Προηγούμενα:
3. Σα σκυλιά που κυνηγάνε την ουρά τους
4. "Ο χλωμός εραστής με το άνθος στην κομβιοδόχη"
5. Μια ενοχλητική φωτογραφία
6. Δέκα λεπτά μετά τη Ναστάζια Κίνσκι
8. Η τρομερή ώρα
9. Το στήσιμο
10. Όταν σε περιμένεις στο απέναντι πεζοδρόμιο
11. Ο Ζορό ζορίζεται
12. Με άδεια χέρια
13. "Εμείς είμαστε οι άλλοι"9. Το στήσιμο
10. Όταν σε περιμένεις στο απέναντι πεζοδρόμιο
11. Ο Ζορό ζορίζεται
12. Με άδεια χέρια
14. «Αρχίδια, γλυκιά μου»
Φόρεσε το κράνος του και
καβάλησε την ασπροκόκκινη café
racer, έμεινε για λίγο
ακίνητος απολαμβάνοντας τον ξυραφένιο ήχο, σήμα-κατατεθέν των CB, και μετά πετάχτηκε καρφί στο δρομάκι
έξω από την πολυκατοικία τινάζοντας από πάνω του σαν στάχτη την οικογενειακή
ζωή. «Επιτέλους μόνοι», ψιθύρισε μέσα στην αντήχηση του κράνους. Από το
μπαλκόνι η Μαρίνα τον χάζευε με τα χέρια στη μέση, οι καυγάδες τους όλο και
χειροτέρευαν τον τελευταίο καιρό και τα παιδιά γίνονταν όλο και πιο ανυπόφορα.
Ο Τάκης κατέβασε την πρώτη καρφωτή από δευτέρα και η μηχανή τίναξε την μπροστά
ρόδα στον αέρα ξαφνιασμένη. «Δε γαμιόμαστε, λέω εγώ;» φώναξε στη σπηλιά τού
κράνους και βγήκε απρόσεκτα στη λεωφόρο –ένα αυτοκίνητο κόρναρε- στ΄ αρχίδια
του…
Ήθελε να φύγει αλλά ποτέ δεν
ξεφεύγεις από όσα βρίσκονται σφηνωμένα στο κεφάλι σου. Θυμήθηκε κιόλας το
ανέκδοτο «εκεί που καθόμουν στο χαράκωμα
τι λες οτι μού πέρασε από το μυαλό; μια σφαίρα» πήρε να χαμογελάει αλλά
αμέσως το ΄κοψε γιατί πιέστηκαν τα μάγουλά του στα «μαξιλαράκια» του κράνους. Ο
ήλιος έφευγε με μπλαζέ υφάκι, τα φώτα της πόλης δεν είχαν ακόμα ανάψει –του
άρεσε αυτό το ημίφως, ταίριαζε με τη διάθεσή του. Και η μηχανή πήγαινε από μόνη
της στη γνωστή διαδρομή. Άλλες φορές θα είχε ραντεβού με τους υπόλοιπους στην
πλατεία, θα βιαζόταν να τους συναντήσει –άλλες φορές, όχι σήμερα… Τι να
γίνονταν άραγε αυτοί οι μαλάκες; Τους απέφευγε από τότε που τον πούλησαν στη
φάση με τον Βυθούλκα –με τίποτα δεν μπορούσε να δεχτεί οτι όλο αυτό έγινε για
το καλό του, ποιο καλό του; Ή είμαστε
μαζί ή δεν είμαστε –άλλο δεν υπάρχει.
Τα αυτοκίνητα πήραν να
πυκνώνουν όσο έμπαινε προς το κέντρο της πόλης, υπνωτισμένοι οδηγοί άκουγαν
ραδιόφωνο ή μιλούσαν στο κινητό τους (συχνά έκαναν και τα δυο μαζί). Ο Τάκης
πλεύρισε από δεξιά ένα κουπέ στο φανάρι –πίσω από το τιμόνι μια ξανθιά βαφόταν
με το ένα μάτι στο καθρεφτάκι. Γκομενίτσες-
το άλας της ζωής, σκέφτηκε ο Τάκης και η διάθεσή του έφτιαξε. Όταν άναψε το
πράσινο, έστριψε τον πλαϊνό καθρέφτη του κουπέ προς τα μέσα κι έφυγε σφαίρα
μέσα στα κορναρίσματα της ξανθιάς. Η πόλη τον περίμενε –αλλά δυστυχώς μόνο
αυτή…
Πάρκαρε τη μηχανή στο πλακόστρωτο
ενώ τριγύρω βράδιαζε αχαλίνωτα. Έβγαλε το κράνος, κοίταξε προς το κέντρο της
πλατείας –μια ερημιά απ΄αυτές που κόβουν γόνατα. Ούτε καν οι πλανόδιοι με τα
παράνομα ντιβιντί… Από τα τρία περίπτερα, μονάχα το ένα ήταν ανοιχτό –τα άλλα
δύο έστεκαν παραμελημένα βρωμίζοντας απλώς το χώρο. Μιζέρια –πότε θα ξεκολλήσουμε από αυτό το σαπιοτάφιο; σκέφτηκε
ανεβαίνοντας τον πεζόδρομο προς τα μπαράκια. Η επιλογή μπαρ είναι δύσκολη
υπόθεση όταν θέλεις να γίνεις αλοιφή μόνος σου –τα άδεια αποκλείονται γιατί όλο
και κάποιος από το προσωπικό που κωλοβαράει θα σου πιάσει την κουβέντα, τα
γεμάτα επίσης, αφού όλο και κάποιος θα βρεθεί κολλημένος δίπλα σου, τα
μισογεμάτα τρις χειρότερα –επειδή μπορεί σύντομα να γεμίσουν… Διάλεξε ένα μαγαζί
με σκυφτούς πελάτες, λίγους και ακροβολισμένους –αυτό του φαινόταν οτι δεν
επρόκειτο να γεμίσει ακόμα κι αν πλημμύριζαν οι υπόνομοι όλων των υπολοίπων
μπαρ της περιοχής. Είχε την κατατονία του αλκοολικού που περιμένει το τέταρτο
ποτό του το μαγαζί εκείνο…
Ο Τάκης βολεύτηκε στο ακριανό
τραπέζι, δίπλα στο μισάνοιχτο παράθυρο –άπλωσε την πραμάτεια του (κράνος,
μπουφάν) στην απέναντι καρέκλα και τα σύνεργα καπνιστικής του στο μεταλλικό
τραπεζάκι.
Μια κουρασμένη γκαρσόνα έσυρε
την ηλικία της μέχρι πάνω από το κεφάλι του για να του πάρει παραγγελία. Ο
Τάκης απέφυγε να την κοιτάξει –με τα μάτια καρφωμένα στο πακέτο των τσιγάρων
περίμενε το ποτό του. Έτσι ακριβώς, στην ίδια στάση, παράγγειλε και το δεύτερο.
Από τα ηχεία ακούγονταν κλασσικά Nirvana, άντε γαμήσου
μαλάκα Κομπέιν, ευχήθηκε ο Τάκης φτύνονταν ένα κομματάκι ξεραμένου καπνού. Το
μπαράκι τριγύρω του πήρε να γεμίζει από σκιές που συνωστίζονταν, πεθαμένοι,
ξεχασμένοι, ενοχλητικοί άνθρωποι… Ο Τάκης προσπαθούσε να μην τους κοιτάζει,
ένιωθε όμως το θρόισμα τους στο μέτωπό του –το παρελθόν είναι μια μόλυνση που
παραφυλάει –όταν σε βρει μπόσικο πετάγεται να σε γονατίσει. Σήκωσε το κεφάλι
του διστακτικά –χρειαζόταν ακόμα ένα ποτό γιατί τον είχε πιάσει το άγχος του
αλκοολικού, οτι θα ξέμενε και δεν έβρισκε τότε την γκαρσόνα εύκαιρη. Χαμογέλασε
τρέμοντας –απόψε θα μας βρουν στα
πατώματα, σκέφτηκε.
Τα πράγματα πήγαιναν από το
κακό στο χειρότερο τον τελευταίο καιρό. Η Μαρίνα έμοιαζε να έχει παρανοήσει
–τον τσέκαρε λες και είχε κρυφή γκόμενα, μέχρι την ώρα που χρειαζόταν για να
γυρίσει από τη δουλειά του είχε αρχίσει να του μετράει. Και δεν τον άφηνε
σπιθαμή –σούπερ μάρκετ μαζί, περίπτερο μαζί (να περπατήσουμε λίγο, να πάρουμε αέρα), μέχρι και συνεργείο για το
σέρβις του αυτοκινήτου πήγαν μαζί. Εντάξει, ήταν κάπως αποπνικτική η όλη φάση
–όμως το πρόβλημα του Τάκη ήταν αλλού. Διότι όσο η Μαρίνα πήγαινε κολαούζος
στις δουλειές που είχε αναλάβει αυτός, τόσο απαιτούσε να έρχεται κι εκείνος
στις δικές της δουλειές. Λαϊκή; Να πάνε μαζί –άσε μας ρε παιδάκι μου, η λαϊκή μού προκαλεί αναγούλα με τα σάπια
ζαρζαβάτια της…. «Κι εγώ γιατί έρχομαι όπου πας;» να γκρινιάζει η Μαρίνα.
«Σου ζήτησα εγώ να έρθεις;» να απορεί ο Τάκης. Και τα παιδιά –να ‘χει μπει ο
διάολος μέσα τους… Σήκωσε το κεφάλι του χωρίς να προλάβει να το ξανασκεφτεί –οι
σκιές των πεθαμένων που σουλατσάριζαν τριγύρω δεν πρόλαβαν να μεστώσουν κι έτσι
παρέμειναν θολές σαν τον καπνό του τσιγάρου –ο Τάκης βρήκε τη γκαρσόνα
ακουμπισμένη στη μπάρα και της έκανε νόημα για ένα ακόμα ποτό.
Εντάξει, ήξερε τι ζόρι
περνούσε η Μαρίνα. Τόσα χρόνια μαζί –είχε καταλάβει η γυναίκα πως κάτι έτρεχε,
κάτι έκαναν ή ετοιμάζονταν να κάνουν… Και φοβόταν. Ακόμα κι έτσι όμως…
Το τρίτο ποτό ήρθε μαζί με τη
βαριεστημένη γκαρσόνα. Ο Τάκης σήκωσε το κεφάλι να την ευχαριστήσει και τότε
τον είδε. Ημιφαλακρό, βαρύ από τα χρόνια και κακοντυμένο από πάντα, μ΄ εκείνα
τα απαράδεκτα λουστρίνια που κάνανε πολλούς να τον περνάνε για μυστικό μπάτσο.
«Σαν τα χιόνια τον Αύγουστο»,
του χαμογέλασε ο Άκης ψάχνοντας ελεύθερη καρέκλα για να καθίσει.
«Σιρχάν Σιρχάν…» μουρμούρισε ο
Τάκης.
Έσκυψε μετά στο ποτό του και
τον άφησε να παιδεύεται.
«Τι υποδοχή είναι αυτή μετά
από 30 χρόνια!» παραπονέθηκε ο Άκης.
«Κανονικά θα έπρεπε να σε
πλακώσω στις μπουνιές αλλά βαριέμαι να σηκώνομαι –έχουν περάσει και 30 χρόνια…»
απάντησε ο Τάκης.
«Ρε παιδί μου…»
«Δίνε του», μούγκρισε ο Τάκης.
Ο Άκης βολεύτηκε στην καρέκλα
απέναντί του χαμογελαστός.
«Έχουμε κάτι να πούμε οι δυο
μας…» ψιθύρισε.
«Δεν έχουμε να πούμε τίποτα
–πώς σου πέρασε τέτοια ιδέα;» μάγκωσε ο Τάκης.
«Κι όμως… Βλέπεις, ξέρω για
τον Βυθούλκα…»
«Εσύ κι όλος ο κόσμος…»
«Ξέρω περισσότερα από τον
υπόλοιπο κόσμο».
«Στ΄ αρχίδια μου».
«Δε νομίζω… Είσαστε, βλέπεις,
κάμποσο μπλεγμένοι στην όλη ιστορία…»
Ο Τάκης άναψε τσιγάρο και τον
κοίταξε προσεκτικά.
«Οτι ήσουνα χαφιές από παλιά,
το θυμάμαι –τώρα στα γεράματα αποφάσισες να το γυρίσεις και στην επιστημονική
φαντασία;» χαμογέλασε.
«Τακούλη –όχι σε μένα αυτά…»
μουρμούρισε ο Άκης.
Ο Τάκης πίεσε επίμονα τη γόπα
στο τασάκι, πράγμα που του πήρε πάνω από μισό λεπτό –και τότε, σα να τον
τσίμπησε μύγα άρπαξε τα πέτα του Άκη, τον τράβηξε προς το μέρος του
αδιαφορώντας για τα ποτήρια που κατρακύλησαν από το τραπέζι.
«Άκου κάτι ρε μουνί –τη
γλίτωσες πριν 30 χρόνια γιατί έτρεχες γρήγορα και είχες πλάτες. Τώρα νιώθεις το
ίδιο τυχερός;» σφύριξε μισό πόντο από τα μούτρα του άλλου.
Ο Άκης συνέχισε να χαμογελάει,
η γκαρσόνα έτρεξε προς το μέρος τους, ο μπάρμαν ήταν σε επιφυλακή και ο Τάκης
ανακάλυψε οτι το στόμα του Άκη βρωμοκόπαγε –τον παράτησε
απρόθυμα.
«Ή κοπάνα την, ή πάμε έξω να
το συνεχίσουμε –δεν υπάρχει λόγος να γίνουμε νούμερο», του είπε.
Ο Άκης σηκώθηκε χωρίς να χάσει
το χαμόγελό του και πήγε προς την πόρτα του μπαρ. Εκεί κοντοστάθηκε, κοίταξε
τον Τάκη και βγήκε.
«Γαμημένοι –πουθενά δεν θα
βρούμε ησυχία;» μούγκρισε ο Τάκης.
«Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;»
ρώτησε η γκαρσόνα.
«Να ‘ταν μόνο ένα…» έκανε ο
Τάκης.
«Μπορώ να βοηθήσω;»
Ο Τάκης την κοίταξε μυστήρια.
«Εξαρτάται… Μπορείς να μας
γυρίσεις 30 χρόνια πίσω;»
«Τι πράγμα;»
«Τίποτα –μαλακίες λέω».
«Εντάξει, αλλά πρέπει να
φύγετε τώρα. Οι πελάτες ενοχλούνται από τις φασαρίες…»
Ο Τάκης κοίταξε τριγύρω του
–οι σκιές των νεκρών είχαν εξαφανιστεί, μόνο οι ετοιμοθάνατοι αλκοόλες είχαν
μείνει.
«Ποιοι ενοχλούνται;» απόρησε.
«Αυτοί, όσο έχουν γεμάτο ποτήρι, ακόμα και νταλίκα να περάσει δεν θα την πάρουν
είδηση».
«Όπως και να ‘χει»,
μουρμούρισε η γκαρσόνα.
«Να τελειώσω το ποτό μου
πρώτα», της ζήτησε κι εκείνη σήκωσε τους ώμους νευρικά.
Έχουμε γίνει ξεφτίλες, γεράσαμε κι ακόμα μας πετάνε έξω από τα μπαράκια
–πόσα χρόνια να περάσουν πια, πόσο σοβαροί να γίνουμε για να μας αφήσουν στην
ησυχία μας; Καργιόληδες…
Κατέβασε μονορούφι το υπόλοιπο
ποτό, έκανε να σηκωθεί μα συνειδητοποίησε οτι έπρεπε να μείνει λίγο ακόμα, να
μην καρφωθεί οτι φεύγει αμέσως όταν τον διώξανε. Άναψε τσιγάρο, κοίταξε τριγύρω
–κάμποσοι τον κρυφοκοίταζαν. Καργιόληδες…
Η γκαρσόνα πήγε φουριόζα στο
διπλανό του τραπέζι κι άρχισε να τακτοποιεί την ερημιά –μετακίνησε το καθαρό
τασάκι, άναψε κάτι υπολείμματα κεριού στο ρεσώ
ενώ συνέχισε να του ρίχνει άγριες ματιές.
«Τι διάολο –όλοι για τους
χαφιέδες δουλεύετε;» μούγκρισε ο Τάκης κι έσβησε το τσιγάρο του
μπαρουτιασμένος.
Φόρεσε το μπουφάν, δεν μπόρεσε
ν΄ αντισταθεί στον πειρασμό κι έριξε μια ακόμα κλεφτή ματιά στη γκαρσόνα, του
φάνηκε οτι την είδε ν΄ αναστενάζει ανακουφισμένη, σκέφτηκε για μια στιγμή να φορέσει
και το κράνος μέσα στο μαγαζί να γίνει πανηγύρι η κατάσταση, αλλά κρατήθηκε.
Στράφηκε προς το μέρος της.
«Για πες μου ρε όμορφη –τι
έχεις ακούσει περί Ναστάζια Κίνσκι;» τη ρώτησε.
«Την ηθοποιό;» έκανε
μπερδεμένη η γκαρσόνα.
«Πες την κι έτσι –γυναίκα είσαι,
θα ξέρεις καλύτερα…» γέλασε ο Τάκης.
«Δε σε καταλαβαίνω», μαζεύτηκε
η γκαρσόνα.
«Λέω ρε παιδί μου, για τη
Ναστάζια Κίνσκι… Έχεις ακούσει πότε θα έρθει στο ραντεβού;»
«Τι πράγμα;»
«Λέω πώς τώρα αποκλείεται
–αλλά το ‘πότε’ είναι θέμα, δε νομίζεις; Σε μια ώρα, σε δύο; Σε δέκα λεπτά, σε
είκοσι;»
Η γκαρσόνα άρχισε να περπατάει
επιφυλακτικά προς τη μπάρα.
«Μήπως τελικά ήρθε και δεν την
πήραμε είδηση –καταλαβαίνεις πού το πάω;» επέμεινε ο Τάκης.
Η γκαρσόνα ακούμπησε στο ξύλο
της μπάρας για προστασία, εκείνος πέταξε ένα χαρτονόμισμα στο σιδερένιο τραπέζι
κι έφυγε με αργά βήματα.
Ήρωας! σκέφτηκε χαζογελώντας ενώ έβγαινε στο κρύο της νύχτας.
Έπεσαν πάνω του από δυο
πάντες, ταυτόχρονα. Πίσω του στα δεξιά και στ΄ αριστερά –έφαγε κάτι ξεγυρισμένες
στα νεφρά και στην πλάτη πριν προλάβει να τους δει, κρατήθηκε να μη σωριαστεί, προχώρησε
μισό βήμα, έκανε να γυρίσει προς το μέρος τους, τότε τον κοπάνησε ένας απ΄αυτούς
στη μούρη. Ένιωσε το σκίσιμο από τα δόντια του στο κάτω χείλος, κατάπιε αίμα. Πρόλαβε
όμως να στριφογυρίσει το κράνος –κοπάνησε τον τύπο στα μούτρα πριν καν τον δει.
Για λίγο έγινε ανακωχή, ο τύπος
που έφαγε το κράνος στα μούτρα κρατούσε τη μύτη του, ο άλλος κοίταζε για να δει
αν μπορεί να στηρίζεται στον δικό του κι ο Τάκης έκανε δυο βήματα πίσω ψάχνοντας
τοίχο για να μην του ξαναπάρουν τις πλάτες.
«Πάμε γερά», φώναξε ο μαντράχαλος
στον άλλο που κράταγε ακόμα τη μύτη του. Ξεκίνησαν κάπως απρόθυμα να τον ξαναπλησιάζουν
–ο Τάκης έφτυσε αίμα γιατί ένιωθε να πνίγεται κι αποφάσισε οτι δεν θα την έβγαζε
καθαρή. Το μπουφάν δυσκόλευε τις κινήσεις του, η μηχανή ήταν κάμποσο μακριά για
να ελπίζει οτι θα τη φτάσει τρέχοντας αλλά παρέμενε η μοναδική του ελπίδα. Οι δυο
τύποι τάχυναν το βήμα τους πλησιάζοντάς τον –πέταξε το κράνος στα μούτρα του χτυπημένου
που την έφαγε για ακόμα μια φορά απροετοίμαστος και σταμάτησε, ο Τάκης όρμησε κατά
πάνω του αλλά πριν τον φτάσει τράβηξε μια καλή αγκωνιά στον άλλο –τον πέτυχε στο
ηλιακό πλέγμα και τον άκουσε να βογκάει. Έριξε μια κουτουλιά αποτελειώνοντας τη
δουλειά που είχαν κάνει τα χτυπήματα του κράνους, άκουσε το κρακ της μύτης που σπάει
και είδε εκεί πέρα μια ευκαιρία, γύρισε την πλάτη, το ‘βαλε στα πόδια. Πόσο ήταν
μέχρι τη μηχανή; 20 μέτρα; 30 το πολύ –προλάβαινε. Τους άκουσε πίσω του να φωνάζουν
αλλά δεν τίποτα περισσότερο –δεν θα τον κυνηγούσαν άλλο; Και τότε άκουσε το θόρυβο,
σα λάστιχο που σκάει, κι ένα δυνατό ρεύμα τον έσπρωξε –παραπάτησε, έχασε την ισορροπία
του, έπεσε στα γόνατα.
‘Έτσι είναι λοιπόν να τρως σφαίρα, σκέφτηκε κι όσο προσπαθούσε να ξανασηκωθεί
νέο κύμα τον κοπάνησε στο πλακόστρωτο, έγλυψε σκόνη αλλά κατάφερε να στηθεί στα
πόδια του σα μαριονέτα. Η μηχανή ήταν κοντά –όσο σηκωνόταν πρόλαβε να δει την αλυσίδα
της –θέλει λάδωμα, μην το ξεχάσω, σκέφτηκε.
Ανέβηκε, έβαλε το κλειδί, τα χέρια
του έτρεμαν αλλά δεν πονούσε –περίεργο…
Η μηχανή ξεκίνησε, κατέβηκε στην
άσφαλτο κι όλα έμοιαζαν καλοκουρδισμένα για λίγο, άλλαξε γρήγορα ταχύτητα, μπροστά
του ο τοίχος ενός μαγαζιού, έπρεπε να στρίψει το τιμόνι αλλά έπεσε ξαφνικά ένα σκοτάδι
ακινησίας.
Η μηχανή κοπάνησε στον τοίχο.
5 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Άντε ρε φίλε, ευτυχώς. Τι θέλεις δηλαδή; να με ρίξεις στα υποκατάστατα;
Τελικά το κράνος σώζει, καλά λένε ...
Λέγοντας "υποκατάστατα" εννοείς τις ειδήσεις Λιόντα; χαχαχαχα
Σώζει βεβαίως, αν είναι τίποτα μπουρούχα -γιατί αν είναι Arai ας πούμε που ζυγίζει 100 γραμμάρια, χέσε μέσα!
ΡΕ!!! ΑΣΤΑΔΓΙΑΛΑ!!! καλά έκανα και δεν σε διάβαζα τόσο καιρό!!!
Αργά το κατάλαβες αγόρι μου.... χεχεχεχεχεχε
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!