Παρασκευή, Ιουλίου 26, 2013

11. «Ο Ζορό ζορίζεται»


Έτσι έφτασαν οι μέρες των έκτακτων δελτίων ειδήσεων που διέκοπταν την κανονική ροή του προγράμματος ζητώντας, πάντα αχρείαστες, συγνώμες. Ο φόνος τού Βυθούλκα δημιούργησε συσπάσεις του παχέος εντέρου στον οργανισμό που ονομαζόταν Εθνικό Μέτωπο. Από τη μια, τα απλά μέλη έχασαν τον ύπνο τους –κανείς δεν μπορεί να κοιμάται ήσυχος όταν δολοφονούν έναν φρουρούμενο βουλευτή –με αποτέλεσμα ν΄ αρχίσουν να χάνουν και τις κομματικές τους ταυτότητες. Από την άλλη, οι μονάδες κρούσης της Οργάνωσης, βλέποντας οτι μειώνονται τα μέλη, βγήκαν στην απελπισμένη αντεπίθεση. Μια οικογένεια μεταναστών βρέθηκε απανθρακωμένη στο παράπηγμα που είχε για σπίτι, ένας σχετικά γνωστός αντιεξουσιαστής έμεινε ανάπηρος μετά από επίθεση αγνώστων. Άρχισαν ήδη να φαίνονται οι διαφοροποιήσεις στα δυο στρατόπεδα –οι Μετωπίτες μειώνονταν σε αριθμό αλλά έδειχναν αυξημένη αποφασιστικότητα, ενώ οι απέναντι, οι αντιεξουσιαστές και οι φτωχοδιάβολοι του κέντρου της πόλης με το λάθος χρώμα δέρματος όλο και αύξαναν τον αριθμό τους, όχι όμως και τη διάθεσή τους για επιθετικές ενέργειες.

Ο Αργύρης δυνάμωσε τον ήχο της τηλεόρασης όσο ο Κώστας ξαναγέμιζε το ποτήρι του με παγάκια και ουίσκι. Είχαν να βρεθούν από εκείνη την, πλήρως αποτυχημένη τελικά, συνάντηση της Παρασκευής όταν τα ζευγάρια βγήκαν για ποτό αλλά μετρήθηκαν και τους προέκυψε μονός αριθμός –ο Τάκης δεν ένιωθε καλά και έμεινε σπίτι, ζητάει συγνώμη, μια άλλη φορά, είχε πει η Μαρίνα. Ο Τάκης τους απέφευγε επιμελώς κι αδιακρίτως, ήταν φανερό όσο περνούσαν οι μέρες.
«Το τρένο τσούλαγε όλη νύχτα…» μουρμούρισε ο Κώστας.
«Και το όνομα του μηχανοδηγού ήταν Μνήμη. Προορισμός: Μιζέρια», συνέχισε ο Αργύρης.
«Αν το ήξερες όμως…» αναρωτήθηκε ο Κώστας.
«Το ήξερα –κι εσύ το ήξερες», απάντησε ο Αργύρης.
«Παρακάτω», έκανε απρόθυμα ο Κώστας.
«Δεν έχει άλλο. Τελειώσαμε με την υπόθεση».
«Μακάρι… Κι ο Τάκης;»
«Τι ο Τάκης
«Κάπως θυμωμένος…»
«Κι εσύ στη θέση του…»
«Εντάξει, αλλά τι γίνεται στη συνέχεια; Του πάμε σοκολατάκια και παγωτίνια;»
«Ή ένα καλό μπουκάλι ουίσκι…»
«Δεν πολυπίνει ουίσκι».
«Ναι, αλλά πίνουμε εμείς».
Επικεντρώθηκαν στο καινούργιο έκτακτο δελτίο της τηλεόρασης.
«Διακόπτουμε και πάλι την κανονική ροή του προγράμματος επειδή οι εξελίξεις στη δολοφονία Βυθούλκα είναι ραγδαίες. Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες του σταθμού μας η Οργάνωση Απάτριδων Αναρχικών ανέλαβε την ευθύνη της δολοφονικής ενέργειας. Σε προκήρυξη που στάλθηκε ταχυδρομικά στα γραφεία απογευματινής εφημερίδας αναφέρεται μεταξύ άλλων οτι η συγκεκριμένη ενέργεια δεν είναι η κορύφωση αλλά απλώς η αρχή του πολέμου ενάντια στα τσιράκια του καθεστώτος. Για ότι νεώτερο προκύψει θα σας ενημερώσουμε…»

Κοιτάχτηκαν έχοντας μείνει παγωτά. Μετά ξανακοίταξαν την οθόνη σα συνεννοημένοι, αλλά έβαζε διαφημίσεις. Αυτοκινήτων.
«Ποιος έχει λεφτά για καινούργιο αμάξι με τέτοια κρίση;» αναρωτήθηκε ο Κώστας.
«Όλο και κάποιος θα τα ‘χει αλλιώς γιατί να πληρώνουν τη διαφήμιση;»
«Απάτριδες Αναρχικοί….» μουρμούρισε ο Κώστας.
«Το Πάνκηδες λείπει», του υπενθύμισε ο Αργύρης.
«Θυμάσαι;»
«Θυμάμαι».
«Λοιπόν;»
«Αφού λένε οτι σκότωσαν τον Βυθούλκα ποιοι είμαστε εμείς για να φέρουμε αντίρρηση;» απόρησε ο Αργύρης.
«Ρε, κάνει μπαμ το κόλπο –πάνε καρφί για πογκρόμ!» φώναξε ο Κώστας.
«Εντάξει –πάνε καρφί για πογκρόμ, ας αντιδράσουν αυτοί που μπήκαν στο στόχο… Δεν μάθανε οτι ακόμα κι ο Ζορό ζορίζεται
«Όμως θα πληρώσουν τα κερατιάτικα άλλων…»
«Η ιστορία του αντιεξουσιαστικού κινήματος –έτσι γινόταν πάντα απ΄ ότι θυμάμαι…»
«Πώς το λες αυτό ρε γαμώτο; Και τόσο στην ψύχρα…»
«Φταίει το παράθυρο που άφησες ανοιχτό για να μη ντουμανιάσουμε…»
Ο Κώστας κοίταξε τον Αργύρη με την αμφιβολία περί της νοητικής κατάστασης του φίλου του να επανέρχεται.
«Κάπως αρχίδι ε;» γέλασε εκείνος.
«Πολύ αρχίδι», επαύξησε ο Κώστας.
Ο ήχος του κουδουνιού πάλεψε να ορθοποδήσει ενδιαμέσου της τηλεοπτικής φασαρίας. Είχαν μονίμως δυνατά την ένταση γιατί φοβόντουσαν για κρυφά μικρόφωνα, εντοιχισμένους αισθητήρες, ραδιογωνιόμετρα κι όλα τα σχετικά μαραφέτια που δείχνουν στις κατασκοπευτικές ταινίες. Η παράνοια σώζει –μέχρις ενός σημείου βέβαια…
«Ποιος να ‘ναι;» απόρησε ο Αργύρης. «Η Αθηνά;»
«Μπα –η Αθηνά έχει κλειδί».
«Τότε;»
«Πού να ξέρω αδερφέ μου; Ο Εξ Ρέι Άις είμαι;»
Πίσω από την πόρτα περίμενε η γνωστή αμηχανία του Βασίλη ενσωματωμένη στην σχετική τσαλακωμένη στολή.
«Ώπα!» γέλασε ο Κώστας. «Θα προβείτε σε συλλήψεις αστυνόμε;»
Ο Βασίλης κοκκίνισε λες και μόλις εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε οτι φορούσε ακόμα τη στολή και χαμογέλασε ντροπαλά.
«Τα κοινόχρηστα…» μουρμούρισε.
«Τι; Θα συλλάβετε τα κοινόχρηστα; Επιτέλους –είχαν αρχίσει να αυθαιρετούν!» συνέχισε την καζούρα ο Κώστας.
«Πού πληρώνουμε τα κοινόχρηστα ρε Κώστα…» έκανε πνιγμένα ο Βασίλης.
Ο Κώστας συνέχισε να γελάει και τον τράβηξε στο εσωτερικό του διαμερίσματος.
«Έλα να κάτσεις λίγο –είμαστε αντροπαρέα –από κάτω τα πληρώνουμε τα κοινόχρηστα, θα σου πω μετά…» είπε.
«Η Αθηνά;» ρώτησε ο Βασίλης στριφογυρίζοντας τα μάτια του σα φάρους περιπολικού.
«Δουλεύει για να φέρει λεφτά στον άντρα…» είπε ο Κώστας.
«Δουλεύει;»
«Δικηγορικό γραφείο…»
«Ααα…»
Τον κάθισε δίπλα στον Αργύρη, έπεσαν και κάποιες χαιρετούρες, τον σέρβιρε ουίσκι με μπόλικη κοκακόλα παρά τις διαμαρτυρίες του.
«Πάλι θα γκρινιάζει η γυναίκα –όποτε έρχομαι από δω χάνομαι…» ψιθύρισε ο Βασίλης.
«Γιατί δε μας τη φέρνεις κι εκείνη να τη γνωρίσουμε;» απόρησε ο Κώστας.
«Άστο καλύτερα. Κι εγώ που τη γνώρισα τι κατάλαβα; Ακόμα το κεφάλι μου χτυπάω», είπε ο Βασίλης. Και μετά είδε την ανοιχτή τηλεόραση. «Αυτά βλέπετε;» ρώτησε.
«Γίνεται χαμός…» παραδέχτηκε ο Αργύρης.
«Εμένα μού λες;» κλαψούρισε ο Βασίλης. «Μας πηδάνε δίχως σάλιο…»
«Οι Απάτριδες…»
«Ποιοι Απάτριδες;»
«Αυτοί ρε παιδί μου που ανέλαβαν την ευθύνη της δολοφονίας…»
«Α, ναι, κι αυτοί…»
«Γιατί; Ποιοι άλλοι δηλαδή;» απόρησε ο Αργύρης.
«Ποιοι άλλοι ρωτάει!» νευρίασε ο Βασίλης. «Εδώ γίνεται εμφύλιος…»
«Τα παραλές»
«Ναι ε; Να έρθεις εσύ τότε να βγάλεις άκρη με τις οργανώσεις που μας πρήζουν για αυτούς που κάηκαν και τον άλλον που έμεινε παράλυτος…»
«Ε, άδικο έχουν;»
Ο Βασίλης τον κοίταξε στωικά.
«Άδικο- δίκιο, και τι είμαστε εμείς άνθρωπέ μου; Δικαστές είμαστε; Εμείς κάνουμε τη δουλειά μας…»
«Η οποία είναι να συλλαμβάνετε τους δολοφόνους –απ΄ ότι ξέρω…»
«Έτσι ξέρεις;» γέλασε ο Βασίλης. «Πολλή τηλεόραση βλέπεις… Η δουλειά μας είναι να κρατάμε την τάξη».
«Ποια τάξη; Την από κάτω για να μη χιμήξει στην από πάνω;» γέλασε ο Αργύρης.
«Η από κάτω θέλει να χιμήξει στην παρακάτω, δεν το ΄ξερες αυτό;» απόρησε ο Βασίλης.
«Α τσα και πολιτικός επιστήμων ο Βασίλης!» ξέφυγε κάποια καζούρα από τον Κώστα.
«Έχω πτυχίο!» διαμαρτυρήθηκε ο Βασίλης. «Διεθνών και Ευρωπαϊκών σπουδών…»
«Και δουλεύεις στη Διεύθυνση Υλικού;»
«Ε, πού να δουλέψω; Στον ΟΗΕ;»
«Σωστά!» παραδέχτηκε ο Αργύρης.
«Η τάξη λοιπόν, είναι να ξυπνάς το πρωί, να πηγαίνεις στη δουλειά σου, να γυρίζεις το βράδυ, να πηγαίνεις για τα ψώνια σου, να παίζουν τα παιδιά σου στην παιδική χαρά… Αυτή είναι η τάξη…»
«Την οποία χαλάει ποιος; Οι ταλαίπωροι που κάηκαν ζωντανοί στην παράγκα ή αυτοί που τους έκαψαν;» ζήτησε να μάθει ο Κώστας.
«Όλοι τη χαλάνε. Και οι Μετωπίτες και οι αναρχικοί και οι μετανάστες…» ξεκαθάρισε ο Βασίλης.
«Τι λες τώρα; Όλα ίσωμα δηλαδή;» κούμπωσε ο Αργύρης.
«Ίσωμα –είπες τη σωστή λέξη! Έτσι πρέπει να είναι τα πράγματα, ίσωμα, κάλμα, ηρεμία, ρουτίνα. Όταν έρχεται κάποιος και χαλάει τη ρουτίνα δεν κοιτάζουμε αν έχει δίκιο ή άδικο –τι μας νοιάζει; Ας πούμε δηλαδή οτι ο φτωχομπινές που ήρθε κυνηγημένος από τη χώρα του και δούλεψε για τον κλεφταρά το ντόπιο που αρνείται κιόλας να τον πληρώσει έχει όλα τα δίκια του κόσμου. Κι ας πούμε οτι εγώ πάω και συλλαμβάνω τον ντόπιο –με παρακολουθείς;»
«Κατά πόδας!» παραδέχτηκε ο Κώστας.
«Παρακάτω –τι θα γίνει;»
«Τι θα γίνει; Θα δικαστεί ο ντόπιος και θα μπει φυλακή!»
«Είσαι αδερφούλα ρε Κώστα;» κορόιδεψε ο Βασίλης.
«Μπαρδόν;»
«Τι μπαρδόν και ξεμπαρδόν –είσαι αδερφή; Καθηγήτρια οικιακής οικονομίας; Διαβάζεις Άρλεκιν –πώς το λένε;» συνέχισε την καζούρα.
«Τι εννοείς;»
«Ρε χριστιανέ μου –άντε και τον συλλάβαμε τον κανάγια το ντόπιο. Παρακάτω; Θα πάρει μια δικάσιμο για κάνα χρόνο μετά ή οποία θα πάρει κάμποσες αναβολές για καμιά δεκαετία και στο μεταξύ θα κυκλοφορεί ελεύθερος. Πες μου τώρα, όταν θα είναι έξω πώς θα συμπεριφερθεί στον κακομοίρη που προηγουμένως δεν πλήρωνε; Θα τον πληρώσει και θα του κολλήσει ένσημα ή θα τον σπάσει στο ξύλο; Κι ο κακομοίρης τι θα κάνει; Πώς θα ζήσει; Από ποιον θα ζητήσει δουλειά; Μήπως από τον ίδιο που πριν δεν τον πλήρωνε;» ο Βασίλης σταμάτησε και ρούφηξε αχόρταγα το ποτό του.
«Τι λες δηλαδή –δεν σε καταλαβαίνω», έκανε ο Κώστας.
«Λέω οτι το δίκιο και το άδικο είναι άσχετα με την ομαλότητα. Γιατί αν, αντί για τον κακοπληρωτή πάω και βουτήξω τον αδικημένο τον απλήρωτο και τον στείλω πίσω στη χώρα του η ομαλότητα επανέρχεται. Άλλος φτωχομπινές θα πάρει τη θέση του, ο κανάγιας πάλι θα τον κλέψει, μετά θα πάμε εμείς και θα τον διώξουμε…. Ομαλότητα!»
«Ναι, αλλά και οι φτωχομπινέδες κάποτε θα αντιδράσουν!» παρατήρησε ο Αργύρης.
«Γι΄αυτό υπάρχει η αστυνομία, φίλε μου», είπε ο Βασίλης.
Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους κάπως παγωμένοι.
«Σας σοκάρω;» ρώτησε ήσυχα ο Βασίλης.
«Ε, όπως και να το κάνεις…» παραδέχτηκε ο Κώστας.
«Αδερφούλες –καλά το είπα πιο πριν», γέλασε πικρά ο Βασίλης.
«Τέλος πάντων –τους βρήκατε αυτούς που σκότωσαν το Βυθούλκα;» ρώτησε κάπως στο ξεκάρφωτο ο Κώστας.
«Γιατί να τους βρούμε; Ο μαλάκας πήγαινε γυρεύοντας… Άρα δημιουργούσε πρόβλημα στην ομαλότητα –καλά του κάνανε που τον φάγανε. Προκαλούσε», είπε ο Βασίλης.
«Ναι αλλά λόγω του θανάτου του…» ξεκίνησε ο Αργύρης.
«Της δολοφονίας», τον διόρθωσε ο Βασίλης.
«Αυτό τέλος πάντων. Λόγω αυτού ξεκίνησαν φασαρίες…»
«Αντιθέτως –λόγω της δολοφονίας Βυθούλκα θα σταματήσουν οι φασαρίες. Οι Μετωπίτες χέστηκαν πάνω τους –θα ξεθυμάνουν σε τίποτα μαύρους για την τιμή των όπλων κι αυτό είναι όλο…»
«Και οι άλλοι;»
«Ποιοι άλλοι; Οι αναρχικοί;» γέλασε ο Βασίλης.
«Οι μετανάστες…»
«Αυτοί φίλε μου ήρθαν εδώ να βγάλουν κάνα φράγκο –δεν ήρθαν να σκοτώσουν… Εντάξει, κλέβουν κάνα πορτοφόλι, κάνα κινητό, σκοτώνουν κατά λάθος… αλλά αυτά είναι χρήσιμα πράγματα για την αστυνομία –δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις!»
«Πώς;» έκανε ο Αργύρης. «Σε καταλαβαίνω απόλυτα! Άρα δεν ψάχνετε τους δολοφόνους τού…»
«Τους ψάχνουμε –αστυνομία είμαστε, του πούστη δηλαδή!» έκανε ο Βασίλης.
«Καλά –να φέρω τίποτα ξηροί καρποί γιατί από το ξεροσφύρι μού φαίνεται οτι θα μπερδέψουμε και τα ονόματά μας στο τέλος», προθυμοποιήθηκε ο Κώστας και σηκώθηκε για να βάλει τέλος σ΄ αυτή την κουβέντα.
Αλλά δεν χρειαζόταν τελικά, επειδή εκείνη την ώρα μπήκε φουριόζα η Αθηνά –ήθελε να κάνει ένα γρήγορο μπάνιο, ν΄ αλλάξει ρούχα και να ξαναφύγει, στράβωσε όταν είδε τόσο κόσμο μαζεμένο, η κατάσταση εξελίχθηκε σε αμηχανία ντο ματζόρε.

Έμενε ανοιχτό το θέμα Τάκης. Εξαφανισμένος με κατεβασμένα τηλέφωνα, δηλαδή όχι κι έτσι, οικογενειάρχης ήταν, τα τηλέφωνα του σπιτιού μονίμως διαθέσιμα, αλλά από διάθεση –μηδέν στο πηλίκο. Οι δυο τους το ψείρισαν αρκετά μέχρι ν΄ αποφασίσουν οτι το καλύτερο θα ήταν να του τη στήσουν έξω από τη δουλειά του μπας και λυθεί το ζήτημα. Έτσι κι έκαναν, μόνο που οι ώρες εργασίες του Τάκη ακατάσχετες οπότε κόντεψε να τους πάρει ο ύπνος στο περίμενε, φάγανε και κάτι σάντουιτς «για το τσιγάρο», βάρυναν όσο να πεις…
Γι΄αυτό και ήταν λίγο σλόου μόσιον όταν τον είδαν να βγαίνει από το κτίριο, κινήθηκαν (ο θεός να το κάνει) γρήγορα προς το μέρος του κι όταν τον έφτασαν εκείνος είχε γυρίσει ήδη να τους περιμένει.
«Τι γίνεται ρε άτομο;» έκανε ο Κώστας.
«Χαθήκαμε», διαπίστωσε ο Αργύρης.
«Ήσασταν τυχεροί θες να πεις…» μουρμούρισε ο Τάκης.
Και βρήκε την ευκαιρία να τραβήξει μια ύπουλη γροθιά στο στομάχι του Αργύρη, οι περαστικοί είδαν απλώς έναν άντρα να διπλώνεται φτύνοντας χολή ανακατεμένη με κομμάτια μπέικον.
«Συλλογική ευθύνη μουνιά!» σφύριξε ο Τάκης κι ο Κώστας κατάλαβε οτι αυτός, για την ώρα, την είχε σκαπουλάρει.
«Πάμε να κάτσουμε κάπου;» πρότεινε.
«Μπα, δεν τρέχει τίποτα… Κανονίστε εσείς το μέρος και πείτε μου πού να πάω να καρφωθώ σα μαλάκας», είπε ο Τάκης.
«Άντε γαμήσου ηλίθιε», μούγκρισε ο Αργύρης διπλωμένος ακόμα.
«Αυτό ξαναπέστο», ψιθύρισε ο Τάκης.
«Ρε παιδί μου, στην τελική σε ξεκαρφώσαμε. Αν κάτι πήγαινε στραβά…» άρχισε ο Κώστας.
«Θα με πιάνανε με τις σακούλες στα χέρια», τον έκοψε ο Τάκης.
«Σιγά τ΄αυγά –πρωτάρα είσαι;»
«Τώρα δηλαδή πρέπει να σας ευχαριστήσω που με στήσατε;» αναρωτήθηκε ο Τάκης.
«Αν δεν ήσουν τόσο κανίβαλος…» είπε ο Αργύρης.
«Πάμε να κάτσουμε πουθενά –δεν είναι στάση λεωφορείου εδώ πέρα», έκανε απότομα ο Τάκης.
«Τώρα τι του λες;» κοίταξε ο Κώστας τον Αργύρη.
«Τι να του πεις; Πες του να πάμε για καμιά μπύρα ξέρω ‘γω…» έκανε ο Αργύρης.
«Μπύρα ε;» σκέφτηκε ο Κώστας.

Κι έτσι βρέθηκαν στο συνηθισμένο καφέ με το μουχλιασμένο σκοτάδι στο «βάθος κήπος». Με την αμηχανία να τους δυσκολεύει και το γκαρσόνι να καθυστερεί, κάνοντας τα πράγματα χειρότερα.
«Τελικά;» ρώτησε ο Τάκης.
«Τελικά, όπως το είπες», απάντησε ο Αργύρης.
«Τελειώσαμε» συμπλήρωσε, μάλλον αχρείαστα ο Κώστας.
«Έτσι λέτε εσείς», παρατήρησε ο Τάκης.
«Γιατί –εσύ λες κάτι διαφορετικό;» απόρησε ο Αργύρης.
«Εγώ λέω οτι τίποτα δεν τελειώνει μέχρι να τελειώσει. Κι αν δε με πιστεύεις, ρώτα και τον πούστη που μας έχει πάρει στο κατόπι…» έδειξε ο Τάκης με τα μάτια προς το τραπέζι στην άλλη πλευρά της αίθουσας.
Οι άλλοι δυο κοίταξαν όσο πιο αντικαρφωτικά γινόταν –ένας τριαντάρης με μούσια και ξεχτένιστα μαλλιά έπαιζε με το κινητό του εκεί πέρα.
«Αυτός;» μάσησε τη λέξη ο Κώστας.
«Τον είδα πίσω σας να χαζεύει εφημερίδες στο περίπτερο όταν με συναντήσατε και τώρα νάτος πάλι εδώ…» έκανε ο Τάκης.
«Γεγονός;» ρώτησε ο Αργύρης.
«Θα σιγουρευτείς όταν φύγουμε», είπε ο Τάκης.
«Ή όχι», πρότεινε εναλλακτικά ο Κώστας.
«Αλλά μάλλον ναι», μούγκρισε ο Αργύρης. «Νομίζω οτι μόλις τώρα μάς φωτογράφησε με το κινητό του το μουνί».
Ο Κώστας σηκώθηκε.
«Κάτσε κάτω», του είπε ο Τάκης.
«Ή πήγαινε για κατούρημα –μην καρφωνόμαστε τζάμπα», πρότεινε ο Αργύρης.
«Δηλαδή –στο έτσι;» απόρησε ο Κώστας.
«Πώς αλλιώς;» έκανε ο Αργύρης.
«Να τον αφήσουμε τόσο στην ψύχρα…» πρόβαλε αντίρρηση ο Κώστας.
«Σε ποια ψύχρα βρε παιδί μου –εδώ ο άλλος έχει σκοτώσει ένα κάρο κόσμο, μέχρι ανάληψη ευθύνης έχετε φτάσει, τι λέμε τώρα;» μουρμούρισε ο Τάκης.
«Όχι κι ένα κάρο….» είπε ο Αργύρης.
«Ανάληψη ευθύνης;» ρώτησε ο Κώστας που ξεχάστηκε και ξανακάθισε.
«Πάνκηδες, Απάτριδες και Αναρχικοί –καθόλου πρωτότυπο», είπε ο Τάκης.
«Δεν ήμασταν εμείς», ξεκαθάρισε ο Αργύρης.
«Τότε ποιοι;» απόρησε ο Τάκης.
«Βρες το και πάρτο!»
«Μάλιστα…» μάσησε ένα φίλτρο τσιγάρου ο Τάκης. «Δηλαδή μάς παίζουν οι καργιόληδες…»
«Μας παίζουν, τον παίζουν… ποιος ξέρει;» έκανε ο Κώστας.
Είπαν και μερικά ακόμα –αδιάφορα αλλά φιλικά –η αμηχανία ποτέ δεν αντέχει στον κίνδυνο, και κάπως έτσι χώρισαν, να πάνε ο καθένας σπίτι του.
Ο μουσάτος δεν κούνησε από το τραπέζι του όταν τον προσπέρασαν κι όλα έδειξαν φυσιολογικά για λίγο.

Μέχρι να βγει ο Κώστας από τον υπόγειο και ν΄ανακαλύψει οτι ένας γυαλάκιας με ξυρισμένο κεφάλι τον ακολουθούσε. 
Πιο πέρα, στη μισοάδεια λεωφόρο, ο Αργύρης είδε ένα ασημί αυτοκίνητο να βγάζει τα ίδια ακριβώς φλας με το δικό του αμάξι.
Μόνο ο Τάκης δεν πρόσεξε κανέναν –ίσως ο δικός του να ήταν πιο διακριτικός ή μπορεί ο Τάκης να βαριόταν να ψάξει. Και τι έγινε στην τελική; Αν τον ήθελαν θα τον έβρισκαν κι αν τον έβρισκαν θα τον ήθελαν. Ξεκλείδωσε την εξώπορτα της πολυκατοικίας του, περίμενε το ασανσέρ νιώθοντας ξαλαφρωμένος, κι ας έπαιρνε κάποια άσχημη τροπή η ιστορία.
Βλέπεις, ήταν ξανά μαζί τους -αυτό μέτραγε. Για την ώρα.

5 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Afrikanos είπε...

Δεν μας τα λες καλάααααα....:)

The Motorcycle boy είπε...

Εγώ; Ο Ζορό!

Ο Καλος Λυκος είπε...

έλα, ρε μάνα μου, το επόμενο...

Afrikanos είπε...

συμφωνώ με τον προλαλλήσαντα! (αλλά το ίδιο μας κάνει Κα-εΛ)

The Motorcycle boy είπε...

Αγαπητοί πελατεία, ως γνωστόνε το κατάστημα αργεί λόγω θερινών διακοπών και ένεκα η εορτή της Παναγίας ομού μετά του τορπιλισμού της Έλλης (Φωτίου;) που πολύ μας έχει συνεκλονήσει.
Κατόπιν τούτων -ραντεβού τον Σεπτέμβριο με τις καινούργιες σας σχολικές σάκες (κατά προτίμηση μάρκας ΠΑΞΟΣ και ξερός)

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι