Τρίτη, Ιουνίου 25, 2013

9. Το στήσιμο


Ασημάκης (Μάκης) Βυθούλκας. Ετών 38 έως 42 (ποικίλουν οι ημερομηνίες γέννησης που εμφανίζονται στις διάφορες διαδικτυακές σελίδες). Σπουδές αόριστες (μάλλον απόφοιτος Λυκείου). Εργαζόταν (κατά δήλωσή του) στον τομέα της προβολής και των δημοσίων σχέσεων (μάλλον μπράβος σε νυχτερινά κέντρα) μέχρι να εκλεγεί δημοτικός σύμβουλος και στη συνέχεια βουλευτής. Εκκρεμούν εναντίον του κατηγορίες για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση καθώς και μηνύσεις για ψευδή καταμήνυση. Γνώριμος των δικαστικών αιθουσών και των τηλεοπτικών πάνελ, αρέσκεται να επιδεικνύει τα σωματικά του προσόντα και να προκαλεί όποιον διαφωνεί μαζί του «να έρθει έξω να τα πουν σαν άντρες» ακόμα κι αν το άτομο που διαφωνεί μαζί του είναι γυναίκα. Το πρόγραμμα των καθημερινών δραστηριοτήτων του αναρτάται (κατά δήλωσή του) καθημερινά στη σελίδα του Εθνικού Μετώπου, δεν διαθέτει (πάλι κατά δήλωσή του) αστυνομική φρουρά ούτε και άλλου είδους φρουρά, απλώς αρέσκεται να συναναστρέφεται με φίλους και γνωστούς κατά τη διάρκεια των περιπάτων ή/και των μετακινήσεών του.
«Άνετα!» αποφάνθηκε ο Τάκης. «Εκεί που περιπατεί μέσα στο δάσος σαν την Κοκκινοσκουφίτσα, τον πετυχαίνουμε, τον ξεφτιλίζουμε και την επόμενη μέρα φιγουράρουμε στα κανάλια ως Εκδικητές».
«Τον ξεφτιλίζουμε;» απόρησε ο Αργύρης.
«Στο δάσος;» αναρωτήθηκε ο Κώστας.
«Σχήμα λόγου», δικαιολογήθηκε ο Τάκης.
«Ποιο από τα δύο;» επέμεινε ο Κώστας.
«Ρε, άντε γαμήσου», του εξήγησε ο Τάκης.
«Ο Βυθούλκας θα πεθάνει. Όμορφα, ήσυχα, νοικοκυρεμένα», ψιθύρισε ο Αργύρης.
«Σιγά αγόρι μου –μας πιτσίλισες», σφύριξε ο Τάκης.
«Τι σκέφτεσαι δηλαδή;» ρώτησε ο Κώστας.
«Δεν σκέφτομαι. Απλά το ξέρω οτι αυτός ο τύπος θα πεθάνει. Αν μας προλάβουν άλλοι, έχει καλώς. Διαφορετικά….»
«Διαφορετικά θα μπουκάρεις καβάλα στο μαύρο άλογο και θα τον αφαλοκόψεις», γέλασε ο Τάκης.
«Πέρα από χιούμορ, έχει κανένας σας κάποιο σχέδιο;» ενδιαφέρθηκε να μάθει ο Κώστας.
Έμειναν αμίλητοι να χαζεύουν τα λεωφορεία που περνούσαν μπροστά τους –ήταν το απόγευμα μιας ηλιόλουστης χειμωνιάτικης μέρας και το άραγμα στην πλατεία αντεχόταν.
«Υποθέτω οτι πρέπει να τον παρακολουθήσουμε για λίγο, να βρούμε τη ρουτίνα του και μετά…» ξεκίνησε ο Αργύρης.
«Πότε υπολογίζεις να γίνει δηλαδή;» ρώτησε ο Κώστας.
«Όσο πιο σύντομα. Επειδή ο μαλάκας θα βγαίνει κάθε μέρα να κοκορεύεται κι όσο θα το χοντραίνει το θέμα τόσο θα αυξάνεται η φρούρησή του».
«Κι αν συμβεί το ανάποδο; Δηλαδή όσο περνάει ο καιρός τόσο μειώνεται η φρούρηση αφού κανένας δεν θα του την πέφτει;» ρώτησε ο Τάκης.
«Μπορούμε πάντως να το ρεγουλάρουμε…» πρότεινε ο Κώστας.
«Εννοείς;»
«Να ρε παιδί μου. Λέω μήπως στήναμε καμιά σούπερ πατάτα αποτυχημένη απόπειρα…»
«Και γιατί να το κάναμε αυτό;»
«Έτσι –επειδή θα είχε πλάκα… Στην πορεία κάποιο λόγο θα βρίσκαμε…»
Οι άλλοι δύο κοίταξαν τον Κώστα έκπληκτοι.
«Προτείνεις δηλαδή να κάνουμε κάτι βλακώδες το οποίο μπορεί να μας στοιχίσει μέχρι και σύλληψη, όντας εντελώς απροετοίμαστοι και χωρίς να έχουμε κάποιο ιδιαίτερο λόγο;» προσπάθησε να καταλάβει ο Αργύρης.
«Κάπως έτσι», παραδέχτηκε ο Κώστας.
«Μέσα ρε πούστη μου!» πανηγύρισε ο Τάκης.
«Κι εγώ μέσα», συμφώνησε ο Αργύρης.
Μετά άρχισαν να συζητάνε τις λεπτομέρειες και χάθηκαν στη λεπτομέρεια.

Η Σόνια τον περίμενε στα σκαλιά της πολυκατοικίας –την είδε από μακριά, ένα κουβάρι άβυσσος -τάχυνε το βήμα του να τη φτάσει. Εκείνη πάτησε το τσιγάρο με το μποτάκι της και σηκώθηκε όταν τον κατάλαβε.
«Τι κάνεις εδώ; Είχαμε πει οτι θα τηλεφωνιόμασταν…» ψέλλισε ο Αργύρης.
«Δεν ήθελα να σου τηλεφωνήσω. Ήθελα να σε περιμένω», απάντησε εκείνη.
«Εδώ;»
«Πού αλλού;»
Ο Αργύρης ξεκλείδωσε την εξώπορτα και την τράβηξε μαζί του μέχρι το διαμέρισμα. Όσο εκείνη άφηνε την τεράστια τσάντα της στον καναπέ ο Αργύρης ψαχούλευε. Βρήκε αυτό που έψαχνε, τη φώναξε κι όταν η Σόνια γύρισε, της πέταξε ένα ζευγάρι κλειδιά. Εκείνη ξαφνιάστηκε αλλά τελικά κατάφερε να τα πιάσει στον αέρα.
«Δεν υπάρχει λόγος να με περιμένεις έξω», της είπε.
«Εγώ δεν μπορώ να σου δώσω τα κλειδιά του δικού μου σπιτιού», ψιθύρισε εκείνη.
«Γιατί; Στα ζήτησα;» απόρησε ο Αργύρης.
«Αλλά για να μην περιμένεις…»
«Δεν θα περιμένω», τη διαβεβαίωσε.
Κι εκείνη μούτρωσε λίγο.
«Δηλαδή δεν πρόκειται ποτέ να θέλεις να με δεις απροειδοποίητα;» τον ρώτησε.
«Δεν είπα αυτό…»
«Τότε;»
«Αν θέλω να σε δω θα ψάξω να σε βρω, δεν είμαι άνθρωπος που αντέχει να περιμένει».
Η Σόνια χαμογέλασε, μετά συννέφιασε λίγο και μετά χαμογέλασε ξανά. Ψεύτικα όμως.
«Είχες βγει με τους άλλους;» τον ρώτησε.
«Ναι –οργανώναμε μια δολοφονία», παραδέχτηκε ο Αργύρης.
«Ενδιαφέρον!» κορόιδεψε η Σόνια. «Και;»
«Και τίποτα –γύρισε ο καθένας σπίτι του».
«Στη γυναίκα του…»
«Ο Τάκης ναι»
«Κι ο Κώστας».
«Σωστή. Κατά κει το πάει κι αυτός».
«Γι΄αυτό λοιπόν…»
«Τι γι’ αυτό
«Γι΄αυτό σε περίμενα….»
Την κοίταξε απορημένος.
«Θέλω να είμαι σαν τις άλλες», του εξήγησε.
Ξεκαρδίστηκε.
«Αυτό δε γίνεται πιτσιρίκα», της είπε.
«Το ξέρω. Αλλά θέλω να είμαι σαν τις άλλες», επέμεινε.
«Εντάξει λοιπόν. Τι θα ‘λεγες να κάνουμε ότι και οι άλλοι τώρα;» πρότεινε.
«Δηλαδή;»
«Καμιά τηλεόραση μέχρι να μας πάρει ο ύπνος…»
«Πολύ καλή ιδέα!» έκανε πως ενθουσιάζεται η Σόνια. «Ας το κάνουμε για κάνα δεκάλεπτο και μετά να ετοιμαστείς να βγούμε έξω».
«Καθημερινή; Πού θα πάμε;»
«Ξέρω ‘γω; Κάπου!»
«Μ΄ αρέσει που θες να γίνεις σαν τις άλλες ρε Σόνια», ξεκαρδίστηκε ο Αργύρης πηγαίνοντας προς την κρεβατοκάμαρα για ν΄ αλλάξει ρούχα.
Η Σόνια τον πέτυχε την ώρα που πήγαινε με τα σώβρακα στο μπάνιο για ένα γρήγορο ντους.
«Τι θα έλεγες για…;» τον ρώτησε πονηρά.
«Να ρίξω λίγο νερό πάνω μου πρώτα…» διαμαρτυρήθηκε εκείνος και της γύρισε την πλάτη.
Τον ακολούθησε στο μπάνιο, ο Αργύρης δυσανασχέτησε κάπως.
«Εδώ θα κάτσεις;» τη ρώτησε.
Εκείνη τον κοίταξε με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος.
«Το παίζεις μούρη –έτσι;» μουρμούρισε. «Είναι ωραία να σε περιμένει η γκόμενα έξω από την πόρτα, ας τη βάλουμε και λίγο στον πάγο τώρα που την έχουμε από κάτω για να μην παίρνει θάρρος…»
Ο Αργύρης έμεινε ξερός, μετά συνειδητοποίησε οτι καθόταν δίπλα στο νιπτήρα με το σώβρακο, ένιωσε γελοίος, θύμωσε.
«Ρε Σόνια –τι μαλακίες κάθεσαι και λες;» φώναξε.
«Μαλακίες –σωστά», ψιθύρισε η Σόνια κι έκανε να βγει από το μπάνιο.
Ο Αργύρης την άρπαξε από το χέρι, τη γύρισε προς το μέρος του.
«Τι τρέχει;» τον ρώτησε μουτρωμένη.
«Τρέχει οτι όταν σε είδα ένιωσα μαλάκας που δεν ήμουν εδώ και με περίμενες», απολογήθηκε ο Αργύρης.
«Παραμύθια», ξεφύσησε η Σόνια.
«Παραμύθια λένε οι γιαγιάδες και οι πολιτικοί –σου φαίνομαι για τίποτα τέτοιο;» τσίτωσε ο Αργύρης.
«Όχι», παραδέχτηκε η Σόνια.
«Λοιπόν –κόψε την αμφισβήτηση. Είμαι πολύ γέρος για να το  παίζω και πολύ ηλίθιος για να προσέχω τα λόγια μου».
Η Σόνια πήρε να γλυκαίνει κάπως.
«Αλήθεια τώρα;» ρώτησε. «Επειδή όλο αυτό με κάνει να νιώθω…»
«Σαν ηλίθια που τρέχει πίσω από κάποιον ψοφόγερο;»
«Δεν είσαι ψοφόγερος, μην το ξαναπείς… Σα να σου γίνομαι βάρος, αυτό νιώθω…»
«Τι βάρος ρε παιδί μου; Εδώ μου έκατσε ο πρώτος λαχνός», γέλασε ο Αργύρης.
«Εντάξει, αλλά γιατί προηγουμένως…» πήρε να ξανασυννεφιάζει η Σόνια.
«Γιατί προηγουμένως, τι;»
«Με γείωσες κανονικά όταν σου την έπεσα…» έσκυψε το κεφάλι η Σόνια.
«Γιατί χέζομαι ρε παιδί μου», παραδέχτηκε ο Αργύρης.
Η Σόνια κράτησε το κεφάλι σκυφτό αλλά την κατάλαβε οτι γέλαγε.
«Εντάξει τώρα; Ικανοποιήθηκες;» ρώτησε εκείνος δήθεν θυμωμένα.
«Ναι –κάνε δουλειά σου», είπε η Σόνια πηγαίνοντας να βγει από το μπάνιο.
«Που ‘σαι πιτσιρίκα!» της φώναξε.
Γύρισε και τον κοίταξε.
«Δεν ξέρω τι θα γίνει μεταξύ μας –ψέματα, ξέρω οτι σύντομα θα με βαρεθείς κι αντίο ντελ πασάτο…»
«Ή θα με βαρεθείς εσύ πρώτος», τον διέκοψε.
«Τέλος πάντων, ότι κι αν γίνει… Θέλω να σου ξεκαθαρίσω οτι το χέσιμο παρουσία του άλλου δεν το θεωρώ ένδειξη οικειότητας ανάμεσα στο ζευγάρι…»
Η Σόνια βιάστηκε να βγει από το μπάνιο –την άκουσε να χτυπιέται στα γέλια έξω στον διάδρομο.
Και μετά χώθηκε κάτω από το ντους να ξεβρομίσει από τη μυρωδιά της γεροντίλας που τον κυνήγαγε την τελευταία δεκαετία. Κόντευε 40 όταν το παρατήρησε για πρώτη φορά –«ποιος κωλόγερος είναι εδώ μέσα;» είχε αναρωτηθεί μόνο και μόνο για ν΄ανακαλύψει οτι δεν υπήρχε άλλο άτομο στο δωμάτιο… Κανένας άλλος εκτός από αυτόν, ακόμα και η γυναίκα του ήταν τότε στο νοσοκομείο. Γερνάμε, σαπίζουμε, βρωμάμε, αλλά δεν πεθαίνουμε, σκέφτηκε. Αδικία…

Το τηλέφωνο χτύπησε και η Αθηνά βιάστηκε να το πιάσει πριν σκεφτεί οτι, μάλλον δεν είχε καμιά δουλειά να σηκώνει τα τηλέφωνα στο σπίτι του Κώστα.
«Εμπρός;»
«Εσένα ήθελα», της είπε η Μαρίνα από την άλλη άκρη της γραμμής.
«Α, γεια σου…»
«Γεια σου και να μην το ξεχάσω –περάσαμε υπέροχα τις προάλλες…»
«Χαίρομαι».
«Ναι, χαιρόμαστε όλοι. Άκου τώρα –άλλο ήθελα να κουβεντιάσουμε».
«Τι πράγμα;» απόρησε η Αθηνά κάπως κουμπωμένα.
«Για τους άντρες της ζωής μας. Έμαθες τι τους απασχολούσε;»
«Όχι…»
«Τους είδες όμως οτι ήταν κάπως. Κι επειδή τους ξέρω από παιδιά, αυτοί κάτι ετοιμάζουν.»
«Σαν τι;»
«Πού να ξέρω βρε Αθηνά; Γι΄αυτό σε πήρα».
«Δε μου είπε τίποτα ο Κώστας…»
«Κι εσύ δεν σκέφτηκες να τον ρωτήσεις…»
«Τα αποφεύγω αυτά γιατί καταλήγουν σε καυγά».
«Ναι, έχεις δίκιο. Θέλει τρόπο…»
«Εσύ τι λες να είναι;»
«Πάντως όχι κάτι σχετικό με γυναίκες. Σε τέτοιες περιπτώσεις τους πιάνει η τρυφερότητα».
«Δηλαδή εννοείς…»
«Ε, τι νόμιζες; Οτι δεν σκέφτονται ποτέ το τσιλιμπούρδισμα;»
«Το σκέφτονται ε;»
«Όσο να΄ναι…»
«Και τότε τι κάνουμε;»
«Τίποτα. Είναι πολύ μούχλες για να την πέσουν σε άλλη γυναίκα».
«Τώρα –αυτό εσένα σε καθησυχάζει;»
«Αυτό, μαζί με τις ζαρτιέρες…»
«Ποιες ζαρτιέρες;»
Η Μαρίνα ξεκαρδίστηκε και η Αθηνά τη μιμήθηκε μετά από λίγο.
«Ζαρτιέρες ε;» είπε.
«Και ανάλογα εσώρουχα βεβαίως», συμπλήρωσε η Μαρίνα.
«Ε, μα προφανώς!»
Η Μαρίνα βιάστηκε να την κλείσει για να πάρει στο κινητό της Σόνιας.
«Έλα, τι έγινε;» απόρησε εκείνη. «Ο Αργύρης είναι στο μπάνιο», βιάστηκε να συμπληρώσει.
«Δεν πήρα για εκείνον. Εσένα πήρα», της εξήγησε η Μαρίνα πριν τη ρωτήσει αν έμαθε τι απασχολεί το τρίο της συφοράς.
«Δεν το έψαξα –αν θέλει να μου πει κάτι…»
«Θα σου το πει, εντάξει, το έχω παίξει κι εγώ αυτό το έργο όταν ήμουν στην ηλικία σου», τη διέκοψε απότομα η Μαρίνα.
«Και τώρα δηλαδή –τι; Παίζεις τη μαμά του Τάκη;» κούμπωσε η Σόνια.
Η Μαρίνα ξεκαρδίστηκε.
«Θα σου πω κάτι –επειδή τυχαίνει να ξέρω αυτούς τους γερο-μαλάκες από την εποχή που ήταν νεο-μαλάκες»
«Δεν είναι γέροι…» τη διέκοψε η Σόνια.
«Γέροι, γκρινιάρηδες και μυστήριοι αλλά μονίμως εκτός τόπου και χρόνου», είπε η Μαρίνα. «Κι όταν σπάνε τα μούτρα τους γυρνάνε σε μας για να τους βάλουμε έμπλαστρα. Γι΄αυτό σου λέω, καλά θα κάνουμε να ξέρουμε από πριν τι μας περιμένει…»
«Πειράζει να διαφωνήσω;» την κόντραρε η Σόνια.
«Διαφώνησε όσο θέλεις –αλλά αυτό δεν σε απαλλάσσει από τα μελλοντικά χρέη νοσοκόμας… Λοιπόν, δεν σου είπε τίποτα ο Αργύρης;»
«Όχι».
«Ούτε και σήμερα που γύρισε από τη βόλτα με τους άλλους δύο; Σε ρωτάω γιατί ο Αργύρης έχει το συνήθειο να λέει πάντα τι ετοιμάζει, σε στυλ αστείου. Κι επειδή κανένας δεν τον πιστεύει, καθαρίζει άνετα –όταν βγουν οι βρωμιές στην επιφάνεια και πας να του χωθείς θα σου απαντήσει οτι στο είχε πει απλά εσύ δεν τον πίστεψες».
«Βλακείες! Μου είπε ότι…» ξεκίνησε να λέει η Σόνια και μετά πάγωσε.
«Ναι;»
«Τίποτα –σαχλαμάρες. Οτι θα μπαρκάρουν στα καράβια ή κάτι τέτοιο…»
«Ωχ! Πάλι ιστιοπλοΐες ονειρεύονται; Με τέτοια κρίση;» βόγκηξε η Μαρίνα.
«Τι να σου πω;» έκανε η Σόνια.
«Καλά –ευχαριστώ πάντως. Να ξέρουμε τι μας περιμένει!» είπε η Μαρίνα.
«Ναι», έκανε η Σόνια αφηρημένα και βιάστηκε να κλείσει.
Με το κινητό ακόμα στο χέρι έμεινε να κοιτάζει την μαύρη οθόνη της τηλεόρασης, μια μικρή ρυτίδα πετάχτηκε ανάμεσα στα φρύδια της κι απλώθηκε μέχρι τις άκρες των χειλιών.
Θυμόταν τι της είχε πει ο Αργύρης και θυμόταν οτι…
«Φρέσκος και μοσχοβολιστός σαν κουφετάκι!» τον άκουσε να πανηγυρίζει.
Γύρισε και τον είδε με μια πετσέτα τυλιγμένη στη μέση και τα μαλλιά να στάζουν στους ώμους του.
«Λοιπόν;» τη ρώτησε. «Έχεις ακόμα διάθεση για…»
«Όχι, μου πέρασε», μουρμούρισε η Σόνια.
«Καλά λοιπόν –τι καλά δηλαδή -σκατά!» είπε ο Αργύρης. «Να ντυθώ να βγούμε;»
«Αφού σου είπα οτι μου πέρασε η διάθεση…»
«Α, αυτό σου πέρασε! Δηλαδή, το πήδημα που λέγαμε προηγουμένως ούτε καν σου ήρθε στο μυαλό!» γέλασε πικρά ο Αργύρης.
Η Σόνια τον κοίταξε κατακόκκινη.
«Λέω να φύγω», είπε.
«Γιατί;» μουρμούρισε στενάχωρα ο Αργύρης.
«Έτσι…»
«Ναι αλλά…»
«Λοιπόν, θα τηλεφωνηθούμε», έκανε η Σόνια μαζεύονταν την τεράστια τσάντα της.
Πριν προλάβει ο Αργύρης να καταλάβει τι γινόταν βρέθηκε μόνος στο άδειο διαμέρισμα να χαζεύει την κλειστή πόρτα.
«Θα πρέπει να παραδεχτούμε οτι τις τρελαίνω άσχημα τις γκόμενες!» ψιθύρισε καθώς σωριαζόταν στον καναπέ.

Πέρασαν τις υπόλοιπες μέρες τους σε μια βλακώδη παρακολούθηση όσο ο μαλάκας αναλωνόταν σε δηλώσεις τζάμπα μαγκιάς. «Πού είναι; Κάθε μέρα κυκλοφορώ μόνος μου, βαρέθηκα να τους περιμένω, μ΄ έχει φάει η μοναξιά! Τόσο πολύ τους φοβίζει να αντικρύσουν έναν άντρα κατάματα;» Μετά από κάθε δήλωση γύριζε την πλάτη στην κάμερα κι αποχωρούσε σε στυλ μοναχικός καουμπόι ενώ δυο-τρεις φουσκωτοί τον περίμεναν στα δέκα μέτρα.
«Είναι και ηλίθιος!» γέλαγε ανόρεχτα ο Τάκης. «Βγάλτους έξω από το πλάνο ρε αγόρι μου!»
«Δεν είναι τόσο ηλίθιος», σχολίαζε ο Κώστας. «Απλά θέλει να φανούν οι φάτσες των συγκεκριμένων για να μείνουν κρυφοί οι υπόλοιποι».
«Σαν πόσους τους υπολογίζεις δηλαδή;»
«Μέτρησα πέντε φανερούς τις προάλλες στην πλατεία που σουλατσάριζε».
«Πάει να πει, πάνω από δέκα στη σούμα…»
«Ποιος ξέρει;»
«Τζάμπα μετράτε. Δύο είναι το ίδιο με εκατονδύο για μας… Θέλουμε να τον πετύχουμε μόνο του, δεν πάμε για μακελειό…» ξεκαθάριζε ο Αργύρης.
«Πώς δηλαδή;»
«Κάτι θα γίνει… Όλοι οι άνθρωποι έχουν ανάγκες…»

Αποφάσισαν να δοκιμάσουν την αποτυχημένη απόπειρα ένα μεσημέρι –το σκεπτικό ήταν να σκάσουν κάποια ταπεινά γκαζάκια κάτω από ένα τυχαίο αυτοκίνητο στην πλατεία που σύχναζε ο Βυθούλκας, κάνα τέταρτο πριν εμφανιστεί (και πριν πλακώσουν οι δικοί του που προηγούνταν για να ελέγχουν τον κάθε χώρο).  Ο Τάκης, σε ρόλο οικογενειάρχη-κουβαλητή θα μετέφερε τα γκαζάκια σε σακούλες σουπερμάρκετ τίγκα στο μακαρόνι και τις χαρτοπετσέτες, την προκαθορισμένη ώρα θα καθόταν να ξαποστάσει κοντά σε παρκαρισμένο αυτοκίνητο και μετά μπουμ… Ακίνδυνα πράγματα –σαν αυτά που κάνανε πιτσιρικάδες για να τρομάξουν τα κοριτσάκια, επειδή δεν υπάρχει πιο όμορφο πράγμα από το ξαφνιασμένο κοριτσάκι λίγο πριν σκάσει στα γέλια. Οι άλλοι δυο θα έλεγχαν το χώρο για την περίπτωση που κάποιος σεκιουριτάς του Βυθούλκα είχε τη φαεινή ιδέα να έρθει πριν την ώρα του. Συγχρονισμός και συνέπεια –αυτές οι δυο μεταβλητές χωρίζουν το «όλα καλά» από το «χεστήκαμε κι  η βάρκα έγειρε».
«Τόσο δύσκολο είναι να έρθουν στην ώρα τους οι μαλάκες;» βλαστήμησε μέσα από τα δόντια του ο Τάκης.
Οι πλαστικές σακούλες τού έκοβαν τα δάχτυλα –τι ιδέα κι αυτή να τις τιγκάρει! Είχε σκεφτεί οτι ένας άνθρωπος που τρέχει τρομοκρατημένος με ξέχειλες σακούλες, με τα μακαρόνια να πέφτουν στο πεζοδρόμιο και τα κωλόχαρτα να τ΄ακολουθούν κατρακυλώντας θα έμοιαζε υπεράνω υποψίας και είχε κάμποσο δίκιο, αλλά δεν υπολόγισε οτι θα φάει στήσιμο κι έτσι θ΄ αναγκαστεί να κουβαλάει σα γαϊδούρι. Ποιος; Αυτός που έκοβε δέκα βόλτες στα πάρκινγκ για να βρει θέση όσο πιο κοντά γινόταν στην έξοδο του καταστήματος!
«Καργιόληδες!» βλαστήμησε και τότε πέτυχε το Τσερόκι.
 Αυθάδικα παρκαρισμένο πάνω στο πεζοδρόμιο να κλείνει τη διάβαση –ο Τάκης έτριψε τα μάτια του για να βεβαιωθεί οτι το τζιπ δεν του έβγαζε κοροϊδευτικά τη γλώσσα. Κοντοστάθηκε, έπρεπε τώρα να βγει στο δρόμο αν ήθελε να προχωρήσει. Κοίταξε το ρολόι του, η ώρα ήταν σωστή αλλά οι δικοί του εξαφανισμένοι.
Έκανε ένα βήμα, πάτησε στο οδόστρωμα κι επιτόπου άκουσε το κορνάρισμα ενός σκούτερ που τον πέρασε ξυστά σα σφίγγα.
«Πάρτα μαλάκα!» γύρισε ο σκουτεράκιας και τον φασκέλωσε.
«Σωστός ο φλώρος…» μουρμούρισε ο Τάκης κοιτάζοντάς τον καθώς απομακρυνόταν.
 Άφησε ένα πακέτο χαρτοπετσέτες να πέσει δίπλα του, ακούμπησε μετά τις τσάντες στο πεζοδρόμιο κι έσκυψε να το μαζέψει –είχαν περάσει τα χρόνια αλλά όσο γέρος κι αν είσαι δε χρειάζεσαι πάνω από μισό λεπτό για να φουντώσεις τρία γκαζάκια.
Ο Τάκης μάζεψε τις χαρτοπετσέτες και σηκώθηκε απότομα, η μέση του διαμαρτυρήθηκε κάνοντας ένα θόρυβο σαν γλωσσίδι κλειδαριάς που κουμπώνει στην εσοχή πόρτας.
«Γαμώ τον πούστη τον Ολυμπιακό!» βλαστήμησε ο Τάκης που ήταν φόλα βάζελος.
Προσπάθησε να αγνοήσει τον πόνο στη μέση κι άρχισε να βαδίζει γρήγορα –υπολόγιζε οτι είχε ένα με δύο λεπτά και τόσο είχε δηλαδή,  στ΄αλήθεια -πρόλαβε να στρίψει στη γωνία, έκοψε ταχύτητα, άφησε τον πόνο στη μέση να τον διπλώσει –ένας ταλαίπωρος ανθρωπάκος που κουβάλαγε σαν το γαϊδούρι, κλασσικός οικογενειάρχης-κουβαλητής. Ακούστηκε το μπαμ και μετά ησυχία –ως φαίνεται δεν είχε μαζευτεί ακόμα κόσμος κοντά στο Τσερόκι.
«Καλύτερα –ας καεί το γαμήδι…» μουρμούρισε.
Και τότε άκουσε τα ουρλιαχτά. Δυνατά, σε διαφορετικές συχνότητες, από διαφορετικά στόματα και μετά φωνές, πολλές φωνές που έδιναν κοφτές εντολές πανικού. Κοντοστάθηκε, άφησε τις σακούλες στο πεζοδρόμιο, έξυσε το κεφάλι του.
Βλέπεις, το μπαμ της έκρηξης ακούστηκε από πίσω του ενώ τα ουρλιαχτά έρχονταν από μπροστά… Σήκωσε πάλι τις σακούλες, περπάτησε αβέβαια –τι σκατά να έκανε; Αν δεν άλλαζε κατεύθυνση θα πήγαινε καρφί στα ουρλιαχτά, αν άλλαζε θα έπρεπε να ξαναπεράσει από το Τσερόκι.
«Τι κάνουμε τώρα μαλάκα μου; Και πού στον πόυτσο είναι οι άλλοι;» ξεροκατάπιε.
Αποφάσισε να συνεχίσει τον δρόμο του προς την κατεύθυνση των ουρλιαχτών γιατί θυμήθηκε αυτό που είχε κάποτε διαβάσει περί του οτι ο δολοφόνος επιστρέφει πάντα στον τόπο του εγκλήματος. Όσο προχωρούσε βέβαια σκεφτόταν οτι ίσχυε και το: πάντα οι αθώοι την πληρώνουν –περπατούσε αργά, μισοσκυμμένος, έχοντας βαρεθεί τις σκέψεις, το μόνο που ήθελε ήταν να κατέβει στον κοντινότερο υπόγειο, να χωθεί σ΄ένα άδειο τρένο και να φύγει από εκεί πέρα. Βρέθηκε απρόσεκτα στην άσφαλτο, κοντοστάθηκε όταν το κατάλαβε, κοίταξε πίσω του περιμένοντας το επόμενο φουριόζο σκουτεράκι, γι΄αυτό και βρέθηκε απροετοίμαστος στη μετωπική σύγκρουση. Μετωπική κανονικά, ένας φαλάκρας με δέκα στρέμματα μέτωπο τον κουτούλησε στο σαγόνι, ο Τάκης βόγκηξε, έπεσε κατά πίσω και προσγειώθηκε με τον κώλο στην άσφαλτο. Ο φαλάκρας μπερδεύτηκε στα πόδια του και σωριάστηκε κι αυτός.
«Το πάμε άλλη μία μπας και με πετύχεις καλύτερα;» ρώτησε ο Τάκης τον πεσμένο φαλάκρα.
«Άσε μας ρε φίλε –εδώ σκοτώσανε τον άνθρωπο…» μούγκρισε ο φαλάκρας.
Ο Τάκης σηκώθηκε, τίναξε τα ρούχα του, μάζεψε τις σακούλες ψάχνοντας για σκούτερ ή αυτοκίνητα που θα τους έβαζαν στο σημάδι.
«Είσαι εντάξει;» ρώτησε το φαλάκρα που καθόταν στην άσφαλτο χωρίς διάθεση να κουνηθεί.
Εκείνος δεν απάντησε τίποτα –ένα κόκκινο σημάδι στο μέτωπό του πήγαινε ακάθεκτο για καρούμπαλο. Ο Τάκης πήγε να φύγει αλλά το μετάνιωσε.
«Ρε φίλε, συγνώμη κιόλας, είπες σκοτώσανε –ποιον σκοτώσανε;» ρώτησε.
«Το βουλευτή το Βυθούλκα», ψέλλισε ο πεσμένος φαλάκρας.
Ένα μαύρο φιλμ πήρε να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια του όσο έκανε προσπάθειες να σύρει τα πόδια του, δεν είναι δύσκολο, βάζεις το ένα παπούτσι μπροστά από το άλλο και μετά το άλλο μπροστά από το ένα και πάμε πάλι.
 Ήθελε να ξεφορτωθεί τις σακούλες τού σούπερ μάρκετ που τον καθυστερούσαν αλλά ήξερε οτι αυτό δεν έπρεπε να το κάνει, σκόνταψε δέκα φορές στην ευθεία κι άλλες τόσες κατεβαίνοντας τα σκαλιά για τον υπόγειο.
Ο φωτεινός πίνακας έδειχνε ένα λεπτό και μετά αναβόσβηνε όσο το τρένο έμπαινε στην πλατφόρμα –χώθηκε ανάμεσα στους επιβάτες που έβγαιναν βιαστικοί κι ανύποπτοι, βρήκε μια θέση άδεια –κάθισε. Τακτοποίησε τις σακούλες στο πάτωμα μπροστά του, τις στοίβαξε προσεκτικά λες και κουβάλαγε καρτέλες με αυγά.
Το τρένο ξεκίνησε. Μια διαφήμιση για ενοικίαση αυτοκινήτων τον προβλημάτισε –ποιος ηλίθιος έβαζε διαφημίσεις ενοικίασης αυτοκινήτων στον υπόγειο; Το τρένο χώθηκε στο σκοτεινό τούνελ.
«Τους πούστηδες», σφύριξε ανάμεσα στα δόντια του ο Τάκης.
Μετά ανάσανε ανακουφισμένος.

12 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Afrikanos είπε...

Κομμένες οι διπλωματικές μας σχέσεις από 'δω και μπρος! Τέτοια προδοσία δεν την περίμενα από 'σένα!!!

{«Γαμώ τον πούστη τον Ολυμπιακό!» βλαστήμησε ο Τάκης που ήταν φόλα βάζελος.} Δεν μ΄ ενδιαφέρει τι είναι ο Τάκης αλλά τέτοιος που είναι καλά του την κάνανε και του την φέρανε ;)

The Motorcycle boy είπε...

Δεν πιάνεις τα κρυφά νοήματα αγόρι μου! Ο ΜΟΝΟΣ που δεν γυρίζει με γκομενάκια, τουλάχιστον 10 χρόνια μικρότερά του και τρέχει σαν τον Βέγγο με 3 παιδιά είναι ο βάζελος!

Υ.Γ.: Εντάξει -κι ο Κώστας που από πήδημα θα βρεθεί παντρεμένος είναι ΑΕΚ, αν θες να τα λέμε όλα!

Afrikanos είπε...

Άρα τ' αλάνι είναι Γαύρος! ωραία, το 'σωσες ;)

Υ.Γ. Αν μου έλεγες ότι είναι ΑΕΚ, θα καταλάβαινα το πήδημα χαχαχαχα

liontas είπε...

Γαύροι Γερόντια Δολοφόνοι!

The Motorcycle boy είπε...

Χαχαχαχαχα -είπα εγώ οτι ο Αργύρης είναι γάβρος;

Afrikanos είπε...

Τώρα το μαμάς το θέμα!!!...Αλλά τέτοιος είσαι, ανατροπέας της (σ)κατάστασης...

alice είπε...

3 μερες ελειπα χωρις ιντερνετ και βγηκε καινουριο; τς τς τς... κοιτα μονο μην κανει καμια βλακεια η σονια στο επομενο ε;

The Motorcycle boy είπε...

Αφρικάνε -δεν είμαι ανατροπέας, ανατρεπόμενος είμαι, σαν τα τρίκυκλα.

Alice, έτσι όπως πάει αυτή η ιστορία -και μήνα μπορείς να λείψεις άνετα! Τι βλακεία θα μπορούσε να κάνει η Σόνια; Γιατί οι απόψεις διαφέρουν -για μένα, ας πούμε, βλακεία είναι που μένει με τον κωλόγερο αντί να βρει ένα τρέντι παιδί! χεχεχεχε

liontas είπε...

Δεν είναι ο Αργύρης Γαύρος; :-ο Σιγά να μην τον κάνεις και Φενταγίν! χμμμμμ Από την άλλη πάλι, μπορεί....

1ον Θα του ταίριαζε.
2ον Εδώ παραλίγο να κάνεις τον Πετρά Πιερικό!

The Motorcycle boy είπε...

Δεν είπα ούτε οτι είναι, ούτε οτι δεν είναι, χεχεχεχεχε.
Φενταγίν -όχι δα! Αυτοί είναι πολύ της διανόησης, τι δουλειά έχει ο δικός μου μαζί τους;

Πιερικάρα ολέ -κάπως έτσι ε; Ρε, αφού δεν τον έκανα Καλλονή ευχαριστημένος να είναι!

Afrikanos είπε...

Καλλονή η Καλλονή ;)

Και κοίτα στον καθρέφτη, πριν μιλήσεις για κωλόγερους χαχαχα

The Motorcycle boy είπε...

Να κοιτάξω αλλά τι να δω; Έχω πρεσβυωπία χεχεχεχε.

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι