(Αυτή είναι μια ιστορία που είχα φτιάξει πριν κάμποσο καιρό, οι παλιότεροι θα τη θυμούνται -την έστειλα σ΄ένα διαγωνισμό εδώ πέρα. Όποιος θέλει, την ψηφίζει)
Το νερό ρούφαγε μικρούς αγκαθωτούς ήλιους, κοίτα πως
γίνεται, πέφτει εκείνος ο φωτεινός αχινός -κι εγώ δεν ξέρω από πού –διαλύεται
όταν ακουμπάει στη λεία επιφάνεια, το νερό μετατρέπει τη λάμψη σε αντανάκλαση
κι αυτό ήταν όλο. Πάταγα σε ζαχαρένια άμμο βουλιάζοντας στο νερό, μια θάλασσα
μόνο δικιά μου. Και ο ήλιος εξουδετερωμένος από το νερό –που το πας αυτό;
Σκεφτόμουν οτι αν τα τίναζα εκεί μέσα δεν θα είχα κανένα παράπονο, ίσως ο
χρόνος να ήταν λάθος αλλά ο τόπος ήταν ιδανικός –δεν μπορούμε να τα θέλουμε κι
όλα δικά μας!
Τότε άκουσα τις φωνές. Αλλά δεν γύρισα να κοιτάξω –δε γαμιέσαι όποιος και να ‘σαι;
Είχαμε ξεκινήσει παραμυθιασμένοι, με προορισμό τις ξανθιές τουρίστριες που θα μας περίμεναν στα λιμάνια, πρόθυμες για όλα. Κουβαλούσαμε υπνόσακους, σκηνές και παγούρια τιγκαρισμένα στη βότκα, κουβαλούσαμε ένα πλήρες σετ εργαλείων για τα διακοσοπενηντάρια σούργελα που καβαλάγαμε, κουβαλούσαμε την κατάρα των γέρων μας για τα λεφτά που θα ξοδεύαμε άσκοπα αντί να πάμε στα κωλοχώρια μας όπου θα είχαμε τα πάντα τζάμπα. Και να φανταστείς οτι τα λεφτά ήταν δικά μας, τα είχαμε δουλέψει έναν χειμώνα ολόκληρο σε δειγματοδιανομές και ιδιαίτερα μαθήματα (οι υπόλοιποι αυτό το τελευταίο, καθότι εγώ δε φτούραγα λόγω αντικειμένου σπουδών).
Έτσι επιβιβαστήκαμε στον σκυλοπνίχτη, δέσαμε, σα σαλάμια, τα σούργελα στο γκαράζ, «ρε μαλάκα, έτσι που μπέρδεψες το χταπόδι δεν θα μπορείς να το λύσεις όταν φτάσουμε!» «κάνε δουλειά σου –εδώ μιλάμε για ναυτικό κόμπο, βλέπε να μαθαίνεις», «έτσι δένουν οι ναυτικοί; και πότε το κάνουν αυτό; όταν πάνε να κρεμαστούν στο πιο ψηλό κατάρτι;»
Ήταν λοιπόν αυτή η θάλασσα που δε με άφηνε να ασχοληθώ με οτιδήποτε άλλο, είχα σημαντική δουλειά να κάνω, είχα να ψάξω κατά που πάει το ρεύμα –και δεν ήταν μόνο ένα το ρεύμα. Ενώ κέντραρα αφήνοντας ρυάκια να περνάνε κατά το πέλαγος βιαστικά, ανάμεσα στα πόδια μου, την ίδια στιγμή έτρωγα μια απαλή στην πλάτη, σε στυλ φιλικής παραίνεσης, «κατά κει πέφτει η παραλία αν ενδιαφέρεσαι». Δεν ενδιαφερόμουν. Άφηνα το νερό να κάνει τα δικά του κι εγώ κάρφωνα τα πόδια στην άμμο πεισματικά –ούτε μπρος, ούτε πίσω, εδώ είμαι καλά, λέω να μείνω. Οι φωνές συνεχίζονταν ακανόνιστα.
Ψάχναμε μια δικαιολογία να πάμε Μύκονο. Δηλαδή, κι αλλού να πηγαίναμε στ΄αρχίδια μας, αλλά την είχαμε δει «αν όχι τώρα, τότε ποτέ» με το νησί. Επειδή ήταν εκείνη η συναυλία, τρεις μέρες στην παραλία –ή κάπως έτσι. Θα μαζεύονταν όλα τα καλά παιδιά, γνωστοί μας νιου γουέιβ τύποι που είχαμε περιέργεια να δούμε αν θα γίνουν στάχτη από τις ακτίνες του ήλιου, κάτι παλιοί ροκάδες και μπόλικοι ενδιάμεσοι. Δέκα συγκροτήματα το σύνολο, μπορεί και περισσότερα –τι σημασία είχε; Εμείς πηγαίναμε για τη φάση, φρι κάμπινγκ και φωτιές στην παραλία τις νύχτες –κάπως έτσι το είχαμε υπολογίσει. Και για τις τουρίστριες –ξανθές, πρόθυμες, απελευθερωμένες –ροκ συναυλία ήταν, δεν μπορεί ... όλο και θα μαζεύονταν στα πέριξ.
Είπαμε να ξεκινήσουμε τις γνωριμίες στο καράβι εφόσον «των φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάσουν –δεν πεινάνε», σωστά;
«Ένα 3-0 ατόφιο», μου μάγκωσε το γόνατο ο Τόλης. Σκέτη τανάλια, έδειχνε ταυτόχρονα στο βάθος κατάστρωμα, δέκα πάγκους μακριά μας.
«Σιγά ρε γαμώτο, με σακάτεψες», γκρίνιαξα.
«Καλά, θα σου περάσει. Τώρα προέχει το 3-0», με γείωσε.
3-0, μαγικός συνδυασμός, τρεις κοπέλες μόνες τους, ασυνόδευτες. Το μαγικό βεβαίως είχε να κάνει με το γεγονός οτι κι εμείς τρεις ήμασταν.
«Και τι περιμένεις; Δεν ξέρεις τη δουλειά σου;» αναρωτήθηκε ο Πέτρος κοιτάζοντάς τον. «Δώσμου ένα Κάμελ». Αυτό πήγαινε σε μένα, αφού ήμουν ο μόνιμος καπνιστής και άρα προμηθευτής των υπολοίπων.
Του έδωσα και ξάπλωσα στον άβολο πάγκο όσο πιο άνετα μπορούσα περιμένοντας τη σειρά μου. Γιατί έτσι ήταν τα πράγματα όταν επρόκειτο για γκόμενες, πρώτα ο Τόλης για πιάσιμο επαφής, μετά εγώ, ο ειδικός σε θέματα γενικής φύσεως περί ανέμων και τα λοιπά, τελευταίος ο Πέτρος για να χοντρύνει τη φάση.
Ο Τόλης σηκώθηκε, οι γιακάδες του τζιν μπουφάν του σηκώθηκαν επίσης, ξεκίνησε να περπατάει με μισάνοιχτα πόδια σα συγκαμένος.
«Πάνω τους σακάτη!» πανηγύρισε ο Πέτρος.
«Λες να του την κάνουμε και να τον αφήσουμε στον άσσο;» σκέφτηκα φωναχτά.
«Πλάκα θα είχε», είπε ο Πέτρος.
«Πάει για τώρα;» τον ρώτησα.
«Άσε μωρέ τις σάχλες. Αν ήταν τίποτα κηδείες οι γκόμενες –εντάξει. Αλλά μου φαίνονται μια χαρά. Κι εσύ κάνεις όλο τα ίδια όταν έρχεται η σειρά σου να προωθηθείς».
Είχε δίκιο –όλο τα ίδια έκανα. Ποτέ δεν ήμουν άνετος με τις άγνωστες γκόμενες –γινόμουν όμως λόγω ανάγκης. Αλλά υπήρχε κάτι ακόμα, οι κοπέλες εκεί πέρα ήταν ανοιχτή βεντάλια, ξεκίναγαν από τη σούπερ και κατέληγαν στο φρόκαλο. Και ποιος θα έπαιρνε το φρόκαλο; Ποιος είχε το χειρότερο μηχανάκι; Ποιος διάλεγε πάντα τελευταίος; Εκεί ακριβώς ήταν το πρόβλημά μου αν θες να ξέρεις.
Ο Τόλης στραβοκοίταζε προς το μέρος μας απεγνωσμένος, είχε κάνει το κομμάτι του και τώρα καθόταν έτοιμος για κρέμασμα, με τις ατάκες ξεφούσκωτες κάτω από τα Κονβέρς του. Σηκώθηκα βιαστικά –καλύτερα να κουβάλαγα στη μηχανή μου εκείνη την ασχημομούρα της παρέας, παρά τη γκρίνια του για τις υπόλοιπες διακοπές. Πλησίασα –η φάτσα του έφεξε.
«Μάι φρεντ ...», τράβηξε μια απομίμηση Μίκυ Ρουρκ από Μπαρφλάι μεριά. Μετά με σύστησε στις κοπέλες, αρχίδια, δεν έπιασα τα ονόματά τους –έτσι κι αλλιώς θα τα ξέχναγα αμέσως -ακόμα κι αν τα καταλάβαινα.
Κάτι Ολλανδέζες ήταν, προς το βλάχες –μόνο τα τσόκαρα και το μαντήλι τους έλειπαν για να πάνε ν΄αρμέξουν τις ολόφρεσκες αγελάδες καταμεσής στα παχιά λιβάδια. Κοίταξα τον Πέτρο που αντικαρφωνόταν χαζεύοντας το ανοιχτό πέλαγος –τον ζήλεψα κάπως.
Μετά άρχισα μια παπαρολογία περί τόπων καταγωγής (μου είπαν κάτι μέρη άγνωστα, μάλλον από τα Τρίκαλα Ολλανδίας ήταν οι κοπέλες), περί σπουδών (νοσοκόμες ή παραδουλεύτρες σπούδαζαν –δεν το ΄πιασα καλά) και κατέληξα σε ερωτήσεις σχετικά με το πως περνάνε στη χώρα μας (που χέστηκα δηλαδή, αλλά, να ‘χαμε να λέγαμε). Πριν το καταλάβω πλάκωσε ο Πέτρος, ηρέμησα γιατί η δουλειά μου είχε τελειώσει, ζήτησα συγνώμη και καλά για κατούρημα –ο Τόλης με ακολούθησε.
«Πως τις είδες;» ρώτησα.
«Ξενερουά» απάντησε.
«Εμένα μου λες;» παραπονέθηκα. «Ούτε με τη θεια μου δεν κάνω τόσο κόπο να βρω θέματα για κουβέντα».
«Εντάξει δεν τρέχει τίποτα», είπε.
«Άρα, τις φτύνουμε και πάμε γι΄άλλα;» χαμογέλασα.
«Τρελός είσαι;» πετάχτηκε. «Το 3-0 είναι ιερό! Αν τις αφήσουμε θα πάμε τσιφ στην κόλαση! Άλλωστε, εγώ έχω αποφασίσει να πάρω αυτή με τα κοντά μαλλιά».
Τον κοίταξα.
«Την ψηλή;»
«Την ψηλή ναι».
«Που μοιάζει με άλογο;»
«Αυτήν».
Κούνησα το κεφάλι. Είχε διαλέξει τον μέσο όρο, έμενε η σούπερ και το φρόκαλο. Τι ανησυχούσα; Λες και δεν ήξερα τη μοίρα μου!
Οι φωνές κατάφεραν να φτιάξουν το δικό τους ρεύμα στη θάλασσα –τι σου λέει πάλι αυτό; Όχι γαργαλιστικό και υπόγειο σαν εκείνα που με απασχολούσαν προηγουμένως –όχι τέτοιο. Στον αφρό κυλούσε ένα ρεύμα από φωνές κι ο αφρός έμοιαζε με φανέλα του Ολυμπιακού –ασπροκόκκινος. Ήθελα να το αποφύγω, μην κοιτάξεις τον αφρό, κάνε βουτιά και άστον να περάσει από πάνω σου. Θα φύγει, τι θα κάνει; Πίσω είναι το ανοιχτό πέλαγος, μπροστά η παραλία που ουρλιάζει –κάτσε εδώ, με τα νύχια σφηνωμένα στην υγρή άμμο, θα περάσει. Μην κοιτάς ρε ηλίθιε, βούτα όσο προλαβαίνεις! Βούτηξα. Κάτι μασίφ ερχόταν προς το μέρος μου, με σχήμα πολύ ευέλικτο. Σκέφτηκα να πάω πιο βαθιά –κώλωσα. Όταν η παραλία ουρλιάζει και το νερό κουβαλάει άσχετα χρώματα δεν πας στα βαθιά. Αλλά τότε τι κάνεις; Βγαίνεις έξω; Εκείνη η ιδέα περί του να τα τίναζα επιτόπου δεν μου φαινόταν πλέον και τόσο κακή. Το μέρος ήταν σωστό κι ο χρόνος άρχιζε να γίνεται ασφυκτικός.
Κάπνιζα σκαρφαλωμένος στα κάγκελα της πλώρης, δίπλα μου ο Τόλης ταξινομούσε γυναίκες, του καλού καιρού.
«Εκείνη θα γούσταρα να τη σκίσω με εμπάθεια –κοίτα στυλ το σκυλί! Από αυτές που δεν καυλώνουν με το πήδημα αλλά με τους άντρες να τις παρακαλάνε! Πολύ εμπάθεια ρε συ, σεξ και βία στο Ιράν, τέτοια φάση θα γούσταρα μαζί της!»
Το «Σεξ και βία στο Ιράν» ήταν το πρώτο βιβλίο που είχα μεταφράσει, την εποχή που ήμουν εργαζόμενος φοιτητής παύλα καταληψίας. Πάει να πει, είχαμε καταλάβει τη σχολή και τα ΚΝΑΤ μας πετάγανε αναμμένα στουπιά απ΄έξω κι εγώ, κύριος στο έρημο αμφιθέατρο, κάπως μελαγχολικός και χλωμός από το ξενύχτι μετάφραζα τσόντες για να βγάλω κανένα ψιλό. «Σεξ και βία στο Ιράν» -μια βδομάδα δουλειά, ενός μήνα χαρτζιλίκι. Κοίταξα την κοπέλα που ήθελε να σκίσει ο Τόλης, μια κανονική κανονικότατη μου φάνηκε. Είχε και σγουρό μαλλί, όμορφη κάπως, μετρημένα έκφυλη.
«Που τα είδες όλα αυτά ρε;» τον ρώτησα.
«Ποια;»
«Αυτά, οτι γουστάρει οι άντρες να την παρακαλάνε κι έτσι ...»
Με χτύπησε πατρικά στην πλάτη επιδεικνύοντας την αναμφισβήτητη σοφία του γεροντότερου, παρ’ όλο που εξακολουθούσα να του ρίχνω έναν χρόνο στ΄αυτιά.
«Το γράφει στο μέτωπό της ρε κορόιδο, το φωνάζει με ντουντούκα, το έχει κρεμάσει γιγαντοπανώ και το σέρνει με αεροπλάνο πάνω από το καράβι. ‘Παρακάλα με σκλάβε να σου κάτσω’, δεν το βλέπεις;»
Κοίταξα ψηλά. Δεν το έβλεπα.
«Παλιοπουτάνα!» σφύριξε μέσα από τα δόντια του ο Τόλης και σταμάτησε να ασχολείται.
Σφήνωσα το τσιγάρο μεταξύ μέσου και αντίχειρα, σημάδεψα μεσοπέλαγα και το σούταρα.
«Δεν πάμε να δούμε τι κάνει ο άλλος;» πρότεινα.
«Κάτσε, έπιασε λιμάνι το καράβι –κάτσε να ελέγξουμε τις διαδικασίες πρόσδεσης», παρακάλεσε ο Τόλης.
Κολλήματα τέτοια είχε πολλά. Καθίσαμε λοιπόν και χαζεύαμε τους κάβους.
«Κοίτα ρε! Κοίτα!» μου σακάτεψε τον καρπό με ατσαλένια δάχτυλα ο Τόλης.
«Τι ΄ναι πάλι;» τσίριξα.
«Κοίτα αυτό εκεί το αγγελουδάκι! Οπτασία σκέτη!»
Κοίταξα την ξενέρωτη, κοκαλιάρα ξανθιά που έδειχνε –εντάξει, καλή φάτσα αλλά σκελετός χωρίς κρέας κάτω από το δέρμα. Δεν είπα τίποτα.
«Άγγελος! Αθώα, αγνή! Πόσο θα γούσταρα να τη σκίσω!» μουρμούρισε ο Τόλης.
«Για σιγά! Την άλλη τη σκύλα, λέμε τώρα, να τη σκίσεις –το καταλαβαίνω. Αλλά αυτή που είναι αγνό, αθώο αγγελούδι; Πάλι να τη σκίσεις;» αγανάκτησα.
«Ναι! Αλλά αγνά, τρυφερά! Όχι με εμπάθεια όπως την άλλη την παλιοπουτάνα!» μουρμούρισε αναπολώντας ήδη το απραγματοποίητο.
Δεν έβγαζα άκρη.
Τότε ήρθε ο Πέτρος χαρούμενος και τουριστικός. Απορήσαμε.
«Τι κάνεις εδώ ρε; Που είναι οι γκόμενες;»
Μας κοίταξε λες και μόλις τις θυμήθηκε.
«Αααα, αυτές; Κατέβηκαν».
«Τι έκαναν;»
«Κατέβηκαν εδώ στην Τήνο».
Φάγαμε μπόλικα βολτ στο απότομο.
«Και γιατί δεν μας το είπες πιο πριν ρε μαλάκα;»
Έξυσε το κεφάλι του.
«Σας το λέω τώρα».
«Ναι αλλά τώρα είναι αργά! Δεν προλαβαίνουμε να κατέβουμε μαζί τους!»
Μας κοίταξε απορημένος.
«Γιατί να κατέβουμε; Μύκονο δεν πάμε;»
Τι να του λέγαμε; Τίποτα δεν του είπαμε, το αφήσαμε να δουλεύει μέσα μας και που ξέρεις; Αν ήμασταν τυχεροί, δυο τρία τέτοια ακόμα και θα το κονομάγαμε το έλκος στομάχου –αλλά καλύτερα στομαχικός παρά φονιάς πίσω απ’ τα κάγκελα.
Το πήρα απόφαση να βουτήξω εκεί που στεκόμουν. Να καθίσω κάτω από το νερό, να περάσουν όλα από πάνω μου –όλα περνάνε, έτσι δε λένε; Σαχλαμάρες. Άνοιξα τα μάτια, έψαξα εκείνο το μασίφ σκουπίδι που ερχόταν προς το μέρος μου και ήταν ένα λερωμένο πουκάμισο. Δεν υπήρχε λόγος να κρύβομαι –οι φωνές πλησίαζαν γιατί κάποιοι είχαν μπει στη θάλασσα.
«Μην είσαστε μαλάκες! Σε δυο μέρες θα έρθουν Μύκονο οι γκόμενες», φώναξε ο Πέτρος για ν΄ακουστεί μέσα από τον θόρυβο των κινητήρων.
Λιώναμε στο καμίνι του αμπαριού, περιμένοντας ν΄ανοίξει η μπουκαπόρτα. Καπνός και άκαυστη βενζίνη, μυρωδιά από γράσο και αναμονή.
«Και πού θα μείνουν;» ρώτησε κάπως μανουριασμένος ακόμα ο Τόλης.
«Στο κάμπινγκ».
«Γιατί δεν τους είπες να έρθουν στη συναυλία;»
«Τους το είπα».
«Μάλιστα. Και;»
Η μπουκαπόρτα άνοιξε, οι γρήγοροι ξεχύθηκαν κορνάροντας. Κατεβήκαμε όταν έσπασε κάπως ο συνωστισμός, τέσσερις κτηνώδεις BMW μας διπλάρωσαν, οι αναβάτες έσκυψαν να μας μιλήσουν, οι boxer κόντεψαν να μας τσακίσουν τα γόνατα όσο τα κτήνη πλάγιαζαν. Φώναζαν κάτι στον Τόλη. Πλησίασα.
«Φρι κάμπινγκ! Γουέαρ;» άκουσα το γομάρι να ρωτάει –δερμάτινο γιλέκο ανοιχτό, δερμάτινο παντελόνι, χαϊμαλιά.
Ο Τόλης με κοίταξε.
«Γράφτους στ΄αρχίδια σου τους μαλάκες και μη λες τίποτα», του φώναξα. «Αν φέρουν τις γουρούνες τους εκεί που πάμε θα γίνει κατολίσθηση».
Ο Τόλης μού έκλεισε το μάτι κι έκανε τον ανήξερο. Στο λιμάνι είχε νυχτώσει –ξεκινήσαμε, ο ένας πίσω από τον άλλο.
«Πάω μπροστά, τον ελέγχω το δρόμο», μας σφύριξε ο Τόλης.
Το δεχτήκαμε. Σε θέματα προσανατολισμού ήταν άπιαστος.
Αφήσαμε πίσω τα τελευταία σπίτια και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε σε φιδίσιες ανηφόρες. Αρχίσαμε και τις πλάκες στις στροφές, πατάγαμε φρένο όσο αργότερα γινόταν, κάτι γκρεμοί μάς περίμεναν, αλλά ήταν πίσσα σκοτάδι και δεν τους βλέπαμε.
«Κόψε, κόψε», έκανε νόημα στον Τόλη ο Πέτρος.
Βγήκαμε στην άκρη του δρόμου.
«Τι έγινε;»
«Δε βλέπετε τα φώτα από κάτω; Οι Γερμαναράδες μάς ακολουθούν», έδειξε ο Πέτρος.
«Πολύ καργιόληδες!» παρατήρησε ο Τόλης. «Άστο σε μένα, θα τους στείλω για βρούβες».
Ξεκίνησε, ακολουθήσαμε –οι ανηφόρες έγιναν κατηφόρες, πήρε κάτι χωματόδρομους, χώθηκε σε χωράφια, ακούγαμε σκυλιά από παντού. Αν δεν είχαμε χάσει το δρόμο, θα τον χάναμε εντός ολίγου, κοίταξα τον μετρητή στο καντράν για να βεβαιωθώ ότι είχαμε μπόλικη βενζίνη ακόμα. Είχαμε. Ο Τόλης σταμάτησε στη μέση του πουθενά.
«Σβήστε φώτα», είπε.
Τα σβήσαμε. Περιμέναμε εκεί, σταματημένοι, μόνο τα μέταλλα των εξατμίσεων ακούγονταν να κροταλίζουν ακατάστατα. Σε λίγο είδαμε τα φώτα τους, κρατήσαμε τις ανάσες μας –χωρίς να χρειάζεται.
Μας προσπέρασαν, 100 μέτρα παραπέρα. Αφήσαμε ένα πεντάλεπτο να περάσει.
«Πάμε τώρα», είπε ο Τόλης.
Ξεκινήσαμε τις μηχανές.
«Ξέρεις το δρόμο;» ρώτησα.
«Που να τον ξέρω ρε ηλίθιε;» αγανάκτησε ο Τόλης. «Αφού δεν έχω ξανάρθει!»
Δίκιο είχε.
Άνθρωποι πλησίαζαν τρέχοντας μέσα στην ξέβαθη θάλασσα.
Τελικά τη βρήκαμε την παραλία. Δεν βλέπαμε την τύφλα μας εκεί κάτω, μονάχα σκόρπιες φωνές ακούγονταν –άντε να στήσεις σκηνή!
«Έχει κανένας ιδέα από πού βγαίνει ο ήλιος;» ρώτησε ο Πέτρος.
«Από την ανατολή», είπα.
«Μπράβο χιούμορ!» παρατήρησε. «Ελπίζω να το έχεις ακόμα αύριο το πρωί, όταν θα μας τηγανίζει ο ήλιος από τις 6».
«Στήστε όπου νάναι», φώναξε ο Τόλης. «Σιγά μην έχουν αφήσει τις καλές καβάτζες για μας –όταν ξημερώσει βλέπουμε πώς θα βολευτούμε».
Στήσαμε βάζοντας κάποια υποτυπώδη πασαλάκια –πετάξαμε μέσα τα μπαγκάζια για να μην μας πάρει ο αέρας τη σκηνή. Μετά καθίσαμε για να χαζέψουμε την απεραντοσύνη των άστρων. Αλλά είχε συννεφιά.
Στο δεύτερο τσιγάρο άνοιξαν οι πύλες της κόλασης και πετάχτηκαν θηρία ουρλιάζοντας μεταλλικά, φώτα έλουσαν την παραλία, σκόνη σηκώθηκε. Κοιτάξαμε πίσω έκπληκτοι. Από κάποιες διπλανές σκηνές μουρμούρισαν διαμαρτυρίες. Ο θόρυβος δυνάμωνε μαζί με τα φώτα.
«Τι τρέχει ρε;» απόρησα.
«Τα γομάρια οι Γερμανοί βρήκαν την παραλία», είπε ο Πέτρος.
Κάτι κοφτές κραυγές σε στυλ «απόβαση» τον επιβεβαίωσαν.
«Καλά που τους στείλαμε για βρούβες!» επεσήμανα στον Τόλη.
Σήκωσε τους ώμους.
«Ότι μπορούμε κάνουμε», απάντησε.
Το πήρα απόφαση, ήταν ανθρωπίνως αδύνατο να πνιγείς σε βάθος 1,60. Μπορούσα να ακολουθήσω τους αλλοπαρμένους που με προσπερνούσαν, να πάω μαζί τους βαθύτερα. Αλλά δεν υπήρχε λόγος. Η επιφάνεια του νερού είχε μουχλιάσει, η θάλασσα δεν κατάπινε ήλιους πλέον, δεν προστάτευε κανέναν. Θα είχα ήδη ξεκινήσει για να βγω έξω αν δε σιχαινόμουν τις κηλίδες που λέκιαζαν τον αφρό.
Η μέρα ξημέρωσε σκέτη απογοήτευση. Τα μισά συγκροτήματα συζητιόταν ότι δεν θα έρχονταν να παίξουν. Η σκηνή στημένη στη μέση της παραλίας, πιτσιρικάδες να ρολάρουν μπαλαντέζες για ρεύματα, ο Βαβούρας να κάνει μαλακίες στην άμμο με ένα κανιβαλισμένο XL –σκέτη παρακμή.
«Λες να γίνει τελικά η συναυλία;» ρώτησε ο Πέτρος.
«Δεν βουτάμε καλύτερα;» είπε ο Τόλης. «Αν είναι νάρθει θε να ΄ρθει …»
«… αλλιώς θα προσπεράσει», συμπλήρωσε ο Πέτρος.
Ψάξαμε για μαγιό μέσα στο γιουσουρούμ της σκηνής.
Περπάτησα μέχρι εκεί που η άμμος γινόταν βότσαλο και το νερό με έφτανε κάτω από το γόνατο, χρειαζόμουν να βρω κάποια πραγματικότητα και να κρεμαστώ πάνω της. Δεν γινόταν να το αναβάλλω περισσότερο –έπρεπε να κοιτάξω προς την παραλία. Κοίταξα. Καμιά δεκαριά άντρες με καρό πουκάμισα κυνήγαγαν κόσμο κραδαίνοντας γκλοπ. Κοίταξα καλύτερα. Πλησίαζαν ανθρώπους, άλλους τους χτυπούσαν στην πλάτη και για άλλους αδιαφορούσαν. Εντελώς συγχρονισμένα φρέναραν, έπαιρναν βαθιές ανάσες που ακούγονταν μέχρι εκεί που βρισκόμουν. Μετά ξεκινούσαν πάλι. Τρέξιμο, χτυπήματα, τρία στον αέρα, ένα σε πλάτη –σταματούσαν. Ένιωσα ένα τσίμπημα στη γάμπα, τινάχτηκα –μια γυναικεία τσάντα περνούσε από δίπλα μου κολυμπώντας στον αφρό.
Περιμέναμε να βραδιάσει, περιμέναμε ν΄αρχίσει η συναυλία τσαλαβουτώντας στη θάλασσα, κάτι αρχαίοι από δίπλα μάς κέρασαν κονσέρβα ζαμπόν, ψωμί και ζεστό κρασί. Μιλήσαμε λίγο μαζί τους –καμιά επαφή. «Πις μπράδερ, γιούνιτι» και «στρίψε κανά τρίφυλλο, ζαβλακώσαμε στο λιοπύρι» -καθόμασταν στον κύκλο τους και σκεφτόμασταν περί «πις» γιατί από ώρα μας είχε πιάσει κατούρημα.
«Πάμε για εξερεύνηση;» πρότεινε ο Τόλης.
«Πήγαμε», απαντήσαμε οι υπόλοιποι με ένα στόμα και σηκωθήκαμε.
Κάτι σκιερές καβάτζες με σκοίνα θα ήταν μια χαρά μέρος να κάνεις την ανάγκη σου αν δεν τις είχαν πιάσει άλλοι, με σκηνές και υπνόσακους. Βρήκαμε όμως μια καντίνα, αγοράσαμε μπουκάλια μπύρες και πατατάκια –για την κακιά την ώρα που θα μας επισκεπτόταν κανένας. Επιστρέψαμε στη σκηνή μας, θάψαμε τα μπουκάλια στο κύμα, να κρατηθούν δροσερά, βαρεθήκαμε απότομα. Αποφασίσαμε λοιπόν να πέσουμε επιτόπου –κάποιος ύπνος κάτω από τον ήλιο, τι άλλο να κάναμε;
«Ρε σεις ξεχάσαμε να κατουρήσουμε!» θυμήθηκε ο Πέτρος.
«Κάντα πάνω σου, δυο μέτρα από το νερό είμαστε», είπε ο Τόλης χωρίς ν΄ανοίξει τα μάτια.
Αυτό κάναμε.
Άφησα πίσω μου τη σιγουριά του νερού και περπάτησα στην αμμουδιά πατώντας σπασμένα ουρλιαχτά. Δεν είχα σκεφτεί μέχρι τώρα να ψάξω τους δικούς μου –σίγουρος ότι κάπου θα είχαν βολευτεί μέχρι να περάσει η φασαρία. Αλλά ένιωσα μόνος και οι άντρες με τα καρό πουκάμισα αλώνιζαν στα πέριξ, τους χρειάστηκα απελπισμένα τους δικούς μου. Χρειάστηκα την ψευδαίσθηση της προστασίας –τρεις είναι πάντα δυνατότεροι από έναν. Κοίταξα τριγύρω. Κάποιος βόγκηξε δίπλα μου, απέφυγα να κοιτάξω. Ένα ξύλο πεταμένο στην άμμο, το κλώτσησα επιφυλακτικά –λουστραρισμένο ξύλο, σπασμένο στη μια άκρη, ένα γκλοπ που είχε τσακίσει στα δύο. Εδώ θα μας σκοτώσουν, θα πεθάνουμε εδώ πέρα…
Ξυπνήσαμε από την τσίκνα –κάτι καιγόταν, μαργαρίνη κι αλουμίνιο. Κοίταξα στο πλάι, δυο κοπέλες με μαγιό είχαν ανάψει γκαζάκι κάτω από μια κατσαρόλα. Σκούντηξα τον Τόλη.
«Τι γίνεται ρε; Μαγέρικο άνοιξε εδώ δίπλα;» ρώτησα.
«Γίνεται ότι δυο γκομενίτσες αποφάσισαν να μας ταΐσουν κι εσύ γκρινιάζεις άνευ λόγου», μου απάντησε. «Πάμε να πλυθούμε λίγο στη θάλασσα πριν τις γνωρίσουμε».
Έτσι ακριβώς κάναμε. Ο Πέτρος κοιμόταν του καλού καιρού, οι κοπέλες ήταν Σκωτσέζες και χρειάζονταν επειγόντως εντατικά μαθήματα σε κάποιο καλό φροντιστήριο ξένων γλωσσών –για να φτιάξουν την προφορά τους.
«Θενκ γε ανκόλι», γέλασε η μια τους αρπάζοντας το κοχύλι που της έδωσε ο Τόλης.
«Τι είναι το ανκόλι ρε μαλάκα;» με ρώτησε ψιθυριστά.
«Ξέρω ΄γω; Μάλλον σε προειδοποιεί ότι δεν το κάνει από πίσω», απάντησα.
«Χέι! Μάκκερ!» μου φώναξε η φιλενάδα της.
Κοιτάχτηκα με τον Τόλη.
«Με βρίζουν κι εμένα τώρα;» αναρωτήθηκα.
Χαμογελάσαμε σαν ηλίθιοι. Είχαμε μια ευχάριστη επικοινωνία με πολλές προοπτικές. Οι γκόμενες έδειχναν πρόθυμες μέχρι και την κατσαρόλα τους να μας αφήσουν να τους πλύνουμε. Ο Τόλης έτρεξε να ξυπνήσει τον Πέτρο μπας και βγει καμιά άκρη.
Πέρασα δίπλα από κάτι που θα πρέπει να ήταν σκηνή. Κάποτε. Γιατί τώρα έμοιαζε με μουσαμαδένιο χαλί κακοστρωμένο στην αμμουδιά. Στάθηκα εκεί –δεν μπορούσα να το περάσω, ήθελα, δεν μπορούσα. Κοίταξα καλύτερα. Κάτι σάλευε εκεί κάτω. Δεν ήταν βουναλάκι στην παραλία, κάτι άλλο βρισκόταν εκεί μέσα –έμοιαζε ζωντανό. Δεν ήθελα να κοιτάξω άλλο. Πισωπάτησα, αν δεν μπορούσα να το προσπεράσω, μπορούσα όμως να απομακρυνθώ. Συνέχιζε να κουνιέται. Δυο καρό πουκάμισα αγωνίζονταν ν΄ανοίξουν την ισοπεδωμένη σκηνή. Έστριψα το κεφάλι τόσο απότομα που νόμισα ότι θα ξεκολλήσει από το σβέρκο μου. Δεν ήθελα να δω τι θα βγάλουν από εκεί μέσα.
Η συναυλία είχε ξεκινήσει, αλλά τα πράγματα παρέμεναν ψόφια. Λίγος κόσμος κοντά στη σκηνή, πήγα να δω τι γίνεται –οι «Αέρα Πατέρα» γεμάτοι αλάτια, ανόρεχτοι –ο κιθαρίστας καθιστός σε μια καρέκλα. Χίλιες φορές προτιμότερες οι Σκωτσέζες, αν πίναμε και καμιά μπύρα μπορεί να καταλαβαίναμε στοιχειωδώς τι μας έλεγαν.
Έτσι ήθελα να πιστεύω.
Είχε πάρει να ξημερώνει κι εμείς αραγμένοι στα υποστρώματα κοιτάζαμε τον έναστρο ουρανό. Μαλακίες –είχε ακόμα συννεφιά. Κάποιο κύμα έσκαγε παραλιακά, υπήρχαν φωτιές αναμμένες τριγύρω, βαριόμασταν να σηκωθούμε.
«Ωραίες οι Σκωτσέζες!» ανακεφαλαίωσε ο Πέτρος.
«Μόνο ωραίες; Θεές!» επαύξησα.
Ο Τόλης ήταν αμίλητος. Είχε εξαντληθεί κάνοντας τον καραγκιόζη, είχαμε βαρεθεί να προσπαθούμε –οι Σκωτσέζες διέθεταν λίγο περισσότερο χιούμορ από τα φύκια. Ή λίγο λιγότερο, δεν βγάλαμε άκρη.
«Τελικά κατάλαβες τι μας έλεγαν;» ρώτησα τον Πέτρο.
«Χριστό!» απάντησε έκπληκτος.
«Πως δεν κατάλαβες; Μια χαρά κατάλαβες μαλάκα, μέχρι πλαστική σακούλα τους έφερες!» φώναξε ο Τόλης κοιτάζοντας ψηλά.
«Λες για …»
«Ναι, λέω για …»
Για τα μπουκάλια. Είχαμε κουβαλήσει τις μπύρες μας στις Σκωτσέζες κι αυτές κέρασαν κάτι μακαρόνια που δεν τρώγονταν ούτε από γουρούνια. Μας κόντραραν στο «ποιος πίνει πιο γρήγορα», τις αφήσαμε να κερδίσουν περιμένοντας να επωφεληθούμε στη συνέχεια. Όταν τέλειωσαν οι μπύρες, σηκώνεται η μια και ρωτάει …
«Χουέρ’ς δε μποτλς Πέτρος;» τσιρίζει ο Τόλης σα σκυλί που αλυχτάει στο φεγγάρι.
Αυτό ακριβώς μας ρώτησε! Ήθελαν τα άδεια μπουκάλια για να τα επιστρέψουν και να πάρουν λεφτά!
«Χουέρ’ς δε μποτλς Πέτρος;» ουρλιάζει ο Τόλης καθώς πετάγεται σα μπεχλιβάνης και χοροπηδάει γύρω από τη σκηνή.
Ο Πέτρος τους είχε δώσει τα μπουκάλια, τους είχε φέρει και μια σακούλα από τη σκηνή για να τα κουβαλήσουν. Οι Σκωτσέζες μας είχαν καληνυχτίσει (Γκόιντ νιχτ!) και είχαν φύγει.
«Χουέρ’ς δε μποτλς Πέτρος;» μουρμούρισε ο Τόλης πέφτοντας στην άμμο με τα μούτρα.
Ήταν ένας ψαρομάλλης με κομμένο τζιν, λευκό κολιέ και τατουάζ. Καθόταν και κάπνιζε, ακουμπώντας σε κάποιο μικρό βράχο. Σωριάστηκα δίπλα του, γιατί έψαχνα πλέον έναν οποιοδήποτε άνθρωπο σ΄αυτό τον πανικό. Τα καρό πουκάμισα κινούνταν πιο αργά τώρα.
«Τι έγινε εδώ πέρα;» ρώτησα.
Άνοιξε ένα πακέτο Σαντέ, μου έδωσε τσιγάρο κοιτάζοντας τη θάλασσα.
«Χτες βράδυ κάποιοι την έπεσαν στο μπατσάδικο της πόλης, πέταξαν σκουπιδοτενεκέδες, πλάκωσαν στις μάπες το φρουρό … Μαζεύτηκαν τώρα όλοι οι μπάτσοι του νησιού, ήρθαν να τους ξετρυπώσουν, έψαχναν ώρα πολλή, μέχρι που βρήκαν εκείνη τη σκηνή με τους μαυριδερούς και τους λιάνισαν …»
Πιέστηκα πολύ για να μην κοιτάξω αυτόματα «εκείνη τη σκηνή». Ο κόσμος λαχάνιαζε ασυντόνιστα.
Πέσαμε για ύπνο με κεφάλια βαριά –αλλά όχι από τις μπύρες. Πρώτη μέρα διακοπών, πλήρης αποτυχία, αν πήγαινε έτσι η υπόθεση, στο τέλος θα νοσταλγούσαμε τα σπίτια μας.
«Διακοπές πας για να κακοπεράσεις και να εκτιμήσεις το σπίτι σου», σχολίασε ο Τόλης όταν του το είπα.
«Και οι ξανθές, πρόθυμες για όλα, τουρίστριες;» ρώτησε ο Πέτρος.
«Ναι –τι έγινε μ΄αυτές;» έκανε ο Τόλης. «Κυκλοφορούν σε αφθονία, έτσι ν΄απλώσουμε το χέρι θ’ αρπάξουμε 10. Αλλά δεν θέλουμε –κατάλαβες;»
«Δεν θέλουμε», επανέλαβα.
«Έχουμε επίπεδο!» διακήρυξε ο Τόλης.
«Κυρίως μορφωτικό, αλλά και βιοτικό», υποστήριξα.
«Δηλαδή, αν μας κάθονταν οι Σκωτσέζες δεν θα τις πηδάγαμε;» αναρωτήθηκε ο Πέτρος.
«Ρε, θα τις σκίζαμε –αλλά δεν μας έκατσαν, εκεί είναι το θέμα», εξήγησε ο Τόλης.
«Θα τις σκίζαμε λες;» τον ρώτησα.
«Σαφώς», με διαβεβαίωσε.
«Και πως θα γινόταν δηλαδή; Με εμπάθεια ή χωρίς;» ενδιαφέρθηκα να μάθω.
«Με πολλή προσπάθεια, για να μη μας πάρει ο ύπνος πάνω στη φάση», απάντησε.
Μετά γύρισε πλευρό και ξεράθηκε. Έκανα το ίδιο αν και δε νύσταζα –το πρωί ξύπνησα πρώτος απ΄όλους, ξεδιπλώθηκα μουδιασμένος κι αποφάσισα να βγω έξω για τσιγάρο. Άνοιξα το φερμουάρ της σκηνής. Μια αγελάδα με κοίταζε! Το ξανάκλεισα. Σκούντησα τον Τόλη.
«Ξύπνα μαλάκα! Είναι μια αγελάδα εδώ απέξω!» του είπα.
«Ξανακοιμήσου και θα δεις διαφορετικό όνειρο», με διαβεβαίωσε.
«Δεν την είδα στον ύπνο μου ρε! Στ΄αλήθεια την είδα!»
Άνοιξε ένα μάτι.
«Εντάξει, πήγαινε άρμεξέ την και μετά ειδοποίησέ μας όταν είναι έτοιμο το μπρέκφαστ», είπε.
Μετά το ξανάκλεισε –κοιμήθηκε.
Βγήκα έξω, η αγελάδα ήταν ακόμα εκεί. Πήγαινα κολλητά στη σκηνή να μην την ενοχλήσω, αλλά έδειχνε να αδιαφορεί για μένα. Πάντως, για καλό και για κακό, άρπαξα τα Κάμελ και άραξα στην ακροθαλασσιά, μακριά της. Λες να μάσαγε τους μουσαμάδες της σκηνής; Αδιαφόρησα. Τι άλλο να ΄κανα; Α ναι, βρήκα κάποιο εμφιαλωμένο στη γύρα και έφτιαξα έναν νες νερόπλυμα.
Σηκώθηκα τον ευχαρίστησα για το τσιγάρο, παρακολούθησα τα καρό πουκάμισα που απομακρύνονταν, σέρνοντας κάτι υπολείμματα ανθρώπων μαζί τους. Ο κόσμος είχε σταματήσει. Σε λίγο θα μαζεύονταν σαν τις μύγες πάνω από τη λιωμένη σκηνή. Δεν είχα σκοπό να πάω κατά ΄κει.
«Είναι μια αγελάδα έξω από τη σκηνή μας», είπε ο Πέτρος ενώ καθόταν δίπλα μου.
«Αλήθεια;» το έπαιξα έκπληκτος.
«Ναι σου λέω!» φώναξε, αλλά γρήγορα κατάλαβε ότι το πήγαινα για καζούρα. Έκοψε την κουβέντα.
«Ο Τόλης κοιμάται ακόμα;» ρώτησα.
«Μπα –σηκώθηκε πριν από μένα. Αλλά δεν ξέρω που είναι», απάντησε.
Κοίταξα τον τελειωμένο καφέ μου και την ήσυχη θάλασσα.
«Να στο αφήσω να το πετάξεις;» έδειξα το πλαστικό κυπελλάκι στον Πέτρο. «Λέω να βουτήξω μπας και ξυπνήσω».
Έγνεψε καταφατικά και σηκώθηκε να πάει προς τη σκηνή. Εγώ άφησα το πακέτο στην αμμουδιά και μπήκα στο νερό. Παγωμένο ήταν, αλλά προχώρησα έτσι κι αλλιώς. Όταν βράχηκα ολόκληρος μου έφυγε η κρυάδα. Κοίταξα τη θάλασσα τριγύρω. Το νερό ρούφαγε αγκαθωτούς ήλιους, κοίτα πως γίνεται …
«Που ήσουνα ρε μαλάκα;» με βούτηξε από το μπράτσο ο Τόλης.
«Μέσα στη θάλασσα», απάντησα.
«Καλά –εδώ έγινε της πουτάνας κι εσύ έκανες μπανάκι;»
«Τι να κάνω δηλαδή;»
«Την πέσανε σε μια σκηνή και ρίξανε οχτακόσα κιλά ξύλο!»
«Ναι, το έμαθα …»
«Κάποιους πιάσανε –πάμε να δούμε!»
Τον ακολούθησα αβέβαια. Στην αρχή της ανηφόρας είχε μαζευτεί κόσμος, τα καρό πουκάμισα έβριζαν. Δεν ήθελα να δω αυτούς που σέρνανε μαζί τους.
«Ένας ξέφυγε, νόμιζαν ότι ήταν λιπόθυμος από το ξύλο, αλλά σηκώθηκε και την κοπάνησε», μου είπε στ΄αυτί ο Πέτρος.
«Διαλυθείτε ήσυχα!» φώναξε ένα καρό πουκάμισο.
«Μη σας γαμήσουμε κι εσάς», συμπλήρωσε ύπουλα ένα άλλο.
Κοίταξα.
Ο άνθρωπος με τις χειροπέδες δεν είχε πρόσωπο –μόνο το στόμα ξεχώριζε. Δεν μπορούσα να τραβήξω τα μάτια κι ας φοβόμουν μη με δει.
«Τελ εμ», ψέλλισε αργόσυρτα. «Τελ εεεεμμμ».
Να τους πω. Τι να τους πω; Γύρισα την πλάτη κι έφυγα από το μπούγιο. Έτρεξα μέχρι τη σκηνή μας, χώθηκα μέσα, μετά από λίγο βυθίστηκα σε λήθαργο. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε…
«Ξύπνα ρε βόδι. Βόηθα λίγο –μαζεύουμε!» ο Τόλης με σκούνταγε βίαια.
«Τι έγινε;»
«Μαζεύουμε –την κάνουμε, ξύπνα να βοηθήσεις!»
«Που πάμε;»
«Στο κάμπινγκ ρε βλάκα. Να περιμένουμε τις Ολλανδέζες».
«Ποιες;»
Ο Τόλης με κοίταξε.
«Είσαι σίγουρος ότι δεν έφαγες καμιά αδέσποτη από τους μπάτσους; Γιατί ρετάρεις άσχημα, γι΄αυτό το λέω».
Σύρθηκα στα γόνατα, βγήκα από τη σκηνή, κόντευε μεσημέρι. Οι άλλοι είχαν σχεδόν τελειώσει, τσαλάκωσα τα υπάρχοντά μου και τα στρίμωξα όπως-όπως, να ξεμπερδεύω μια ώρα αρχύτερα. Μετά μπήκα στη σκηνή για να μαζέψω τα υποστρώματα, βρήκα εκεί μέσα ένα κομμάτι χαρτί, τσαλακωμένο –το ξεδίπλωσα.
Διάβασα …
«Το νερό ρούφαγε μικρούς αγκαθωτούς ήλιους, κοίτα πως γίνεται, πέφτει εκείνος ο φωτεινός αχινός -κι εγώ δεν ξέρω από πού –διαλύεται όταν ακουμπάει στη λεία επιφάνεια, το νερό μετατρέπει τη λάμψη σε αντανάκλαση κι αυτό ήταν όλο.»
Τσαλάκωσα πάλι το χαρτί, βγήκα έξω και το έθαψα βαθιά στην άμμο. Ύστερα έμεινα να κοιτάζω το βουναλάκι που είχα φτιάξει.
«Θ΄αργήσεις πολύ ακόμα;» φώναξε ο Τόλης μαρσάροντας το διακοσοπενηντάρι του.
«Έρχομαι!» είπα.
Τότε άκουσα τις φωνές. Αλλά δεν γύρισα να κοιτάξω –δε γαμιέσαι όποιος και να ‘σαι;
Είχαμε ξεκινήσει παραμυθιασμένοι, με προορισμό τις ξανθιές τουρίστριες που θα μας περίμεναν στα λιμάνια, πρόθυμες για όλα. Κουβαλούσαμε υπνόσακους, σκηνές και παγούρια τιγκαρισμένα στη βότκα, κουβαλούσαμε ένα πλήρες σετ εργαλείων για τα διακοσοπενηντάρια σούργελα που καβαλάγαμε, κουβαλούσαμε την κατάρα των γέρων μας για τα λεφτά που θα ξοδεύαμε άσκοπα αντί να πάμε στα κωλοχώρια μας όπου θα είχαμε τα πάντα τζάμπα. Και να φανταστείς οτι τα λεφτά ήταν δικά μας, τα είχαμε δουλέψει έναν χειμώνα ολόκληρο σε δειγματοδιανομές και ιδιαίτερα μαθήματα (οι υπόλοιποι αυτό το τελευταίο, καθότι εγώ δε φτούραγα λόγω αντικειμένου σπουδών).
Έτσι επιβιβαστήκαμε στον σκυλοπνίχτη, δέσαμε, σα σαλάμια, τα σούργελα στο γκαράζ, «ρε μαλάκα, έτσι που μπέρδεψες το χταπόδι δεν θα μπορείς να το λύσεις όταν φτάσουμε!» «κάνε δουλειά σου –εδώ μιλάμε για ναυτικό κόμπο, βλέπε να μαθαίνεις», «έτσι δένουν οι ναυτικοί; και πότε το κάνουν αυτό; όταν πάνε να κρεμαστούν στο πιο ψηλό κατάρτι;»
Ήταν λοιπόν αυτή η θάλασσα που δε με άφηνε να ασχοληθώ με οτιδήποτε άλλο, είχα σημαντική δουλειά να κάνω, είχα να ψάξω κατά που πάει το ρεύμα –και δεν ήταν μόνο ένα το ρεύμα. Ενώ κέντραρα αφήνοντας ρυάκια να περνάνε κατά το πέλαγος βιαστικά, ανάμεσα στα πόδια μου, την ίδια στιγμή έτρωγα μια απαλή στην πλάτη, σε στυλ φιλικής παραίνεσης, «κατά κει πέφτει η παραλία αν ενδιαφέρεσαι». Δεν ενδιαφερόμουν. Άφηνα το νερό να κάνει τα δικά του κι εγώ κάρφωνα τα πόδια στην άμμο πεισματικά –ούτε μπρος, ούτε πίσω, εδώ είμαι καλά, λέω να μείνω. Οι φωνές συνεχίζονταν ακανόνιστα.
Ψάχναμε μια δικαιολογία να πάμε Μύκονο. Δηλαδή, κι αλλού να πηγαίναμε στ΄αρχίδια μας, αλλά την είχαμε δει «αν όχι τώρα, τότε ποτέ» με το νησί. Επειδή ήταν εκείνη η συναυλία, τρεις μέρες στην παραλία –ή κάπως έτσι. Θα μαζεύονταν όλα τα καλά παιδιά, γνωστοί μας νιου γουέιβ τύποι που είχαμε περιέργεια να δούμε αν θα γίνουν στάχτη από τις ακτίνες του ήλιου, κάτι παλιοί ροκάδες και μπόλικοι ενδιάμεσοι. Δέκα συγκροτήματα το σύνολο, μπορεί και περισσότερα –τι σημασία είχε; Εμείς πηγαίναμε για τη φάση, φρι κάμπινγκ και φωτιές στην παραλία τις νύχτες –κάπως έτσι το είχαμε υπολογίσει. Και για τις τουρίστριες –ξανθές, πρόθυμες, απελευθερωμένες –ροκ συναυλία ήταν, δεν μπορεί ... όλο και θα μαζεύονταν στα πέριξ.
Είπαμε να ξεκινήσουμε τις γνωριμίες στο καράβι εφόσον «των φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάσουν –δεν πεινάνε», σωστά;
«Ένα 3-0 ατόφιο», μου μάγκωσε το γόνατο ο Τόλης. Σκέτη τανάλια, έδειχνε ταυτόχρονα στο βάθος κατάστρωμα, δέκα πάγκους μακριά μας.
«Σιγά ρε γαμώτο, με σακάτεψες», γκρίνιαξα.
«Καλά, θα σου περάσει. Τώρα προέχει το 3-0», με γείωσε.
3-0, μαγικός συνδυασμός, τρεις κοπέλες μόνες τους, ασυνόδευτες. Το μαγικό βεβαίως είχε να κάνει με το γεγονός οτι κι εμείς τρεις ήμασταν.
«Και τι περιμένεις; Δεν ξέρεις τη δουλειά σου;» αναρωτήθηκε ο Πέτρος κοιτάζοντάς τον. «Δώσμου ένα Κάμελ». Αυτό πήγαινε σε μένα, αφού ήμουν ο μόνιμος καπνιστής και άρα προμηθευτής των υπολοίπων.
Του έδωσα και ξάπλωσα στον άβολο πάγκο όσο πιο άνετα μπορούσα περιμένοντας τη σειρά μου. Γιατί έτσι ήταν τα πράγματα όταν επρόκειτο για γκόμενες, πρώτα ο Τόλης για πιάσιμο επαφής, μετά εγώ, ο ειδικός σε θέματα γενικής φύσεως περί ανέμων και τα λοιπά, τελευταίος ο Πέτρος για να χοντρύνει τη φάση.
Ο Τόλης σηκώθηκε, οι γιακάδες του τζιν μπουφάν του σηκώθηκαν επίσης, ξεκίνησε να περπατάει με μισάνοιχτα πόδια σα συγκαμένος.
«Πάνω τους σακάτη!» πανηγύρισε ο Πέτρος.
«Λες να του την κάνουμε και να τον αφήσουμε στον άσσο;» σκέφτηκα φωναχτά.
«Πλάκα θα είχε», είπε ο Πέτρος.
«Πάει για τώρα;» τον ρώτησα.
«Άσε μωρέ τις σάχλες. Αν ήταν τίποτα κηδείες οι γκόμενες –εντάξει. Αλλά μου φαίνονται μια χαρά. Κι εσύ κάνεις όλο τα ίδια όταν έρχεται η σειρά σου να προωθηθείς».
Είχε δίκιο –όλο τα ίδια έκανα. Ποτέ δεν ήμουν άνετος με τις άγνωστες γκόμενες –γινόμουν όμως λόγω ανάγκης. Αλλά υπήρχε κάτι ακόμα, οι κοπέλες εκεί πέρα ήταν ανοιχτή βεντάλια, ξεκίναγαν από τη σούπερ και κατέληγαν στο φρόκαλο. Και ποιος θα έπαιρνε το φρόκαλο; Ποιος είχε το χειρότερο μηχανάκι; Ποιος διάλεγε πάντα τελευταίος; Εκεί ακριβώς ήταν το πρόβλημά μου αν θες να ξέρεις.
Ο Τόλης στραβοκοίταζε προς το μέρος μας απεγνωσμένος, είχε κάνει το κομμάτι του και τώρα καθόταν έτοιμος για κρέμασμα, με τις ατάκες ξεφούσκωτες κάτω από τα Κονβέρς του. Σηκώθηκα βιαστικά –καλύτερα να κουβάλαγα στη μηχανή μου εκείνη την ασχημομούρα της παρέας, παρά τη γκρίνια του για τις υπόλοιπες διακοπές. Πλησίασα –η φάτσα του έφεξε.
«Μάι φρεντ ...», τράβηξε μια απομίμηση Μίκυ Ρουρκ από Μπαρφλάι μεριά. Μετά με σύστησε στις κοπέλες, αρχίδια, δεν έπιασα τα ονόματά τους –έτσι κι αλλιώς θα τα ξέχναγα αμέσως -ακόμα κι αν τα καταλάβαινα.
Κάτι Ολλανδέζες ήταν, προς το βλάχες –μόνο τα τσόκαρα και το μαντήλι τους έλειπαν για να πάνε ν΄αρμέξουν τις ολόφρεσκες αγελάδες καταμεσής στα παχιά λιβάδια. Κοίταξα τον Πέτρο που αντικαρφωνόταν χαζεύοντας το ανοιχτό πέλαγος –τον ζήλεψα κάπως.
Μετά άρχισα μια παπαρολογία περί τόπων καταγωγής (μου είπαν κάτι μέρη άγνωστα, μάλλον από τα Τρίκαλα Ολλανδίας ήταν οι κοπέλες), περί σπουδών (νοσοκόμες ή παραδουλεύτρες σπούδαζαν –δεν το ΄πιασα καλά) και κατέληξα σε ερωτήσεις σχετικά με το πως περνάνε στη χώρα μας (που χέστηκα δηλαδή, αλλά, να ‘χαμε να λέγαμε). Πριν το καταλάβω πλάκωσε ο Πέτρος, ηρέμησα γιατί η δουλειά μου είχε τελειώσει, ζήτησα συγνώμη και καλά για κατούρημα –ο Τόλης με ακολούθησε.
«Πως τις είδες;» ρώτησα.
«Ξενερουά» απάντησε.
«Εμένα μου λες;» παραπονέθηκα. «Ούτε με τη θεια μου δεν κάνω τόσο κόπο να βρω θέματα για κουβέντα».
«Εντάξει δεν τρέχει τίποτα», είπε.
«Άρα, τις φτύνουμε και πάμε γι΄άλλα;» χαμογέλασα.
«Τρελός είσαι;» πετάχτηκε. «Το 3-0 είναι ιερό! Αν τις αφήσουμε θα πάμε τσιφ στην κόλαση! Άλλωστε, εγώ έχω αποφασίσει να πάρω αυτή με τα κοντά μαλλιά».
Τον κοίταξα.
«Την ψηλή;»
«Την ψηλή ναι».
«Που μοιάζει με άλογο;»
«Αυτήν».
Κούνησα το κεφάλι. Είχε διαλέξει τον μέσο όρο, έμενε η σούπερ και το φρόκαλο. Τι ανησυχούσα; Λες και δεν ήξερα τη μοίρα μου!
Οι φωνές κατάφεραν να φτιάξουν το δικό τους ρεύμα στη θάλασσα –τι σου λέει πάλι αυτό; Όχι γαργαλιστικό και υπόγειο σαν εκείνα που με απασχολούσαν προηγουμένως –όχι τέτοιο. Στον αφρό κυλούσε ένα ρεύμα από φωνές κι ο αφρός έμοιαζε με φανέλα του Ολυμπιακού –ασπροκόκκινος. Ήθελα να το αποφύγω, μην κοιτάξεις τον αφρό, κάνε βουτιά και άστον να περάσει από πάνω σου. Θα φύγει, τι θα κάνει; Πίσω είναι το ανοιχτό πέλαγος, μπροστά η παραλία που ουρλιάζει –κάτσε εδώ, με τα νύχια σφηνωμένα στην υγρή άμμο, θα περάσει. Μην κοιτάς ρε ηλίθιε, βούτα όσο προλαβαίνεις! Βούτηξα. Κάτι μασίφ ερχόταν προς το μέρος μου, με σχήμα πολύ ευέλικτο. Σκέφτηκα να πάω πιο βαθιά –κώλωσα. Όταν η παραλία ουρλιάζει και το νερό κουβαλάει άσχετα χρώματα δεν πας στα βαθιά. Αλλά τότε τι κάνεις; Βγαίνεις έξω; Εκείνη η ιδέα περί του να τα τίναζα επιτόπου δεν μου φαινόταν πλέον και τόσο κακή. Το μέρος ήταν σωστό κι ο χρόνος άρχιζε να γίνεται ασφυκτικός.
Κάπνιζα σκαρφαλωμένος στα κάγκελα της πλώρης, δίπλα μου ο Τόλης ταξινομούσε γυναίκες, του καλού καιρού.
«Εκείνη θα γούσταρα να τη σκίσω με εμπάθεια –κοίτα στυλ το σκυλί! Από αυτές που δεν καυλώνουν με το πήδημα αλλά με τους άντρες να τις παρακαλάνε! Πολύ εμπάθεια ρε συ, σεξ και βία στο Ιράν, τέτοια φάση θα γούσταρα μαζί της!»
Το «Σεξ και βία στο Ιράν» ήταν το πρώτο βιβλίο που είχα μεταφράσει, την εποχή που ήμουν εργαζόμενος φοιτητής παύλα καταληψίας. Πάει να πει, είχαμε καταλάβει τη σχολή και τα ΚΝΑΤ μας πετάγανε αναμμένα στουπιά απ΄έξω κι εγώ, κύριος στο έρημο αμφιθέατρο, κάπως μελαγχολικός και χλωμός από το ξενύχτι μετάφραζα τσόντες για να βγάλω κανένα ψιλό. «Σεξ και βία στο Ιράν» -μια βδομάδα δουλειά, ενός μήνα χαρτζιλίκι. Κοίταξα την κοπέλα που ήθελε να σκίσει ο Τόλης, μια κανονική κανονικότατη μου φάνηκε. Είχε και σγουρό μαλλί, όμορφη κάπως, μετρημένα έκφυλη.
«Που τα είδες όλα αυτά ρε;» τον ρώτησα.
«Ποια;»
«Αυτά, οτι γουστάρει οι άντρες να την παρακαλάνε κι έτσι ...»
Με χτύπησε πατρικά στην πλάτη επιδεικνύοντας την αναμφισβήτητη σοφία του γεροντότερου, παρ’ όλο που εξακολουθούσα να του ρίχνω έναν χρόνο στ΄αυτιά.
«Το γράφει στο μέτωπό της ρε κορόιδο, το φωνάζει με ντουντούκα, το έχει κρεμάσει γιγαντοπανώ και το σέρνει με αεροπλάνο πάνω από το καράβι. ‘Παρακάλα με σκλάβε να σου κάτσω’, δεν το βλέπεις;»
Κοίταξα ψηλά. Δεν το έβλεπα.
«Παλιοπουτάνα!» σφύριξε μέσα από τα δόντια του ο Τόλης και σταμάτησε να ασχολείται.
Σφήνωσα το τσιγάρο μεταξύ μέσου και αντίχειρα, σημάδεψα μεσοπέλαγα και το σούταρα.
«Δεν πάμε να δούμε τι κάνει ο άλλος;» πρότεινα.
«Κάτσε, έπιασε λιμάνι το καράβι –κάτσε να ελέγξουμε τις διαδικασίες πρόσδεσης», παρακάλεσε ο Τόλης.
Κολλήματα τέτοια είχε πολλά. Καθίσαμε λοιπόν και χαζεύαμε τους κάβους.
«Κοίτα ρε! Κοίτα!» μου σακάτεψε τον καρπό με ατσαλένια δάχτυλα ο Τόλης.
«Τι ΄ναι πάλι;» τσίριξα.
«Κοίτα αυτό εκεί το αγγελουδάκι! Οπτασία σκέτη!»
Κοίταξα την ξενέρωτη, κοκαλιάρα ξανθιά που έδειχνε –εντάξει, καλή φάτσα αλλά σκελετός χωρίς κρέας κάτω από το δέρμα. Δεν είπα τίποτα.
«Άγγελος! Αθώα, αγνή! Πόσο θα γούσταρα να τη σκίσω!» μουρμούρισε ο Τόλης.
«Για σιγά! Την άλλη τη σκύλα, λέμε τώρα, να τη σκίσεις –το καταλαβαίνω. Αλλά αυτή που είναι αγνό, αθώο αγγελούδι; Πάλι να τη σκίσεις;» αγανάκτησα.
«Ναι! Αλλά αγνά, τρυφερά! Όχι με εμπάθεια όπως την άλλη την παλιοπουτάνα!» μουρμούρισε αναπολώντας ήδη το απραγματοποίητο.
Δεν έβγαζα άκρη.
Τότε ήρθε ο Πέτρος χαρούμενος και τουριστικός. Απορήσαμε.
«Τι κάνεις εδώ ρε; Που είναι οι γκόμενες;»
Μας κοίταξε λες και μόλις τις θυμήθηκε.
«Αααα, αυτές; Κατέβηκαν».
«Τι έκαναν;»
«Κατέβηκαν εδώ στην Τήνο».
Φάγαμε μπόλικα βολτ στο απότομο.
«Και γιατί δεν μας το είπες πιο πριν ρε μαλάκα;»
Έξυσε το κεφάλι του.
«Σας το λέω τώρα».
«Ναι αλλά τώρα είναι αργά! Δεν προλαβαίνουμε να κατέβουμε μαζί τους!»
Μας κοίταξε απορημένος.
«Γιατί να κατέβουμε; Μύκονο δεν πάμε;»
Τι να του λέγαμε; Τίποτα δεν του είπαμε, το αφήσαμε να δουλεύει μέσα μας και που ξέρεις; Αν ήμασταν τυχεροί, δυο τρία τέτοια ακόμα και θα το κονομάγαμε το έλκος στομάχου –αλλά καλύτερα στομαχικός παρά φονιάς πίσω απ’ τα κάγκελα.
Το πήρα απόφαση να βουτήξω εκεί που στεκόμουν. Να καθίσω κάτω από το νερό, να περάσουν όλα από πάνω μου –όλα περνάνε, έτσι δε λένε; Σαχλαμάρες. Άνοιξα τα μάτια, έψαξα εκείνο το μασίφ σκουπίδι που ερχόταν προς το μέρος μου και ήταν ένα λερωμένο πουκάμισο. Δεν υπήρχε λόγος να κρύβομαι –οι φωνές πλησίαζαν γιατί κάποιοι είχαν μπει στη θάλασσα.
«Μην είσαστε μαλάκες! Σε δυο μέρες θα έρθουν Μύκονο οι γκόμενες», φώναξε ο Πέτρος για ν΄ακουστεί μέσα από τον θόρυβο των κινητήρων.
Λιώναμε στο καμίνι του αμπαριού, περιμένοντας ν΄ανοίξει η μπουκαπόρτα. Καπνός και άκαυστη βενζίνη, μυρωδιά από γράσο και αναμονή.
«Και πού θα μείνουν;» ρώτησε κάπως μανουριασμένος ακόμα ο Τόλης.
«Στο κάμπινγκ».
«Γιατί δεν τους είπες να έρθουν στη συναυλία;»
«Τους το είπα».
«Μάλιστα. Και;»
Η μπουκαπόρτα άνοιξε, οι γρήγοροι ξεχύθηκαν κορνάροντας. Κατεβήκαμε όταν έσπασε κάπως ο συνωστισμός, τέσσερις κτηνώδεις BMW μας διπλάρωσαν, οι αναβάτες έσκυψαν να μας μιλήσουν, οι boxer κόντεψαν να μας τσακίσουν τα γόνατα όσο τα κτήνη πλάγιαζαν. Φώναζαν κάτι στον Τόλη. Πλησίασα.
«Φρι κάμπινγκ! Γουέαρ;» άκουσα το γομάρι να ρωτάει –δερμάτινο γιλέκο ανοιχτό, δερμάτινο παντελόνι, χαϊμαλιά.
Ο Τόλης με κοίταξε.
«Γράφτους στ΄αρχίδια σου τους μαλάκες και μη λες τίποτα», του φώναξα. «Αν φέρουν τις γουρούνες τους εκεί που πάμε θα γίνει κατολίσθηση».
Ο Τόλης μού έκλεισε το μάτι κι έκανε τον ανήξερο. Στο λιμάνι είχε νυχτώσει –ξεκινήσαμε, ο ένας πίσω από τον άλλο.
«Πάω μπροστά, τον ελέγχω το δρόμο», μας σφύριξε ο Τόλης.
Το δεχτήκαμε. Σε θέματα προσανατολισμού ήταν άπιαστος.
Αφήσαμε πίσω τα τελευταία σπίτια και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε σε φιδίσιες ανηφόρες. Αρχίσαμε και τις πλάκες στις στροφές, πατάγαμε φρένο όσο αργότερα γινόταν, κάτι γκρεμοί μάς περίμεναν, αλλά ήταν πίσσα σκοτάδι και δεν τους βλέπαμε.
«Κόψε, κόψε», έκανε νόημα στον Τόλη ο Πέτρος.
Βγήκαμε στην άκρη του δρόμου.
«Τι έγινε;»
«Δε βλέπετε τα φώτα από κάτω; Οι Γερμαναράδες μάς ακολουθούν», έδειξε ο Πέτρος.
«Πολύ καργιόληδες!» παρατήρησε ο Τόλης. «Άστο σε μένα, θα τους στείλω για βρούβες».
Ξεκίνησε, ακολουθήσαμε –οι ανηφόρες έγιναν κατηφόρες, πήρε κάτι χωματόδρομους, χώθηκε σε χωράφια, ακούγαμε σκυλιά από παντού. Αν δεν είχαμε χάσει το δρόμο, θα τον χάναμε εντός ολίγου, κοίταξα τον μετρητή στο καντράν για να βεβαιωθώ ότι είχαμε μπόλικη βενζίνη ακόμα. Είχαμε. Ο Τόλης σταμάτησε στη μέση του πουθενά.
«Σβήστε φώτα», είπε.
Τα σβήσαμε. Περιμέναμε εκεί, σταματημένοι, μόνο τα μέταλλα των εξατμίσεων ακούγονταν να κροταλίζουν ακατάστατα. Σε λίγο είδαμε τα φώτα τους, κρατήσαμε τις ανάσες μας –χωρίς να χρειάζεται.
Μας προσπέρασαν, 100 μέτρα παραπέρα. Αφήσαμε ένα πεντάλεπτο να περάσει.
«Πάμε τώρα», είπε ο Τόλης.
Ξεκινήσαμε τις μηχανές.
«Ξέρεις το δρόμο;» ρώτησα.
«Που να τον ξέρω ρε ηλίθιε;» αγανάκτησε ο Τόλης. «Αφού δεν έχω ξανάρθει!»
Δίκιο είχε.
Άνθρωποι πλησίαζαν τρέχοντας μέσα στην ξέβαθη θάλασσα.
Τελικά τη βρήκαμε την παραλία. Δεν βλέπαμε την τύφλα μας εκεί κάτω, μονάχα σκόρπιες φωνές ακούγονταν –άντε να στήσεις σκηνή!
«Έχει κανένας ιδέα από πού βγαίνει ο ήλιος;» ρώτησε ο Πέτρος.
«Από την ανατολή», είπα.
«Μπράβο χιούμορ!» παρατήρησε. «Ελπίζω να το έχεις ακόμα αύριο το πρωί, όταν θα μας τηγανίζει ο ήλιος από τις 6».
«Στήστε όπου νάναι», φώναξε ο Τόλης. «Σιγά μην έχουν αφήσει τις καλές καβάτζες για μας –όταν ξημερώσει βλέπουμε πώς θα βολευτούμε».
Στήσαμε βάζοντας κάποια υποτυπώδη πασαλάκια –πετάξαμε μέσα τα μπαγκάζια για να μην μας πάρει ο αέρας τη σκηνή. Μετά καθίσαμε για να χαζέψουμε την απεραντοσύνη των άστρων. Αλλά είχε συννεφιά.
Στο δεύτερο τσιγάρο άνοιξαν οι πύλες της κόλασης και πετάχτηκαν θηρία ουρλιάζοντας μεταλλικά, φώτα έλουσαν την παραλία, σκόνη σηκώθηκε. Κοιτάξαμε πίσω έκπληκτοι. Από κάποιες διπλανές σκηνές μουρμούρισαν διαμαρτυρίες. Ο θόρυβος δυνάμωνε μαζί με τα φώτα.
«Τι τρέχει ρε;» απόρησα.
«Τα γομάρια οι Γερμανοί βρήκαν την παραλία», είπε ο Πέτρος.
Κάτι κοφτές κραυγές σε στυλ «απόβαση» τον επιβεβαίωσαν.
«Καλά που τους στείλαμε για βρούβες!» επεσήμανα στον Τόλη.
Σήκωσε τους ώμους.
«Ότι μπορούμε κάνουμε», απάντησε.
Το πήρα απόφαση, ήταν ανθρωπίνως αδύνατο να πνιγείς σε βάθος 1,60. Μπορούσα να ακολουθήσω τους αλλοπαρμένους που με προσπερνούσαν, να πάω μαζί τους βαθύτερα. Αλλά δεν υπήρχε λόγος. Η επιφάνεια του νερού είχε μουχλιάσει, η θάλασσα δεν κατάπινε ήλιους πλέον, δεν προστάτευε κανέναν. Θα είχα ήδη ξεκινήσει για να βγω έξω αν δε σιχαινόμουν τις κηλίδες που λέκιαζαν τον αφρό.
Η μέρα ξημέρωσε σκέτη απογοήτευση. Τα μισά συγκροτήματα συζητιόταν ότι δεν θα έρχονταν να παίξουν. Η σκηνή στημένη στη μέση της παραλίας, πιτσιρικάδες να ρολάρουν μπαλαντέζες για ρεύματα, ο Βαβούρας να κάνει μαλακίες στην άμμο με ένα κανιβαλισμένο XL –σκέτη παρακμή.
«Λες να γίνει τελικά η συναυλία;» ρώτησε ο Πέτρος.
«Δεν βουτάμε καλύτερα;» είπε ο Τόλης. «Αν είναι νάρθει θε να ΄ρθει …»
«… αλλιώς θα προσπεράσει», συμπλήρωσε ο Πέτρος.
Ψάξαμε για μαγιό μέσα στο γιουσουρούμ της σκηνής.
Περπάτησα μέχρι εκεί που η άμμος γινόταν βότσαλο και το νερό με έφτανε κάτω από το γόνατο, χρειαζόμουν να βρω κάποια πραγματικότητα και να κρεμαστώ πάνω της. Δεν γινόταν να το αναβάλλω περισσότερο –έπρεπε να κοιτάξω προς την παραλία. Κοίταξα. Καμιά δεκαριά άντρες με καρό πουκάμισα κυνήγαγαν κόσμο κραδαίνοντας γκλοπ. Κοίταξα καλύτερα. Πλησίαζαν ανθρώπους, άλλους τους χτυπούσαν στην πλάτη και για άλλους αδιαφορούσαν. Εντελώς συγχρονισμένα φρέναραν, έπαιρναν βαθιές ανάσες που ακούγονταν μέχρι εκεί που βρισκόμουν. Μετά ξεκινούσαν πάλι. Τρέξιμο, χτυπήματα, τρία στον αέρα, ένα σε πλάτη –σταματούσαν. Ένιωσα ένα τσίμπημα στη γάμπα, τινάχτηκα –μια γυναικεία τσάντα περνούσε από δίπλα μου κολυμπώντας στον αφρό.
Περιμέναμε να βραδιάσει, περιμέναμε ν΄αρχίσει η συναυλία τσαλαβουτώντας στη θάλασσα, κάτι αρχαίοι από δίπλα μάς κέρασαν κονσέρβα ζαμπόν, ψωμί και ζεστό κρασί. Μιλήσαμε λίγο μαζί τους –καμιά επαφή. «Πις μπράδερ, γιούνιτι» και «στρίψε κανά τρίφυλλο, ζαβλακώσαμε στο λιοπύρι» -καθόμασταν στον κύκλο τους και σκεφτόμασταν περί «πις» γιατί από ώρα μας είχε πιάσει κατούρημα.
«Πάμε για εξερεύνηση;» πρότεινε ο Τόλης.
«Πήγαμε», απαντήσαμε οι υπόλοιποι με ένα στόμα και σηκωθήκαμε.
Κάτι σκιερές καβάτζες με σκοίνα θα ήταν μια χαρά μέρος να κάνεις την ανάγκη σου αν δεν τις είχαν πιάσει άλλοι, με σκηνές και υπνόσακους. Βρήκαμε όμως μια καντίνα, αγοράσαμε μπουκάλια μπύρες και πατατάκια –για την κακιά την ώρα που θα μας επισκεπτόταν κανένας. Επιστρέψαμε στη σκηνή μας, θάψαμε τα μπουκάλια στο κύμα, να κρατηθούν δροσερά, βαρεθήκαμε απότομα. Αποφασίσαμε λοιπόν να πέσουμε επιτόπου –κάποιος ύπνος κάτω από τον ήλιο, τι άλλο να κάναμε;
«Ρε σεις ξεχάσαμε να κατουρήσουμε!» θυμήθηκε ο Πέτρος.
«Κάντα πάνω σου, δυο μέτρα από το νερό είμαστε», είπε ο Τόλης χωρίς ν΄ανοίξει τα μάτια.
Αυτό κάναμε.
Άφησα πίσω μου τη σιγουριά του νερού και περπάτησα στην αμμουδιά πατώντας σπασμένα ουρλιαχτά. Δεν είχα σκεφτεί μέχρι τώρα να ψάξω τους δικούς μου –σίγουρος ότι κάπου θα είχαν βολευτεί μέχρι να περάσει η φασαρία. Αλλά ένιωσα μόνος και οι άντρες με τα καρό πουκάμισα αλώνιζαν στα πέριξ, τους χρειάστηκα απελπισμένα τους δικούς μου. Χρειάστηκα την ψευδαίσθηση της προστασίας –τρεις είναι πάντα δυνατότεροι από έναν. Κοίταξα τριγύρω. Κάποιος βόγκηξε δίπλα μου, απέφυγα να κοιτάξω. Ένα ξύλο πεταμένο στην άμμο, το κλώτσησα επιφυλακτικά –λουστραρισμένο ξύλο, σπασμένο στη μια άκρη, ένα γκλοπ που είχε τσακίσει στα δύο. Εδώ θα μας σκοτώσουν, θα πεθάνουμε εδώ πέρα…
Ξυπνήσαμε από την τσίκνα –κάτι καιγόταν, μαργαρίνη κι αλουμίνιο. Κοίταξα στο πλάι, δυο κοπέλες με μαγιό είχαν ανάψει γκαζάκι κάτω από μια κατσαρόλα. Σκούντηξα τον Τόλη.
«Τι γίνεται ρε; Μαγέρικο άνοιξε εδώ δίπλα;» ρώτησα.
«Γίνεται ότι δυο γκομενίτσες αποφάσισαν να μας ταΐσουν κι εσύ γκρινιάζεις άνευ λόγου», μου απάντησε. «Πάμε να πλυθούμε λίγο στη θάλασσα πριν τις γνωρίσουμε».
Έτσι ακριβώς κάναμε. Ο Πέτρος κοιμόταν του καλού καιρού, οι κοπέλες ήταν Σκωτσέζες και χρειάζονταν επειγόντως εντατικά μαθήματα σε κάποιο καλό φροντιστήριο ξένων γλωσσών –για να φτιάξουν την προφορά τους.
«Θενκ γε ανκόλι», γέλασε η μια τους αρπάζοντας το κοχύλι που της έδωσε ο Τόλης.
«Τι είναι το ανκόλι ρε μαλάκα;» με ρώτησε ψιθυριστά.
«Ξέρω ΄γω; Μάλλον σε προειδοποιεί ότι δεν το κάνει από πίσω», απάντησα.
«Χέι! Μάκκερ!» μου φώναξε η φιλενάδα της.
Κοιτάχτηκα με τον Τόλη.
«Με βρίζουν κι εμένα τώρα;» αναρωτήθηκα.
Χαμογελάσαμε σαν ηλίθιοι. Είχαμε μια ευχάριστη επικοινωνία με πολλές προοπτικές. Οι γκόμενες έδειχναν πρόθυμες μέχρι και την κατσαρόλα τους να μας αφήσουν να τους πλύνουμε. Ο Τόλης έτρεξε να ξυπνήσει τον Πέτρο μπας και βγει καμιά άκρη.
Πέρασα δίπλα από κάτι που θα πρέπει να ήταν σκηνή. Κάποτε. Γιατί τώρα έμοιαζε με μουσαμαδένιο χαλί κακοστρωμένο στην αμμουδιά. Στάθηκα εκεί –δεν μπορούσα να το περάσω, ήθελα, δεν μπορούσα. Κοίταξα καλύτερα. Κάτι σάλευε εκεί κάτω. Δεν ήταν βουναλάκι στην παραλία, κάτι άλλο βρισκόταν εκεί μέσα –έμοιαζε ζωντανό. Δεν ήθελα να κοιτάξω άλλο. Πισωπάτησα, αν δεν μπορούσα να το προσπεράσω, μπορούσα όμως να απομακρυνθώ. Συνέχιζε να κουνιέται. Δυο καρό πουκάμισα αγωνίζονταν ν΄ανοίξουν την ισοπεδωμένη σκηνή. Έστριψα το κεφάλι τόσο απότομα που νόμισα ότι θα ξεκολλήσει από το σβέρκο μου. Δεν ήθελα να δω τι θα βγάλουν από εκεί μέσα.
Η συναυλία είχε ξεκινήσει, αλλά τα πράγματα παρέμεναν ψόφια. Λίγος κόσμος κοντά στη σκηνή, πήγα να δω τι γίνεται –οι «Αέρα Πατέρα» γεμάτοι αλάτια, ανόρεχτοι –ο κιθαρίστας καθιστός σε μια καρέκλα. Χίλιες φορές προτιμότερες οι Σκωτσέζες, αν πίναμε και καμιά μπύρα μπορεί να καταλαβαίναμε στοιχειωδώς τι μας έλεγαν.
Έτσι ήθελα να πιστεύω.
Είχε πάρει να ξημερώνει κι εμείς αραγμένοι στα υποστρώματα κοιτάζαμε τον έναστρο ουρανό. Μαλακίες –είχε ακόμα συννεφιά. Κάποιο κύμα έσκαγε παραλιακά, υπήρχαν φωτιές αναμμένες τριγύρω, βαριόμασταν να σηκωθούμε.
«Ωραίες οι Σκωτσέζες!» ανακεφαλαίωσε ο Πέτρος.
«Μόνο ωραίες; Θεές!» επαύξησα.
Ο Τόλης ήταν αμίλητος. Είχε εξαντληθεί κάνοντας τον καραγκιόζη, είχαμε βαρεθεί να προσπαθούμε –οι Σκωτσέζες διέθεταν λίγο περισσότερο χιούμορ από τα φύκια. Ή λίγο λιγότερο, δεν βγάλαμε άκρη.
«Τελικά κατάλαβες τι μας έλεγαν;» ρώτησα τον Πέτρο.
«Χριστό!» απάντησε έκπληκτος.
«Πως δεν κατάλαβες; Μια χαρά κατάλαβες μαλάκα, μέχρι πλαστική σακούλα τους έφερες!» φώναξε ο Τόλης κοιτάζοντας ψηλά.
«Λες για …»
«Ναι, λέω για …»
Για τα μπουκάλια. Είχαμε κουβαλήσει τις μπύρες μας στις Σκωτσέζες κι αυτές κέρασαν κάτι μακαρόνια που δεν τρώγονταν ούτε από γουρούνια. Μας κόντραραν στο «ποιος πίνει πιο γρήγορα», τις αφήσαμε να κερδίσουν περιμένοντας να επωφεληθούμε στη συνέχεια. Όταν τέλειωσαν οι μπύρες, σηκώνεται η μια και ρωτάει …
«Χουέρ’ς δε μποτλς Πέτρος;» τσιρίζει ο Τόλης σα σκυλί που αλυχτάει στο φεγγάρι.
Αυτό ακριβώς μας ρώτησε! Ήθελαν τα άδεια μπουκάλια για να τα επιστρέψουν και να πάρουν λεφτά!
«Χουέρ’ς δε μποτλς Πέτρος;» ουρλιάζει ο Τόλης καθώς πετάγεται σα μπεχλιβάνης και χοροπηδάει γύρω από τη σκηνή.
Ο Πέτρος τους είχε δώσει τα μπουκάλια, τους είχε φέρει και μια σακούλα από τη σκηνή για να τα κουβαλήσουν. Οι Σκωτσέζες μας είχαν καληνυχτίσει (Γκόιντ νιχτ!) και είχαν φύγει.
«Χουέρ’ς δε μποτλς Πέτρος;» μουρμούρισε ο Τόλης πέφτοντας στην άμμο με τα μούτρα.
Ήταν ένας ψαρομάλλης με κομμένο τζιν, λευκό κολιέ και τατουάζ. Καθόταν και κάπνιζε, ακουμπώντας σε κάποιο μικρό βράχο. Σωριάστηκα δίπλα του, γιατί έψαχνα πλέον έναν οποιοδήποτε άνθρωπο σ΄αυτό τον πανικό. Τα καρό πουκάμισα κινούνταν πιο αργά τώρα.
«Τι έγινε εδώ πέρα;» ρώτησα.
Άνοιξε ένα πακέτο Σαντέ, μου έδωσε τσιγάρο κοιτάζοντας τη θάλασσα.
«Χτες βράδυ κάποιοι την έπεσαν στο μπατσάδικο της πόλης, πέταξαν σκουπιδοτενεκέδες, πλάκωσαν στις μάπες το φρουρό … Μαζεύτηκαν τώρα όλοι οι μπάτσοι του νησιού, ήρθαν να τους ξετρυπώσουν, έψαχναν ώρα πολλή, μέχρι που βρήκαν εκείνη τη σκηνή με τους μαυριδερούς και τους λιάνισαν …»
Πιέστηκα πολύ για να μην κοιτάξω αυτόματα «εκείνη τη σκηνή». Ο κόσμος λαχάνιαζε ασυντόνιστα.
Πέσαμε για ύπνο με κεφάλια βαριά –αλλά όχι από τις μπύρες. Πρώτη μέρα διακοπών, πλήρης αποτυχία, αν πήγαινε έτσι η υπόθεση, στο τέλος θα νοσταλγούσαμε τα σπίτια μας.
«Διακοπές πας για να κακοπεράσεις και να εκτιμήσεις το σπίτι σου», σχολίασε ο Τόλης όταν του το είπα.
«Και οι ξανθές, πρόθυμες για όλα, τουρίστριες;» ρώτησε ο Πέτρος.
«Ναι –τι έγινε μ΄αυτές;» έκανε ο Τόλης. «Κυκλοφορούν σε αφθονία, έτσι ν΄απλώσουμε το χέρι θ’ αρπάξουμε 10. Αλλά δεν θέλουμε –κατάλαβες;»
«Δεν θέλουμε», επανέλαβα.
«Έχουμε επίπεδο!» διακήρυξε ο Τόλης.
«Κυρίως μορφωτικό, αλλά και βιοτικό», υποστήριξα.
«Δηλαδή, αν μας κάθονταν οι Σκωτσέζες δεν θα τις πηδάγαμε;» αναρωτήθηκε ο Πέτρος.
«Ρε, θα τις σκίζαμε –αλλά δεν μας έκατσαν, εκεί είναι το θέμα», εξήγησε ο Τόλης.
«Θα τις σκίζαμε λες;» τον ρώτησα.
«Σαφώς», με διαβεβαίωσε.
«Και πως θα γινόταν δηλαδή; Με εμπάθεια ή χωρίς;» ενδιαφέρθηκα να μάθω.
«Με πολλή προσπάθεια, για να μη μας πάρει ο ύπνος πάνω στη φάση», απάντησε.
Μετά γύρισε πλευρό και ξεράθηκε. Έκανα το ίδιο αν και δε νύσταζα –το πρωί ξύπνησα πρώτος απ΄όλους, ξεδιπλώθηκα μουδιασμένος κι αποφάσισα να βγω έξω για τσιγάρο. Άνοιξα το φερμουάρ της σκηνής. Μια αγελάδα με κοίταζε! Το ξανάκλεισα. Σκούντησα τον Τόλη.
«Ξύπνα μαλάκα! Είναι μια αγελάδα εδώ απέξω!» του είπα.
«Ξανακοιμήσου και θα δεις διαφορετικό όνειρο», με διαβεβαίωσε.
«Δεν την είδα στον ύπνο μου ρε! Στ΄αλήθεια την είδα!»
Άνοιξε ένα μάτι.
«Εντάξει, πήγαινε άρμεξέ την και μετά ειδοποίησέ μας όταν είναι έτοιμο το μπρέκφαστ», είπε.
Μετά το ξανάκλεισε –κοιμήθηκε.
Βγήκα έξω, η αγελάδα ήταν ακόμα εκεί. Πήγαινα κολλητά στη σκηνή να μην την ενοχλήσω, αλλά έδειχνε να αδιαφορεί για μένα. Πάντως, για καλό και για κακό, άρπαξα τα Κάμελ και άραξα στην ακροθαλασσιά, μακριά της. Λες να μάσαγε τους μουσαμάδες της σκηνής; Αδιαφόρησα. Τι άλλο να ΄κανα; Α ναι, βρήκα κάποιο εμφιαλωμένο στη γύρα και έφτιαξα έναν νες νερόπλυμα.
Σηκώθηκα τον ευχαρίστησα για το τσιγάρο, παρακολούθησα τα καρό πουκάμισα που απομακρύνονταν, σέρνοντας κάτι υπολείμματα ανθρώπων μαζί τους. Ο κόσμος είχε σταματήσει. Σε λίγο θα μαζεύονταν σαν τις μύγες πάνω από τη λιωμένη σκηνή. Δεν είχα σκοπό να πάω κατά ΄κει.
«Είναι μια αγελάδα έξω από τη σκηνή μας», είπε ο Πέτρος ενώ καθόταν δίπλα μου.
«Αλήθεια;» το έπαιξα έκπληκτος.
«Ναι σου λέω!» φώναξε, αλλά γρήγορα κατάλαβε ότι το πήγαινα για καζούρα. Έκοψε την κουβέντα.
«Ο Τόλης κοιμάται ακόμα;» ρώτησα.
«Μπα –σηκώθηκε πριν από μένα. Αλλά δεν ξέρω που είναι», απάντησε.
Κοίταξα τον τελειωμένο καφέ μου και την ήσυχη θάλασσα.
«Να στο αφήσω να το πετάξεις;» έδειξα το πλαστικό κυπελλάκι στον Πέτρο. «Λέω να βουτήξω μπας και ξυπνήσω».
Έγνεψε καταφατικά και σηκώθηκε να πάει προς τη σκηνή. Εγώ άφησα το πακέτο στην αμμουδιά και μπήκα στο νερό. Παγωμένο ήταν, αλλά προχώρησα έτσι κι αλλιώς. Όταν βράχηκα ολόκληρος μου έφυγε η κρυάδα. Κοίταξα τη θάλασσα τριγύρω. Το νερό ρούφαγε αγκαθωτούς ήλιους, κοίτα πως γίνεται …
«Που ήσουνα ρε μαλάκα;» με βούτηξε από το μπράτσο ο Τόλης.
«Μέσα στη θάλασσα», απάντησα.
«Καλά –εδώ έγινε της πουτάνας κι εσύ έκανες μπανάκι;»
«Τι να κάνω δηλαδή;»
«Την πέσανε σε μια σκηνή και ρίξανε οχτακόσα κιλά ξύλο!»
«Ναι, το έμαθα …»
«Κάποιους πιάσανε –πάμε να δούμε!»
Τον ακολούθησα αβέβαια. Στην αρχή της ανηφόρας είχε μαζευτεί κόσμος, τα καρό πουκάμισα έβριζαν. Δεν ήθελα να δω αυτούς που σέρνανε μαζί τους.
«Ένας ξέφυγε, νόμιζαν ότι ήταν λιπόθυμος από το ξύλο, αλλά σηκώθηκε και την κοπάνησε», μου είπε στ΄αυτί ο Πέτρος.
«Διαλυθείτε ήσυχα!» φώναξε ένα καρό πουκάμισο.
«Μη σας γαμήσουμε κι εσάς», συμπλήρωσε ύπουλα ένα άλλο.
Κοίταξα.
Ο άνθρωπος με τις χειροπέδες δεν είχε πρόσωπο –μόνο το στόμα ξεχώριζε. Δεν μπορούσα να τραβήξω τα μάτια κι ας φοβόμουν μη με δει.
«Τελ εμ», ψέλλισε αργόσυρτα. «Τελ εεεεμμμ».
Να τους πω. Τι να τους πω; Γύρισα την πλάτη κι έφυγα από το μπούγιο. Έτρεξα μέχρι τη σκηνή μας, χώθηκα μέσα, μετά από λίγο βυθίστηκα σε λήθαργο. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε…
«Ξύπνα ρε βόδι. Βόηθα λίγο –μαζεύουμε!» ο Τόλης με σκούνταγε βίαια.
«Τι έγινε;»
«Μαζεύουμε –την κάνουμε, ξύπνα να βοηθήσεις!»
«Που πάμε;»
«Στο κάμπινγκ ρε βλάκα. Να περιμένουμε τις Ολλανδέζες».
«Ποιες;»
Ο Τόλης με κοίταξε.
«Είσαι σίγουρος ότι δεν έφαγες καμιά αδέσποτη από τους μπάτσους; Γιατί ρετάρεις άσχημα, γι΄αυτό το λέω».
Σύρθηκα στα γόνατα, βγήκα από τη σκηνή, κόντευε μεσημέρι. Οι άλλοι είχαν σχεδόν τελειώσει, τσαλάκωσα τα υπάρχοντά μου και τα στρίμωξα όπως-όπως, να ξεμπερδεύω μια ώρα αρχύτερα. Μετά μπήκα στη σκηνή για να μαζέψω τα υποστρώματα, βρήκα εκεί μέσα ένα κομμάτι χαρτί, τσαλακωμένο –το ξεδίπλωσα.
Διάβασα …
«Το νερό ρούφαγε μικρούς αγκαθωτούς ήλιους, κοίτα πως γίνεται, πέφτει εκείνος ο φωτεινός αχινός -κι εγώ δεν ξέρω από πού –διαλύεται όταν ακουμπάει στη λεία επιφάνεια, το νερό μετατρέπει τη λάμψη σε αντανάκλαση κι αυτό ήταν όλο.»
Τσαλάκωσα πάλι το χαρτί, βγήκα έξω και το έθαψα βαθιά στην άμμο. Ύστερα έμεινα να κοιτάζω το βουναλάκι που είχα φτιάξει.
«Θ΄αργήσεις πολύ ακόμα;» φώναξε ο Τόλης μαρσάροντας το διακοσοπενηντάρι του.
«Έρχομαι!» είπα.
8 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Ωραίος. Σε διαβάζω αρκετά (και τα λογοτεχνικά και τα άρθρα).
Με την ευκαιρία, να σου πω πως μου αρέσει πολύ και η διακόσμηση του μπλογκ (γλυκιά συμμορία και τα συναφή, τι να λέμε τώρα). Περιμένω για τα επόμενα.
Χαίρομαι που σου άρεσε -γιατί είναι και μεγάλα αυτά τα κείμενα και δεν υπάρχει χειρότερο από το να διβάζεις κάτι και στο τέλος να αποφασίσεις οτι τζάμπα σπατάλησες το χρόνο σου και χάλασες τα μάτια σου.
Η διακόσμηση του μπλογκ έχει γίνει από τη γυναίκα μου (η οποία θα χαρεί όταν διαβάσει το σχόλιό σου) γιατί εγώ: α) είμαι γνωστός κακόγουστος και β) δεν μου κόβει να γράψω μισή γραμμή κώδικα.
Να είσαι καλά.
λατρεύω τα κάμελ. κάνουν πάντα καλές ιστορίες.
Νομίζω οτι θα συμφωνήσει κι ο Τομ Ρόμπινς μαζί σου... Αν και τα σκαρτέψανε την εποχή που αντικατέστηκαν τα Turkish blend με Domestic (μέχρι την πυραμίδα φάγανε οι αθεόφοβοι!) τα Κάμελ παραμένουν ιδέα και αντικείμενο φθόνου ταυτόχρονα ("She said 'Honey, you know I gave up cigarettes for my new year's resolution/But I didn't give up smoking'/I said 'Woman, you going to walk a mile for a Camel/ Or are you going to make like Mr Chesterfield and satisfy?'She said 'That all depends on what your packing/ Regular or kingsize'")Τι μου κάνεις τώρα κι έχω κόψει το κάπνισμα!
Τό έκοψες;;;;;
Εγώ πάντως ακόμα τα κάνω τα Luckies
Μου το΄κοψε η άτιμη κενωνία.
Στο παρελθόν είχαμε κάνει μια συζήτηση για τα μυθιστορήματα που τα γράφουν δύο ή και περισσότεροι.
Πολύ μου άρεσε, η διπλή / ταυτόχρονη ιστορία που εξελίσσεται.
Δυστυχώς το smartphone μου αρνείται να ανεβάσει post (τώρα είμαι σε δανεικό netbook(, και χάνω την ευκαιρία να σχολιάσω την ιστορία με την Αναστασία και την εθνοφυλακή (άπαιχτη ιστορία).
keep walking
athinaev
Ποια είναι η ιστορία με την Αναστασία και την εθνοφυλακή; Για τη γνωστή Αναστασία μιλάμε -πού αγάπαγε τον πατέρα και το γιο;
Κι εμένα μου άρεσε αυτό το "γρήγορο παρελθόν που εξελίσσεται μέσα σ΄ένα αργό παρόν" γι΄αυτό και το έκλεψα από εκεί που το είδα (δεν θυμάμαι από πού)
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!