Παρασκευή, Μαΐου 31, 2013

8. Η τρομερή ώρα


Ξύπνησε απότομα, σαν κάποιος να τον σκούντηξε, κοίταξε δίπλα του αλλά δεν είδε τίποτα περισσότερο από ένα βαθούλωμα στο μαξιλάρι και το τραβηγμένο σεντόνι. Αυτό ήταν λοιπόν, σκέφτηκε αλλά αμέσως θυμήθηκε οτι έκανε την ίδια ακριβώς σκέψη κάθε πρωί την τελευταία βδομάδα, κάθε φορά που ξύπναγε από τον νυχτερινό λήθαργο. Εκείνη σηκωνόταν νωρίτερα, δεν την έπαιρνε χαμπάρι όσο ετοιμαζόταν για να κατέβει στην τραπεζαρία του ξενοδοχείου ή όπου αλλού πήγαινε τέλος πάντων –ο Αργύρης έβγαινε ανήσυχος από το μαύρο πηγάδι και την έψαχνε, σίγουρος οτι αυτό ήταν λοιπόν, μέχρι εδώ ήταν –και μετά ντυνόταν βιαστικά, κατέβαινε στην τραπεζαρία όπου η Σόνια τον περίμενε έχοντας ένα μισοτελειωμένο φλιτζάνι καφέ κι ένα σβηστό τσιγάρο μπροστά της. Έπαιρναν διάφορα σκατολοϊδια από τον μπουφέ αλλά ούτε καν τα άγγιζαν –έμοιαζε σα να προσπαθούσαν να πείσουν τους εαυτούς τους οτι έκαναν διακοπές, όπως όλος ο άλλος κόσμος. Διακοπές στο καταχείμωνο, σ΄ένα έρημο παραλιακό ξενοδοχείο μιας κωμόπολης-φάντασμα. Κάποιες διακοπές…

Ο Αργύρης, όπως κάθε πρωί, ντύθηκε βιαστικά, έριξε νερό στα μούτρα του και κουτρουβάλησε τις σκάλες (δεν είχε καμιά όρεξη να περιμένει το βραδυκίνητο ασανσέρ) μέχρι την τραπεζαρία. Κι όπως κάθε πρωί ήταν σίγουρος οτι δεν θα την έβλεπε εκεί μέσα, αλλά, αντίθετα με τα προηγούμενα πρωινά, σήμερα τα τραπέζια ήταν όλα άδεια. Σχεδόν άδεια –στο βάθος δίπλα στον μπουφέ κάθονταν υπομονετικά δυο σερβιτόροι παρακαλώντας να μην κατέβει ψυχή για πρωινό κι έτσι να μη χρειαστεί να γεμίσουν άλλη φορά τις πιατέλες. Ο Αργύρης χαμογέλασε –ίσως και να ξεκαρδιζόταν αν δεν φοβόταν μην τον πάρουν για τρελό –κάθε πρωί κατέβαινε σίγουρος οτι η Σόνια θα έλειπε αλλά ποτέ δεν έπαιρνε μαζί του τσιγάρα, κάπνιζαν από τα δικά της. Γύρνα πίσω στο δωμάτιο μαλάκα, μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του. Αλλά έμεινε εκεί, να κοιτάζει σα χάνος την τραπεζαρία….
«Νωρίς ξύπνησες σήμερα», άκουσε τη φωνή της δίπλα στο αυτί του.
«Για να σε πιάσω στα πράσα», έκανε χαζά εκείνος.
«Ναι ε; Και; Μ΄ έπιασες;» γέλασε η Σόνια.
«Ξέρω ΄γω;» έξυσε το κεφάλι του. «Πού διάολο εξαφανίζεσαι κάθε πρωί –μου λες;»
«Όχι –δε χρειάζεται να ξέρεις», του απάντησε με μυστήριο χαμόγελο. «Δεν πάμε τώρα να πάρουμε πρωινό; Πεινάω».
Πήγαν, πήραν διάφορα πράγματα από το μπουφέ και τα έστησαν μπροστά τους για να τα κοιτάνε.
«Θα μείνουμε κι άλλες μέρες;» τον ρώτησε.
«Δεν ξέρω –όπως κάτσει….» μουρμούρισε ανάβοντας τσιγάρο.
«Δεν σε ψάχνει κανείς εσένα;»
Την κοίταξε ξαφνιασμένος.
«Τι εννοείς;» έκανε απότομα.
«Δουλειά, φίλοι, γνωστοί, συγγενείς… Έχεις το τηλέφωνο συνέχεια κλειστό….»
«Όχι, κανείς δεν με ψάχνει. Εσένα;»
«Όσοι θέλω να με βρουν, με βρίσκουν», του χαμογέλασε.
Ο Αργύρης την κοίταξε και θυμήθηκε εκείνο το βράδυ, πριν μια βδομάδα, όταν πήγε στο Stand για να τη συναντήσει.
«Σε περίμενα», του είχε πει τότε η Σόνια.
«Εντάξει –πάμε από το σπίτι σου να πάρεις μερικά πράγματα», είχε πει εκείνος.
«Γιατί;»
«Φεύγουμε».
«Για πού;»
«Έχει σημασία;»
Δεν είχε. Μέχρι να βγουν στην Εθνική δεν μιλούσαν, η Σόνια είχε αφήσει τον Αργύρη να οδηγεί ανενόχλητος κι εκείνος προσπαθούσε απεγνωσμένα να κρύψει το γεγονός οτι πήγαινε στα κουτουρού –χωρίς σχέδιο και προορισμό. Την είχε ανάγκη, είχε περάσει πρώτα από το σπίτι της κι όταν κανένας δεν του άνοιξε, πήγε στο μπαρ –την βρήκε, την πήρε κι όλα κυλούσαν από μόνα τους. Μέχρι που ήρθε η ταμπέλα αυτής της κωμόπολης να του υπενθυμίσει οτι κάπου έπρεπε να σταματήσουν, αλλιώς η Σόνια θα άρχιζε να δυσανασχετεί. Ή έτσι πίστευε ο Αργύρης, επειδή, στην πραγματικότητα, η Σόνια είχε βολευτεί δίπλα του, απολάμβανε το στρίμωγμά τους στην στενή καμπίνα του αυτοκινήτου και ήθελε ν΄ αργήσει η ώρα των εξηγήσεων όσο πιο πολύ γινόταν. Κυρίως επειδή δεν είχε καμιά εξήγηση πρόχειρη. Όντως τον περίμενε, από τότε που τον είχε διώξει από το σπίτι της, αλλά δεν ήταν προετοιμασμένη να τον υποδεχτεί.
Όταν πάρκαραν το αυτοκίνητο έξω από το ξενοδοχείο τούς χτύπησε μια απότομη υγρασία κι αυτόματα αγκαλιάστηκαν –όλα έγιναν πιο εύκολα στη συνέχεια.

«Έπρεπε να κάνω το μαλάκα και να σε κυνηγήσω;» είχε αναρωτηθεί κάποια στιγμή ο Αργύρης.
«Όχι –έπρεπε να είμαι μόνο εγώ η μαλακισμένη που σου την έπεσα!» είχε ξεκαρδιστεί η Σόνια.
 Αυτά περί αμοιβαίων εξηγήσεων….

Κοίταξε το πακέτο της και μετά τον Αργύρη.
«Μού το τσάκισες», είπε.
«Θα βγω να σου πάρω», την καθησύχασε.
«Δεν πειράζει –θα πάμε κάποια βόλτα….»
«Σαν συνταξιούχοι σε διακοπές του Κοινωνικού Τουρισμού», κορόιδεψε ο Αργύρης.
«Μα, ακριβώς έτσι!» γέλασε η Σόνια.
Πήγαιναν κάθε μέρα σε μια βρωμερή, πλαστική καφετέρια στην παραλία –κοίταζαν τη θάλασσα και μιλούσαν για τίποτα. Ξεκινούσαν με μπύρες αλλά σύντομα ο Αργύρης το γύριζε σε κανονικά ποτά παραπονούμενος για την ακράτεια που ερχόταν με το πέρασμα της ηλικίας. Και η Σόνια του απαντούσε πάντα με το ίδιο αστείο: «κοίτα μην τα τινάξεις πριν πηδηχτούμε ακόμα μια φορά».

Ανέβηκαν στο δωμάτιό τους να ετοιμαστούν για τη βόλτα, ο Αργύρης ξέκλεψε χρόνο λόγω καλλωπισμού της Σόνιας και άνοιξε τηλεόραση. Μια φωνή με βλάχικη προφορά περιέγραφε τις έρευνες της αστυνομίας («Εκπρόσωπος Τύπου», έγραφε στο κάτω μέρος της οθόνης) ενώ παιζόταν ένα βίντεο κοιλαράδων Μετωπιτών που διαδήλωναν κρατώντας σημαίες, σύμβολα κι άλλες παρόμοιες δικές τους αηδίες. Ο Αργύρης προσπάθησε να συγκεντρωθεί μπας και καταλάβει πώς πήγαινε το πράγμα.
«Αυτό κι αν είναι συνταξιουχισμός!» φώναξε η Σόνια. «Βλέπεις πρωινάδικα;»
«Ε;» μούγκρισε αφηρημένα ο Αργύρης.
«Τι βλέπεις άνθρωπέ μου;»
«Τι βλέπω;»
«Θα φύγουμε ή θα περιμένεις πρώτα να δεις τα ζώδια;»
«Όχι φεύγουμε….» μουρμούρισε ο Αργύρης χωρίς να δείχνει διάθεση να ξεκουνηθεί.
Η Σόνια τον κοίταξε συνοφρυωμένη. Εκείνος το κατάλαβε –χαμογέλασε αμήχανα και έκλεισε την τηλεόραση.

Η βόλτα τους ήταν σύντομη, άκεφη –οι δυο τους νευρικοί για πρώτη φορά περπάτησαν στην παραλία προσπαθώντας να καθυστερήσουν την αμηχανία.
«Θέλεις να μου πεις;» τον ρώτησε κάποια στιγμή η Σόνια.
«Τι πράγμα;» απόρησε εκείνος.
«Εντάξει –δεν θέλεις», αποφάσισε η Σόνια.
Δεν σκόπευε να τον ξαναρωτήσει, δεν σκόπευε να τη μπλέξει.

Επέστρεψαν στο ξενοδοχείο όταν πήρε να μεσημεριάζει, δεν είχαν όρεξη για φαγητό –ο Αργύρης μπήκε στο δωμάτιο σκεπτικός και η Σόνια τον κόλλησε στον τοίχο με το που έκλεισαν την πόρτα πίσω τους.
«Μάλλον δεν έχουμε όλο το χρόνο τού κόσμου», ψιθύρισε στο αυτί του και μετά του χίμηξε στα ίσα –δεν πρόλαβαν να φτάσουν ούτε μέχρι το κρεβάτι.

«Γνωστό αυτό το σενάριο», είπε ο Αργύρης καπνίζοντας ενώ έψαχνε το τασάκι στο διπλανό κομοδίνο.
«Δηλαδή;» ρώτησε η Σόνια.
«Έρωτας δίχως αύριο και μετά εξαφανιζόλ –το  έχω ξαναδεί και μάλιστα με την ίδια πρωταγωνίστρια», γέλασε ο Αργύρης.
«Άντε ρε βλάκα…» τον σκούντηξε τρυφερά η Σόνια.
«Πάντως φεύγουμε», είπε εκείνος.
«Επιστρέφουμε», διευκρίνισε η Σόνια.Η
«Και τι γίνεται παρακάτω;» ρώτησε ο Αργύρης.
«Τι να γίνει; Θα με γνωρίσεις στη μαμά σου κι άμα με συμπαθήσει θα με παντρευτείς», είπε εντελώς σοβαρά η Σόνια.
«Πρώτη προτεραιότητα», επιβεβαίωσε ο Αργύρης κι άρχισε να σκέφτεται ποια να ήταν η γνώμη της υπόλοιπης παρέας για τη Σόνια.
Με την Αθηνά του Κώστα θα κόλλαγε μια χαρά (ή έτσι ήθελε να ελπίζει), με τη Μαρίνα –γιατί όχι; Κάπως έτσι δεν ήταν κι εκείνη πριν από…. Πριν από 20 χρόνια, συνειδητοποίησε και τον έλουσε επιτόπου κρύος ιδρώτας. Τι θέλεις μαζί της ρε ψοφίμι; Και θα τη μοστράρεις για γκόμενά σου στην παρέα –αυτή είναι κόρη σου βρε γελοίε!



«Λέω να ντυνόμαστε», μουρμούρισε η Σόνια.
«Ναι», είπε κι έμεινε να την κοιτάζει όσο σηκωνόταν από το κρεβάτι μέχρι που εκείνη τον είδε και του χαμογέλασε.
«Μάτι παίρνεις;» τον ρώτησε.
«Κακό είναι;» απόρησε.
«Καλό!» του απάντησε. «Αλλά σήκω γιατί θα μας βρει το βράδυ εδώ πέρα».
«Και λοιπόν; Ας μείνουμε ακόμα μια μέρα», είπε.
«Αφού αποφασίσαμε να φύγουμε…» του θύμισε εκείνη.
«Αφού το αποφασίσαμε, καλά να πάθουμε», σχολίασε σβήνοντας το τσιγάρο του.
Ένα τσιγάρο μετά τη Ναστάζια Κίνσκι….

Επέστρεψαν το ίδιο αμίλητοι, όπως πήγαν. Μόνο που τώρα δεν υπήρχε αμηχανία, μόνο σκέψεις και σχέδια και απορίες –πού πάει αυτή η υπόθεση; Πού πάμε;
«Θα σε αφήσω σπίτι σου», της είπε ο Αργύρης.
Η Σόνια συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι.
Αυτά ήταν όσα είπαν.

Έξω από την πολυκατοικία της τον φίλησε καθυστερώντας λίγο περισσότερο από το χρειαζούμενο στην αγκαλιά του. Κι εκείνος έμεινε παγωμένος σα μαλάκας που βρέθηκε σε μαγαζί γυαλικών μια νύχτα χωρίς φώτα.
«Θα σου τηλεφωνήσω», της είπε.
«Όχι αν προλάβω να σου τηλεφωνήσω εγώ πρώτη», τον κορόιδεψε.
Όταν γύρισε σπίτι του ο Αργύρης άνοιξε το κινητό που άρχισε να κοπανάει σα να είχε λόξυγκα από τις πολλές ειδοποιήσεις, είδε οτι μονάχα οι κολλητοί τον έψαχναν, πέταξε τη συσκευή μαζί με τα ρούχα του σε μια πολυθρόνα και χώθηκε στο κρεβάτι αρπάζοντας το σταθερό τηλέφωνο. Σχημάτισε τον αριθμό της, εκείνη το σήκωσε στο τρίτο χτύπημα και πέρασαν όλη τη νύχτα κουβεντιάζοντας.

Εμφανίστηκε μπροστά τους όταν είχαν σταματήσει να τον ψάχνουν. Μεσημέρι, την ώρα που ο Κώστας ετοιμαζόταν να κλείσει τον υπολογιστή και να χτυπήσει κάρτα μπούκαρε στο γραφείο του φορτσάτος.
«Που ‘σαι ρε καργιόλη!» έκανε ξαφνιασμένος ο Κώστας.
«Εδώ είμαι», παραδέχτηκε ο Αργύρης.
«Σε ψάχνουμε τόσες μέρες…»
«Εντάξει –σας βρήκα εγώ».
Ο Κώστας άρπαξε το τηλέφωνο.
«Κάτσε να ειδοποιήσω και τον άλλο, θα πάμε κάπου –έτσι;»
«Να πάμε…»
Πήγαν σε μια μπυραρία τίγκα στον κόσμο που προσπαθούσε να διώξει τη μυρωδιά της πρωινής δουλειάς από πάνω του.
«Σε 10 λεπτά θα είναι εδώ», είπε ο Κώστας.
Ο Αργύρης δε μίλησε.
«Υπάρχει ανάλυση;» τον ρώτησε ο Κώστας.
«Κάτι λίγο…» παραδέχτηκε ο Αργύρης.
Παράγγειλαν δυο μπύρες και έμειναν αμίλητοι όσο τις έπιναν.
«Δίψαγα», παραδέχτηκε ο Αργύρης.
Ο Κώστας δεν είπε τίποτα.
Εκείνη τη στιγμή μπήκε φουριόζος ο Τάκης, άρπαξε μια γκαρσόνα από το μπράτσο, κάτι της είπε δείχνοντας το τραπέζι τους.
«Τι έγινε ρε μαλάκα; Μας αποφεύγεις;» ρώτησε τον Αργύρη όσο καθόταν.
«Εσάς κι όλο τον κόσμο», είπε εκείνος.
«Για πες…»
«Περίμενε να έρθουν οι μπύρες».
Περίμεναν και οι μπύρες ήρθαν.
«Ξηγήσου», ζήτησε από τον Αργύρη ο Τάκης.
«Καθότι ο έρωτας», είπε αυτός.
«Ποιος ήρθε;» απόρησε ο Κώστας.
«Απαντάω στην ερώτηση περί του πού χάθηκα ρε παιδί μου», του εξήγησε ο Αργύρης.
«Κι ο έρωτας τι δουλειά έχει με τον Μετωπίτη;» απόρησε ο Τάκης με τη σειρά του.
«Ποιον Μετωπίτη;»
«Τον καινούργιο!»
«Α, γι΄ αυτόν λες…»
«Α, γι΄ αυτόν λέω και δε μου αρέσει καθόλου το στυλάκι σου –κάτι σε ψυχάκια μού κάνει», τσίτωσε ο Τάκης.
«Εντάξει ρε παιδί μου –παθαίνουμε κι εμείς τις κρίσεις μας αλλά την υπόλοιπη μέρα –πολύ κύριοι…» γέλασε ο Αργύρης.
«Βρε μ΄ έναν πούστη…» βλαστήμησε ο Τάκης.
«Χαλάρωσε –κάπως στην τσίτα σε κόβω…» είπε ο Αργύρης.
«Ή έρωτας ή ξανάρχισε το βελόνι», είπε δήθεν ψιθυριστά στον Τάκη ο Κώστας δείχνοντάς τον.
«Κερνάω τσιγάρο και αναλύω», τους έκοψε ο Αργύρης και πρότεινε το ανοιχτό του πακέτο πριν συνεχίσει. «Είμαι λοιπόν προβληματισμένος μ’ εκείνον τον έρμο που μπουζουριάσανε οι μπασκίνες για να του φορτώσουν το φόνο –κάτι πρέπει να γίνει, να τον βοηθήσω, με εννοείς;» κανένας δεν του απαντάει επειδή σε κανέναν δεν απευθύνεται κι έτσι συνεχίζει. «Πάω και τη στήνω έξω από κάτι γραφεία τους, παραμονεύω μέχρι να πετύχω τον μαλάκα –τι πιο εύκολο! –δεν μου παίρνει πολλή ώρα να τον σταμπάρω. Έχω βέβαια καρφωθεί κάπως στο μαγαζί αλλά όχι πολύ –παρακολουθώ τον μαλάκα, ένας σφίχτης με μεγάλη μηχανή και μικρό πουλί, κλασική περίπτωση Μετωπίτη. Ξεκινάω διαδικασίες καταγραφής των συνηθειών του στόχου…»
«Άτσα ο δικός σου!» κορόιδεψε ο Τάκης.
«Μυστικός πράκτωρ Ιωνάθαν Λίβινγκστον!» σχολίασε ο Κώστας.
«Δοκιμασμένα πράγματα και κόφτε το δούλεμα», είπε ο Αργύρης. «Διότι εδώ υπάρχει ένα πρόβλημα –ηθικοπλαστικής υφής….»
«Τι υφής;» ρώτησε ο Κώστας.
«’Η φις ή τσίκεν –αυτά διαθέτει το κατάστημα», του ξέκοψε ο Τάκης όσο ο Αργύρης σήκωνε τους ώμους αγανακτισμένος.
«Αυτό που θέλω να πω είναι οτι δεν μπορούσα να τον σκοτώσω έτσι στην ψύχρα. Εντάξει, ο σκοπός ιερός, να σωθεί ένας αθώος και η απώλεια μηδαμινή καθότι οι Μετωπίτες δεν υπολογίζονται για άνθρωποι, παρ΄ όλα αυτά…» συνέχισε ο Αργύρης.
«Ωραίος ο πρόλογος αλλά τελικά τον σκότωσες!» διευκρίνισε ο Τάκης.
«Μη βιάζεσαι», τον συμβούλεψε ο Αργύρης. «Είμαι, που λέτε, τρίτη μέρα πέριξ του σπιτιού του και ψάχνω πώς θα του την φέρω και πώς θα πειστώ να τον καθαρίσω. Βγαίνει ο μαλάκας, βράδυ, να πάει στη μηχανή του –κάθε βράδυ το ίδιο δρομολόγιο έκανε –μπράβος σε κωλάδικο. Στα 20 μέτρα εγώ, μέσα στο αυτοκίνητο με την εφημερίδα ανοιχτή και το σκοτάδι να ρέει… Όπου πετάγονται από το πουθενά δυο λεβέντες και τον σουγιαδιάζουν ασκαρδαμυκτί! Από πού ήρθαν δεν κατάλαβα, απλά τους είδα ξαφνικά δίπλα του, ο ένας τον πιάνει από το μπράτσο ο άλλος τον μαγκώνει από πίσω, πάει να γυρίσει ο σφίχτης, χλαπ, χλουπ –αντίος μουτσάτσος!»
Ο Αργύρης ανάβει νέο τσιγάρο, οι άλλοι δυο τον μιμούνται. Περνάνε κάποια λεπτά, τα ποτήρια αδειάζουν από μπύρα.
«Και μετά;» ρωτάει ο Τάκης.
«Πήρα το αμαξάκι μου, κύριος, οδήγησα μέχρι το επόμενο τετράγωνο, βρήκα έναν τηλεφωνικό θάλαμο κι ανέλαβα την ευθύνη με τη γνωστή δήλωση», ολοκλήρωσε ο Αργύρης.
«Κάπως μαλακία», σχολιάζει ο Κώστας.
«Σωστό. Κατά πρώτον, αν είναι σούπερ ντούπερ δικτυωμένοι οι μπασκίνες μπορεί να σε βρουν και να σου φορτώσουν το φόνο…» ξεκίνησε ο Τάκης.
«Λες ε;» γέλασε ο Αργύρης.
«Εντάξει –δεν παίζει ως πιθανότητα», παραδέχτηκε ο Τάκης. «Αλλά, κατά δεύτερον και σημαντικότερον –τους ρώτησες αυτούς που τον σκότωσαν αν ήθελαν να αναλάβεις την ευθύνη; Αν τον φάγανε για παραδειγματισμό, ας πούμε, εσύ πήγες και τους χάλασες το σόου…»
«Ε, και λοιπόν;» απόρησε ο Αργύρης. «Μήπως θα με βρουν για να μου ζητήσουν το λόγο;»
«Ποτέ δεν ξέρεις…» μουρμούρισε ο Κώστας.
«Μέχρι να μάθεις –γνωστά αυτά», είπε ο Αργύρης. «Και τι να έκανα δηλαδή; Πέτυχα μαχαιρωμένο βολικό και φρεσκότατο –να μην τον χρησιμοποιήσω;»
«Πάντως εμένα, ο μπασκίνας της γειτονιάς, μού είπε οτι τον Πακιστανό τον πιάσανε για να μη λέει ο κόσμος –ξέρουν οτι δεν έχει κάνει το φόνο…» σχολίασε ο Κώστας.
«Σε στυλ Καζαμπλάνκα και συνήθεις ύποπτοι –μα, αυτά τα παιδιά δεν αλλάζουν ποτέ τις μεθόδους τους;» απόρησε ψεύτικα ο Τάκης.
«Τι τους πέρασες, για τίποτα παλιανθρωπαραίους, να αλλάζουν μεθόδους πριν περάσει εκατονταετία; Υπάρχει συνέχεια στη Δημόσια Διοίκηση ρε βλάκα!» εξήγησε ο Κώστας.
«Τέλος πάντων και στ΄ αρχίδια μου», έκανε ο Τάκης. «Για προχώρα τώρα και στο παρασύνθημα», ζήτησε κοιτάζοντας τον Αργύρη.
«Σόνια», είπε ψιθυριστά ο Αργύρης.
«Έλα!» έκανε ο Τάκης.
«Πήγα και τη βρήκα στο μαγαζί του Σωτηράκη…»
«Έριξες τα μούτρα σου!» παρατήρησε ο Κώστας.
«Πρώτα τα μούτρα και μετά πούτσο να υποθέσω», γέλασε ο Τάκης.
«Μα τι χυδαίος!» έκανε δήθεν αηδιασμένος ο Κώστας.
«Τέλος πάντων, τη βρήκα, τη βούτηξα και πήγαμε σ΄ένα άδειο παραθεριστικό ξενοδοχείο –μείναμε κλεισμένοι μια βδομάδα…»
«Έμπαινε καμπούρη!» πανηγύρισε ο Τάκης.
«Αυτά», συνόψισε ο Αργύρης.
«Και τώρα;»
«Τώρα –τα συνηθισμένα…»
«Δηλαδή μιλάμε για σχέση;» ζήτησε να επιβεβαιώσει ο Κώστας.
«Μάλλον».
«Συγνώμη κιόλας –πόσων χρονών είναι αυτή η Σόνια;» ρώτησε ο Τάκης.
Κανένας δεν απάντησε κι έτσι ο Τάκης πήρε την απάντησή του.

Η επόμενη βδομάδα πέρασε με τον Τάκη να κουμαντάρει την καθημερινότητά του όσο οι άλλοι δύο πάλευαν να φτιάξουν τη δική τους αποδεκτή ρουτίνα. Τουτέστιν, ο Κώστας έψαχνε κλαδί να πιαστεί για να μην τον παρασύρει ο χείμαρρος Αθηνά κι ο Αργύρης περπάταγε στο ριζόχαρτο που είχε στρωθεί στη σχέση με τη Σόνια σαν άλλος νεαρός Κέιν στα χρόνια της μαθητείας  υπο τον Δάσκαλο Πο. Οι ισορροπίες είναι καλές όσο είναι ευσταθείς –όπως έμοιαζε να είναι η σχέση του Τάκη με την Μαρίνα –όταν με την παραμικρή ώθηση το σύστημα πηγαίνει στου διαόλου τη μάνα δεν ξέρεις αν θα ξημερωθείς στο ίδιο μέρος κι εσύ και τα παπούτσια σου -πράγμα, το λιγότερο, άβολο.
Όλοι ανησυχούσαν γιατί έπρεπε να γίνει η τρομερή συνάντηση –αφού τα έφερε η κατάρα και ξανακόλλησαν μετά από τόσα χρόνια ήταν αναπόφευκτο να έρθουν σε επαφή και οι γυναίκες τους. Οι γυναίκες τους –τι όμορφη διατύπωση! Βγάλε τον Τάκη που ήταν μαζί με τη Μαρίνα από την εποχή του Νώε (άλλωστε η Μαρίνα παρέμενε μέλος της παλιάς παρέας), για τους υπόλοιπους δυο, το θέμα της παρεϊκής αποδοχής της Αθηνάς και της Σόνιας ήταν το μικρότερο από τα προβλήματά τους. Εδώ ο Κώστας δεν ήξερε αν ήθελε ο ίδιος να είναι με την Αθηνά κι εκεί ο Αργύρης δεν ήξερε για πόσο ακόμα θα ήταν μαζί του η Σόνια –ποια συνάντηση και ποια παρέα τώρα!
«Αύριο που είναι Σάββατο κι έχουμε γυναίκα να προσέχει τα παιδιά», είπε ο Τάκης.
«Αύριο –εντάξει», μουρμούρισε ο Κώστας.
«Ο Αργύρης μπορεί;» ρώτησε τον Κώστα ο Τάκης.
«Ο Αργύρης μπορεί», απάντησε ο Αργύρης στον Κώστα.
«Σπίτι σου;» ρώτησε ο Αργύρης τον Κώστα.
«Πού αλλού;» απόρησε ο Κώστας στην ερώτηση του Τάκη. «Το δικό σου είναι παιδότοπος και του Αργύρη κενοτάφιο. Ελάτε σε μένα που έχει και κάψα η Αθηνά να σας περιποιηθεί…»
«Το παίζει καλή νύφη;» ρώτησε ο Αργύρης.
«Όσο να πεις –το παν είναι η γνώμη των πεθερικών», απάντησε ο Κώστας.
«Το κρίμα στο λαιμό σας», είπε ο Τάκης.
«Και μη χειρότερα», ευχήθηκε ο Αργύρης.
«Σάββατο μετά τις 8», ξεκαθάρισε ο Κώστας.

Σάββατο 9 παρά τέταρτο.
«Έτσι αργούν πάντα;» γκρίνιαξε η Αθηνά.
Ο Κώστας κοίταξε το γυάλινο κοντό ποτήρι, λίγο ουίσκι με πολύ λιωμένο πάγο, άραγε είχε θυμηθεί κανένας να γεμίσει τις παγοθήκες στην κατάψυξη; Σκέφτηκε οτι έπρεπε να ελέγξει και, αφού θα τον έφερνε ο δρόμος, να φρεσκάριζε κιόλας το ποτό του, αντί για όλα αυτά έγειρε πίσω το κεφάλι του και στράγγιξε το νερωμένο ουίσκι μορφάζοντας.
«Σου μιλάω χριστιανέ μου!» φώναξε η Αθηνά.
«Ισχυρίστηκα εγώ το αντίθετο;» απόρησε αθώα ο Κώστας.
«Ε, απάντα λοιπόν!»
«Τι να σου απαντήσω ρε παιδί μου –τους έχουμε ξανακαλέσει για να ξέρω;»
Η Αθηνά κούνησε το κεφάλι νευρικά, ξεκίνησε να πάει στην κουζίνα αλλά τη φρέναρε το κουδούνι.
«Είδες;» χαμογέλασε ο Κώστας πηγαίνοντας ν΄ανοίξει την πόρτα.
Ο Βασίλης, χωρίς στολή αυτή τη φορά, με ένα πουκάμισο ριγέ, παντελόνι τζιν και παντόφλες βρέθηκε να τον κοιτάζει χαμογελώντας συνεσταλμένα.
Αυτός μας έλειπε, σκέφτηκε ο Κώστας.
«Τι έγινε γείτονα; Ξεμείνατε από ζάχαρη;» ρώτησε κάπως απότομα.
«Όχι, τι ζάχαρη…» μπερδεύτηκε ο Βασίλης. «Ήθελα να σου πω…»
«Έλα πιο μέσα, μη στέκεσαι», τον προσκάλεσε ο Κώστας.
Η Αθηνά πλησίασε μαγκωμένα προς το μέρος τους να χαιρετήσει.
«Μας βάλανε τηλέφωνο», είπε στο ξεκάρφωτο ο Βασίλης.
«Έλα! Μπράβο!» επικρότησε ο Κώστας άνευ λόγου.
«Κι έτσι δεν χρειάζεται να παίρνουμε από εσάς ίντερνετ… Ήρθα να στο πω για να αλλάξεις κωδικό, να μη νομίζεις…»
«Εντάξει ρε παιδί μου, δεν με χρεώνετε –σιγά μην αλλάζω κωδικούς τώρα -στο τέλος θα τους ξεχάσω και θα ζητάω εγώ από σένα», έκανε καθησυχαστικά ο Κώστας ενώ ήδη σκεφτόταν πόσο θα έπρεπε να περιμένει μέχρι ν΄ αλλάξει κωδικό.
«Πάντως ευχαριστώ», είπε ο Βασίλης.
«Θα κάτσεις; Περιμένουμε και κάτι φίλους…» πρότεινε ο Κώστας.
«Όχι, τι λες τώρα… Αρκετά σας έχουμε γίνει βάρος…»
Η Αθηνά χώθηκε ανάμεσά τους ανυπόμονα, έπιασε τον Βασίλη από τους ώμους ωθώντας τον στο τρεμάμενο πρόθυρο εγκεφαλικού και τον πήγε διακριτικά προς την πόρτα.
«Κανένα βάρος, ότι θέλετε, εδώ είμαστε», του είπε γλυκά.
Ο Βασίλης ξέχασε το όνομά του και μέχρι να το ξαναθυμηθεί ήταν μόνος του στον άδειο διάδρομο.
«Τι τον καλοπιάνεις το μαλάκα –περιμένουμε κόσμο, διώχτον μια ώρα αρχύτερα…» σφύριξε η Αθηνά στον Κώστα.
«Να χαρώ εγώ φιλοξενία!» την κορόιδεψε εκείνος.
«Τι φιλοξενία –αφού όλο τα βυζιά και τα μπούτια μου κοιτάει…» διαμαρτυρήθηκε η Αθηνά.
«Κακό είναι αυτό;» απόρησε ο Κώστας.
«Αχ, κόψε τις σαχλαμάρες –να χαρείς!» τον παρακάλεσε η Αθηνά.
Κι ευτυχώς, εκείνη τη στιγμή πλάκωσαν οι πρώτοι επισκέπτες που ήταν ταυτόχρονα και οι τελευταίοι, αφού, με κάποιο μυστήριο τρόπο, τα δυο ζευγάρια ήρθαν μαζί.
«Τι διάολο –συνεννοημένοι ήσασταν;» απόρησε ο Κώστας.
«Συνεννοημένοι να μην πάρουμε τίποτα από τις δικές μας περιοχές και να ψάχνουμε στη γειτονιά σου για ζαχαροπλαστείο», μούγκρισε ο Τάκης κουβαλώντας μια γλάστρα.
«Έχει ένα ζαχαροπλαστείο στην πίσω πλευρά του τετραγώνου αλλά δεν το βρήκατε μάλλον», γέλασε ο Κώστας κάνοντας χώρο στον Τάκη και τον Αργύρη για ν΄ αποθέσουν τις γλάστρες τους. Η Μαρίνα ήδη είχε μπει στο σαλόνι και κορόιδευε.
«Τουλάχιστον μπορούν να κουβαλάνε ακόμα καμιά γλάστρα –δεν είναι εντελώς για πέταμα», έλεγε στην Αθηνά δείχνοντας τούς δυο άντρες.
«Όταν λες γλάστρες, εννοείς εσένα και την…» συνέχισε την κοροϊδία ο Κώστας απαντώντας της, αλλά είδε τη Σόνια ζαρωμένη ακόμα στην είσοδο του διαμερίσματος και σταμάτησε απότομα. «Σε τρόμαξαν οι κανίβαλοι ε;» της είπε γλυκά.
Η Σόνια χαμογέλασε.
«Κανίβαλους λέτε το νηπιαγωγείο;» ρώτησε δειλά.
«Ωωωωω, τάπα!» πανηγύρισε ο Τάκης.
«Πρώτη φορά βλέπω άνθρωπο να τρώει τάπα και να το πανηγυρίζει», απόρησε ο Αργύρης. «Αλλά, όπως και να ‘χει… από δω η Σόνια».
«Γεια σου Σόνια!» φώναξαν χορωδιακά όλοι μαζί εκτός από την Αθηνά η οποία είχε γίνει κατακόκκινη. Ειδικά επειδή μαζί με τους άλλους είχε φωνάξει κι ο Αργύρης.
«Γεια σας παιδάκια», απάντησε η Σόνια που εξακολουθούσε να στέκεται μαζεμένη δίπλα στην εξώπορτα.
«Πάμε κοριτσάκι μου να καπνίσουμε κάνα τσιγάρο –έχεις τσιγάρα; έχεις, δόξα τω θεώ –κι άσε τα μαλακιστήρια να παίζουν τόμπολα», την άρπαξε από το μπράτσο η Μαρίνα αναλαμβάνοντας να βγάλει τους πάντες από τη δύσκολη θέση. «Αθηνά –να βολευτούμε κατά κουζίνα μεριά για να είμαστε κοντά στα κρασιά;» της έκλεισε το μάτι η φουριόζα Μαρίνα τραβώντας την μαζί της.
Οι γυναίκες εξαφανίστηκαν εντυπωσιακά –σε στυλ χορός αρχαίας τραγωδίας.
«Τώρα δηλαδή, αυτή τη γκόμενα την τρως εσύ;» ρώτησε συνωμοτικά τον Αργύρη ο Τάκης.
«Γιατί; Θες να βοηθήσεις;» γέλασε εκείνος.
«Για μαλάκες ψάχνεις; Φίλοι-φίλοι αλλά στο ρεζιλίκι χώρια», του απάντησε ο Τάκης.
«Πάω να φέρω κάνα ποτό και τίποτα ξηρούς καρποί», είπε ο Κώστας.

Στην κουζίνα είχε ξεκινήσει εκείνη η φωνακλάδικη συνωμοσιολογία στην οποία επιδίδονται οι γυναίκες προκειμένου να γνωριστούν μεταξύ τους καλύτερα –ακατάσχετα γέλια και βλέμματα όλο νόημα προς τη μεριά των αντρών, έτσι ώστε οι τελευταίοι να νιώθουν οτι στα σίγουρα σχολιάζεται η σεξουαλική τους ανεπάρκεια ή ίσως ο ακατάσχετος παλιμπαιδισμός τους (και άντε να βρεις πιο από τα δύο θεωρείται μεγαλύτερο μειονέκτημα). Αυτό συμβαίνει με τις γυναικείες παρέες -ενώ στις αντρικές πέφτει μια μουγκαμάρα όταν εμφανίζεται γυναίκα (λες και μιλάνε για σεξουαλικά θέματα) στις γυναικείες παρέες, όταν εμφανίζεται άντρας πέφτει τρελό κανιβάλισμα, επειδή ακριβώς μιλάνε για σεξουαλικά θέματα…
Ο Κώστας έφτιαξε ποτά στον πάγκο της κουζίνας, έβαλε ξηροκάρπια σ΄ένα μπολ, ανακάλυψε οτι δεν μπορούσε να τα κουβαλήσει όλα με τη μία, όπως και οτι καμιά από τις κυρίες δεν έδειχνε την παραμικρή διάθεση να τον βοηθήσει (άλλωστε η Αθηνά έπρεπε να αποδείξει πόσο καλή οικοδέσποινα ήταν, αποκλειστικά στις γυναίκες –ποιος τους γαμεί τους άντρες;) κι έτσι τα μετέφερε σε δυο δόσεις, όσοι οι άλλοι γελούσαν με ένα αστείο που ποτέ δεν θα άκουγε.
«Πώς πάει μέσα;» ρώτησε κάπως ανήσυχος ο Αργύρης.
«Δεν τα ξέρεις; Έχουν κάνει συμμαχία και μας θάβουν», απάντησε ο Κώστας.
«Αυτό είναι η ευτυχία του άντρα –να τον κουβεντιάζουν οι γυναίκες», φιλοσόφησε ο Τάκης.
«Ελπίζω να μην την τρομάξουν τη μικρή», μουρμούρισε ο Αργύρης.
«Ναι –γιατί την έκοψα για πολύ συνεσταλμένο κορίτσι, αν αρχίσουν να μιλάνε για όργια, η Αθηνά με τη Μαρίνα, μπορεί και να σοκαριστεί…» γέλασε ο Κώστας.
«Το πρόβλημα δεν είναι να σοκαριστεί –το πρόβλημα είναι να σκυλοβαρεθεί», παρατήρησε ο Αργύρης.
«Μας θίγεις τώρα!» διαμαρτυρήθηκε ο Τάκης.
«Σας θίγω», παραδέχτηκε απλά ο Αργύρης.
«Πάντως τρομερή μούρη η μικρή…» είπε ο Κώστας. «Και νομίζω οτι φοβάται περισσότερο από σένα».
«Τι πράγμα;» απόρησε ο Αργύρης.

«Νιώθω συνέχεια στη γωνία, λες και δίνω εξετάσεις –όπως και να το σκεφτώ δηλαδή… Έχει τόσες εμπειρίες, τόσα πράγματα που έζησε όσο εγώ ήμουν…. ακόμα κι όταν δεν ήμουν, στην πραγματικότητα…. Έπειτα είναι και η γυναίκα του που πέθανε, πώς να το διαχειριστείς αυτό; Πώς να κερδίσεις μια νεκρή;» έλεγε η Σόνια τακτοποιώντας τις στάχτες μέσα στο τασάκι με την καύτρα του τσιγάρου της.
«Τι σαχλαμάρες είναι αυτές παιδάκι μου;» γέλασε άγρια η Μαρίνα. «Για βάλε δίπλα-δίπλα τις εμπειρίες τις δικές μου που είμαι μαζί μ΄ αυτά τα ρεμάλια από 18 χρονών και την κορμάρα τη δική σου που βάζει κάτω και 18χρονη κι έλα να μου πεις μετά με τι θα ξετρελαθεί, όχι μόνο ο Αργύρης, αλλά και κάθε άντρας της ηλικίας τους!»
«Δεν είναι έτσι…. Εντάξει έχω το πλεονέκτημα στην αρχή αλλά μετά από τα 5-6 πρώτα πηδήματα…» ξεκίνησε η Σόνια.
«Κάντα 10-12», πρότεινε η Αθηνά.
«Εντάξει, να τα κάνω και 15, δεν θα τα χαλάσουμε», γέλασε η Σόνια.
«Ε, τι;» απόρησε η Μαρίνα. «Όταν τούς φύγει η κάψα τούς έρχεται η διανόηση; Αν ήταν έτσι δεν θα είχαμε κάνει 3 παιδιά με τον Τάκη –διδακτορικό θα είχαμε κάνει!»
«Δεν ξέρω», παραδέχτηκε γελώντας η Σόνια.
«Κορίτσι μου, άκου εμένα που τους ξέρω κι από την καλή και από την ανάποδη. Αυτοί είναι πιο ροζ από 14χρονη έφηβη! Ζουν για τον μεγάλο έρωτα, για τη χλωμή κοπέλα με το στητό βυζί που θα τους συνεπάρει και για χάρη της θα παλέψουν με το δράκο. Νομίζεις σε ακούνε; Σε υπολογίζουν; Τρίχες! Απλά σου δίνουν ένα ρόλο στο παραμύθι τους κι όσο τον παίζεις είναι όλα μια χαρά», εξήγησε υπομονετικά η Μαρίνα.
«Σοβαρά τώρα;» ρώτησε η Αθηνά.
«Βάλανε τηλεόραση τα βλαμμένα –το βλέπω να τρώμε με υπόκρουση ειδήσεις ή ποδόσφαιρο», δυσανασχέτησε η Μαρίνα ακούγοντας τη φασαρία από το σαλόνι.
«Τώρα που το λες…» έκανε σκεφτικά η Σόνια.
«Τι;» ρώτησε όλο ενδιαφέρον η Αθηνά.
«Τίποτα…» κόμπιασε η Σόνια.

«Τώρα, τώρα!» φώναξε ο Τάκης.
«Μην το παλεύεις, παραδέξου οτι δεν θα το πει να τελειώνουμε», τον συμβούλεψε ο Κώστας.
«Θα το πει!» επέμεινε ο Τάκης.
«Ψηφίζω Κώστα», ξεκαθάρισε ο Αργύρης.
«Εδώ έχουμε να κάνουμε με τον απόλυτο παραλογισμό της κρατικής μηχανής», συνόψισε ο χοντρός σχολιαστής με τα γυαλιά χωρίς σκελετό, απαντώντας στον εκφωνητή των ειδήσεων.
«Πάρτε τα μαλάκες!» πανηγύρισε ο Τάκης.
«Εντάξει, θα παραδεχτώ την ήττα μου αλλά κι εσύ παραδέξου οτι είσαι μαλάκας που παρακολουθείς αυτές τις αηδίες», δήλωσε ο Κώστας.
«Ναι, καλά –ενώ εσύ που βλέπεις μόνο τις εκπομπές επιπέδου…» γέλασε ο Τάκης.
«Τις ποιες;» απόρησε ο Αργύρης.
«Επειδή μια φορά τού είπα οτι είδα ένα αφιέρωμα στον Πουλαντζά…» εξήγησε ο Κώστας.
«Έλα ρε! Αυτός δεν αυτοκτόνησε για να μην ακούει τι λέει;» γέλασε ο Αργύρης.
«Τι Μπίθουλας θεέ μου!» έκανε ο Κώστας στραβώνοντας τη μύτη του.
«Δίκιο έχει», επικρότησε ο Τάκης. «Που βλέπεις μόνο καμπόικα και ποδόσφαιρο!»
«Βλέπω και ρεαλιστικό σινεμά», συμπλήρωσε ο Αργύρης.
«Στη συνδρομητική ή νοικιάζεις;» γέλασε ο Κώστας.
«Κάτσε λίγο», τινάχτηκε ο Αργύρης.
Στην οθόνη ένας κοντοκουρεμένος κρετίνος με καθρεφτιζέ γυαλί  μιλούσε στα μαρκούτσια που ήτανε σπαρμένα μπροστά από το σαγόνι του.
«Λέω λοιπόν οτι όλοι αυτοί είναι άνανδροι και κοινοί δολοφόνοι. Δεν τους φοβόμαστε. Αν είναι άντρες να έρθουν να με βρουν στα ίσα», δήλωνε ο καθρεφτιζέ γυαλί. «Το πρόγραμμα των μετακινήσεών μου θα αναρτάται κάθε βδομάδα στη σελίδα του Εθνικού Μετώπου, δεν έχω ούτε προστασία, ούτε αστυνομικούς, ούτε τίποτα. Μόνος μου και όλοι τους. Για να αποδείξω οτι οι συναγωνιστές μου δεν έχουν τίποτα να φοβούνται από θρασύδειλα σκουλήκια».
Κοιτάχτηκαν απορημένοι.
«Τι κάνει τώρα ο τύπος;» απόρησε ο Τάκης.
«Πουλάει μούρη εκ του ασφαλούς. Ποιος θα τον πλησιάσει, ποιος είναι τόσο μαλάκας για να πέσει σε τόσο χοντροκομμένη λούμπα;» αναρωτήθηκε ο Κώστας.
Και μετά ξανακοιτάχτηκαν –κάμποσο τρομαγμένοι.
«Αργύρη;» ψέλλισε παρακλητικά ο Κώστας.
Ο Αργύρης άναψε καινούργιο τσιγάρο κοιτάζοντας το πάτωμα.
«Δεν γίνονται αυτά ρε φίλε», είπε ο Κώστας.
«Μια κι έξω και ξεμπερδεύουμε», μουρμούρισε ο Αργύρης.
«Ρε πούστηδες, έχω 3 παιδιά», διαμαρτυρήθηκε ο Τάκης.
«Ας πρόσεχες», του είπε ο Κώστας.
«Τι; Κι εσύ;» αναπήδησε ο Τάκης.
«Μόνο του να τον αφήσω;» ρώτησε ο Κώστας.
«Να τον συνεφέρεις ρε ηλίθιε!»
«Να με συνεφέρει;» αναρωτήθηκε ο Αργύρης. «Από τι;»
«Φίλε, πας καρφί να καταστραφείς και θα πάρεις και τον άλλο μαζί σου».
«Καθότι η καταστροφή αντέχεται, η μοναξιά όχι», γέλασε πικρά ο Αργύρης.
«Αηδίασα!» έκανε στριφνά ο Τάκης.

Όταν κάθισαν στο τραπέζι ήταν κακόκεφοι –αδύνατο να τους βγάλουν κουβέντα οι γυναίκες. Σκάλιζαν τα πιάτα τους ανόρεχτα, πράγμα που εκνεύριζε κυρίως την Αθηνά. Αλλά την τηλεόραση την είχαν κλείσει πάντως.

13 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

alice είπε...

την αγαπω τη σονια τελικα. το διαβασα σαν ιεροτελεστια δυο φορες αργα αργα- γιατι να σου ριξω φασκελα καλε μου ανθρωπε;

alice είπε...

α και αν το διαβασεις ακουγοντας tindersticks, γινεται ακομα καλυτερο.

The Motorcycle boy είπε...

Είσαι μικρή ως φαίνεται, για να αγαπάς αυτή τη σπαστικιά! Τα φάσκελα πάνε στο ότι, αν το έχεις διαβάσει όλο μέχρι τώρα, έχεις διαβάσει 60 σελίδες Α4, χεχεχεχεχεχεχε. Επειδή λοιπόν εδώ υπάρχει μια ντρίπλα της υπόθεσης, ή που θα πιάσει, ή που θα φάω φάσκελα -60 σελίδες είναι αυτές!

The Motorcycle boy είπε...

Tindersticks! Πολύ εκλεπτυσμένο για αυτούς τους κανίβαλους! Ρίξε καλύτερα ένα Au Pairs ή τίποτα Luis Tillet στη θράκα...

Afrikanos είπε...

Επίτηδες άργησα να σου κομμεντάρω γιατί επίτηδες άργησα να το διαβάσω, για να μάθεις!

Οκ, ΠΑ.Μ.Ε. Σόνια γερά, να φας τα σκάγια του Αργύρη ξό-φαλτσα ;)

The Motorcycle boy είπε...

Να πάμε -αλλά πού; Κουτσουμπιάσαμε ως κίνημα!

Afrikanos είπε...

Εσείς καλά να πάθετε, ΔΥ που μας ρουφάτε το αίμα (χο-χο-χο), οι υπόλοιποι ρουφάμε το φρέντο μας στο (ντ)α-καπο(το). :)

The Motorcycle boy είπε...

Δεν σου απαντάω για να μη δεις οτι έχει πάει 4 και είμαι ακόμα στο γραφείο, χεχεχεχεχε. Τι με πέρασες -για κορόιδο!

Afrikanos είπε...

χαχαχαχα

Καλά κάνεις, έτσι πρέπει! :)

Ανώνυμος είπε...

Γεια σου μοτοσακε, είχα καιρο να μπω εδω και το καλό είναι οτι διάβασα 3-4 επεισόδια μαζεμένα. Μ' αρέσουν, βλέπω κομμάτια του εαυτού μου εδω μέσα. Κι εγώ την ερωτεύτηκα τη Σόνια.
Νίκος

The Motorcycle boy είπε...

Γεια σου Νίκο. Κι εσύ την ερωτεύτηκες την πιτσιρίκα ε; Α, ρε παλιοτόμαρα όλοι σας! Μη μυριστείτε φρέσκο κρέας! χαχαχαχαχα

Ανώνυμος είπε...

Δεν είναι ότι είναι πιτσιρίκα, είναι το βλέμμα, σαν τη Ναστάζια Κίνσκι, ή την Ιζαμπέλ Ιπέρ, ή την Μίλα Γιόβοβιτς. Είναι και το ανήσυχο μυαλό, που φαίνεται στο βλέμμα. Αλλά αν είναι και πιτσιρίκα...χαχαχα

Νίκος

The Motorcycle boy είπε...

Χεχεχε -πολύ ωραία το έθεσες!

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι