Τετάρτη, Απριλίου 03, 2013

6. Δέκα λεπτά μετά τη Ναστάζια Κίνσκι


Ένας ήλιος κυριακάτικος, απ΄αυτούς που βγάζουν τις οικογένειες σαν τα σαλιγκάρια στα πάρκα, ένας τέτοιος ήλιος ακολούθησε τη βροχή της προηγούμενης νύχτας. Δύσκολο να του ξεφύγεις αλλά όχι ακατόρθωτο –οι τρεις τους πάντως βρήκαν μια τρύπα στο κέντρο της πόλης, μια άδεια καφετέρια με χορταριασμένο πεζοδρόμιο, μούχλα κανονική, και κάμποσα σκουπίδια να στριφογυρίζουν έξω από τη τζαμαρία της.
Φιλόξενα πακέτα τσιγάρων δίπλα σε λιμνούλες νερού που σχηματίζονταν όσο τα παγάκια έλιωναν στα ποτήρια, καφέδες τελειωμένοι και οι τρεις τους αμίλητοι. Σκεπτικοί, αφηρημένοι…
«Κι έτσι απλά σού είπε να φύγεις;» μονολόγησε ο Τάκης.
Ο Αργύρης δεν απάντησε.
«Ποια είναι αυτή ρε γαμώτο; Η Αθηνά πάντως δεν την ξέρει και τη Μαρίζα που ρώτησε, τα ίδια. Κάποιος την έφερε στο πάρτι…» είπε ο Κώστας.
«Δεν έχει σημασία», μίλησε επιτέλους ο Αργύρης.
«Έχει όμως σημασία τι γίνεται παρακάτω», υπολόγισε ο Τάκης.
«Σαν τι να γίνει δηλαδή; Να πάω έξω από το παράθυρό της να κάνω καντάδα;» απόρησε ο Αργύρης.
«Δεν είναι κακή ιδέα», είπε ο Τάκης.
«Αρκεί να μην τραγουδήσεις», συμπλήρωσε ο Κώστας.
«Όπως το βλέπω εγώ, τελειώσαμε…» μουρμούρισε ο Αργύρης.
«Έτσι απλά;» διαμαρτυρήθηκε ο Τάκης.
«Βάλε και βιολιά άμα γουστάρεις», είπε ο Αργύρης.
«Δεν το δέχομαι», ξεκαθάρισε ο Τάκης.
Ο Κώστας σήκωσε τους ώμους προσπαθώντας να το παίξει αδιάφορος.
«Το άλλο το έμαθες;» ρώτησε τον Αργύρη.
«Ποιο άλλο;»
«Σήμερα το πρωί στις ειδήσεις. Πιάσανε έναν Πακιστανό για το φόνο του Μετωπίτη».
«Σοβαρά;»
«Ο τύπος τα παραδέχτηκε όλα….»
Ο Αργύρης έξυσε τη φαβορίτα του αμήχανα.
«Κάτι πρέπει να κάνεις γι΄αυτό», του είπε ο Τάκης.
«Κάτι πρέπει να κάνω –ναι», παραδέχτηκε ο Αργύρης.
«Εγώ λέω πάντως να περάσουμε μια φορά από το Stand –έτσι στο ξεκάρφωμα…» πρότεινε ο Κώστας.
«Μαλακίες», είπε ο Αργύρης.
«Ειδικότης μας δηλαδή», του θύμισε ο Τάκης.
«Όπως και να ’χει…» μουρμούρισε ο Αργύρης.
«Αλλά, 10 λεπτά μετά τη Ναστάζια Κίνσκι…» έκανε σκεφτικά ο Κώστας.
«Άντε πάλι με τις ίδιες σαχλαμάρες!» αγανάκτησε ο Τάκης.
«Σαχλαμάρες η Ναστάζια;» απόρησε ο Κώστας.
«Η Ναστάζια μια χαρά και πες μου που βρίσκεται να πάω να την ερωτευτώ», διευκρίνισε ο Τάκης. «Αλλά δεν πρόκειται περί αυτού –νομίζω;»
«Νομίζεις…» είπαν με μια φωνή ο Κώστας κι ο Αργύρης.
«Διότι πρόκειται περί ιδέας», άρχισε την αγόρευση ο Κώστας. «Η Ναστάζια είναι κάτι σαν τον…»
«Σαν τον σοσιαλισμό;» διέκοψε ο Τάκης.
«Τον ποιον;» απόρησε ο Αργύρης.
«Άστο –πέσαμε σε πολιτικοποιημένο», τον καθησύχασε ο Κώστας.
Γέλασαν όλοι τους αμήχανα γιατί ήταν πολλά τα όσα τους απασχολούσαν. Τόσα πολλά που δεν έδειχναν καμιά διάθεση να μπουν από μόνα τους σε μια σειρά, χρειάζονταν δημιουργική σκέψη –το μοναδικό είδος σκέψης που κανένας τους δεν διέθετε. Γι΄αυτό άλλωστε προτίμησαν να επαναφέρουν τη Ναστάζια Κίνσκι. Την είχαν γνωρίσει πιτσιρίκα, στη Λάθος Κίνηση του Βέντερς, κι από τότε αποφάσισαν να την ερωτευτούν ανελέητα –πιτσιρικάδες κι εκείνοι, ζούλα στο σινεμά γιατί η ταινία ήταν ακατάλληλη, Χριστό δεν καταλάβαιναν αλλά τους αρκούσε η Ναστάζια… Δεν τους πούλησε ποτέ –στο Cat People και στο One from the heart σιγουρεύτηκαν –αυτή ήταν κι εκείνοι θα μεγάλωναν περιμένοντάς την μάταια. Η αρχική ιδέα ήταν του Κώστα, βγαίνανε από το Παρίσι-Τέξας αποκαμωμένοι, ίσα ρε Βέντερς, μιάμιση ώρα περπάτημα στην έρημο για μισή ώρα Ναστάζια –μας πήδηξες, αλλά τέλος πάντων!
«Ας υποθέσουμε οτι κάνεις κατάσταση με τη Ναστάζια Κίνσκι…» είχε πει ο Κώστας. «Ποια θα ήταν η καλύτερη στιγμή της ιστορίας;»
«Το πρώτο πήδημα –ρωτάς κιόλας;» είχε απορήσει ο Τάκης.
«Το πρώτο πήδημα ως γνωστόν είναι διερευνητικό και μέσα στο άγχος», είχε υποστηρίξει ο Αργύρης. «Θα δεχόμουν το πρώτο φιλί, εκεί που καταλαβαίνεις οτι την έχεις πλέον τη γκόμενα…»
«Τι ρομαντικό αγόρι!» είχε κοροϊδέψει ο Τάκης.
«Μαλάκας», είχε αποφανθεί ο Κώστας δείχνοντας τον Τάκη, «γκομενίτσα», είχε συνεχίσει δείχνοντας τον Αργύρη. «Η καλύτερη στιγμή της ιστορίας με τη Ναστάζια θα ήταν 20 λεπτά πριν το μεγάλο ραντεβού. Η στιγμή που αράζεις, καπνίζεις το τσιγάρο σου, έτοιμος ήδη, και περιμένεις να ξεκολλήσουν οι δείκτες του ρολογιού για να τη δεις στην άκρη του δρόμου».
«Σε δρόμο θα δώσετε ραντεβού ρε τσίπη;» είχε χωθεί ο Τάκης.
«Σε δρόμο, σε μπαρ, σε χωματερή –τι σημασία έχει;» τον είχε καρφώσει ο Κώστας.
«20 λεπτά πριν τη Ναστάζια Κίνσκι», είχε συνοψίσει ο Αργύρης.
Κι από τότε υπήρχε αυτή η μονάδα μέτρησης –η ευτυχία ήταν 20 λεπτά πριν τη Ναστάζια Κίνσκι, η ολοκλήρωσή της πλησίαζε όσο τα λεπτά μειώνονταν και η δυστυχία αυξανόταν μαζί με τα λεπτά μετά τη Ναστάζια Κίνσκι. Απλός τρόπος μέτρησης ή παιδιάστικη σαχλαμάρα, αλλά μήπως και οι υπόλοιπες μονάδες μέτρησης δεν είναι τουλάχιστον βλακώδεις; Ο χρόνος ας πούμε –ίδια περνάει η μισή ώρα όταν περιμένεις το τρένο και ίδια όταν διασκεδάζεις σ΄ένα πάρτι; Η απόσταση –ίδια είναι τα 10 μέτρα στην άσφαλτο με τα 10 μέτρα ανάβασης σε κατσάβραχα; Ή το βάρος –ίδια είναι τα 10 κιλά του παιδιού σου όταν το παίρνεις αγκαλιά με τα 10 κιλά πατάτες που κουβαλάς από το μανάβικο;
«Πρέπει να οργανωθούμε…» μουρμούρισε ο Τάκης.
«Με σκοπό;» απόρησε ο Κώστας.
«Γενικότερα», του εξήγησε ο Τάκης ενώ σηκωνόταν και σουμάριζε τον λογαριασμό από τους καφέδες.
«Η ερώτηση είναι άλλη», έκανε σκεφτικά ο Κώστας. «Γυρνάει ο χρόνος πίσω;»
Οι υπόλοιποι τον κοίταξαν απορημένοι.
«Εννοώ», ανέλαβε να τους εξηγήσει, «υπάρχει περίπτωση από τα 10 λεπτά μετά τη Ναστάζια Κίνσκι να βρεθεί κανείς στα 20 λεπτά πριν;»
Ο Αργύρης κάτι πήγε ν΄ απαντήσει αλλά τον πρόλαβε ο Τάκης.
«Υπάρχει –πώς δεν υπάρχει; Αν έχεις κάνει λάθος στον υπολογισμό», είπε.
Ο Κώστας έκανε μια υπόκλιση βγάζοντάς το αόρατο καπέλο του μπροστά στον Τάκη κι ο Αργύρης άναψε ένα τσιγάρο για το δρόμο χαζεύοντας το τίποτα. Αμέσως μετά ξεκίνησαν για τις κυριακάτικες υποχρεώσεις τους –όσοι τουλάχιστον είχαν…

Περίμενε να βρει το σπίτι του άδειο, είχε διάθεση να σαπίσει στον καναπέ χαζεύοντας τηλεόραση, να φάει καμιά σαχλαμάρα και να ρίξει κάναν ύπνο μέχρι να έρθει η ώρα για ύπνο. Είναι κάποιες μέρες που δεν πρέπει να σκέφτεσαι κι αυτή ήταν μια τέτοια μέρα. Αλλά όταν ο Κώστας ξεκλείδωσε την πόρτα, τον υποδέχτηκε μια Αθηνά φουριόζα.
«Άντε άνθρωπέ μου, τι έκανες τόσες ώρες; Με το ζόρι προλαβαίνουμε!»
«Τι πράγμα;» έκανε απορημένος ο Κώστας.
«Τον ήλιο –να προλάβουμε λίγο ήλιο! Να πάμε καμιά βόλτα, να τσιμπήσουμε έξω –χαρά θεού είναι η μέρα».
Ο Κώστας την κοίταξε και, τη συγκεκριμένη στιγμή, δεν του φάνηκε καθόλου όμορφη ή σεξουαλικά επιθυμητή. Σαν βάσανο του φάνηκε, σαν κακομαθημένο παιδί που επιμένει να πάνε στις κούνιες όταν ο άλλος έχει επιστρέψει πτώμα από τη δουλειά του. Βέβαια, ούτε από τη δουλειά είχε επιστρέψει ο Κώστας ούτε η Αθηνά ήταν κακομαθημένο παιδί, άλλωστε, αυτά που διαδραματίζονταν μεταξύ τους όσες φορές βρίσκονταν κοντά σε κρεβάτι (μια από αυτές ήταν και το προηγούμενο βράδυ, όταν επέστρεψαν από το πάρτι) μόνο παιδεραστία δεν θα μπορούσε κανείς να τα χαρακτηρίσει.
«Λυπήσου με, δεν αντέχω τον ήλιο», δικαιολογήθηκε ο Κώστας.
«Άλλο πάλι κι αυτό! Βαμπίρ είσαι; Και με τους άλλους πώς βγήκες δηλαδή;» νευρίασε η Αθηνά.
«Με τους άλλους πήγαμε σε ένα ανήλιαγο καταγώγι. Αν θες κι εσύ κάτι τέτοιο…»
«Ανώμαλοι είμαστε να θαφτούμε τέτοια μέρα;» απόρησε η Αθηνά.
«Και ομαλούς δεν μας λες πάντως…» σχολίασε ο Κώστας.
Η Αθηνά στριφογύρισε κάνοντας αυτό που συνηθίζουν αρκετές γυναίκες όταν είναι εκνευρισμένες –αρχίζοντας δηλαδή να συμμαζεύει διάφορα μικροπράγματα από το δωμάτιο που κανέναν δεν ενοχλούσαν πριν. Ο Κώστας σωριάστηκε στον καναπέ περιμένοντας να περάσει η μπόρα.
«Δηλαδή δεν θα πάμε πουθενά, μέσα θα κάτσουμε….» μουρμούρισε η Αθηνά.
Ο Κώστας δεν απάντησε.
«Αν είναι έτσι να πάω σπίτι μου, έχω και δουλειές», συνέχισε η Αθηνά.
Ο Κώστας δεν είπε τίποτα.
«Δε μιλάς;» τον ρώτησε τσιταρισμένη η Αθηνά.
«Αν μίλαγα δεν θα μ΄ άκουγες;» απόρησε ο Κώστας.
«Άντε στο διάολο μαλάκα», φούντωσε η Αθηνά.
Στη συνέχεια ακούστηκαν πράγματα να πέφτουν στο πάτωμα, τσάντες να σέρνονται κι η Αθηνά βρέθηκε στην πόρτα του διαμερίσματος –την άνοιξε, βγήκε, την κοπάνησε πίσω της.
«Σκατά», μουρμούρισε ο Κώστας κι αυτή ήταν μια γενικότερη διαπίστωση.
Ξάπλωσε στον καναπέ, έπιασε το τηλεκοντρόλ, άρχισε να παίζει με τα κανάλια, σε κάποια στιγμή τον ξύπνησε το τηλεκοντρόλ που έφυγε από το χέρι κι έπεσε στο πάτωμα –τότε κατάλαβε οτι ψιλοκοιμόταν και το δέχτηκε αδιαμαρτύρητα.

Την ίδια ώρα ο Τάκης αγωνιζόταν να μην του καούν κάτι μπιφτέκια στο μπάρμπεκιου της βεράντας. Από την κουζίνα ακούγονταν οι προετοιμασίες της σαλάτας, η Μαρίνα με τον μεγάλο τους γιο γελούσαν για αδιευκρίνιστο λόγο. Ο δεύτερος γιός τους έπαιζε στον υπολογιστή τού δωματίου του και η κόρη τους με μια φίλη της χάζευαν παιδικά στην τηλεόραση.
«Φέρτε υλικό», φώναξε προς την κουζίνα ο Τάκης καθώς πέταγε τα ψημένα μπιφτέκια σε ένα δίσκο.
Κανένας δεν του έδωσε σημασία, τα γέλια έγιναν δυνατότερα στην κουζίνα, η απέραντη μοναξιά του ψήστη…  Για μια στιγμή ο Τάκης πεθύμησε το ξόδεμα, την ηρεμία που φέρνει η αίσθηση οτι κανένας δεν εξαρτάται από σένα, το βολικό άδειο σπίτι. Αλλά αμέσως θυμήθηκε οτι αυτά τα πράγματα υπήρχαν μονάχα στις ταινίες και τα βιβλία –μήπως ο Κώστας που είχε επιλέξει να μένει μόνος ήταν όντως; Στοίχημα οτι στο σπίτι του τον περίμενε η Αθηνά κι ο Αργύρης –αυτός φίλε μου είχε στο κεφάλι του περισσότερη πολυκοσμία κι από μεσημεριανό λεωφορείο. Ο μεγάλος του γιος εμφανίστηκε από την κουζίνα κουβαλώντας έναν καινούργιο δίσκο με άψητα μπιφτέκια.
«Έλα ρε! Τα καταφέρατε να τα ζυμώσετε!» ψευτοθαύμασε ο Τάκης.
«Πατέρα, ο καθένας βλέπει τη δουλειά του για πιο δύσκολη –υποκειμενισμό το λένε αυτό», είπε ο μεγάλος του γιος.
Ο Τάκης τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια.
«Αγόρι μου, παίρνεις ναρκωτικά;» τον ρώτησε.
«Γιατί –έχεις;» ρώτησε στην κόντρα ο πιτσιρικάς και ξανάφυγε για την κουζίνα.
Ο Τάκης έπεσε με τα μούτρα στο ψήσιμο βλέποντας οτι τα κάρβουνα είχαν αρχίσει να ξεθυμαίνουν. Σε λίγο βγήκε στη βεράντα η Μαρίνα κρατώντας ένα τσιγάρο κι ένα ποτήρι κρασί.
«Τα μοιραζόμαστε;» τον ρώτησε.
«Πάντα», παραδέχτηκε ο Τάκης.
Γύρισε τα μπιφτέκια και κάθισε μαζί της στην πλευρά που δεν ερχόταν ο καπνός του μπάρμπεκιου.
«Τι έγινε με τους άλλους;» ρώτησε η Μαρίνα.
«Τα συνηθισμένα… Α ναι, ο Αργύρης έκανε φάση!»
«Τόσο γρήγορα; Ακόμα δεν πέθανε η Μαρία…»
«Αφού δεν είχαν σχέσεις κι όσο ζούσε…»
«Λόγω αρρώστιας εννοείς».
«Και γενικότερα ρε Μαρινάκι, δεν θυμάσαι πώς ήταν; Από την εποχή που τους γνώρισες…»
«Θυμάμαι», είπε η Μαρίνα κι άναψε το τσιγάρο. «Λοιπόν;»
«Τι λοιπόν;»
«Τι έγινε με τον Αργύρη;»
«Α ναι! Τον ψάρεψε μια πιτσιρίκα στο πάρτυ που πήγαν με τον Κώστα και την Αθηνά. Τον τραβολόγησε στο Stand…»
«Ποιο Stand; Το παλιό;»
«Ναι, αυτό. Τέλος πάντων, τον πήγε εκεί η πιτσιρίκα για να τον αποπλανήσει –κατάλαβες;»
«Και μετά;»
«Μετά τον πήγε σπίτι της, του πέταξε μια κλειτορίδα ανάμεσα στα μάτια κι όταν ικανοποίησε τα άρρωστα γούστα της τον πέταξε κι αυτόν έξω από το σπίτι», συνόψισε ο Τάκης.
«Σοβαρά;»
«Όπως σε βλέπω και δε με βλέπεις γιατί αρπάξανε τα μπιφτέκια γαμώ το στανιό τους», βλαστήμησε εκείνος αρχίζοντας να τα τουμπάρει με μια σπάτουλα.
«Μπράβο η πιτσιρίκα!» έκανε σκεφτικά η Μαρίνα.
«Ναι, αλλά ο δικός μας είναι δαγκωμένος», της είπε ο Τάκης.
«Τέτοιοι χαζοί είσαστε –χαζοί κι εγωιστές», αποφάνθηκε η Μαρίνα.
«Μπορεί…» έκανε ο Τάκης.
Αλλά δεν συνέχισαν την κουβέντα γιατί εκείνη τη στιγμή πλάκωσε η κόρη τους με τη φίλη της που ήθελαν χυμό, η Μαρίνα διαφώνησε αφού το φαγητό ήταν σχεδόν έτοιμο και οι μικρές άρχισαν τη γκρίνια. Ο Τάκης πέταξε το μισοκαπνισμένο τσιγάρο μέσα στη θράκα.

Ο Αργύρης δεν πήγε σπίτι του μετά τον καφέ με την παρέα –κάτι τέτοιες μέρες ένα άδειο σπίτι είναι ασφυκτικό. Περπάτησε άσκοπα για κάμποση ώρα προσπαθώντας να μη βάλει σε τάξη τις σκέψεις του και αποτυγχάνοντας πλήρως. Τα πράγματα ήταν τόσο ξεκάθαρα που, στην προσπάθειά του να τα συσκοτίσει κόντεψε να γίνει αλοιφή, όταν βγήκε στην άσφαλτο χωρίς να προσέξει κάποιον φουριόζο κυριακάτικο οδηγό του κέντρου. Το αυτοκίνητο φρέναρε στριγκλίζοντας, ο οδηγός έβγαλε το κεφάλι του από το παράθυρο και τον σκυλόβρισε όσο ο Αργύρης υπολόγιζε αν είχε άραγε ξυπνήσει η Σόνια κι αν ναι, τι σκεφτόταν. Λέξεις από έψιλον –έρωτας, εμμονή, εχθρότητα, επιστροφή, εγκατάλειψη…
Σταμάτησε σ΄ένα περίπτερο και αγόρασε ότι εφημερίδες βρήκε. Τις κουβάλησε σε πλαστική σακούλα μέσα από τις ερειπωμένες συνοικίες του κέντρου, παιδάκια έτρεχαν κόβοντάς του το δρόμο, γυναίκες έβριζαν τους ανεπρόκοπους άντρες τους, μύριζε βρασμένο λάχανο και ξεχειλισμένες αποχετεύσεις –η ψυχή της πόλης.
Δεν δυσκολεύτηκε να βρει το γραφείο της Τοπικής του Εθνικού Μετώπου, μια πειραγμένη σημαία, με το σύμβολο της οργάνωσης στη μέση, κυμάτιζε μεσίστια έξω από την, βαμμένη άσπρη, τζαμαρία. Πέρασε το κτίριο χωρίς να επιβραδύνει το βήμα του, είχε ήδη εντοπίσει κάποιο ελεεινό φαγάδικο στο απέναντι πεζοδρόμιο. Μπήκε στο μαγαζί, η λίγδα τον πέτυχε κατευθείαν στον ουρανίσκο. Κίτρινες καρέκλες και πλαστικά τραπέζια άστρωτα, διάλεξε ένα κοντά στην τζαμαρία για να βλέπει απέναντι. Προσπάθησε να θυμηθεί από πότε είχε να ρίξει κάτι φαγητοειδές στο στομάχι του αλλά το γκαρσόνι, ένας πιτσιρικάς με σπυριά στη μούρη, τον διέκοψε.
«Τι θα πάρει ο κύριος;»
Των ομματίων μου και θα την πουλέψω, θυμήθηκε το παλιό αστείο ο Αργύρης και πιέστηκε να μη βάλει τα γέλια.
«Τι έχετε;»
«Μαγειρευτά και της ώρας».
«Μια μπριζόλα, σαλάτα και μια έξτρα πατάτες», παράγγειλε ο Αργύρης.
«Τι θα πιείτε;»
«Μπύρες».
Ο πιτσιρικάς γέλασε.
«Θα σας φέρω μία όσο περιμένετε», είπε κι εξαφανίστηκε στο βάθος του μαγαζιού.
Ο Αργύρης κοίταξε τριγύρω –υπήρχαν άλλοι δυο γέροι που τρώγανε μόνοι τους ακροβολισμένοι στον χώρο. Από απέναντι δεν φαινόταν η παραμικρή κίνηση.
Ο πιτσιρικάς έφερε τη μπύρα όσο εκείνος ξεφύλλιζε μια εφημερίδα.
«Απέναντι είναι κλειστά;» τον ρώτησε δείχνοντας το γραφείο του Εθνικού Μετώπου.
«Οι συναγωνιστές;» γέλασε ο πιτσιρικάς. «Μπα –όλο και κάποιοι θα είναι μέσα…»
«Τι φρούτα είναι; Ακούγονται διάφορα…» επιχείρησε ν΄ανοίξει κουβέντα ο Αργύρης.
«Εσύ μένεις εδώ;» τον ρώτησε ο πιτσιρικάς.
«Όχι ακόμα, αλλά λέω ν΄ αγοράσω ένα σπίτι. Άμα είναι τίποτα περίεργοι και γίνονται συνέχεια φασαρίες, να το ξανασκεφτώ –κατάλαβες;» του έριξε το παραμύθι.
«Μαλάκες είναι», είπε ο πιτσιρικάς. «Κυκλοφορούν κορδωμένοι και πουλάνε μούρη…»
«Πέφτει και ξύλο δηλαδή;»
«Καμιά φορά…»
«Τότε καλύτερα να το ξανασκεφτώ…»
«Ναι –τι να κάνεις εδώ πέρα; Βρωμάει γεροντίλα…»
«Είναι φτηνή περιοχή όμως…»
«Πώς να μην είναι; Δέκα-δέκα μένουν οι ξένοι στα υπόγεια κι από πάνω οι κωλόγεροι που περιμένουν να πέσει ο σοβάς να τους πλακώσει γιατί ξέχασαν να πεθάνουν. Τα βράδια πέφτει και ξύλο από τα λεβεντόπαιδα –την έχουν ξεφτιλίσει τη γειτονιά», είπε ο πιτσιρικάς και βιάστηκε να πάει προς την κουζίνα του μαγαζιού.
Μετά από λίγο ξαναεμφανίστηκε με μια μπριζόλα κατευθείαν ψαρεμένη από καταστροφική πυρκαγιά και ένα πιάτο τηγανιτές πατάτες ατηγάνιτες. Ο Αργύρης προτίμησε να μην κοιτάξει προς τη σαλάτα επειδή φοβόταν μη δει καμιά μύγα πνιγμένη στο λάδι.
«Πιάσε ακόμα μια μπύρα –θα μου χρειαστεί», παράγγειλε στον πιτσιρικά.
Εκείνος γέλασε φεύγοντας. Η πόρτα του γραφείου άνοιξε και ένας φουσκωτός κοντοστάθηκε προσπαθώντας να συνηθίσει τον ήλιο.  Τεντώθηκε, επιδεικνύοντας τα μούσκουλά του στον κανέναν και πέρασε τον δρόμο αργά. Πίσω του βγήκαν άλλοι δυο τύποι –κοντοκουρεμένοι κι αυτοί αλλά όχι τόσο σφίχτες. Πέρασαν την πόρτα του μαγαζιού και κάθισαν δυο τραπέζια πιο πέρα από τον Αργύρη.
«Μικρέ», φώναξε ο φουσκωτός.
Οι άλλοι δύο γέλασαν. Ο πιτσιρικάς έτρεξε να τους πάρει παραγγελία. Ο Αργύρης πίεσε τον εαυτό του να κατεβάσει το καρβουνιασμένο κρέας νιώθοντας πιο κοντά στον εμετό με κάθε μπουκιά. Έστησε αυτί.
«Δυο ώρες ακόμα».
«Σκότωμα η κυριακάτικη βάρδια…»
«Ελπίζω να μην αργήσουν οι μαλάκες. Την άλλη φορά ήρθανε…»
«Δε θ΄ αργήσουν».
«Πού το ξέρεις;»
«Θα τους γαμήσω…»
«Έχουμε και δουλειά το βράδυ….»
«Να περάσω να σε πάρω;»
«Όχι –θα κατέβω με τη μηχανή…»
Ο Αργύρης χαμογέλασε ταξινομώντας τις πληροφορίες. Σταμάτησε να παλεύει με τη μπριζόλα, έφαγε λίγες πατάτες διαβάζοντας ταυτόχρονα και μια εφημερίδα, τελείωσε τη δεύτερη μπύρα του και έκανε νόημα στον πιτσιρικά.
Όσο πλήρωνε οι Μετωπίτες τον κοίταζαν αδιάκριτα, απέφυγε να τους κοιτάξει κι αυτός, μάζεψε τις εφημερίδες του και βγήκε από το μαγαζί.
Δυο ώρες –προλαβαίνω, σκέφτηκε. Έφυγε σφαίρα για το σπίτι του, γρήγορο βήμα σε συνδυασμό με ένα Μετρό που του έφαγε κοντά στο μισάωρο μέχρι να έρθει. Φτάνοντας, δεν ανέβηκε καν στο διαμέρισμά του, πήρε το αυτοκίνητο και ξανάφυγε βιαστικός –η μια από τις δυο ώρες είχε ήδη περάσει.
Επιστρέφοντας έξω από το γραφείο του Εθνικού Μετώπου, αυτή τη φορά κρυμμένος πίσω από το τιμόνι του αυτοκινήτου του, χρειάστηκε λιγότερο από πέντε λεπτά για να εντοπίσει τη μηχανή του Μετωπίτη. Μια street με γδαρμένο φέρινγκ και σήμα του Εθνικού Μετώπου στην πινακίδα λιαζόταν 5-6 μέτρα πιο πέρα από την είσοδο του γραφείου μπλοκάροντας το πεζοδρόμιο. Ο Αργύρης προσπέρασε το σημείο οδηγώντας με μικρή ταχύτητα και έφερε γύρο το τετράγωνο ψάχνοντας μέρος να σταματήσει. Βρήκε χώρο, διακόσια μέτρα μετά το γραφείο, αναγκαστικά από εκεί θα πέρναγε ο Μετωπίτης όταν τελείωνε –πάρκαρε το αυτοκίνητο, έστριψε τον καθρέφτη προς τη μηχανή και έριξε λίγο πίσω το κάθισμα για να απλωθεί πιο άνετα. Έστρωσε μια εφημερίδα πάνω στο τιμόνι, του ήταν αδύνατο να συγκεντρωθεί και να διαβάσει, σκεφτόταν οτι η Σόνια τέτοια ώρα θα είχε σίγουρα ξυπνήσει –άραγε έπινε ακόμα καφέ ή έτρωγε αργοπορημένο μεσημεριανό –και τελικά τι τρώνε γενικότερα οι Σόνιες; Σαλάτες και ντελικάτα εδέσματα με στυλ αρτ ντεκό ή σκουπίδια  από το κοντινότερο φαστ φουντ; Η ανάσα της μύριζε τσιγάρο και ποτό –τίποτα άλλο, τίποτα βρώμικο ή προσωπικό… Άραγε, χέζουν οι Σόνιες;  Θα χέζουν –δε γίνεται διαφορετικά! Αλλά όσο κι αν προσπαθούσε δεν κατάφερε να εικονοποιήσει τη σκηνή, ούτε και να ξεκολλήσει από την εξιδανίκευση της γυναίκας που τον κατάτρεχε ώρες τώρα. Η μηχανή πίσω του παρέμενε ακίνητη κάτω από τον απογευματινό ήλιο όταν το κινητό χτύπησε.
«Εμπρός», έκανε αλαφιασμένος χωρίς να δει στην οθόνη ποιος του τηλεφωνούσε.
«Πάλι να τον παίζεις σε πετυχαίνω;» γέλασε ο Κώστας από την άλλη πλευρά.
«Πάντα», μουρμούρισε ο Αργύρης.
«Λοιπόν –γίναμε κώλος με την Αθηνά…»
 «Κι εμένα τι με νοιάζει;»
«Στο λέω ρε παιδί μου, σαν πρόλογο…»
«Πέρνα τότε στο κυρίως θέμα γιατί βιάζομαι».
«Ναι βέβαια –έχεις να πήξεις τυρί».
«Λέγε να τελειώνουμε γαμώτο…»
«Έχω μια ιδέα περί του πώς να τη βρούμε…»
«Ποια;»
«Τη Σόνια ρε μαλάκα!»
«Ποιος σου είπε οτι θέλω να τη βρω;»
«Σε τα μας ρε Αργύρη;»
«Τίποτα άλλο θέλεις;»
«Κάτσε βρε παιδί μου μισό λεπτό…»
«Κλείνω, έχω δουλειά».
Να τη βρει … και βέβαια ήθελε να τη βρει. Αν μάλιστα η ιδέα του Κώστα βοηθούσε στο να φανεί το όλο πράγμα τυχαίο, ακόμα καλύτερα. Όμως ήταν νωρίς ακόμα και η ώρα ακατάλληλη. Όχι μόνο να το συζητήσουν, ακόμα και να τη σκέφτεται… Ο Μετωπίτης βγήκε ξύνοντας τ΄αρχίδια του και πλησίασε τη μηχανή. Ο Αργύρης μάζεψε την εφημερίδα και βάλθηκε να ξεπαρκάρει φουριόζος.
Η μηχανή του Μετωπίτη τον πρόλαβε 20 μέτρα παρακάτω, ο Αργύρης τον άφησε να προσπεράσει και τον ακολούθησε. Βγήκαν μαζί στη λεωφόρο, τα λιγοστά αυτοκίνητα τον βοήθησαν να μη χάσει επαφή, πήγαν έτσι 5-6 χιλιόμετρα μέχρι που ο Μετωπίτης έβγαλε αριστερό φλας και χώθηκε στον παράδρομο, ο Αργύρης πίσω του τσιτωμένος γιατί δεν υπήρχε καθόλου κίνηση να τον καλύπτει.
Ο Μετωπίτης πάρκαρε ένα χιλιόμετρο πιο κάτω, σε μια γειτονιά με χαμόσπιτα, έξω από κάποια ρημαγμένη πολυκατοικία. Ο Αργύρης τον προσπέρασε, έκανε ένα γύρο και επέστρεψε, η μηχανή ήταν ακόμα εκεί.

Γύρισε στο σπίτι του εξαντλημένος αλλά ήσυχος. Θα του χρειαζόταν όλη η επόμενη βδομάδα για να παρακολουθεί το σπίτι του Μετωπίτη, να μάθει τις συνήθειές του. Θα του χρειαζόταν ένα σχέδιο ξεμοναχιάσματος του Μετωπίτη κι ένα φονικό εργαλείο –πιστόλι θα βόλευε αλλά τέτοια μαραφέτια κάνουν φασαρία, μαχαίρι ίσως, που είναι αθόρυβο, αλλά θα έπρεπε να πάει πολύ κοντά στον σφίχτη…

Ξάπλωσε στον καναπέ χωρίς να βγάλει τα ρούχα του, οι σκέψεις έπλεαν στο κεφάλι του σα σκουπίδια σε πλημυρισμένο δρόμο, είχε ανάγκη να καπνίσει αλλά δεν είχε δύναμη να σηκωθεί –αποκοιμήθηκε εξαντλημένος.

7 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Afrikanos είπε...

καλά...εγώ έχω φυρομυαλιάσει, πρέπει να ξαναγυρίσω στο επεισόδιο 1 να θυμηθώ τι εστί Μετωπίτης, είμαι σ' ένα μπάχαλο γενικά...

...αλλά συνεχίζει να μ' αρέσει(ς) :)

Afrikanos είπε...

Υ.Γ. και το άνοιξα 6 δεύτερα μετά που το ανέβασες! Αυτό θα πει ταχύτητα χαχαχα

The Motorcycle boy είπε...

το πρόβλημα θα ήταν να το ανοίξεις 6 δεύτερα ΠΡΙΝ το ανεβάσω, χεχεχεχεχεχε.

Afrikanos είπε...

...τότε θα έπρεπε να ψαχτείς για μεγάαααλη "τρύπα" ασφαλείας στον υπολογιστή σου χαχαχα

The Motorcycle boy είπε...

Ή τρύπα ασφαλείας στο μυαλό μου -σκέψου το κι έτσι!

Stefanos Max είπε...

boring...

The Motorcycle boy είπε...

Tote piastikes malakas pou to diavases!

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι