Προηγούμενα:
3. Σα σκυλιά που κυνηγάνε την ουρά τους
4. "Ο χλωμός εραστής με το άνθος στην κομβιοδόχη"
5. Μια ενοχλητική φωτογραφία
6. Δέκα λεπτά μετά τη Ναστάζια Κίνσκι
8. Η τρομερή ώρα
9. Το στήσιμο
10. Όταν σε περιμένεις στο απέναντι πεζοδρόμιο
11. Ο Ζορό ζορίζεται
12. Με άδεια χέρια
9. Το στήσιμο
10. Όταν σε περιμένεις στο απέναντι πεζοδρόμιο
11. Ο Ζορό ζορίζεται
12. Με άδεια χέρια
Περισσότερο ένιωσε, παρά
άκουσε τον θόρυβο. Άνοιξε τα μάτια του και προσπάθησε να ξεχωρίσει κάποια σκιά
στο σκοτάδι του δωματίου –τίποτα δεν φαινόταν αλλά και πάλι κάτι δεν πήγαινε
καθόλου καλά. Ο Αργύρης ανασηκώθηκε στηριγμένος τους αγκώνες του, προσπάθησε να
το κάνει όσο πιο αθόρυβα γινόταν για να μην καλύψει τους θορύβους του σπιτιού.
Το μοτέρ του ψυγείου που
έπαιρνε μπροστά –δεν ήταν αυτό.
Ένα σκυλί που αλυχτούσε μακριά
έξω –ούτε αυτό ήταν.
Ο αέρας στα παραθυρόφυλλα
–κάτι άλλο…
Ένα θρόισμα, σαν ύφασμα που
τρίβεται πάνω σε ύφασμα και στη συνέχεια κάτι σαν ρυθμικό χτύπημα σε πλακάκι
–αυτό ήταν.
Ο Αργύρης βγήκε αργά από το
κρεβάτι, γλιστρώντας μέσα από τα σκεπάσματα, όταν πάτησε το κρύο πλακάκι
συνειδητοποίησε πως ήταν με το σώβρακο και μια ξεχειλωμένη φανέλα χρώματος γκρι
(πρώην μαύρη). Με μιας έχασε κάθε κουράγιο αλλά προχώρησε αθόρυβα στον
διάδρομο, έφτασε έξω από το σαλόνι, κοντοστάθηκε –το θρόισμα είχε σταματήσει
αλλά το ρυθμικό χτύπημα στο πλακάκι…
Όρμησε στο σαλόνι ανάβοντας το
φως και τότε τον είδε (όσο μπορούσε να δει, μισοτυφλωμένος από την απότομη
φωταψία), ήρεμο, χαμογελαστό, με φαρδύ μπουφάν (το θρόισμα ύφασμα σε ύφασμα) να
κάθεται στην πολυθρόνα.
«Ποιος πούστης είσαι;»
μούγκρισε ο Αργύρης τρομοκρατημένος.
«Κάτσε –θα τα πούμε όλα…» είπε
ο άγνωστος με ήρεμη φωνή.
Ο Αργύρης τον έκοψε από μαλλί
(στρωμένο με ζελέ) μέχρι παπούτσι (μποτάκι ορειβατικό ψάχνοντας να ηρεμήσει.
«Πάω να φορέσω κάνα ρούχο και
μετά θα λογαριαστούμε οι δυο μας μαλάκα», του είπε. «Γι΄αυτό μη φύγεις…»
«Δεν πρόκειται…» απάντησε ο άγνωστος.
Ο Αργύρης γύρισε τρέχοντας στο
δωμάτιο του και ντύθηκε τρέμοντας. Ηρέμησε
γαμώτο, ένας μαλάκας είναι –τίποτα περισσότερο, σκέφτηκε προσπαθώντας να
πείσει τον εαυτό του οτι αυτός εκεί έξω δεν μπορούσε να είναι ο μπαμπούλας που
σκοτώνει τους ανθρώπους στον ύπνο τους. Δεν τα κατάφερε και πολύ καλά, οπότε
πήγε στην κουζίνα κι άναψε την καφετιέρα –κατάλαβε οτι καθυστερούσε την επαφή
με τον άγνωστο και θύμωσε. Πράγμα που του έκανε καλό, όταν ο φόβος γίνεται
θυμός υπάρχει ωφέλιμη εξωτερίκευση, όσο να πεις…
Μπήκε λοιπόν φουριόζος στο
σαλόνι και σωριάστηκε στην πολυθρόνα απέναντι από τον άλλο.
«Έχεις πέντε λεπτά –μετά λέω
να πιω τον καφέ μου μόνος», του είπε.
Εκείνος χαμογέλασε.
«Θα πρέπει να ζητήσω συγνώμη
για τον τρόπο που εισέβαλα στο σπίτι σου», παραδέχτηκε.
Ο Αργύρης έδεσε τα χέρια
μπροστά και τον κοίταξε αμίλητος.
«Αλλά δεν υπάρχει λόγος να
ξεκινήσουμε εχθρικά –έρχομαι σα φίλος…»
«Και θα φύγεις σα μπάλα
ποδοσφαίρου –με κλωτσιές», τον πληροφόρησε ο Αργύρης.
Ο άγνωστος γέλασε.
«Θέλω να μιλήσουμε για το Βυθούλκα»,
του είπε.
«Ποιον;» ρώτησε όσο πιο ήρεμα
μπορούσε ο Αργύρης.
«Αυτόν που σκότωσες καημένε!»
γέλασε ο άγνωστος.
«Α, αυτόν το Βυθούλκα –πες μου
έτσι να καταλάβω», γέλασε ψεύτικα ο Αργύρης.
«Λοιπόν –είμαι εδώ για να σε
ξεφορτώσω», είπε ο άγνωστος.
«Από το Βυθούλκα που σκότωσα…»
έκανε χαζά ο Αργύρης.
«Ναι».
«Και πώς θα γίνει αυτό; Θα
κουβαλήσεις το πτώμα του που το κρύβω στη ντουλάπα;» ρώτησε ο Αργύρης.
«Να χαρείς –κόψε τη
σαχλαμάρα», έκανε ο άγνωστος. «Ξέρω οτι τον σκότωσες όπως ξέρεις οτι το πτώμα
του βρέθηκε στις τουαλέτες εκείνης της καφετέριας. Μπορούμε τώρα να μιλήσουμε
κανονικά;»
«Κανονικά μιλάμε», έκανε δήθεν
θιγμένος ο Αργύρης. «Ήρθες να με ξεφορτώσεις από ένα πτώμα που δεν έχω,
ευχαριστώ για τον κόπο, άντε γαμήσου τώρα».
«Άκου», ζήτησε επιτακτικά ο
άγνωστος. «Ξέρω οτι εσύ τον σκότωσες –αυτό που σου ζητάω είναι να μου πεις
μερικές λεπτομέρειες για το… συμβάν. Τι χρειάζονται οι λεπτομέρειες; Για να τις
αναφέρουμε σε μια προκήρυξη που θα κυκλοφορήσει εντός των ημερών και στην οποία
θα αναλαμβάνουμε το φόνο του Βυθούλκα, καταγγέλλοντας παράλληλα την ψεύτικη
ανάληψη της ενέργειας που κυκλοφορεί. Το ξέρεις οτι είναι ψεύτικη –έτσι;»
Ο Αργύρης σηκώθηκε.
«Κοίτα μαλάκα», είπε ψυχρά.
«Στην αρχή νόμιζα οτι είσαι κάποιος ψυχάκιας που γουστάρει να μπαίνει σε ξένα
σπίτια βραδιάτικα κι ετοιμαζόμουν να καλέσω την αστυνομία. Τώρα το σκέφτομαι
μήπως καλέσω κατευθείαν το τρελοκομείο…»
Ο άγνωστος τεντώθηκε στην
καρέκλα του.
«Δυο ζάχαρες και λίγο γάλα, αν
έχεις», είπε.
«Τι;»
«Έτσι πίνω τον καφέ μου
–μύρισε από την κουζίνα γι΄αυτό το λέω…»
«Δεν έχω», μουρμούρισε ο
Αργύρης.
Σηκώθηκε όλο ευγνωμοσύνη για
τον καφέ που ετοιμάστηκε. Όσο γέμιζε τις κούπες σκεφτόταν οτι ο τύπος ήξερε στα
σίγουρα για το φόνο, άρα έπρεπε ν΄αλλάξει τακτική ή να καλέσει τους μπάτσους
επιτόπου.
Ξαναμπήκε στο σαλόνι αφήνοντας
τον καφέ δίπλα στον άγνωστο.
«Για πάμε πάλι από την αρχή»,
είπε.
«Δηλαδή;» αναρωτήθηκε ο
άγνωστος.
«Ποιος είσαι και τι θέλεις από
μένα».
«Έχεις φυσικά καταλάβει οτι
δεν είμαι μπάτσος, αλλιώς θα σε είχα δέσει τώρα…» χαμογέλασε ο άγνωστος. «Ας
πούμε λοιπόν οτι έρχομαι εκ μέρους κάποιας οργάνωσης η οποία ενδιαφέρεται να
αναλάβει την ευθύνη της δολοφονίας του Βυθούλκα. Έτσι κι εσύ ησυχάζεις κι εμείς
προωθούμε το μήνυμά μας –όλοι κερδίζουμε λοιπόν. Το μόνο που χρειάζεται είναι
να πείσουμε οτι όντως εμείς εκτελέσαμε τον Βυθούλκα και γι΄αυτό θέλουμε τις
λεπτομέρειες που σου ζήτησα. Δεν πρόκειται να μας ξαναδείς ποτέ στη ζωή σου,
όσο περνάει από το χέρι μας τουλάχιστον –τι νομίζεις;»
«Νομίζω οτι απευθύνεσαι σε
λάθος άνθρωπο. Για το θέμα ξέρω όσα είπαν στην τηλεόραση κι από αυτά θυμάμαι τα
μισά…»
«Έλα τώρα ρε φίλε –παρατράβηξε
το αστείο», είπε παγωμένα ο άγνωστος.
«Αυτό λέω κι εγώ», έκανε ο
Αργύρης.
«Εντάξει –δεν μας εμπιστεύεσαι
ακόμα… Θα σου πω λοιπόν οτι κι εμείς δεν σας εμπιστευόμασταν, γι΄αυτό άλλωστε
σας παρακολουθούσαμε τελευταίο διάστημα».
«Μας παρακολουθούσατε;»
«Όσο πιο φανερά γινόταν –για
να σας τσεκάρουμε πώς θα αντιδράσετε»
«Και πού καταλήξατε;»
«Δεν καταλήξαμε
–επιβεβαιωθήκαμε. Βλέπεις, κι εσύ και η παρέα σου είσαστε γνωστοί στον χώρο…»
«Ποιο χώρο;»
Ο άγνωστος σήκωσε τα χέρια
ψηλά όπως θα έκανε αν είχε απέναντί του ένα παιδί που αρνιόταν να καταλάβει το
ευκλείδειο θεώρημα.
«Ας μιλήσουμε κανονικά –δεν
έχω όλον το χρόνο του κόσμου», παρακάλεσε.
«Μάλιστα», είπε ο Αργύρης.
«Πριν 30 χρόνια περίπου…»
ξεκίνησε ο άγνωστος. «Μετά το σπάσιμο της κατάληψης κι αφού σας είχαν αφήσει με
αναστολή… θυμάσαι έτσι;»
«Τι να θυμάμαι;»
«Την επίθεση στο αστυνομικό
τμήμα, ας πούμε…»
«Τι δουλειά έχω εγώ μ΄ αυτό;»
«Έλα τώρα! Ήσασταν όλοι εκεί
πέρα –οι τρεις σας κι ο Γιώργος ο Ψηλός και ο Κώστας ο Γιαπωνέζος… να
συνεχίσω;»
Ο Αργύρης τον κοίταζε χωρίς να
τον βλέπει.
«Και τα παιδιά από τα δυτικά
που είχαν έρθει πριν λίγους μήνες στην παρέα –εσείς δεν τους εμπιστευόσασταν
βέβαια, θα προτιμούσατε φοιτητές σαν και τα μούτρα σας –κάνω λάθος;»
«Τι σκατά θέλεις να πεις με
όλα αυτά;» κούμπωσε ο Αργύρης.
«Οτι η οργάνωσή μας έχει και
κάποιον ή κάποιους από τους δικούς σας, τους παλιούς», χαμογέλασε ο άγνωστος.
«Ωραία –να τους χαίρεστε.
Εμείς έχουμε ξεμπερδέψει απ΄όλα αυτά, χρόνια τώρα…»
«Είχατε ξεμπερδέψει. Αλλά αυτά
τα χούγια δεν κόβονται –κάνω λάθος;»
«Δεν ξέρεις τι λες…»
μουρμούρισε ο Αργύρης κι έψαξε για τα τσιγάρα του.
«Έτσι ε;» γέλασε ο άγνωστος.
«Κι αυτή η οργάνωσή σας δεν
έχει όνομα;» πέρασε στην αντεπίθεση ο Αργύρης.
«Έχει –αλλά περιμένεις να στο
πω;» απόρησε ειλικρινά ο άγνωστος.
«Κάνε ότι θέλεις, αλλά μάζεψέ
τα και δίνε του», είπε ο Αργύρης.
«Χωρίς λεπτομέρειες για τη
δολοφονία δεν υπάρχει περίπτωση να μας ξεφορτωθείς», του ξεκαθάρισε ο άγνωστος.
Ο Αργύρης σηκώθηκε.
«Ξέρεις κάτι ρε φίλε;» είπε
κοιτάζοντάς τον αφ΄ υψηλού. «Δεν μου αρέσει ο τρόπος που ζητάς κάποια πράγματα
για να μην πω για τον τρόπο σου να εμφανίζεσαι απρόσκλητος μέσα στη νύχτα…»
Ο άγνωστος σηκώθηκε, ήταν μισό
κεφάλι πιο κοντός από τον Αργύρη.
«Δεν σε παίρνει να μη σου
αρέσουν πράγματα», είπε φιλικά. «Είσαι μέσα στην τρύπα και το μόνο χέρι που
υπάρχει για να βγεις είναι το δικό μας».
«Ωραία –βάλτε το στον κώλο σας
–ποιος σας είπε οτι θέλω να βγω;» μούγκρισε ο Αργύρης και τον έσπρωξε κάπως απότομα
προς την πόρτα.
Ο άγνωστος παραπάτησε αλλά
γρήγορα ήρθε στα ίσα του. Κοίταξε τον Αργύρη χαμογελαστός.
«Θα τα ξαναπούμε –σκέψου
λοιπόν καλά την πρότασή μου. Δεν υπάρχει πολύς χρόνος», τον συμβούλεψε.
Ο Αργύρης είχε ήδη γυρίσει την
πλάτη του.
«Ακόμα εδώ είσαι;» απόρησε όσο
πιο πειστικά μπορούσε.
Το επόμενο πράγμα που άκουσε
ήταν το κλείσιμο της πόρτας του διαμερίσματός του.
Έξω από το παράθυρό του ήταν
όλα κόκκινα, ο ήλιος σκεφτόταν αν υπήρχε λόγος να τραβολογηθεί με τα βαριά
σύννεφα όμως ο Αργύρης ήξερε οτι σε κάνα τέταρτο θα το έπαιρνε απόφαση αυτός ο
κακομοίρης πως η διαδρομή ήταν υποχρεωτική και θα σερνόταν από τα χαμηλά στα
ψηλά. Ο καφές είχε παγώσει και τα τσιγάρα τσαρούχωναν το στόμα σαν καλούπια
τσαγκαράδικου. Δεν αμφέβαλλε για το ποιος ήταν ο άγνωστος που είχε φύγει πριν
καμιά ώρα και δεν τον ενδιέφερε καθόλου ποιος από τους παλιούς ήταν μπερδεμένος
σ΄ αυτή την οργάνωση που είχε αναφέρει ο άγνωστος. Ήξερε οτι δεν θα τους άφηναν
ήσυχους και φοβόταν περισσότερο μη μπλέξουν τον Τάκη που είχε οικογένεια. Ήξερε
και κάτι ακόμα –αλλά προσπαθούσε να μην το σκέφτεται, παρ΄ όλο που αυτό το κάτι
πεταγόταν κάθε λίγο και ψαλίδιζε το κουβάρι των σκέψεών του.
Του πήρε περίπου μισή ώρα για
να ετοιμαστεί, πλύθηκε, ξυρίστηκε, ήπιε ακόμα έναν καφέ, πριν βγει στο μουντό
πρωινό της λεωφόρου. Προτίμησε να πάει με τα πόδια μέχρι το Stand σε μια
προσπάθεια να επιμηκύνει τον χρόνο της άγνοιάς του. Όταν έφτασε στο κλειστό
μαγαζί το κρύο πάγωσε τον ιδρώτα στην πλάτη του και ανατρίχιασε. Αλλά βρήκε
αυτό που έψαχνε –ένα χαρτάκι απολιθωμένο από την πολλή κόλλα πληροφορούσε τους
ενδιαφερόμενους για το τηλέφωνο ανάγκης στο οποίο θα μπορούσαν να
επικοινωνήσουν με τον μαγαζάτορα. Ο Αργύρης σχημάτισε τον αριθμό και περίμενε.
«Ποιος είναι;» κλαψούρισε μια
νυσταγμένη φωνή.
«Εγώ», γάβγισε ο Αργύρης.
«Ποιος;» επανέλαβε η
νυσταγμένη φωνή.
«Ο Αργύρης ρε Σωτηράκη», έκανε
εκείνος ανυπόμονα.
«Αδερφέ μου –είναι 7 το πρωί…»
«Το ξέρω. Πες μου πού είσαι…»
«Σπίτι μου –πού θα ήμουν 7 η
ώρα το πρωί;»
«Και μένεις;»
«Εκεί που έμενα πάντα».
«Έρχομαι».
«Όχι ρε…»
«Φτιάξε καφέ», είπε κοφτά ο
Αργύρης πριν κλείσει το κινητό του.
Όταν έφτασε στο σπίτι τού
Σωτηράκη είχε ξημερώσει μετά δόξης και τιμής –ένας ήλιος οδοντωτός σαν το τρένο
που κάνει τη διαδρομή Καλάβρυτα –Διακοφτό. Είχε πάνω από 20 χρόνια να πάει στο
σπίτι τού Σωτηράκη κι αυτά τα χρόνια έκαναν τη δουλειά τους μετατρέποντας το
άθλιο χαμόσπιτο με τον παρατημένο κήπο σε άθλιο ερείπιο που περιβαλλόταν από
σκουπιδότοπο. Ανοίγοντας την καγκελόπορτα ο Αργύρης έπεσε πάνω σε τάσια
αυτοκινήτων, τενεκέδες άδειους (και μισοάδειους), καρμπιρατέρ ξεκοιλιασμένα,
μέχρι ένα τιμόνι ορφανό από άξονα βρήκε…
Το κουδούνι της εξώπορτας
κρεμόταν από το καλώδιό του αλλά δεν χρειάστηκε να το χτυπήσει –η πόρτα άνοιξε
από μόνη της κι ένας Σωτηράκης με τσίμπλες έξυσε την καράφλα του κάνοντας νόημα
να τον ακολουθήσει μέσα.
«Τι έγινε γαμώτο; Τι θες
πρωινιάτικα;» παραπονέθηκε ο Σωτηράκης.
«Καφέ έφτιαξες;» ρώτησε ο
Αργύρης.
«Νες έχω μόνο…»
«Φέρε…»
«Καραβίσιο;»
«Πάντα…»
Ο Αργύρης έμεινε μόνος σ΄ένα
καθιστικό τιγκαρισμένο με παράταιρα έπιπλα, βολεύτηκε στην πολυθρόνα δίπλα σε
ένα τραπεζάκι μαρμάρινο με σιδερένια βάση. Ο Σωτηράκης έφερε καφέδες αλλά δε
νοιάστηκε να του πασάρει κάποιο τασάκι –αυτό το κατάλαβε ο Αργύρης αργότερα,
όσο αναγκαζόταν να διακόπτει την κουβέντα του για να σηκωθεί, να τινάξει το
τσιγάρο του και να ξανακαθίσει.
«Λοιπόν;» έκανε ο Σωτηράκης
ρουφώντας δυο γουλιές από το φραπέ του.
«Σόνια», είπε ο Αργύρης.
«Μουνάρα», σχολίασε ο
Σωτηράκης.
«Παρακάτω».
«Βίζιτα».
«Τι πράγμα;» πνίγηκε ο
Αργύρης.
«Για τη Σόνια δε λες; Πού σας
είδα μαζί τις προάλλες…»
«Ναι».
«Βίζιτα πολυτελείας. Δεν το
΄ξερες;»
«Εσύ, πού το ξέρεις;»
«Αφού από το μαγαζί μου
κλείνει τις δουλειές της ρε συ!»
«Δηλαδή;»
«Τηλεφωνούν κάτι μυστήριες
φωνές, λένε ένα όνομα, τη ζητάνε κι εκείνη, ανάλογα, απαντάει ή μου λέει να πω
οτι δεν είναι εκεί. Μετά έρχονται κάτι αυτοκίνητα γκράντε και την παίρνουν».
«Και δεν μπορεί δηλαδή….»
«Τι;»
«Τίποτα. Δεν ξέρω…»
«Τι έγινε ρε παλιόγερε;
Τσιμπήθηκες με την πιτσιρίκα;» γέλασε ο Σωτηράκης.
Ο Αργύρης δε μίλησε.
«Πες ρε παλιομαλάκα!» τον
σκούντηξε ο Σωτηράκης.
«Όχι –εντάξει…» ψέλλισε ο
Αργύρης. «Να σε ρωτήσω κάτι άλλο. Με κανέναν από τους παλιούς την έχεις δει
ποτέ;»
«Ποιους παλιούς; Τους δικούς
μας;»
«Ναι».
«Μπα, δε νομίζω…»
Ο Αργύρης έγειρε πίσω κι άναψε
κολλητά τσιγάρο.
«Στάσου, μαλακία είπα!»
πετάχτηκε ο Σωτηράκης. «Δεν μου ήρθε με τη μία αλλά τώρα που το λες… Είχε έρθει μια φορά, πολύ παλιά, με τον Άκη
το Σιρχάν...»
«Σιρχάν Σιρχάν;»
«Ναι μωρέ –δεν τον θυμάσαι;»
«Ζει ακόμα αυτός; Πριν καμιά
δεκαπενταριά χρόνια δεν σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό;»
«Έτσι ήξερα κι εγώ και ένα
βράδυ τον βλέπω κουνιστό-λυγιστό να αριβάρει, αγκαζέ με τη Σόνια… Τώρα που το
σκέφτομαι, πρέπει να ήταν πριν 3 χρόνια και μάλλον ήταν η πρώτη φορά που έσκαγε
η Σόνια στο μαγαζί… Γι΄αυτό την άφηνα να χρησιμοποιεί το τηλέφωνό μου για τα
ραντεβού της –βέβαια…. Ο Άκης την έφερε…»
«Την έφερε και σου είπε –τι;»
Ο Σωτηράκης έξυσε το κεφάλι
του, ήπιε φραπέ, άναψε τσιγάρο –στο τέλος ξέχασε τι έπρεπε να θυμηθεί.
«Εσείς τι κάνετε; Πώς πάνε τα
άλλα παιδιά;» ρώτησε τον Αργύρη.
«Λέγε ρε καργιόλη τι σου είπε
ο Άκης!»
«Ε, τι να μου πει; Οτι έπιασε
την καλή –με τι ακριβώς δε θυμάμαι –κι ότι η κοπέλα από δω ήταν φίλη του που
γούσταρε πολύ τα δικά μας…»
«Ποια δικά μας;»
«Γενικά ρε παιδί –τη μουσική
μας, τις μαλακίες που κάναμε τότε…»
«Μάλιστα… Κάτι άλλο;»
«Αυτά…»
«Εντάξει».
«Αμάν ρε φίλε!» πετάχτηκε ο
Σωτηράκης.
«Τι συμβαίνει;»
«Με είχε ρωτήσει και για σένα
–τώρα μου ήρθε! Είδε τη φωτογραφία στο μπαρ και ρώτησε αν έχω δει κανέναν σας…»
«Και τι του είπες;»
«Τι να του πω; Οτι δεν σας
είχα δει!»
Ο Αργύρης σηκώθηκε να τινάξει
τη στάχτη από το τσιγάρο του και ξέχασε να ξανακαθίσει. Πήρε να βολτάρει μέσα
στο δωμάτιο.
«Τι συμβαίνει, φίλε; Να
ανησυχήσω;» έκανε ο Σωτηράκης.
«Συμβαίνει οτι μας τη στήσανε
κι άντε να ξανατρέχουμε τώρα στα γεράματα…» μουρμούρισε ο Αργύρης.
«Ποιος; Ο Άκης;»
«Ο Άκης, ο Μάκης, ο Σάκης και
τα παπάρια μου –ξέρω ΄γω;»
«Δηλαδή ρε φίλε –για ξηγήσου»
Ο Αργύρης τον πλησίασε και τον
χτύπησε φιλικά στην πλάτη.
«Άστο καλύτερα, Σωτηράκη. Άντε
να την πέσεις και συγνώμη που σε ξύπνησα. Κι αν σε ρωτήσει κανένας…»
«Ξέρω –δε σε είδα ποτέ».
«Α, μπράβο».
«Αλλά…»
«Καλημέρα», του φώναξε ο
Αργύρης ανοίγοντας ήδη την πόρτα.
Με το που βγήκε έξω,
κοντοστάθηκε. Ξαναχτύπησε.
«Τι έγινε πάλι;» ρώτησε ο
Σωτηράκης από το άνοιγμα της πόρτας.
«Μπας και ξέρεις πού μένει η
Σόνια;» ρώτησε ο Αργύρης.
«Κι όμως ξέρω μάγκα μου!
Περίμενε».
Ο Σωτηράκης μπήκε στο σπίτι
και ξαναβγήκε με ένα χαρτάκι στο χέρι.
«Κάποια φορά είχε ξεχάσει το
τηλέφωνό της και της το πήγα όταν έκλεισα το μαγαζί γιατί ήταν στο δρόμο μου.
Εδώ παρακάτω είναι…»
Ο Αργύρης κοίταξε το χαρτί κι
έφυγε βιαστικός χωρίς να πει άλλη κουβέντα.
Η βιασύνη του κράτησε μόλις
δυο τετράγωνα –μετά έκοψε βήμα, έψαξε λίγο τις ταμπέλες των οδών, έβγαλε το
μπουφάν του γιατί ίδρωνε ανελέητα, πάγωσε από τον αέρα κι ακούμπησε σε κάποιον
τοίχο πολυκατοικίας. Ο δρόμος της ξεκίναγε από τα δεξιά του, μέτρησε με το μάτι
την απόσταση, υπολόγισε οτι θα πρέπει να ήταν εκείνη η γκρίζα πολυκατοικία με
το πλατύσκαλο στην είσοδο…
Προχώρησε.
Όσο πλησίαζε η πολυκατοικία
τον πλάκωνε έτσι ογκώδης κι απρόσωπη –σαν κακό όνειρο. Κοίταξε τα ονόματα στα
κουδούνια –δεν έγραφε πουθενά «Σόνια» αλλά υπήρχαν 3 «Σ.» από τα οποία μόνο το
ένα επίθετο έμοιαζε γυναικείο. Πάτησε το κουδούνι. Ξανά.
«Ποιος είναι;» ακούστηκε μια
ανήσυχη φωνή. Η φωνή της.
«Αργύρης», είπε εκείνος ξεψυχισμένα.
Άκουσε μετά το βούισμα της
πόρτας που ξεκλείδωνε.
«Στον τρίτο», είπε η φωνή της
από το μεγάφωνο.
Ο Αργύρης ανέβηκε με το
ασανσέρ που τον περίμενε στο ισόγειο. Βγήκε στον μισοσκότεινο διάδρομο, έψαξε
για το φως αλλά δεν χρειαζόταν –στο βάθος απέναντί του είδε μια πόρτα
μισάνοιχτη. Μπήκε κλείνοντάς την πίσω του.
Ένας νεαρός κούμπωνε το
παντελόνι του κι έτρεχε μισόγυμνος στο σαλόνι του διαμερίσματος. Ο Αργύρης
ακούμπησε στην πόρτα και τον χάζεψε όσο ο νεαρός χωνόταν στην τουαλέτα. Τότε
την είδε να μπαίνει στο σαλόνι, φορούσε ένα ξεχειλωμένο τι-σερτ που της έφτανε μέχρι
τα γόνατα.
«Θες καφέ;» τον ρώτησε.
«Έχω πιει ήδη. Δεν το ‘ξερες;»
είπε ο Αργύρης.
«Από πού να το ξέρω;» απόρησε
η Σόνια.
«Σωστά –από πού να το ξέρεις…»
συμφώνησε κοροϊδευτικά ο Αργύρης.
Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η
πόρτα της τουαλέτας και ο νεαρός ήρθε προς το σαλόνι –ντυμένος κανονικά πλέον.
«Αυτός είναι ο…;» ρώτησε τη
Σόνια.
Εκείνη κούνησε το κεφάλι
καταφατικά.
Ο νεαρός πήγε δίπλα του και τον
κοίταξε εξεταστικά.
«Μια χαρά κρατιέσαι πάντως…»
σφύριξε έχοντας πλευρίσει τον Αργύρη.
Ο οποίος τον περίμενε να έρθει
δεξιά του και τότε τού άρπαξε τον καβάλο του παντελονιού –ο νεαρός ούρλιαξε και
διπλώθηκε όσο ο Αργύρης έσφιγγε τη λαβή του.
«Μια χαρά στα κρατάω θες να
πεις», του ψιθύρισε.
«Άστον», φώναξε η Σόνια.
«Πήγαινε μια βόλτα –θέλω να
μιλήσω με την κοπέλα», συμβούλεψε ο Αργύρης το νεαρό που σφάδαζε.
«Δε γίνεται να βγει έξω –τον
κυνηγάνε –άστον τώρα!» φώναξε ξανά η Σόνια.
Ο Αργύρης χαλάρωσε τη λαβή του
κι ο νεαρός διπλώθηκε πέφτοντας στα γόνατα.
«Πες του τότε να πάει σε κάνα
άλλο δωμάτιο γιατί θέλω να μιλήσουμε», είπε στη Σόνια.
Ο νεαρός σηκώθηκε και ήρθε
προς το μέρος του απειλητικά. Ο Αργύρης σταύρωσε τα χέρια και τον περίμενε.
«Σταμάτα!» φώναξε η Σόνια.
Ο νεαρός σταμάτησε.
«Εκπαιδευμένο τον κόβω…»
θαύμασε κοροϊδευτικά ο Αργύρης.
Ο νεαρός άπλωσε τα χέρια να
τον βουτήξει.
«Ε, κόφτε το κι οι δυο σας
γαμώ το!» φώναξε η Σόνια.
«Καλά σου λέει –δείξε λίγη
ωριμότητα», του είπε ο Αργύρης όσο ο άλλος κρέμαγε τα χέρια στο πλάι.
Μετά τού έσκασε μια πούστικη
κλωτσιά στο πίσω μέρος της γάμπας –ο νεαρός πήρε πάλι να σφαδάζει.
Και η Σόνια ανέλαβε δράση,
πλησίασε, άρπαξε το νεαρό από το μπράτσο, τον τράβηξε προς το εσωτερικό του
διαμερίσματος –ο Αργύρης κάθισε στον καναπέ ακούγοντας τον καυγά τους.
Όταν ξαναβγήκε η Σόνια στο
σαλόνι, ο Αργύρης είχε ήδη καπνίσει μισό τσιγάρο.
«Τι έγινε; Το κοίμισες το
μωρό;» τη ρώτησε.
Η Σόνια τον κοίταξε θυμωμένα.
«Παρακάτω», είπε.
«Παρακάτω –εγώ κάθομαι
αναπαυτικά όσο εσύ μου εξηγείς πώς συνέβη και με έδωσες στεγνά στους φίλους σου
τους καουμπόηδες…» της εξήγησε ο Αργύρης.
«Αν έλεγα ‘για το καλό σου’
πώς θα σου φαινόταν;» ρώτησε η Σόνια.
Ο Αργύρης γέλασε βεβιασμένα.
«Για το καλό μου και το πήδημα
μπόνους –έτσι πάει;»
«Έτσι το βλέπεις;»
«Όχι βέβαια! Είναι πεντακάθαρο
οτι με ερωτεύτηκες κι όταν έμαθες τι είχε γίνει βγήκες στη γύρα για να με
σώσεις. Αλήθεια, τους καουμπόηδες πού τους βρήκες; Είχαν βάλει αγγελία οτι
αναλαμβάνουν οικειοθελώς να σταυρωθούν για τις αμαρτίες του κόσμου;»
«Δεν έχει σημασία… Ελπίζω να
τους είπες αυτά που ήθελαν…»
«Αλλιώς τι;»
«Δεν ξέρω…»
«Ας πιάσουμε λοιπόν το
παραμύθι από την αρχή. Στο πάρτυ που γνωριστήκαμε είχες έρθει ουρανοκατέβατη».
«Για σένα».
«Μεγάλη μου τιμή… Και πώς
ήξερες…»
«Δεν ήξερα. Σε
παρακολουθούσα».
«Εσύ;»
«Κάποιος –τέλος πάντων».
«Γιατί;»
«Επειδή είσαι αυτός που είσαι.
Και σε θέλαμε μαζί μας».
«Στρατολόγηση –όπως παλιά
δηλαδή…»
«Πες το κι έτσι», μουρμούρισε
η Σόνια παίρνοντας ένα τσιγάρο από το πακέτο τού Αργύρη.
«Ο Άκης έδωσε την εντολή;» τη
ρώτησε απότομα ο Αργύρης.
«Ποιος Άκης;» σκοτείνιασε η
Σόνια.
«Ο Άκης λοιπόν –εντάξει… Τον
ξέρεις καλά αυτόν τον τύπο;»
«Δεν καταλαβαίνω τι λες…»
«Λέω για τον Άκη που σε πήγε
στο μπαρ του Σωτήρη και σε σύστησε…»
«Α, αυτόν…»
«Αυτόν. Σας έχει παραμυθιάσει
με τα κατορθώματά του πριν από 30 χρόνια –έτσι;»
«Δεν σε καταλαβαίνω…»
«Σας έχει πει οτι έκαψε
ζωντανό το μπάτσο κι όταν τον πιάσανε τα φόρτωσε σ΄ αυτούς που δε γούσταρε από
την ομάδα του;»
«Τι είναι αυτά που λες;»
«Λέω οτι με καργιόληδες εγώ
δεν κάνω παιχνίδι –εσύ τι άκουσες;»
Η Σόνια έσβησε το τσιγάρο
νευρικά.
«Δε σε παίρνει», του είπε
ήσυχα.
Ο Αργύρης γέλασε άγρια.
«Και πότε μ΄ έπαιρνε δηλαδή;»
έκανε καθώς σηκωνόταν.
«Κάτσε λίγο», του ζήτησε η
Σόνια.
«Για ποιο λόγο; Θα παίξει κάνα
πηδηματάκι; Επειδή δε γουστάρω νεαρά αγοράκια –γι΄αυτό ρωτάω».
«Μη γίνεσαι χυδαίος…» θύμωσε η
Σόνια.
«Οτι τώρα εγώ γίνομαι χυδαίος δηλαδή…»
γέλασε ο Αργύρης.
Η Σόνια δεν είπε τίποτα.
«Λοιπόν, εξήγησε στους δικούς σου
οτι δεν θα πάρω. Και μην τολμήσουν να πλησιάσουν κανένα από μας γιατί θα γίνει της
πουτάνας», της ξεκαθάρισε ο Αργύρης τονίζοντας
την τελευταία του λέξη.
«Τι σημαίνει αυτό;»
«Οτι μπορεί να γεράσαμε αλλά ακόμα
τα καταφέρνουμε με τους μαλάκες»
«Όχι. Αυτό το κατάλαβα… Για το
άλλο λέω…» μουρμούρισε η Σόνια καθώς σηκωνόταν.
«Έλα τώρα», γέλασε ο Αργύρης. «Δε
σε είχα για τόσο μελό…»
«Εξηγήσου», του είπε η Σόνια πλησιάζοντάς
τον.
«Κοίτα να δεις… η ζωή του καθενός
είναι δική του υπόθεση», ξεκαθάρισε ο Αργύρης.
«Αλλά η δική μου ζωή σε ενοχλεί
κάπως…»
«Όχι ρε παιδί μου –τραβήξου όπως
γουστάρεις. Μόνη σου όμως», είπε ο Αργύρης.
«Και το μεταξύ μας;»
«Ποιο μεταξύ μας; Καλά ήταν, εγώ
τουλάχιστον καλά πέρασα. Άντε να βρεις άλλο μαλάκα τώρα…»
«Έτσι απλά;»
«Βάλε και βιολιά –ξέρω ΄γω;»
Ο Αργύρης μάζεψε τα τσιγάρα και
τον αναπτήρα του.
«Εγώ όμως…» ξεκίνησε να λέει η
Σόνια.
«Εσύ κι εγώ και πεντέξι άλλοι –δεν
γίνονται έτσι αυτά τα πράγματα», της ξεκαθάρισε ο Αργύρης.
Και θα έφευγε επιτόπου αν εκείνη
τη στιγμή δεν πεταγόταν ο νεαρός μέσα στο σαλόνι.
«Δεν πας πουθενά φίλε», φώναξε
στον Αργύρη σημαδεύοντάς τον μ΄ ένα πιστόλι.
«Άσε μας ρε μάπα», απάντησε ο Αργύρης
και πλησίασε την εξώπορτα του διαμερίσματος.
«Αν πας να βγεις θα σου ρίξω»,
επέμεινε ο νεαρός.
Ο Αργύρης γύρισε προς το μέρος
του.
«Και θα σ’ ακούσουν σε όλη την
πόλη επειδή είσαι πολύ άντρας για να κουβαλήσεις μικρό πιστόλι», γέλασε ο Αργύρης.
Η Σόνια μπήκε ανάμεσά τους.
«Άστον», είπε στο νεαρό.
«Φύγε απ΄ τη μέση –ο μαλάκας δε
βγαίνει από εδώ μέσα», σφύριξε εκείνος.
«Καλά, τραγούδα», είπε ο Αργύρης
και άνοιξε την πόρτα.
Ο νεαρός έτρεξε πίσω του κι έτσι
ο Αργύρης έπρεπε να περιμένει λίγο –όταν ο νεαρός έφτασε σε απόσταση βολής τού κοπάνησε
την πόρτα στα μούτρα. Ο νεαρός κατέβασε το πιστόλι βογκώντας κι ο Αργύρης πρόλαβε
να του βαρέσει ακόμα μια στο στήθος –το πιστόλι ταλαντεύτηκε, ο Αργύρης το άρπαξε.
Μετά τον έσπρωξε ακουμπώντας την κάνη στο μέτωπό του -ξαναμπήκαν μαζί στο διαμέρισμα.
«Λέω να το πάρω αυτό μη χτυπήσετε
κάνα πόδι», είπε ο Αργύρης κουνώντας το πιστόλι. «Ελπίζω να μην είναι καρφωμένο
και μου φορτώσετε κάνα φόνο…»
Πισωπάτησε φεύγοντας. Ο νεαρός
τον κοίταξε με μάτια γυάλινα από το μίσος.
«Αργύρη…» ψιθύρισε η Σόνια.
«Αρχίδια, γλυκιά μου», είπε εκείνος
και έκλεισε την πόρτα πίσω του.
Έβαλε το πιστόλι στη ζώνη του,
κούμπωσε το μπουφάν και πήρε να σφυράει δηλητήριο κατεβαίνοντας τις σκάλες. Κάπως
έτσι τον κατάπιε η ολόφωτη μέρα.
16 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Πρώτα φορά αφήνω κάτι στο γκαρσόνι , αλλά σε διαβάζω συνεχεία . Keep up the good work που λένε και οι Αγγλοσάξωνες.
Το γκαρσόνι ευχαριστεί θερμώς διότι οι καιροί χαλεποί και το κατιτίς εκτιμάται ιδαίτερα! Θα συνεχίσουμε να προσφέρουμε ποιότητα σε προσιτές τιμές -ενίοτε δε θα γράφουμε και κάνα ποστ, χεχεχεχε.
Ξαδερφάκι του Στήβ του Σηγκάλ ο Αργύρης ; Δεν ξέρω που το πας, αλλά καλά πας.
Μπαα -ο Σιγκ(α)λάκος βαράει πάντα δεύτερος ενώ ο Αργύρης ξέρει οτι ένα χτύπημα που του μένει πρέπει να το ρίξει ή πρώτος ή θα βρεθεί ανάσκελα να χαζεύει το υπερπέραν. Ευχαριστώ για το κουράγιο που μου δίνεις.
ωπ η σονια... δε της το χα. μπραβο ρε motorcycle boy! μου χες λειψει.
Εεεε, Σόνια είναι -τι περίμενες;
Κανα soppy love story με τον Αργυρη? Ξερω γω? Να γινοταν κατι καλο και γι'αυτον τον ανθρωπο επιτελους... (δεν ειπε κανεις πως δε θα γινει στο μελλον, ετσι δεν ειναι?)
Soppy; Για κάποιους ανθρώπους το καλύτερο και το χειρότερο διαφέρουν μονάχα στο μέγεθος της δυστυχίας που θα αποτραπεί.
Σ' έχω πάρει χαμπάρι πια Μότορα... Για το μόνο που δεν είμαι σίγουρος είναι αν οι ιστορίες σε συνέχεια είναι τα "σήριαλ" που με την ελκυστικότητα τους, μας κάνουν να διαβάζουμε τα άρθρα τύπου "δοκίμιο" (σαν "διαφημίσεις"), ή αν ισχύει το αντίστροφο. Όχι ότι με χαλάει δηλαδή, αλλά, να έτσι, όταν διαβάζω κάτι ωραίο, ζηλεύω και θέλω να πω κι εγώ κατιτίς...
Τα "σήριαλ" είναι οι αποτυχημένες μου προσπάθειες να γίνω κι εγώ μια αρσενική Άννα Ανδριανού, Έλενα Ακρίτα ή ένας αρσενικός Νίκος Φώσκολος ρε παιδί μου!
Και τα "δοκίμια" είναι η γκρίνια μου επειδή αποτυγχάνω να γίνω τόσο παραγωγικός και διάσημος!!!
Καλημέρα φίλε.
Ρε Νικολακη Νικολαϊδη, ποτε δεν το 'χαψα πως η κοκκάλω με τη μαυρη κελεμπία σε βρηκε μποσικο...
Ή που ζεις και το παιζεις blogger, ή αφησες κανα βιβλιο πισω σου και ο Θορυβος το ανεβαζει σε τευχη, ή (που δεν το πιστευω) εχουμε μεταφυσικα φαινομενα: Υπαγορευεις τις νυχτες κι ο αλλος γραφει...
Αντε, αναμενουμε με αγωνια τη συνεχεια!!!
Τα παραλές -αλλά σ΄ευχαριστώ
Φίλε γύρισε το σε μιούζικαλ σε παρακαλώ, το έχω ανάγκη...
ΥΓ μην τολμήσεις να ερμηνεύσεις το σχόλιο ως προτροπή.
Όχι ρε -αφού δεν ξέρω μουσική, χαχαχαχαχαχα
Ρε μλκ...εντάξει, με γ@μησες την ψυχοσύνθεση τώρα...
Πάω για το 15 ;)
Χαχαχαχαχαχα
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!