Προηγούμενα:
2. Όλα δείχνουν χειρότερα την Κυριακή
3. Σα σκυλιά που κυνηγάνε την ουρά τους
4. "Ο χλωμός εραστής με το άνθος στην κομβιοδόχη"
5. Μια ενοχλητική φωτογραφία
6. Δέκα λεπτά μετά τη Ναστάζια Κίνσκι
2. Όλα δείχνουν χειρότερα την Κυριακή
3. Σα σκυλιά που κυνηγάνε την ουρά τους
4. "Ο χλωμός εραστής με το άνθος στην κομβιοδόχη"
5. Μια ενοχλητική φωτογραφία
6. Δέκα λεπτά μετά τη Ναστάζια Κίνσκι
Ο Αργύρης κόλλησε στον τοίχο,
εκεί ακριβώς που το τελείωμα της κουρτίνας άφηνε μια χαραμάδα –κοίταξε προς το
δρόμο. Για ένα μακρόσυρτο λεπτό. Για μια βαθειά ανάσα που βγήκε από τα
πνευμόνια του σε δόσεις. Μετά τραβήχτηκε αργά προς το εσωτερικό του δωματίου,
κάθισε στον καναπέ, άναψε τσιγάρο –αποφεύγοντας να κοιτάξει την οθόνη της
ανοιχτής τηλεόρασης.
«Ποιοι είναι αυτοί οι
πούστηδες;» μουρμούρισε.
Το άδειο σπίτι δεν του
απάντησε τίποτα απολύτως.
Την ίδια ακριβώς στιγμή ο
Κώστας έκανε την ίδια περίπου κίνηση –ξεκόλλαγε από το πλάι του παραθύρου και
σωριαζόταν σε μια πολυθρόνα στο καθιστικό τού δικού του διαμερίσματος. Μόνο που
δεν είχε την πολυτέλεια να μουρμουρίσει.
«Ακόμα δεν τελείωσες τον καφέ
σου; Θ΄ αργήσεις», του φώναξε η Αθηνά που ντυνόταν με το πάσο της εφόσον τα
δικηγορικό γραφείο άνοιγε αργότερα από τις δημόσιες υπηρεσίες.
«Ας αργήσω», είπε ο Κώστας.
«Έτσι κι αλλιώς το έχουν γαμήσει το άθλημα στη δουλειά –ούτε να κλάσουμε δεν
έχουμε αρμοδιότητα πλέον…»
«Ακόμα δεν έχουν βγάλει τους
καινούργιους Οργανισμούς –ε;»
«Ακόμα δεν έχουν αποφασίσει
ποιοι θα φύγουμε για να φέρουν τους δικούς τους, πες καλύτερα…»
Η Αθηνά κούνησε τους ώμους με
κατανόηση και αποφάσισε ν΄ αλλάξει σουτιέν επειδή αυτό που φορούσε φαινόταν
μέσα από τη μπλούζα της.
Ο Κώστας ξαναπήγε στο
παράθυρο, άνοιξε τέρμα την κουρτίνα και κοίταξε τον δρόμο. Δυο καργιόληδες
κάπνιζαν από κάτω, στο απέναντι πεζοδρόμιο, κάθε λίγο κάποιος τους σήκωνε το
κεφάλι και κοίταζε αόριστα προς το μέρος του. Ο Κώστας άνοιξε το παράθυρο,
ακούμπησε τους αγκώνες στο πρεβάζι και τους κοίταξε επίμονα. Οι από κάτω
απέφυγαν το βλέμμα του.
«Κλείσε το παράθυρο άνθρωπέ
μου –θα πάθουμε ψύξη!» διαμαρτυρήθηκε η Αθηνά.
Ο Κώστας έκλεισε το παράθυρο.
Η Σόνια βγήκε από το βαγόνι
του Υπόγειου και κοντοστάθηκε μετά την κίτρινη γραμμή. Όσο ο κόσμος την
προσπερνούσε αποβλακωμένος από το άγχος της πρωινής αργοπορίας εκείνη έψαχνε να
βρει playlist στο κινητό της, αφού η προηγούμενη μόλις είχε τελειώσει. Όσο
έψαχνε σκεφτόταν πώς είχε καταντήσει ανίκανη να κυκλοφορήσει στο δρόμο ή να
μετακινηθεί χωρίς μουσική –έμοιαζε λες και η μουσική σήκωνε ένα τοίχος γύρω της
για να μην την αγγίζουν οι αποπνικτικές μυρωδιές των ανθρώπων, τα λιγωμένα τους
βλέμματα, ακόμα και τα σιχαμένα τους χέρια που έψαχναν ευκαιρία να χουφτώσουν
στο στρίμωγμα. Κάποτε είχε πάρει ένα
παπί για να κυκλοφορεί –ήταν αυτό μια καλή λύση αν ήθελες να αποφύγεις τις
στενές επαφές λεωφορειακού τύπου, αλλά μετά από μερικές καλές σαβούρδες
ανακάλυψε οτι τα δίκυκλα δεν διαθέτουν αυτόματο πιλότο, ούτε οδηγούνται δι’
αυθυποβολής. Αποφάσισε λοιπόν οτι η αφηρημάδα στο λεωφορείο στοιχίζει κάνα δυο
λάθος στάσεις (αποβίβασης), την ώρα που ένα τρακάρισμα με μηχανάκι μπορεί να σε
στείλει μονίμως στην αναπηρική καρέκλα κι έτσι πούλησε το παπί και ξαναγύρισε
στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Με την προσθήκη μουσικής υπόκρουσης, αυτή τη φορά
–θέμα επιβίωσης, όπως και να το δεις…
Στη μέση της κυλιόμενης σκάλας
το τηλέφωνο χτύπησε, είδε το όνομά του στο καντράν και απάντησε στην κλήση.
«Έλα».
«Συνήθως έρχεσαι εσύ πάντως»,
απάντησε ο Αργύρης από την άλλη άκρη της γραμμής.
«Αστειάκι ή παράπονο;» ρώτησε
η Σόνια.
«Ποια η διαφορά;» απόρησε ο
Αργύρης.
«Είμαι στο κέντρο, βγαίνω από
τον Υπόγειο…»
«Με κατεύθυνση;»
«Έχω κάτι δουλειές».
«Και μετά;»
«Μετά δεν θα έχω δουλειές».
«Ωραία».
«Θα είσαι σπίτι να έρθω;»
«Κάποτε ερχόσουν σπίτι μου
άσχετα με το αν θα ήμουν εγώ εκεί».
«Γκρίνια…»
«Δίκιο έχεις –ξύπνησα με
γεράματα…»
«Τελειώνω όσο πιο γρήγορα
γίνεται κι έρχομαι».
«Εντάξει –μη βιαστείς κιόλας…»
«Να μη βιαστώ;»
«Όχι αν είναι να έρθεις
γρήγορα…»
Η Σόνια χαμογέλασε
επιστρέφοντας στη μουσική της. Ένας ψηλός με σακίδιο στην πλάτη γύρισε και την
κοίταξε από το πιο πάνω σκαλοπάτι, η Σόνια τον κοίταξε κι αυτή. Και μετά βγήκαν
στο πρωινό φως του πεζοδρομίου.
Στην Υπηρεσία επικρατούσε μια
κατάσταση «έρχονται οι Τσέτες» καρμποναρισμένη από τηλεοπτικές μεταφορές
αλυτρωτικών μυθιστορημάτων του περασμένου αιώνα. Οι πάντες κυκλοφορούσαν στους
διαδρόμους με αλαφιασμένο ύφος, πρόθυμοι να πέσουν θύματα της πιο ανυπόστατης
φήμης. Αν εκείνη τη στιγμή εμφανιζόταν κάποιος από το πουθενά και έλεγε οτι
στην είσοδο του κτιρίου έχουν σταθμεύσει ιπτάμενοι δίσκοι έτοιμοι να μεταφέρουν
το προσωπικό της Υπηρεσίας στον πλανήτη Κουκουρούκου, οι μισοί (και παραπάνω)
υπάλληλοι θα πακετάριζαν τα μικροαντικείμενα των γραφείων τους χωρίς δεύτερη
κουβέντα.
Ο Κώστας δεν είχε όρεξη ούτε για
να διαβάσει τα νέα στις ενημερωτικές ιστοσελίδες. Τι διάολο να διαβάσει; Για τη
δολοφονία του Βυθούλκα; Και δε ρώταγε καλύτερα τους καργιόληδες που τον είχαν
στο κατόπι –πιο έγκυρα θα ενημερωνόταν. Πήρε τηλέφωνο τον Αργύρη.
«Πώς πάει;»
«Μια χαρά και δυο τρομάρες».
«Δύο ε;»
«Ναι».
«Και η χαρά;»
«Θα περάσει από δω η Σόνια».
«Μαγικό πράγμα ο έρως!»
«Δε λες τίποτα -και νεκρούς
σκοτώνει…»
«Άρα δεν είσαι εύκαιρος για
καμιά μπύρα…»
«Όσο κι αν σε ποθώ, λέω να ασχοληθώ
με γυναίκες σήμερα».
Στη συνέχεια πήρε τηλέφωνο τον
Τάκη.
«Τι γίνεται;»
«Βράζει και χύνεται».
«Και δε βρίσκεται κανένας να
κλείσει το μάτι;»
«Ούτε ψυχή!»
«Τι λε ρε παιδί μου! Πώς κι
έτσι;»
«Τι να πω –δεν ξέρω… Με έχουν
εντελώς στο φτύσιμο κατά πώς φαίνεται».
«Δε ρωτάς τη Μαρίνα μπας και
βρεθούμε κάνα βραδάκι;»
«Θα της πω να κανονίσει με την
Αθηνά».
«Σωστός ο αφέντης του
σπιτιού!»
Όταν τελείωσε με τα
τηλεφωνήματα ένιωσε σαν άδεια χαρτοσακούλα, απ΄αυτές που βάζουν οι μανάβηδες τα
φρούτα. Ένας αναψοκοκκινισμένος συνάδελφος φρέναρε έξω από την πόρτα τού
γραφείου του.
«Τα ΄μαθες; Μειώνονται οι θέσεις
στον καινούργιο Οργανισμό –λένε οτι θα μας κάνουν Γενική Διεύθυνση!»
κλαψούρισε.
«Γενική Διεύθυνση
Κουκουρούκου», είπε ο Κώστας.
«Τι;» απόρησε ο άλλος.
«Τίποτα –άντε γαμήσου»,
ψιθύρισε ο Κώστας.
«Τι;» ξαναρώτησε ο άλλος.
Ο Κώστας χαμογέλασε πιάνοντας
το ακουστικό του τηλεφώνου. Όταν ξεφορτώθηκε τον συνάδελφό του, ξανάβαλε το
ακουστικό στη θέση του και σηκώθηκε χωρίς καμιά πρόθεση να πάει κάπου
συγκεκριμένα. Πέρασε μια ομάδα γυναικών που τσίριζαν ασυντόνιστα, καλαμπούρισε
με δυο άντρες έξω από τις τουαλέτες και κατέβηκε με τις σκάλες μέχρι το
κυλικείο. Χαιρετήθηκε με τον καφετζή, αντάλλαξαν μερικές τυπικές σαχλαμάρες
περί της κατάστασης καταλήγοντας στο «κανείς δεν ξέρει τι του ξημερώνει» (κάτι
τέτοιες μαλακίες μπορούσε να τις επαναλαμβάνει ο Κώστας ακόμα και κοιμισμένος,
στα πλαίσια των κοινωνικών συναναστροφών), πληροφορήθηκε στη συνέχεια οτι η
μάρκα των τσιγάρων του είχε τελειώσει κι έτσι βγήκε από το κτίριο σαν υπνοβάτης
με προορισμό το κοντινότερο ψιλικατζίδικο.
Με το που πάτησε το πόδι του
στο πεζοδρόμιο κούμπωσε. Έψαξε τριγύρω –κόσμος πηγαινοερχόταν, η στάση του
λεωφορείου γεμάτη. Ποιοί είναι οι
πούστηδες; Αυτός που περιμένει στη στάση αλλά δεν κοιτάζει προς την μεριά της
λεωφόρου; Ο άλλος που διαβάζει στη ζούλα αθλητική από τα μανταλάκια; Εκείνος
που τρώει τυρόπιτα; Και γιατί να είναι άντρες στην τελική; Μήπως αυτή εκεί που
χαζεύει τη βιτρίνα; Το κεφάλι του πήρε να σβουρίζει, ξέχασε γιατί είχε βγει
έξω και βρέθηκε να κοιτάζει παράξενα όποιον τον προσπέρναγε. Έφτασε στο
ψιλικατζίδικο μηχανικά, αγόρασε τσιγάρα, άνοιξε το πλαστικό του πακέτου και
έμεινε μετέωρος. Χαμογέλασε. Ας τους
τρέξουμε λίγο, αποφάσισε.
Κι έφυγε με γρήγορο βήμα για
τις σκάλες του Υπόγειου, δεν πήρε τις κυλιόμενες, πήγε με τις τσιμεντένιες που
είχαν λιγότερο κόσμο –έριξε έναν καλπασμό ιπποδρομιακό κατεβαίνοντάς τες. Φτάνοντας
στο πρώτο επίπεδο, λίγο πριν στρίψει στον εσωτερικό διάδρομο, κοίταξε πίσω του
–πρόλαβε να ξεχωρίσει ένα φαλακρό που κατέβαινε τρέχοντας. Συνέχισε για το πιο
κάτω επίπεδο, πάλι από τις κανονικές σκάλες, τώρα ήταν μόνος του. Όταν έφτασε
στην αποβάθρα ξανακοίταξε – πίσω του έτρεχε ένας μουσάτος αχτένιστος. Πλήρης γκάμα ανταλλακτικών και αξεσουάρ,
σκέφτηκε θαυμάζοντας. Κι αμέσως βούτηξε στο ασανσέρ, λίγο πριν κλείσουν οι
πόρτες του, αγνοώντας τα άγρια βλέμματα όσων ήταν ήδη μέσα. Ανέβηκε πάλι στην
επιφάνεια του δρόμου και κρύφτηκε ανάμεσα στα σταντ του ψιλικατζίδικου, έχοντας
πλήρη θέα προς τις σκάλες. Ξεφύλλισε κάνα δυο περιοδικά ποικίλης ύλης για
ξεκάρφωμα. Και τους περίμενε.
Πέρασε κοντά πεντάλεπτο μέχρι
να ξεμυτίσει ο μουσάτος. Ο Κώστας έψαξε να βρει και τον φαλακρό και τον βρήκε
–στην άλλη πλευρά της λεωφόρου να βγαίνει σαν κοτόπουλο από τις απέναντι
σκάλες.
«Πρίμα», μουρμούρισε κι έφυγε
καρφί για τον μουσάτο.
Πρώτος τον εντόπισε ο φαλακρός
από το απέναντι πεζοδρόμιο κι άρχισε να ψάχνεται αλαφιασμένος για το κινητό του
αλλά ο Κώστας ήδη είχε αγκαζάρει τον μουσάτο.
«Πώς πάει αγορίνα;
Λαχανιάσαμε;» τον ρώτησε φιλικά.
«Ποιος; Τι;» μούγκρισε ο
μουσάτος, στην αρχή έκπληκτος, στη συνέχεια κάπως τρομαγμένος.
«Έλα τώρα, μην το κάνουμε
θέμα. Ας πάμε κάπου ήσυχα να τα πούμε», σφύριξε ο Κώστας ενώ έμπηγε τα δάχτυλά
του, σκέτες τανάλιες, στο πίσω μέρος του μπράτσου τού μουσάτου.
«Τι θέλετε κύριε;» συνέχισε να
κάνει το παγώνι εκείνος, προσπαθώντας να μην τσιρίξει από πόνο.
Τότε χτύπησε το κινητό του.
«Πες στο φαλάκρα οτι άμα θέλει
να μιλήσουμε είναι ευπρόσδεκτος –να μη νομίζει οτι δεν τον παίζουμε, αμαρτία
είναι…» τον συμβούλευσε ο Κώστας.
Ο μουσάτος κάπως μαζεύτηκε.
«Εξακολουθώ να μην
καταλαβαίνω», ξεκίνησε.
«Ούτε εγώ καταλαβαίνω γιατί με
παρακολουθείτε –μήπως να φέρουμε τίποτα αστυνομίες εδώ πέρα και να το λύσουμε
το θέμα;» έκανε ο Κώστας.
«Δηλαδή τώρα…» είπε ο
μουσάτος.
Τι διάολο, γιατί διστάζει; Μπας και δεν είναι μπάτσοι; απόρησε ο
Κώστας.
Τότε έφαγε μια ξεγυρισμένη στα
νεφρά κι αναγκάστηκε ν΄ αφήσει τον μουσάτο. Διπλώθηκε, ξέχασα το φαλάκρα, σκέφτηκε περιμένοντας κι άλλο χτύπημα που όμως
δεν ήρθε.
Σήκωσε το κεφάλι για να δει
τους δυο τύπους να απομακρύνονται με γρήγορο βήμα, σκέφτηκε να φωνάξει
«κλέφτες» αλλά το μετάνιωσε –δεν ένιωθε έτοιμος να προκαλέσει περισσότερο την
τύχη του.
Ο Αργύρης την είδε όταν
πλησίαζε στην είσοδο της πολυκατοικίας του και οι δυο πούστηδες που ήταν ακόμα
στημένοι από κάτω την είδαν κι εκείνοι. Της έριξαν κάτι ματιές λιγούρικες (ή
έτσι φάνηκε στον Αργύρη) και μετά συνέχισαν να χαζεύουν τα πέριξ. Πήγε στην
πόρτα, την άνοιξε και την άφησε έτσι –περιμένοντάς την. Μετά σωριάστηκε στον
καναπέ παρέα με το τσιγάρο και τον καφέ του.
Η Σόνια έσπρωξε μαλακά την
πόρτα και μπήκε περπατώντας προσεκτικά.
«Ανοιχτή πόρτα;» απόρησε.
«Σε περίμενα», είπε ο Αργύρης.
«Και πού ήξερες πότε θα έρθω;»
τον ρώτησε.
«Το ήξερα», απάντησε εκείνος.
«Σήμερα είσαι μέντιουμ
δηλαδή;»
«Πες το κι έτσι…»
Η Σόνια πέταξε την τσάντα της
στο κοντινότερο τραπεζάκι και κάθισε δίπλα του, είχε μια διάθεση να τον φιλήσει
αλλά και μια διαίσθηση να μην το κάνει.
«Είναι δυο τύποι από κάτω…»
είπε ο Αργύρης.
«Τι τύποι;»
«Τύποι Ούλτρεξ –ξέρω ‘γω; Το
θέμα είναι οτι με παρακολουθούν».
«Σίγουρα;»
Ο Αργύρης την κοίταξε χωρίς
ν΄απαντήσει.
«Και τι είναι αυτοί δηλαδή;
Μπάτσοι;» ρώτησε η Σόνια.
«Δεν ξέρω –αν ήταν μπάτσοι δεν
θα με είχαν βουτήξει ήδη; Τι περιμένουν –να βγω και να σκοτώσω πεντέξι και να
με πιάσουν επ΄αυτοφώρω;»
«Τότε τι είναι;»
«Βρες το και πάρτο».
Η Σόνια σηκώθηκε και πήγε στο
παράθυρο. Τράβηξε λίγο την κουρτίνα.
«Για εκείνους τους δυο λες;»
Ο Αργύρης δεν απάντησε.
«Και τώρα τι γίνεται;»
Ο Αργύρης της έκανε νόημα να
καθίσει δίπλα του.
«Και τότε εκείνος την παίρνει
τηλέφωνο, από καρτοκινητό πάντα, και της λέει –αγάπη μου, τα πράγματα έγιναν
πολύ επικίνδυνα, δεν πρέπει να ξαναβρεθούμε, για το καλό σου…» της είπε.
«Κι εκείνη;» ρώτησε η Σόνια.
«Κλαίει βέβαια, τον παρακαλάει
ν΄αλλάξει γνώμη, αλλά στο τέλος το παίρνει απόφαση…»
«Και στο επόμενο πλάνο τη
βλέπουμε να βγαίνει από την εκκλησία δίπλα σ΄ένα μαλάκα…»
«Με την κοιλιά τούμπανο
βεβαίως…»
Η Σόνια χαμογέλασε.
«Και τι έγινε στην
πραγματικότητα;» ζήτησε να μάθει.
«Στην πραγματικότητα… ίσως ο
τύπος να είναι εντελώς αρχίδι και να μη νοιάζεται που τη βάζει σε κίνδυνο… Ίσως
πάλι να πιστεύει οτι θα καταφέρει να τη σώσει, ή να τη σκοτώσει, πριν πέσει στα
χέρια τους, πράγμα που κάνει ακριβώς το ίδιο…»
«Ίσως απλά να γουστάρει ένα
ακόμα πήδημα –ή και περισσότερα –και γι΄αυτό…» παρατήρησε η Σόνια.
«Ωραία προοπτική!» θαύμασε ο
Αργύρης.
«Πάμε μέσα;» χαμογέλασε η
Σόνια ενώ ήδη σηκωνόταν.
«Όμως…»
«Όμως αυτοί οι τύποι από κάτω
μπορεί να είναι τελικά μπάτσοι και να με συλλάβουν μαζί σου…»
«Ή, ακόμα χειρότερα, μπορεί να
είναι από αυτούς που δεν συλλαμβάνουν κόσμο…»
«Εντάξει –μπορεί να ΄ναι κι
έτσι…»
«Άρα;»
«Άρα, ας βιαστούμε να
πηδηχτούμε γιατί δεν ξέρουμε πόσο χρόνο έχουμε», διαπίστωσε η Σόνια τραβώντας
τον από το χέρι.
«Κοίτα να δεις που στο τέλος
θα με πείσεις!» γέλασε ο Αργύρης.
«Καλά –ας πάμε μέσα για αρχή
και για το τέλος βλέπουμε…» ξεκαρδίστηκε η Σόνια.
Το μυαλό του ήταν στους έξω –αλλοπρόσαλλες
ιδέες για ξαφνικές εφόδους που θα τους πετύχαιναν με τα σώβρακα κατεβασμένα ή για
κάμερες που είχαν κρυφτεί στις γωνιές του δωματίου και ζουμάριζαν πάνω στα γυμνά
τους σώματα τον κατέτρεχαν. Η Σόνια πάλι –σε κατάσταση «απόψε φίλα με»! Λες και
βρίσκονταν στη μέση του πουθενά και περιμένανε να τους φέρουν χουρμάδες οι βεδουίνοι!
«Εδώ», του ψιθύριζε δαγκώνοντας
το αυτί του κάθε λίγο και λιγάκι.
Μα το εδώ είναι το πρόβλημα, σκεφτόταν ο Αργύρης και συμμετείχε μηχανικά
–αυτό το πήδημα έμοιαζε με πρωτοκόλληση αίτησης στο Ληξιαρχείο.
Άναψαν τσιγάρο όταν κατάφεραν να
τελειώσουν μετά κόπων και βασάνων. Ιδρώτας ανακατεμένος με αμηχανία κι ενοχές –ο
Αργύρης ένιωθε πιο άδειος κι από την απελπισία γιατί ήθελε να πιστεύει οτι όλα αυτά
τα είχε αφήσει πίσω του. Ήθελε και το πίστευε αλλά η πραγματικότητα δεν του έκανε
πλέον το χατίρι.
«Δεν πειράζει –σε όλους συμβαίνει
αυτό», ξεκαρδίστηκε δίπλα του η Σόνια.
«Ε, όχι δα!» μούγκρισε ο Αργύρης.
«Όχι κι έτσι!»
«Συμβαίνει και μάλιστα το θεωρούν
καλή επίδοση», του εξήγησε η Σόνια. «Άκου που σου λέω…»
«Για να το λες…» μουρμούρισε ο
Αργύρης απρόθυμος να συνεχίσει την κουβέντα.
Η Σόνια χώθηκε στην αγκαλιά του.
«Πες το», του ζήτησε.
«Ποιο πράγμα;»
«Αυτό με τα πράγματα που έγιναν
επικίνδυνα και δεν πρέπει να ξαναβρεθούμε για το καλό μου…»
«Για ποιον με πέρασες!» γέλασε
πικρά ο Αργύρης.
«Τότε…»
«Τότε τι;»
«Ή θα γαμάς ή θα σφυράς, έλεγε
η γιαγιά μου».
«Σοφή γυναίκα η γιαγιά σου…»
«Μόνο που ποτέ κανένας δεν της
έμαθε να σφυράει…»
«Ενώ σ΄εσένα…»
«Άλλη κουβέντα».
«Εντάξει».
«Σηκώνομαι και φτιάχνω ένα γερό
μεσημεριανό, πρωινό, δεκατιανό –δεν ξέρω καν τι ώρα είναι!» του ανακοίνωσε.
«Έχεις όρεξη;»
«Καμιά απολύτως! Εσύ;»
«Ούτε εγώ».
«Τότε;»
«Τότε –πάμε να φτιάξουμε παρέα
το μεσημεριανό!»
«Ή το δεκατιανό!»
«Ότι να ‘ναι…»
Έριξε κάτι για να καλύψει τη γύμνια
του και ξαναπήγε στο παράθυρο. Κοίταξε ξανά από το πλάι της κουρτίνας, οι ρουφιάνοι
ήταν ακόμα από κάτω. Πρέπει να λογαριαστώ
μαζί τους και σύντομα μάλιστα, σκέφτηκε.
Χτύπησε το τηλέφωνο, ο Αργύρης
πετάχτηκε. Σήκωσε το ακουστικό.
«Ναι;»
«Άκου τώρα μια ιστορία…» ξεκίνησε
ο Κώστας από την άλλη άκρη της γραμμής.
«Για λέγε».
«Βγαίνω να πάρω τσιγάρα –με παρακολουθείς;»
«Κατά πόδας –από πού βγαίνεις;»
«Από τη δουλειά ρε παιδί μου».
«Α, ναι….»
«Και είναι δυο τύποι περίεργοι
που με κόβουν».
«Γεγονός;»
«Αφού σου λέω! Για να σιγουρευτώ
λοιπόν κατεβαίνω στον Υπόγειο –από πίσω μου οι τύποι. Ανεβαίνω στο καπάκι –ο ένας
πίσω μου, ο άλλος άφαντος!»
«Έλα ρε –αυτά δε γίνονται ούτε
στα καράτε!»
«Γίνονται όμως στα κατασκοπευτικά
–μη με διακόπτεις. Βουτάω λοιπόν τον τύπο ο οποίος μού κάνει το παγώνι. Και την
ώρα που είμαι έτοιμος να καλέσω την αστυνομία…»
«Ναι;»
«Έρχεται ο άλλος, μου κοπανάει
μια μελάτη και γίνονται μπουχός».
«Τι λες τώρα!»
«Οτι μου κοπάνησε μια μελάτη και
έγιναν μπουχός –αυτό λέω –εσύ τι άκουσες;»
«Αυτό άκουσα…»
«Πάει καλά τότε…»
«Και μετά;»
«Τι μετά ρε παιδί μου… Δεν πρόλαβαν
να μου φάνε κάνα πορτοφόλι ξέρω ΄γω, οπότε αγόρασα μια τυρόπιτα και ξαναγύρισα στο
γραφείο».
«Σοβαρά τώρα;»
«Ε, καλά μπορεί να ήταν κασερόπιτα,
να μη σε γελάσω κιόλας!»
«Εντάξει ρε μαλάκα –και μη χειρότερα
δηλαδή…»
«Δε λες τίποτα. Άντε γεια τώρα!»
Ο Αργύρης άφησε το ακουστικό ξύνοντας
το κεφάλι του. Ώστε λοιπόν δεν είναι μπάτσοι οι τύποι που τους παρακολουθούν –αυτό
ήθελε να του πει ο Κώστας. Και τότε τι είναι;
«Πρέπει να βρω ένα όπλο», μουρμούρισε
ο Αργύρης.
«Είπες τίποτα;» τον ρώτησε η Σόνια
από την κουζίνα.
«Τίποτα –ο Κώστας πήρε τηλέφωνο»,
της φώναξε.
«Τι ήθελε;»
«Του την έπεσαν κάτι Μεξικάνοι
και πήρε να μου το πει…»
«Αλήθεια;»
«Ελ Πάσο έχουμε καταντήσει –γάμησέ
τα,,,,»
«Δεν είναι κακή ιδέα αυτό!»
«Ποιο;» απόρησε ο Αργύρης.
«Το γάμησέ τα…»
«Αν αντέχουν τα νεφρά σου…»
«Τι είπες;»
«Τίποτα», φώναξε καθώς ξαναπήγαινε
προς το παράθυρο.
Άνοιξε την κουρτίνα –τέρμα αυτή
τη φορά.
4 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Εντάξει...καλά πάμε ;)
Μη βρει σε κάνα σκουπιδοτενεκέ φοβάμαι γιατί τις παίρνω κλειστά τις στροφές...
δεν σε φοβάμαι...έχεις καλό ζαζμάν εσύ ;)
Ζαζμάν φου!
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!