Προηγούμενα:
2. Όλα δείχνουν χειρότερα την Κυριακή
3. Σα σκυλιά που κυνηγάνε την ουρά τους
4. "Ο χλωμός εραστής με το άνθος στην κομβιοδόχη"
5. Μια ενοχλητική φωτογραφία
6. Δέκα λεπτά μετά τη Ναστάζια Κίνσκι
2. Όλα δείχνουν χειρότερα την Κυριακή
3. Σα σκυλιά που κυνηγάνε την ουρά τους
4. "Ο χλωμός εραστής με το άνθος στην κομβιοδόχη"
5. Μια ενοχλητική φωτογραφία
6. Δέκα λεπτά μετά τη Ναστάζια Κίνσκι
Είχε ένα σωρό εκκρεμότητες
αλλά καθόλου όρεξη να δουλέψει. Οι φάκελοι τον περίμεναν στοιβαγμένοι στην
αριστερή πλευρά του γραφείου όσο ο Κώστας κάπνιζε χαζεύοντας μια ρωγμή στον
απέναντι τοίχο. Τα κτίρια των δημοσίων υπηρεσιών μοιάζουν με τους υπαλλήλους
που στεγάζουν –άχρωμα, θλιβερά, παρατημένα στην εγκατάλειψη. Τα πράγματα πήγαν
άσχημα κι αυτό όλο και χειροτέρευε. Οι προθεσμίες στη δουλειά περνούσαν
άπραγες, η Αθηνά τού είχε σπάσει τα νεύρα –λάθος, αυτός ο ίδιος είχε σπάσει τα
νεύρα του, από μόνος του, αρνούμενος να πάρει μιαν απόφαση. Και τώρα ερχόταν
ένα ακόμα μπέρδεμα να προστεθεί σε όσα δεν ήθελε να σκέφτεται. Ένας ακόμα
σκοτωμένος Μετωπίτης, μια τηλεφωνική ανάληψη ευθύνης σε εφημερίδα. «Κανένας Μετωπίτης δεν πρέπει να κοιμάται
ήσυχος, σκοτώσαμε δυο, θα συνεχίσουμε μέχρι τέλους». Οι ηλεκτρονικές
(δήθεν) ενημερωτικές σελίδες είχαν γεμίσει με σενάρια επιστημονικής φαντασίας,
στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είχε ξεκινήσει εμφύλιος κανονικός. Ο Κώστας
σηκώθηκε, άνοιξε το παράθυρο του γραφείου του και έψαξε για βοήθεια στη
μποτιλιαρισμένη λεωφόρο. Έπρεπε να βρεθεί με τους υπόλοιπους και σύντομα
μάλιστα αλλά δεν τολμούσε να πάρει τηλέφωνο –παράνοιες για δορυφορικές
παρακολουθήσεις κι άλλα τέτοια διαστημικά μπαινόβγαιναν στο μυαλό του.
Ξανακάθισε στο γραφείο του,
σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου και σχημάτισε έναν αριθμό.
«Εμπρός;» ακούστηκε η
γυναικεία φωνή από την άλλη άκρη.
«Εγώ είμαι», παραδέχτηκε ο
Κώστας.
«Το κατάλαβα», παραδέχτηκε με
τη σειρά της η Αθηνά.
«Θέλω να συναντηθούμε», της
ζήτησε.
«Δουλεύω μέχρι αργά σήμερα».
«Εντάξει –έλα στο σπίτι όταν
σχολάσεις».
«Δεν το βλέπω για πριν τις 7
πάντως…»
«Εντάξει, εκεί θα είμαι».
«Κώστα;»
«Ναι;»
«Τι τρέχει;»
«Τίποτα».
Έκλεισε το τηλέφωνο απότομα,
διάλεξε έναν φάκελο στην τύχη, τον άνοιξε, χάζεψε τα έγγραφα και τον
ξανάκλεισε. Πρέπει να βγω έξω, να πάρω
ανάσα, σκέφτεται όσο υπογράφει μια αίτηση αδείας για την υπόλοιπη μέρα.
Σκάλες, δεν αντέχει να περιμένει για ασανσέρ, το πεζοδρόμιο μυτερό κάτω από τις
σόλες των παπουτσιών του, βαδίζει δίπλα στη ροή των αυτοκινήτων. Φυσάει κόντρα
αλλά δεν τον νοιάζει να κουμπώσει το μπουφάν, δεν τον νοιάζει τίποτα απολύτως
γιατί αποφεύγει να σκεφτεί. Η Αθηνά με τις απαιτήσεις της, ο Αργύρης που
μετατρέπεται σε παράφρονα, η δουλειά του που είναι σκέτη τρύπα στο νερό, η ζωή
του που στριφογυρίζει σα σκυλί δεμένο σε κοντή αλυσίδα. Κοντοστέκεται
ασυναίσθητα –ενώ χαζεύει την κίνηση μπροστά του ακουμπισμένος σε μια στάση
λεωφορείου νομίζει οτι ακόμα βαδίζει, δίπλα του πεινασμένα παιδάκια σκουπίζουν
τη μύξα τους στο μανίκι, σακατεμένες μεσόκοπες περιμένουν το λεωφορείο για να
πάνε στις επόμενες σκάλες να σφουγγαρίσουν, πιτσιρικάδες σαχλαμαρίζουν
περιμένοντας να μεγαλώσουν στη στάση του λεωφορείου, ο Κώστας κλείνει τα μάτια αλλά
δεν σταματάει να βλέπει. Και τότε κάτι τον χτυπάει στην πλάτη, τινάζεται,
κανονική ηλεκτροπληξία.
«Τα ΄χεις παίξει ρε μαλάκα;»
ρωτάει ο Τάκης δείχνοντας ανήσυχος. «Τι διάολο κάνεις εδώ έξω;»
«Δεν μπορούσα να μείνω στη
δουλειά».
«Ωραία –ούτε κι εγώ. Κοπάνα
στη μέση της μέρα, θα γλιτώσουμε και το διαγώνισμα στη βιολογία!»
Ο Κώστας προσπαθεί να γελάσει
αλλά δεν είναι εύκολο.
«Πάμε για καμιά μπύρα»,
προτείνει ο Τάκης και ξεκινάει χωρίς να τον περιμένει.
Κρύβονται στο βάθος μιας
ανήλιαγης καφετέριας, παραγγέλνουν και μασουλάνε τσιπς απρόθυμα.
«Τι συμβαίνει ρε φίλε; Έχεις
καταλάβει;» ρωτάει ο Τάκης.
«Λάθος ερώτηση», απαντάει ο
Κώστας.
«Κάνε τη σωστή τότε».
«Ποιος είναι ο Αργύρης, αυτό
το ξέρουμε;»
Ο Τάκης ξύνει το μάγουλό του,
παίρνει τσιγάρο από το πακέτο τού Κώστα.
«Δηλαδή…» αρχίζει.
«Είχαμε να τον δούμε κάμποσα
χρόνια. Ήταν κι αυτή η ιστορία με τη Μαρία, αλλάζουν οι άνθρωποι…»
«Σαν πόσο ν΄ αλλάξουν δηλαδή;
Με τον Αργύρη ζήσαμε ολόκληρη ζωή, μην τρελαθούμε κιόλας!»
«Εντάξει –αν ερχόταν σήμερα
κάποιος και σου έλεγε οτι ο Αργύρης καθάρισε δυο ανθρώπους…»
«Θα τον πέρναγα για τρελό
–έχεις δίκιο».
«Ποιος είναι λοιπόν ο
Αργύρης;»
«Μα, καθάρισε όντως και τον
δεύτερο;»
«Να σου θυμίσω;»
«Όχι –άστο καλύτερα. Μ΄
έπεισες».
«Όμως εμείς τι κάνουμε; Πού
στεκόμαστε; Δίπλα του ή απέναντί του;»
«Απέναντι με τίποτα. Κάπου
παραπέρα σε στυλ ‘δεν έχω ιδέα για το φόνο’ ίσως…»
«Έλα ρε Τάκη! Τώρα στα
γεράματα θα το παίξουμε αμέτοχοι; Δεν γίνονται αυτά».
«Εντάξει –δεν γίνονται αυτά.
Να πιάσουμε λοιπόν τα κουμπούρια και ν΄ αρχίσουμε να καθαρίζουμε Μετωπίτες…»
«Δεν είπα αυτό».
«Τότε τι;»
«Έχει άδικο;»
«Δεν έχει και δίκιο όμως!
Ποιος πούστης τον όρισε δικαστή στην τελική;»
«Οτι δηλαδή οι Μετωπίτες είναι
άνθρωποι κι ως εκ τούτου δικαιούνται δίκαιη δίκη…»
«Δεν είπα αυτό! Από την άλλη
όμως…»
«Στα παπάρια μας και η μια και
η άλλη. Ο Αργύρης είναι δικός μας και πρέπει να του σταθούμε, να τον καλύψουμε
αν μας χρειαστεί».
«Και η οικογένειά μου τι
φταίει ρε φίλε; Δεν είμαι μόνος μου πλέον –ξέρεις…»
«Εντάξει –ας πρόσεχες. Το θέμα
είναι οτι πρέπει να τον βρούμε, να δούμε τι έγινε. Να τον ξεκολλήσουμε στην
τελική…»
«Κι άμα γουστάρει; Αν τη
βρίσκει έτσι;»
«Ποιος ρε ηλίθιε; Ο Αργύρης;»
«Ο Αργύρης –γιατί; Τον ξέρεις
τόσο καλά τον Αργύρη πλέον;»
«Ξαναγυρνάμε στο ‘ποιος είναι
τελικά ο Αργύρης’ –έτσι;»
«Έτσι».
«Ας πάμε λοιπόν να τον βρούμε,
να τον ρωτήσουμε».
«Απορώ γιατί καθόμαστε ακόμα!»
«Γιατί δεν έχουμε πιει τις
μπύρες μας ρε βλάκα!»
Ο Κώστας θυμόταν το σπίτι του Αργύρη,
σε κεντρική συνοικία με εύκολη πρόσβαση, κατέβηκαν να πάρουν τον υπόγειο,
στριμώχτηκαν ανάμεσα σε βιαστικούς ανθρώπους.
«Ρε φίλε, είναι δωδεκάμισι το
μεσημέρι. Οι πρωινοί δουλεύουν ήδη, οι απογευματινοί θα ξεκινήσουν σε κάνα δυο
ώρες –πού πάει όλος αυτός ο κόσμος;» αναρωτήθηκε ο Τάκης.
«Δεν τα ξέρεις; Είναι
διαφημιστικοί. Τους αμολάνε στην πόλη για να γυρίζονται οι πρωινές εκπομπές και
τα σποτάκια για τα γιαούρτια», είπε ο Κώστας.
«Σε στυλ δηλαδή ‘φάτε γιαούρτι
να πήξετε’;»
«Ίσως και ‘όπως πήζει το γιαούρτι,
έτσι πήζει και η πόλη’».
«Καταστάσεις για πολλά
γιαούρτια, με δυο λόγια…»
Εκείνη τη στιγμή μια χοντρή
τους διεμβόλισε, εκτοξεύτηκαν σε αντίθετες πλευρές του βαγονιού, η χοντρή πήγε
και σφηνώθηκε σ΄ένα κάθισμα που μόλις είχε αδειάσει. Κοιτάχτηκαν μπερδεμένοι
αλλά προτίμησαν να μην αντιδράσουν. Μέτρησαν τις στάσεις μέχρι τον προορισμό
τους κι αποφάσισαν οτι μπορούσαν να αντέξουν το οτιδήποτε. Έτσι υπέμειναν το
ποδοπάτημα των εισερχομένων και τις αγκωνιές των εξερχομένων (πάντα από την
αριστερή πόρτα του συρμού), υπέμειναν κάτι μερακλήδες που είχαν λουστεί στο
σκόρδο (προφανώς για να μην τους πλησιάζουν οι βρικόλακες), υπέμειναν τα
πάνδεινα μέχρι να τους ξεβράσει το βαγόνι στο σταθμό.
«Μετακινείσαι συχνά μ΄ αυτόν
τον διάολο;» ρώτησε ο Τάκης.
«Συχνότερα απ΄ ότι θα ήθελα…»
παραδέχτηκε ο Κώστας.
Βγήκαν στην επιφάνεια κι
ανάσαναν φρέσκα σκουπίδια από τους ξεκοιλιασμένους κάδους της πλατείας. Δυο
τετράγωνα δρόμος μέχρι το διαμέρισμα του Αργύρη, βάδιζαν αμίλητοι, σκεφτικοί
ίσως.
«Λες δηλαδή;» ρώτησε σε μια στιγμή
ο Κώστας.
«Θα δούμε…» είπε ο Τάκης.
«Σε περίπτωση πάντως που
παίζει τίποτα περίεργο…»
«Να παρακολουθούν το σπίτι;
Αυτό θα ήταν όντως περίεργο…»
Έφτασαν έξω από την
πολυκατοικία, την πέρασαν για να κόψουν κίνηση κι επέστρεψαν δήθεν μπερδεμένοι.
«Δε βλέπω κάτι», είπε ο Τάκης.
Χτύπησαν το κουδούνι –κανένας
δεν απάντησε. Ξαναχτύπησαν.
«Δεν είναι σπίτι», είπε ο
Κώστας.
«Μήπως δεν θέλει ν΄ ανοίξει;»
αναρωτήθηκε ο Τάκης.
«Αναγκαστικά θα πρέπει να
πάρουμε τηλέφωνο», αποφάσισε ο Κώστας.
Κοιτάχτηκαν –ο Κώστας έβγαλε
το κινητό του και επέλεξε το νούμερο του Αργύρη. Περίμενε λίγο.
«Το έχει κλειστό», είπε.
«Σκατά», μουρμούρισε ο Τάκης.
«Τώρα τι γίνεται;»
«Τι να γίνει; Πάμε σπίτια
μας…»
«Τζάμπα κόπος…»
«Θα μπορούσαμε από την αρχή να
πάρουμε τηλέφωνο».
«Θες γυρεύεις;»
Χώρισαν εκεί, έξω από την
πολυκατοικία που έμενε ο Αργύρης –ο Κώστας θα έπαιρνε τον υπόγειο για το σπίτι
του, ο Τάκης θα πήγαινε με τα πόδια μέχρι τη δουλειά του γιατί δεύτερο
στρίμωγμα δεν το άντεχε. Άπραγοι κι ανήσυχοι.
Όσο την περίμενε έκανε
δυο-τρεις προσπάθειες ακόμα να επικοινωνήσει με τον Αργύρη, όμως το τηλέφωνό
του παρέμενε ερμητικά κλειστό. Δοκίμασε στο τηλέφωνο του σπιτιού με τα ίδια
ακριβώς αποτελέσματα. Θα τηλεφωνούσε και στη δουλειά του, αλλά ο Αργύρης τα
τελευταία χρόνια δούλευε από το σπίτι. Άρα –άφαντος. Πιέστηκε να μην πάθει
υστερία –λίγο ήθελε για να βάλει το τηλέφωνο του Αργύρη στο redial και να τα
κάνει πουτάνα όλα. Άνοιξε την τηλεόραση –παίζανε μια επανάληψη των δηλώσεων της
καινούργιας οργάνωσης που απειλούσε οτι θα σκοτώνει Μετωπίτες, δεν έμαθε κάτι
περισσότερο από όσα είχε διαβάσει στο ίντερνετ. Περιμένοντας να ξεκινήσουν τα
δελτία ειδήσεων των 8 συνειδητοποίησε οτι η Αθηνά είχε αργήσει. Ένιωσε κάποια
μικρή ανακούφιση γιατί δεν είχε σκεφτεί ακόμα τι ήθελε να της πει αλλά εκείνη
ακριβώς τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι. Νευρίασε –μαζί της και με τον εαυτό του. Έτσι που τα ΄κανες, να σε δω πώς θα
ξεμπλέξεις, σκέφτηκε. Άνοιξε την εξώπορτα ψάχνοντας πώς να την υποδεχτεί –σε
τέτοιες καταστάσεις οι πρώτες κουβέντες είναι και οι σημαντικότερες –και
βρέθηκε φάτσα μ΄ ένα μπάτσο.
«Συγνώμη αν ενοχλώ…» ξεκίνησε
απολογητικά ο μπάτσος. Το σακάκι της στολής του ήταν ξεκούμπωτο, τρία ασημένια
αστέρια σε κάθε επωμίδα, αρχές φαλάκρας, αρχές κοιλίτσας –σουλούπι αρκετά
ατσούμπαλο, μισό κεφάλι κοντότερος από τον Κώστα.
Ο οποίος πάγωσε. Ασυναίσθητα
κοίταξε πάνω από τον ώμο τού μπάτσου αλλά δεν είδε κανέναν άλλο στο διάδρομο.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε όσο ο
ιδρώτας πήρε να μετράει κόμπους στη σπονδυλική του στήλη.
«Τίποτα, μην ανησυχείτε… είμαι
ο καινούργιος γείτονας… ήρθαμε οικογενειακώς χτες κι ακόμα τακτοποιούμε… είπα
λοιπόν…» ο μπάτσος κόμπιαζε και τελικά σταμάτησε κάπως ανήσυχος. «Είστε καλά;»
ρώτησε τελικά τον Κώστα.
«Καλά –τι καλά δηλαδή; Μια
χαρά χάλια –έφυγα νωρίτερα από τη δουλειά μου σήμερα… κάποια ίωση…»
δικαιολογήθηκε ο Κώστας και την ίδια στιγμή νευρίασε με τον εαυτό του που είχε
χεστεί μπροστά στον μπάτσο. «Τέλος πάντων, τι θέλετε;» ρώτησε κάπως απότομα.
Ο μπάτσος τον κοίταζε
απορημένα.
«Βασίλης…. Κελπεκίδης…» έκανε
προτείνοντας το δεξί του χέρι.
Ο Κώστας συστήθηκε με τη σειρά
του και έκανε δυο βήματα πίσω χωρίς να πιάσει το χέρι του μπάτσου.
«Περάστε», του είπε δείχνοντας
παράταιρη εγκαρδιότητα.
Ο μπάτσος έμεινε με το χέρι
μετέωρο να τον κοιτάζει.
«Ελάτε, παρακαλώ!» επέμεινε ο
Κώστας.
Ο μπάτσος μπήκε τελικά στο
σπίτι και στάθηκε στη μέση του σαλονιού σαν αγγούρι.
«Ίωση ξε-ίωση είμαι
απαράδεκτος!» απολογήθηκε θεατρικά ο Κώστας. «Καθίστε. Να προσφέρω μια μπύρα;»
«Δεν είναι ανάγκη, εγώ ήρθα….»
«Μην το συζητάτε –η γιαγιά μου
έλεγε οτι πρώτα βλέπεις τον γείτονα και μετά τον ήλιο, πράγμα που σημαίνει….»
ξεκίνησε να αγορεύει ο Κώστας αλλά σταμάτησε γιατί ο μπάτσος εξακολουθούσε να
τον κοιτάζει σαν χάνος. «Τέλος πάντων, με τον ήλιο δεν τα πάω καλά –με τους
γείτονες όμως…»
«Ναι;» τον ενθάρρυνε ο
μπάτσος.
«Ακόμα χειρότερα. Οι
προηγούμενοι που έμεναν στο διαμέρισμά σας ήταν κάτι γελαδάρηδες από τα
Απαλάχια όρη –σκέτη ηχορύπανση…»
«Γελαδάρηδες από τα Απαλάχια;»
έκανε απορημένος ο μπάτσος.
«Ναι βρε παιδί μου –απ΄αυτούς
που νομίζουν οτι είναι ακόμα στα βουνά και συνεννοούνται ουρλιάζοντας», εξήγησε
ο Κώστας.
«Αααα», έκανε ο μπάτσος κι
αποφάσισε επιτέλους να στρώσει τον κώλο του στον καναπέ. «Εμείς όχι –δεν
είμαστε έτσι. Έχουμε και τον μικρό, πάει Γυμνάσιο αλλά είναι ήσυχο παιδί…»
«Χαίρομαι», είπε απότομα ο
Κώστας.
Τώρα που ένιωθε πιο ήρεμος
μπορούσε να κουμαντάρει εύκολα την κουβέντα.
«Ήθελα όμως…» ξεκίνησε ο
μπάτσος.
«Μισό λεπτό», τον διέκοψε ο
Κώστας και χώθηκε στην κουζίνα. Άνοιξε δυο μπύρες, άρπαξε και ένα ποτήρι,
ξαναεμφανίστηκε στο σαλόνι.
«Δεν ήταν ανάγκη», είπε ο
μπάτσος αλλά ο Κώστας ήδη τον σέρβιρε.
Μετά κάθισε απέναντί του κι
άρχισε να πίνει τη δική του μπύρα από το μπουκάλι.
«Μα… είναι σωστό;» αναρωτήθηκε
ο μπάτσος κοιτάζοντάς τον.
«Ποιο πράγμα;»
«Έχετε ίωση και πίνετε μπύρα;»
Ο Κώστας βλαστήμησε την ουρανομήκη
ηλιθιότητά του κι άρχισε πάλι να ιδρώνει.
«Ομοιοπαθητική», μουρμούρισε
γέρνοντας προς το μέρος του μπάτσου. «Πάω κόντρα στον οργανισμό για να τον
ξυπνήσω και να καταπολεμήσει τα μικρόβια».
«Γίνεται αυτό;» απόρησε ο
μπάτσος.
«Γίνεται –δε γίνεται, εμένα δε
με νοιάζει. Μια μπυρίτσα με τον γείτονα θα την πιω κι ας πάει να γαμηθεί η
ίωση!»
Ο μπάτσος γέλασε απότομα λες
και του έφευγε κι αυτού η ένταση.
«Λοιπόν;» έκανε ο Κώστας.
«Α, ναι!» θυμήθηκε ο μπάτσος.
«Ήθελα να σας ζητήσω αν είναι δυνατό…»
«Ενικός διάολε! Γείτονες
είμαστε!» διαμαρτυρήθηκε ο Κώστας. «Βασίλης λοιπόν…»
«Ναι, Βασίλης…» παραδέχτηκε ο
μπάτσος. «Ξέρεις, δεν μας έχουν συνδέσει ακόμα το τηλέφωνο…»
«Ε, αργούν αυτά…»
«Όχι πολύ –αύριο, το αργότερο
μεθαύριο μας είπαν… Αλλά μέχρι τότε ήθελα να ζητήσω, αν γίνεται, να μου δώσεις
τον κωδικό για να μπαίνει στο ίντερνετ ο πιτσιρικάς μέσα από τη δική σου
σύνδεση. Είδε οτι έχει σήμα μια χαρά από το διαμέρισμά μας και μ΄ έφαγε…» ψέλλισε
συνεσταλμένα ο μπάτσος.
«Αυτό ήταν; Βεβαίως –κανένα
πρόβλημα», τον καθησύχασε ο Κώστας.
Πετάχτηκε μέχρι το ρούτερ,
βρήκε τους κωδικούς και τους έγραψε σ΄ένα χαρτί.
«Χίλια ευχαριστώ», χαμογέλασε
ο μπάτσος.
«Μην το συζητάς –γείτονες
είμαστε, σήμερα θέλεις εσύ πρόσβαση στο ίντερνετ, αύριο θέλω εγώ κάτι άλλο…»
γέλασε ο Κώστας.
«Σαν τι άλλο;» κούμπωσε ο
μπάτσος.
«Ξέρω ‘γω; Να με κλείσετε μέσα
και να με ταΐζετε τζάμπα –εκεί που έχει φτάσει ο μισθός μου…» είπε ο Κώστας.
Ο μπάτσος ξεκαρδίστηκε.
«Μας έχουν ξεσκίσει μ΄ αυτή
την κρίση», παραδέχτηκε.
«Ε, μην το λες. Εσείς όλο και
τα έχετε τα εξτραδάκια σας. Κάτι εκτός έδρας, κάτι υπερωρίες…» του χώθηκε ο
Κώστας.
«Τρίχες κατσαρές! Καμιά σχέση
με παλιά. Σου βγαίνει ο κώλος, βάζεις από την τσέπη σου και περιμένεις πότε θα
στα δώσουν…» μουρμούρισε ο μπάτσος. «Εσύ;»
«Δημόσιος υπάλληλος».
«Α, μια από τα ίδια…»
«Και χειρότερα. Τέλος πάντων.
Πού δουλεύεις Βασίλη; Να ξέρω, αν με πιάσουν να σε βάλω βύσμα», γέλασε ο
Κώστας.
«Άμα περιμένεις από μένα
–σώθηκες!» γέλασε με τη σειρά του ο μπάτσος. «Είμαι στη Διεύθυνση Διαχείρισης
Υλικού…»
«Μάλιστα! Καμιά στολή, καμιά μάσκα
για τα καυσαέρια μπορείς να μας εξασφαλίσεις;» ζήτησε ο Κώστας.
«Τι να τα κάνεις; Σάπια
υφάσματα και άχρηστο υλικό, απ΄ έξω προμηθεύονται και οι δικοί μας»,
παραδέχτηκε ο μπάτσος.
«Δε σας δίνουν λεφτά ν΄
αγοράσετε καινούργια;» απόρησε ο Κώστας.
«Μας δίνουν, πώς δε μας
δίνουν!»
«Και;»
«Όπως στα είπα –σάπια υφάσματα
και άχρηστο υλικό…»
«Α, τόσο καλά!»
Ο μπάτσος ρούφηξε λαίμαργα τη
μπύρα του κι ο Κώστας αποφάσισε, χωρίς να το πολυσκεφτεί, οτι μπορούσε να ανοίξει
λίγο την κουβέντα.
«Τουλάχιστον εκεί που είσαι
δεν έχετε τρεχάματα με την καινούργια τρομοκρατική οργάνωση», είπε προσπαθώντας
να φανεί αδιάφορος.
«Δεν πάνε να γαμηθούνε όλοι
τους;» νευρίασε ο μπάτσος. «Από τη μια οι κερατάδες του Εθνικού Μετώπου από την
άλλη οι μαχαιροβγάλτες… Μας περνάνε για μαλάκες, κατάλαβες;»
«Όχι», παραδέχτηκε ο Κώστας.
«Ρε χριστιανέ μου, όλα γίνονται
από τους νυχτόβιους, τους μπράβους, τους νταβατζήδες… Έρχονται αυτοί από το Εθνικό Μέτωπο και σου μιλάνε
για έθνος και θρησκεία –κουραφέξαλα! Δεν τους ξέρουμε, νομίζεις; Μέχρι χτες φέρνανε
πουτάνες από την Αφρική και την Ασία και σπάγανε μαγαζιά –σήμερα τους πήρε ο πόνος
να διώξουν τους λαθρομετανάστες; Πουλάνε και μούρη από πάνω οτι δεν κάνουμε τη δουλειά
μας κι αν πάει κανένα περιπολικό να ελέγξει τα μπουρδέλα, σπάνε τα τηλέφωνα –έχουν
διαβρώσει την Υπηρεσία οι πούστηδες!»
«Έτσι ε;» έκανε ο Κώστας.
«Έτσι –πώς; Αλλιώς; Έχεις τώρα
από την άλλη μεριά τις συμμορίες που χάνουν τις πιάτσες, τι κάνουν λοιπόν;»
«Τι κάνουν;»
«Το παίζουν αντιεξουσιαστές και
τιμωροί –αυτό κάνουν!»
«Δηλαδή λες οτι η καινούργια οργάνωση…»
«Ποια οργάνωση; Μην πιστεύεις τις
μαλακίες που λένε στις ειδήσεις ρε Κώστα. Ο τελευταίος σκοτωμένος πούλαγε προστασία
σε καφετέριες –αυτοί που τον φάγανε, θέλανε να του πάρουν τα μαγαζιά –τι να λέμε
τώρα;» ξεκαθάρισε ο μπάτσος.
«Εντάξει –εγώ να το δεχτώ, αφού
το λες κιόλας… Όμως ο προηγούμενος σκοτωμένος;»
«Ποιος ξέρει με τι σκατά ήταν μπλεγμένος
κι αυτός…»
«Ναι, αλλά πιάσατε έναν Πακιστανό,
Ιρανό, Αφγανό, Αρειανό –κάτι τέτοιο…»
«Έλα μωρέ Κώστα, είσαι και δημόσιος
υπάλληλος –δεν τα ξέρεις αυτά;»
«Ποια αυτά;»
«Άμα σε ζορίζουν πρέπει να δείχνεις
οτι δουλεύεις. Πέσανε να μας φάνε, οικογενειάρχης το θύμα και δημοτικός σύμβουλος
κι αρχίδια μάντολες. Κάτι έπρεπε να δείξουμε!»
«Κι ο ανθρωπάκος που πιάσατε –τι
σας έφταιγε;»
«Ατυχία Κώστα μου! Βρέθηκε σε λάθος
μέρος τη λάθος στιγμή. Άλλωστε σ΄ αυτή την κωλοχώρα που διάλεξε να έρθει, τι περίμενε
δηλαδή;»
«Αυτό να μου πεις…» παραδέχτηκε
αμήχανα ο Κώστας.
Είχε ξαναρχίσει να φοβάται που
άνοιξε κουβέντα, ήταν κι αυτό το κόλπο με την πρόσβαση στο ίντερνετ –κι αν δηλαδή
στο απέναντι διαμέρισμα αντί για γυναίκα και παιδί είχε εγκατασταθεί ένα ολόκληρο
κλιμάκιο ηλεκτρονικής παρακολούθησης; Κοριοί, έλεγχος στα ηλεκτρονικά του αρχεία,
κρυφές κάμερες –πήρε πάλι να ιδρώνει. Τι κι αν δεν είχε τίποτα ύποπτο στο κομπιούτερ
του; Θέλανε πολύ αυτοί για να του φυτέψουν προκηρύξεις και σχέδια για βόμβες; Κι
αν παρακολουθούσαν τα τηλέφωνά του;
«Να φεύγω –μάλλον ανεβάζεις πυρετό»,
είπε ο μπάτσος.
«Ναι, δε νιώθω καλά, η ίωση…» ψέλλισε
ο Κώστας.
«Συγνώμη, το παράκανα κι εγώ –αρμένικη
βίζιτα…» δικαιολογήθηκε ο μπάτσος.
«Δεν πειράζει –ήθελα λίγη παρέα»,
παραδέχτηκε ο Κώστας.
Και τότε μπήκε η Αθηνά. Φουριόζα,
παρφουμαρισμένη, έτοιμη για νυχτερινή πασαρέλα, μπούκαρε από την εξώπορτα την οποία
είχε ξεχάσει ανοιχτή, τόση ώρα, ο Κώστας.
«Καλησπέρα», έκανε ντροπαλά.
Ο μπάτσος γύρισε απότομα και του
πετάχτηκαν τα μάτια έξω. Πήγε κάτι να πει, μάσησε τα λόγια του και πνίγηκε.
«Αθηνά, από εδώ ο Βασίλης. Είναι
ο καινούργιος γείτονας –μένει με την οικογένεια του στο απέναντι διαμέρισμα», είπε
ο Κώστας.
Η Αθηνά προχώρησε προς το μέρος
του, ο μπάτσος σκοτώθηκε να της κάνει χειραψία.
«Βασίλη, αυτή είναι η Αθηνά –η
μνηστή μου», είπε όλο επισημότητα ο Κώστας.
«Ααα, χάρηκα πολύ!» έκανε ο μπάτσος.
«Να τον προσέχετε δεσποινίς –είναι χάλια από ίωση».
«Τι να γίνει; Αφού ήθελα γέρο καλά
να πάθω!» γέλασε η Αθηνά.
Γέλασε κι ο μπάτσος με τη σειρά
του –μετά ο Κώστας τον συνόδεψε μέχρι την πόρτα.
«Φίλε μου, είσαι πολύ τυχερός –καταπληκτική
γυναίκα –παντρέψου τη γρήγορα, πριν στην πάρει κάνας άλλος», ψιθύρισε ο μπάτσος
στον Κώστα ενώ έβγαινε από το διαμέρισμα.
Ο Κώστας χαμογέλασε και τον χτύπησε
στην πλάτη πριν κλείσει, επιτέλους, την εξώπορτα.
«Λοιπόν, θα έχεις και μπάτσο απέναντι
–ποιος τη χάρη σου!» γέλασε η Αθηνά.
«Ναι», έκανε αφηρημένα ο Κώστας.
«Πάντως δεν χρειαζόταν…» είπε η
Αθηνά.
«Ποιο πράγμα;»
«Να πεις οτι είμαι μνηστή σου».
Ο Κώστας έψαξε τα τσιγάρα του,
άναψε ένα και απέφυγε να την κοιτάξει.
«Έτσι πάνε αυτά τα πράγματα –πρώτα
μνηστεία, μετά γάμος, δεν το ήξερες;» εξήγησε ήσυχα.
«Ναι –έτσι πάνε για όλον τον άλλο
κόσμο», διαπίστωσε πικρά η Αθηνά.
«Κι εμείς δηλαδή γιατί να διαφέρουμε;»
απόρησε ο Κώστας.
«Γιατί είσαι μαλάκας ίσως;» πρότεινε
η Αθηνά.
«Αυτό ισχύει απολύτως. Αλλά δεν
είναι λόγος για να μην παντρευτούμε!» είπε ο Κώστας.
«Ε;»
«Λέω. Μαλάκας ήμουν από τότε που
με γνώρισες και γι΄αυτό με ερωτεύτηκες σφόδρα», σταμάτησε γιατί η Αθηνά έκανε μια
γκριμάτσα που έμοιαζε με κοροϊδευτικό χαμόγελο, αλλά συνέχισε απτόητος. «Κι αφού
μαλάκα με ερωτεύτηκες, λέω να παραμείνω μαλάκας για να σε πείσω να με παντρευτείς
κιόλας».
Η Αθηνά κοκκίνισε.
«Κόψε τις βλακείες», είπε απότομα.
«Βλακείες, εντάξει –ο γάμος είναι
σκέτη βλακεία το παραδέχομαι. Και φυσικά δε μιλάμε για εκκλησίες, δεξιώσεις κι άλλα
τέτοια ξεφτιλίκια… Μια απλή τελετή στο δημαρχείο, λίγοι φίλοι –δεν είμαστε για έξοδα…»
πήρε να κανονίζει ο Κώστας.
«Τι μου λες τώρα δηλαδή ρε Κώστα;»
τσίριξε η Αθηνά.
«Σου κάνω πρόταση γάμου, αυτό λέω»,
εξήγησε ο Κώστας.
«Έτσι;» απόρησε η Αθηνά.
«Πώς αλλιώς;»
«Τόσο στην ψύχρα;»
«Δεν είχα εύκαιρα τα βιολιά…»
«Άντε γαμήσου Κώστα!»
«Αυτό σημαίνει ‘όχι’ δηλαδή;»
«Άντε γαμήσου είπα!»
«Δυο αρνήσεις ίσον μια κατάφαση
πάντως», επεσήμανε ο Κώστας.
Η Αθηνά έπεσε πάνω του απότομα,
κόντεψε να τον ρίξει, αλλά, τελευταία στιγμή, σώθηκε η κατάσταση –ο Κώστας έκανε
δυο βήματα πίσω και την έσφιξε στην αγκαλιά του.
«Δηλαδή το εννοείς;» του ψιθύρισε
η Αθηνά κλαίγοντας.
«Μόνο αν το εννοείς κι εσύ –αλλιώς
θα το παίξω άσχετος, δεν μου αρέσει να με απορρίπτουν», είπε ο Κώστας.
«Άντε γαμήσου», ξανάπε η Αθηνά.
«Καλή ιδέα», παραδέχτηκε ο Κώστας
τραβώντας την προς την κρεβατοκάμαρα.
Έπεσαν στο κρεβάτι ντυμένοι, το
στρώμα διαμαρτυρήθηκε τρίζοντας κάτω από το απότομο βάρος τους.
«Ο μπάτσος είπε…» ψιθύρισε η Αθηνά.
«Τι είπε ο μπάτσος;» ρώτησε ο Κώστας
προσπαθώντας να της ξεκουμπώσει τη φούστα.
«Οτι είσαι άρρωστος…»
«Τώρα έγινα περδίκι», είπε ο Κώστας
τραβώντας της τη φούστα κάτω από τα γόνατα.
Και η πλάκα ήταν οτι το εννοούσε….
10 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
(σημ. στον εαυτό μου: να θυμάμαι άλλη φορά να μην διαβάζω Μοτοσακό, τρώγοντας πίτσα κ πίνοντας μπύρα στην Λίμνη του Αλή Πασά)
...βρε βρε τον Βασιλάκηηηη (Καΐλα)! :) ... λέω εγώ τώρα...
Ρε, είσαι στη λίμνη κι αντί να χτυπήσεις καμιά πάπια κάθεσαι και διαβάζεις σαχλαμάρες; Καλά να πάθεις!
Καϊλα του, τού Βασιλάκη!
Ήμουν αλλά δεν είχε πάπιες και χτύπησα μια πίτσα.
Καϊλα του, ναι...λες και δεν σ' έμαθα πια!!! Κάποια στιγμή θα παίξει σημαντικό ρόλο στην ιστορία, θα το δεις:Ρ
Δεν βρήκες πάπια κι έφαγες πα-πίτσα, πάει καλά! Είμαστε φτωχή παραγωγή και δεν έχουμε τη δυνατότητα κομπάρσων οπότε, όσοι μπαίνουν, έχουν σημαντικό ρόλο στην υπόθεση -έτσι πάει.
Σωστά.. Αλλά κάποια στιγμή πρέπει να μας μπλοφάρεις κιόλας.
Να βάζεις δηλαδή, που και που, κάποιους ήρωες, να κάνουν ένα τέτοιο πέρασμα, και μετά να εξαφανίζονται!
Να μας πιάνει η αγωνία και να ρωτάμε... έτσι για να στρώσουμε χαρακτήρα.
Κι άμα είναι να μπλοφάρω θα σας το πω; Χαχαχαχαχα
Υ.Γ.: Βέβαια και το να λες οτι μπλοφάρεις μπορεί να είναι μπλόφα...
διαβαζω για τριτη τεταρτη φορα περιμενοντας το επομενο. παω να βαλω μια βοτκα για πρωινο. βρε τι κακο μας εχει κανει ο αργυρης...
Επανάληψη μήτηρ μαθήσεως (ή διαφορετικά: τι άλλες μαλακίες θα σκεφτείς ρε φίλε για να δικαιολογήσεις το οτι δεν έχεις προλάβει να τελειώσεις την επόμενη συνέχεια;)
Πάντως, επειδή είμαι στα καλουπώματα μπορώ να σε διαβεβαιώσω οτι αυριομεθαύριο που θα βγει η συνέχεια, είτε θα δικαιωθείς για την αναμονή σου, είτε θα μου ρίξεις δυο φάσκελα και δεν θα ξαναδιαβάσεις τίποτα εδώ μέσα, χεχεχεχεχεχε.
Εγώ πάντως στην λίμνη ξαναπήγα και πάλι δεν χτύπησα πάπια...αλλά ούτε και σαχλαμάρες διάβασα :)
Ε, άλλαξε λίμνη -μάλλον αυτό θα φταίει!
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!