Προηγούμενα:
3. Σα σκυλιά που κυνηγάνε την ουρά τους
Κατέβασε την πρώτη γουλιά
καυτού καφέ κι έκαψε τη γλώσσα του, βλαστήμησε, θυμήθηκε οτι είχε ξεχάσει τα
τσιγάρα του στο μπουφάν, σηκώθηκε να τα πάρει κακόκεφος. Αν οι μέρες της
βδομάδας ήταν πουτάνες, η Δευτέρα ήταν η καργιόλα –πάει να πει, εκείνη η πουτάνα που πάει με όλους τους άλλους εκτός
από σένα. Ο Κώστας έπεσε στη σαραβαλιασμένη καρέκλα του ξέπνοος, λες και το
πακέτο με τα τσιγάρα ζύγιζε δυο τόνους. Κάτι φάκελοι ξεχειλισμένοι στα έγγραφα
τον περίμεναν στη γωνία με απειλητικές διαθέσεις, έκανε πως δεν τους έβλεπε όσο
ο υπολογιστής του φόρτωνε τις ειδησεογραφικές σελίδες. Παλιά αγόραζε και καμιά
εφημερίδα, πλέον το είχε κόψει. Από το σπαταλημένο χαρτί που δεν γράφει τίποτα
προτιμούσε το σκρολάρισμα στην οθόνη –έτσι κι αλλιώς τα νέα ήταν παντού τα ίδια
γιατί νέα δεν υπήρχαν. Γενικά μιλάμε, επειδή αυτή τη Δευτέρα ο Κώστας έψαχνε μια
πολύ συγκεκριμένη είδηση και δεν άργησε να τη βρει.
«ΑΓΡΙΑ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ». Πενηντάρης, άνεργος οικογενειάρχης το
θύμα, πολύ καλός άνθρωπος σύμφωνα με τους συγκλονισμένους γείτονές του, άφησε
πίσω δυο ανήλικα παιδιά και μια σύζυγο (σε διάσταση, όπως έγραφαν σε μια μόνο
ιστοσελίδα). Στο τέλος κάθε άρθρου υπήρχε η ίδια επισήμανση, οτι το θύμα υπήρξε
μέλος δημοτικού συμβουλίου στο παρελθόν.
Ο Κώστας διάβασε την ίδια
είδηση καμιά δεκαριά φορές πριν αποφασίσει να σταματήσει το ψάξιμο. Η σελίδα
του Εθνικού Μετώπου δεν είχε καμιά αναφορά σχετικά με το φόνο.
«Το ‘κανε τελικά ο μαλάκας, δε
μας δούλευε…» μονολόγησε.
«Θες κάτι;» ρώτησε ένας
συνάδελφός του που βόλταρε στον διάδρομο έξω από το γραφείο.
«Κάνε δουλειά σου», μούγκρισε
ο Κώστας, ενοχλημένος.
Άναψε ακόμα ένα τσιγάρο,
μέτρησε τον υπόλοιπο καφέ και κοίταξε απορημένος τις ρωγμές στο ταβάνι του
ελεεινού κτιρίου στο οποίο στεγαζόταν η Υπηρεσία του. Δεκαπέντε χρόνια δημόσιος
υπάλληλος, τα δέκα σ΄ αυτό το ρημάδι –να τρέχουν νερό τα καλοριφέρ το χειμώνα,
να πέφτουν οι ασφάλειες όταν άνοιγες αιρ κοντίσιον, σώζανε κάθε δέκα λεπτά
στους παλαιολιθικούς τους υπολογιστές όλοι εκεί μέσα με τις τόσες διακοπές στο
ρεύμα. Βρώμαγαν οι διάδρομοι χαρτί, σκόνη και ξεραμένο καφέ σε άπλυτα φλιτζάνια
–καλωσήρθατε στην κατάθλιψη σκηνικό.
Πήρε ασυναίσθητα τηλέφωνο τον
Τάκη.
«Λέγετε;»
«Να ‘χαμε να λέγαμε μαλάκα».
Ο Τάκης στην άλλη άκρη της
γραμμής γέλασε.
«Δηλαδή έτσι θα το πάμε πλέον
–από το μια φορά στα δέκα χρόνια στο μια φορά τη μέρα;»
«Πτηνό το χιούμορ σου»,
σχολίασε ο Κώστας. «Διάβασες ειδήσεις;»
«Διάβασα».
«Το ΄κανε».
«Το ξέρω».
«Λοιπόν;»
«Λοιπόν –Ντεπόν! Τι το ψάχνεις
τώρα;»
«Λες δηλαδή…»
«Λέω».
«Καλά. Η Μαρίνα τι κάνει;»
«Ότι έκανε πάντα. Και τα
παιδιά –καλά. Γι΄ αυτό με πήρες;»
«Ρε φίλε, κάπως
συγκλονισμένος!»
«Εντάξει, φάε μια τυρόπιτα να
σου περάσει».
«Παραπέρα;»
«Να βρεθούμε κάποια στιγμή…»
«Να βρεθείτε».
«Κι εσύ;»
«Ε, κι εγώ μαζί σας. Τι; Μόνοι
σας;»
«Σωστά».
«Όποτε κανονίσετε… Για την
ώρα, τσίμπα ένα αρχίδι».
«Επίσης».
Ο Κώστας έκλεισε το τηλέφωνο
κι έμεινε να κοιτάζει σκεφτικός το ακουστικό. Η μέρα ξεκινούσε άσχημα, όπως
όλες οι Δευτέρες –χώθηκε μέσα στη χαρτούρα που παραφύλαγε στους φακέλους του
γραφείου του και ευχήθηκε να ξεχαστεί όσο περισσότερη ώρα γινόταν. Σε δέκα
λεπτά ξανάρχισε να σκρολάρει τις σελίδες των ειδήσεων στο ίντερνετ…
Όταν ξαναχτύπησε το τηλέφωνο,
συνειδητοποίησε πως είχε τελικά καταφέρει να ξεχαστεί τόσο όσο χρειαζόταν για
να περάσει η μέρα. Σήκωσε το ακουστικό χαμογελώντας.
«Ακόμα εκεί είσαι;» τον ρώτησε
η γυναικεία φωνή.
«Ναι, όσο δε με διώχνουν θα
έρχομαι», έκανε αφηρημένα.
«Ρε Κώστα, πότε θα σχολάσεις;
Σε περιμένω», διαμαρτυρήθηκε η γυναίκα.
Ο Κώστας επέστρεψε στην
πραγματικότητα με το πάσο του. Ήταν Δευτέρα μεσημέρι και είχε ραντεβού με την
Αθηνά αλλά, προφανώς, προτίμησε να το απωθήσει στο πίσω μέρος της μνήμης του,
εκεί που βάζουμε τις υποχρεώσεις στις οποίες δεν έχουμε διάθεση να φανούμε
συνεπείς. Βλαστήμησε για πολλοστή φορά τη σεξουαλική του ανασφάλεια,
αναλογίστηκε για πολλοστή φορά περί του πόσο αξίζουν τον κόπο μερικά ακατάστατα
πηδήματα, από εκείνα που σου αφήνουν αμανάτι νύχτες αμηχανίας και αναπόφευκτα
ραντεβού.
«Εσύ σχόλασες;» τη ρώτησε,
έτσι για να πει κάτι.
«Ναι, ουουου… Εδώ και ώρα!»
«Θέλεις τότε να βρεθούμε στο
μεξικάνικο για να μοιράσουμε την απόσταση;» πρότεινε ο Κώστας.
«Πάλι μεξικάνικο;» γκρίνιαξε η
γυναίκα.
Άμα δεν της αρέσει ας πάει να γαμηθεί με κάναν άλλο, σκέφτηκε ο
Κώστας.
«Καλά είναι –πού αλλού να
πάμε;» είπε.
«Έχει ανοίξει ένα καινούργιο
σούσι μπαρ…» πρότεινε εκείνη διστακτικά.
«Και τι θα φάμε δηλαδή; Φίδια
στη σχάρα;» νευρίασε ο Κώστας.
«Έλα βρε αγαπούλα…» έκανε τσαχπίνικα
η Αθηνά.
Έγινα τώρα η αγαπούλα της, σε λίγο θα μου ζητήσει να συγκατοικήσουμε,
θύμωσε ο Κώστας.
«Εντάξει, ότι πεις», έκανε
κουρασμένα.
Η Αθηνά τού έδωσε τη διεύθυνση
του σούσι μπαρ και έκλεισαν βιαστικά –η δικαιολογία του Κώστα ήταν οτι ήθελε να
φύγει μια ώρα αρχύτερα, η αλήθεια ήταν οτι δεν είχε καμιά όρεξη να την ακούει
να σαλιαρίζει. Όλες οι μαλακισμένες
λυσσάνε για ρομάντζο –ποιον κοροϊδεύουν;
απορούσε κατεβαίνοντας τις σκάλες, λες και δεν ήξερε οτι το ρομάντζο
είναι ο προθάλαμος της μονιμότητας σε μια σχέση…
Ευτυχώς τουλάχιστον το
μεσημέρι ήταν μουντό σαν απόγευμα –δεν θα άντεχε τον ποδαρόδρομο με τον
χειμωνιάτικο ήλιο να του καίει την πλάτη.
Έφτασε, ως συνήθως,
αργοπορημένος. Το μαγαζί βρώμαγε χλωρίνη και παστό ψάρι, ένας χοντρός Ιάπωνας
από τις Φιλιππίνες έψηνε κοψίδια αγνώστου προελεύσεως στο μαντέμι και τριγύρω
οι μαλάκες γιάπηδες τον κοιτάζανε με ύφος όλο θαυμασμό. Η Αθηνά καθόταν
παράμερα, σ΄ένα μισοσκότεινο τραπέζι κι αυτό έφτιαξε λίγο τη διάθεση του Κώστα.
Πλησιάζοντάς την θυμήθηκε γιατί συνέχιζε να υπομένει αυτά τα ψυχοβγαλτικά
ραντεβού μαζί και τις νύχτες αμηχανίας. Χαμογέλασε άθελά του. Η Αθηνά ήταν
περίπου δέκα χρόνια μικρότερή του και κάμποσο εντυπωσιακή όταν φρόντιζε την
εμφάνισή της, καλή ώρα σαν τώρα… Δούλευε σε ένα δικηγορικό γραφείο του κέντρου,
όταν είχε δικαστήριο ντυνόταν μπίζνες γούμαν με κάτι άθλια σακάκια και
παντελόνια κοφτή καμπάνα-ξυράφι αλλά τις υπόλοιπες μέρες κυκλοφορούσε σαν
κανονική γυναίκα. Σήμερα φορούσε στενή φούστα και καουμπόικες μπότες συν μια
φαρδιά μάλλινη μπλούζα που υποσχόταν μπόλικο πράμα σε όσους γιάπηδες δεν ήταν
ερωτευμένοι με τον Φιλιππινέζο Ιάπωνα μακελάρη.
«Άργησες λίγο», του είπε,
μετακινώντας την κάτι σαν μολύβι στέκα,
που κρατούσε αλογοουρά τα μαλλιά της.
«Είχε κίνηση», απολογήθηκε
χαζά.
«Με τα πόδια δεν ήρθες;»
απόρησε εκείνη.
«Ναι», παραδέχτηκε ο Κώστας.
«Τι τρώμε εδώ;»
Του έσπρωξε κάπως μουτρωμένα
τον κατάλογο προς το μέρος του. Εκείνος άναψε τσιγάρο ψάχνοντας τασάκι.
«Απαγορεύεται το κάπνισμα»,
είπε απότομα ένα περαστικό γκαρσόνι.
Ο Κώστας έμεινε με το τσιγάρο
στο χέρι, ήταν έτοιμος να το πετάξει στο πάτωμα και να το σβήσει με το παπούτσι
του όταν το γκαρσόνι ξαναεμφανίστηκε κρατώντας ένα τασάκι. Ο Κώστας τράβηξε δυο
–τρεις απολαυστικές τζούρες κι όταν είδε ότι το γκαρσόνι ετοιμαζόταν να τον
κοπανήσει με το τασάκι στο κεφάλι πέταξε το τσιγάρο εκεί μέσα χωρίς να το
σβήσει. Το γκαρσόνι έφυγε με μια φάτσα σα να μετέφερε σκατά.
«Ωραίο μαγαζί!» έκανε ο
Κώστας.
«Έλα μωρέ –επειδή απαγορεύεται
το κάπνισμα;» έκανε η Αθηνά.
«Απαγορεύεται το κάπνισμα και
επιτρέπεται η τσίκνα από τα βατράχια που ψήνει ο μαλάκας», συμπλήρωσε ο Κώστας.
«Δηλαδή έλα και πες μου τι βρωμάει περισσότερο…»
«Μη γκρινιάζεις, να χαρείς!» τον
παρακάλεσε η Αθηνά.
«Εντάξει, θα το αφήσω σε σένα
το προνόμιο», την ειρωνεύτηκε ο Κώστας.
«Ήρθες φτιαγμένος;» κούμπωσε η
Αθηνά.
Αλλά πριν προλάβει να
απαντήσει ο Κώστας στάθηκε, Χάρος κανονικός πάνω απ΄τα κεφάλια τους το γνωστό
γκαρσόνι.
«Τι θα πάρετε;» ενδιαφέρθηκε
να μάθει.
«Τόρο και μια Νόρι σουπ», παράγγειλε η Αθηνά.
«Τι είναι αυτά;» ρώτησε ο
Κώστας.
«Κοιλιά τόνου και σούπα με
φύκια», ανέλαβε να τον διαφωτίσει το γκαρσόνι.
Ο Κώστας έφερε την παλάμη στο
στόμα καθώς διπλωνόταν στα δύο.
«Σιγά ρε λεβέντη μου –πώς τα
πετάς έτσι, έχουμε κι ευαίσθητο στομάχι», βόγκηξε.
«Έλα, άσε τις βλακείες», έκανε
νευριασμένα η Αθηνά.
«Εντάξει», είπε ο Κώστας
κοιτάζοντας το αμίλητο γκαρσόνι. «Φέρε μια χοιρινή με τηγανιτές και πού ‘σαι….
καλοψημένη έτσι;»
«Δεν έχουμε κύριε», έκανε
κοροϊδευτικά το γκαρσόνι.
«Δεν έχετε –υπέροχα», σχολίασε
ο Κώστας. «Τίποτα που να τρώγεται έχετε;»
«Δεν σας καταλαβαίνω», τον
κάρφωσε το γκαρσόνι.
Η Αθηνά τον κλώτσησε κάτω από
το τραπέζι κι εκείνος αποφάσισε οτι καλύτερα να συμβουλευόταν τον κατάλογο.
Χώθηκε μέσα στο τεράστιο δίφυλλο όσο σκεφτόταν οτι κάπου τόσες πρέπει να ήταν
σε μέγεθος οι πλάκες που έδωσε ο θεός στον Μωυσή με τις 10 εντολές. Γρήγορα
χαμογέλασε.
«Φέρε ένα Σουζούκι αγορίνα μου
και κάντο δίχρονο», είπε κρατώντας με το ζόρι το γέλιο του.
Η Αθηνά τον ξανακλώτσησε.
«Δίχρονο;» κοκκίνισε το
γκαρσόνι.
«Ντιλάιτ ρε παιδί μου –πώς το
λέτε εδώ στο Ελλάντα;» αγανάκτησε δήθεν ο Κώστας.
Το γκαρσόνι έφυγε βρίζοντας
κάτω από τα ανύπαρκτα μουστάκια του.
«Ψιτ παιδί!» τον τσίγκλησε ο
Κώστας.
Το γκαρσόνι κοντοστάθηκε αλλά
όταν γύρισε προς το μέρος του φορούσε μια πετρωμένη ευγένεια, σκέτο φαγιούμ.
«Φέρε και καμιά μπυρίτσα να
πάνε κάτω τα φαρμάκια», παράγγειλε ο Κώστας.
«Έχουμε Κιρίν, Σαπόρο…»
ξεκίνησε να λέει το γκαρσόνι.
«Ότι έχει κανείς για καλό του
είναι», τον έκοψε ο Κώστας. «Φέρε τώρα τίποτα κανονικές μπύρες να χαρείς το
παπιγιόν σου!»
Το γκαρσόνι πήγε να πιάσει το
παπιγιόν του αλλά θυμήθηκε οτι δεν φορούσε και έφυγε φορτσάτο.
«Τι ήταν όλα αυτά; Έπρεπε
οπωσδήποτε να κάνεις σκηνή;» είπε μέσα από τα δόντια της η Αθηνά.
«Έτσι είμαι –ζω για την
εντύπωση», χαμογέλασε στραβά ο Κώστας. «Έπρεπε να το έχεις καταλάβει τόσον
καιρό…»
«Ποιον καιρό ρε Κώστα; Κι από
πού να το καταλάβω δηλαδή; Μήπως βγαίνουμε και ποτέ έξω; Όλο σπίτι σου έρχομαι,
για σεξ…» άρχισε τη γκρίνια η Αθηνά.
«Αγγαρεία κι έτσι δηλαδή;»
ζήτησε να μάθει εκείνος.
«Όχι δε λέω αυτό…»
«Δε λες αυτό, αλλά αυτό λες!
Και τέλος πάντων, πόσες δημόσιες εμφανίσεις συνεπάγεται το κάθε πήδημα; Πες μας
να το ξέρουμε».
«Άσε μας ρε Κώστα», ψιθύρισε η
Αθηνά σκύβοντας το κεφάλι.
Τόμπολα! Τώρα θα βάλει μπροστά το ποτιστικό, σκέφτηκε ο Κώστας.
Πήγε να βγάλει τσιγάρο, θυμήθηκε οτι απαγορευόταν και μαζεύτηκε.
«Ρε κορίτσι μου, ειλικρινά
τώρα δεν έχω καταλάβει. Τι σκατά κάνεις μαζί μου; Γέρος είμαι, μαλάκας είμαι,
για σοβαρή σχέση δεν είμαι… Να πω οτι ήμουν τουλάχιστον κονομημένος…» άρχισε το
παραμύθι ο Κώστας.
«Άκου», του είπε
σταθεροποιώντας τη φωνή της. «Αν θέλεις να το τελειώσουμε δεν χρειάζεται όλο
αυτό το λογύδριο περί καλής κοπέλας και ρεμαλιού».
«Βλέπεις εσύ να πηγαίνει
πουθενά αλλού αυτό το πράγμα μεταξύ μας;» τη ρώτησε ο Κώστας.
«Αχ, να χαρείς! Άσε τις
υπεκφυγές και τις κόντρα ερωτήσεις! Μίλα μια φορά στα ίσα, πάρε την ευθύνη»,
φώναξε η Αθηνά.
Εκείνη τη στιγμή το γκαρσόνι
έκανε τη μοναδική καλή του πράξη –έφερε δηλαδή τις μπύρες –ο Κώστας τον
ευχαρίστησε πρόθυμος να ξεχάσει όλα τα προηγούμενα.
«Τι λέγαμε;» τη ρώτησε.
«Τίποτα –πιες τη μπύρα σου»,
απάντησε εκείνη χολωμένη.
Κι έπεσε ανάμεσά τους μια
βαριά νευρικότητα, απ΄αυτές που ξεσκίζουν την προσπάθεια επικοινωνίας. Τις
ήξερε τέτοιες φάσεις ο Κώστας –για την ακρίβεια είχε περάσει τη μισή του ζωή μέσα
σε τέτοιες φάσεις. Πώς να βαριέσαι την άλλη και να περιμένεις μπας και το
καταλάβει από μόνη της και φύγει –η πεπατημένη των σχέσεων του Κώστα με το
γυναικείο φύλο.
«Τι γίνεται τώρα;» τη ρώτησε
όταν βαρέθηκε τη μουγκαμάρα.
«Τι να γίνει; Αφού δεν
μπορούμε να το τελειώσουμε θα το αφήσουμε να σέρνεται μέχρι να μην πηγαίνει
άλλο. Μέχρι να βαρεθείς να με πηδάς, αν δεν έχεις βαρεθεί ήδη, ή μέχρι να
βαρεθώ να πηδιέμαι…»
«Αν δεν έχεις βαρεθεί ήδη»,
συμπλήρωσε ο Κώστας.
Η Αθηνά γέλασε πικρόχολα.
«Έχει η Μαρίζα γενέθλια»,
είπε.
«Και τα γιορτάζει;» έκανε χαζά
ο Κώστας.
«Έλα μωρέ –όλο σαχλαμάρες!»
ξεφύσησε η Αθηνά.
«Τέλος πάντων, για προχώρα το
θέμα με τα γενέθλια».
«Πρέπει να πάμε!»
«Πότε είναι;»
«Την Παρασκευή, στο σπίτι της.
Θα κάνει ένα παρτάκι».
Ο Κώστας πήρε να ιδρώνει.
«Παρτάκι; Με σούσι, χαβιάρια
από το σούπερ μάρκετ και μπρίζερς;» βόγκηξε.
Το πρόβλημά του βέβαια δεν
ήταν το φαγητό –οι χλεχλέδες οι συνομήλικοι της Αθηνάς και της Μαρίζας, με τη
χλεχλέδικη μουσική τους και τις δήθεν βαθυστόχαστες απόψεις τους –αυτό ήταν το
πρόβλημα.
Η Αθηνά τον κοίταζε έτοιμη για
μια καινούργια έκρηξη, ήρθαν και τα φαγητά, αποφάσισε να συνθηκολογήσει.
«Εντάξει, αλλά θα έρθει κι
ένας φίλος μου», είπε.
«Ποιος;»
«Ο Αργύρης. Ένας από τα παλιά,
δεν τον ξέρεις».
«Γιατί; Μήπως ξέρω και κανέναν
φίλο σου;» σχολίασε η Αθηνά. «Και τι είναι αυτός;»
«Τι είναι –ξέρω ΄γω τι είναι; Μαλάκας
σαν κι εμένα…»
«Α, τότε θα κάνει θραύση στο
πάρτι», γέλασε η Αθηνά.
«Ε τότε να μην τον φέρω. Μη
μου κόψει και την τύχη…» σχολίασε ο Κώστας.
«Να σου λείπουν αυτά», έκανε
ναζιάρικα η Αθηνά.
Νάτο και το ιδιοκτησιακό καθεστώς, σκέφτηκε βαρύθυμα ο Κώστας.
Ρίχτηκε με τα μούτρα στο σκάλισμα του βρωμόψαρου μπροστά του όσο εκείνη έτρωγε
τη μοδάτη αηδία της.
Ώρες αργότερα, με τη νύχτα να
μαλακώνει τη φασαρία των αυτοκινήτων που περνούσαν έξω από το παράθυρο ο Κώστας
άναψε τσιγάρο περιμένοντας να τουρτουρίσει στο διαμέρισμά του, αφού τα
καλοριφέρ είχαν σταματήσει να λειτουργούν εδώ και μια ώρα. Στην κρεμάστρα
απέναντι βρισκόταν μια τσαλακωμένη φόρμα αλλά δεν είχε διάθεση να ντυθεί –παρέμεινε
λοιπόν με το μπόξερ (αυτό με τα παπάκια) και το τι-σερτ των Eyeless in Gaza, ξεθωριασμένο από τα
πλυσίματα και ταλαιπωρημένο από τη χρήση. Η Αθηνά μισοκοιμόταν γυμνή κάτω από
τα σκεπάσματα –πάλι εδώ θα κοιμηθεί; σκεφτόταν
ενοχλημένος όσο το βαρύ τασάκι παλαντζάριζε επικίνδυνα στο γυμνό του γόνατο.
Ένα αυτοκίνητο πέρασε απέξω τινάζοντας νερά, μετά πάλι ησυχία. Θυμήθηκε εκείνα
τα χρόνια που γούσταραν φανατικά το «Killing an Arab» και
ξενυχτούσαν συζητώντας τον «Ξένο» του
Καμύ –δεν το περίμενε οτι όλα αυτά θα επιβίωναν μετά από τόσον καιρό στα μυαλά
τους. Στο μυαλό εκείνου κυρίως –τι να σκεφτόταν άραγε; Πώς την είχε δει; Κάποτε
θα μαζεύονταν νύχτα, δυο κουβέντες συνεννόησης και μετά θα τσάκιζαν στο ξύλο
τον φασίστα… Τώρα ο Αργύρης μόνος του –και να πεις οτι δεν είχαν συναντηθεί
πριν… Δηλαδή την ώρα που έθαβε τη γυναίκα του υπολόγιζε πώς θα σκοτώσει τον
Μετωπίτη… Και κανιβάλιζε μαζί τους την κηδεία –πώς είχε γίνει έτσι ο Αργύρης;
Πώς είχαν γίνει έτσι όλοι τους;
«Δε θα ξαπλώσεις;»
παραπονέθηκε η Αθηνά μισοκοιμισμένα.
«Έρχομαι», έκανε χωρίς να
κουνηθεί από τη θέση του.
Δεν είχε καμιά όρεξη να πέσει
στο κρεβάτι, δεν του έφταιγε και σε τίποτα η κοπέλα να χάνει τον ύπνο της από
το δικό του στριφογύρισμα. Άρχισε να κρυώνει, η καύτρα του τσιγάρου πλησίαζε
φίλτρο. Το έσβησε, χώθηκε δίπλα της στο
κρεβάτι σίγουρος οτι δεν είχε ύπνο. Έκλεισε τα μάτια όσο εκείνη κολλούσε πάνω
του –άντε να βγει κι αυτή η νύχτα,
σκέφτηκε νευριασμένα.
Η υπόλοιπη βδομάδα πέρασε
ήσυχα –η Αθηνά δούλευε υπερωρίες, ή έτσι του έλεγε καταλαβαίνοντας ίσως οτι δεν
έπρεπε να τον στριμώχνει πάνω από ένα, συγκεκριμένο, όριο. Μιλούσε συχνά με τον
Τάκη αλλά δεν έλεγαν τίποτα ουσιαστικό –τηλεφωνιόντουσαν κυρίως τις εργάσιμες
ώρες και σχολίαζαν τις μαλακίες της κυβέρνησης, την αποχαύνωση των συναδέλφων
τους ή το βαρετό φετινό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου –αντικαρφώνονταν κοντολογίς. Ο
Κώστας ήξερε οτι ο φίλος του διάβαζε τα νέα, το ίδιο προσεκτικά μ΄εκείνον, οι
φασίστες του Εθνικού Μετώπου είχαν ξεκινήσει ένα χοντροκομμένο σόου περί
αλλοδαπών που σκότωσαν τον δικό τους για να τον ληστέψουν ή για να τον
εκδικηθούν επειδή ήταν τόσο πατριώτης (ή και τα δύο) –η δεξιά κυβέρνηση
υποσχόταν παραδειγματική τιμωρία των δραστών και οι βραδινές ειδήσεις έφτιαχναν
σενάρια στα οποία συμμετείχαν από αιμοσταγείς Ζουλού μέχρι και πράκτορες των
Ιλουμινάτων. Γελοία πράγματα –αλλά το κλίμα διαμορφωνόταν. Στα μέσα της
βδομάδας έγινε και κάποια σχετική πορεία αγανακτισμένων γειτόνων του θύματος
(οι οποίοι μάλλον είχαν έρθει με πούλμαν από όλη τη χώρα) λουλούδια αφέθηκαν
στο στενό της δολοφονίας (σε ζωντανή τηλεοπτική κάλυψη) –το θέμα έπαιρνε
διαστάσεις τόσο άτσαλα, όσο απότομα θα ξεφούσκωνε μετά από 2-3 μέρες. Κανένας από
τους δυο τους δεν είχε μιλήσει με τον Αργύρη –όλο το προγραμμάτιζαν κι όλο το
άφηναν για την επομένη.
Ο Κώστας ήταν πρόθυμος να
ακολουθήσει το κορδόνι των αναβολών αλλά το τηλεφώνημα της Αθηνάς εκείνη την
Πέμπτη δεν του άφησε περιθώρια.
«Ελπίζω να μην το ξέχασες
αγαπούλα…»
«Ποιο πράγμα;»
«Το πάρτι της Μαρίζας. Είναι
για αύριο».
«Όχι βέβαια –δεν το ξέχασα!»,
είπε -αν και πολύ θα το ήθελα, σκέφτηκε.
«Θα της πάρω εγώ κάτι και για
τους δυο μας».
«Εντάξει –εσύ διαλέγεις, εγώ
πληρώνω», είπε –αρχίσαμε και τα κοινά
δώρα τώρα, σκέφτηκε.
«Σιγά μωρέ! Με τον φίλο σου,
εντάξει;»
Έξυσε το κεφάλι του.
«Ναι, εντάξει νομίζω…»
μουρμούρισε.
«Ωραία! Θα περάσεις να με
πάρεις από το σπίτι;»
«Ναι, θα κανονιστούμε…»
Της έκλεισε το τηλέφωνο
βιαστικά –ήδη αγχωνόταν για το επόμενο τηλεφώνημα. Τι διάολο του είχε έρθει να
προτείνει τον Αργύρη; Σχημάτισε τον αριθμό του Τάκη.
«Τι είναι πάλι!» απάντησε
εκείνος δήθεν αγανακτισμένος.
«Παίζει ένα παρτάκι…»
παραδέχτηκε ο Κώστας.
«Για πότε;»
«Για αύριο βράδυ».
«Ξέχνα με», είπε ο Τάκης. «Έχει
γενέθλια η μικρή…»
«Δεν μπορείς να έρθεις όταν
ξεμπερδέψεις; Θα πω και στον Αργύρη…»
«Πλάκα κάνεις; Μόνη της θα την
αφήσω τη Μαρίνα μέσα στο χάος;»
«Εντάξει», είπε απότομα ο
Κώστας κάπως εκνευρισμένος.
Βέβαια ο Τάκης είχε δίκιο.
Αλλά και άδικο –ταυτοχρόνως. Τι τα ήθελε
τα τρία παιδιά ο μαλάκας;
Έκλεισε το τηλέφωνο -πήρε τον
Αργύρη από το κινητό.
«Καλώς τον», ακούστηκε η φωνή
του Αργύρη απόμακρη λες και μίλαγε από στοά.
«Πώς πάει;» αντικαρφώθηκε ο
Κώστας.
«Όπως τα΄ξερες, αλλάζουν τα
δικά μας;» γέλασε ο Αργύρης.
«Σωστά», ψιθύρισε ο Κώστας.
«Λοιπόν, κάνεις τίποτα την Παρασκευή το βράδυ;»
«Κάνω».
«Τι;»
«Τίποτα».
«Φίνα. Θα πάμε σε πάρτι».
«Τι στυλ;»
«Αμπιγέ. Τριαντάρες γκόμενες
και τέτοια. Το κάνει μια φίλη της Αθηνάς…»
«Όπου Αθηνά είναι…»
«Τραβιέμαι μαζί της το τελευταίο
διάστημα ρε παιδί μου –τι γουστάρεις τώρα;» έκανε κάπως νευρικά ο Κώστας.
«Τραβιέσαι με τριαντάρα;»
απόρησε χαριτωμένα ο Αργύρης.
«Τριαντάρα πλας για την
ακρίβεια…»
«Είσαι τόσο μαλάκας δηλαδή…»
«Δε λες τίποτα!»
«Και θέλεις να με παρασύρεις
κι εμένα στον όλεθρο».
«Μέσα είσαι!»
«Δεν έρχομαι».
«Μην ξηγιέσαι…»
«Βαριέμαι ρε συ…»
«Γκομενίτσες σε μεγάλη ποικιλία
σχεδίων και χρωμάτων!»
«Τριαντάρες όμως…»
«Καμιά ηλικία δεν είναι
ντροπή!»
«Ντροπή όχι. Κίνδυνος, ναι».
«Σκέψου όμως οτι μπορεί να
έχει έρθει κι εκείνη –και να τη χάσεις!»
«Για όνομα –μην ξαναρχίζεις με
τη Ναστάζια….»
«Εντάξει, δεν ξαναρχίζω. Τι
ώρα να περάσω να σε πάρω;»
«Επιμένεις».
«Μην το βλέπεις έτσι!»
«Πώς να το δω δηλαδή;»
«Για το καλό σου!»
Ο Αργύρης γέλασε σαν
ψυγειοκαταψύκτης.
«Τέλος πάντων, για τι ώρα
λες;» ρώτησε τον Κώστα.
«Κατά τις 10 είναι καλά».
«Εντάξει».
«Τι εντάξει; Ξέρεις που μένω;»
«Α, έτσι θα περάσεις να με
πάρεις…» συμπέρανε ο Αργύρης.
«Ε, πώς αλλιώς; Εσύ είσαι ο
αμαξάτος!»
«Εσύ δεν έχεις δηλαδή;»
«Έχω κι εγώ. Λοιπόν, κατά τις
10 σπίτι μου για να πάρουμε μετά και την Αθηνά –εντάξει;» κανόνισε ο Κώστας.
«Ξέρω ‘γω; Μπορώ να κάνω
διαφορετικά;» απόρησε ο Αργύρης.
«Δεν μπορείς», του ξεκαθάρισε
ο Κώστας και βιάστηκε να κλείσει το τηλέφωνο.
Ήταν Πέμπτη μεσημέρι, ο ήλιος
έκανε τα δικά του έξω από το σκονισμένο παράθυρο του γραφείου, οι βαρυσήμαντοι
ρυπαρογράφοι δημοσίευαν τις κοινοτυπίες τους περί έντρομης κοινωνίας σε κάθε
βαρυσήμαντη γωνιά του ασήμαντου διαδικτύου - το πράγμα γινόταν όλο και πιο
άβολο.
Ο Κώστας κοίταζε την οθόνη του
υπολογιστή χωρίς να τη βλέπει, τον απασχολούσε κυρίως μια εικόνα που υπήρχε
πίσω, όχι από την οθόνη, αλλά στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Η εικόνα μιας γυναίκας
που ποτέ δεν έρχεται και μιας παρέας που ποτέ δεν φεύγει. Άναψε καινούργιο
τσιγάρο προσπαθώντας να καταλάβει γιατί η γυναίκα που ποτέ δεν έρχεται είναι
πάντα ανάμεσά μας και η παρέα που ποτέ δεν φεύγει είναι μονίμως απούσα. Μάλλον εγώ στέκομαι σε λάθος μέρος, δεν
εξηγείται αλλιώς, συμπέρανε. Λευκός καπνός θόλωσε την οθόνη του στιγμιαία.
2 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Πυκνιοιιιιιί καπνιοιιιιιί...:)
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!