Προηγούμενα:
10. "Αν οι εφιάλτες σε νανουρίζουν..."
11. Οι νεκροί σκοτώνουν
3. Σκυλιά, παπούτσια, κόκαλα
4. Γυναίκες που φοβούνται να γυρίσουν στο πουθενά
5. Πάντα επιστρέφουν
6. Ένα προπληρωμένο εισιτήριο
7. Η αναζήτηση της ομορφιάς εκεί που δεν υπάρχει
8. "Καλωσήρθα αγαπούλα"
9. Ένα διαθέσιμο πτώμα4. Γυναίκες που φοβούνται να γυρίσουν στο πουθενά
5. Πάντα επιστρέφουν
6. Ένα προπληρωμένο εισιτήριο
7. Η αναζήτηση της ομορφιάς εκεί που δεν υπάρχει
8. "Καλωσήρθα αγαπούλα"
10. "Αν οι εφιάλτες σε νανουρίζουν..."
11. Οι νεκροί σκοτώνουν
Κάθομαι εδώ και τον περιμένω, μπροστά μου ανέγγιχτη η δεύτερη Στολίσναγια
τόνικ, κάτω από το τραπέζι το Γκλοκ οπλισμένο, έτοιμο –τον περιμένει. Ο μπάρμαν
με κρυφοκοιτάζει άκεφα, ξέρει κι εκείνος οτι η μέρα θα φέρει καταστροφές. Είμαι
σχεδόν σίγουρος οτι δεν θα μπει εδώ μέσα, όσο εγώ τον περιμένω θα με περιμένει
κι εκείνος –έξω από το μπαρ, στο δρόμο, κρυμμένος στις σκιές. Είναι ακόμα μέρα
αλλά κάποτε θα νυχτώσει. Κάποτε θα βγω από εδώ μέσα –θα είμαι τότε εύκολος
στόχος. Όμως του είπα οτι θα τον περιμένω και τον περιμένω.
Ανάβω ένα ακόμα τσιγάρο, είμαι ήρεμος, νωχελικός κι αποφασιστικός σαν
εργάτης μπροστά σε μηχανή συναρμολόγησης –ξέρω τι πρέπει να κάνω και ξέρω πώς
ακριβώς θα το κάνω, το μόνο που χρειάζομαι είναι υλικό για να δουλέψω. Δίπλα
μου κάθεται η Σόνια, κάποια Σόνια τέλος πάντων... Όπως εγώ θέλω να τη θυμάμαι,
μ΄ ένα χαμόγελο-ρωγμή στο παγωμένο πρόσωπό της, με την κοιλιά ανοιχτή... Είναι
η δική μου Σόνια και κανένας δεν μπορεί να τη σκοτώσει πάνω από μια φορά
–κανένας, εκτός από μένα.
Η πόρτα ανοίγει, σφίγγομαι λίγο αλλά είναι μονάχα ένας τσαλακωμένος άντρας
που θέλει να πιει όσο γίνεται πιο γρήγορα μπας και αντέξει τη μέρα. Η πόρτα
κλείνει πίσω του. Ο άντρας πηγαίνει κατευθείαν στη μπάρα, παραγγέλνει και
κοιτάζει τη χαραγμένη ξύλινη επιφάνεια μέχρι να ετοιμαστεί το ποτό του. Δεν
είναι ο Ρώσος –σίγουρα. Αλλά μήπως είναι κάποιος που ήρθε σταλμένος από εκείνον
για να δει τι γίνεται; Δεν έχει καμιά σημασία –είμαι εδώ και τον περιμένω όπως
ακριβώς τού είπα.
Οι ώρες περνάνε. Έχω μετρήσει 7 πελάτες να μπαίνουν στο Βιτόφσκι αλλά
κανένας τους δεν είναι ο Ρώσος. Το ποτό μπροστά μου ανέγγιχτο, τώρα πλέον έχουν
λιώσει τα παγάκια, έχει διαλυθεί η φέτα λεμονιού και μοιάζει όλο αυτό με
βρώμικο ενυδρείο δίχως ψάρια. Χρειάζομαι ένα καινούργιο ποτό αλλά δεν έχω
διάθεση να πιω, κάθομαι λοιπόν και το κοιτάζω ανέκφραστος.
Απόγευμα...
Νιώθω τις κλειδώσεις μου να σκεβρώνουν, μάταια κουνάω τα πόδια κάτω από το
τραπέζι. Πρέπει να σηκωθώ, να περπατήσω, να κυκλοφορήσει το αίμα, να
ξεκλειδώσουν τα κόκαλα. Ψάχνω τον μπάρμαν με το βλέμμα –κοιταζόμαστε, μετά
προσπαθεί να διακρίνει κάποια κίνηση στο δρόμο, έξω από το μπαρ.
«Δε βλέπω τίποτα», λέει.
«Δεν θα τον έβλεπες έτσι κι αλλιώς», απαντάω. «Κανένας δεν σε περιμένει
φόρα-παρτίδα».
Πάω μέχρι την πόρτα, κοντοστέκομαι πριν βγω έξω, νιώθω κάποια απογοήτευση
κοιτάζοντας τον άδειο δρόμο. Και μετά βγαίνω στο πεζοδρόμιο, κάνω μερικά βήματα
για να ξεμουδιάσω ψάχνοντάς τον. Μια γριά περνάει από απέναντι κουνώντας το
κεφάλι, κοιτάζω καλύτερα για να δω αν μιλάει στον εαυτό της ή σε κάποιο χαντς
φρι, τότε ακούω το σφύριγμα, κομμάτια τσιμέντου τινάζονται 10 πόντους μακρύτερα
από εκεί που πατάω. Κοκαλώνω –ο καργιόλης έχει βάλει σιγαστήρα. Και θέλει να
παίξει μαζί μου, θα μπορούσε να με πετύχει αλλά προτίμησε να παίξει
προειδοποιώντας με. Χαμογελάω, κάνω ακόμα δυο βήματα –ακόμα ένα σφύριγμα, ακόμα
μερικά κομμάτια τσιμέντου τινάζονται στον αέρα. Εντάξει λοιπόν –ξαναμπαίνω στο
μπαρ με αργές κινήσεις.
«Είναι εκεί έξω», λέω στον μπάρμαν.
«Το είδα», μουρμουρίζει. «Θα σε περιμένει».
«Κι εγώ το ίδιο».
Παίρνω καινούργιο ποτό το οποίο πίνω πολύ γρήγορα –νιώθω σχεδόν χαρούμενος
μετά από όλο αυτό το σκηνικό. Γιατί τώρα ξέρω οτι δεν περιμένω άδικα. Κι
εκείνος εκεί έξω προσπαθεί να με γνωρίσει –πράγμα που με συμφέρει. Όσο
περισσότερο σε ψάχνουν τόσο περισσότερο φαίνονται. Κάθομαι ξανά στο τραπέζι
μου, απλώνω τα πόδια, βγάζω το κινητό τού Γκας από την τσέπη μου. Επιλέγω το
νούμερο του Ρώσου. Χτυπάει για λίγο, μετά εκείνος το σηκώνει αλλά δε λέει
κουβέντα.
«Δεν σε είχα για τόσο άστοχο», του λέω.
«Δεν είμαι», επιβεβαιώνει.
«Παρακάτω;»
«Σήμερα θα σε σκοτώσω», μουγκρίζει.
«Θα μπορούσες να το έχεις ήδη κάνει», παρατηρώ.
«Δεν βιάζομαι».
Γελάω.
«Μαλακία σου», λέω.
Και κλείνω το τηλέφωνο.
Τώρα ξέρουμε και οι δυο μας οτι πρέπει να κινηθούμε προσεκτικά γιατί δεν θα
υπάρξουν δεύτερες ευκαιρίες. Εκείνος θα με περιμένει απέξω, όντας σίγουρος οτι
κάποια στιγμή θα βγω. Εγώ θα πρέπει να τον φέρω εδώ μέσα ή έστω να τον βγάλω
από την κρυψώνα του. Άραγε πού να έχει τρυπώσει; Σε κάποιο διαμέρισμα στις γύρω
πολυκατοικίες; Σε κάποια ταράτσα; Οι σφαίρες ήρθαν από ψηλά γι΄αυτό καρφώθηκαν
στο πεζοδρόμιο –αν ήταν κρυμμένος σε καμιά γωνιά θα πήγαιναν στον τοίχο.
Θα μπορούσα πολύ εύκολα να στήσω μια φασαρία καταμεσής του δρόμου, θα
μπορούσα μέχρι και μπάτσους να φέρω κι έτσι να την κοπανήσω. Αλλά μετά θα τον
έχανα. Με μέτρησε λοιπόν σωστά οτι δεν θέλω να το σκάσω. Κι αυτό ήταν το λάθος
του, επειδή έτσι δεν φρόντισε να ελέγχει όλες τις εξόδους διαφυγής.
«Ιάκωβε, νομίζω οτι έφτασε η ώρα να τον γαμήσουμε λιγάκι τον φιλαράκο»,
ανακοινώνω.
«Πρόσεξε μη μου γαμήσεις και το μαγαζί», λέει.
Χαμογελάω, σβήνω το τσιγάρο μου και χώνομαι στις τουαλέτες. Τέρμα δεξιά
υπάρχει μια μικρή σιδερένια πόρτα που βλέπει στον ακάλυπτο μεταξύ των
πολυκατοικιών. Αν ο Ρώσος δεν είναι δισυπόστατος δεν μπορεί να βρίσκεται
ταυτοχρόνως και στις πολυκατοικίες μπροστά και στις άλλες, πίσω από το
μαγαζί... Βγαίνω έξω, δεν κάνει πολύ κρύο, το απόγευμα όλο και λιγοστεύει.
Κολλάω στον τοίχο κι αρχίζω να ψάχνω. Δεν μου παίρνει πολλή ώρα για να δω το
παράθυρο στο φωταγωγό της πολυκατοικίας λοξά δεξιά μου. Μισάνοιχτο, ίσως
σκεβρωμένο. Πηγαίνω, το σπρώχνω, αντιστέκεται αλλά στο τέλος ανοίγει. Μπαίνω
μέσα, πατάω στα σκαλοπάτια που από τη μια οδηγούν στο υπόγειο κι από την άλλη
στην κεντρική είσοδο. Άνετος...
Είμαι πλέον στο δρομάκι έξω από την πολυκατοικία –ο δρόμος του Βιτόφκσι
βρίσκεται δεξιά μου, στην επόμενη γωνία. Εντάξει, να πάω προς τα κει –και μετά;
Ανάβω τσιγάρο για να σκεφτώ καλύτερα... Δεν περνάει ψυχή από εδώ που στέκομαι,
μόνο κάτι αυτοκίνητα ακούω –μακριά και όλο να ξεμακραίνουν. Μπαίνω στο δρόμο
του Βιτόφσκι, πετάγομαι σφαίρα στο απέναντι πεζοδρόμιο από το μπαρ με το
πιστόλι στο χέρι, κρυμμένο μέσα από το μπουφάν. Είμαι στη δική του περιοχή
τώρα. Ακουμπάω στον πρώτο τοίχο που βρίσκω, ανασαίνω βαθιά, προσπαθώ να τον
νιώσω πίσω από τα τσιμέντα... Ένας τύπος με φόρμες γυμναστικής βγαίνει από την
παραδίπλα πολυκατοικία κουβαλώντας μια σακούλα με σκουπίδια –τον παρακολουθώ
όσο πετάει τα σκουπίδια στον κάδο κι επιστρέφει, ξεκλειδώνει την κεντρική
είσοδο και χάνεται.
Υπάρχουν τέσσερις πολυκατοικίες απέναντι από το Βιτόφσκι –σε κάποια από
αυτές έχει κρυφτεί –κι εγώ θα πρέπει να μπω μέσα, να πάρω με τη σειρά τα
διαμερίσματα, να αφουγκραστώ -και να διαρρήξω όσα μοιάζουν αθόρυβα. Γιατί δεν
μπορεί να κρύβεται ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους –ίσως μάλιστα, αν είναι αρκετά
μαλάκας, να έχει σπάσει καμιά κλειδαριά και το πράγμα τότε θα είναι πανεύκολο.
Εντάξει –αν στηριζόμουν στη μαλακία των άλλων θα είχα πεθάνει είκοσι φορές
μέχρι σήμερα. Όχι δηλαδή οτι θα ήμουν σε χειρότερη κατάσταση απ΄αυτή που είμαι
τώρα, αλλά κουβέντα να γίνεται...
Πηγαίνω στην εξώπορτα της πρώτης πολυκατοικίας –παλιά εξώπορτα, σιδερένιο
πλαίσιο και τζάμι. Παραβιάζεται εύκολα κι αυτό ακριβώς κάνω με την πεταλούδα.
Μετά ανεβαίνω τις σκάλες χωρίς ν΄ ανάψω φως –τέσσερα διαμερίσματα σε κάθε όροφο
–αφουγκράζομαι. Παντού ακούγεται κόσμος. Πηγαίνω στην ταράτσα, η πόρτα είναι
ξεκλείδωτη, βγαίνω έξω, δεν υπάρχει ψυχή.
Κάνω τα ίδια στη δεύτερη πολυκατοικία –εκεί βρίσκω ένα διαμέρισμα ήσυχο
–παραβιάζω την πόρτα του, σκοντάφτω σε έπιπλα αλλά δεν ανακαλύπτω τίποτα άξιο
λόγο.
Τρίτη πολυκατοικία –η εξώπορτα είναι ασφαλείας –πηγαίνω στην επόμενη. Πριν
αρχίσω να πειράζω την κλειδαριά πετάγεται από μέσα μια κοπέλα που σέρνει ένα
σκυλάκι. Της κάνω χώρο και μετά μπαίνω. Πρώτος όροφος –δυο διαμερίσματα με
κόσμο. Δεύτερος όροφος –γραφεία. Εδώ είμαστε... Όχι πολύ δύσκολες κλειδαριές
–ανοίγω την πρώτη και μπαίνω κολλημένος στον τοίχο –είμαι μια χαλκομανία που
κινείται. Λογικό μού φαίνεται –σε γραφείο θα έχει κρυφτεί ο πούστης... Αλλά όχι
σε αυτό το γραφείο –ίσως στο επόμενο. Είμαι έτοιμος να παραβιάσω την πόρτα του
αλλά βλέπω οτι υπάρχει συναγερμός και μάλιστα λειτουργεί. Δεν είναι εδώ.
Τρίτος όροφος –τίποτα. Τέταρτος όροφος –ένα διαμέρισμα ήσυχο. Μπαίνω
προσεκτικά, ετοιμάζομαι να ψάξω αλλά ακούω το ασανσέρ να ανεβαίνει. Τσακίζομαι
να φύγω –κρύβομαι στις σκάλες. Ένα ζευγάρι βγαίνει από το ασανσέρ, φτάνει στην
πόρτα του διαμερίσματος κι αρχίζουν να τσιρίζουν βλέποντας την κλειδαριά
διαλυμένη. Κατεβαίνω προσεκτικά –βγαίνω από την πολυκατοικία. Θα καλέσουν τους
μπάτσους; Αν ναι –έχουμε ένα εικοσάλεπτο, εγώ κι ο Ρώσος. Αλλά πού διάολο
κρύβεται;
Κοιτάζω τον δρόμο, η κοπέλα με το σκυλάκι της επιστρέφουν –εντελώς ασυναίσθητα
περνάω στο πεζοδρόμιο του Βιτόφκσι. Συνειδητοποιώ τη μαλακία μου αργά –αλλά δε
με νοιάζει ιδιαίτερα. Έτσι κι αλλιώς τον έχω χάσει –δεν είναι εκεί που
υπολόγιζα και τώρα έχει το πάνω χέρι. Νιώθω κούραση, οι ώμοι μου κυρτώνουν, το
πιστόλι κρέμεται βαρύ. Βαδίζω νωχελικά στο πεζοδρόμιο –έχασα, ας με πυροβολήσει
να τελειώνουμε. Αλλά τίποτα δε συμβαίνει.
Ανοίγω την εξωτερική πόρτα του Βιτόφκσι και τότε μου περνάει από το μυαλό
το προφανές ερώτημα. Τι ήθελε να κάνει ο Ρώσος; Να με περιμένει πότε θ΄ αποφασίσω
να αυτοκτονήσω; Θα καθόταν για πάντα κρυμμένος σ΄ένα σπίτι, ένα γραφείο, μια
ταράτσα ενώ εγώ απέναντι θα παράγγελνα πίτσες και σουβλάκια; Ο κρυμμένος
αποκαλύπτεται πιο γρήγορα από τον βολεμένο –έτσι δεν είναι; Ανοίγω τη δεύτερη
πόρτα, την εσωτερική του Βιτόφκσι, κάτι πάει λάθος πίσω από τη μπάρα αλλά δεν
είμαι αρκετά γρήγορος, βουτάω με τα μούτρα στο πάτωμα όσο μια μέγγενη
μπουλντόζας δαγκώνει το δεξί μου πλευρό. Γυρίζω στο πλάι και πυροβολώ μέσα από
το μπουφάν μου –ο χώρος ντουμανιάζει αλλά καταλαβαίνω οτι η δεύτερη βολή του
έχει αστοχήσει –τη νιώθω άλλωστε να τινάζει τον τοίχο δίπλα στο μάγουλό μου.
Είναι εκεί, πίσω από τη μπάρα και θα με είχε φάει αν δεν ήταν τόσο ανώμαλος
ώστε να θέλει να με βλέπει όσο πεθαίνω. Συνεχίζω να πυροβολώ στα τυφλά καθώς προσπαθώ
να στηθώ στα πόδια μου, μια ακόμα σφαίρα μού γδέρνει το δεξί χέρι, τώρα τον
βλέπω μισοσκυμμένο, καθώς προσπαθεί να καλυφθεί πίσω από τη μπάρα. Αδειάζω το
πιστόλι μου σα μανιακός στα μπουκάλια πίσω από τη μπάρα, θέλω τα πάντα εδώ μέσα
να χτυπάνε στο ρυθμό των μηνιγγιών μου και δεν βλέπω τίποτα, είμαι στον αέρα,
κοπανάω με την κοιλιά στη μπάρα όσο τον ζητάω –πέφτουμε μαζί στο πάτωμα –με την
άκρη του ματιού βλέπω τον μπάρμαν ανάσκελα, λίγο παραδίπλα, η πεταλούδα είναι
ήδη στο χέρι μου ενώ εκείνος στριφογυρίζει μανιασμένα να μου ξεφύγει, δεν είναι
το ίδιο αποτελεσματικός από τόσο κοντά, ή μάλλον δεν είσαι τόσο απεγνωσμένος. Ο
τρόμος μου τον καθηλώνει, αρπάζω τα μαλλιά του και τον χτυπάω στο πάτωμα,
προσπαθεί να φέρει το πιστόλι του στην κοιλιά μου, είναι τόσο μαλάκας...
Χαμογελάω όσο του κόβω το λαιμό –μια καλή χαρακιά από τη μια κλείδα στην άλλη,
φέρνει ασυναίσθητα τα χέρια του ψηλά, παρατάει το πιστόλι –αυτό ήταν. Με
κοιτάζει με άσπρα μάτια, τον παρακολουθώ όσο πνίγεται στο αίμα του και κάνω
μεγάλη προσπάθεια για να σηκωθώ επειδή θέλω να μείνω εκεί, να τον πιέζω, να του
θρυμματίσω τα κόκαλα, να τον στραγγίξω.
Ο μπάρμαν δίπλα μας έχει φάει μια σφαίρα στο μέτωπο και κοιτάζει το ταβάνι
έκπληκτος, λες και ανακάλυψε κάποια καινούργια ρωγμή.
«Δε σου έφτανε η Σόνια ρε πούστη;» κλαψουρίζω, πιέζοντας ακόμα τον Ρώσο στο
πάτωμα.
Νιώθω σα να έχω ξαπλώσει σε ξεχαρβαλωμένο στρώμα, είμαι θυμωμένος γιατί
φέρθηκα ηλίθια. Όσο εγώ τον έψαχνα, εκείνος ερχόταν να με βρει –τι πιο λογικό;
Εγώ, τι σκεφτόμουν ο ηλίθιος; Οτι θα με περίμενε όλη τη μέρα; Με έπαιξε
κανονικά, με κορόιδεψε... Κι ο μπάρμαν πλήρωσε τη δικιά μου απερισκεψία –ένας
ακόμα άνθρωπος που έμαθε οτι η παρέα μαζί μου βλάπτει αλλά δεν θα μπορέσει να
μεταδώσει την εμπειρία του σε άλλους.
Με το ζόρι στέκομαι στα πόδια μου. Την είχα φανταστεί αλλιώς αυτή τη
στιγμή, ήθελα να πω δυο πράγματα στο Ρώσο πριν πεθάνει –όχι τόσο για να μάθω
που έχει κρυμμένη την ταινία αλλά...
Πρέπει να φύγω, η γειτονιά θα έχει αναστατωθεί από τους πυροβολισμούς,
είναι και το ζευγάρι που είδε την κλειδαριά του παραβιασμένη... Τρέχω ξανά στις
τουαλέτες, στη μικρή σιδερένια πόρτα που οδηγεί στον ακάλυπτο, στο ανοιχτό
παράθυρο της πολυκατοικίας κι από εκεί στην κεντρική είσοδο –στο δρόμο. Κόσμος
έχει αρχίσει να μαζεύεται, οι μύγες προσελκύονται από τα σκατά και οι άνθρωποι
από το αίμα. Κουμπώνω το μπουφάν μου για να μη φαίνεται η πληγή –όχι οτι αυτό
βοηθάει σε τίποτα –είμαι γεμάτος αίματα και ανθρώπινη βρωμιά, σα νεογέννητο.
Υπάρχει μόνο μια επιλογή για τη συνέχεια και προς τα εκεί κατευθύνομαι....
Από τη Διδότου μέχρι την Ομήρου είναι πέντε λεπτά απόσταση –μπορεί και
λιγότερο –εγώ πάντως χρειάζομαι γύρω στα δεκαπέντε γιατί παραπατάω και πρέπει
να προσέχω μη βρεθώ να δαγκώνω κανένα ρείθρο πεζοδρομίου. Πηγαίνω με το κεφάλι
σκυφτό γιατί έχω την ελπίδα οτι κανένας δεν θα με κοιτάξει αν κανέναν δεν
κοιτάξω. Ζαλίζομαι, νιώθω οτι κάποιος φύτεψε ένα νευρωτικό ποντίκι στο δεξί μου
πλευρό, θέλω να βήξω αλλά φοβάμαι μη μου βγουν τα άντερα από το στόμα.
Αρπάζομαι κυριολεκτικά με τα νύχια από την σιδερένια ταμπέλα της γκαλερί,
κατρακυλάω στα σκαλιά, σκάω πάνω στη βαριά πόρτα –ανοίγει, μπαίνω μέσα. Ευτυχώς
δεν έχει κόσμο –αυτή η γκαλερί ποτέ δεν έχει κόσμο, απορώ τι δουλειά κάνει....
Με πιάνει γέλιο, πνίγομαι, κρατιέμαι να μη βήξω, τα μάτια μου δακρύζουν.
«Τελικά σε χάλασε πολύ η Κόστα Ρίκα...» χαμογελάει ο Βλαδίμηρος
πλησιάζοντάς με.
Βέβαια, όταν φτάνει μπροστά μου παγώνει κάπως –υποθέτω επειδή φοβάται μην
ψοφήσω στο μαγαζί του.
«Πάμε πίσω», μουρμουρίζει και με σέρνει μαζί του στο πίσω μέρος του
μαγαζιού. Στο δωματιάκι με την καταχωνιασμένη ντουλάπα, ο Βλαδίμηρος με στήνει
στον πιο πρόσφορο τοίχο όσο πετάει πράγματα –τελικά αποκαλύπτει κάποιο κρεβάτι
εκστρατείας κι εγώ σωριάζομαι εκεί χωρίς να περιμένω ιδιαίτερη πρόσκληση. Το
μπουφάν μου ανοίγει.
«Τι έχουμε εδώ;» μονολογεί ο Βλαδίμηρος.
Μου βγάζει το μπουφάν και τη μπλούζα προσεκτικά, δεν έχω κουράγιο ούτε να
φέρω αντίρρηση. Μετά φέρνει μια πετσέτα μπάνιου και την πιέζει πάνω στην πληγή.
«Κράτα σφιχτά –μπορείς;» με ρωτάει. «Μπορείς» αποφασίζει μόνος του.
Μάλλον έχει δίκιο αλλά εγώ έχω διαφορετικά πράγματα να σκεφτώ –όπως, ας
πούμε, πού ακριβώς βρίσκονται τα πόδια μου και γιατί απέχουν τόσα χιλιόμετρα
από το κεφάλι μου. Κάπου εκεί χάνω τον κόσμο –βουτάω σε μια μαύρη λίμνη με
βρομόνερα νιώθοντας σαν ψόφιο ψάρι....
Ένα φαλακρό κεφάλι, λίγες τρίχες να φωσφορίζουν στο εκτυφλωτικό φως κι ένα
ζευγάρι γυαλιά χωρίς σκελετό που χύνουν μαύρο μελάνι. Γι΄αυτό μάλλον δε βλέπω
τίποτα στη συνέχεια, νιώθω κάτι να τσιμπάει το μπράτσο μου, ίσως κάνω λάθος,
αλλά δεν έχει πλέον καμιά σημασία επειδή έχω πεθάνει –είμαι στο μεγάλο σκοτάδι
ψάχνοντας τη Σόνια και τον Ρώσο για να τους ξανασκοτώσω. Έχω την επιθυμία
ν΄ανοιγοκλείσω το στόμα μου, να καταπιώ σκοτάδι, γιατί το αισθάνομαι σπογγώδες
σαν παραφουσκωμένο κέικ και αλμυρό σαν τα δάκρυα. Όμως το σκοτάδι είναι παντού,
με περικλείει σαν πηχτός αέρας και όλοι ξέρουμε οτι δεν μπορείς να φας αυτό που
σε περικλείει γιατί τελικά το σκοτάδι είσαι εσύ, έχετε γίνει ένα και το ένα
είναι ίδιο με το τίποτα όταν υπάρχει μόνο σκοτάδι. Θέλω να ουρλιάξω αλλά
φοβάμαι μην πνιγώ. Μένω λοιπόν ακίνητος –περιμένω τη Σόνια, τον Ρώσο, τη Λίζα
Φωτίου –περιμένω το τίποτα που είναι ήδη εδώ, ήδη εγώ...
Ένα μεταλλικό έλασμα κοπανάει στα δόντια μου προσπαθώντας να τα διαπεράσει,
κουνάω το κεφάλι μάταια, μουγκρίζω και ξαφνικά βλέπω τα πάντα. Το σκοτάδι έχει
κατακαθίσει, μια γυμνή λάμπα φαίνεται οτι του έχει ξεσκίσει τα σωθικά κι αυτό
μου φέρνει θλίψη –θέλω να φωνάξω να φέρουν πίσω το σκοτάδι, να με αφήσουν μέσα
του, αφού έχω πεθάνει –τι ζόρι τραβάνε μαζί μου; Το έλασμα αποδεικνύεται
κουτάλι, πίσω του υπάρχει το χέρι του Βλαδίμηρου και παραπίσω ολόκληρος ο
Βλαδίμηρος.
«Ξύπνησε η πριγκηπέσα;» χαμογελάει.
«Άντε γαμήσου», μουγκρίζω αλλά ακούγονται μόνο τα σύμφωνα «μντ γμθ» ή κάπως
έτσι.
«Πρέπει να το καταπιείς αυτό», μου δείχνει το κουτάλι.
Κουνάω το κεφάλι.
«Είναι σούπα –όχι δηλητήριο», λέει.
Ανοίγω το στόμα απρόθυμα –αν έλεγε οτι ήταν δηλητήριο θα ένιωθα καλύτερα.
Καταπίνω, ξανά και ξανά, μετά με παίρνει ο ύπνος...
Κάπου μακριά ακούγεται ένας ζεστός ήλιος από εκείνους που σε χτυπάνε φιλικά
στην πλάτη. Δίπλα στον ήλιο υπάρχει τρεχούμενο νερό, καθαρό νερό και κάτι
πουλιά περίεργα που πάσχουν από επιληψία. Στην αρχή όλα αυτά –επειδή όσο
ξυπνάω, συνειδητοποιώ οτι μπαίνει ο ήλιος από το καγκελόφραχτο παραθυράκι ψηλά
πάνω μου και το νερό τρέχει από κάποια σπασμένη υδρορροή. Τα πουλιά μονάχα είναι πραγματικά. Και μια
μυρωδιά καπνού που βολτάρει κυματισμός πάνω από το κεφάλι μου και μέσα από τις
ακτίνες του ήλιου. Συνειδητοποιώ πόσο πολύ θέλω ένα τσιγάρο.
«Ξύπνησες αγόρι μου; Μας ανησύχησες...» ακούω τη βαριά φωνή του.
Δεν χρειάζεται να κοιτάξω –τον ξέρω καλά πλέον.
«Από πότε ανησυχούν οι πεθαμένοι;» ρωτάω.
«Από τότε που οι ζωντανοί κάνουν
μεγάλες μαλακίες», απαντάει.
«Νερό», λέω.
Έρχεται προς το μέρος μου με αργές κινήσεις, μου δίνει ένα ποτήρι νερό και
μετά δεύτερο και τρίτο –τα αδειάζω νιώθοντας το στομάχι μου έτοιμο να εκραγεί.
«Τσιγάρο;» ρωτάει.
Ανάβει ένα χωρίς να περιμένει την απάντησή μου, το αρπάζω λαίμαργα.
«Λοιπόν Πετρά, απ΄ότι φαίνεται έχεις ειδικότητα στο να χαλάς δουλειές»,
διαπιστώνει ενώ ξανακάθεται βαριά στην καρέκλα του.
«Και για να έχουμε καλό ρώτημα, εγώ πώς πρέπει να σε λέω; Φάνη, Νίκο
Μανιάτη ή έχεις κάποιο άλλο όνομα αυτή την περίοδο;» ρωτάω.
Γελάει.
«Τζάμπα τα λεφτά της πλαστικής...» λέει.
«Έπρεπε να διορθώσεις και το πρόβλημα στην πλάτη», του εξηγώ.
«Αυτό το γαμημένο...» βογκάει. «Με έχει τσακίσει...» Και μετά θυμάται την
ερώτησή μου. «Λέγε με όπως γουστάρεις –υπάρχουν σοβαρότεροι λόγοι για να
παρεξηγηθώ».
Ανακάθομαι προσπαθώντας να στηριχτώ στον τοίχο δίπλα στο κρεβάτι. Είμαι πιο
μονοκόμματος από κατεψυγμένη μπριζόλα, φταίει μάλλον οτι μ΄ έχουν μπαντάρει
μέχρι κάτω από το στήθος με κάτι επιδέσμους χρώματος γκρι της βρωμιάς. Το
κεφάλι μου γυρίζει από τον καπνό και δεν έχω καμιά διάθεση να καταλάβω τι
ακριβώς συμβαίνει στα σωθικά μου.
«Δεν βρήκα που έχει κρύψει την ταινία ο Ρώσος, αν αυτό θέλεις να μάθεις»,
του ξεκαθαρίζω.
«Δεν σε ρώτησα νομίζω...» λέει ήσυχα.
«Εντάξει, δε με ρώτησες. Έχεις όμως να με ρωτήσεις κάτι; Επειδή νιώθω οτι
σου χρωστάω κάποια υποχρέωση για την περίθαλψη...»
Κουνάει το χέρι σα να θέλει να
διώξει τον καπνό από μπροστά του και μετά σκύβει για να σβήσει το τσιγάρο του.
«Σου χρωστάω εγώ κάποιες εξηγήσεις», ψιθυρίζει.
Γελάω ή τουλάχιστον προσπαθώ.
«Δεν χρωστάς τίποτα. Δεν έκανα κάτι για σένα σε τελική ανάλυση».
«Κι όμως...» σκύβει προς το μέρος μου. «Υπάρχουν κάποια πράγματα που πρέπει
να ξεκαθαρίσουμε...»
«Δεν είναι ανάγκη», μαγκώνω.
«Νομίζω πως είναι, επειδή, βλέπεις, Πετρά –αν δεν τα ξεκαθαρίσουμε θα
πρέπει να σε καθαρίσω. Δεν αφήνω ποτέ πίσω μου μισάνοιχτες υποθέσεις».
«Γι΄αυτό σκότωσες τον Κουδουνά; Για να μην αφήσεις μισάνοιχτο το πήδημα;»
Γελάει.
«Εκτιμώ το χιούμορ –ακόμα κι όταν δεν υπάρχει», μουρμουρίζει.
«Καλά λοιπόν –πες μου τότε πόσους έχεις σκοτώσει. Όχι ονόματα, ένας αριθμός
είναι αρκετός...» του ζητάω.
«Δεν θυμάσαι τι σου είπα όταν πρωτοβρεθήκαμε; Η δουλειά μου είναι να
σκοτώνω ανθρώπους και να τους ανασταίνω στη συνέχεια... Βέβαια, μέχρι τώρα μόνο
τον εαυτό μου έχω καταφέρει να σκοτώσω κι αυτό όχι με ιδιαίτερη επιτυχία»,
απαντάει σκεπτικά.
«Και ο Κουδουνάς δεν μετράει;»
«Ο Κουδουνάς... Ένα περιφερόμενο καβλί που πίστεψε οτι μπορεί να γαμήσει τ΄
αστέρια... Ήξερα από την αρχή οτι δεν ήταν καλή ιδέα όλο εκείνο το στήσιμο αλλά
η Λίζα επέμενε».
«Δηλαδή η τσόντα ήταν ιδέα της Φωτίου;»
Ανάβει καινούργιο τσιγάρο και με κοιτάζει έντονα.
«Έχεις φοβηθεί ποτέ γυναίκα, Πετρά; Μη βιαστείς να απαντήσεις, δε μιλάω για
γυναίκες που ερωτεύτηκες, δε μιλάω καν για όσες σε φτύσανε ή τις άλλες, με το
τεράστιο τουπέ που κρατάει μέχρι να πέσουν μαζί σου στο κρεβάτι. Έχεις
συναντήσει καμιά τους Πετρά που να σε κάνει να θέλεις να τη σκοτώσεις για να
σώσεις την ψυχή σου;»
Το σκέφτομαι για λίγο και περιέργως η Σόνια δεν μου έρχεται στο μυαλό.
«Η Λίζα ήταν ένα παιχνίδι που ξέφυγε από τους κανόνες του κι άρχισε να
παίζει μόνο του –δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις. Τη γνώρισα σα λιγωμένη
γκομενίτσα που γούσταρε να γράψει στο βιογραφικό της ένα πήδημα με τον διάσημο
Νίκο Μανιάτη –εντάξει, το παραδέχομαι, όταν σου έρχεται μια τέτοια γυναίκα
έτοιμη, προχωράς ή το μετανιώνεις για πάντα. Όμως γρήγορα τα πράγματα άλλαξαν,
το παιχνίδι ξέμενε από κανόνες πιο γρήγορα απ΄ότι μου ζήταγε να της βρίσκω
ταινίες η Λίζα. Δεν είχε σημασία –ένα μάτσο γελοίοι που πλασάρανε κάποιο σταρ
σύστεμ καρικατούρα –μιλάμε για την Ελλάδα, δεν ξέρω αν έχεις ακουστά... Ταινίες
-εντάξει. Δημόσιες εμφανίσεις –οτι γουστάρει το κορίτσι μας. Και κάμποσο
εξωπραγματικό πήδημα –εκεί ήταν τελικά το κόλπο. Γιατί καταλήξαμε να
προσπαθούμε να γαμήσουμε ο ένας το μυαλό τού άλλου... Δεν υπήρχαν κανόνες πέρα
από έναν: να τεστάρουμε τις αντοχές μας. Να πάμε λίγο παρακάτω από εκεί που
μπορούμε. Έσπασα πρώτος, το παραδέχομαι», κοιτάζει το τσιγάρο ανάμεσα στα
δάχτυλά του λες και το βλέπει για πρώτη φορά.
«Δε μου τα είπε έτσι η Φωτίου», λέω.
«Ωραία –δεν σου τα είπε έτσι -και τι με νοιάζει εμένα; Αν θέλεις την άποψή
της άντε βρέστη και ρώτα τη. Τώρα μιλάς μαζί μου», σταματάει, ψάχνει τριγύρω
για να πιει λίγο νερό. «Δεν ξέρω ποιος το ξεκίνησε –μάλλον εγώ... Ήμουν κάποιο
διάσημο αρχίδι, λογικό μού φαίνεται να είχα υπερπροσφορά από γυναίκες....
Φυσικά, εκείνη μπορούσε πάντα να με ξεπερνάει –δεν ήταν μόνο θεογκόμενα ήταν
και η γυναίκα του Μανιάτη –ποιος δεν θα ήθελε να γαμήσει τη γυναίκα τού
Μανιάτη;» σταματάει και με κοιτάζει επειδή γελάω.
«Σου φαίνομαι υπερόπτης –έτσι;» ρωτάει.
«Όσο να πεις...» παραδέχομαι.
«Λοιπόν είμαι υπερόπτης. Έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου και τόσα χρόνια
παλεύω να μου αποδείξω οτι δεν κάνω λάθος και -ξέρεις κάτι Πετρά; Τα καταφέρνω
μια χαρά....»
«Η τσόντα...» τον επαναφέρω.
«Η τσόντα ήταν δική μου ιδέα. Κακή ιδέα –υστερόβουλη –απ΄αυτές που πάντα
μού έρχονταν, δεν παραπονιέμαι... Ένα πράγμα μπορώ να κάνω καλά στη ζωή μου κι
αυτό είναι η ηθοποιία. Παίζω τόσο καλά που στο τέλος μπερδεύομαι κι εγώ ο ίδιος
–παθαίνω κρίση ταυτότητας, ποιος είμαι πού πάω και τα ρέστα. Λοιπόν εκεί πάνω
ήθελα να την ξεφτιλίσω, να της δείξω οτι είμαι ικανός να κάνω το ψέμα αλήθεια
όσο εκείνη θα αποτύγχανε να δείξει ακόμα και τα αληθινά της αισθήματα –γιατί;
Επειδή δεν είχε μυαλό ούτε να νιώσει...» ο Μανιάτης σκύβει το κεφάλι, σβήνει το
τσιγάρο και μένει ακίνητος. «Αυτό ήθελα κι έτσι έχασα πανηγυρικά –έχεις δει την
ταινία Πετρά;»
Κουνάω το κεφάλι μου αρνητικά.
«Μόνο λίγο στην αρχή –δεν άντεξα περισσότερο».
Χαμογελάει.
«Είσαι καλός άνθρωπος, δηλαδή εντελώς μαλάκας –προορισμένος να βοσκάς μια
ζωή στο γρασίδι... Αν έβλεπες όλη την ταινία θα το διέκρινες –η Λίζα μού πέταξε
ένα τσουβάλι συναισθήματα στα μούτρα. Σου έχουν πετάξει ποτέ ένα τσουβάλι με
σκατά; Έτσι ακριβώς νιώθεις όταν σου πετάνε συναισθήματα –οι εσωτερικές
εκκρίσεις πάντα βρωμάνε. Και λερώνουν... Έχασα Πετρά, έχασα άγρια... Όπως
καταλαβαίνεις, δεν μπορούσαμε να βγούμε όλοι ζωντανοί από εκείνο το δωμάτιο...»
«Εντάξει. Και γιατί δεν σκότωσες τη Φωτίου τότε;»
«Είσαι ηλίθιος Πετρά; Η Λίζα ήταν η γυναίκα των ονείρων μου... Και έβλεπα
οτι, ως συνήθως, το όνειρο μετατράπηκε σε εφιάλτη...»
«Και την πλήρωσε ο Κουδουνάς που ήταν άσχετος».
«Άτυχος, όχι άσχετος. Πίστεψε το βόδι οτι ήταν ο υπεργαμίκουλας των 5
ηπείρων –ας πρόσεχε...»
Το κεφάλι μου αρχίζει πάλι να βουίζει.
«Και τη Φωτίου γιατί τη σκότωσες μετά από τόσα χρόνια;»
Γελάει θλιμμένα.
«Βλέπεις πολλές αμερικάνικες ταινίες», λέει. «Γιατί να τη σκοτώσω μετά από
τόσα χρόνια;»
«Επειδή είχε την ταινία κι επειδή, κάνω μια υπόθεση, ο Αλεξιάδης έμαθε οτι
τελικά είσαι ακόμα ζωντανός και της το είπε», προτείνω.
«Αυτό πώς σου ήρθε πάλι;» απορεί.
Δεν απαντάω.
«Είσαι διορατικός ή κωλόφαρδος», παραδέχεται. «Όντως, ο Αλεξιάδης με
ανακάλυψε –ήταν μια άτυχη στιγμή... Η γυναίκα μου η Έλσα... λοιπόν Πετρά είμαι
τυχερός που συνάντησα την Έλσα κι εκείνη είναι άτυχη για τον ίδιο ακριβώς λόγο.
Με βοήθησε όταν αποφάσισα οτι έπρεπε να σταματήσω να παίζω τον ρόλο του
διάσημου ηθοποιού που κλάνει Άκουα Βέλβα. Είχε και τα λεφτά για να καλύψει τον
θάνατό μου, αλλά τα λεφτά είναι σαν τη λέπρα –σε σημαδεύουν. Κάπως έτσι μας
πήρε χαμπάρι ο Αλεξιάδης, κινούμασταν στο διεθνές τζετ σετ –καταλαβαίνεις...
Φυσικά, πήγε να το πει στη Φωτίου αλλά, σαν ηλίθιος που ήταν, το είπε και στο
μαλάκα του, τον Λεωνίδα. Ο οποίος δεν μπορούσε ν΄ αφήσει την ευκαιρία να πάει
χαμένη».
«Και;»
«Και η καλή μου η Λίζα προτίμησε να πεθάνει παρά να του δώσει την ταινία
–πράξη εντελώς ηλίθια βεβαίως, επειδή τελικά ο καργιόλης την πήρε την ταινία. Ο
Αλεξιάδης επικοινώνησε μαζί μου αφού είχε σκοτωθεί η Φωτίου...»
«Για να σε εκβιάσει;»
«Δεν ξέρω. Του είπα οτι έχω πεθάνει κι ας πήγαινε να βρει το Μανιάτη, να
συνεννοηθεί μαζί του», γυρίζει το κεφάλι του προς τα πίσω επειδή εκείνη ακριβώς
τη στιγμή μπαίνει ο Βλαδίμηρος.
«Πώς πάει;» μας σκάει ένα χαμόγελο. «Συνήλθαμε;»
Η ερώτηση απευθυνόταν σε μένα αλλά δεν είχα όρεξη να μιλήσω. Ψάχτηκα λοιπόν
τριγύρω μπας και βρω πού βόσκουν τα ρούχα μου.
«Μπορεί και να στάθηκες τυχερός –ο γιατρός είπε οτι δε φαίνεται να σου έχει
πειράξει κάποιο όργανο η σφαίρα. Μπήκε και βγήκε, αλλά πρέπει να πας σε
νοσοκομείο για εξετάσεις», με κατατόπισε ο Βλαδίμηρος.
«Εντάξει –πού είναι τα ρούχα μου;» ρώτησα.
«Την έχεις δει ως βιαστικός;» απόρησε ο Μανιάτης.
«Δε νομίζω οτι υπάρχει τίποτα άλλο να κουβεντιάσουμε», είπα.
«Ούτε εγώ νομίζω οτι καθαρίσαμε οι δυο μας», επέμεινε ο Μανιάτης.
«Έχεις κάμποσο χρόνο όσο θα ντύνομαι», έκανα προσπαθώντας να σηκωθώ.
Μαλακίες. Είχα γαμηθεί για τα καλά αυτή τη φορά, τα πόδια μου δίπλωσαν λες
και ήταν από χαρτόνι, με το ζόρι πρόλαβα να πιαστώ από το κρεβάτι για να μη
σωριαστώ.
«Άραξε ρε ήρωα –μάς παίρνει να σε περιθάλψουμε για λίγο ακόμα», με
καθησύχασε ο Βλαδίμηρος.
«Δεν έχω ανάγκη κανέναν πούστη», μούγκρισα, «και ειδικά τους φονιάδες»,
συμπλήρωσα κοιτάζοντας το Μανιάτη.
Ξεκαρδίστηκε όσο σηκωνόταν από την καρέκλα του.
«Ρε Πετρά, θα μου κάνεις και μαθήματα περί σεβασμού στην ανθρώπινη ζωή
–εσύ;»
«Γιατί όχι; Κάποιος πρέπει να το κάνει», απάντησα.
«Εντάξει λοιπόν –για πες μου, αυτή τη Σόνια όταν θα την πετύχαινες τι θα
έκανες; Θα τη σκότωνες;»
«Υποθετικά δηλαδή; Πας να δικαιολογήσεις έναν δικό σου φόνο με έναν
υποθετικό δικό μου; Δεν περίμενα ν΄ακούσω κάτι τόσο γελοίο Μανιάτη...» γέλασα
με τη σειρά μου.
«Δεν πάω να συγκρίνω υποθετικές καταστάσεις με πραγματικές ρε ηλίθιε...
Απλώς λέω οτι μια γκόμενα μάς έφερε εκτός ορίων κι επειδή δεν μπορούσαμε να την
πειράξουμε, ξεσπάσαμε στον αμέσως κοντινότερο στόχο».
«Δεν ξέρεις τι λες... Εμένα, ο Ρώσος μού τη σκότωσε», ψέλλισα.
«Κι εμένα ο Κουδουνάς μού την πήδηξε. Με όλους τους τρόπους που μπορείς να
φανταστείς. Για βάλτα στο ζύγι...» ψιθύρισε ο Μανιάτης.
Αλλά δεν είχα εύκαιρη ζυγαριά κι έτσι έκλεισα τα μάτια μου σφιχτά -δεν τα
ξανάνοιξα μέχρι να φύγει από το δωμάτιο.
7 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Πολύ πολύ καλό. Ο Λούης εύστροφος και ευκίνητος πάλι. Ο φιλαράκος ήλιος και τα επιληπτικά πουλιά, κορυφαία έμπνευση. Τελικά η παρέα μαζί σου δεν βλάπτει καθόλου. Να 'σαι καλά mBoy
athinaev
Κρίμα, κρίμα που έφυγε ο μπάρμαν! Ήταν ο αγαπημένος μου Β κάρακτερ! ;)
Μαλακία του Λούη αυτό...αλλά να κι ο Φάνης -Αγιάννης χαχαχαχαχα
...για πάμε παρακάτ' ;)
Athinaev, χαίρομαι που σου άρεσε -αυτό βέβαια για την παρέα μαζί μου (με το μπλογκ μου), ξανασκέψου το, πάρε και μια γνώμη από κάποιον οφθαλμίατρο σχετικά με τυχόν προβλήματα αστιγματισμού λόγω κατανάλωσης διαδικτυακών σεντονιών και το ξανασυζητάμε, χεχεχεχεχε.
Αφρρικάνε, βιαστικέ -οι μπάρμαν στο Βιτόφκσι είναι δύο, δεν ξέρουμε τα ονόματά τους και ο Λούης τους προσφωνεί και τους δύο "Ιάκωβε". Οπότε έχουμε ακόμα υλικό! Να πάμε παρακάτω -αλλά κάτσε πρώτα να το γράψω, πώς δηλαδή; Μόνο του θα βγει;
ntaksei. h istoria gamaei asyllhpta. diavasa ta teleutaia mazemena enw periplaniomoun vrady sto keratsini (opote eixa kai atmosfaira) kai seriously ta espasan ola ta installments. elega pws alles istories sou einai oi agaphmenes mou, alla auth paei arga alla sta8era na mpei sthn prwth triada. well done and give us MOARRRR :)
Ρε συ, το εικονοποιώ λίγο αυτό -να κυκλοφορείς στο Κερατσίνι με λάμπες ασετυλίνης στους δρόμους (μουσική υπόκρουση Χαρούλα Αλεξίου) και να διαβάζεις Πετρά και τρομάζω, χαχαχαχαχα.
Χαίρομαι που σου άρεσε πάντως.
hahaha opws to fantazesai htan (mono me ypokroush kati tetoio http://www.youtube.com/watch?v=vGv4-KpOS-M). vrady, dn kykloforouse psyxh, arrwstiariko fws apo kati misospasmenes lampes, anevokatevaina anhfores kathfores prospa8wntas na katalavw pou sto mpoutso hmouna kai pws sto mpoutso 8a feuga apo kei, kalytera surroundings kai na psaxna de 8a vriska!
Χαχα, σωστή!
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!