Είναι τώρα αυτός ο επιχειρηματίας –μεγάλη μούρη στην
πιάτσα, τι να σου λέω… Έχει την εταιρεία κληρονομική από τον πατέρα του, που
την είχε κληρονομήσει από τον παππού του, που του την είχαν χαρίσει κάτι
αλλοδαποί –τιμής ένεκεν για τις υπερεσίες που προσέφερε προς την πατρίδα
(τους).
Όπου, αυτή η
επιχείρηση τυγχάνει μεγάλη φούσκα, από προαμνημονεύτων, που λένε και οι
δικαστικοί αντιπρόσωποι. Δηλαδή, όταν την είχανε οι ξένοι κάτι δουλίτσες τις
έπαιρνε, κάτι κουτσοέβγαζε –κάνα παπουτσάκι δερματίνη που το πουλάγανε για
γνήσιο δέρμα, τίποτα πουλοβεράκια τρουακάρ γνήσιο μαλλί 100% συνθετικό –υπήρχε
παραγωγή ας πούμε. Όταν την πήρε ο παππούς τη μπίζνα (μαζί με κάτι
θαλασσοδάνεια που του είχαν τάξει οι αλλοδαποί –ένεκα οι υπερεσίες προς την
πατρίδα, είπαμε!) έριξε δυο φάσκελα προς Δυσμάς, έριξε κι έναν γέλωτα μετά φλέματος
μεγέθους εικοσάρικου για την κουταμάρα που έδερνε τους αλλοδαποί και έβαλε
μπρος τη μάκινα τη σωστή. Διότι, σου λέει ο παππούς: «Τι μου αφήκανε οι ξένοι;
Μηχανήματα μπιελάρ κι ένα προσωπικό του σκοινιού –ο καλύτερος να έχει σκοτώσει
εφτά μανάδες, της δικής του συμπεριλαμβανομένης. Τι πρέπει να κάνω άμα θέλω να
βγάλω παραγωγή; Πρέπει να αγοράσω καινούργια μηχανήματα, να διώξω αυτό το
προσωπικό και να προσλάβω καινούργιους που να ξέρουν πώς κουλαντρίζονται οι
μηχανές. Πρόβλημα πρώτον, αν αγοράσω καινούργιες μηχανές δε θα μου μείνει ούτε
λέπι από τα δάνεια. Πρόβλημα δεύτερον, αν απολύσω τους εργαζόμενους, τους
μαχαιροβγάλτες, την επόμενη μέρα θα με βρούνε νύχτα σε χαντάκι να ρεμβάζω τις
Αρκούδες τις επουράνιες. Πρόβλημα τρίτον και μακρύτερον, προς τι όλα αυτά; Αφού
και να βγάλω προϊόν θα με φάει ο μαύρος ανταγωνισμός –διότι έχουνε κάτι δούλους
σε μέρη μαγικά κι ονειρεμένα και ξεπετάνε παπουτσάκι τσίλικο με μεδέν μεροκάματο,
έχουνε και κάτι μάκινες στας Ευρώπας που τους βάνεις κλωστή και σου δίδουν
πουλόβερ άλφα-άλφα πριν προλάβεις να πεις ‘σακοράφα’. Γιατί να κάθομαι λοιπόν
να βουρλίζομαι; Γιατί να μην αγοράσω μπιρ παρά και να τα πουλάω με το νόμιμον
κέρδος, να μου μένει και κάτι στην τσέπη; Ούτε να διώχνω κόσμο, ούτε να ψάχνω
για μαστόρια, ούτε τίποτις…» Κάπως έτσι ο παππούς άλλαξε την επιχείρηση –από
κατασκευαστική σε εισαγωγική.
Οι δουλειές πηγαίνανε πρίμα, ώσπου μιάν ωραία πρωία
απόθανε ο παππούς και κληρονόμησε την επιχείρηση ο πατέρας –τότε ήτανε που του
την πέσανε οι ξένοι με τις ποσοστώσεις και τους δασμούς. Καθότι, είδαν πως δεν
ήταν πρέπον να μπαίνουν οι σκύλοι και να αλέθουν στην αγορά, βάλανε κανόνες λοιπόν
για να προστατευτούν οι δικοί τους και να σφίξουν ολίγον οι πισινοί των
αλλουνών από τα μέρη τα μαγικά και τα ονειρεμένα. Ο πατέρας τώρα δεν ήταν
τίποτα κνώδαλο –«για σιγά ρε μίστερς», τους είπε, «κατά πώς το πάτε θα το
κλείσω το μαγαζί!» Κι έτσι εξασφάλισε τις επιδοτήσεις –τι εστί επιδοτήσεις;
Μαγκούρα σε κουτσό –τούτον εστίν επιδότησις. Διότι, σου λέει ο άλλος, ο
επιδοτατζής: «Λάβε δύσμοιρε κουτσέ τα δέοντα για να ορθοποδήσεις μέχρι να
σιάξει το ποδάρι σου και να περπατάς καμαρωτός». Εντάξει, αν η κουτσαμάρα τυγχάνει
προσωρινή, η επιδότηση βοηθάει. Αν όμως σου λείπει πόδι διακαώς και αιωνίως –θα
χρειαστείς τη μαγκούρα εις τους αιώνες των αιώνων, αμήν –και θεός σχωρέσ’ τα
ποθαμένα σου.
Ακόμα κι έτσι οι δουλειές της επιχείρησης πηγαίνανε
καλά –τόσο καλά που στα καλάθια δεν χωρούσαν και στα κοφίνια (της λαϊκής
αγοράς) κατέληγαν. Από παραγωγή μεδέν –μονίμως. Εισαγωγές και κόντρα εισαγωγές
κι εξαγωγές μονάχα συναλλάγματος –να το βάλουμε σε καμιά σοβαρή τράπεζα να το
τοκίζουμε, ή να το επενδύσουμε σε τίποτα ακίνητα στην αλλοδαπή, σε τίποτα
αυτοκίνητα στην ημεδαπή έστω βρε αδερφέ!
Παρέλαβε λοιπόν την επιχείρηση κάποια μέρα ο γιός, ο
τωρινός ο επιχειρηματίας, η μούρη που λέγαμε. Μαζί με την επιχείρηση παρέλαβε
βεβαίως και τα χρέη από τα θαλασσοδάνεια, που ποτέ δεν αποπληρώνονταν –είχε
μάθει όμως τη φτιάξη από μικρός, οτι τα δάνεια δεν τα εξοφλείς και οι
επιχορηγήσεις θα τρέχουν πανταχόθεν σαν μαραθωνοδρόμοι σε προπόνηση –αργά αλλά
σταθερά. Έτσι, όταν οι ξένοι του κάνανε την πρόταση συγχώνευσης δεν το σκέφτηκε
δεύτερη φορά –χαζός ήταν; Από ταπεινή και καταφρονεμένη ΕΠΕ θα γινόταν
παράρτημα σε πολυεθνική ΑΕ, μεγαλείο κατάσταση, κι όλος ο καλός ο κόσμος θα τον
έλεγε «ντίαρ πάρτνερ» -έραψε και ένα κοστουμάκι τσίλικο για να μετέχει στας
συνεδριάσεις, να μην τον περνάνε πλέον για κλητήρα κάθε που πήγαινε στη μαύρη
ξενιτειά!
Μεταξύ μας τώρα, ο γιός ήτανε κάμποσο κορόιδο,
μπορεί και να θαμπώθηκε από τα μεγαλεία και τις παράτες –το θέμα είναι πώς
ξέχασε να κοιτάξει την κασίδα του πριν αποφασίσει να το παίξει γκράντε. Ξέχασε
δηλαδή να θυμηθεί οτι η επιχείρησή του δεν παρήγαγε τίποτα άλλο εξόν από χρέη.
Θα πεις –και τι να έκανε ο άνθρωπος; Να μείνει έξω από τη συγχώνευση και να τον
φάει η μαρμάγκα; Τέλος πάντων, μιας συγχωνεύσεως μύρια έπονται, που λένε και οι
ενδοκρινολόγοι –πέσανε λοιπόν πάνω στην επιχείρηση οι ξένοι και βάλανε μπροστά
την πριονοκορδέλα. «Τι βγάζετε;» «Τίποτα» «Και πώς τη βγάζετε;» «Με τη
γενναιοδωρία των ξένων» «Κι ως πού θα πάει αυτό;» «Ρε δώστε τίποτις γιατί θα
βαρέσουμε κανόνι» «Να δώκουμε αλλά πώς θα τα ξαναπάρουμε;» «Θα βρούμε» «Από
πού;» «Έχουμε πρόσωπο εμείς!» «Πρόσωπο έχετε –λεφτά δεν έχετε! Και ούτε σας
κόβουμε να βρίσκετε!» Ήρθε λοιπόν η κατάσταση και βρώμισε φαλιμέντο.
Βάλανε οι ξένοι κάτι δικούς τους λογιστές μπας και
βγάλουν άκρη με τα οικονομικά της επιχείρησης, άρχισε κι ο επιχειρηματίας τα
κόλπα τα όμορφα για να είναι «και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ», που λένε
και οι τορναδόροι. Μέχρι που στριμώχτηκε ασκαρδαμυκτί η κατάσταση. Επείγουσα η
ανάγκη λήψης μέτρων, ήγηκεν η ώρα των διαθρωτικών αλλαγών, σηκώθηκαν μανίκια,
σφίχτηκαν ζωνάρια, μπαλώθηκαν σώβρακα –αναβρασμός! Για να λυθεί το πρόβλημα –με
εννοείς;
Ξεκινάει τότε ο δικός σου ο επιχειρηματίας και
καταθέτει με δόξα και τιμή το πρώτο επιχειρησιακό πλάνο εξυγίανσης: «Θα
φτιάξουμε δρόμους, θα φτιάξουμε βαπόρια, θα φέρουμε θάλασσα στα βουνά και έλατα
στις παραλίες…» Το διαβάζουν οι λογιστές με τον μόνο τρόπο που ξέρουν να
διαβάζουν οι λογιστές και δε βρίσκουν τι να διαβάσουν, καθότι το πλάνο δεν έχει
νούμερα, αθροίσματα, υπόλοιπα, γινόμενα και άλλα τέτοια γραφικά. «Ρε παιδάκι
μου», του λένε, «εμείς θέλουμε να πάρουμε τα λεφτά μας πίσω κάποια μέρα –δε μας
νοιάζουν τα καλολογικά στοιχεία». Τότε ακριβώς την ψυλλιάζεται ο επιχειρηματίας
οτι δεν βγαίνει το ζήτημα μεε φούμαρα και ρόδα μυρωμένα απ΄αυτά που παλιά τα
λέγανε «πολιτική διαπραγμάτευση» οι μπετατζήδες. «Λεφτά;» τους λέει. «Βεβαίως
και πόσα θέτε –πείτε να ειδοποιήσω το λογιστήριο να σας κόψει ένα τσέκι». «Ακάλυπτον;»
«Καλυμμένο ωσάν το ρύζι στα γεμιστά». «Και πού θα τα βρεις;» «Απλούστατον.
Περικόπτω τους μισθούς κι έτσι ανεβάζω τα έσοδά μου!» Οι λογιστές το σκέφτηκαν
το ζήτημα με τον μόνο τρόπο που ξέρουν να σκέφτονται οι λογιστές, τουτέστιν με
την ανίσωση: 1 μεγαλύτερον του μηδενός.
Και είπαν: «Απ΄το ολότελα καλή κι η Παναγιώταινα» και δώσανε τα οκέι τους να ξαναδανειστεί ο επιχειρηματίας. Βέβαια, οι έρμοι οι εργαζόμενοι που τους κόπηκε ο μισθός κάτι πήγανε να μουρμουρίσουν αλλά κατέβασε μια μουτσούνα ίσα με το πάτωμα ο επιχειρηματίας, τους ξηγήθηκε ένα «αναγκαίον ως φάρμακο το μέτρον, ή αυτό ή βαράμε κανόνι κι άντε να μας βρείτε μετά». Το κατάπιαν οι εργαζόμενοι.
Και είπαν: «Απ΄το ολότελα καλή κι η Παναγιώταινα» και δώσανε τα οκέι τους να ξαναδανειστεί ο επιχειρηματίας. Βέβαια, οι έρμοι οι εργαζόμενοι που τους κόπηκε ο μισθός κάτι πήγανε να μουρμουρίσουν αλλά κατέβασε μια μουτσούνα ίσα με το πάτωμα ο επιχειρηματίας, τους ξηγήθηκε ένα «αναγκαίον ως φάρμακο το μέτρον, ή αυτό ή βαράμε κανόνι κι άντε να μας βρείτε μετά». Το κατάπιαν οι εργαζόμενοι.
Αλλά τα δανεικά τρέχανε και ξέρεις τώρα πώς τρέχει
ένα δανεικό! Άπαξ και το εισπράξεις ξηγιέται μια πιλάλα, να τη βλέπει ο Μπόλτον
και να καταθέτει τα χαρτιά του για σύνταξη στο ΙΚΑ. Άσε που όσο μείωνε τους
μισθούς των εργαζομένων ο επιχειρηματίας τόσο ανέβαιναν κάτι έκτακτες
υποχρεώσεις της επιχείρησης –κάτι αμοιβές τριμελών επιτροπών από 5 ή 6 άτομα η
καθεμία, κάτι χρωστούμενα από παλιά δεδικασμένα, κάτι έτσι κάτι αλλιώτικα
–έφτασε στο τέλος να αυξηθούν τα έξοδα αντί να μειωθούν με τη μείωση μισθών! Κι
αυτό το είδανε μέχρι και οι λογιστές –καθότι λογιστές είναι όχι τυφλοί! «Μη
σκάτε», τους καθησύχασε ο επιχειρηματίας, «θα ανεβάσω τις εισφορές που
πλερώνουν οι εργαζόμενοι για την επιχείρηση». Κι έτσι έκανε και έκοψε λοιπόν
ξανά τους μισθούς των εργαζομένων, επειδή άπαξ και είσαι εργαζόμενος υπάρχει
μόνο μια λέξη που σημαίνει «αύξηση» και εκατό που σημαίνουν «μείωση». Αλλά και πάλι, κοίτα
γκαντεμιά ρε παιδί μου, ήρθαν κάτι δύσκολες μέρες, κάτι σφίξεις, κάτι απρόοπτα
και γίνανε αέρας τα λεφτά που μαζευτήκανε.
Αρχίσανε να παραλογίζονται μέχρι και οι λογιστές.
«Ρε πουλάκι μου, θα μας δώσεις ποτέ κάνα φράγκο; Ή έστω θα βρεις κάποιον τρόπο
να μας πείσεις οτι κάποτε, ημέραν τινά που λένε, θα βγάλεις κάνα φράγκο να μας
ξεχρεώσεις;»
Άρχισε να ζορίζεται το παιδί το δικό μας ο
μπίζνεσμαν που περίμενε να τον λένε «ντίαρ πάρτνερ» και όλοι τον φωνάζανε πλέον
«κομπιναδόρεν». Έξυσε την, γνωστή πια, κασίδα του κι αποφάσισε οτι αφού δεν τον
φωνάζανε «πάρτνερ» οι ξένοι να πάρει κι αυτός τίποτα «πάρτνερς» εγχώριους μπας
και του φύγει η κάψα. Ποιος όμως έρχεται συνέταιρος σε φαλιμέντο; Μόνο κάτι
βλαμμένοι που ψοφάνε για αξιώματα, «να με λένε δημαρχίνα κι ας πεθαίνω από την
πείνα», που λένε και οι δημόσιοι άνδρες. Το στήσανε λοιπόν το συνεταιριλίκι κι
αρχίσανε να σώζουν την επιχείρηση πρίμο-σεκόντο.
Κι αφού κατάλαβαν οτι δεν μπορούσαν να κόψουν άλλο
τους μισθούς γιατί, έτσι που το πήγαιναν, κόντευαν να φτάσουν να τους πληρώνουν
οι εργαζόμενοι για τους αφήνουν να έρθουν στις δουλειές τους, αποφάσισαν να
τραβήξουν κάτι μακροπρόθεσμες πίπες (απ΄αυτές που λένε στα συνέδρια για την
παραγωγικότητα και την επιχειρηματικότητα και γελάνε μέχρι οι πλάτες των
καθισμάτων) συν ολίγες επιπλέον αυξήσεις στις εισφορές των εργαζομένων προς την
επιχείρηση –τόσο στις «πάρε» όσο και στις «δώσε». Διότι, αν θες να ξέρεις
υπάρχει «πάρε-δώσε» με τις εισφορές, κάποιες τις παίρνει ο επιχειρηματίας
νταβατζοειδώς και κάποιες άλλες τις δίνουν οικειοθελώς υποχρεωτικά οι
εργαζόμενοι αγοράζοντας τα προϊόντα του. Άμεσοι και έμμεσοι φόροι, που λένε και
οι κομμώτριες την ώρα του μπικουτί.
Βγάλανε κι ακόμα ένα πλάνο, προϋπολογιστικό ας
πούμε, απ΄αυτά που βγάζουν οι διπλωματούχοι μέντιουμ και υπολόγιζαν εκεί μέσα
πώς «20 πήραμε πέρσι από την κατανάλωση και 10 από τα νταβατζιλίκια –άρα φέτος
που τα αυξήσαμε, θα πάρουμε 30 και 20 αντιστοίχως, μείον, πλην, δια –νάτα τα 20
αύξηση στο τσακ μπαμ!» Ωραίοι, μπράβο τους, συγχαρητήρια και περάστε για ένα
νόμπελ οικονομίας καθότι βαφτίσατε το μπαρμπούνι αγελάδα και περιμένετε τώρα να
το αρμέξετε. Έλα όμως που όσα βαφτίσια κι αν κάνεις, το μπαρμπούνι παραμένει
άνευ μαστού κι άντε να βρεις εσύ να βρεις ν΄αρμέξεις! Πάει να πει, όταν οι
μισθοί μεταφράζονταν σε χρήμα μπορούσες κι εσύ να πάρεις κι ο άλλος να
καταναλώσει. Τώρα όμως που ο μισθός την είδε προφήτης Ηλίας και αναλήφθηκε πριν
ακόμα κατατεθεί, τι να πάρεις και τι να καταναλωθεί; Παρ’όλα αυτά οι λογιστές
δεν υπολόγισαν οτι η αφαίρεση μεγαλυτέρου αριθμού από μικρότερο μάς δίδει
αρνητικό υπόλοιπον, καθότι οι λογιστές μπορούν να κάνουν μόνο θετικές πράξεις
–στις αρνητικές κομπλάρουν. Κι έτσι συμφώνησαν να ξαναδανείσουν την επιχείρηση,
σαν τον ποκαδόρο που έχει μείνει με τη λιμαδούρα και τα παίζει όλα για όλα μπας
και ρεφάρει ολίγον τι.
Πήρε λοιπόν το φρέσκο μπαγιόκο ο επιχειρηματίας με
τους συνεταίρους του, πανηγύρισε και την κουταμάρα των λογιστών που δεν
κατάλαβαν τη νέα κομπίνα του και….
Τραβάω ένα απότομο
φρενάρισμα εδώ για να κρατήσω υψηλά την αγωνία αλλά και για να ρεζουμάρω την
υπόθεση (και να δω πόσο με προσέχεις). Καταφεύγω λοιπόν στις αποκαλυπτικές
ερωτήσεις.
Ερώτημα πρώτον: Ποία η παθογένεια της
επιχείρησης;
Απάντηση: Το οτι δεν παράγει. Καθότι
αδερφούλη μου, ωραία η καλλιτεχνία και τα μεγάλα λόγια, αλλά τη σήμερον ημέρα
δεν μπορείς να ζεις μεταπωλώντας. Καθότι, για πόσο θα τον πιάνεις κορόιδο τον
άλλονε; Μια, δυο, τρεις –την τέταρτη θα βρει την πηγή που αγοράζεις τα σαπάκια
και θα πάει να τα πάρει κατευθείαν, οπότε, αντίο ντελ πασάτο.
Ερώτημα δεύτερον: Εφόσον έχεις επιχείρηση και
θέλεις να τη βγάλεις καθαρή κάνα δυο τέρμενα ακόμα, τι πράττεις;
Απάντηση: Κοιτάς να πουλήσεις όσο-όσο, να
σπρώξεις μέχρι πολυέλαιο, μπας και μαλλιάσει λίγο το ταμείο. Χαμηλώνεις τιμές,
χαρίζεις χρωστούμενα των πελατών, βάζεις και την ανιψιά σου τη μπάνικη στο
ταμείο μπας και στραβωθεί κανένας και πληρώσει. Αν μάλιστα περιμένεις να τα
πάρεις από τους εργαζόμενούς σου, κάνεις την κομπίνα και τους ανεβάζεις τους
μισθούς για να τους έχεις ευχαριστημένους και να έρθουν να στα ξαναδώσουν –να
κυκλοφορεί το χρήμα που λένε και οι σουλατσαδόροι, άσε που όταν δίδεις σε
κάποιον 2 εκείνος πάει και ξοδεύει 3 (κι ας μην τα έχει). Δε σώζεσαι, αλλά
τουλάχιστον επιπλέεις μέχρι την επόμενη ξέρα.
Ερώτημα τρίτον: Πώς ξεχρεώνεις τα χρωστούμενα;
Απάντηση: Με δυο τρόπους. Είτε βαράς
κανόνι κι αφήνεις τους δανειστές να κουρεύονται, είτε ρίχνεις όλα τα δανεικά σε
ξαναστήσιμο της επιχείρησής σου κι ελπίζεις οτι η υγιής επιχειρηματικότητα θα
αμειφτεί κάποια μέρα. Αν βαρέσεις κανόνι θα πεινάσεις για λίγο κι αναλόγως του
πώς θα πράξεις μπορεί κάποτε να φας μισό πιάτο χορτόσουπα ή μπορεί να πεινάς
μέχρι ασιτίας. Αν ξαναστήσεις το μαγαζί θα πεινάσεις για περισσότερο αλλά θα
ζεις με την ελπίδα οτι κάποια μέρα θα φας αστακομακαρονάδα και η σαμπάνια
κέρασμα.
Τι πήγαν τώρα και έκαναν οι συνέταιροι της
επιχείρησης με τα λεφτά που ξαναδανείστηκαν; Τα έδωσαν στις τράπεζες για να
τους τα ξαναδανείσουν, μια φορά σε αυτούς κι άλλη μία στους εργαζόμενους οι
οποίοι θα τα καταναλώσουν αγοράζοντας τα προϊόντα τους! Δηλαδή, μάθε αριθμητική
από τον Άρχοντα: Δανείζομαι 10, τα δίνω στην τράπεζα χάρισμα και περιμένω οτι η
τράπεζα θα μου τα ξαναδανείσει (άρα θα χρωστάω 20 μάνι-μάνι συν τους τόκους
προς τους μεν και τους δε)! Κι επειδή είναι φιλεύσπλαχνη η τράπεζα, τα 10 που
της έδωσα θα τα διπλοδανείσει –μια σε μένα και μια στους εργαζομένους μου! Οι
οποίοι τι θα κάνουν; Μα θα πληρώσουν τους φόρους που μου χρωστάνε και θα μου τα
σπρώξουν σε κατανάλωση ταυτοχρόνως! Δηλαδή, στη σούμα, εκεί που θα χρώσταγες
10, θα βρεθείς να χρωστάς 20 συν άλλα 10 οι εργαζόμενοί σου!
Επειδή όμως δεν έχεις να δώσεις ούτε τα 10 που σου
δάνεισαν τώρα, ούτε τα 110 που χρωστάς από πριν, άρα δεν είσαι πελάτης
συφερτικός για την τράπεζα, λογικό δεν είναι να φας πόρτα όταν θα πας να
δανειστείς; Διότι όσο χαρίζεις χρήμα στην τράπεζα σε λένε κύριο και σε κερνάνε
κρουασάν βουτύρου, όταν όμως πας να δανειστείς θα σε ψάξουν. «Τι έχετε κύριε;
Ποια είναι η πιστοληπτική σας εικόνα; Ω, μα τι βλέπω! Χρωστάτε μέχρι 10 γενεές!
Περάστε έξω παρακαλώ γιατί είμεθα πολυάσχολοι και δεν έχουμε χρόνο για πρόστυχο
χιούμορ». Το αυτό θα πει η τράπεζα και στον καταχρεωμένο εργαζόμενο –με
αντιλαμβάνεσαι;
Ωραία! Πάμε τώρα στην αιθαλομίχλη –τουτέστιν στα
πρωτοξάδεφα του επιχειρηματία τα οποία λιγουρεύονται την επιχείρηση και
περιμένουν στον καφενέ να τους παραδοθεί ως άλλη Γεωργία Βασιλειάδου στον Μίμη
Φωτόπουλο. Λένε αυτοί:
-Δεν έπρεπε να μπούμε στη συγχώνευση από την αρχή,
εφόσον είχαμε τέτοια χάλια. Σωστοί. Να μη σώναμε να μπούμε! Και μετά; Θα μέναμε
με μια επιχείρηση η οποία δεν παράγει τίποτα και θα είχαμε να ανταγωνιστούμε
έναν κολοσσό που παράγει τα πάντα! Δηλαδή, χαλαρά θα τους ξεσκίζαμε –δεν θέλει
δεύτερη σκέψη!
-Δεν έπρεπε να δανειστούμε απ΄αυτούς που
δανειστήκαμε. Γενικώς; Όχι βρε παιδί μου, ειδικώς –τώρα, τα τελευταία χρόνια.
Και τι να κάναμε; Να δανειζόμασταν από άλλους! Οι οποίοι προφανώς είχαν τα
λεφτά για πέταμα και θα μας ήταν και υποχρεωμένοι που θα τους ξεφορτώναμε από
το βάρος τους!
-Δεν έπρεπε να πληρώσουμε τα χρέη μας. Μέγκλα! Και
μετά; Διότι εφόσον δεν πληρώνεις σού κόβουν οι άλλοι τις προμήθειες –το ξέρει ο
κάθε έμπορος αυτό. Τι θα πούλαγε η επιχείρηση που μόνο εισαγωγές κάνει; Θα
άλλαζε κατεύθυνση και θα άρχιζε να κατασκευάζει; Πώς; Με τι μηχανήματα; Άρα –θα
τρώγαμε ότι εισαγόμενο παπούτσι θα είχε περισσέψει και μετά θα τρώγανε τις
κάλτσες μας. Δεκτό ως άποψη και τίμιο –άσε που μάλλον εκεί θα καταλήξουμε. Αλλά
όταν το υποστηρίζεις αδερφάκι να λες όλη την παραμύθα –μη σταματάς στο «σβήνω
τα χρέη και δεν χρωστάω»!
-Να εκμεταλλευτεί η επιχείρηση το οικόπεδο στο οποίο
κατοικοεδρεύει, να το σκάψει και να βρει πετρέλαιο, χρυσάφι, ασήμι και ουρί του
Παραδείσου άμα λάχει! Εντάξει, ας το κάνει. Αλλά μέχρι να ρεύσει το χρυσάφι, με
τι θα ζούμε; Με ελπίδα και προσευχή; Δηλαδή, εδώ δεν καταφέραμε να αλλάξουμε
την επιχείρηση και να την κάνουμε πάλι παραγωγική, θα τα καταφέρουμε να τη
γκρεμίσουμε και να στήσουμε μια καινούργια;
-Να αλλάξουμε νόμισμα! Να βγάλουμε ένα δικό μας, να
πάμε στο δολάριο, να πάμε στο εσκούδο, να πάμε κάπου αλλού βρε αδερφάκι μου!
Καθότι το νόμισμα αυτό που έχουμε, το κοινό, δεν μας βοηθάει στον ανταγωνισμό!
Μπράβο και το βρήκες και πάρτο να μη στο κλέψει κάνας περαστικός! Αλλά περί
ποίας ανταγωνιστικότητας μιλάμε; Αφού δεν παράγουμε ούτε κόπιτσα ρε έρμε! Τι θα
πουλήσουμε φτηνότερο –τον αέρα τον κοπανιστό; Ή νομίζεις οτι αν βγάλουμε ένα
νόμισμα ξεφτιλέ ολέ ολέ θα δεχτεί ο ξένος που σου δάνεισε να τον αποπληρώσεις
σ΄αυτό το νόμισμα; «Εγώ δολάρια σας έστειλα, δολάρια θα πάρω πίσω κύριε
Μπεϊζάνη», θα σου ξηγηθεί ο απέξω σαν άλλος Λάμπρος Κωνσταντάρας. Τουτέστιν,
φασκελοκουκούλωστα.
Είναι αυτός ο επιχειρηματίας, μεγάλη μούρη στην
πιάτσα, τι να σου λέω… Κι αλλάζει ρούχα και κοροϊδεύει τους εργαζόμενους, «δεν
είμαι εγώ, είμαι ο αδερφός μου –άρτι αφιχθείς εκ Κατακώλου». Και παίρνει
συνεταίρους για να μην κάνει τη δουλειά που μέχρι τώρα δεν έκανε.
Και είναι αυτοί οι λογιστές. Που κάθονται κι ακούνε
τις παπαρδέλες του φαλιρισμένου γιατί γι΄αυτό πληρώνονται οι άνθρωποι, για ν’
ακούνε παπαρδέλες και να τις τιμολογούνε. Και φτιάχνουν εκθέσεις που δεν λένε
τίποτα, επειδή δεν υπάρχει τίποτα να πουν –μοιάζουν με πρωταγωνιστές κακού
ανεκδότου που μπαίνουν σε ένα εστιατόριο, ζητάνε μια σούπα, το γκαρσόνι τους
πληροφορεί χαρωπά οτι θα αλλάξει αμέσως λάδια στο αυτοκίνητό τους και τελικά
τους χρεώνει ημιδιαμονή σε δίκλινο.
Και είναι, τέλος, αυτοί οι εργαζόμενοι. Που κοιτάνε
να τη βολέψουν και κάποιοι όντως τη βολεύουν οπότε αυτοί οι κάποιοι μετράνε
τους άλλους, που έμειναν στην απέξω, ως κορόιδα με παντέντα. Και τελικά όλοι
χάνουν τους μισθούς τους άσε που κάμποσοι χάνουν και τις δουλειές τους –πράγμα που, εντός ολίγου θα καταλήξει ένα και
το αυτό –διότι οι μεν θα δουλεύουν χωρίς να πληρώνονται και οι δε θα ψάχνουν
για δουλειά άνευ αμοιβής. Κι αντί να πούνε οι εργαζόμενοι «σάλτα παραδίπλα ρε
επιχειρηματία που σ΄έχουμε και σε ταΐζουμε για να μας στερείς το δικό μας
φαγητό και των παιδιών μας» κάθονται και τσακώνονται περί της συσκευασίας του
ξεροκόμματου που δεν τους δίνουν πλέον,
κι ο ένας λέει «τη θέλω μπλε», ο άλλος «τη θέλω ροζ», ο τρίτος «τη θέλω πουά με
μπλάβο του σκοτωμένου αίματος» κι ο τέταρτος ξεκαθαρίζει οτι «δεν θα ρίξω το
επίπεδό μου να ασχοληθώ με τη συσκευασία, καθότι όλες τους είναι χάλια, δώστε
μου οτι γουστάρετε –εγώ θα το φάω με ξινισμένη μούρη».
Κι όλοι αυτοί ζούμε από φιλοδωρία και αντί να
κοιτάξουμε πώς θα φτιάξουμε μια ζωή που να μη ντρεπόμαστε να τη ζούμε,
ασχολούμαστε με το φύλο των αγγέλων και το φύλλο της σπανακόπιτας της
παραδοσιακής. Περιμένουμε κιόλας, οτι άμα κρατήσουμε κλειστά τα μάτια μας όλα
τα άσχημα θα βαρεθούν και θα φύγουν από μόνα του. Περιμένουμε…
5 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
καθότι
Άμα αρπάξεις ένα δεκοχίλιαρο λέγεται κλοπή εις βαθμόν φταίσματος και… χραπ, τσακώνεις ένα μηναρέ.
Άμα γραπώσεις 100 χιλιάδες λέγεται κλοπή εις βαθμόν πλημμελήματος και μπορεί να αρπάξεις μέχρι 4.
Άμα τσακώσεις 10 εκατ. λέγεται …πεξαίρεσις. Συμφωνούντος το λοιπόν εισαγγελέως και ανακριτού εξέρχεσαι απ’ την ανάκριση.
Άμα τσακώσεις 100 εκατομμύρια λέγεται κατάχρα εμπιστοσύνης με κακούργημα, να πούμε, και τέλος πάντων η δίκη αναβάλλεται και εξέρχεσαι με βούλεμα.
Άμα τσακώσεις 500 εκατομμύρια λέγεται σύμβασις και δέχεσαι συγχαρητήρια.
Κι άμα μπλεχτείς με τα δις και με τα τρις λέγεται εξαγωγή συναλλάγματος και… χραπ, παίρνεις το παράσημο.
Τσιφόρος -από εκείνη την ιστορία με το δικαστήριο που στήνανε στη φυλακή έτσι; Δικαίωμα!
Σταυρίδης σε ελληνική ταινία -δεν θυμαμαι τίτλο...
μισο να το βρω στο γιουτούμβιον:
http://youtu.be/-TjYPyNIUFQ
Σταυρίδης, από το "Οι Παπατζήδες"... δεν είμαι σίγουρος αν έγραψε το σενάριο ο Τσιφόρος
Ναι, ο Τσιφόρος είχε γράψει σενάριο. Είναι από εκείνες τια ταινιάρες που έβγαζε η ΑΝΖΕΡΒΟΣ.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!