Αυτό είναι ένα άρθρο που έγραψα για το Wild Thing:
Σκέφτομαι κάποιες
φορές οτι αν η ροκ μουσική ήταν ποδοσφαιρικός αγώνας, οι συναυλίες θα ήταν τα
γκολ. Μπορεί να απολαμβάνουμε την ακρόαση της μουσικής, όπως ο ποδοσφαιρόφιλος
απολαμβάνει την ανάπτυξη μιας ομάδας στο γήπεδο, αλλά ο ενθουσιασμός, η
εκτόνωση, η αίσθηση της πληρότητας, όλα αυτά έρχονται με το γκολ για τον
ποδοσοφαιρόφιλο και με τη συναυλία για τον μουσικόφιλο. Όταν μάλιστα η συναυλία
είναι η πρώτη σου επαφή με το συγκρότημα, ή όταν πρόκειται για την
αποχαιρετιστήρια του συγκροτήματος, τότε δημιουργούνται κομβικά σημεία στη
μνήμη. Του τύπου: «η κόρη μου γεννήθηκε ένα μήνα μετά το γκολ του Μαραντόνα
κατά των Άγγλων» ή «γνώρισα τη γυναίκα μου δυο μέρες μετά τη συναυλία των Pixies στο ΡΟΔΟΝ».
Τι γίνεται όμως
με τις συναυλίες που δεν είδες; Επειδή, ας πούμε, ήσουνα ακόμα πιτσιρικάς κι
εγκλωβισμένος σε μια χώρα ταριχευμένων κροκοδείλων ονόματι Ελλάδα, ενώ στην
αλλοδαπή φτιάχνονταν θρύλοι; Τότε παρακαλάς τον καλό θεό των μουσικών παραγωγών
να βρεθεί κάποιος να κινηματογραφήσει τη συναυλία κι αν τυχόν αυτού του κάποιου
πιάνει το χέρι του και λέγεται, ας πούμε Martin Scorsese,τότε ανάβεις
ένα κερί στο μπόι του Boy George (άντε, του Roger Daltrey, γιατί δεν είναι εποχή για σπατάλες)! Επειδή, αυτά που ζούσαν οι
μεγαλύτεροί σου ή οι συνομήλικοί σου στον πολιτισμένο κόσμο, εσύ αναγκαζόσουν
να τα δεις στο πανί κάποιου περιφερειακού σινεμά κι έκανες και πέντε τούμπες
από τη χαρά σου.
Θρυλικές πρώτες
εμφανίσεις και ανατριχιαστικοί αποχαιρετισμοί. Μεγάλες στιγμές που καταγράφηκαν
στο σελιλόιντ! Αυτές είναι μερικές:
3 Ιουλίου του
1973, ο David Bowie κλείνει την παγκόσμια τουρνέ του στο Hammersmith Odeon –μαζί του οι φοβεροί Spiders from Mars. O D. A. Pennebaker ξεκινάει να φιλμάρει τα παιδιά που περιμένουν να
μπουν στη συναυλία, αμήχανοι πιτσιρικάδες, μακριά μαλλιά, παντελόνια καμπάνα,
ψηλά τακούνια και βαμμένα πρόσωπα με glitter. Πολλά τακούνια, πολύ glitter, αγόρια που μοιάζουν με κορίτσια και
κορίτσια που δεν μοιάζουν με τίποτα. Ανάμεσά τους περιδιαβαίνουν κάτι αγχωμένοι
Μπόμπηδες, αλλά τα παιδιά δεν έχουν διάθεση για φασαρίες. Το επόμενο πλάνο
είναι από τα καμαρίνια, ο Bowie βάφεται καπνίζοντας, μπαίνει ξαφνικά εκείνο το σούργελο η Angie (είναι δυνατόν να ερωτεύτηκαν ένα τέτοιο
κάζο ο Bowie κι ο Jagger;) μέσα στον ενθουσιασμό επειδή ο κόσμος
απέξω τη σταμάταγε συνέχεια για αυτόγραφα. Ο Bowie στέκεται όρθιος με τα χέρια ανοιχτά για να του
φορέσουν την κάπα πάνω από το κιμονό και ξεκινάει για τη σκηνή.
Η συναυλία
αρχίζει με τα κορίτσια της πρώτης σειράς να παθαίνουν υστερία και τον πονηρό Bowie να τους τραγουδάει Hang on to yourself, τι λες τώρα ρε άρχοντα! Ακολουθεί μια
μουδιασμένη εκτέλεση του Ziggy Stardust, το βλέπεις οτι κάτι δεν είναι σωστό εκεί
πάνω, λες και ο Bowie
διεκπεραιώνει απλώς αντί να ερμηνεύει. Μάλλον τα παιδιά της πρώτης γραμμής το
παίρνουν είδηση, η παγωμάρα φαίνεται στο συγκαταβατικό χειροκρότημα, ο Bowie δείχνει ευχαριστημένος γιατί το σχέδιό
του εφαρμόζεται κατά γράμμα κι έτσι περνάει στη φάση της συγκομιδής μυαλών. Watch
that man, Wild eyed boy, All the young dudes/
Oh! You pretty things, Moonage daydream, τα τραγούδια εναλλάσσονται σχεδόν χωρίς ενδιάμεσο κενό και είναι ένας βομβαρδισμός ισοπεδωτικών riff από τον φοβερό Mick Ronson ανακατεμένος με τον ξέχειλο ερωτισμό του Bowie. Τα παιδιά από κάτω έχουν γίνει αλοιφή.
Η σκηνή γίνεται
ψυχεδελική όσο παίζεται το Space Oddity κι αμέσως
μετά ο Bowie αποφασίζει να
φτάσει αληθινά στ΄αστέρια. Του αρκεί μια ακουστική κιθάρα κι ένα τραγούδι του Jacques Brel που μιλάει για τον Δικό του Θάνατο. “Angel or devil I don’t
care/ for in front of that door there is...” σταματάει στο τέλος του κομματιού ο Bowie. “Me”, “me” φωνάζουν τα παιδιά από κάτω κι εκείνος
ευχαριστεί χαμογελώντας. Η ανατριχίλα βγαίνει από το πανί της οθόνης και
μυρμηγκιάζει τα μπράτσα σου.
Ο Mick Ronson αναλαμβάνει να καλύψει τις αλλαγές κοστουμιών του Bowie με κάτι ξεγυρισμένα σόλο ή μονομαχώντας
με τον Trevor Bolder το μπασίστα των Spiders,–σίγουρα έχεις δει τέτοια σόου από ένα
κάρο heavy metal μπάντες αλλά ο Mick Ronson είναι
αξεπέραστος. Κι όταν εκτελούν εκείνο το τρομερό σκετσάκι άψογα συγχρονισμένοι
με τον Bowie το οποίο
καταλήγει με τον Ronson να
«δολοφονεί» με την κιθάρα του τον πεσμένο Bowie, τότε καταλαβαίνεις οτι η ιστορία να γράφεται
μπροστά στα μάτια σου.
Ο Bowie δίνει μια πραγματική παράσταση εκεί πέρα,
θυμίζει στους θεατές ότι ένας φίλος του «καταπληκτικός μουσικός, γράφει τώρα το
άλμπουμ του στο Λονδίνο» πριν πει το White light/White hit του Lou Reed, συστήνει τους μουσικούς του: «όχι, στην κιθάρα δεν είναι η Suzy Quatro, είναι ο Mick Ronson» και φεύγει από τη σκηνή. Το encore σημαδιακό, όπως ακριβώς το απαιτεί ο
σχεδιασμός, Rock ‘n Roll suicide. Όταν η
μουσική σταματάει, ο Bowie
ρίχνει τη βόμβα στο έδαφος που προετοίμαζε από την αρχή της παράστασης: «Σας
ευχαριστώ όλους που ήρθατε εδώ, γιατί αυτή δεν ήταν μόνο η τελευταία συναυλία
της τουρνέ, ήταν και η τελευταία συναυλία που κάνουμε. Αντίο».
Πολλοί πίστεψαν
οτι ο Bowie είχε αναγγείλει
την αποχώρησή του από την ενεργό δράση, άναψαν τα ταμπλόιντ τις μέρες μετά τη
συναυλία. Πέρασε περίπου ένας χρόνος για να καταλάβουν οτι εκείνη τη νύχτα,
σ΄εκείνη τη σκηνή του Hammersmith Odeon, κάποιοι τυχεροί (ή άτυχοι) είχαν παρακολουθήσει τη δολοφονία του Ziggy Stardust. Ο Bowie επανήλθε με μια καινούργια περσόνα ονόματι Halloween Jack στο “Diamond Dogs” πριν καταλήξει στον Thin White Duke. Αλλά ο Ziggy δεν ήταν πλέον εκεί. Κι αν δεν με πιστεύεις ρίξε
μια ματιά στις συνθέσεις των συγκροτημάτων του μετά από αυτή τη συναυλία και
θυμήσου πώς τέλειωνε το τραγούδι: “Ziggy played guitar”
25 Νοεμβρίου του
1976, Ημέρα των Ευχαριστιών στο Winderland Ballroom του San Francisco. Οι Band, αυτό το
τεράστιο συγκρότημα που συνόδευε τον Bob Dylan δίνει την
αποχαιρετιστήρια συναυλία του κι έχουν καλέσει όλα τα καλά παιδιά για να
συμμετάσχουν. O Martin Scorsese κινηματογραφεί (με την κυριολεκτική έννοια του
όρου). Κι εσύ, σ’ ένα βρώμικο σινεμά, δίπλα σε δυο-τρεις περίεργους τύπους τους
οποίους αποφεύγεις να κοιτάξεις, γίνεσαι ένα με το κάθισμα, περιμένοντας.
Μαύρη οθόνη και
άσπρα γράμματα σε πλαίσιο: “This film should be played loud!”, αμέσως μετά ο Robbie Robertson, εμφανώς εξουθενωμένος, βγαίνει στη σκηνή, κοιτάζει λυπημένα τον κόσμο και
μουρμουρίζει στο μικρόφωνο: «Ακόμα εδώ είσαστε;» Στο μεταξύ, οι Band έχουν ξαναπάρει τις θέσεις τους για
ν΄αρχίσουν μια βαρβάτη διασκευή του Don’t do it του Marvin Gaye. Πριν φτάσουν στο
δεύτερο κουπλέ τα βλέπεις όλα αλλιώτικα γιατί έχεις τηλεμεταφερθεί στη συναυλία
και ζεις τα πάντα από μέσα, όχι από κάτω! Ο Scorsese δεν σ΄αφήνει να αναμιχθείς με το κοινό, το “Last Waltz” είναι μια διαφορετική εμπειρία. Είσαι εκεί όσο οι διοργανωτές στήνουν το
σόου, είσαι πίσω μαζί με τους μουσικούς κι όταν αυτοί παίζουν είσαι πάνω στη
σκηνή μαζί τους. Ο Robbie Robertson, αυτός ο αεικίνητος τυπάκος που μοιάζει
πιο πολύ με χαρτοπαίχτη παρά με ροκ μουσικό, παίζει ακριβώς δίπλα στο αυτί σου,
τα πνευστά σε χτυπάνε στο στέρνο, ο Rick Danko είναι πραγματικός movie star έτσι όπως χορεύει με το μπάσο του, ο Levon Helm θα μπορούσε να
είναι κανονικός frontman σε
οποιοδήποτε μεγάλο συγκρότημα αλλά είναι μόλις ο ντράμερ των Band! Τους βλέπεις πάνω στη σκηνή κι απορείς
γιατί δεν κάνανε μεγάλη καριέρα, απορείς τι διάολο τους θέλανε τους καλεσμένους
αφού θα μπορούσαν από μόνοι τους να το κάψουν το μαγαζί, απορείς περί του τι
κουφάλα ήταν αυτός ο Dylan
και κατάφερε να έχει τέτοια γκρουπάρα για συνοδεία!
Μετά πλακώνουν οι
καλεσμένοι. Η Joni Mitchell περνάει από δίπλα σου σχεδόν διάφανη,
αγκαλιάζει την ακουστική και ερμηνεύει το Coyote. Ο ιντελεκτουέλ Dr John με το μπερεδάκι του
στο πιάνο. Ο τρομακτικός Ronnie Hawkins με την καουμπόικη καπελαδούρα και την
ζωώδη εκτέλεση τού Who do you love. O Muddy Waters (ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα κάποιον
τόσο θρυλικό στη σκηνή), να τραγουδάει το Mannish Boy όσο ο χώρος
αστράφτει από τον στατικό ηλεκτρισμό! Ο Van Morrison, μαλάκα ο Van Morrison! Ένας κοντόχοντρος ανθρωπάκος με αρχές φαλάκρας που
βγήκε στη σκηνή αγχωμένος σα λογιστής σε μπουρδέλο. Κι όταν άρχισε να
τραγουδάει κάτι έγινε, μεταλλάχτηκε το άτομο σα να ήταν υπερήρωας, τον έχασε η
κάμερα, βρισκόταν παντού και πουθενά, τον ακούγαμε χωρίς να τον βλέπουμε! Και
καλά έκανε ο Scorsese που
έδειξε αυτά τα πλάνα, δεν μου έτυχε να ξαναδώ τη δύναμη του Van Morrison απελευθερωμένη στη σκηνή κι ας έχω πάει σε συναυλία του.
Και η παρέλαση να
συνεχίζεται, ο Neil Young να κατεβαίνει, ο Neil Diamond ν΄ανεβαίνει! Και η σκηνή να γεμίζει συνέχεια με μουσικούς, Ronnie Wood, Paul Butterfield, Eric Clapton, Ringo Star, της κακομοίρας μιλάμε! Μόνο ο Dylan μου ξύνιζε λιγάκι, με αυτό το ύφος της μεγαλοφυΐας και το καπέλο της
ηλιοθεραπείας, εντάξει μεγάλε, σε θαυμάζουμε και σε προσκυνάμε, κάνε παραδίπλα
τώρα!
Όταν έχεις
ξεκινήσει μια ταινία με το τελευταίο encore της συναυλίας, πώς διάβολο θα την τελειώσεις; Μα
με το κλείσιμο πριν το encore, πώς αλλιώς; Όπου όλος ο καλός ο κόσμος είναι επί σκηνής και τραγουδάει,
παίζει, σολάρει, σαχλαμαρίζει, κανιβαλίζει, ψιλοκουβεντιάζει, ερμηνεύοντας το I shall be released. Με τους τίτλους τέλους καταλαβαίνεις οτι δεν
πρόκειται απλώς για μια ταινία, πρόκειται για το τέλος μιας εποχής.
Ήταν το 1981 όταν
η Penelope Spheeris δέχτηκε ένα γράμμα από τον Αρχηγό της
Αστυνομίας του Λος Άντζελες ο οποίος απαιτούσε να σταματήσουν οι προβολές του
ντοκυμαντέρ της με τίτλο “The Decline of Western Civilization”. Φυσικά η ταινία κατέβηκε από τους
σινεμάδες στους οποίους ήδη παιζόταν και μετατράπηκε αυτομάτως σε καλτ θρύλο.
Περί τίνος πρόκειται;
Ας πάρουμε τα
πράγματα από την αρχή, δηλαδή, από την αφίσα της ταινίας. Όπου εικονίζεται ο Darby Crash (ο τραγουδιστής των Germs) ξαπλωμένος στη σκηνή με κλειστά μάτια. Το θέμα είναι βέβαια οτι ο Darby είχε πεθάνει κάτι μήνες πριν την
κυκλοφορία της ταινίας από υπερβολική δόση (κάποιοι έλεγαν οτι είχε επιλέξει να
αυτοκτονήσει με αυτό τον τρόπο). Αν τώρα αυτό σου φαίνεται κάπως χοντροκομμένο
ή ασεβές, αρκεί να σου πω οτι το φιλμ είναι ακόμα πιο βάναυσο.
Η Spheeris κινηματογραφεί με την ευελιξία ελέφαντα
που κάνει πιρουέτες σε κατάστημα γυαλικών, το πλάνο γεμίζει με κόσμο που
κοπανιέται, χορεύει, φτύνει, ποζάρει, όσο στη σκηνή οι τεράστιοι Χ παίζουν τον
υπνωτικό σκοπό του Nausea. Ο φακός φεύγει από το συγκρότημα και ψάχνει μέσα στο πλήθος, η εικόνα
παγώνει κάθε φορά που πετυχαίνει κάποιον από τους πρωταγωνιστές. Η υπόθεση
βρωμάει φασαρίες από μίλια μακριά.
Και για όποιον
χρειάζεται πρόσθετες αποδείξεις ακολουθεί ένα οπτικό κολάζ από τους
τραγουδιστές των συγκροτημάτων όσο διαβάζουν στο κοινό την ανακοίνωση οτι η
συγκεκριμένη εμφάνιση κινηματογραφείται. Πρόκειται στην κυριολεξία για ένα
ταξίδι στην διαταραχή, από την κατατονική σχιζοφρένεια του Lee Ving των Fear ο οποίος
ψελλίζει το γραπτό κείμενο, μέχρι την αυτοκαταστροφικότητα του Darby Crash που ουρλιάζει: «οι γαμημένες οι φάτσες σας θα βιντεοσκοπηθούν και οι αυτοί
που γυρίζουν την ταινία θα τις κάνουν ότι σκατά γουστάρουν», εδώ παρελαύνει η
Άγρια Πλευρά του Λος Άντζελες με δόξα και τιμή, κλωτσιές και μπουνιές.
Η δομή που ακολουθείται
είναι απλή και κυκλική:
-Το συγκρότημα
στη σκηνή
-Το συγκρότημα
στον χώρο του
-Ένας
μουσικοκριτικός του fanzine Slash που αναλαμβάνει να εξηγήσει
«επιστημονικά» το φαινόμενο.
Αλλά αυτό που
συμβαίνει στις συναυλίες δεν είναι καθόλου απλό. Το ξύλο πάει σύννεφο, χωρίς να
εξαιρούνται από αυτό τα μέλη των συγκροτημάτων ακόμα κι όταν παίζουν τη μουσική
τους, τα μπουκάλια σπάνε με ρυθμό φθινοπωρινής μπόρας, οι θεατές ανεβαίνουν
ανενόχλητοι στη σκηνή και δεν έχουν κανένα πρόβλημα να πετάξουν τον τραγουδιστή
κάτω από αυτή, ο ροχαλοπόλεμος διαδέχεται τις οργισμένες εκτελέσεις των
τρίλεπτων κομματιών. Και τα συγκροτήματα είναι απίστευτα. Όχι καλά ή άσχημα,
όχι ταλαντούχα ή ατάλαντα, όχι βιρτουόζοι ή «κουλοί», απλώς απίστευτοι!
Εννοώ οτι οι Χ
είναι βεβαίως τεράστιοι, τόσο ερμηνευτικά όσο μουσικά και στιχουργικά. Εκτελούν
ένα σετ που περνάει από την ψυχεδελική μουσική κληρονομιά των Doors με το Unheard Music, ροκενρολάρει ανελέητα (με δολοφονικούς στίχους) στο Johnny Hit and Run Paulene και κορυφώνεται στο
πανκ του We're Desperate. Στα πλάνα συνέντευξης που παρεμβάλλονται ο John Doe χτυπάει ένα τατουάζ με παραμάνα (και το αίμα ρέει) όσο μιλάει η Exene, ενώ ο φοβερός Billy Zoom μοιάζει πιο cool από
εικόνισμα του Elvis Presley.
Όταν έρχεται η
σειρά των Germs διαπιστώνεις
οτι τα παιδιά δεν είναι δα και οι νέοι Beatles αλλά αυτό δε μοιάζει να τους απασχολεί ιδιαίτερα.
Ο Darby Crash επιδίδεται σε αυτοτραυματισμούς επί σκηνής και
συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, η Lorna Doom εξηγεί τις δυσκολίες της συγκατοίκησης με ένα τέτοιο άτομο και όλοι
μοιάζουν έτοιμοι να πλακωθούν στις μπουνιές.
Οι Black Flag ρίχνουν χωρίς ανάσα ένα σετάκι White Minority, Depression, Revenge, με τον
τραγουδιστή τους τον Μεξικάνο Ron Reyes να αγνοείται, είτε χαμένος μέσα στο
πλήθος των θεατών όπου επιδίδεται σε διακριτικά κλωτσίδια, είτε πάνω στη σκηνή
περικυκλωμένος από μεθυσμένους που επιμένουν να τον συνοδεύουν στα φωνητικά, με
αμφίβολα καλλιτεχνικά αποτελέσματα. Στη συνέντευξη ανακαλύπτεις τον λόγο για
τον οποίο το συγκεκριμένο συγκρότημα λατρεύτηκε από τον αναρχικό χώρο. Οι
άνθρωποι ζουν σε ένα ερειπωμένο κοινόβιο, ο Reyes είναι αναγκασμένος να κρύβεται σε κάτι
αραχνιασμένα πατάρια ή στις βρώμικες τουαλέτες κάθε φορά που κάνει έφοδο η
αστυνομία γιατί δεν έχει χαρτιά, αν ψάχνεις έναν ορισμό του καθαρού πάνκ θα τον
βρεις σε αυτό το βρώμικο σκηνικό.
Οι Circle Jerks και οι Fear δεν
χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις μιας και κυριάρχησαν στον χώρο για κάμποσα
χρόνια. Αλλά, για να καταλάβεις την ακατέργαστη δύναμη που βγάζει η
συγκεκριμένη ταινία θα πρέπει να σου πω οτι αυτά τα δυο συγκροτήματα δείχνουν
πολύ mainstream εκεί μέσα, σε
σύγκριση με τους υπόλοιπους!
Οι Alice Bag Band απλώς κόβουν κώλους επί σκηνής και στη
συνέντευξή τους διηγούνται όμορφες ιστορίες, όπως για παράδειγμα οτι βρήκαν
έναν πεθαμένο μια μέρα στην πίσω αυλή του σπιτιού τους και δεν ξέρανε τι να τον
κάνουν, οπότε στο τέλος κατέληξαν να ξαπλώνουν δίπλα του και να τραβάνε
φωτογραφίες.
Οι Catholic Discipline είναι, κατά κύριο λόγο, ο τραγουδιστής Kickboy Face, μια μούρη τεράστια, με σκουλαρίκια, σπασμένα δόντια και χαλαρό στυλάκι
πορτορικάνου νταβατζή. Μουσικά δεν ξετρελαίνουν αλλά στιχουργικά είναι
άπιαστοι, ειδικά το Barbie Doll Lust τσακίζει κόκαλα.
Ναι, ξέρω, η Penelope Spheeris εξελίχθηκε σε σκηνοθέτιδα «όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω» κυκλοφορώντας
ακόμα δυο μέρη του “Decline of Western Civilization”, αναφορικά
με τη heavy metal και τη νεο-πανκ σκηνή του Λος Άντζελες.
Ξέρω, έβγαλε εκείνη τη σούπα το “Wayne’s World”. Ναι, κατάντησε πλέον μαϊντανός που φωτογραφίζεται
με όποιον τύχει να κάτσει δίπλα της. Αλλά το συγκεκριμένο φιλμ είναι πιο
δολοφονικό από απέρκατ του Mike Tyson και πιο αιμοσταγές από όλες τις
«Παρασκευές και 13» μαζεμένες. Το αγγλικό πανκ ήταν η έμπνευση αλλά το
αμερικάνικο πανκ υπήρξε η ακατέργαστη δύναμη που ισοπέδωνε ότι έβρισκε μπροστά
του. Όσοι δεν είχαμε την ευτυχία να το ζήσουμε από κοντά (και γι΄αυτό
παραμένουμε αρτιμελείς άλλωστε), θα ευγνωμονούμε για πάντα την Πηνελόπη που μας
το Σφύριξε.
Μια φορά κι έναν
καιρό (ας πούμε στα τέλη της δεκαετίας του ’70) υπήρχε ένας μουσικός παραγωγός
ονόματι Miles Copeland ο 3ος που είχε κάποιο κόλλημα με τις Κρατικές
Υπηρεσίες. Ξεκίνησε μανατζάροντας το συγκρότημα του αδερφού του Steward το οποίο ονομαζόταν Police κι όταν αποφάσισε να επεκτείνει τις
δραστηριότητές του έστησε μια εταιρεία την οποία βάφτισε IRS Records. Ο παλιόφιλος ο Miles
είδε γρήγορα τις δυνατότητες του μουσικού συνονθυλεύματος που καθιερώθηκε να
λέγεται New Wave, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Αγγλία και άρχισε να
κλείνει συγκροτήματα του είδους, σωρηδόν. Στην προσπάθειά του να προωθήσει τα
συγκροτήματά του μάζεψε ένα σωρό ζωντανών εμφανίσεων και έφτιαξε έναν φιλμικό
κατάλογο τον οποίο ονόμασε “Urgh! A music war”. Το φιλμ βγήκε στις αίθουσες το 1982 αλλά έφτασε
στην Ελλάδα δυο χρόνια αργότερα, το 1984. Ήταν το γεγονός της χρονιάς για όσους
από εμάς ακούγαμε αυτή τη μουσική κι έτσι βρέθηκα στην ΕΛΛΗ με τη λαχτάρα
χοντρού παιδιού που του προσφέρουν δυο ώρες ξενάγηση σε ζαχαροπλαστείο.
Το φιλμ ήταν πιο
ακατάστατο από ερασιτεχνική βιντεοσκόπηση φοιτητικού πάρτυ (αλλά εξίσου
ενθουσιώδες), τα συγκροτήματα εμφανίζονταν χωρίς κάποια σειρά, χωρίς χρονικό
προσδιορισμό, χωρίς καν μουσική συνάφεια, με μια απλή αναγραφή του ονόματός και
της πόλης τους στον υπότιτλο, τα τραγούδια που έπαιζαν δεν ήταν τα καλύτερά
τους, οι εκτελέσεις ήταν από επίπεδες μέχρι φανταστικές (με όλες τις
διαβαθμίσεις της κλίμακας παρούσες), ενδιάμεσα έπεφταν ελάχιστα πλάνα με τα
συγκροτήματα εκτός σκηνής (κι αυτό όχι πάντα), υπήρχε μέχρι και κινηματογράφιση
τραγουδιού ενώ είχε ήδη παιχτεί το πρώτο κουπλέ! Παρ΄όλα αυτά το φιλμ ήταν
ανεπανάληπτη εμπειρία!
Δεν ξέρω πως το
κατάφεραν αυτό, ίσως η μουσίτσα ο Miles να επέλεξε ηθελημένα την καταγραφή μέτριων εκτελέσεων από τα «μεγάλα
ονόματα» προκειμένου να γεφυρωθεί η διαφορά επιπέδου με τους «μικρότερους»,
αλλά το φιλμ λειτουργούσε σαν μια καινούργια κατάδυση της Αλίκης στη Χώρα
των Θαυμάτων. Όπου η Αλίκη (δηλαδή
εγώ ο θεατής) πελαγοδρομούσε μεταξύ απορίας (καλά, δεν βρήκαν καλύτερο κομμάτι
τους να βάλουν;) και σοκ (τι είναι αυτό που βλέπουν τα μάτια μου;) Μην ξεχνάς
οτι μιλάμε για το 1984, όταν η οπτική επαφή των Ελλήνων με τα συγκροτήματα του New Wave περιοριζόταν (πέραν των ελάχιστων συναυλιών) σε κάτι κακοφωτισμένες
ασπρόμαυρες φωτογραφίες των μουσικών εντύπων.
Το φιλμ ανοίγει
με μια φλαταδούρα εκτέλεση του Driven to tears από τους Police αλλά πριν προλάβεις να χασμουρηθείς εμφανίζονται
οι Wall of Voodoo και το πράγμα αρχίζει να μυρίζει ιδρώτα ανακατεμένο με χυμένη μπύρα. Έτσι
πάει συνέχεια, ζεστό/κρύο, Gang of Four/Toyah... Στο τέλος,
κάνοντας μια ανασκόπηση, ομαδοποιείς τα συναισθήματα.
Πρώτα βάζεις
όσους ήθελες να δεις και σε συνάρπασαν: Wall of Voodoo, Chelsea (εντελώς στην πρίζα εκτέλεση του I’m on fire), Dead Kennedys (η πρώτη φορά
που έβλεπα τον Jello Biafra επί σκηνής κι έμεινα κάμποσο μαλάκας), XTC (τον λάτρεψα τον Andy κι επί σκηνής και ας ήτανε τόσο
αχώνευτος), Steel Pulse, Cramps (επίσης πρώτη μου επαφή με τον Lux, τι να λέμε τώρα!), 999 και Members (πανκ του σκοτωμού), Gang of Four (τι ντύσιμο ήταν αυτό; τι καλά παιδιά!
και πόσο γαμάτη μουσική παίζανε;), Χ (λίγο έπαιξαν, άστους κάνα μισάωρο να μας
τρελάνουν ρε σκηνοθέτα!), Fleshtones (κανονικό εφηβικό πάρτυ) και UB 40 (πολύ πανηγύρι).
Μετά κατατάσσεις
όσους περίμενες να δεις και σε απογοήτευσαν: Orchestral Manoeuvres in the Dark (φλώροι), Echo and the Bunnymen (γιατί τόσο άψυχος ρε Ian;), Devo (εντάξει, τους γούσταρα έτσι που κοπανιόντουσαν
πάνω στη σκηνή, αλλά γιατί φορέσατε τα πορτατίφ στα κεφάλια ρε παιδιά;)
Στη συνέχεια όσοι
δεν είχες όρεξη να δεις: Police (ποτέ δεν ήταν μέσα στις προτιμήσεις μου αλλά βλέπονταν μια χαρά), Toyah (ξουτ!), Go-Go’s (την εποχή που ήταν
ακόμα τετράπαχες αγελάδες αλλά στη σκηνή δίνανε τα ρέστα τους), Joan Jet (εντάξει, σεβαστή η προϊστορία και το στυλ, άσε μας τώρα να δούμε τίποτα
καινούργιο!), Gary Newman (καλός ήταν, αν και δεν με τρέλαινε ποτέ
η ηλεκτρονική μουσική, αλλά πάρκαρε παλικάρι μου την πολυθρόνα, μάς κούρασες με
το πήγαιν΄έλα0.
Υπήρχαν κι αυτοί
που είχες ψιλοακούσει αλλά εκεί τους αγάπησες: Oingo Boingo (τρομεροί!), Athletico Spizz 80 (το λιώσανε το σανίδι και Πού διάολο
είναι ο κάπτεν Κερκ τέλος πάντων;) Au Pairs (τι γκρουπάρα!), Pere Ubu (κάπου είχα διαβάσει πιο πριν γι΄αυτόν αλλά δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι
ήταν ο νεκραναστημένος John Belushi), Alley Cats (psychobilly του κερατά!)
Άφησα για το
τέλος τις ακραίες στιγμές του φιλμ: την εμφάνιση του Klaus Nomi (αυτή την ακροβασία ανάμεσα στην θεατρικότητα και τη γελοιότητα ενός
καλλιτέχνη με τεράστια φωνή), τους Invisible Sex (από ποιο τσίρκο τούς φέρανε;) τον Skafish (σιγά με το λιβανιστήρι αδερφέ!), τους Surf Punks (είναι καλά βρεμένη η σανίδα;) και τον John Cooper Clarke (αυτόν τον ποιητή που μπλέχτηκε με το New Wave αλλά ποτέ δεν κατάλαβα το γιατί).
Τελικά το Urgh! ήταν αυτό που έλεγε ο τίτλος του, «Ένας
μουσικός πόλεμος». Κι ο φιλαράκος ο Miles μάς βομβάρδισε με όσα πυρομαχικά διέθετε χωρίς να ενδιαφερθεί αν ήταν
θανατηφόρα ή τζούφια, εκρηκτικά ή άσφαιρα. Θυμάμαι πάντως οτι βγαίνοντας από
την ΕΛΛΗ ήμουν σίγουρος ότι το New Wave ήταν η πιο ενδιαφέρουσα μουσική του
πλανήτη.
Την πρώτη κοπέλα
που ερωτεύτηκα την πήγα να δούμε το “Last Waltz” και κάμποσα
χρόνια αργότερα είδα την τελευταία παράσταση των Spiders from Mars έχοντας μόλις εισπράξει μια μεγαλοπρεπή χυλόπιτα. Είδα το “Decline of Western Civilization” μια βδομάδα πριν αποκτήσω την πρώτη μου μηχανή
και το “Urgh!” όταν έμαθα οτι
πέρασα στο Πανεπιστήμιο. Κάπως έτσι πήγε ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μου και
τώρα που τα ξανασκέφτομαι δεν μπορώ να θυμηθώ τη φάτσα της κοπέλας που είχα
πρωτοερωτευτεί ή της άλλης που μου έριξε χυλόπιτα. Δεν θυμάμαι τον ήχο της
πρώτης μου μηχανής, ούτε και το τι έκανα τις πρώτες μου μέρες σαν φοιτητής.
Αλλά θυμάμαι το “My Death”, το“Ophelia”, το “Nausea” ή το “Total Eclipse” σα να τα είδα
χτες βράδυ στο πανί του σινεμά. Και δεν ξέρω τι απ΄όλα με σημάδεψε
περισσότερο...
15 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Το "Decline..." το είδες σε σινεμά;;; Πού ρε πούστη μου τα έπαιζε αυτά στα 80s; Όλα τα κωλοσινεμά - όπου έβλεπε το μάτι σου - Δαλιανίδη, Ράμπο και Τραβόλτα παίζανε... άντε και Μάντ Μάξ.
ΟΚ, σήμερα πιά έχω το DVD και την μουσική, αλλά στα 80s δεν ήξερα κάν πως υπήρχε η ταινία.
Γιά τα άλλα, 3 στα 4... το τελευταίο βάλς δεν το έχω δεί.
Όχι το "Decline" ρε -αυτό το είχα δει σε μια βιντεοκασέτα που είχε φέρει κάποιος φίλος φίλου από το Αμέρικα και μας είχε βγάλει την Παναγία να τη μετατρέψουμε από PAL σε SECAM (ή το ανάποδο -δεν θυμάμαι πια).
Το "Βαλς" το είχα δει τέλη του '70 στο ΙΝΤΕΑΛ και τον Ζίγκι στην ΑΤΛΑΝΤΙΔΑ (αν έχεις το θεό σου!)
Είπα κι εγώ, σινεμά να δείχνει το "Decline"!
Καλά, εσύ θυμάσαι και που είδες τις ταινίες! Εγώ δεν θυμάμαι τι έφαγα χτές το μεσημέρι!
Υπάρχει ακόμα η Ατλαντίδα άραγε;
Η ΑΤΛΑΝΤΙΔΑ υπάρχει (δε χάθηκε -και μάλιστα έχει 2 αίθουσες πλέον).
Το δείξανε το Decline και σε σινεμά -μεταμεσονύκτιο, κάπου γύρω στο '88 ή '89 (σε αφιέρωμα στο ΑΛΦΑΒΙΛ) απλά εγώ το είχα δει παλιότερα, στην παλιοβιντεοκασέτα.
Ε αυτά είναι... εγώ έψαχνα να βρώ στα δισκάδικα πάνκ δίσκο να αγοράσω, και εσύ είχες τα κονέ να μάθεις πως το Άλφαβιλ έπαιζε το "Decline".
Με έτρεχε και η γκόμενα σε πειραματικό αργεντίνικο κινηματογράφο τότε, και μου μούτρωνε που με έπαιρνε ο ύπνος - οπότε και να ήξερα γιά τι μιλάμε και πού το δείχνει, μάλλον δεν έπαιζε να το δώ.
Και αφού περί Penelope Spheeris ο λόγος,να αναφέρω και ότι έχει κάνει μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία,το Boys next door (1984),ωμό σχόλιο πάνω στην εφηβική εγκληματικότητα ''χωρίς αιτία'',με σάουντρακ που έχει και κάτι Cramps και Ιggy Pop,πολύ Ελ-Εϊ όλο το σκηνικό.
Και τον Σκορσέζε είμαι ευτυχισμένος που τον πρόλαβα το '79 και μου είχε κάνει εντύπωση,μικρούλης τότε, πως μπορούσε ο Levon να παίζει ντραμς και να τραγουδάει ταυτόχρονα!
Λύκε -απέναντι από το Άλφαβιλ έμενα, στο στενάκι! Εκείνη την εποχή ήμουν αντιΑργεντίνος γιατί μου την έσπαγε ο Μαραντόνας και προχτές που είδα μετά από καιρό μια αργεντίνικη ταινία συνειδητοποίησα οτι έχω σοβαρούς λόγους να παραμένω αντιΑργεντίνος.
Γιώργο, έχω διαβάσει για αυτή την ταινία αλλά δεν την έχω δει. Είχα ξαναδεί ντράμερ να τραγουδάει (των Eagles νομίζω, στα μουσικά διαλείμματα που έβαζε η ΥΕΝΕΔ στο ημίχρονο των αγώνων κυπέλου -αλλά κανέναν τόσο καλά όσον τον Λεβόν!
Αντι-αργεντίνος δεν είμαι γιατί ακόμα δεν έγινα χορτοφάγος και οι μπριζόλες τους είναι άπαιχτες. Και γιατί η Αργεντίνα είναι πανέμορφη χώρα - μέχρι εκεί! Από ποδόσφαιρο, μηδέν εις το πηλίκον. (Η κοιλιοδουλεία μου σαν απάντηση του χουλιγκανισμού σου). Όσο γιά κινηματογράφο, καλύτερα Star Wars...
Έτσι πές! Απέναντι από το σινεμά! Εγώ πάλι από Πειραιά, ήταν ολόκληρη εκδρομή το να ανέβω στην Αθήνα. Πρώτη φορά ανέβηκα μόνος μου στα 13, και έφαγα και ξύλο όταν το μάθανε!
Α καλά,όταν δεις τη σκηνή όπου οι δυό αληταράδες ήρωες κανιβαλίζουν το πάρτυ πισίνας των πλουσιόπαιδων υπό τους ήχους του ''I ain't nothing but a gorehound'' των Cramps,θα με θυμηθείς.
Τώρα που το σκέφτομαι,το Βαλς ήταν ο πρώτος Σκορσέζε της ζωής μου(καθότι ο Ταξιτζής μου ήρε σε επανέκδοση λίγο πριν το ΠΑΣΟΚ ή τις πρώτες μέρες του,τέλος πάντων).Σκάμπαζα τότε τόσα απο μουσική που μόνο τον Νηλ Ντάιαμοντ στα πιο ελαφριά του είχα ακούσει απο όλους αυτούς και παραξενεύτηκα-'μπα είναι και ροκ αυτός;'.Ευκαιρία για μάθημα,όπως και να το κάνεις.
Λύκε -κι εγώ στα βουνά έμενα αλλά όταν φοιτήτεψα κατέβηκα στον κάμπο της Αθήνας για να διαπιστώσω αν είχε δίκιο ο Αγγελής όταν έλεγε οτι "οι κάμποι της Αθήνας απεργούν/ τελικά βουή σημαίνει απραξία".
Γιώργο, όχι εγώ είχα δει τον Ταξιτζή (με είχε βάλει στη ζούλα ένας θείος μου σε θερινό) και θυμάμαι οτι η εντύπωσή μου ήταν "μα καλά -δυο ώρες μάς έχει σπάσει τ΄αρχίδια για μια μονάχα τρομερή σκηνή στο τέλος;" Μάλλον φταίει οτι ποτέ δεν ταίριαξα με την οπτική του Σκορτσέζε -τον παραδέχομαι σαν μεγάλο σκηνοθέτη αλλά δεν μου πάει ο τρόπος που "γράφει". Εκτός από τις συναυλίες! Γιατί έχω δει και το άλλο το δικό του, το Shine a light με τους Rolling Stones και ήταν εξίσου ατμοσφαιρικό και σχεδόν το ίδιο συγκλονιστικό.
Μαζί σου!
Εγώ θυμάμαι πόσο πειραγμένος βγήκα απο τα αίματα του τέλους,αλλά όλο το υπόλοιπο έργο μου έκανε κάπως.Ασε που το είχα πιάσει και τελείως λάθος το νόημα.Το Σκορσέζε τον αγάπησα απο το Είδωλο και μετά.
Όχι,αυτό της Σφύρις είναι πιο εγκεφαλικό απο τα αντίστοιχα 'Ταξη '84'(που μου είχε τότε αρέσει πολύ)και σκέψου ότι πολλά Αμερικανάκια στο imdb που συζητούσαμε μου έλεγαν ότι δεν το κατάλαβαν..
Καλά, η "Τάξη του '84" ήταν σκέτη αντιγραφή της "Ζούγκλας του Μαυροπίνακα" -θυμάμαι οτι όταν παιζόταν είχαμε πάει στο σινεμά για να τον σπάσουμε (τελικά κάτι καθίσματα είχαμε σπάσει και κάτι μπουκάλια ΗΒΗ). Η πλάκα ήταν οτι είχαμε μαζί μας κάτι πάνκηδες πιο φρικιαστικούς από τον χοντρό που έπαιζε στην ταινία και φώναζαν "δεν είναι εγκληματίες οι πάνκηδες ρε μουνιά! θα σας σφάξουμε όπου σας πετύχουμε!"
Ήταν στη βάση ρημέικ,είχε όμως πάρα πολλά στοιχεία που θα το έκαναν να ξεφύγει απο το μοτίβο του 'καλού που εξολοθρεύει κακούς'(όπως το φρόντισαν οι συντελεστές)και να αποτελέσει ένα αληθινά εφιαλτικό σχόλιο πάνω στη βία που θα αφορούσε και τις δυό πλευρές.
Είχαν δίκιο οι πάνκηδες και είναι πολύ κινηματογραφική σκηνή αυτή που περιγράφεις.
Υ.Γ.:Συχωρεμένος ο χοντρούλης.
συχωρεμένος και ο Βίκ ο Λοχίας.
και ξέρεις πώς πήγε ο Τεράστιος; έφαγε ελικόπτερο στο κεφάλι!
Δηλαδή Λύκε -ο λοχίας Σώντερς έκανε πραγματικότητα το "εκεί που καθόμουν και σκεφτόμουν, ξέρεις τι πέρασε από το μυαλό μου; ένας έλικας!"
Γιώργο, εδώ κοντεύουμε να συχωρεθούμε εμείς που τους βλέπαμε....
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!