Αυτό είναι ένα άρθρο που έγραψα για το Wild Thing:
Η ροκ μουσική
γεννήθηκε τη δεκαετία του ’60 και ωρίμασε (σε βαθμό σαπίσματος) τη δεκαετία του
’70. Μέχρι να έρθει, στα τέλη του ‘70, το punk για να δώσει το φιλί της ζωής, το οποίο υπήρξε
ταυτόχρονα και ο επιθανάτιος ρόγχος της (όμως αυτό είναι μια διαφορετική
ιστορία). Στη δεκαετία του ’70 παγιώθηκε η ροκ κοσμοθεωρία και η
κινηματογραφική της αποτύπωση ήταν αναπόφευκτη. Πλήθος ταινιών κυκλοφόρησαν
καλύπτοντας ολόκληρο το φάσμα, από τις ανεξάρτητες παραγωγές μέχρι το mainstream, από την πρωτοπορία μέχρι τη γελοιότητα,
από το “Freak out” μέχρι το «Η θεία μου η χίπισσα». Οι
ταινίες που ακολουθούν, κινούνται στα άκρα χωρίς να είναι ακραίες, είναι
ανεξάρτητες παραγωγές αλλά σε αυτές συμμετέχουν καταξιωμένοι σταρ, έκοψαν πολλά
εισιτήρια αλλά δεν παίχτηκαν στους μεγάλους κινηματογράφους όταν κυκλοφόρησαν.
Και το σημαντικότερο: καταγράφουν την ροκ κουλτούρα με την πιστότητα πολαρόιντ
φωτογραφίας.
Αν η rock ‘n roll μυθοπλασία
χρειάστηκε το κροτάλισμα μιας Triumph Thunderbird για να πάρει
μπροστά (στην ταινία “The Wild One”), η συνέχεια του ταξιδιού, το πέρασμα από την ψυχεδελική ροκ, δεν θα
μπορούσε να συμβεί με τίποτα λιγότερο από δυο Harley Davidson Panheads. Τις οδηγούσαν
δυο ηθοποιοί με πλούσια βιογραφικά και αρκετές συμμετοχές στις μεγάλες
παραγωγές του Χόλυγουντ οι οποίοι, μετά την προβολή της ταινίας μπήκαν στη
«μαύρη λίστα» για μια δεκαετία. Η ταινία λεγόταν “Easy Rider”, οι ηθοποιοί Peter Fonda (γιος του εμβληματικού Henry Fonda, αδερφός τής Jane) και Dennis Hopper (με συμμετοχές σε μεγάλες
εμπορικές επιτυχίες και καταπληκτικές ταινίες όπως τα “Giant”, “Gunfight at OK Corral”, “Sayonara” “Cool Hand Luke” ,κλπ). Ή αλλιώς, ο Billy και ο Captain America.
Η ταινία
προβλήθηκε το καλοκαίρι του 1969 και ήταν μια όμορφη παρεϊστικη δουλειά
φτιαγμένη με αγνά, κοινοβιακά υλικά, αφού σενάριο είχαν γράψει ο Fonda, ο Hopper κι ο Terry Southern, σκηνοθεσία
είχε κάνει ο Hoper και
παραγωγή ο Fonda. Η ιστορία
της ήταν απλή: Δυο φιλαράκια ντηλάρουν ναρκωτικά κι επειδή κάνουν μια γερή μπάζα,
ο έμπορος (εντυπωσιακή cameo
εμφάνιση του μυθικού Phil Spector) τούς κάνει δώρο ένα πάσο για κάποιο
φημισμένο μπουρδέλο της Νέας Ορλεάνης. Υπάρχει καλύτερος λόγος από αυτόν για να
ξεκινήσουν τα κονομημένα παιδιά ένα ταξίδι με τις μοτοσυκλέτες τους;
Στο δρόμο θα
συναντήσουν τους ίδιους καράβλαχους με τους οποίους πλακωνόταν στο ξύλο ο Marlon Brando στο “Wild One” (γιατί κάποιες αξίες παραμένουν
αναλλοίωτες στον Αμερικάνικο Νότο). Θα μπουν φυλακή όπου και θα γνωρίσουν έναν
λογιστή που παρεκτράπηκε λόγω μέθης (Jack Nicholson), θα περάσουν από ένα χίππικο κοινόβιο κι όταν τελικά φτάσουν στη Νέα Ορλεάνη θα
πέσουν πάνω στη γιορτή του Mardi Gras. Φυσικά θα οργιάσουν με τις κοπέλες του
μπουρδέλου (η σχετική σκηνής κραιπάλης στο νεκροταφείο είναι το απαύγασμα του
τριπαρίσματος) και, στην επιστροφή, θα πληρώσουν το τίμημα της
διαφορετικότητας.
Το τέλος της
ταινίας είναι μια ευθεία καταγγελία στην άγρια καταστολή που τσάκισε το
ψυχεδελικό κίνημα. Και να ΄ταν μόνο αυτό! Βουνά ναρκωτικών καταναλώνονται στα
94 λεπτά του φιλμ (ο θρύλος λέει οτι επρόκειτο για πραγματικά ναρκωτικά)! Ο
Αμερικάνικος συντηρητισμός παρουσιάζεται ωμός, ηλίθια βίαιος και γι΄αυτό
τρομερά επικίνδυνος. Οι δυο ήρωες ψάχνουν τις χαμένες Αμερικάνικες αξίες (στο
ντεπόζιτο της μοτοσυκλέτας του Billy δεν είναι τυχαία ζωγραφισμένη η Αμερικάνικη σημαία κι ο φίλος του δεν
λέγεται Captain America κατά λάθος), ψάχνουν όσα τους δίδαξαν στα
σχολεία τους, ψάχνουν τη «γη των ελεύθερων και το σπίτι των γενναίων». Αλλά
αντί γι΄αυτό βρίσκουν μπάτσους που σε κλείνουν μέσα γιατί δεν τους αρέσει η
εμφάνισή σου, βλάχους που σε κοπανάνε με ρόπαλα του μπέιζμπολ επειδή έχεις
μακριά μαλλιά και φορτηγατζήδες που θέλουν να σε βγάλουν από τον δρόμο τους
επειδή απλώς τυχαίνει να κυκλοφορείς με μοτοσυκλέτα. Απέναντι, στις φτωχογειτονιές
της Νέας Ορλεάνης, ανάμεσα στους μαύρους και τους ομοφυλόφιλους, συναντάνε τους
πραγματικούς ανθρώπους. Η περιπλάνηση, όμοια με αυτή των μυθικών Ντεσπεράντος,
ξεκινάει για την αναζήτηση της πραγματικής Αμερικής και καταλήγει στην άκρη της
εθνικής οδού με μια σφαίρα στο κεφάλι.
Η πρόκληση ήταν
πολύ σαφής για να την αγνοήσει η Αμερικάνικη καθεστηκυία τάξη. Επειδή εδώ δεν
έχουμε δυο κομμουνιστές που θέλουν να ανατρέψουν το πολίτευμα, δεν έχουμε
τίποτα Μαφιόζους που φοροδιαφεύγουν, εδώ έχουμε δυο ειρηνικούς ανθρώπους που
απλώς θέλουν να ταξιδεύουν. Κι ακόμα χειρότερα, το «μικρόβιό» τους αυτό το
περνάνε σε έναν αξιοσέβαστο πολίτη που έτυχε να βρεθεί για λίγο μαζί τους! Άρα,
οι τύποι είναι άκρως επικίνδυνοι, ακριβώς λόγω του γεγονότος οτι δεν κάνουν τίποτα
επικίνδυνο!
Η τελευταία
σκηνή, με τον Dennis Hoper να κάνει ένα μνημειώδες κωλοδάχτυλο στον
φορτηγατζή που τον βρίζει καταμεσής της εθνικής οδού είναι αντιπροσωπευτική της
αυθάδικης ανεμελιάς η οποία οδήγησε όλη εκείνη τη γενιά στην εξαφάνιση.
Φυσικά, η μουσική
επένδυση της ταινίας είναι μια ιστορία από μόνη της, αφού περιλαμβάνει μερικούς
από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ροκ σκηνής (Jimmy Hendrix, The Band, Steppenwolf, Roger McGuinn, Electric Prunes). Η ταινία, εκτός
των άλλων, μάς άφησε παρακαταθήκη ένα τραγούδι-ύμνο στις μοτοσυκλέτες, τον
τίτλο του οποίου νομίζω οτι όλοι γνωρίζετε και άρα δεν χρειάζεται να τον
αναφέρω.
Τα γεγονότα που
συγκλόνισαν ολόκληρη τη Δύση κι έμεινε να ονομάζονται «Μάης του ‘68»
μεταφέρθηκαν, στις αρχές του ’70, στους κινηματογράφους της Ευρώπης μέσα από
διάφορες, κυρίως, ανεξάρτητες, ταινίες όπως το «Είναι όλοι τους καλά» του Godard αλλά και το ντοκυμαντέρ του ίδιου για
τους Rolling Stones όπου, μέσα από τις περιπέτειες της
ηχογράφησης του “Sympathy for the devil” περνάνε πλάνα πανεπιστημιακών
συνελεύσεων και συγκρούσεων στους δρόμους. Η Αμερικάνικη εξέγερση εκείνων των
χρόνων ξεκίνησε επίσης από τις καταλήψεις Πανεπιστημίων και κορυφώθηκε με την
αιματηρή καταστολή της αντισυγκέντρωσης των Yippies έξω από το Εθνικό Συνέδριο των Δημοκρατικών στο
Σικάγο, τον Αύγουστο του 1968. Έχει προηγηθεί, λίγους μήνες πριν, η εξέγερση
στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια. Αυτή ακριβώς η εξέγερση, είναι το θέμα της
ταινίας που κυκλοφορεί το 1970 με τίτλο “The strawberry statement” (βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο τού James Simon Kunen).
Σκηνοθετημένη από
τον Stuart Hagmann, η ταινία δεν κάνει ευθεία αναφορά στο
Πανεπιστήμιο του Κολούμπια αλλά σε ένα υποθετικό Πανεπιστήμιο του Σαν
Φρανσίσκο. Η «Δήλωση της φράουλας» δεν είναι τίποτα άλλο από την εμπρηστική
θέση που είχε εκφράσει ο Πρύτανης του Κολούμπια σύμφωνα με την οποία, οι
απόψεις των φοιτητών σχετικά με τη λειτουργία του Πανεπιστήμιου έχουν τόση
σημασία γι΄αυτόν, όση σημασία έχει και η άποψή τους σχετικά με το αν τους
αρέσει ή όχι η γεύση της φράουλας.
Στην ταινία
καταγράφεται η εμπλοκή ενός επιμελούς φοιτητή στην κατάληψη του Πανεπιστημίου.
Ο «αντιτουριστικός» Bruce Davidson ερμηνεύει με αμηχανία τον ρόλο του «καλού
παιδιού» που ανακαλύπτει οτι τα αυτονόητα αμφισβητούνται κατάφωρα. Η υπόθεση
ξεκινάει με τον πρωταγωνιστή ν΄ανακαλύπτει μια γυμνή κοπέλαστο κρεβάτι του
συγκατοίκου του στη φοιτητική εστία. Σαν ευσυνείδητος Αμερικανόπαις επιπλήττει
τον συμφοιτητή του που ασχολείται με τα γκομενιλίκια αντί να κοιτάξει να
ξεστραβωθεί, να αποφοιτήσει μια ώρα αρχύτερα και να βγάλει κάνα φράγκο. Επειδή
όμως έχει ο καιρός γυρίσματα, ο φιλαράκος μας την πατάει άσχημα με μια
ομορφούλα που συναντάει στα πέριξ. Ξεκινάει να την φωτογραφίζει ακολουθώντας
την κι έτσι βρίσκεται μπλεγμένος στην κατάληψη! Τα υπόλοιπα είναι
προδιαγεγραμμένα: ο έρωτας, οι πυρετώδεις διεργασίες της κατάληψης
(συνελεύσεις, ξενύχτια, ντου για προμήθειες) και τελικά η πολιορκία των μπάτσων
και το σπάσιμο της κατάληψης.
Η τελευταία σκηνή της ταινίας με τους μπάτσους να
ρίχνουν δακρυγόνα, τα παιδιά να έχουν κάνει κύκλο στη μέση της αίθουσας
επαναλαμβάνοντας, σα μυστικιστικό μάντρα, το “all we are sayin’ is give peace a chance”, τους μπάτσους να μπουκάρουν τραβώντας πρώτα τους μαύρους από τον κύκλο
και σπάζοντάς τους στο ξύλο, τσακίζοντας στη συνέχεια όσους λευκούς φοιτητές
αντιστέκονται, αυτή η σκηνή δημιουργεί ρίγη ανατριχίλας σε όποιον αξιώθηκε να
συμμετάσχει σε κατάληψη. Όταν οι μπάτσοι μαλλιοτραβάνε τη φιλενάδα του, ο
πρωταγωνιστής (ένα «καλό παιδί» που μέσα σε λίγες μέρες άλλαξε ανεπανόρθωτα),
επιτίθεται λυσσασμένα και τη στιγμή που τον βουτάνε το πλάνο θολώνει, μπροστά
από τα μάτια του περνάνε όλες οι ευτυχισμένες στιγμές που έζησε στο
Πανεπιστήμιο. Η εικόνα παγώνει, η αθωότητα χάνεται. Ένας από τους
εναπομείναντες της γενιάς εκείνης, ο Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ είχε πει:
«Γεννηθήκαμε για να χάνουμε, όχι για να διαπραγματευόμαστε». Αυτό ακριβώς
δείχνει και η συγκεκριμένη ταινία κι αυτό άλλωστε αποτελεί έναν από τους
ακρογωνιαίους λίθους της ροκ κουλτούρας.
Αν οι δυο
παραπάνω ταινίες κινούνταν στα όρια του μυθοπλαστικού ντοκυμαντέρ, η επόμενη
ταινία, η οποία κυκλοφόρησε επίσης το 1970, βρισκόταν πέραν οποιουδήποτε ορίου.
Ο τίτλος της “Performance” και τη συν-σκηνοθεσία, μαζί με τον Donald Cammell, υπέγραφε ένας από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες του παγκόσμιου
κινηματογράφου, ο Nicolas Roeg. Η συγκεκριμένη ταινία έμεινε στην
ιστορία για έναν ηλίθιο λόγο: για την περίφημη σκηνή της μπανιέρας όπου
φημολογείται οτι έπεσε κάποιο κανονικό πήδημα μεταξύ Mick Jagger και Anita Pallenberg (η τότε γυναίκα του Keith Richards, την οποία κι εκείνος είχε κλέψει από τον Brian Jones!) Λοιπόν ναι, έπαιζε ο Jagger στην ταινία, ναι, πήδηξε την Anita (κάποια στιγμή) αλλά όχι, δεν ήταν αυτό το σημαντικότερο θέμα αναφορικά με
την ταινία..
Η υπόθεση
αφορούσε ένα μέλος συμμορίας (James Fox) που ψάχνει μέρος να κρυφτεί μετά από την
κόντρα του με τον αρχηγό της συμμορίας. Καταλήγει στον ξενώνα ενός ξεπεσμένου
ροκ σταρ (Mick Jagger) ο οποίος έχει πλέον «χάσει τον δαίμονά
του» κι έτσι περνάει τις μέρες του κάνοντας παρτούζες, χωρίς να πολυνοιάζεται
για το φύλο των παρτενέρ του. Παρακολουθούμε την απελευθέρωση του
σκληροτράχηλου γκάνγκστερ από τις σεξουαλικές αναστολές και αντίστοιχα τη μύησή
του σ΄έναν κόσμο που λειτουργεί σύμφωνα με τη ρήση του Χασσάν ι Σαμπά: «τίποτα
δεν είναι αληθινό, όλα επιτρέπονται». Μέσα από ψυχότροπα μανιτάρια και άλλα
παραισθησιογόνα καλούδια ο ήρωας, πρώην γκάνγκστερ, ανοίγει τους ορίζοντές του,
σπάει τα στεγανά του κώδικα των «σκληρών αντρών του δρόμου» και τελικά ζει σε
μια διάσταση σαν αυτή που περιγράφει ο Jagger σε κάποια σκηνή της ταινίας: «Ο γέρος λεγόταν,
στη γλώσσα των Περσών, Χασσάν Σαμπά και οι άνθρωποί του λέγονταν Ασσασίνοι.
Είχε εγκατασταθεί σε μια κοιλάδα που την έκλειναν τριγύρω δυο βουνά, και την
είχε μετατρέψει σε κήπο, τόσο μεγάλο και όμορφο που οι άνθρωποι πίστευαν οτι
ήταν ο Παράδεισος. Και υπήρχε ένα φρούριο στην είσοδο της κοιλάδας, τόσο ιχυρό
που μπορούσε να αντισταθεί στον κόσμο ολόκληρο. Ο γέρος λοιπόν, έπαιρνε τους
νεαρούς άντρες που είχε επιλέξει για να γίνουν οι Ασσασίνοι, οι δολοφόνοι του,
και τους έδινε να πιουν ένα υγρό που τους έριχνε σε βαθύ ύπνο, και μετά τους
μετέφερε στον κήπο, έτσι ώστε, όταν αυτοί ξυπνούσαν, πίστευαν οτι είχαν βρεθεί
στον Παράδεισο. Και υπήρχαν γυναίκες και κορίτσια εκεί πέρα, που δουλειά τους
ήταν να υπηρετούν αυτούς τους άντρες, να τους προσφέρουν ευχαρίστηση με όλους
τους τρόπους. Όταν ο γέρος αποφάσιζε να στείλει κάποιον από τους νεαρούς άντρες
σε μια αποστολή, όπως, ας πούμε, να σκοτώσει κάποιον πρίγκηπα, καλούσε κοντά
του έναν από τους νεαρούς και του έλεγε ‘Πήγαινε να σκοτώσεις, κι όταν έρθει η
ώρα να επιστρέψεις, οι άγγελοί μου θα σε ξαναφέρουν εδώ, στον Παράδεισο, δεν
έχει σημασία ακόμα κι αν πεθάνεις εκεί έξω, γιατί και πάλι θα στείλω τους
αγγέλους μου να σε φέρουν πίσω στον Παράδεισο’»
Το τέλος της
ταινίας με τον αλληγορικό φόνο και τη θολή εικόνα πίσω από την κουρτίνα (είναι
ο Jagger ή μήπως ο Fox;), αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της
ευφυΐας του Nicolas Roeg και συνάμα ένα ανατριχιαστικό σχόλιο πάνω
στη ροκ μυθολογία όπου «τίποτα δεν είναι αληθινό, όλα επιτρέπονται», όπου οι
μουσικοί δεν είναι τίποτα άλλο από την προσωποποίηση των οπαδών τους, μέχρι
αυτοί οι οπαδοί να «σκοτώσουν» τα ινδάλματά τους και να πάρουν τη θέση τους σε
μια κυκλική πορεία της ιστορίας. Αν οι Rolling Stones είχαν
συγκροτημένη ιδεολογική θέση, αυτή η ταινία θα μπορούσε να είναι το μανιφέστο
τους, αλλά λόγω εκείνου του καταραμένου πηδήματος του Mick Jagger η ταινία πέρασε σαν μια εμπειρία την οποία όλοι τους ήθελαν να ξεχάσουν.
Μιας και
αναφέρθηκαν οι Ασσασίνοι και ο Χασσάν ι Σαμπά, ας μην ξεχνάμε τα καταπληκτικά
σχετικά τραγούδια, τόσο των Hawkwind (“Hassan i Sabbah”), όσο και του Jim Caroll (“Nothing is true”).
Αν στην
προηγούμενη ταινία υπήρχαν ατέλειες και ερασιτεχνισμοί, στο κλίμα ενός
εναλλακτικού τρόπου κινηματογράφισης, σε αυτή εδώ την ταινία που γύρισε μόνος
του ο Nicolas Roeg τα πάντα κινήθηκαν στα αυστηρά
περιχαρακωμένα πλαίσια της μεγαλοφυΐας. Σ΄αυτό συνετέλεσε και το γεγονός οτι,
πέραν του μεγάλου σκηνοθέτη, πρωταγωνιστούσε ο άνθρωπος με τα χίλια πρόσωπα, ο
«χαμαιλέοντας» (και εκτός των άλλων τεράστιος ηθοποιός) David Bowie. Η ταινία κυκλοφόρησε το 1976, λεγόταν “The man who fell to Earth” και βασιζόταν στο ομότιτλο βιβλίο του Walter Tevis (άλλα βιβλία του που έγιναν ταινίες είναι το “Hustler” και το “The color of money”).
Στην ταινία ο Bowie ενσαρκώνει τον Thomas Jerome Newton, έναν εξωγήινο που έχει έρθει στη Γη
ψάχνοντας τρόπο να μεταφέρει νερό στον πλανήτη Άνθια (από τον οποίο κατάγεται).
Μόνο που το διαστημόπλοιό του καταστρέφεται κι έτσι ο ήρωας παραμένει
εγκλωβισμένος στη Γη. Εκμεταλλεύεται την ανώτερη διάνοιά του και γίνεται εύκολα
μεγιστάνας, ενώ παράλληλα προσπαθεί να επισκευάσει το διαστημόπλοιό του, αλλά
και ερωτεύεται μια γήινη. Τα προβλήματα αρχίζουν όταν εθίζεται στο αλκοόλ και
την τηλεόραση και τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα όταν ο συνεταίρος του
ανακαλύπτει οτι είναι εξωγήινος και τον καρφώνει στις Αρχές. Ο εξωγήινος
φυλακίζεται σε ένα δωμάτιο πολυτελούς ξενοδοχείου όπου τον κρατάνε ποτίζοντάς
τον με μεγάλες ποσότητες αλκοόλ μέχρι που, εντελώς αποδυναμωμένος, έρμαιο του
αλκοολισμού, καταλήγει για πάντα εγκλωβισμένος στη Γη, χωρίς να μπορεί να
αποδράσει αλλά και χωρίς να γερνάει. Το κλείσιμο της ταινίας, όπου ο ήρωας,
έχοντας χάσει κάθε ελπίδα απόδρασης, καταθλιπτικός και μονίμως μεθυσμένος
λιποθυμάει σε ένα έρημο καφέ φτιάχνει ένα από τα πιο λυπημένα φινάλε του
παγκόσμιου κινηματογράφου. Η σκηνή όπου ο Bowie (πιο αδύνατος από ακρίδα) κάνει για πρώτη φορά
έρωτα με μια χοντρή πόρνη και, στη στιγμή της κορύφωσης, βγάζει ένα περίστροφο
κι αρχίζει να πυροβολεί στον αέρα είναι ξεκαρδιστικά παραστατική. Η άποψή του
για την τηλεόραση μοιάζει με προφητεία των όσων θα ακολουθήσουν στον χώρο των
παγκόσμιων media: «Το
παράξενο με την τηλεόραση είναι οτι δεν σου ‘λέει’ τίποτα. Σου ‘δείχνει’ τα πάντα
σχετικά με τη ζωή χωρίς συγκεκριμένο λόγο, αλλά τα πραγματικά μυστήρια
παραμένουν. Ίσως να έχει να κάνει με τη φύση της τηλεόρασης. Είναι μόνο κύματα
που ταξιδεύουν στο διάστημα».
Το σχόλιο σχετικά
με τον ροκ δημιουργό που έρχεται από έναν άλλο κόσμο (έναν άλλο πλανήτη) για να
φέρει νερό (δηλαδή ζωή) στους δικούς του ανθρώπους (τους ρόκερς, ας πούμε) αλλά
αναπόφευκτα εγκλωβίζεται στη show business και ναι, γίνεται πάμπλουτος, χάνοντας
όμως την ψυχή του (χάνοντας, τόσο την αγνότητα όσο και την έμπνευσή του) όσο
εκφυλίζεται μέσα από ανούσιες καταχρήσεις, είναι εδώ φανερό. Η φυλακή του ήρωα
σ΄ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, η αδρανοποίησή του μέσω των απολαύσεων τις οποίες οι
φύλακες προσφέρουν σχεδόν με τη βία, όλα αυτά είναι πολύ γνωστά στους μουσικούς
που εγκλωβίστηκαν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο προκειμένου να υπογράψουν ένα
συμβόλαιο με πολυεθνική. Και η συνέχεια, το άσκοπο σουλατσάρισμα ενός κουφαριού
από το οποίο έχει απομυζηθεί κάθε δημιουργικότητα, αυτή είναι συνήθως η
κατάληξη του (κάποτε σπουδαίου και νυν παρακμασμένου) ροκ δημιουργού.
Άσε το “Wall” να νιαουρίζει μοιρολόγια για
βαλαντωμένους δισεκατομμυριούχους που χάσανε την επαφή τους με τον έξω κόσμο
και δεν μπορούν να πηδήξουν πλέον τις γκρούπις, αυτή εδώ η ταινία είναι όσα
χρειάζεται να ειπωθούν για τον μηχανισμό που μετατρέπει τη νεανική αγανάκτηση
σε μετοχές πολυεθνικών. Μέσα της διακρίνεις τη μόλυνση, το μικρόβιο που
παραμονεύει για να μετατρέψει τον «εξωγήινο» σε ανέμπνευστη μούμια η οποία,
μπορεί να διατηρεί τα καλοφτιαγμένα χαρακτηριστικά της νεανικής της εμφάνισης,
αλλά, από μέσα, είναι αηδιαστικά κενή.
Άφησα για το
τέλος, το συγκλονιστικότερο (τόσο μυθοπλαστικά, όσο και συμβολικά) κομμάτι της
ταινίας: Ο Newton, έχει
ηχογραφήσει έναν δίσκο με εξωγήινα μηνύματα και τον στέλνει να παιχτεί στο ραδιόφωνο
μπας και τον ακούσουν οι δικοί του και έρθουν να τον σώσουν. Αλλά ο μόνος που
ακούει τον δίσκο είναι αυτός που τον πρόδωσε στην κυβέρνηση και μετά
παντρεύτηκε τη γυναίκα με την οποία ο Newton ήταν ερωτευμένος. Είπες τίποτα;
Δεν θα
πρωτοτυπήσει κανείς αν διαπιστώσει οτι τα ναρκωτικά είναι συνυφασμένα με τη show business, ούτε θα ανακαλύψει την Αμερική αν ισχυριστεί οτι το είδος του ναρκωτικού
καθόρισε, σε σημαντικό βαθμό, το παραγόμενο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Και αν οι
ψυχότροπες ουσίες ήταν συνυπεύθυνες για τη δημιουργία ψυχεδελικών
αριστουργημάτων, η ηρωίνη οδήγησε, περισσότερες από μια, γενιές μουσικών στην
απόγνωση και τελικά στην παραίτηση. Επειδή για κάθε “Heroin”, “Sister Morphine” ή “Cold Turkey” υπήρχαν δεκάδες καλλιτέχνες που χάθηκαν από υπερβολική δόση αφού πρώτα
είχαν εκδιωχθεί από τα συγκροτήματά τους και είχαν οδηγηθεί στην εξαθλίωση. Το
Βερολίνο του ’70 και του ’80 υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους πρεζότοπους
παγκοσμίως κι αυτή ακριβώς την εποχή επέλεξε να βρίσκεται εκεί ο David Bowie. Δεν ξέρω αν ο “Thin White Duke” έπαιρνε πρέζα για να αποκτήσει καινούργια ερεθίσματα, ξέρω όμως οτι η
πρέζα πήρε ένα μεγάλο κομμάτι από την αίγλη του Bowie και την οικειοποιήθηκε. Σημαντικό μερίδιο ευθύνης
σε αυτό φέρει και η ταινία “Christiane F –Wir kinder vom Bahnhof Zoo” η οποία κυκλοφόρησε το 1981.
Εξηγούμαι για να
μην παρεξηγούμαι. Οι λογικές του τύπου «η ροκ μουσική ωθεί τους νέους εις την
ακολασίαν και τα ναρκωτικά» δεν ήταν ποτέ τού στυλ μου. Όμως το γεγονός
παραμένει (τουλάχιστον για την Ελλάδα του ’80 στην οποία μεγάλωσα): με
τραγούδια σαν το “Heroine”,
το “Waiting for the man”, ή το “Sister Morphine” και ταινίες σαν την “Christiane F” θεοποιήσαμε την
πρέζα. Το αν θα δοκιμάζαμε, αν θα κολλάγαμε ή αν θα απείχαμε από το άθλημα
υπήρξαν πάντοτε προσωπική υπόθεση του καθενός, επειδή, ας πούμε, και την
αμφιφυλία τη θεοποιήσαμε βλέποντας τον Bowie, τον Prince και τον Jagger αλλά δεν αρχίσαμε κιόλας να πηδιόμαστε μεταξύ μας! Ή αν
αρχίσαμε, δεν ήταν πάντως αυτός ο λόγος!
Η ταινία “Christiane F –Wir kinder vom Bahnhof Zoo” βασίστηκε στο αυτοβιογραφικό βιβλίο της Vera Christiane Felscherinow (την οποία ανακάλυψαν σε μια δίκη δυο
δημοσιογράφοι του Stern και
την έπεισαν να καταγράψει, με τη βοήθειά τους, την προσωπική της ιστορία). Στην
Ελλάδα η ταινία κυκλοφόρησε με τον άκρως διακριτικό τίτλο: «Κριστιάν Εφ –Πόρνη
στα 13 για τα ναρκωτικά» (απορώ κιόλας, πώς παίχτηκε στην ΕΛΛΗ αντί να τη
βγάλουν κατευθείαν στο ΛΑΟΥ)!
Η ταινία
ακολουθεί, σχεδόν ντοκυμαντερίστικα, την πιτσιρίκα πρωταγωνίστρια (ποιος από
μας δεν είχε ερωτευθεί την Natja Brunckhorst;) στην
πορεία της προς την εξάρτηση, από τα τσιγαριλίκια στα χάπια κι από εκεί στις
ενέσεις. Σ΄αυτή την πορεία, σε κλαμπ και ντισκοτέκ, γνωρίζει ένα αγόρι,
ερωτεύονται και κατρακυλούν παρέα. Επειδή η πρέζα είναι ακριβό σπορ και τα
παιδιά έχουν μόνο ένα πράγμα να πουλήσουν για να την αποκτήσουν (η σκηνή όπου η
πρωταγωνίστρια βλέπει τον φίλο της να πηδιέται μ΄έναν ηλικιωμένο είναι τρομερά
δυνατή), καταλήγουν λοιπόν να κάνουν ψωνιστήρι και στη συνέχεια πεζοδρόμιο.
Φρικιαστικές σκηνές σε δημόσια ουρητήρια, αίμα, σάλια και ούρα ανακατεμένα και
η μουσική του Bowie (της
εποχής που συνεργαζόταν με τον Brian Eno και ξεπέταγε αριστουργήματα) να δεσπόζει
στα μεγάλα πλάνα. Κι αν η φρίκη της ταινίας δεν σε ανατριχιάσει, έρχεται εκείνο
το πλάνο όπου ο Bowie
τραγουδάει ζωντανά το “Station to station” και η πιτσιρίκα σπρώχνεται για να βγει μπροστά, μαζί με το βλέμμα που της
ρίχνει ο «Δούκας» για να σε απογειώσουν.
Όλα τα στερεότυπα
με τα οποία μάς πιπίλαζαν το μυαλό οι γέροι μας (και τα αναπαρήγαγαν επάξια ο
Φώσκολος με τον Δαλιανίδη) υπάρχουν εδώ: οι ντισκοτέκ που παρασύρουν τα παιδιά
στα ναρκωτικά, το τσιγαριλίκι που οδηγεί στην πρέζα, οι «κακές παρέες», η
πορνεία σαν αποτέλεσμα της χρήσης! Ευτυχώς που δεν αναπαράγεται ο γονεϊκός μύθος
περί του οτι σου ρίχνουν ναρκωτικό στο ποτό σου για να σε κάνουν εξαρτημένο
(χρόνια αφήνω το ποτό μου αφύλαχτο στα μπαρ μπας και φιλοτιμηθεί κανένας να μου
ρίξει κατιτίς αλλά το μόνο που καταφέρνω είναι να βρεθώ χωρίς ποτό)!
Θα μπορούσε
κανείς να παραλληλίσει τη συγκεκριμένη ταινία με το “Blackboard Jungle”, όπως κι εκεί, μια κατάσταση η οποία περιγράφεται τερατολογικά, γίνεται
παράδειγμα προς μίμηση από τη νεολαία που ψάχνει τρόπους να ζήσει την πρόκληση.
Πάντως, φράση «για την πρέζα αξίζει να γίνεις πουτάνα» κυκλοφόρησε ευρέως στα
στέκια της δεκαετίας του ΄80 αποδεικνύοντας, συνήθως, τη δηθενιά των κοριτσιών
που τη χρησιμοποιούσαν.
Η ροκ μουσική
χρησιμοποιήθηκε, σαν έναυσμα, κυρίως θέμα ή και σαν πρόσχημα για ένα σωρό
ταινίες. Δεν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά εφόσον πρόκειται για ένα μουσικό
είδος που καθόρισε τον 20ο αιώνα. Από το “Quatrophenia” μέχρι το “McVicar” και στη συνέχεια σε αναβιώσεις των δεκαετιών ’90
και ’00 με αριστουργήματα όπως το “The Commitments” η γραμμή
πλεύσης ήταν κοινή: “live fast, die young”. Αλλά χρηστικές
οδηγίες γι΄αυτή τη «γρήγορη ζωή» δεν δόθηκαν πουθενά τόσο περιεκτικές όσο στις
παραπάνω ταινίες. Δεν ξέρω αν πρέπει να
τους χρωστάμε χάρη για όσα μας έδειξαν ή να τις βλαστημάμε για όλα αυτά στα οποία
μας έμπλεξαν, ξέρω όμως οτι αγάπησα κάθε σκηνή τους όταν τις πρωτοείδα και
σήμερα ακόμα, όταν τυχαίνει να ξαναπαίζονται, παρατάω ότι κάνω για να τις
ξαναδώ. Γιατί τα κολλήματα ποτέ δεν ξεπερνιούνται.
11 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
“The man who fell to Earth” έχει μια από τις πιο ερωτικές σκηνές που έχω δει στο σινεμά -αυτή με το πιστόλι.
Έτσι ακριβώς αλλά πότε πρόλαβες και το διάβασες όλο ρε παιδί μου! Δηλαδή εγώ έβγαλα τα μάτια μου 3 μέρες κι εσύ με ξεπέταξες σ΄ένα δεκάλεπτο; Δε συμφέρει, θα βάζω περισσότεες φωτογραφίες με γδυμνές!
.. «γη των ελεύθερων και το σπίτι των γενναίων»..
.. land of the free and the home of the brave..
δηλαδή . . land of the thieves and the home of the slaves.
....boy ξέχασες το Zabriskie point !
Εγώ δεν μιλάω πολύ γιά την Christiane - το ξέρεις το κόλλημα μου.
Προφανώς και γι'αυτήν έγινα και δεν έγινα πρεζάκιας, κουφάλα μοτορσάϊκο...
Νίκολας Ρεγκ και Ν.Ν.-οι δυο Νικόλες στους οποίους ανατρέχω όταν όλα έχουν στερέψει τριγύρω.
Ο Ρεγκ είναι τόσο ροκ σκηνοθέτης που ενέταξε και στην απ'αλλού ''Δύναμη της σάρκας'' το Who are you των Who σε μια σκηνή,με τόσο δημιουργικό τρόπο που λες και γράφτηκε το τραγούδι για την ταινία.
(Για το Τόμμυ του Ράσσελ δεν ξέρω τι γνώμη έχεις)
Και ο Καβαλλάρης;Θυμάμαι τον πατέρα μου να ρωτάει τον πορτιέρη του θερινού ''τι έχει το έργο;Είναι βία;Σέξυ;'' κι αυτός να του απαντά λακωνικά ''είναι..περίεργο''.
Το τριπάρισμα της Νέας Ορλεάνης είναι το πρώτο κιν/φικό τριπάρισμα που βίωσα.
Και μην ξεχασω και τις Φράουλες που είδα πολύ καθυστερημένα.
Πάντα θα με αγγίζουν οι φιγούρες σαν του Σάιμον να βαδίζει μόνος υπό τους ηχους του Loner.
Να επισημάνω μια μεγαλειώδη σκηνή που δείχνει και τη διορατικότητα που αποκτά σιγά σιγά ο ήρωας;
Εκεί που ο βλάχος αθλητής με τις φασίζουσες απόψεις,του δηλώνει ότι 'μπήκα στο κίνημα γιατί μπήκαν όλοι και θα γίνει χαβαλές'.Ο Σάιμον τον ρωτά απλά ''Νοιώθεις διαφορετικά τώρα;''.Το αμήχανο βλέμμα του αθλητή στην ερώτηση αυτή είναι όλα τα λεφτά.
Για να μη μιλήσω για τη μετέπειτα συνάντηση τους στο νοσοκομείο,αλλά ας μη τα χαλάσω όλα.
Ανώνυμε δεν ξέχασα το Ζαμπρίνσκι Πόιντ. Πέρα από το οτι θεωρώ οτι η ματιά του στη ροκ κουλτούρα είναι πολύ απ΄έξω και ψεύτικη (λογικό βέβαια, αφού το έκανε ο Αντονιόνι), το συγκεκριμένο φιλμ έχει και μουσική Πινκ Φλόιντ (αλήθεια, ξέρεις οτι ο Αντονιόνι απέρριψε το Λ' Αμέρικα των Ντορς όταν του το πήγαν για μουσική επένδυση;) Το θέμα είναι οτι αυτό με τη γη των ελεύθερων και τη χώρα των γενναίων το πιστεύουν φίλε μου! Έχει εντυπωθεί μέσα τους σε μεγάλο, συγκριτικά με τους Ευρωπαίους, βαθμό.
Λύκε -όταν έβαζα τις φωτογραφίες της εσένα σκεφτόμουν.
Γιώργο, θεωρώ βέβαια ως αριστούργημα του Ρεγκ το "Don't look now" αλλά γενικώς ο άνθρωπος είναι τεράστιος. Το Τόμμυ με τους Χου λες; 'Νταξει δεν ήταν κακό, αλλά αυτό δεν σημαίνει οτι ήταν και καλό. Προτιμώ το Κουατροφίνια.
Τις έχω δει όλες εκτός από την πρώτη (εκτός αν δεν τη θυμάμαι, οπότε πάλι το ίδιο είναι)...
Ποια πρώτη; Το Easy Rider; Δε νομίζω!
Δε νομίζεις να μην την έχω δει; Ίσως, αλλά δε τη θυμάμαι καθόλου...
Το λέω γιατί, απ΄όσες έγραψα παραπάνω αυτή είναι η πιο πολυπαιγμένη. Σίγουρα την έχεις πετύχει -έστω και σε κάποιο κρατικό κανάλι. Είναι αυτή που τραβάει τζούρα από το τσιγαριλίκι ο Νίκολσον δίπλα στη φωτιά και λέει "νικ, νικ, νικ -Ινδιάνοι", χεχεχεχεχε.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!