Εκείνη είχε φύγει από κοντά μου όταν με πούλησε στους μπάτσους και από τότε δεν
κατάφερα να την ξαναβρώ, αυτή ήταν η μόνη αλήθεια.
Γύρισα την πλάτη και ξεκίνησα για την έξοδο του νεκροταφείου –τα παπούτσια
μου είχαν γίνει σα βάρκες ναυαγισμένες μεσοπέλαγα -πολύ ενοχλητικό όσο να
πεις... Η πόρτα του ταξί με περίμενε ορθάνοιχτη, χώθηκα λοιπόν δίπλα στο Φάνη
όσο η Έλσα από το μπροστινό κάθισμα έδινε οδηγίες στον ταξιτζή.
«Θέλεις να σε περάσουμε από το δωμάτιό σου ν΄ αλλάξεις;» με ρώτησε η Έλσα
στρίβοντας το κορμί της προς το μέρος μου.
«Έλεγα να με αφήσετε κιόλας εκεί», πρότεινα.
«Από και κλείεται! Στην κατάστασή σου;» διαμαρτυρήθηκε παιχνιδιάρικα η
Έλσα.
«Καλά σού λέει. Θα χρειαστείς κάποιον να πιείτε στη μνήμη της», μουρμούρισε
ο Φάνης.
«Νόμιζα οτι όταν πεθαίνει κάποιος καλύτερο είναι να τον ξεχνάμε παρά να τον
θυμόμαστε», είπα.
Ο Φάνης έσκυψε προς το μέρος μου κοιτάζοντας συνωμοτικά τριγύρω.
«Περί της μνήμης της συχωρεμένης κάνε ότι σε φωτίσει.. Έχουμε όμως και κάτι
θεματάκια ανοιχτά», ψιθύρισε.
«Για τα λεφτά; Όταν γυρίσουμε Ελλάδα θα σου τα δώσω», δικαιολογήθηκα.
«Ποιος τα γαμεί τα λεφτά;» δυσανασχέτησε.
«Τότε τι άλλο;» απόρησα.
«Όλα με την ώρα τους», είπε ο Φάνης και άναψε τσιγάρο χωρίς ν΄ανοίξει το
παράθυρο.
Μέσα σε δυο λεπτά είχαμε γίνει θάλαμος αερίων.
«Δεν ανοίγετε κάνα παράθυρο εκεί πίσω;» φώναξε η Έλσα.
Σκεφτόμουν –τι διάολο εννοούσε ο Φάνης; Τι άλλο είχαμε μεταξύ μας; Και τότε
συνειδητοποίησα οτι δεν ήξερα τίποτα γι΄ αυτόν –ποιος ήταν, τι δουλειά έκανε...
Μόνο όσα μου είχε πει για τον λόγο που ήρθαν στο Μοντεζούμα, πράγμα που άφηνε
περιθώρια για μπόλικες ερμηνείες. Περιθώρια... ερμηνείες... γέλασα στα βουβά.
Οι ερμηνείες και τα περιθώρια ήταν για τους μαθητές του σχολείου που κάνουν
αναλύσεις λογοτεχνικών κειμένων σε τετράδια με μπλε, πλαστικό, εξώφυλλο. Εγώ
δεν είχα. Τίποτα απ΄ όλα αυτά, ούτε καν διάθεση.
Το ταξί πάρκαρε έξω από το μέρος που νοίκιαζα δωμάτιο και βγήκα γνέφοντας
οτι δεν θ΄ αργήσω. Η γριά σπιτονοικοκυρά βιάστηκε να κρυφτεί όταν με άκουσε να
ξεκλειδώνω –αυτό συνέβαινε το τελευταίο διάστημα, από τότε που με είδε να
επιστρέφω ενώ με είχε καρφώσει στους μπάτσους. Ίσως να με φοβόταν, ίσως πάλι
και να με ντρεπόταν αν και, το τελευταίο, δεν το πολυπίστευα.
Προσπαθώντας να βάλω σε τάξη το μυαλό μου καθυστέρησα αρκετά –γδύθηκα,
πλύθηκα, φόρεσα στεγνά ρούχα και παπούτσια, κάπνισα ένα τσιγάρο χαζεύοντας τα
ρυάκια που κατεβαίνανε στο τζάμι πάνω από το κρεβάτι μου. Στο τέλος ήμουν περισσότερο
μπερδεμένος από πριν κι έτσι κατέβηκα τα σκαλιά απρόθυμα, βγήκα έξω, είδα τον
Φάνη να κουνάει τα χέρια του νευρικά προς το μέρος μου, μπήκα στο ταξί.
«Ρε φίλε, για ν΄ αλλάξεις ρούχα πήγες ή για ν΄ αλλάξεις τη διακόσμηση του
δωματίου;» γκρίνιαξε.
«Μου πήρε λίγο παραπάνω γιατί σκεφτόμουν...» δικαιολογήθηκα.
«Ε, τότε κόφτο αυτό το πράγμα αγόρι μου! Απ΄ ότι φαίνεται σού πέφτει πολύ
βαρύ!»
Γέλασα, κατέβασα το μισό παράθυρο από την πλευρά μου γιατί το ντουμάνι εκεί
μέσα δεν αντεχόταν και έκανα νόημα στον ταξιτζή να φύγουμε.
«Ξέρω ένα όμορφο μαγαζάκι στο λιμάνι...» ξεκίνησε ο Φάνης.
«Που παίζει παλιές ταινίες», συμπλήρωσα τη φράση του.
«Ναι ρε –γιατί; Ξέρεις τίποτα καλύτερο σ΄αυτόν τον κωλότοπο;» γκρίνιαξε.
Ευτυχώς που μιλάγανε ελληνικά και δεν τα έπιανε ο ταξιτζής...
«Δε γαμιέται...» ψιθύρισα.
«Θα σας αφήσω εκεί αλλά εγώ θα συνεχίσω γιατί πρέπει να κάνω κάτι ψώνια»,
είπε η Έλσα.
«Μ΄ αυτόν τον σκατόκαιρο;» ρώτησε ο Φάνης.
«Ε, κάποτε πρέπει να γίνουν αγάπη μου», του απάντησε εκείνη.
Με κοίταξε και του χαμογέλασα.
«Πώς σε αντέχει ακόμα η γυναίκα;» απόρησα.
«Γιατί τι έχω;» αναρωτήθηκε. «Μια χαρά άνθρωπος...»
«Και δυο τρομάρες», συμπλήρωσα.
Ένα πνιχτό γελάκι ξέφυγε από την Έλσα.
«Έτσι θα το πάμε τώρα; Πρίμο –σεκόντο;» μούγκρισε ο Φάνης.
«Θα δείξει», είπα.
Το ταξί μάς ξέβρασε στη λιμανίσια μπόχα –ψαροκασέλες να σαπίζουν άδειες από
ψάρια αλλά γεμάτες λέπια, στοιβαγμένες στα πλαϊνά της προβλήτας και φορτηγά να
μπαινοβγαίνουν στα δεμένα πλοία εμπλουτίζοντας τους υδρατμούς της καταιγίδας με
άκαυστη βενζίνη.
«Πάμε μέσα γρήγορα», φώναξε ο Φάνης γιατί είχε αρχίσει πάλι να βρέχει.
Η πάνινη οθόνη ήταν λευκή -εκείνο το λευκό της μηχανής προβολής όταν δεν
έχει τίποτα να δείξει –ο Φάνης αμφιταλαντεύτηκε, αλλά τελικά διάλεξε κάποιο
τραπέζι χωρίς θέα στην οθόνη.
«Δεν θα δούμε καθόλου ταινία; Λοιπόν, αυτό που θέλεις να μου πεις θα πρέπει
να είναι πολύ σοβαρό», υπολόγισα.
«Εγώ δεν έχω να σου πω τίποτα. Εσύ θα μου πεις...» μούγκρισε ο Φάνης.
«Τι πράγμα;» απόρησα.
«Πού είναι η κασέτα;»
Άναψα τσιγάρο ψάχνοντας το γκαρσόνι.
«Η κασέτα;»
«Η κασέτα που είχε μαζί της η Σόνια και σκόπευε να πουλήσει...»
«Α, αυτή... Και τι σε νοιάζει εσένα;»
Ο Φάνης χαμογέλασε πριν απαντήσει –έκανε νόημα στο γκαρσόνι και παράγγειλε
τα συνηθισμένα μας ποτά.
«Νομίζεις οτι ήρθα μέχρι εδώ για τις γιόγκες;» με ρώτησε σφυριχτά.
«Δε νομίζω –απλώς ακούω ότι μου λες», του εξήγησα.
«Σκατά ντετέκτιβ...» γέλασε εκείνος ακουμπώντας τον δείκτη του στο στήθος
μου.
«Μαζέψου και δεν είπα ποτέ οτι είμαι ντετέκτιβ», κούμπωσα απότομα. «Με
πληρώσανε να κάνω μια δουλειά, αυτό είναι όλο. Ούτε ψάχνω, ούτε ψάχνομαι
–εξηγηθήκαμε;»
«Και τότε, τι γύρευες στο δωμάτιο της Σόνιας αμέσως μόλις φύγαμε από τη
μπατσαρία;» ρώτησε μισοχαμογελώντας ο Φάνης.
«Λογαριασμό θα σου δώσω;» νευρίασα.
Το γκαρσόνι άφησε τα ποτά κι εμείς αφήσαμε για λίγο την κόντρα προτιμώντας
να ρίξουμε κάποιο αλκοόλ μέσα μας, μπας και εξατμίσει την υγρασία.
«Βλαδίμηρος», μου σφύριξε ο Φάνης.
«Εντάξει –και τι μ΄αυτό;» απόρησα.
«Εσύ δίνεις λογαριασμό σ΄ εκείνον –τα λέω σωστά;»
«Ούτε εγκυκλοπαίδεια να ΄σουν!» ψευτοθαύμασα.
«Εντάξει. Αυτός λοιπόν, δίνει λογαριασμό σε μένα...» μου εξήγησε ο Φάνης.
«Εννοείς...»
«Ναι βρε παιδί μου, πολύ αργός είσαι! Για μένα δουλεύει ο Βλαδίμηρος, εγώ
του ζήτησα να ψάξει για την κασέτα και να κανονίσει πώς θα την αγοράσουμε.
Γι΄αυτό ήρθα εδώ, για να βρω τη Σόνια, να κλείσουμε τη συναλλαγή –είχαμε,
βλέπεις, υπολογίσει οτι θα την ξετρύπωνες και θα την έπειθες...»
«Να κάνει τι;»
Έσβησε το τσιγάρο του και με κοίταξε.
«Να πουλήσει την κασέτα στον Βλαδίμηρο ή να την καταστρέψει –το ίδιο θα
ήταν για μένα. Γιατί κι εγώ αν την έπαιρνα στα χέρια μου θα την κατέστρεφα
–εντάξει, μια ματιά θα την έριχνα πρώτα –να μη λέμε και ψέματα, αλλά μετά...
σκουπίδια» είπε ο Φάνης κοιτάζοντας κάπου μακριά, στο βάθος του μαγαζιού.
«Τι διάολο είσαι εσύ –θέλεις να μου πεις;» θύμωσα.
«Τι είμαι; Στο είπα από την αρχή, δεν κρύφτηκα... Σκοτώνω ανθρώπους και
τους ανασταίνω στη συνέχεια... τι νόημα βγάζεις από αυτό;»
Έξυσα τη φαβορίτα μου.
«Σε σχέση και με τη Φωτίου, ας πούμε;» ρώτησα.
«Μέσα είσαι», επικρότησε εκείνος.
«Σκηνοθέτης;»
Γέλασε.
«Πουλιά στον αέρα πιάνεις...»
«Μπα –προτιμάω τις γυναίκες», παραδέχτηκα όλο μετριοφροσύνη.
Γέλασε ξανά.
«Μετά την ταινία με τη Φωτίου και μετά από καμιά πενηνταριά παρόμοιες
αηδίες, ξεκίνησα τη δική μου πορεία... Βέβαια με τη Φωτίου μάς συνέδεαν παλιές
ιστορίες... πριν την ταινία που σου έλεγα. Γι΄αυτό άλλωστε με είχε χώσει στο
συνεργείο η Λίζα, γνωριζόμασταν. Η Λίζα ήταν κορίτσι της παρέας μου, για τα
τέλη του ’50 μιλάμε... Καταπληκτική γκόμενα, σκέτη μούβι σταρ, έμοιαζε κάμποσο
στην Κιμ Νόβακ... Ήταν κοπέλα της παρέας, φιλαράκι, με πιάνεις; Δεν ήταν το
κορίτσι κάποιου.... Πήγαινε με πλούσιους, ώριμους κυρίους και τους μάδαγε
–ερχόταν μετά στο στέκι μας φορτωμένη σαν Αγιοβασίλης! Κάτι Χριστούγεννα
μάλιστα είχε ντυθεί όντως Αγιοβασίλης αλλά αυτή είναι διαφορετική ιστορία...
Τέλος πάντων, η Λίζα ήταν δικιά μας –δεν μπορούσα ν΄αφήσω αυτή την κασέτα να
κυκλοφορεί και να ξεφτιλίζεται...»
«Κάτσε μισό λεπτό», τον διέκοψα. «Αυτό το κόλλημα να μαζέψεις την κασέτα με
την τσόντα της Φωτίου, από πότε το έχεις;»
Με κοίταξε παραξενεμένος.
«Από τότε που διάβασα σχετικά στις εφημερίδες», είπε.
«Σίγουρα; Μήπως το είχες και λίγο νωρίτερα;»
Άναψε καινούργιο τσιγάρο.
«Τώρα, για μαλάκες ψάχνεις; Ακόμα κι αν ήξερα για την κασέτα πιο πριν, λες
να το παραδεχόμουν σε σένα;»
«Έχω μια ελπίδα οτι θα έβρισκα τον τρόπο να σε πείσω...» ψιθύρισα
δείχνοντάς του τα δόντια μου. «Και το σκέφτομαι αυτό επειδή εγώ έφαγα φυλακή
για το φόνο που έκανε κάποιος άλλος...»
«Δεν τη σκότωσα εγώ πάντως –δεν είχα κανένα λόγο... Για την κασέτα είχα ακούσει,
αλλά στο χώρο μας ακούγονται γενικώς τέρατα. Δεν έδωσα σημασία –άσε που δεν
ήταν δικιά μου υπόθεση. Η Λίζα φύλαγε μια κασέτα για να έχει στο χέρι τον
Μανιάτη –«πολύ Λίζα» αντιμετώπιση κατάστασης κι ο Μανιάτης μου γύρναγε τ΄
άντερα –άρα...»
Τον περίμενα να συνεχίσει. Όταν δεν το έκανε, ήρθε η σειρά μου να ρωτήσω.
«Ας πούμε οτι όλα αυτά που λες βγάζουν κάποιο νόημα –όχι οτι βγάζουν στην
πραγματικότητα, απλώς θα το υποθέσουμε –εντάξει; Όμως, σ΄αυτή την περίπτωση
υπάρχουν δυο κασέτες. Τη μια την είχε η Σόνια και ήθελες να την αγοράσεις. Με
την άλλη τι θα γινόταν;»
Γέλασε ξανά.
«Είσαι κάπως άσχετος από εμπορικές συμφωνίες...» διαπίστωσε. «Όχι οτι εγώ
είμαι τίποτα εξπέρ, αλλά έχω μάθει δυο-τρία κόλπα... Λοιπόν, στην περίπτωσή
μας, ο αστάθμητος παράγοντας ήταν η δικιά σου, η Σόνια. Έπρεπε να κλείσουμε
πρώτα συμφωνία μαζί της επειδή δεν μας ήταν εύκολο να τη μετρήσουμε –δεν
διαθέταμε αρκετά στοιχεία. Από την άλλη, ο Γκας είναι ανοιχτό βιβλίο... Κατά
πρώτον, κάναμε μια επαφή μαζί του και τον ρίξαμε στα παζάρια, τύπου ‘εμείς
μιλάμε και με την άλλη πλευρά που έχει την κασέτα, θα αγοράσουμε στην καλύτερη
τιμή’. Στη συνέχεια βέβαια, όσο κι αν μας πρότεινε θα τον αφήναμε στο περίμενε
–όταν αγοράζαμε από Σόνια θα του παίρναμε το δικό του αντίτυπο κοψοχρονιά. Ένα,
δυο χιλιάρικα το πολύ...»
«Πολλά δεν είναι;» αναρωτήθηκα.
«Δεν είναι πολλά αν σκεφτείς οτι αγοράζεις εχεμύθεια...» μου εξήγησε.
Κατέβασα το υπόλοιπο ποτό μου κοιτάζοντας για το γκαρσόνι πίσω από τον ώμο
του Φάνη. Τα μάτια μου έπεσαν στην οθόνη –κάποια ταινία παιζόταν αλλά δεν
μπορούσα να διακρίνω λεπτομέρειες από τόσο πλάγια.
«Υπάρχει και η πιθανότητα δηλαδή να ξεκίνησε από τις δικές σου μαλακίες όλη
αυτή η υπόθεση...» υπολόγισα.
«Ποια υπόθεση;»
«Αυτή που κατέληξε στην κηδεία της Σόνιας», του είπα.
«Όχι και καμιά σπουδαία κηδεία εδώ που τα λέμε...» διαπίστωσε.
«Δεν βρήκα τίποτα στο δωμάτιό της...»
«Κι αν έβρισκες;»
«Εφόσον μιλάμε για την κασέτα, θα την είχα καταστρέψει –άρα δεν θα υπήρχε
πρόβλημα να στο πω...»
«Ίσως...» ψιθύρισε ο Φάνης.
«Έλειπε η τσάντα της», είπα.
«Δεν τη βρήκε η αστυνομία;»
«Η αστυνομία δε βρήκε τίποτα επίσης. Το διαβατήριό της το είχε η γυναίκα
που της νοίκιαζε δωμάτιο».
«Και τι τσάντα ήταν αυτή δηλαδή;»
«Μεγάλη μάλλον. Πρέπει να χώραγε μαγιό, σαγιονάρες –εξοπλισμό θαλάσσης σα
να λέμε, χώρια που υποπτεύομαι οτι κουβάλαγε κάποιο λάπτοπ με το υλικό
αποθηκευμένο...»
«Είσαι τελικά ντετέκτιβ...» έκανε με θαυμασμό ο Φάνης.
«Αρχίδια...» ψιθύρισα.
«Και τώρα τι κάνουμε;» ρώτησε εκείνος.
«Μαζί –τίποτα απολύτως. Εγώ κάνω», του ξεκαθάρισα.
Με κοίταξε περιμένοντας.
«Έχω σχεδόν μια μέρα στη διάθεσή μου, λέω να κυκλοφορήσω στα πέριξ –ξέρεις,
για την απίθανη εκείνη περίπτωση που κάποιος πίθηκος άρπαξε την τσάντα και την
έκρυψε στη φωλιά του...»
«Οι πίθηκοι δεν έχουν φωλιές», παρατήρησε.
«Οι πίθηκοι που ψάχνω εγώ, έχουν», είπα.
Κούνησε το κεφάλι.
«Πότε φεύγεις;»
«Με το αυριανό πλοίο. Μεσάνυχτα πετάω από Σαν Χοσέ», του απάντησα.
«Εμείς θα μείνουμε καμιά βδομάδα ακόμα...»
«Καλά θα κάνετε».
«Αφού ήρθαμε... ας κάνει τουλάχιστον τη γιόγκα της, έτσι;»
«Ριμπέρθ», του υπενθύμισα.
«Ότι να ‘ναι...» εκνευρίστηκε.
Σηκώθηκα μαζεύοντας τα τσιγάρα μου από το μεταλλικό τραπέζι, ψάχτηκα για
χρήματα αλλά μου έκανε νόημα οτι τα ποτά είναι κερασμένα. Τα κόκαλά μου άρχιζαν
πάλι να πονάνε –υπολόγισα να περάσω από τη μπάρα φεύγοντας και να ζητήσω ένα
ποτήρι νερό –δεν ήθελα να με δει όταν θα μπουκωνόμουν με χάπια. Κι εκείνος
μόρφασε κάνοντας μια κίνηση να μου δώσει το χέρι του.
«Γαμημένη πλάτη», δικαιολογήθηκε.
Πήρα το χέρι του –ζεστό χέρι, αλλά όχι ιδρωμένο –σα να ήταν άρρωστος με υψηλό
πυρετό.
«Θα αργήσουμε να ξαναβρεθούμε», είπε. Δεν ήμουν σίγουρος αν απευθυνόταν σε
μένα.
«Υπάρχει κάποιος λόγος γι΄αυτό;» ρώτησα.
«Για το οτι θα αργήσουμε; Ή για να ξαναβρεθούμε;» κορόιδεψε.
«Η Αθήνα είναι η πόλη των ατυχών συμπτώσεων», σχολίασα.
«Σωστός», γέλασε. «Δικό σου ή κάπου το έχεις διαβάσει;»
«Δεν ξέρω να διαβάζω», του εξήγησα.
«Άρα, δεν είναι δικό σου», γέλασε. «Θα το χρησιμοποιήσω».
Σήκωσα τους ώμους και ξεκίνησα για το μπαρ ενώ ο πόνος δυνάμωνε.
«Πετρά;» μου φώναξε.
Σταμάτησα.
«Η εκδίκηση είναι υπερεκτιμημένη υπόθεση», είπε.
«Αλλά βοηθάει για να κοιμάσαι καλύτερα τα βράδια», παρατήρησα.
«Σίγουρα –αν οι εφιάλτες σε νανουρίζουν...» απάντησε.
Έφυγα φουριόζος, ξεχνώντας να κάνω στάση στη μπάρα.
Η βροχή είχε σταματήσει, αλλά οι δρόμοι έμοιαζαν πλέον με κανάλια της
Βενετίας. Τα μποτάκια του Βλαδίμηρου άντεχαν να πλατσουρίσουν στις λακκούβες αν
ήσουν κάπως προσεκτικός –στο αριστερό ταλαντευόταν καθησυχαστικά η πεταλούδα.
Κάπου υπήρχε μια γωνιά που βρώμαγε περισσότερο απ΄ όλο το χωριό -εκεί έπρεπε να
πάω, αλλά το θέμα ήταν να την εντοπίσω. Επιβράδυνα το βήμα μου στον κεντρικό
δρόμο χαζεύοντας τους περαστικούς και ψάχνοντας πώς να σταθώ τυχερός. Δυο
τουρίστες βάδιζαν βιαστικά στο απέναντι πεζοδρόμιο, μια παρέα βγήκε από κάποιο
αυτοκίνητο για να χωθεί στο σούπερ μάρκετ, κάτι πιτσιρικάδες παίζανε ξύλο με
κλαριά από μπανανόδεντρα. Με την πρώτη ματιά όλα έμοιαζαν αθώα. Προχώρησα
μερικά βήματα, πέρασα τον δρόμο και ανέβηκα στο πεζοδρόμιο πίσω από τους δυο
βιαστικούς τουρίστες. Τους ακολούθησα κάμποσο αδιάκριτα, ο ένας με πήρε γρήγορα
χαμπάρι, κάτι είπε στον άλλο και κοντοστάθηκαν. Ίσως να ήταν οι άνθρωποί μου...
Έστριψαν στην πρώτη γωνιά, εγώ πίσω τους. Ήταν δυο ξανθά παιδιά, όχι πάνω
από 25, και κάνανε μπαμ από χιλιόμετρα οτι ψάχνανε σταφ. Ο ψηλότερος από τους
δυο τους κοντοστάθηκε επιχειρώντας να γυρίσει προς το μέρος μου, ο άλλος τον
τράβηξε απότομα. Προχώρησαν-προχώρησα. Στα 30 μέτρα συνοδείας αποφάσισαν οτι
δεν πήγαινε άλλο.
«Θέλεις κάτι;» με ρώτησε ο ψηλός.
«Γιατί –έχεις;» έκανα χαμογελώντας.
«Τι πράγμα;» ρώτησε ο άλλος.
«Ότι να ΄ναι –αρκεί να αξίζει τον κόπο», είπα.
«Δεν καταλαβαίνουμε τι λες», έκανε ο ψηλός.
Κούνησα το κεφάλι δήθεν λυπημένα. Και συνέχισα να τους ακολουθώ όταν
ξεκίνησαν να προχωράνε. Ήταν πιθανό να τους χαλάσω τη φάση και να γυρίσουν στο
ξενοδοχείο τους ή όπου αλλού έμεναν, υπήρχε όμως και η περίπτωση να είναι
πρεζάκια χωρίς περιθώρια ελιγμών. Σ΄ αυτό πόνταρα και δικαιώθηκα.
Επειδή έστριψαν σ΄ένα απόμερο σοκάκι και γύρισαν περιμένοντάς με.
«Ξεκουμπίσου», είπε ο ένας.
«Ποιος θα με αναγκάσει; Εσύ;» απόρησα πλησιάζοντας.
Ο ψηλός κινήθηκε απότομα προς το μέρος μου αλλά δεν είχε υπολογίσει σωστά
την απόσταση –τον κλώτσησα κοφτά κάτω από το πέλμα όταν με έφτασε και τον άφησα
να σωριαστεί μπροστά μου.
«Δεν υπάρχει λόγος να γίνουν έτσι τα πράγματα», είπα στον άλλο που έπαιρνε
ήδη φόρα.
Μαλακίες... τελικά θα πρέπει να ήταν πρεζάκια στα όρια της απελπισίας. Ο
ψηλός προσπάθησε να σηκωθεί κι έτσι τον κλώτσησα στο στομάχι για να του κόψω τη
φόρα όσο ο άλλος άπλωνε τα χέρια του για να με γραπώσει. Τον άφησα να με πιάσει
από το λαιμό και τότε τον κοπάνησα με το γόνατο στ΄αρχίδια –ούρλιαξε καθώς
διπλωνόταν στα δύο.
«Δεν είμαι μπάτσος και ψάχνω να φτιαχτώ», τους είπα. «Μπορούμε να πάμε όλοι
μαζί, παρεούλα, ή μπορώ να σας τσακίσω στο ξύλο και να πάω μόνος μου στο ντήλερ
σας –τι προτιμάτε;»
Ο ψηλός σηκώθηκε αργά προσπαθώντας να ξαναβρεί την ανάσα του.
«Και πού ξέρουμε οτι δεν είσαι μπάτσος;» ψέλλισε.
«Μη γίνεσαι μαλάκας», τον αγρίεψα. «Αφού οι μπάτσοι κάνουν τα στραβά μάτια
σ΄αυτό το χωριό...»
«Δε μοιάζει για ντόπιος...» παραδέχτηκε ο φίλος του ψηλού κρατώντας τον
καβάλο του.
«Μπορεί να είναι Ιντερπόλ», είπε ο ψηλός.
Ξεκαρδίστηκα στα γέλια.
«Μπορεί να είμαι και FBI,
CIA, MI4 ή Μοσάντ», σχολίασα.
«Καλά σού λέει. Ποιος νοιάζεται για το τι γίνεται σ΄αυτό το κωλοχώρι;»
έκανε ο τυπάκος με τα πρησμένα αρχίδια.
«Δε θέλω μπλεξίματα», είπε ο ψηλός.
«Τώρα είναι αργά για να τ΄ αποφύγεις», του εξήγησα.
Τους άφησα να συνεννοηθούν για λίγο και μετά ο ψηλός ήρθε προς το μέρος
μου.
«Είναι μια καντίνα, 500 μέτρα από δω –παίρνεις το δρόμο για τη ζούγκλα και
τη βρίσκεις, έχει ταμπέλες... Μην πεις οτι ήρθες από εμάς –εντάξει;»
«Εντάξει», τον διαβεβαίωσα. «Μόνο που θα πρέπει να φτάσω πρώτος για να μη
σας πάρουν είδηση».
«Καλά. Θα καθίσουμε να περιμένουμε κάνα δεκάλεπτο», είπε ο ψηλός.
«Ποιος έχει πράμα;» ρώτησα.
«Ο καντινιέρης...»
«Πώς είναι;»
«Κοντός, χοντρός, μελαψός με μούσια. Τον λένε Όσκαρ».
«Σκέτο βραβείο ο τύπος δηλαδή...» ψευτοθαύμασα.
Ο ψηλός δε γέλασε.
«Λοιπόν, ξεκινάω», τους είπα. «Αν τύχει και με κοροϊδέψατε θα σας βρω και
θα σας ξεκοιλιάσω. Αν κάνετε τη μαλακία και με καρφώσετε θα σας ξεκοιλιάσει
αυτός ο Όσκαρ. Άρα, σας συμφέρει να ξεχάσετε τη συνάντησή μας όσο το δυνατό πιο
γρήγορα».
Συμφώνησαν αμίλητοι.
Δεν ήταν δύσκολο να βρω την καντίνα –ένα ερειπωμένο τροχόσπιτο κάτω από δυο
φοινικόδεντρα, μερικά πλαστικά τραπέζια, κούτσουρα αντί για καρέκλες και μια
εμετική μυρωδιά ψητού ψαριού στο ξέφωτο –αυτά ήταν όλα. Ή σχεδόν όλα. Επειδή
υπήρχε κι ένα γομάρι που μίλαγε με τον καντινιέρη. Πλησίαζα κοιτάζοντας τριγύρω
αλλά δεν υπήρχε ψυχή εκτός απ΄αυτούς τους δυο. Ο καντινιέρης -ή αλλιώς
Όσκαρ- με πήρε είδηση και κάτι ψιθύρισε
στο γομάρι. Χρειαζόμουν μπόλικη τύχη κι αυτό σήμαινε οτι έπρεπε να γίνω
τολμηρός. Το τροχόσπιτο-καντίνα είχε μια πόρτα στο πλάι, γύρω στα 3 μέτρα
απόσταση από εκεί που στεκόταν το γομάρι. Έφτασα δίπλα του, με κοίταξε
απορημένος.
«Γαμιέσαι», του είπα.
Με έσπρωξε απότομα χωρίς να μιλήσει κι ετοιμάστηκε να με κοπανήσει. Βρέθηκα
γονατιστός στο υγρό έδαφος, όταν το γομάρι με άρπαξε από το πουκάμισο κρατούσα
ήδη την πεταλούδα. Πίεσα τη λεπίδα στο λαιμό του.
«Ξανασκέψου το», γρύλισα.
Το γομάρι με άφησε αλλά εγώ επέμεινα το πιέζω τη λάμα κάτω από το σαγόνι
του.
«Έχω να πω δυο κουβέντες με τον Όσκαρ. Θα προτιμούσα λοιπόν να μας αφήσεις
μόνους», του είπα.
Το γομάρι ένευσε μουγκά κι άρχισε να πισωπατάει επιφυλακτικά.
«Εξαφανίσου», μούγκρισα.
Και μετά γύρισα προς τον Όσκαρ, την ώρα ακριβώς που εμφάνιζε ένα τεράστιο
δίκαννο. Πρόλαβα να του αρπάξω τις κάνες και να τις στρέψω ψηλά, ο Όσκαρ
προσπάθησε να τραβήξει το όπλο πίσω για να μου το πάρει –μεγάλη μαλακία του.
Επειδή παράτησα απότομα τις κάνες κι ο τύπος σωριάστηκε σαν άδειο τσουβάλι.
Έτρεξα προς την πόρτα του τροχόσπιτου ελπίζοντας να μην είναι κλειδωμένη και
ήμουν τυχερός. Μπήκα μέσα ακριβώς τη στιγμή που ξανασήκωνε το όπλο προσπαθώντας
να με σημαδέψει, βούτηξα πάνω του, γίναμε κουβάρι. Είχε κάθε διάθεση να το
τραβήξουμε όσο πήγαινε το σφιχταγκάλιασμα, όμως όταν πίεσα τη λάμα στο μάγουλό
του, η διάθεσή του μεταβλήθηκε.
«Άσε το όπλο», μούγκρισα.
Το άφησε. Το πήρα και σηκώθηκα με αργές κινήσεις.
«Δε χρειάζεται να γίνουν χειρότερα τα πράγματα», τον καθησύχασα. «Θέλω
απλώς μερικές πληροφορίες για ένα ζήτημα που δεν έχει καμιά σχέση με τις
δουλειές σου».
Ακούμπησε στους αγκώνες του χωρίς να σηκωθεί από το ξύλινο πάτωμα και με κοίταξε
απορημένος.
«Πριν λίγες μέρες σκοτώσανε μια γυναίκα», ξεκίνησα.
«Ναι, το άκουσα», μούγκρισε ο Όσκαρ. «Και τι με νοιάζει εμένα;»
«Είπα εγώ οτι σε νοιάζει;»
Με κοίταξε όλο απορία.
«Θέλω να μάθω ποιος το έκανε», συνέχισα.
Ο Όσκαρ γέλασε.
«Ρώτα τους μπάτσους», πρότεινε.
«Ρωτάω εσένα. Ξέρω οτι μάλλον κάποιοι ξένοι το κάνανε –μήπως πήρε τίποτα το
μάτι σου;»
«Είσαι τρελός φίλε; Από πού κι ως πού;»
«Κόφτο. Ξέρω οτι πουλάς πρέζα, άρα ελέγχεις ότι κυκλοφορεί εδώ γύρω. Αυτός
ή αυτοί που τη σκότωσαν θα πρέπει να σε απασχόλησαν κάποια στιγμή...» του
εξήγησα υπομονετικά.
«Δεν ξέρεις τι σου γίνεται...» μούγκρισε.
«Εντάξει –δεν ξέρω, γι΄αυτό ήρθα σε σένα, για να μου πεις. Αλλιώς θα σου
κόψω τ΄ αυτιά και θα σε βάλω να τα φας πριν φύγω», γρύλισα πλησιάζοντάς τον.
Αυτό κάπως τον ταρακούνησε αλλά δεν ήταν ακόμα έτοιμος για εξομολογήσεις.
«Σήκω φύγε άνθρωπέ μου γιατί θα μπλέξεις άσχημα», απείλησε.
«Δηλαδή; Θα φωνάξεις τους μπάτσους;» γέλασα.
«Αμφιβάλλεις;»
«Ποτέ δεν αμφιβάλλω γι΄ αυτά που μου λένε», τον πληροφόρησα.
Και μετά έσκυψα πάνω του, πιέζοντας τη λάμα ανάμεσα στα μάτια του.
«Γύρνα μπρούμυτα», τον διέταξα.
«Άσε τις βλακείες...» κλαψούρισε.
Τον χαστούκισα κι έφερα τη λάμα πίσω από το δεξί του αυτί.
«Εντάξει –θέλεις να το κάνουμε με τον άσχημο τρόπο», διαπίστωσα.
Πίεσα τη λάμα, τον χάραξα εκεί πίσω κι εκείνος ούρλιαξε.
«Σταμάτα», είπε ενώ έτρεχαν σάλια από τις άκρες των χειλιών του.
«Τώρα είναι αργά», είπα. «Νομίζω πως το ξεκαθαρίσαμε –εγώ σου κόβω τ΄ αυτιά
κι εσύ πας στους μπάτσους».
«Σταμάτα σου λέω...» μούγκρισε.
Σταμάτησα.
«Ήρθε πριν μια βδομάδα ένας περίεργος που ρώταγε στα μαγαζιά γι΄ αυτήν...
Ρώσος, λέει, ή κάτι τέτοιο... Εγώ δεν τον είδα...»
«Ποιος τον είδε;»
«Ο Φέλιξ...»
«Πού θα τον βρω;»
«Είναι αυτός που έδιωξες προηγουμένως».
«Παρακάτω».
«Εκείνος που ήρθε, έψαχνε ν΄ αγοράσει ένα πιστόλι. Ο Φέλιξ του πούλησε ένα
κι αυτό ήταν όλο...»
Σηκώθηκα, πήγα κοντά στην πόρτα.
«Είσαι καλός άνθρωπος Όσκαρ και χαίρομαι που δε χρειάστηκε να σου κάνω
ζημιά. Τώρα όμως θα σου ζητήσω μια χάρη και θα σου κάνω μια τελευταία ερώτηση.
Στο χέρι σου είναι να χωρίσουμε φιλικά...» είπα.
«Σ΄ ακούω», μαζεύτηκε ξανά ο τύπος.
«Πάρε τον Φέλιξ και πέστου να έρθει αμέσως».
«Εντάξει».
«Και η ερώτηση: μήπως ξέρεις αν κάποιος βούτηξε την τσάντα της σκοτωμένης;»
«Γιατί να το κάνει;» απόρησε ειλικρινά ο Όσκαρ.
«Είχε μαζί της ένα λάπτοπ, ίσως να άξιζε κάποια λεφτά...»
«Τι μας πέρασες εδώ πέρα –για μαύρους;» γέλασε ο Όσκαρ. «Ποιος θα έκλεβε το
λάπτοπ μιας σκοτωμένης; Να το κάνει τι; Να πάει να το πουλήσει, να τον
τσιμπήσουν οι μπάτσοι και να του φορτώσουν το φόνο;»
Είχε δίκιο.
«Πάρε τον Φέλιξ», είπα.
Σηκώθηκε, έβγαλε ένα λιγδιασμένο κινητό από την τσέπη του, σχημάτισε έναν
αριθμό και κάτι γάβγισε στα ισπανικά που δεν το κατάλαβα.
Με τη σειρά μου, βγήκα έξω φροντίζοντας να πάρω το δίκαννο για αποκούμπι –μέχρι
να έρθει ο Φέλιξ είχα κατεβάσει μισή μπύρα ψιλοκουβεντιάζοντας με τον Όσκαρ.
Το γομάρι μάς πλησίασε επιφυλακτικά μη μπορώντας να ξεκολλήσει τα μάτια του
από το δίκαννο στα χέρια μου, αλλά ο Όσκαρ τού έκανε νόημα να ξεθαρρέψει.
«Εσύ, θα πεθάνεις», μου είπε.
«Κάποια μέρα όλοι θα πεθάνουμε», φιλοσόφησα.
«Άστον Φέλιξ», φώναξε ο Όσκαρ. «Άστον, να ξεμπερδέψουμε».
«Καλά σου λέει –να ξεμπερδέψετε», του χαμογέλασα. «Και για να γίνει αυτό,
πες μου για τον Ρώσο που του πούλησες πιστόλι».
Ο Φέλιξ κοίταξε τον Όσκαρ κι εκείνος του έκανε νόημα.
«Ήταν ένας στο ύψος μου, ξανθός, κοντοκουρεμένος, με κάτι ουλές στη
φάτσα...»
«Παρακάτω», ζήτησα.
«Αυτά θυμάμαι».
«Σίγουρα;»
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή έπεσε μια καρφωτική ησυχία, ακολούθησα το βλέμμα
του Όσκαρ για να δω τον αστυφύλακα Γκόμες ο οποίος ερχόταν προς το μέρος μας
προσέχοντας να μην πατήσει τις λακκούβες. Μόλις που πρόλαβα να κρύψω την
πεταλούδα.
«Όλο σε περίεργα μέρη σε συναντάω κύριε.... Ροζίνσκι», διαπίστωσε
ισιώνοντας το καβουράκι του.
«Αυτό σημαίνει οτι κι εσύ τριγυρνάς σε περίεργα μέρη αστυφύλακα»,
παρατήρησα.
«Είναι η δουλειά μου...» μουρμούρισε.
«Εντάξει –ίσως εγώ να το κάνω από χόμπι», είπα επιθετικά.
«Έλα μαζί μου», έκανε απότομα ο Γκόμες.
Άφησα το δίκαννο και τον ακολούθησα χωρίς να κοιτάξω πίσω. Αυτή η ιστορία,
να με παίρνει από το χεράκι ο Γκόμες και να με πηγαίνει τσάρκα, είχε αρχίσει να
μου δίνει στα νεύρα.
Με πήγε αμίλητος γύρω στο μισό χιλιόμετρο πιο μέσα στη ζούγκλα –όταν
φτάσαμε σε μια λόχμη που ξεκίναγε δίπλα από το μονοπάτι και κατέληγε 50 μέτρα
βαθύτερα, σταμάτησε. Έβγαλε ένα μαντήλι, σκούπισε τον ιδρώτα στο μέτωπό του.
«Εδώ τη βρήκαμε», είπε.
Κοίταξα το μέρος, κρυμμένο μια χαρά πίσω από αιωνόβια δέντρα, κάμποσοι
στραπατσαρισμένοι θάμνοι.
«Δε βλέπω τίποτα κορδέλες της αστυνομίας», παρατήρησα.
«Τι μας πέρασες –για το CSI;» γέλασε ο Γκόμες. «Η ζούγκλα είναι πολυσύχναστη...»
«Παρακάτω», μουρμούρισα.
«Ο Ρώσος αγόρασε το πιστόλι μια μέρα πριν τη σκοτώσει, αλλιώς θα τον είχαμε
σταμπάρει. Ψάξαμε στα ενοικιαζόμενα και στα ξενοδοχεία –δεν είχε κλείσει πουθενά
δωμάτιο. Μάλλον έμενε στη ζούγκλα –πολλοί είναι αυτοί που κάνουν ελεύθερο
κάμπινγκ... Βρήκε γρήγορα τις άκρες στο Μοντεζούμα, αν έχεις διάθεση και χρήμα
όλα γίνονται εδώ πέρα... Δεν έφυγε με το καράβι, οπότε, μάλλον είχε κάποιο
αυτοκίνητο. Στείλαμε σήμα στα αεροδρόμια αλλά δεν βρήκαν τίποτα –όχι οτι
περιμένανε να γίνει διαφορετικά δηλαδή. Όπως το βλέπω, τη σκότωσε, έφυγε για το
κοντινό αεροδρόμιο, από εκεί Σαν Χοσέ κι άντε βρες τον», σταμάτησε να πάρει
ανάσα –αυτά πρέπει να ήταν τα περισσότερα λόγια που είχε πει μαζεμένα εδώ και
καιρό.
«Μου λες λοιπόν οτι προσπαθήσατε –καθαρά τυπικά –αλλά δεν έγινε τίποτα»,
συνόψισα.
«Σου λέω οτι προσπαθήσαμε περισσότερο από τα τυπικά. Σε κανονικές συνθήκες
δεν θα κάναμε τίποτα για καμιά βδομάδα και μετά θα ρωτάγαμε απλώς τη
σπιτονοικοκυρά της...»
«Μάλιστα –προσπαθήσατε έξτρα. Πώς κι έτσι;»
«Επειδή δε μας αρέσουν τα εγκλήματα που διαπράττουν οι ξένοι, χαλάνε το
όνομα του Μοντεζούμα».
Γέλασα άθελά μου.
«Και γιατί δεν μου τα είπες όλα αυτά νωρίτερα;» θέλησα να μάθω.
«Επειδή ούτε εσύ μου είπες οτι είσαι Έλληνας και μόλις πριν κάνα μήνα
βγήκες από τη φυλακή...»
Είχε δίκιο έτσι όπως το έθετε.
«Και τώρα τι γίνεται;»
«Τώρα σε συνοδεύω μέχρι το δωμάτιο που μένεις, πακετάρεις τα πράγματά σου
και μετά πάμε μαζί μέχρι το λιμάνι. Έχει καράβι σε μια ώρα –επιβιβάζεσαι και
δεν σε ξαναβλέπω μπροστά μου τουλάχιστον για τα επόμενα 20 χρόνια», ξεκαθάρισε
ο Γκόμες.
«Κι αν έχω άλλη διάθεση;»
«Καλύτερα να σου περάσει αμέσως».
«Κι αν δεν;»
«Πλαστοπροσωπία, εμπλοκή σε τέλεση εγκληματικής πράξεως, επίθεση και
καταστροφή ξένης περιουσίας, οπλοφορία... σού φτάνουν αυτά;»
Μου έφταναν μια χαρά.
Κι έτσι βρέθηκα στην αποβάθρα με το σακ βουαγιάζ παραμάσχαλα και τον Γκόμες
δίπλα μου –να χαζεύουμε τη γαλήνια θάλασσα. Το καράβι έδεσε ακριβώς τη στιγμή
που του πρόσφερα ένα από τα τσιγάρα μου. Έφερα τον ζίπο μπροστά του για ν΄
ανάψει.
«Να σου κάνω μια ερώτηση;» ζήτησε. «Αν την έβρισκες ζωντανή τι θα γινόταν;»
«Τα συνηθισμένα...» μουρμούρισα. «Θα έφευγα γρήγορα για το κοντινό
αεροδρόμιο και από εκεί Σαν Χοσέ κι άντε να με βρείτε...»
Τράβηξε μια γερή τζούρα, άφησε τον καπνό να γεμίσει τα πνευμόνια του
απολαμβάνοντάς το.
«Τόσο πολύ λοιπόν;» αναρωτήθηκε.
«Τι πράγμα;» έκανα.
«Ερωτευμένος», είπε.
«Άντε γαμήσου αστυφύλακα Γκόμες», μούγκρισα.
Και μπήκα στο καράβι χωρίς να κοιτάξω πίσω μου.
16 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
και Μπιλάλ, και στεκιά στο μάτι... πώς φαίνονται τα κολλήματα!
πάμε παρακάτω...
Φταίνε οι κακές παρέες φίλε μου...
και οι καλές φταίνε περισσότερο... δές με ποιούς κάνουμε παρέα, να πειστείς
Άστα -είμαι ευκολόπιστος, χεχεχε.
Απογοητεύτηκα από τον ρόλο του Φάνη...περίμενα κάτι πιο εντυπωσιακό...
Και τον Γκόμεζ ποιος τον ειδοποίησε πάλι?
Κεφαλοτύρι μου το έκανες το επεισόδιο...;)
Εσύ αγόρι μου θέλεις υπερπαραγωγή! Τι να ήταν ο Φάνης δηλαδή -ο Μίστερ Χ που βρίσκεται πίσω από το κακό;
Ο Γκόμεζ είναι παντού ρε -είναι ο θεός επί της γης, όπως κάθε μπάτσος που τα πιάνει. Παλιά πουλάγανε προστασία οι φουσκωτοί, τώρα την προστασία την έχει αναλάβει απευθείας η αστυνομία.
Σ¨ορι για το άσχετο σχόλιο, αλλά αυτό το μπλογκ πιστεύω ότι θα σε ενδιαφέρει (είναι μουσικό - μην κρίνεις από το όνομα)
http://theprostitutiontimes.blogspot.gr/
Καλός είναι ο Φάνης. Ο άνθρωπος κλειδί. Αλλά γιατί ο Λούης επιστρέφει πίσω;;; Δεν είναι νωρίς;
athinaev
Άσε μας ρε Μότο! Πως ήξερε ο Γκόμεζ για το τι συζητάγανε ο Λούης και ο φουσκωτός για τον Ρώσο? Σου είπα, κεφαλοτύρι το έκανες το επεισόδιο από τις "τρύπες" :)
Κι όσο για τον Φάνη, το πιο εντυπωσιακό θα αναφερόταν σε κάποιον π.χ. πλούσιο, με "ιδιαίτερη" σχέση με την/τις νεκρές...:)
Σκηνοθέτης...πουφ!
;)
Athinaev, έχω -ακόμα- εμπιστοσύνη στον Μότο, κάτι έχει πάλι στο μυαλό του :) Κι ύστερα, δεν μπορούσε να κάτσει εκεί για πολύ ακόμα, ο "καβουράκιας" του το είπε καθαρά...είναι ερωτευμένος κάργα! ;)
Μιχάλη -ωραίο το όνομα του μπλογκ, αλλά το περιεχόμενο... Πού τους θυμήθηκε τους Αγάπανθος! Είχα ακούσει ένα δίσκο τους την εποχή που λέγονταν "Αγάπανθος Τυμβωρύχος", μπρρρρ...
Athinaev, τι άλλο να κάνει στην αλλοδαπή ο άνθρωπος; Είπαμε -Ρώσος την έφαγε. Και ποιο καλό παιδί νταραβερίζεται με τους ορθόδοξους αδελφούς μας του Βορρά;
Αφρικάνε -ναι ρε συ, δεν ήξερε ο Γκόμεζ για τι πράγμα ψάχνει ο Λούης, χαχαχαχαχαχα. Ρε, ο μπάτσος τα ξέρει όλα -το λέει κιόλας "δεν τους αρέσουν τα εγκλήματα που διαπράττουν ΟΙ ΞΕΝΟΙ".
Εσύ ρε θέλεις τσόντα -άκου ιδιαίτερη "σχέση" με τις νεκρές! Σιγά μη στον έκανα και νεκρόφιλο τον Φάνη!
Δεν μιλούσα για τέτοια "σχέση" ρε! αλλά αγουροξυπνημένος χωρίς καφέ που να το καταλάβεις γέρος άνθρωπας! :Ρ
Ναι ρε -ξέρω. Εσύ ήθελες υπόθεση μέσα στην υπόθεση η οποία να είναι συνέχεια της προηγούμενης υπόθεσης! Να το έφτιαχνα, δεν είναι δύσκολο, αλλά φαντάζεσαι τον έρμο που θα πάει να διαβάσει αυτή την ιστορία του Πετρά και θ΄ανακαλύψει ότι όχι μόνο πρέπει να διαβάσει τα προηγούμενα 9 κεφάλαια αλλά ΚΑΙ την προηγούμενη ιστορία, την πρώτη του Πετρά; Όχι -τον φαντάζεσαι; Δεν τον φαντάζεσαι, γιατί εμένα θα γαμωσταύριζε!
Κι εγώ η αλήθεια είναι πως από τον Φάνη είχα πιο μεγάλες προσδοκίες βρε παιδί μου!
Εν τω μεταξύ από τη μέση και μετά γελάω σα βλάκας γιατί αυτόματα το έκανα όλο αυτό εικόνα στο κεφάλι μου...και με voice over τους υπότιτλοι στα αγγλικά. χαχαχαχα
Αγγλικά και μάλιστα με διαφορετικές προφορές -ελληνική για τον Λούη, μεξικάνικη για τους ιθαγενείς και τέτοια, χεχεχεχεχε.
Τελικά, τον γουστάρατε πολύ τον Φάνη ε; Κι εγώ τον έβαλα έτσι για ένα cameo πέρασμα όπως κάνουν οι διάσημοι (επειδή είναι στ΄αλήθεια διάσημος)!
Θα κοιτάξω να σας τον επανορθώσω λοιπόν (και με το συμπάθειο κιόλας)
κι έλεγα ποιόν μου θυμίζει αυτός ο φάνης, ποιόν μου θυμίζει...
χαχα
Κάποιον σού θυμίζει ε; Χεχεχεχε -περίμενε λίγο γιατί μπορεί να είναι και κάποιος άλλος...
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!