Προηγούμενα:
3. Σκυλιά, παπούτσια, κόκαλα
4. Γυναίκες που φοβούνται να γυρίσουν στο πουθενά
5. Πάντα επιστρέφουν
6. Ένα προπληρωμένο εισιτήριο
7. Η αναζήτηση της ομορφιάς εκεί που δεν υπάρχει
8. "Καλωσήρθα αγαπούλα"
Το αεροπλάνο προσγειώθηκε σ’ ένα μουντό, λασπερό διάδρομο –λίγος ήλιος με
κρυφοκοίταζε πίσω από τα μαύρα σύννεφα -αυτή η πόλη δεν έμοιαζε τόσο με την
Αθήνα που είχα αφήσει φεύγοντας για Κόστα Ρίκα και γι΄αυτό ένιωσα, για λίγο,
όμορφα. Για λίγο. Μέχρι να με προσγειώσει κανονικά ένας ταρίφας που βρώμαγε
σκόρδο και ιδρώτα.4. Γυναίκες που φοβούνται να γυρίσουν στο πουθενά
5. Πάντα επιστρέφουν
6. Ένα προπληρωμένο εισιτήριο
7. Η αναζήτηση της ομορφιάς εκεί που δεν υπάρχει
8. "Καλωσήρθα αγαπούλα"
«Πού πάει ο κύριος;»
Αν το ήξερα μαλάκα μου θα πήγαινα και μόνος, δεν θα σε είχα ανάγκη....
«Κέντρο», μουρμούρισα.
«Έτσι γενικά;»
«Διδότου».
Τελικά όλα ήταν προδιαγεγραμμένα και οι μηδενικές επιλογές που είχα στη
διάθεσή μου αυτό ακριβώς αποδείκνυαν.
Μπαρ Βιτόφσκι.
Ήσυχο όπως πάντα, άδειο όπως ακριβώς το περίμενα –καθυστέρησα λιγάκι
ελέγχοντας τον δρόμο απέξω -περισσότερο από συνήθεια, δεν υπήρχε πια κανένας
σοβαρός λόγος... Η Σόνια ήταν παραχωμένη χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, σ΄ένα
μέρος όπου οι λιακάδες ήταν πιο υγρές από τις καταιγίδες –κανέναν πλέον δεν
απασχολούσε.
«Κι εγώ που νόμιζα οτι οι καλοκαιρινοί παραθεριστές είχαν όλοι επιστρέψει εδώ
και μήνες...» με προϋπάντησε ο μπάρμαν χωρίς να καταδεχτεί να σκάσει μισό
χαμόγελο.
«Αυτά είναι για τους φτωχούς αγόρι μου», του εξήγησα. «Εμείς της άρχουσας
τάξης δεν πάμε διακοπές αν δε χειμωνιάσει για τα καλά».
Έσυρα τη βαλίτσα μου μέχρι το τραπέζι στο βάθος της αίθουσας, εκείνο που
χρησιμοποιούσα για γραφείο μου και επέστρεψα στη γυαλιστερή μπάρα.
«Ιάκωβε, το ποτό μου», παράγγειλα.
Αλλά είχε ήδη αρχίσει ν΄ ανακατεύει τα δηλητήρια στο μακρόστενο νεροπότηρο
–δεν καταδέχτηκε ούτε να με κοιτάξει –ήταν αυτό κάποια μομφή γιατί αμφισβήτησα
τον επαγγελματισμό του ίσως.
«Πώς πάει;» τον ρώτησα.
«Όπως τα άφησες...»
«Όχι ακριβώς», διαπίστωσα.
«Κι επειδή εδώ τίποτα δεν άλλαξε, θα υποθέσω οτι αναφέρεσαι σ΄ αυτά που
βρήκες εκεί που πήγες», παρατήρησε ο μπάρμαν.
«Είσαι κάποιος μεγάλος ντέτεκτιβ...» τον επιβράβευσα.
«Ρίχτα», με ενθάρρυνε
«Μη δίνεις σημασία», είπα.
«Εντάξει –δεν θα δώσω. Αλλά μήπως πρέπει να προσέχουμε για κάτι; Επειδή,
κάθε φορά που επιστρέφεις, φέρνεις μαζί σου και ένα μάτσο ψυχοπαθείς
καουμπόηδες...» μου εξήγησε προσπαθώντας να χαμογελάσει.
«Αυτή τη φορά είναι διαφορετικά. Τώρα είμαι εγώ ο καουμπόης», διευκρίνισα.
«Κι εγώ θα πρέπει να νιώσω πιο ήσυχος μετά από αυτό –έτσι;»
«Δεν ξέρω για σένα, αλλά εγώ θα ένιωθα πολύ καλύτερα αν χρησιμοποιούσες τις
τρομερές σου γνωριμίες για να μου εξασφαλίσεις ένα όπλο που δεν είναι
καρφωμένο», πρότεινα.
«Έτσι ε;» γέλασε.
«Όπως καταλαβαίνεις, υπάρχει κάποια πολύ δύσκολη κατάσταση εδώ πέρα»,
παραδέχτηκα.
«Κι αυτό το όπλο, αν υποθέσουμε οτι μπορούσα να το βρω, δεν θα έπρεπε να
είναι καρφωμένο επειδή...»
«Επειδή κάποιος παντογνώστης φίλος δεν πρέπει να μάθει οτι το έχω, μέχρι τη
στιγμή που θα το χρησιμοποιήσω».
«Επάνω του να υποθέσω...»
«Ιάκωβε, με εκπλήσσει η διορατικότητά σου», αναφώνησα.
«Κι εμένα με εκπλήσσουν οι απαιτήσεις σου αλλά δεν το κάνω θέμα», απάντησε.
«Εντάξει –είμαστε κι οι δύο μας έκπληκτοι», συμπέρανα. «Δώσμου τώρα το ποτό
μου και την τεχνολογία μπας και κάνω καμιά δουλειά...»
Πήγα στο τραπέζι μου κουβαλώντας το λάπτοπ και τη φρέσκια Στολίσναγια με
τόνικ, εγκαταστάθηκα κανονικά –τσιγάρα, αναπτήρας –μέχρι και σουβέρ έβαλα κάτω
από το ποτήρι.
Ξεκίνησα την αναζήτηση γενικολογώντας, αλλά δεν βγήκε κανένα ικανοποιητικό
αποτέλεσμα για το ερώτημα «Φάνης σκηνοθέτης». Πήγα λίγο παραδίπλα ψάχνοντας σε
διάφορες ειδικότητες σχετικές με τον κινηματογράφο, αλλά ο δικός μου Φάνης δεν
εμφανίστηκε ούτε στους οπερατέρ, ούτε στους φωτογράφους, ούτε καν στους
ηχολήπτες. Αποφάσισα ν΄ ακολουθήσω διαφορετική πορεία και σύντομα είχα μπροστά
μου όλες τις ταινίες της Φωτίου μαζί με τις λίστες των συντελεστών. Βρήκα πέντε
Φώτηδες, τρεις Φ σκέτους και δυο Θ συμπληρωματικούς αλλά ψαρεύοντας τα
βιογραφικά τους ανακάλυψα οτι κανένας από αυτούς δεν ήταν ο Φάνης που έψαχνα
–δεν ταίριαζαν οι ηλικίες και κάτι ημερομηνίες θανάτων που παρεμβάλλονταν.
Συμπέρασμα υπ΄ αριθμόν 1: Ο Φάνης που γνώρισα δεν λεγόταν Φάνης. Συμπέρασμα υπ΄
αριθμόν 2 (συμπληρωματικό του πρώτου): Ο Φάνης μπορεί να λεγόταν Φάνης αλλά δεν
είχε σχέση με τον κινηματογράφο. Συμπέρασμα υπ΄ αριθμόν 3 (βοηθητικό των
προηγουμένων): Χρειαζόμουν ακόμα ένα ποτό κι αυτό έπρεπε να τακτοποιηθεί άμεσα.
Υπήρχε η προφανής λύση, να πάω δηλαδή στον Βλαδίμηρο, να τον πλακώσω στα
χαστούκια και να μάθω αυτά που έψαχνα –όμως κάτι μου έλεγε οτι δεν θα έβγαζα
και πολλά πράγματα με τέτοιο τρόπο. Κυρίως επειδή ο Βλαδίμηρος ήταν κάπως
απρόβλεπτος –δεν είχα καταλήξει αν επρόκειτο περί φλώρου που το έπαιζε
μυστήριος ή περί καθάρματος που το έπαιζε φλώρος. Όταν λοιπόν θα ερχόταν η ώρα
να τον επισκεφτώ θα έπρεπε να είμαι καλύτερα προετοιμασμένος...
Άναψα καινούργιο τσιγάρο, ήπια φρέσκο ποτό, έπαιξα λίγο με τη φέτα λεμονιού
που αναπαυόταν στο χείλος του ποτηριού, χάζεψα έναν λεχρίτη που μπήκε βιαστικά
στο μαγαζί, ρώτησε κάτι κι έφυγε –σκεφτόμουν... Υπάρχουν δυο μέθοδοι
αναζήτησης, ή τουλάχιστον, εγώ ξέρω μόνο δυο μεθόδους. Η πρώτη είναι να πας
λογικά, με συνεπαγωγές, συγκρίσεις, προσεκτικά βήματα, σε μια γέφυρα που τη
χτίζεις περπατώντας. Η δεύτερη μέθοδος είναι να τραβάς αβέρτα χαρτιά από μια
εναέρια τράπουλα κι ότι κάτσει. Αυτή η μέθοδος μοιάζει πολύ βολική για ρεμάλια
σαν εμένα που βαριούνται να κάνουν λογικούς συνειρμούς –αλλά δεν είναι. Επειδή
στο τέλος καταλήγεις να χαζεύεις γυμνές φωτογραφίες γυναικών που πηδιούνται με
πίθωνες, ενώ έχεις ξεκινήσει να ψάχνεις, ας πούμε, μια διεύθυνση κλινικής....
Χτύπησα το όνομα της Φωτίου στην αναζήτηση εικόνων και άραξα αναπαυτικά
χαζεύοντάς την. Σε λίγο άρχισα να πέφτω σε φωτογραφίες της μαζί με τον Νίκο
Μανιάτη. Δοκίμασα, έτσι για πλάκα, μπας και βρω τίποτα με Κουδουνά, αλλά σιγά
μην έβγαιναν φωτογραφία τα αστέρια με τον τσοντοπρωταγωνιστή... Βρήκα όμως
κάποιες αποκαλυπτικές του Κουδουνά που δεν τον κολάκευαν ιδιαίτερα. Άραγε ποια
εποχή είχαν γυρίσει την τσόντα οι τρεις τους; Πριν το διαζύγιο Φωτίου-Μανιάτη,
άρα, πριν το ’73... Έψαξα φωτογραφίες τους από εκείνα τα χρόνια, σιγουρεύτηκα
οτι την τσόντα τη γύρισαν μεταξύ ’70 και ’73 χοντρικά. Κάτι πιο συγκεκριμένο;
Δεν προέκυπτε –επειδή και οι τρεις τους δεν είχαν φύγει από την Ελλάδα,
τουλάχιστον μέχρι το ’76. Ο Κουδουνάς είχε καμιά δεκαριά ταινίες εκείνη την
τριετία και το ζευγάρι είχε 4 με 5. Μήπως στα γυρίσματα κάποιας από αυτές τις
ταινίες κινηματογράφησαν και την παρτούζα; Δεν έβγαινε και δεν είχε σημασία....
Αποφάσισα να σκοτώσω την ώρα μου χαζεύοντας σκηνές των ταινιών τους, για
τον Κουδουνά ήταν πιο δύσκολο καθότι έπρεπε να γραφτείς μέλος με συνδρομή, όμως
με τους υπόλοιπους ήταν γεμάτο το ίντερνετ. Η Φωτίου με τον Μανιάτη, η Φωτίου
μόνη της, ο Μανιάτης ζεν πρεμιέ του ’60, ο Μανιάτης σταρ του ’70, ο Μανιάτης με
παραπανίσια κιλά το ’80, ο Μανιάτης εμφανώς γερασμένος το ’90... Βλακείες... Κάποια στιγμή βαρέθηκα τα
συνεχόμενα πλάνα, έβαλα να παίξει μια συνέντευξη από κάποιο τηλεοπτικό αφιέρωμα
στο κρατικό κανάλι. Η χοντρή ψευτοδιανοούμενη παρουσιάστρια της εκπομπής
αναγγέλλει οτι σήμερα μαζί τους έχουν έναν σπουδαίο ηθοποιό που τίμησε την
Ελλάδα παγκοσμίως, το επόμενο πλάνο είναι τραβηγμένο πανοραμικά, φαίνεται η
άκρη του πλατό, βλέπουμε τότε μια σκεβρωμένη πλάτη να μπαίνει γεμίζοντας την
οθόνη, ο άνθρωπος προσπαθεί να δείξει ευθυτενής αλλά δεν είναι και πολύ εύκολο,
μετά ανοίγει η εικόνα κι ο Νίκος Μανιάτης, με σάρκα, οστά, σπορ κρεμ σακάκι και
παντοφλέ παπούτσια κάθεται σε μια καρέκλα δίπλα στην χοντρή. Χαιρετάει,
ευχαριστεί, χαμογελάει, η χοντρή σκύβει προς το μέρος του και τον φιλάει
σαλιάρικα. Κάμποση αηδία... Αλλά υπάρχει κάτι ακόμα...
Νιώθω μια οικειότητα όσο μιλάει ο Μανιάτης –απόρροια μάλλον του οτι κάθομαι
και τον χαζεύω σε ταινίες τόση ώρα τώρα. Δεν είναι μόνο αυτό... Προσπαθώ να
προσδιορίσω τι με ενοχλεί στη συνέντευξη –μπορεί να φταίει που το μυαλό μου
έγινε φάβα όση ώρα τραβάω χαρτιά από την εναέρια τράπουλα, όμως δεν είναι
αυτό...
Σπάω το κεφάλι μου προσπαθώντας να καταλάβω τι λέει ο Μανιάτης στη
συνέντευξή του και τότε μού έρχεται απροειδοποίητα. Σταματάω το βίντεο, το
πηγαίνω πάλι από την αρχή. Χοντρή, προαναγγελία μεγάλου ηθοποιού παγκοσμίως,
σκεβρωμένη πλάτη που μπαίνει στο πλατό, στοπ. Πάλι από την αρχή... Χοντρή,
προαναγγελία, σκεβρωμένη πλάτη –πάλι... Και ξανά, το βλέπω πέντε φορές κι ακόμα
δεν το πιστεύω. Φταίει το μυαλό μου που δεν είναι και τόσο σόι –φταίνε τα χάπια
που παίρνω, η έλλειψη ύπνου... Χοντρή, προαναγγελία, σκεβρωμένη πλάτη,
καρέ-καρέ. Ανοίγω καινούργια σελίδα αναζήτησης. Πότε πέθανε ο Μανιάτης; Πώς
πέθανε; Πού πέθανε; Άρθρα εφημερίδων, κουτσομπολίστικες σελίδες, ένα σωρό
μαλακίες...
Απ΄ ότι φαίνεται, ο Μανιάτης πέθανε στο Βερολίνο, το 2001. Ήταν καλεσμένος
της Γερμανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου σε κάποιο αφιέρωμα για τους ξένους του
γερμανικού σινεμά κάτι τέτοιο. Μετά το τέλος του αφιερώματος παρέμεινε για
διακοπές στη γερμανική πρωτεύουσα. Τον βρήκαν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του,
είχε πάθει εγκεφαλικό την ώρα που κοιμόταν. Η σωρός του μεταφέρθηκε στην Αθήνα
μετά από δυο βδομάδες. Ο Μανιάτης είχε πάει στο Βερολίνο μόνος του, άλλωστε
εκείνη την περίοδο της ζωής του δεν υπήρχε κάποια επίσημη σχέση του με γυναίκα.
Οι συγγενείς του και τα λοιπά και τα λοιπά.... σταμάτησα το διάβασμα. Ο
Μανιάτης είχε πεθάνει μόνος στο Βερολίνο... Η σωρός του...
Έκλεισα το λάπτοπ για να μην αρχίσω να ουρλιάζω. Ο μπάρμαν με κοίταξε
–πρέπει να έδειχνα κάπως περίεργα.
«Τι έγινε; Κάνα φάντασμα είδες;» με ρώτησε από μακριά.
Δεν είχα κουράγιο ούτε να χαμογελάσω.
«Το όπλο...» ψέλλισα.
«Τι πράγμα;» απόρησε ο μπάρμαν.
«Μου βρήκες όπλο;» ρώτησα.
«Είσαι σίγουρος;» προσπάθησε να με λογικέψει εκείνος.
«Το όπλο... Τώρα», ψιθύρισα.
Σήκωσε τους ώμους του και έβγαλε το κινητό του. Μίλησε για λίγο.
«Σε 10 λεπτά», είπε κλείνοντας.
Δεν κατάλαβα αν το έλεγε σε μένα ή στον συνομιλητή του από το τηλέφωνο.
Πήρα ένα καινούργιο ποτό, άναψα τσιγάρο, κατέβασα δυο χάπια μαζεμένα. Ζαλιζόμουν
και δεν έφταιγαν οι Στολίσναγια. Ιδρώτας στη ραχοκοκαλιά, ελαφρύ τρέμουλο στο
δεξί χέρι. Το όπλο, το όπλο... Ο Μανιάτης πέθανε στο Βερολίνο, μόνος στο
δωμάτιο κάποιου ακριβού ξενοδοχείου απ΄αυτά που σε προστατεύουν από την
δημοσιότητα. Νεκρός, εγκεφαλικό την ώρα που κοιμόταν... Ο Μανιάτης... μιας
σκεβρωμένη πλάτη που προσπαθεί μάταια να δείχνει ίσια...
«Πρόσεχε λίγο το μαγαζί, θα πεταχτώ έξω», μου φωνάζει ο μπάρμαν.
Τον ακούω αλλά αυτό δεν έχει καμιά αξία. Καπνίζω κοιτάζοντας τον αέρα που
θολώνει πρόσκαιρα. Πρέπει να καταστρώσω κάποιο σχέδιο, πρέπει να ξέρω τι θα
κάνω πριν και τι θα συμβεί μετά... Πρέπει πάντα να υπάρχει ένα σχέδιο για να
λειτουργήσει κανείς εκτός σχεδίου –έτσι δεν είναι;
Η πόρτα του μαγαζιού άνοιξε προσεκτικά για να μπει ο μπάρμαν, καθόμουν και
τον χάζευα έτσι όπως κουβαλούσε μια πάνινη τσάντα πλησιάζοντάς με.
«Έφερες το κολατσιό σου για το σχολείο;» ρώτησα.
«Μάλλον το δικό σου κολατσιό», είπε.
Ακούμπησε την τσάντα στο πάτωμα δίπλα στα πόδια μου.
«Χρωστάς ένα χιλιάρικο», μου εξήγησε.
«Φαρμάκι είσαι... Δε γίνεται να το νοικιάσω δηλαδή;» ρώτησα.
«Πώς δε γίνεται...» γέλασε. «Κι ο επόμενος που θα το πάρει τι ακριβώς θα
φορτωθεί;»
«Τα βάρη είναι για τους ανθρώπους», φιλοσόφησα.
«Καλά, τραγούδα», είπε επιστρέφοντας στο μπαρ.
Μάζεψα την πάνινη τσάντα και χώθηκα μαζί της στην τουαλέτα. Ήταν ένα Γκλοκ
σε καλή κατάσταση συν ένα κουτί με σφαίρες. Έβγαλα τη γεμιστήρα –χωράγανε 17
εκεί μέσα κι άλλες 2 στη θαλάμη. Ασφάλισα το πιστόλι και το έχωσα στη μέσα
τσέπη του μπουφάν μου. Ένιωθα έτοιμος αλλά δεν ήμουν. Επειδή είχα να κοιμηθώ
κάτι μέρες –σε τέτοια κατάσταση τα χάπια ενεργούν ανεξέλεγκτα. Βγήκα από την
τουαλέτα.
«Χρειάζομαι κάπου να κοιμηθώ», είπα στον μπάρμαν.
Μου έδωσε αμίλητος τα κλειδιά του διαμερίσματος στον πάνω όροφο. Ανέβηκα
αργά, τακτοποίησα τα πράγματά μου σε μια εύκαιρη γωνιά και σωριάστηκα στο
στρώμα. Τότε ήρθε ένας ύπνος όλο νύχια, λασπωμένος από σκόνη και ιδρώτα, να με
τραβήξει στα πηγάδια του –αφέθηκα, τι άλλο να’ κανα;
Όταν ξύπνησα εγώ, η πόλη κοιμόταν. Παγωμένη ησυχία, ούτε αυτοκίνητα να
χαρακώνουν τα νερά της ασφάλτου, ούτε περαστικοί να τσακώνονται απρόσεκτα....
Σηκώθηκα αργά και άνοιξα το παράθυρο –με πήρε από τα μούτρα η υγρασία του
ξημερώματος. Η πόλη κοιμόταν ή έπινε το μαυροζούμι της πριν ξεκινήσει για την
πρωινή βάρδια. Πλύθηκα, ντύθηκα, απέφυγα να κοιταχτώ σε καθρέφτη και κατέβηκα
στο δρόμο. Χρειαζόμουν αυτοκίνητο, δεν γίνονται αυτές οι δουλειές με ταξί.
Άρχισα λοιπόν να γυροφέρνω το τετράγωνο μέχρι να βρω τη σαραβαλιασμένη Άλφα του
Βιτόφκσι. Όταν την πέτυχα, χρησιμοποίησα τη λάμα της πεταλούδας για κατσαβίδι
κι έβγαλα τα εφεδρικά κλειδιά από το πίσω φλας. Μέχρι να μπω μέσα κόντεψα να
ξεπαγιάσω.
Η λεωφόρος δεν είχε καθόλου κίνηση, παρ΄όλα αυτά εγώ πήγαινα σαν κυρία –με
σεβασμό στα όρια της κυκλοφορίας και τα φανάρια. Δεν φοβόμουν μη μου την πέσουν
τίποτα κρυμμένοι μπάτσοι, απλώς χρειαζόμουν το χρόνο μου για να ξυπνήσω.
Χρειάστηκα περίπου ένα τέταρτο για να φτάσω στην περιφραγμένη μονοκατοικία του
Γκας, έκανα όμως άλλο τόσο στριφογυρίζοντας έξω από το σπίτι του για να βεβαιωθώ
οτι δεν είχε κάποιους εκεί έξω να τον φυλάνε. Τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα ήταν
άδεια, τα φώτα στα κοντινά σπίτια σβηστά, άρα, ότι υπήρχε ήταν κλειδαμπαρωμένο
στο σπίτι. Την προηγούμενη φορά που είχα έρθει εδώ πέρα, μαζί με τη Σόνια, ήταν
ακόμα μέρα –όμως τώρα θα έπρεπε να είμαι προσεκτικός για τίποτα φωτοκύτταρα από
εκείνα που σε ψήνουν σα μύγα κάνοντας τη νύχτα μέρα.
Διαλέγω την ίδια τυφλή πλευρά του σπιτιού και πηδάω μέσα από την περίφραξη,
το χώμα έχει γίνει βάλτος στον απεριποίητο κήπο, οι μπότες μου χώνονται μέχρι
αστράγαλο. Χαμογελάω στη σκέψη οτι θα του κάνω χάλια τα χαλιά τού καργιόλη...
Έχει ξημερώσει για τα καλά όσο φέρνω γύρο το σπίτι κι ακόμα δεν μπορώ να
βρω πώς θα μπω μέσα. Πόρτες κλειστές, ρολά κατεβασμένα... Βλέπω το παράθυρο της
τουαλέτας που χάσει ανοιχτό αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να χωθεί κάποιος από
εκεί μέσα, εκτός ίσως από τον Πήτερ Παν. Η μόνη λύση δείχνει να είναι μια στενή
σιδερένια πόρτα στο πίσω μέρος, μάλλον αποθήκη. Η κλειδαριά της με παιδεύει
αρκετά, αποφεύγω ακόμα και τους αναγκαίους θορύβους μέχρι να πετάξω τον αφαλό
της έξω με τη μύτη της πεταλούδας. Ανοίγω την πόρτα με ρυθμό μισής μοίρας το
δευτερόλεπτο όντας σίγουρος οτι οι μεντεσέδες της τρίζουν. Όπως το περιμένω
–δεν υπάρχει συναγερμός. Για ποιο λόγο άλλωστε; Σίγουρα έχει ένα με δυο γομάρια
μέσα στο σπίτι να τον φυλάνε...
Σκοτάδι, βρώμα από πολυκαιρισμένα σκουπίδια –ποιος μαλάκας ξεκινάει να μπει
κρυφά σε σπίτι και δεν παίρνει μαζί του φακό; Ποιος άλλος; Κοπανάω το γόνατό
μου σε κάτι μεταλλικό που προεξέχει, δεν βγάζω κιχ, το δέχομαι σαν τιμωρία για
την ανοησία μου. Φτάνω μέχρι την εσωτερική πόρτα, γυρίζω το χερούλι αργά και
είμαι τυχερός –η πόρτα ανοίγει ξεκλείδωτη. Είμαι μέσα, ετοιμαστείτε
καργιόληδες, όφισερ ον ντεκ, που λένε και στα καράτε...
Διάδρομος, τον θυμάμαι αλλά από την απέναντι πλευρά –όταν είχα μπει στο
σπίτι κύριος, από την κεντρική είσοδο. Ένα αχνό φως να τρεμοπαίζει από το
σαλόνι, μάλλον τα στόρια είναι ερμητικά κλειστά γι΄αυτό δεν το είδα απέξω. Πάω
προς τα εκεί. Περνώντας έξω από την κουζίνα διακρίνω κάποια αχνή κίνηση, κολλάω
στον τοίχο, κοιτάζω καλύτερα. Κάποιος ή κάποιοι κοιμούνται μέσα... Προσπερνάω.
Στο σαλόνι ένας ανοιχτός δέκτης τηλεόρασης με χαμηλωμένο τον ήχο δείχνει
διαφημίσεις μηχανημάτων γυμναστικής. Ένα κεφάλι γερμένο στο πλαϊνό τού καναπέ,
πατάω σιγά μέχρι να το φτάσω. Του ακουμπάω το πιστόλι στη μούρη.
«Ξύπνα καργιόλη, ώρα για γυμναστική», μουγκρίζω.
Ο Γκας πετάγεται, προλαβαίνω να του κλείσω το στόμα με την παλάμη.
«Μην κάνεις τίποτα μαλακία και λερώσουμε το κάλυμμα –κρίμα είναι», του λέω.
Με κοιτάζει παγωμένος κι εγώ τραβάω το χέρι μου από το στόμα του.
«Τρελάθηκες ρε Λούη;»
«Αυτό θα ήταν κάποια πρόοδος...» παραδέχομαι. «Για την ώρα, ξύπνα τους
πούστηδες από την κουζίνα και φέρτους εδώ».
«Τι θέλεις τώρα δηλαδή...»
Τον χτυπάω με την κάνη στο μέτωπο.
«Τέλειωνε», του λέω.
«Για ελάτε μέσα», γκαρίζει.
Ακούω κίνηση από την κουζίνα.
«Τσακιστείτε ρε ζώα», ξαναλέει.
Είμαι γονατισμένος μπροστά του και τον έχω στήσει μισοξαπλωμένο για
προκάλυμμα. Έτσι μας βρίσκουν τα γομάρια –είναι δύο τελικά.
«Μην ανάψετε φως», φωνάζω.
Ο δέκτης της τηλεόρασης τούς φωτίζει αχνά αλλά δεν μπορώ να διακρίνω τις
φάτσες τους.
«Ποιος είναι ο Ρώσος;» ρωτάω τον Γκας.
«Ποιος Ρώσος;» απορεί.
Τα γομάρια στέκονται στην πόρτα του σαλονιού –ο ένας κάτι κρατάει, ο άλλος
ξύνεται.
«Πες τους να πετάξουν τα όπλα και να πιάσουν τοίχο», λέω του Γκας.
«Κάντε το», φωνάζει.
Ο ένας τους κάτι πετάει, ο άλλος απλώς σηκώνει τα χέρια ψηλά.
«Με τη μούρη στον τοίχο», επιμένω.
Το κάνουν. Μετά τραβάω τον Γκας και τον σπρώχνω να στηθεί δίπλα τους. Ανάβω
το φως, τυφλώνομαι για λίγο. Ο ένας τους έχει μαύρα μαλλιά κι ο άλλος είναι
ξυρισμένος γουλί.
«Πώς σε λένε;» τον ρωτάω.
«Γιατί; Θες να βγούμε ραντεβού;» γελάει.
Τον χτυπάω με την κάνη δίπλα στο στόμα –ματώνει.
«Βαγγέλη», λέει τελικά.
«Εσένα;» ρωτάω τον άλλο.
«Κι εμένα το ίδιο», μουρμουρίζει.
«Είναι κανένας απ΄ αυτούς ο Ρώσος;» ξαναρωτάω τον Γκας.
Σηκώνει τους ώμους, δεν έχω χρόνο για ναζάκια –τον χτυπάω λοιπόν στα νεφρά,
βογκάει.
«Παίζει να μην έχω τίποτα μ΄ εσάς τους δύο», λέω στα γομάρια. «Διαλέξτε –ή
θα κάτσετε σε μια γωνιά ήσυχοι όσο λέμε δυο πραγματάκια με το αφεντικό ή θα
γίνετε ήρωες. Τι προτιμάτε;»
Μένουν ακίνητοι κοιτάζοντας τον τοίχο.
«Μπουγάδα βάζεις;» ρωτάω τον Γκας.
«Τι θέλεις; Σκοινί να τους δέσεις;»
Τον χτυπάω φιλικά στην πλάτη –αναστατώνεται αλλά μετά ηρεμεί.
Κάπως έτσι βρισκόμαστε να βολτάρουμε στο σπίτι σαν καλή παρέα –ο Γκας
βρίσκει σκοινί κι αναλαμβάνει να δέσει τους δικούς του όσο τον επιτηρώ. Τους
βάζουμε να καθίσουν στην άλλη άκρη του σαλονιού και τους λουκανικοποιούμε για
να σιγουρευτώ οτι δεν θα μας διακόψουν. Μετά επιστρέφουμε στον καναπέ –κάθομαι
απέναντί του σε μια πολυθρόνα.
«Έχουμε τόσον καιρό να τα πούμε οι δυο μας...» λέω σκεπτικά.
«Και βρήκες την ώρα, μαλάκα», σχολιάζει ο Γκας.
«Τι έχει η ώρα;» απορώ. «Τέλος πάντων –ας ξεκινήσουμε από τα εύκολα. Πού
είναι ο Ρώσος;»
«Με ξαναρώτησες και προηγουμένως...»
«Ακριβώς. Και είναι η τελευταία φορά που ρωτάω. Αν δεν πάρω απάντηση θα σου
γαμήσω το δεξί γόνατο, θα προσπαθήσω δηλαδή -επειδή δεν είμαι και καλός στο
σημάδι».
Σταγόνες ιδρώτα στο μέτωπό του.
«Δεν ξέρω που μένει», παραδέχεται.
Πυροβολώ τον καναπέ ακριβώς δίπλα στο πόδι του, τ΄ αυτιά μου βουίζουν όσο
εκείνος πετάγεται στον αέρα.
«Κάτσε κάτω», του λέω. «Δεν είμαι καλός στο σημάδι –σε προειδοποίησα».
Ξανακάθεται.
«Έχω ένα τηλέφωνο...» μουρμουρίζει.
«Πες του να είναι εδώ σε δυο ώρες».
«Δε γίνεται έτσι... Είναι ανεξάρτητος, του δίνω δουλειές, συναντιόμαστε
μετά και πληρώνεται».
«Εντάξει. Πάρτον τηλέφωνο», αποφασίζω.
Κοιτάζει τριγύρω, βλέπω το κινητό του, σηκώνομαι, του το δίνω.
«Τι να του πω;»
«Τίποτα».
Επιλέγει το νούμερο από τον κατάλογο, περιμένει.
«Εγώ είμαι», λέει στη συσκευή. «Έχω λόγο που σε παίρνω τέτοια ώρα...»
Σηκώνομαι, του παίρνω το τηλέφωνο.
«Θέλω να σε ρωτήσω κάτι», μουγκρίζω.
«Ποιος είσαι;» απορεί η βαριά, αγουροξυπνημένη φωνή.
«Δεν έχει σημασία αυτό. Θέλω να μάθω γιατί δεν τη σκότωσες αμέσως αλλά την
άφησες να πεθαίνει αργά...»
«Ποια;»
«Μη μου κάνεις τον ηλίθιο. Είσαι επαγγελματίας, δεν υπάρχει λόγος να
πεθάνεις άσχημα όταν μπορείς να πας μια κι έξω...»
«Άντε γαμήσου», μουγκρίζει.
«Όπως θέλεις. Πάρε τώρα χαρτί και σημείωνε. Με λένε Λούη Πετρά. Συχνάζω
σ΄ένα μπαράκι ονόματι Βιτόφκσι στη Διδότου. Θα σε περιμένω αύριο, όλη τη μέρα.
Αν δεν έρθεις θα σε ψάξω, θα σε βρω και θα σε σκοτώσω. Αλλά κι αν έρθεις, πάλι
θα σε σκοτώσω. Οπότε, καλύτερα να μην το καθυστερούμε».
«Άκου πούστη», λέει έχοντας ξαναβρεί την ψυχραιμία του. «Εγώ κάνω τη
δουλειά μου και δεν ξέρω τίποτα. Μη μου κολλάς –θα σε ξεσκίσω. Λύσε τα
προβλήματά σου με αυτούς που με πληρώνουν».
«Ας μην το παιδεύουμε –έλα να με συναντήσεις και θα τη βρούμε την άκρη»,
του λέω και μετά κλείνω.
Βάζω το τηλέφωνο τού Γκας στην τσέπη μου.
«Είσαι ηλίθιος τελικά», λέει εκείνος.
«Πες μου κάτι καινούργιο», γελάω. «Και καλύτερα να ξεκινήσεις από το γιατί
έβαλες να σκοτώσουν τη Σόνια».
«Πλάκα κάνεις; Πήγε να με γαμήσει η πουτάνα. Την πλήρωσα για την κασέτα κι
αυτή έπαιξε πίσω απ΄ την πλάτη μου. Όποιος με γαμάει τον γαμάω».
Χαμογελάω.
«Σε ενοχλεί η προδοσία δηλαδή –για να το διατυπώσουμε πολιτισμένα. Μόνο
όταν σε πουλάνε οι άλλοι ή και όταν τους πουλάς εσύ;»
Καταλαβαίνει πού το πάω και σωπαίνει.
«Θα έχανα πολλά λεφτά», δικαιολογείται.
«Γιατί δεν τη σκότωσε αμέσως ο Ρώσος;»
«Δεν ξέρω».
Σηκώνω πάλι το όπλο.
«Δεν του έλεγε που είχε κρυμμένη την κασέτα...»
«Γιατί να του το πει όταν είχε φάει τη σφαίρα;» απορώ.
«Μπας και τη λυπηθεί και την τελειώσει».
«Αυτό σου είπε ο Ρώσος; Και το έχαψες ρε Γκας;»
«Γιατί δηλαδή...»
«Μαλάκα. Ο Ρώσος σού έφαγε την κασέτα της Σόνιας».
Με κοιτάζει απορημένος.
«Όταν τη βρήκαν οι μπάτσοι, έλειπε η τσάντα της...» συνεχίζω. «Ο Ρώσος τη
σκότωσε σ΄ένα ξέφωτο μέσα στη ζούγκλα –μάλλον πήγαινε για μπάνιο ή προσπαθούσε
να κρυφτεί, δεν έχει σημασία. Και σε ρωτάω τώρα –τι έγινε η τσάντα; Στην έφερε
ο Ρώσος;»
Ξύνει το κεφάλι του.
«Όχι», παραδέχεται.
«Ηλίθιε –έκανες μια τρύπα στο νερό. Έφαγες τη Σόνια και έφτιαξες τον Ρώσο»,
του εξηγώ.
«Μίλα καλά», μουγκρίζει.
«Απορώ πάντως, γαμώ το στανιό μου», θυμώνω. «Γιατί τόση φασαρία για μια
τσόντα;»
Με κοιτάζει μπερδεμένος –δαγκώνομαι, κάτι μου διαφεύγει εδώ πέρα.
«Τι τρέχει;» τον ρωτάω.
«Νομίζεις οτι όλη αυτή η φασαρία γίνεται για την τσόντα;»
«Για τι άλλο;»
«Έχεις δει την ταινία;»
«Ναι».
«Όλη;»
«Όχι».
«Γι΄αυτό...»
«Μίλα ρε καργιόλη Γκας».
«Αγόρι μου γλυκό, το πρόβλημα δεν ήταν η τσόντα. Εντάξει –κάποιοι διάσημοι
κάνανε παρτούζα, το λες και μαγκιά τους στην τελική... Λίγος ντόρος στις
κουτσομπόλες –συνηθισμένα πράγματα. Νομίζεις οτι για μια παρτούζα έγινε όλος
αυτός ο σκοτωμός;»
«Αλλά;»
«Στο τέλος της ταινίας ο Μανιάτης μαχαιρώνει τον Κουδουνά ρε βόδι. Κι ο
άλλος πεθαίνει –ον κάμερα, πώς το λένε...»
Έτσι το λένε... Κοντεύει να μου πέσει το πιστόλι από τα χέρια. Θέλω να
σκοτώσω ή να σκοτωθώ, αλλά δεν κάνω τίποτα γιατί δεν μπορώ να ξεχωρίσω τι θέλω
περισσότερο.
«Ο Μανιάτης...» ψελλίζω.
«Έτσι τον κράταγε η Φωτίου –τι νόμισες;»
«Τον κράταγε;»
«Όσο ζούσε. Όταν πέθανε,. η ταινία έχασε κάποια από την αξία της αλλά
σίγουρα θα δημιουργούσε μπλεξίματα στους κληρονόμους του».
«Όταν πέθανε ο Μανιάτης...»
Ο Γκας τσαντίζεται.
«Τι τα επαναλαμβάνει ρε μογγόλε; Έχεις χαζέψει;»
Έχω χαζέψει... Αλλά δεν το επαναλαμβάνω κι αυτό–δεν υπάρχει λόγος.
«Κι εσύ;» ρωτάω για να πω κάτι.
«Τι εγώ;»
«Πώς έμαθες το που βρίσκεται η Σόνια;»
«Έχω τις άκρες μου...»
Σηκώνω χαλαρά το πιστόλι.
«Παρακάτω», διατάζω.
«Τι θες τώρα...»
Τον κοιτάζω παγωμένα γιατί πλέον έχω καταλήξει οτι πρώτα θα σκοτώσω και
μετά θα σκοτωθώ, αν έχει μείνει τίποτα από μένα βέβαια...
«Ο Βλαδίμηρος», λέει.
«Δικός σου;»
«Χαζός είσαι; Ξέρεις τι εστί Βλαδίμηρος; Τρομερές άκρες...»
«Άρα;»
«Συμφωνία. Ήθελε τις κασέτες πακέτο. Και τη δικιά μου και της Σόνιας».
«Εντάξει. Αλλά γιατί να μην τις αγοράσει;»
«Επειδή ρε κορόιδο κανένας δεν θα του διασφάλιζε οτι η Σόνια δεν θα
ξαναπούλαγε την κασέτα αμέσως μετά. Το έκανε μία, γιατί όχι και δεύτερη;»
εξηγεί ο Γκας.
«Οπότε κανονίζει με σένα να την καθαρίσεις...»
«Συμφωνία».
«Κι εγώ πού κολλάω; Γιατί με έστειλε να τη βρω;»
«Κάνω υπόθεση τώρα...» μουρμουρίζει ο Γκας. «Έχει φύγει ο δικός μου κι εσύ
πας με καθυστέρηση –έχω δίκιο; Καθότι πονηρός ο Βλαδίμηρος –μάλλον σκέφτηκε
οτι, σε περίπτωση που τα σκατώσει ο δικός μου να υπάρχει μια εφεδρική επαφή.
Εσύ ήσουν η εφεδρική επαφή».
Όλα γυρνάνε στο κεφάλι μου ακατάστατα –πρέπει να βάλω μια σκούπα εκεί μέσα.
«Και τώρα;» απορώ.
«Τώρα, χάρηκα που τα είπαμε –άντε και γαμήσου», λέει ο Γκας.
«Δε νομίζω», χαμογελάω.
«Θες να πεις;»
«Οτι ο Ρώσος σ΄ έστησε και χρειάζεσαι κάποιον να του πάρει την κασέτα»,
προτείνω.
«Εσύ είσαι αυτός;»
«Έχεις κανέναν καλύτερο;»
«Μπορεί...»
«Εντάξει –στείλε εκείνον τότε να μαζέψει οτι θ΄ απομείνει από το Ρώσο».
«Καλά, δεν είπαμε και τίποτα... Υποθέτω οτι τη δουλειά θα την κάνεις από
προσωπική ευχαρίστηση –δεν θέλεις τίποτα φράγκα...»
«Άκου πώς θα γίνει», του λέω. «Θα εξαφανιστείς μέχρι να ξεμπερδέψω μαζί
του. Το τηλέφωνό σου το παίρνω εγώ. Υποθέτω οτι θα σε ψάξει κι αν δε σε βρει θα
έρθει σε μένα».
«Θέλεις να σου δώσω δυο-τρεις δικούς μου;»
«Άστο καλύτερα. Θα τους πάρει είδηση και μπορεί να τον χάσουμε. Αν δεν
έρθει να με βρει τότε θα δούμε πώς θα πάει η δουλειά...»
«Καλώς, αλλά είσαι χαζός. Ο τύπος τρώει τρεις σαν εσένα για πρωινό κι αυτό
το λέει ‘δίαιτα’. Θα σε γαμήσει πριν καταλάβεις από πού σου ήρθε», με
προειδοποιεί.
«Ωραία», λέω. «Τίποτα άλλο;»
«Ξανασκέψου το».
Σηκώνομαι, βάζω το πιστόλι στην τσέπη.
«Υπάρχει κανένας από τους δικούς σου που να γνωρίζει τη μούρη του;» τον
ρωτάω.
«Όχι –είναι πολύ προσεκτικός σ΄ αυτά».
Πλησιάζω την πόρτα.
«Όπως είπαμε», του υπενθυμίζω. «Αν δεν στον φέρω σε σακούλες δεν
εμφανίζεσαι. Κρύψου κάπου και άσε μήνυμα στο Μπαλού».
«Κι άμα θέλει να σε φέρει εκείνος σε σακούλες;» απορεί.
«Πες του να με πετάξει σε κάνα οικόπεδο μπας και δουν άσπρη μέρα τα
αδέσποτα», μουρμουρίζω.
Κάπως έτσι βγαίνω από την εξώπορτα –το κρύο έχει κόψει αρκετά, ο ήλιος
ζεσταίνει τις άκρες των σκελετωμένων δέντρων κι ο κήπος του Γκας μοιάζει πιο
αξιοθρήνητος από ποτέ. Είναι όλα θέμα στόχευσης. Όσο πιο δύσκολος ο στόχος τόσο
μεγαλύτερη η ανακούφιση. Ο Γκας θα δει ακόμα μερικά ξημερώματα, όχι επειδή το
αξίζει, αλλά γιατί μπήκε σε δεύτερη μοίρα. Άλλωστε πάντα υπάρχει η περίπτωση να
αποτύχω και τότε θα πεθάνει πολύ πιο άσχημα στα χέρια του Ρώσου απ΄ότι στα δικά
μου. Δεν ξέρω λοιπόν αν είναι τυχερός ή άτυχος σε τελική ανάλυση.
Ο Ρώσος όμως... Την πυροβόλησε στην κοιλιά και την άφησε να αργοπεθαίνει
μπροστά στα μάτια του... Δαγκώνω το χείλι μου και φτύνω αίμα. Τότε, χωρίς
φανερό λόγο, μού έρχεται στο μυαλό ο Μανιάτης. Προσπαθώ να επικεντρωθώ στο Ρώσο
αλλά μάταια... Ο Μανιάτης σκότωσε τον Κουδουνά και ο Μανιάτης... Φτάνω στη
σημείο που έχω παρκάρει την Άλφα, σκύβω, παίρνω λίγη φόρα και κοπανάω το κεφάλι
μου στο παρμπρίζ. Μια, δυο, τρεις φορές –στην αρχή το μέτωπό μου καίει, μετά
βλέπω αίμα στο τζάμι. Σταματάω. Αλλά πλέον σκέφτομαι μόνο το Ρώσο.
12 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Ναι καλά τώρα, μου "χάλασες" το καλύτερο παιδί τον Φάνη. Χαλάλι γιατί ο Λούης γύρισε ακμαίος, σαν να συμμετείχε στο rebirth.
Για να δούμε ...
athinaev
Το καλύτερο κακό παιδί είναι ο Φάνης -πάλι να τα λέμε; χεχεχεχε
και νουαρ και σπλατερ και το νοημα του νοηματος
το νόημα, ω νόημα!
...κι έχασα τόσες μέρες χωρίς να το διαβάσω!!!
φτού μου!!!
και θα ξανασχολιάσω γιατί δεν μου έβγαλε την εγγραφή!!!
Θα σε σκίσω αν μου παρουσιάσεις τον Φάνη για τον Μανιάτη!!!
Τώρα να τον παρουσιάσω; Και τι νομίζεις οτι λέει το άσμα που μόλις διάβασες; Οτι ο Φάνης είναι ο Μπάτμαν; Χαχαχαχαχαχα
Ναι ρε, ο Μπατ-μαν!
και τον συμπάθησα....
Μηδένα προ του τέλους κακάριζε, αγαπητέ μου...
Ποτέ δεν κακαρίζω πριν το χάραμα! ;)
...και με σένα που 'χω μπλέξει, ένα παραπάνω!
χαχαχαχαχαχαχαχα
Είδες όμως που είσαι κακός άνθρωπος;;; Μα να του κάνει χάλια τα χαλιά του καημένου τς τς τς τς!!! χαχαχα
Πάντως είσαι ανατρεπτικός δεν μπορώ να πω.
Χάλια τα χαλιά και τούμπα οι τούμπες της ορχήστρας -παλιοκατάσταση.
Δεν ήμουν -έγινα, κατόπιν λαϊκής απαίτησης. Τι να κάνω; Ήθελε περισσότερο Φάνη ο κόσμος!
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!