Προηγούμενα:
3. Σα σκυλιά που κυνηγάνε την ουρά τους
4. "Ο χλωμός εραστής με το άνθος στην κομβιοδόχη"
5. Μια ενοχλητική φωτογραφία
6. Δέκα λεπτά μετά τη Ναστάζια Κίνσκι
8. Η τρομερή ώρα
9. Το στήσιμο
10. Όταν σε περιμένεις στο απέναντι πεζοδρόμιο
11. Ο Ζορό ζορίζεται
12. Με άδεια χέρια
9. Το στήσιμο
10. Όταν σε περιμένεις στο απέναντι πεζοδρόμιο
11. Ο Ζορό ζορίζεται
12. Με άδεια χέρια
Ο κόσμος εκεί έξω είχε
πάρει να κακοφορμίζει αμετάκλητα –ένας
καρκίνος έτρωγε τα σωθικά της κοινωνίας κι αυτή, ήδη αδυνατισμένη από τη
σκουπιδοφαγία, χωρίς ούτε ίχνος από αντισώματα, κακοφόρμιζε εξογκώματα.
Συμμορίες από Μετωπίτες σκουπίζανε τα αφύλαχτα στέκια, μπάτσοι καθάριζαν τα
υπολείμματα ενώ τα φοβισμένα μάτια έψαχναν να τη βγάλουν καθαρή για μια ακόμα
νύχτα. Ομάδες αλληλέγγυων κατέληγαν στο Αυτόφωρο, λάτρεις της γενικευμένης
καταστροφής ξοδεύονταν σα νευρόσπαστα σε ενέργειες του τύπου «πρώτα χτύπα κι
ύστερα ρώτα», οι γειτονιές πήραν το χρώμα του ξεραμένου αίματος.
Ο Τάκης εξαφανισμένος
–απαντούσε βιαστικά κάθε τρίτο τηλεφώνημα και ήταν μέσα για τη μεθεπόμενη
συνάντηση (ποτέ για την επόμενη) επειδή είχε τρεχάματα με τα παιδιά. Ο Αργύρης
με τον Κώστα βρίσκονταν συχνότερα, έπιναν κάναν καφέ ή καμιά μπύρα, ή και τα
δύο μαζί, και κοίταζαν αμήχανοι τριγύρω –ψάχνοντας για τους καργιόληδες που
είχαν εξαφανιστεί ακριβώς όσο απροειδοποίητα είχαν εμφανιστεί.
«Είσαι σίγουρος;» απόρησε ο
Κώστας.
«Εσύ δεν είσαι;» ρώτησε ο
Αργύρης.
«Λέω ρε παιδί μου –μήπως
άρχισαν να προσέχουν περισσότερο κι έτσι δεν τους παίρνουμε χαμπάρι…»
«Οτι δηλαδή στην αρχή ήταν
άνετοι και τώρα κρύβονται… Για ποιο λόγο;»
«Ξέρω ‘γω; Εσύ τι σκέφτεσαι;»
«Οτι μας παίζουν, οι
γαμημένοι. Θα μας αφήσουν λίγο χαλαρούς κι όταν θα το πάρουμε απόφαση οτι
ξεμπλέξαμε θα ξαναεμφανιστούν. Για να μας τσακίσουν τα νεύρα».
«Με σκοπό;»
«Πώς να ξέρω τους σκοπούς τους
ρε φίλε όταν δεν ξέρω καν ποιοι είναι!»
«Άρα εμείς τι κάνουμε; Τους
ψάχνουμε ή το παίζουμε αδιαφορία;»
«Ακόμα κι αν γινόταν να τους
ψάξουμε –που δε γίνεται –τι θα καταφέρναμε; Εκεί που τους απειλούσαμε οτι θα
καλέσουμε την αστυνομία θα την καλέσουν αυτοί…»
«Αν δεν είναι αυτοί η
αστυνομία…»
«Σωστά».
Κάθονταν σε μια ανακαινισμένη
καφετέρια της πλατείας, έπιναν εσπρέσο της σιχασιάς σερβιρισμένους από
γκομενίτσες με παπιγιόν και χάζευαν την κίνηση απέξω. Παρέες πιτσιρικάδων
φώναζαν και γελούσαν κι όσες φορές το μάτι τους έπιανε την καφετέρια αυτομάτως
σκοτείνιαζαν –ο Αργύρης ένιωσε άβολα, σα να είχε περάσει στην απέναντι όχθη,
αυτή των αραχτών, και να τον κοίταζαν στραβά οι ζωντανοί.
«Σου έχει περάσει από το μυαλό
οτι βρεθήκαμε στη λάθος μεριά;» ρώτησε τον Κώστα.
«Δε νομίζω οτι είχαμε ποτέ την
πολυτέλεια να διαλέξουμε μεριά. Όπου μας πετάγανε, εκεί κοιτάζαμε να
περπατήσουμε», απάντησε εκείνος.
«Ναι εντάξει, ας μιλήσουμε
κανονικά –αυτά τα στυλάκια έχουνε ξεφτίσει πλέον…»
«Κανονικά μιλάμε».
«Κανονικά ε; Δηλαδή εσένα σε
ρίξανε στη δημοσιοϋπαλληλία και σου πετάξανε από πάνω μια γκόμενα έξτρα πρίμα
γκουντ κι έτσι χαραμίζεσαι, ενώ ήθελες να μπαρκάρεις στα καράβια και να γίνεις
μαρκόνης!»
«Πες το ψέματα! Δηλαδή όχι ακριβώς –δεν είχα καμιά όρεξη για
καράβια αλλά η Λεγεώνα των Ξένων δε θα με χάλαγε…»
«Άσε ρε μαλάκα!» γέλασε ο
Αργύρης. «Μια ζωή ψάχναμε την ευκολία μας κι όταν τη βρίσκαμε –κολλάγαμε πάνω
της σα στρείδια –αυτό ήταν όλο».
«Ήταν ευκολία για σένα η
Μαρία;»
«Δεν ήταν; Όσο ζούσε με βόλευε
κι όσο πέθαινε ακόμα περισσότερο. Δεν χρειαζόταν να σκεφτώ τι θα κάνω
–νοσοκομείο, παρηγοριά, τρέξιμο στα διανυκτερεύοντα φαρμακεία και πάρτο απόφαση
μαλάκα οτι πλησιάζει η ημερομηνία λήξης, κοίτα τι θα κάνεις τα έξτρα έπιπλα…»
«Έτσι ε;»
Ο Αργύρης δεν πρόλαβε να
μιλήσει –ορδές μηχανόμπατσων ξεβράστηκαν στο πλακόστρωτο της πλατείας, οι
πιτσιρικάδες άρχισαν να τους βρίζουν όσο οι μπάτσοι ξεκινούσαν την απόβαση.
«Πώς είναι έτσι οι πούστηδες….
σαν κομπάρσοι στο Ρόμποκοπ», σχολίασε ξαφνιασμένος ο Αργύρης.
Ο Κώστας άφησε το τσιγάρο του
στο τασάκι και πιάστηκε από το τραπέζι, οι κλειδώσεις τού χεριού του πήραν ν΄
ασπρίζουν. Έξω βαράγανε χωρίς σχέδιο, είχαν βγάλει τα λαστιχένια γκλοπ και τα
σκάγανε σε ότι πέρναγε από δίπλα τους. Οι πιτσιρικάδες έκαναν μια προσπάθεια να
ανταποδώσουν αλλά γρήγορα το έβαλαν στα πόδια –όσοι προλάβαιναν, γιατί οι
μπάτσοι ήδη στρώνανε κορμιά στο πλακόστρωτο, πατούσαν παιδιά στο κεφάλι ή στην
πλάτη ακινητοποιώντας τα λες και ήταν πασχαλινά αρνιά. Κόσμος έσκαγε στη
τζαμαρία της καφετέριας κι απομακρυνόταν σε μια ατέλειωτη καραμπόλα –μπαμ, πίσω
στα γκλοπ, κάτω στο πλακόστρωτο –ματωμένα πρόσωπα.
Ο Αργύρης κοίταξε τους
υπόλοιπους θαμώνες του μαγαζιού –φοβισμένα βλέμματα και μια προσπάθεια να κάνουν
οτι δεν τρέχει τίποτα που αποτύχανε σε κάθε μπαμ της τζαμαρίας όταν όλα τα
κεφάλια στρέφονταν προς τα έξω.
«Ξεφτιλισμένοι», μούγκρισε ο
Αργύρης καθώς σηκωνόταν.
«Πού πας ρε μαλάκα;» έκανε ο
Κώστας.
«Έξω πάω –τους ξεσκίζουν, δε
βλέπεις;»
Ο Κώστας σηκώθηκε όσο πιο αργά
γινόταν –δεν ήθελε να χάσει επαφή με τον Αργύρη αλλά δεν ήθελε και να μπει
πρώτος στη φασαρία.
«Έτσι ρε μουνιά –κοιτάτε αλλού
σα να μην τρέχει τίποτα!» ούρλιαξε ο Αργύρης ανοίγοντας την πόρτα.
«Πάντως, αν κάποιος θέλει να
βοηθήσει…» χαμογέλασε πίσω του ο Κώστας. «Μπα ε;» μονολόγησε και βγήκε με τη
σειρά του στην πλατεία.
Για να δει οτι ο Αργύρης ήδη
είχε χωθεί ανάμεσα σ΄έναν δερμάτινο μπάτσο κι ένα κοριτσάκι που ούρλιαζε
υστερικά.
«Γιατί τη βαράς; Δε βλέπεις
οτι έχει πάθει κρίση;» φώναζε ο Αργύρης.
«Κάνε στην άκρη μη σε συλλάβω
κι εσένα», μούγκρισε ο μπάτσος.
«Όχι, δεν κάνω στην άκρη»,
ξεκαθάρισε ο Αργύρης.
«Τι συμβαίνει εδώ;» χώθηκε ο
Κώστας με στυλάκι επίσημο.
Ο μπάτσος άφησε για λίγο την
πιτσιρίκα η οποία επωφελήθηκε για να την κοπανήσει.
«Πιάστε την!» φώναξε στους
υπόλοιπους δικούς του και μετά κοίταξε αγριεμένος τους δυο απρόσκλητους
μπλεξιματίες. «Τα στοιχεία σας, θα σας συλλάβω για παρακώλυση έργου και για
συμμετοχή σε απόδραση», έφτυσε τις λέξεις απνευστί.
«Ναι, ναι –εντάξει, θα μας
συλλάβεις…» είπε ο Αργύρης ψάχνοντας τις τσέπες του.
«Και μετά θα βρεθείς να δίνεις
εξηγήσεις για τη μαλακία που έκανες», συμπλήρωσε ο Κώστας.
«Μίλα καλά!» άφρισε ο μπάτσος.
«Διαχείριση Υλικού», είπε
επίσημα ο Κώστας ανοίγοντας το πορτοφόλι του ενώ κοίταζε κατάματα τον μπάτσο. Ο
οποίος, κάμποσο απορημένος, πήρε με την άκρη του ματιού την κίνηση αλλά δεν
πρόλαβε να δει τι είχε το πορτοφόλι.
«Τι Διαχείριση;» ψέλλισε.
«Νέος είσαι παιδί μου;» έκανε
αυστηρά ο Κώστας.
«Τι διάολο –εκπαιδευτική είναι
η επιχείρηση;» αγανάκτησε ο Αργύρης μπαίνοντας στο κόλπο.
«Ε, ναι…» παραδέχτηκε ο
μπάτσος.
«Πού είναι ο ανώτερός σου;»
έκανε αγέρωχα ο Κώστας.
Ο μπάτσος έψαξε τριγύρω στο
χαμό, του πήρε λίγο μέχρι να βρει τον ανώτερό του όσο οι δυο πονηροί τον πίεζαν
«κάνε γρήγορα, ξημερώσαμε» -έδειξε αμήχανα προς την άκρη της πλατείας. Ο
Αργύρης τον έσπρωξε αποφασιστικά, ξεκίνησε και καλά για τον ανώτερο κι ο Κώστας
τον ακολούθησε.
«Δεν ξέρεις από τι γλίτωσες!»
σφύριξε στον εμβρόντητο μπάτσο, δείχνοντας την πλάτη τού Αργύρη. «Τζόρας ο
ταξίαρχος!»
Άφησαν πίσω τους δυο κουβάδες
κρύου ιδρώτα κι έναν δερμάτινο μπάτσο που προσπαθούσε να επιπλεύσει μέσα τους.
«Θα πάμε και στον ανώτερο;»
ρώτησε ο Κώστας.
«Βαράνε ακόμα τα μουνόσκυλα»,
παρατήρησε ο Αργύρης.
Και ίσως να πήγαιναν, ίσως
κιόλας να έπαιζαν κάποιο παρόμοιο σκετσάκι με Ταξιάρχους αλλά εκείνη τη στιγμή
βγήκαν κάτι γερόντια από την καφετέρια κι αρχίσανε να μανουριάζουν τους
μπάτσους –οι δυο τους κοντοστάθηκαν κι ο ανώτερος έτρεξε προς τα γερόντια.
«Μάλλον να την κοπανήσουμε όσο
μας παίρνει», πρότεινε ο Κώστας.
Κι ο Αργύρης συμφώνησε
βλέποντας οτι η κατάσταση είχε εξελιχτεί σε τσίρκο Μεντράνο, το ξύλο είχε κόψει για ν΄ αρχίσει η
εκκωφαντική φλυαρία.
«Άραγε πόσους πήραν;»
αναρωτήθηκε ο Αργύρης.
«Τι τα ψάχνεις;» τον σκούντηξε
ο Κώστας.
Έστριψαν στο πρώτο στενό για
να πέσουν πάνω σε κάτι αγριεμένους με καδρόνια. Με τη φόρα που είχαν, μάλιστα,
κόντεψαν να κουτουλήσουν.
«’Ωπα! Τι ‘ν’ τούτοι;» έκανε ο
Κώστας.
«Την πάπια μέχρι να δείξει»,
σφύριξε ο Αργύρης.
Οι αγριεμένοι πήραν να τους
πλευρίζουν.
«Τι γίνεται στην πλατεία;»
ρώτησε ένας απ΄αυτούς.
«Της πουτάνας», είπε ο Κώστας.
«Από κει έρχεστε;» ρώτησε
άλλος.
«Όχι –από κει φεύγουμε», του
εξήγησε ο Αργύρης.
Δεν φάνηκε να πιάνουν τη
διαφορά.
«Και τι είσαστε εσείς;»
ενδιαφέρθηκε να μάθει ένας ψωμωμένος με ρόπαλο.
«Ξέρω ΄γω τι είμαστε;» έκανε ο
Αργύρης.
«Περαστικοί;» τον βοήθησε ο
Κώστας.
«Ας πούμε περαστικοί»,
συμφώνησε κι ο Αργύρης.
«Δε μας τα λέτε καλά»,
μούγκρισε κάποιος από το βάθος.
«Καθόλου καλά», τον σιγοντάρισε
ένας, εξίσου, αόρατος.
«Κοίτα που γλιτώσαμε τους
μπάτσους και θα τις φάμε από τους δικούς μας», ψιθύρισε ο Αργύρης.
«Είσαι σίγουρος οτι είναι
δικοί μας;» τον ρώτησε κλεφτά ο Κώστας.
«Λοιπόν», είπε ο Αργύρης
ψύχραιμα, «εμείς είμαστε περαστικοί κι ως εκ τούτου λέμε να περάσουμε
–εντάξει;»
Και πλεύρισε δυο τύπους που
τον έκλειναν από δεξιά, ο Κώστας ακολούθησε.
«Για σιγά», φώναξε ο
ψωμωμένος.
Οι δυο τους κοντοστάθηκαν.
«Σας είδαμε να μιλάτε με τους
μπάτσους», είπε ο μπροστινός απ΄ τους αγριεμένους.
«Ναι –και λοιπόν;» απόρησε ο
Αργύρης.
«Χαφιέδες είσαστε;»
«Ασφαλίτες;»
«Ρε με κάτι πούστηδες…»
βλαστήμησε ο Κώστας.
«Τι ‘πες;» μούγκρισε ο
ψωμωμένος.
«Αν ήμασταν ασφαλίτες ρε αγόρι
μου δεν θα καθόμασταν στην πλατεία τώρα; Άντε –να πάμε και σπίτια μας γιατί έχουμε
και οικογένειες…» ξεκαθάρισε ο Κώστας.
«Για σιγά…» έκανε ο επικεφαλής
αγριεμένος.
«Κοίτα αδερφούλη», είπε ο
Αργύρης πλησιάζοντάς τον σε απόσταση μυρωδιάς ιδρώτα, «εμείς δεν είμαστε με
κανέναν –έναν καφέ πίναμε και βγήκαμε με τη φασαρία. Τώρα, άμα γουστάρεις να το
κάνετε Τέξας εδώ πέρα –αρχίστε να βαράτε, γιατί έχουμε κι άλλες δουλειές. Να
έρθουν κι οι μπάτσοι που έχουν αναδουλειές στην πλατεία, να γίνουμε πολλές…»
Ο επικεφαλής πισωπάτησε, στην
αρχή ξαφνιασμένος, στη συνέχεια μπερδεμένος.
«Ρε άντε φυγέτε από δω
ψοφίμια», μούγκρισε.
«Ψοφίμια…» επανέλαβε ο
Αργύρης.
«Σωστός!» επικρότησε ο Κώστας.
Κι άρχισαν να απομακρύνονται
κάμποσο ψυλλιασμένοι –δεν είχαν εμπιστοσύνη σε κανέναν και τίποτα.
«Τι σκατά ήταν αυτοί τώρα;»
ρώτησε ο Κώστας.
«Ότι και να ‘ταν πάντως δικοί
μας δεν ήταν», είπε ο Αργύρης.
«Δικοί μας όταν λες…»
«Έλα ντε!» γέλασε ο Αργύρης κι
άνοιξαν το βήμα τους ταυτόχρονα.
Το βράδυ βρήκε τον Κώστα
θρονιασμένο μπροστά στην τηλεόραση να παρακολουθεί το τίποτα όσο η Αθηνά
κοπάναγε το λάπτοπ της παραδίπλα.
«Και μετά;» τον ρώτησε κάπως
ξεκάρφωτα.
«Μετά φύγαμε», απάντησε ο
Κώστας αφηρημένα.
«Σας τρώει ο απαυτός σας
πάντως…»
«Ναι, είδες;»
Η Αθηνά σήκωσε το κεφάλι και
τον κοίταξε.
«Κάτι σου συμβαίνει τον
τελευταίο καιρό. Έχει να κάνει με το οτι ξαναβρέθηκες με την υπόλοιπη παρέα
σου;» τον ρώτησε.
«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς»,
έκανε ο Κώστας.
«Δεν καταλαβαίνεις… Εντάξει,
να σου εξηγήσω. Ας πούμε, τη μια με χωρίζεις και αμέσως μετά μου κάνεις πρόταση
γάμου. Στη συνέχεια γίνεσαι απόμακρος, σαν κάτι να σε απασχολεί, όλο κοιτάζεις
έξω από τα παράθυρα, τι ψάχνεις, μου λες;»
«Τι ψάχνω; Τίποτα δεν ψάχνω…»
«Και ο Τάκης γιατί μας
αποφεύγει;»
«Μας αποφεύγει;»
«Εσύ τι λες δηλαδή;»
«Δε λέω τίποτα –αν νομίζεις
οτι έχει κάτι, βρες τον και ρώτα τον».
«Άσε μας ρε Κώστα!»
«Σ΄αφήνω –εσύ άλλωστε
ξεκίνησες την κουβέντα».
«Τι θα πει πάλι αυτό; Σε βλέπω
κάπως το τελευταίο διάστημα –να μη ρωτήσω τι έχεις;»
«Να ρωτήσεις –είπα εγώ να μη
ρωτήσεις;»
«Τότε;»
«Τότε –τίποτα. Δεν έχω τίποτα,
είμαι μια χαρά κι αν πηδιόμασταν λίγο πιο συχνά θα ήμουν καλύτερα».
«Άσε μας ρε Κώστα!»
«Να το πάρω σαν σεξουαλικό
υπονοούμενο αυτό;» γέλασε εκείνος καθώς άλλαζε κανάλια κατά ριπάς.
Η Αθηνά ξεφύσησε θυμωμένα
ψάχνοντας αν θα ήταν καλύτερο να συνεχίσει τον καυγά ή τη δουλειά της στο
λάπτοπ. Επέλεξε το δεύτερο.
«Πάω απέναντι, να με κεράσει
μια μπύρα ο Βασίλης», είπε ο Κώστας ενώ σηκωνόταν.
«Άλλο πάλι κι αυτό!» απόρησε η
Αθηνά.
«Γιατί;» ρώτησε ο Κώστας, αλλά
δεν κάθισε ν΄ ακούσει την απάντηση.
Το είχε καιρό στο μυαλό του,
οτι δηλαδή έπρεπε να το κάνει, έπρεπε να πάει απέναντι –στο σπίτι του Βασίλη.
Αν όχι τίποτα άλλο, για να δει –ήταν όντως μια οικογένεια εκεί πέρα ή θα
πετύχαινε στημένο κάποιο συνεργείο παρακολούθησης της αστυνομίας; Παρανοϊκό
ίσως –αλλά μήπως δεν υπάρχουν φορές που κοιτάζεις κάτω από το κρεβάτι σου μπας
και κρύβεται κάνας καλικάντζαρος ή κάτι τέτοιο; Υπάρχουν καλικάντζαροι;
Υπάρχουν –αλλά δεν κρύβονται κάτω από κρεβάτια. Άρα –παρανοϊκό το να κοιτάζεις;
Δε θα το ΄λεγα…
Παρ΄όλα αυτά ο Κώστας
κοντοστάθηκε πριν χτυπήσει το κουδούνι του σπιτιού του Βασίλη –έστησε αυτί
περιμένοντας ν΄ ακούσει κάτι αποτρεπτικό. Το μόνο που άκουσε ήταν ένα σήριαλ
της τηλεόρασης και κάτι μουγκανητά γνωστά και ως «επικοινωνία μεταξύ
παντρεμένων». Χτύπησε το κουδούνι και περίμενε.
Μια αδύνατη γυναίκα με τα
μαλλιά πιασμένα, βιαστικά, σε αποτυχημένη αλογοουρά βρέθηκε να τον κοιτάζει από
το άνοιγμα της πόρτας. Φορούσε βελουτέ φαρδιά ρόμπα δεμένη πρόχειρα στη μέση,
παντόφλες και αθλητικές κάλτσες.
«Είμαι ο Κώστας… από
απέναντι…» συστήθηκε ο Κώστας αμήχανα.
«Ποιος είναι Ρία;» ακούστηκε η
φωνή του Βασίλη από πιο μέσα.
Η γυναίκα έμεινε μετέωρη μη
ξέροντας τι να απαντήσει. Κάποτε πρέπει να υπήρξε συμπαθητική, αλλά ποτέ
όμορφη. Δεν έφταιγε κάτι που είχε πάνω της, όλα κανονικά ήταν, έφταιγε μάλλον
κάτι που δεν είχε…
«Ο κύριος από απέναντι…»
φώναξε τελικά.
«Ο Κώστας;» ακούστηκε να λέει
ο Βασίλης και σε δευτερόλεπτα ήταν στην πόρτα δίπλα της. «Βρε παιδί –πώς ήταν
αυτό το ξαφνικό;» του χαμογέλασε.
«Ε, είπα…» έκανε ο Κώστας
αμήχανα.
«Πέρνα μέσα», φώναξε όλο
ενθουσιασμό ο Βασίλης και του έδειξε ένα σαλόνι βαρυφορτωμένο σαν προεκλογική
ομιλία.
Ο Κώστας βολεύτηκε σε μια
πολυθρόνα.
«Τι θα πιεις;» τον ρώτησε ο
Βασίλης.
«Να μη σας αναστατώνω…»
«Σώπα –τι είναι αυτά; Ρία,
φτιάξε κάνα μεζεδάκι, φέρε και μπύρες», φώναξε ο Βασίλης.
Τότε μόνο ανακάλυψε ο Κώστας
οτι η γυναίκα του Βασίλη είχε εξαφανιστεί –μάλλον στην κουζίνα –θαύμασε το πόσο
αθόρυβη ήταν.
«Λοιπόν –τι νέα;» έκανε ο
Κώστας.
«Τι νέα –δεν βλέπεις ειδήσεις;
Τρέχει όλη η Υπηρεσία, στο τέλος φοβάμαι οτι θα βγάλουν κι εμάς στους δρόμους…»
γκρίνιαξε ο Βασίλης.
«Τόσο σοβαρά είναι;»
«Μα δε βλέπεις ειδήσεις;»
«Μωρέ βλέπω αλλά δεν τις
πιστεύω. Αυτοί είναι ικανοί να εκδώσουν δελτίο έκτακτων καιρικών φαινομένων κι
έξω να έχει λιακάδα…»
Ο Βασίλης γέλασε ανόρεχτα.
«Τώρα όμως λένε λιγότερα»,
είπε σιγά.
«Δηλαδή;»
«Πολλά όπλα φίλε μου. Πολλές
ομάδες οπλισμένες… Λες και προετοιμάζονταν καιρό για κάτι τέτοιο… Ήθελα να
΄ξερα ποιος είχε την ιδέα να σκοτωθεί εκείνος ο βουλευτής τώρα…»
Η Ρία ήρθε με τις μπύρες και
κάτι άθλια ζαμπόν διπλωμένα ρολό, με το πάγο του ψυγείου να γυαλίζει πάνω τους,
ο Κώστας αηδίασε. Έπιασε το μπουκάλι της μπύρας κι αμέσως τράβηξε το χέρι του γιατί
το ένιωσε ζεστό –τι διάολο σπίτι ήταν εδώ μέσα; Ζεστές μπύρες και κατεψυγμένα
ζαμπόν;
«Είναι ζεστή ε;» πήρε χαμπάρι
ο Βασίλης. «Δεν πίνουμε πολύ –μονάχα όταν έρχεται κάνας επισκέπτης –να πω στη
Ρία να φέρει τίποτα παγάκια;»
Ο Κώστας κούνησε το κεφάλι τρομαγμένος
στην προοπτική αυτή, προσπαθώντας να κάνει όσο περισσότερο αφρό γινόταν
ρίχνοντας τη μπύρα στο ποτήρι του.
«Εσύ όμως για να έρθεις εδώ…»
είπε ο Βασίλης.
Ο Κώστας τον κοίταξε.
«Κάτι τρέχει –έτσι; Με την
κοπέλα –πώς τη λένε;»
«Αθηνά».
«Με την Αθηνά λοιπόν. Για
λέγε…»
Ο Κώστας ήπιε μια γουλιά μπύρα
και το μετάνιωσε αμέσως.
«Τι να πω –δεν ξέρω… Από τότε
που αρραβωνιαστήκαμε η κατάσταση είναι αφόρητη», ψιθύρισε ο Κώστας.
«Πόσων χρονών είναι; Τριάντα
κάτι;»
«Ναι».
«Άργησες φίλε μου! Έπρεπε ήδη
να έχετε παντρευτεί και να βάζετε μπρος για παιδί!»
«Έλα ρε Βασίλη –εδώ ο κόσμος
καίγεται, μόνος σου το είπες πριν λίγο –κι εμείς θα κάνουμε παιδιά; Πού θα
μεγαλώσουν; Πού να ζήσουν;»
Ο Βασίλης ξεκαρδίστηκε.
«Αυτά τα λες και στην Αθηνά;» τον
ρώτησε σκύβοντας προς το μέρος του.
«Αν με ρωτήσει…» παραδέχτηκε μπερδεμένος
ο Κώστας.
«Είσαι χαζός μού φαίνεται…»
«Δηλαδή;»
«Βρε Κώστα, ούτε τον εαυτό σου
δεν μπορείς να κοροϊδέψεις με τέτοιες σαχλαμάρες –κι όταν δεν πείθουμε τον εαυτό
μας, πώς να πείσουμε τους άλλους; Δεν θέλεις να κάνεις παιδί και δεν θα ήθελες ακόμα
κι αν ζούσες στον Παράδεισο –ακόμα κι εκεί θα έτρωγες τα φρουτάκια σου, θα χτύπαγες
τα ουισκάκια σου και σιγά μην ξεσκάτιζες βρέφη!»
«Έχουν ουίσκι στον Παράδεισο;»
απόρησε ο Κώστας.
«Τα πάντα έχουν –γι΄αυτό τον λένε
Παράδεισο. Αλλιώς θα τον λέγανε Κουκουβάουνες –με αντιλαμβάνεσαι;»
«Λες δηλαδή οτι εγώ δεν θέλω να
κάνω παιδί και η Αθηνά που νιώθει οτι έχει ήδη αργήσει…» συμπέρανε ο Κώστας.
«Α, γεια σου!» επιβράβευσε ο Βασίλης.
«Και τι να κάνω δηλαδή; Να την
αφήσω έγκυο…»
«Αυτό θα ήταν η μια λύση…»
«Άλλη λύση;»
Ο Βασίλης τον κοίταξε με σοβαρό
ύφος.
«Την αγαπάς την κοπέλα;» τον ρώτησε.
«Ξέρω ΄γω…»
«Να το θέσω αλλιώς –θέλεις να είσαι
μαζί της;»
«Αυτό ναι».
«Τότε βάλε μπροστά για παιδί. Σε
διαφορετική περίπτωση θα βλαστημάς κάθε πρωί που ξημερώνει η μέρα ή…»
«Ή;»
«Ή θα χωρίσετε. Κι αν είναι να
γίνει αυτό –κάντο γρήγορα πριν καταντήσετε Βιετνάμ εκεί μέσα».
Ο Κώστας ήπιε ακόμα λίγη μπύρα
χωρίς να δυσανασχετήσει –τόσο απορροφημένος ήταν.
«Είναι δύσκολο έτσι; Τώρα έχεις
κάτι σταθερό –το να βρεθείς πάλι στον άσσο…» είπε ο Βασίλης.
«Δεν ξέρω», μουρμούρισε ο Κώστας.
Κι επιτόπου σηκώθηκε.
«Πού πας ρε παιδί; Ακόμα δεν ήρθες!»
«Πάω να κάνω μια βόλτα –να πάρω
λίγο αέρα…»
«Εντάξει, καταλαβαίνω», είπε ο
Βασίλης.
Στο χολ, πηγαίνοντας για την έξοδο
του διαμερίσματος έπεσε πάνω στη Ρία η οποία κουβάλαγε κάτι σιδερωμένα (ή ασιδέρωτα
–πάντως καλοδιπλωμένα) ρούχα.
«Φεύγετε;» έκανε λίγο ξαφνιασμένη.
«Ναι…» είπε ο Κώστας μη βρίσκοντας
τι άλλο να πει.
«Να ξανάρθετε –ο Βασίλης σας συμπαθεί
πάρα πολύ».
«Κι εγώ».
«Να πάρετε και την…»
«Αρραβωνιαστικιά μου…»
«Ναι, αυτή…»
«Σίγουρα».
«Μια μέρα να σας κάνουμε το τραπέζι».
«Βεβαίως…»
Κι ο Κώστας άνοιξε απότομα την
πόρτα, σχεδόν πήδηξε για να βγει στο διάδρομο –άρχισε μετά να κατεβαίνει τις σκάλες
αλαφιασμένος.
Τι του είχε έρθει να κάνει επίσκεψη
στον μπάτσο; Και να του πει τα προβλήματά του –πού κατάντησες μαλάκα, να έχεις σύμβουλο σχέσης τον μπάτσο της γειτονιάς
σου…
Έξω έβρεχε, χοντρές στάλες ευθυγράμμιζαν
το φως της κολώνας του ηλεκτρικού –η νύχτα παραμόνευε στη μαυρίλα της έρημης λεωφόρου.
Ένας βιαστικός με κουκούλα πέρασε από το απέναντι πεζοδρόμιο, για μια στιγμή ο Κώστας
ευχήθηκε να ήταν απ΄αυτούς που τους παρακολουθούσαν. Ο βιαστικός χάθηκε στην επόμενη
γωνία.
Κι ο Κώστας ξεκίνησε να περπατάει
βιαστικά προς το πουθενά.
7 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
κλαίω! ανησυχώ, αλλά κλαίω!
Ε;
Να και γεννητούρια!!!
Υ.Γ. δεν ξέρω γιατί έκλαιγε ο αποπάνου...ίσως να ήθελε περισσότερη δράση στην πλατεία κιετς ;)
Ποια γεννητούρια ρε; Τι διαβάζεις; Χρυσιήδα και μπερδεύεσαι και σχολιάζεις σε μένα;
Υ.Γ.: Το κλάμα είναι καλό πράμα!
Ε, αφού πάει να την γκαστρώσει (κατά τα λεγόμενα του Βασιλάκη)!!!
Υ.Γ. σου έχω δείξει για άνθρωπας που μπερδεύει τα βλογ του ? ;)
Χαχαχαχα
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!