Δευτέρα, Μαΐου 09, 2016

6. "Ganuma de Linarus"

Προηγούμενα:
1. "1984 παρά κάτι"
2. "Ποντικοπαγίδα"
3. "Αν τα παιδιά ήταν ενωμένα"
4. "Αγάπη και κοκτέιλ Μολότωφ"
5. "Εδώ είμαστε, στο πουθενά"


Κάπου έχω διαβάσει ότι τα σημάδια –και ειδικά αυτά που προέρχονται από τσαμπουκάδες –είναι μαγκιά, αυτός που το έγραψε θα πρέπει να είχε επαφή με τσαμπουκάδες μόνο μέσω σινεμά. Εκεί σίγουρα είναι μαγκιά να βλέπεις το Μάρλον Μπράντο με το μακιγιάζ στη μάπα και τη μπογιά τη σκούρα κάτω από το μάτι να το παίζει ο Γαμάω. Έλα όμως να έχεις στο μάγουλο το μακαρόνι νο.11 χρώματος κόκκινου με την κόρα που ξεφτάει –να δεις τη μαγκιά…

«Τι σκατά έχεις στα μούτρα σου;» ρώτησε η Βιβή η Ντουμπλεβέ στραβώνοντας το στόμα λες και τα δοκίμαζε κιόλας τα σκατά.
«Άποψη», είπα.
«Τι σκατά άποψη είναι αυτή;» επέμεινε να μάθει.
«Μεταπάνκ άποψη. Διότι πανκ είναι να φοράς παραμάνα. Μεταπάνκ είναι να γρατζουνιστείς ενώ βγάζεις την παραμάνα», χαμογέλασα.
«Είσαι εντελώς ηλίθιος, το ξέρεις;» με ρώτησε η Βιβή γεμάτη ανθρώπινο ενδιαφέρον.
«Άμα το ΄ξερα δεν θα ήμουν», είπα εγώ.
«Σκατά», συμπέρανε και σταμάτησε να ασχολείται μαζί μου.
Καθόμασταν, καμιά τριανταριά άτομα, στη μικρή αίθουσα του 1ου ορόφου –αυτή μας είχαν παραχωρήσει για να κάνουμε τη συνέλευση –ήμασταν οι Αυτόνομοι ή έτσι τουλάχιστον υποστηρίζαμε.

Ο Παπ κάπνιζε στην έδρα και μελετούσε κάποια χαρτούρα. Διέκρινα καινούργιες φάτσες στην αίθουσα κι αυτό με ανησύχησε γιατί δεν μου μοιάζανε για δικοί μας.
«Πολύ κόσμο δεν έχουμε;» ρώτησα τη Βιβή.
«Είναι από τις κατατακτήριες, Τεϊτζήδες», μου εξήγησε.
«Λαϊκούς τους κόβω –Κνιτόφατσες», είπα.
«Σιγά ρε Ζαν Μπον Σαρτρ, που τους κόβεις κιόλας…» μου χώθηκε η Βιβή και κοπάνησε την τσάντα της στο έδρανο.
«Κι εσύ κάπως τσιτωμένη…» παρατήρησα.
«Αγαμίες», είπε η Βιβή.
«Με φωνάξατε;» προθυμοποιήθηκα.
«Ίσα σπόρε…» με κορόιδεψε.
«Ένα χρόνο μου ρίχνεις, σπουδαία τα λάχανα», απόρησα.

Τότε ήταν που μας πλησίασε ένας αντιτουριστικός τύπος με μούσι, γυαλί Τζον Λένον και αφάνα. Εντελώς σίχαμα, μαυρομούρης, φόραγε και γιλέκο δηλαδή –τι άλλο να κάνει;
«Συνάδελφοι καλησπέρα, είμαι ο Μάκης», μας συστήθηκε.
Μας άπλωσε και τη χερούκλα του –διάολε, για βάφτιση το πέρασε εδώ μέσα;
«Καλώς τον», είπε η Βιβή.
Εγώ ψάχτηκα για τσιγάρο και καλά.
«Πότε θ΄αρχίσει η συνέλευση;» ρώτησε ο Μάκης.
«Έχει αρχίσει», μούγκρισα κουμπωμένα. Τι θες από τη ζωή μας ρε μαλάκα;
Ο Μάκης χαμογέλασε και άπλωσε μπροστά μας την πραμάτεια του που την έβγαλε από μια πάνινη τσάντα σαν κι αυτές που είχαμε στο Λύκειο και γράφαμε DOORSThey have the guns but we have the numbers, τέτοια αηδία.
«Δεν ακούω κανέναν να μιλάει, συνάδελφε», μου είπε.
«Και τι μ΄αυτό;» απόρησα.
«Πότε θα ξεκινήσουν οι ομιλητές;» επέμεινε.
«Ποιοι ομιλητές; Θέλεις να πεις κάτι –σήκω και πέστο», νευρίασα.
«Έτσι χύμα;»
«Ε, ξέρω ‘γω; Βάλε και βιολιά άμα είναι να νιώσεις καλύτερα…»
«Το προεδρείο πού είναι;»
Άρχισα να τα παίρνω άσχημα. Γιατί μου κόλλησε τώρα αυτός ο ρεζίλης; Κάτι τέτοιες ώρες ένιωθα σα μυγοπαγίδα σε χασάπικο.
«Δεν υπάρχει προεδρείο», του ξεκαθάρισα.
Σηκώθηκε φουριόζος και πήγε στον Παπ –έσκυψε πάνω του, άρχισε να του μιλάει σε έντονο ύφος –ο Παπ ούτε να τον φτύσει, συνέχιζε να διαβάζει τη χαρτούρα του.
Ο Μάκης ξαναγύρισε κοντά μας, άρπαξε κάτι χειρόγραφα και βγήκε μπροστά από την έδρα.
«Συνάδελφοι», γκάριξε, «έχω να πω δυο λόγια».
Όσοι ήμασταν στην αίθουσα σηκώσαμε τα κεφάλια ξαφνιασμένοι. Κανά δυο μπροστινοί σχολίασαν «είπες ήδη πέντε» και «χεστήκαμε» αλλά ο Μάκης -ασταμάτητος.
«Εν όψει των επερχόμενων εκλογών θεωρώ ότι θα πρέπει να σχεδιαστεί η στρατηγική μας στο πλαίσιο της δημιουργίας στεγανών συμμαχιών και του καθορισμού των πολιτικών μας αντιπάλων –δεν θα πρέπει, συνάδελφοι να αφήσουμε χώρο για παρανοήσεις, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ποιοι είμαστε και τι πρεσβεύουμε».
Τότε πετάχτηκε από δίπλα μου η Βιβή η Ντουμπλεβέ, σηκώθηκε, σήκωσε το χέρι της, ο Μάκης την είδε –φρέναρε.
«Θες να πεις κάτι συναδέλφισσα;» ρώτησε.
«Θέλω να πω ότι, πρώτον, κόψε τα συναδέλφισσα εκτός αν έχουμε δουλέψει μαζί στα λιόπανα και δεν το θυμάμαι και, κατά δεύτερον, το ποιοι είμαστε το ψάχνουμε από το Γυμνάσιο και δεν το βρήκαμε, εδώ θα το ξεκαθαρίσουμε;» έκανε τσαντισμένα η Βιβή.
Κάπου εκεί άρχισε το κανιβάλισμα γιατί σηκώθηκε ο Νίκος ο ραδιοφωνικός από την άλλη άκρη και δήλωσε ότι αυτός είναι ψυχολογικώς ασταθής και απαιτεί να γίνει ψηφοφορία προκειμένου να αποφασιστεί αν είναι μαλάκας ή πριγκίπισσα, πετάχτηκε ένας πάνκης και φώναξε «είμαστε μπερδεμένοι κι αυτό είναι ξεκάθαρο», μετά σήκωσε το χέρι του ο Γιώργος ο Χωρικός και ρώτησε αν μπορεί να πάει τουαλέτα, άλλο που δεν ήθελε ο Γιώργος ο Βασιλιάς ο οποίος πετάχτηκε στον αέρα και δήλωσε ότι είμαστε όλοι υπήκοοι του και απαιτεί να ψηφίζει μόνο αυτός, η παρέα του Μαρκήσιου που άραζε στο βάθος άρχισε να φωνάζει «γκοοοοολ –φτου γαμώτο, δοκάρι!» κι ο Παπ έσκυψε πίσω από την έδρα επειδή είχε κατουρηθεί στα γέλια.
Η συνέλευση ζωντάνεψε οδεύοντας προς εκτροχιασμό –ευτυχώς βρέθηκαν δυο καλά παιδιά και μάζεψαν το Μάκη –τον έπιασαν α λα μπρατσέτα και τον οδήγησαν στο κοντινότερο έδρανο χτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη.

Στη συνέχεια η συνέλευση επανήλθε στην κανονική της ροή, δηλαδή ο Παπ συνέχισε να διαβάζει τη χαρτούρα του κι εμείς οι υπόλοιποι το ρίξαμε στο κουτσομπολιό.
«Καλά ξηγήθηκες», είπα στη Βιβή.
«Ε, μα το μαλάκα…» μούγκρισε εκείνη.
Ο Μάκης ήρθε προς το μέρος μας, μάζεψε την τσάντα του κι έφυγε αμίλητος. Τον παρακολουθούσα καθώς έφτανε στην πόρτα, χάρηκα όταν την άνοιξε για να ξεκουμπιστεί αλλά μου κόπηκαν τα γόνατα όταν μπήκε πίσω του η Άσπα –κόντεψε να τη γκρεμίσει με τη φούρια του ο μαλάκας όμως η Άσπα τον απέφυγε με στυλ ταυρομάχου. Κοίταξε τα πέριξ με στυλάκι αδιαφορία νο. 5 και μετά πήγε να καθίσει δίπλα στο Βασιλιά. Έπεσε το ταβάνι και με πλάκωσε, με συνοπτικές διαδικασίες.
«Τι έπαθες ρε μαλακισμένο;» με σκούντηξε η Βιβή.
«Τι έπαθα;» ρώτησα κι εγώ.
«Έγινες άσπρος σα χαρτοπετσέτα –έφαγες τίποτα και σε πείραξε;»
Μαγκώθηκα.
«Άντε παράτα μας ρε Βιβή, δεν έχουμε συνέχεια την όρεξή σου», μούγκρισα.
Η Βιβή έσκασε ένα χαμόγελο μέχρι τα παράθυρα και μετά με αγκάλιασε.
«Η πεταχτούλα;» μου σφύριξε στο αυτί.
«Τι λες τώρα; Ποια πεταχτούλα;» έκανα τον αδιάφορο.
«Ρε κορόιδο αφού καρφώθηκες με το που μπήκε…»
Τινάχτηκα για να την ξεκολλήσω από πάνω μου.
«Δεν ξέρω τι μου λες κι άντε παράτα με», κούμπωσα.
Η Βιβή ξεκαρδίστηκε.
«Κοίτα το μαλακισμένο που φοβάται μη μας δούνε κιόλας…» φώναξε.
Σηκώθηκα αλλά η ζημιά είχε γίνει. Η Άσπα μας κοίταζε και χαμογελούσε. Κι ακόμα χειρότερα μού κούναγε το χέρι. Χαμογέλασα με ύφος ηλιθίου. Και τώρα; Να καθίσω πάλι δε γινόταν –άπαξ και σηκώνεσαι, φεύγεις. Να φύγω όμως και να πάω πού; Κι η Άσπα μετά τη χαιρετούρα μού είχε γυρίσει πλάτη, κάτι έλεγε με το Βασιλιά…
Η Βιβή παρακολουθούσε το θέαμα με αμέριστο ενδιαφέρον.
«Εγώ την κάνω», είπα.
«Πού θα πας ρε μαλάκα;» ξεκαρδίστηκε η Βιβή.

Βγήκα στο διάδρομο ανάμεσα στα έδρανα και προχώρησα με βήμα αργό –μελλοθανάτου. Κοίταζα το μαρμάρινο πάτωμα και προσευχόμουν να γίνει κάτι και κάτι έγινε –ένα χέρι μού άρπαξε το δεξί μανίκι, δυο σειρές πιο πίσω από εκεί που καθόταν η Άσπα. Φρέναρα απορημένος, μετά κοίταξα στο πλάι και είδα έναν τύπο γύρω στα 40 κιλά, κοντούλη, με κάποια αραίωση στο μαλλί.
«Πάρης», μου συστήθηκε χαμογελώντας.
«Ελένη», του απάντησα.
«Η Ωραία;» απόρησε.
«Ε, δε φαίνεται;» αγανάκτησα δήθεν.
«Κάτσε –έχω φέρει κάτι μήλα από το σπίτι», το συνέχισε και πήγε μια θέση πιο δίπλα για να μου κάνει χώρο.
Κάθισα –τι άλλο να έκανα;
«Είδα πώς τη στήσατε στο Μάκη…» μου εξήγησε.
«Ποιοι –εμείς;» γέλασα.
«Εσύ και η μοιραία γυναίκα εκεί πέρα», χαμογέλασε.
«Υπήρξε μοιραίο…» μοιρολόγησα δήθεν. «Αλλά εσένα τι σε κόφτει;»
Χαμογέλασε μυστήρια.
«Έχουμε ανοιχτούς λογαριασμούς με το Μάκη…» είπε.
«Από πού;»
«Από τα ΤΕΙ –είχαμε κάποιες κόντρες…»
«Σε τι φάση;»
«Παραταξιακή. Ήταν Πασπίτης…»
«Ήταν;»
«Τον διέγραψαν –κάποιες διαφωνίες…»
«Εσύ, Αυτόνομος να υποθέσω…»
«Πανσπουδαστική».
«Και τι θέλεις εδώ;»
«Με διέγραψαν κι εμένα –για την ακρίβεια διαγράφηκα…»
«Κάποιες διαφωνίες;»
«Κάπως έτσι…»
Τώρα θα πρέπει να εξηγήσω πως πήγαινε η κατάσταση στις σχολές… Λοιπόν, σε γενικές γραμμές (βγάλε τις φλωροσχολές –Ιατρική, Φιλοσοφική ξέρω ΄γω…) ίσχυε το «Πανσπουδαστική –πρώτη δύναμη». Όπου Πανσπουδαστική ή ΠΣΚ η φοιτητική παράταξη του ΚΚΕ. Δεύτερη δύναμη η ΠΑΣΠ, του ΠΑΣΟΚ. Παραπέρα χανόταν λίγο η μπάλα –αλλά στην Πάντειο την τρίτη θέση είχε ο Δημοκρατικός Αγώνας, δηλαδή το ΚΚΕ εσ. Μετά οι Αυτόνομοι, τελευταία (και καταϊδρωμένη) η ΔΑΠ-ΝΔΦΚ της Νέας Δημοκρατίας. Κάθε παράταξη ξεχώριζε από τις άλλες σαν τις πατάτες από τις ντομάτες. Οι Πανσπουδαστικάριοι ήταν κάτι γλίτσηδες με ερειπωμένα παπιά, το Ριζοσπάστη στην κωλότσεπη και τα Άσσος σκέτο στην παλάμη. Οι Πασπίτες ήταν ψηλοκάβαλοι γκιράπηδες που κυκλοφορούσαν με Αντίλντας ή Φρανκ Πέρι και οδηγούσαν φτιαγμένα Γκολφ, Πόλο κι ολίγα Σιρόκο –κονομημένα παιδιά. Οι Αγωνίτες ήταν ωραία παιδιά, στυλάκι προσεγμένο και φρικοειδές με μαλλάκι φράντζα και φουλαράκι τύπου Παπάζογλου, διέθεταν και τις δεύτερες ομορφότερες γκόμενες απ΄όλες τις παρατάξεις. Οι Αυτόνομοι ήταν κάθε καρυδιάς καρύδι –φρικιά, πάνκηδες, γυαλαμπούκες διανοούμενοι και λοιποί γενικώς αταίριαστοι. Η ΔΑΠ απαρτιζόταν από μοντέλα ανδρικού ή γυναικείου φύλου τα οποία εμφανίζονταν σπανίως –μόνο σε γενικές συνελεύσεις και στις εξετάσεις –φορούσαν μια περιουσία, οδηγούσαν μια περιουσία, ξόδευαν μια περιουσία, ήταν γενικός ο περιούσιος λαός.
«Και πώς από τα μέρη μας;» ρώτησα τον Πάρη.
«Ε, πού αλλού;» απόρησε.
Με το δίκιο του –το να πάει πρώην Κνίτης κατά ΠΑΣΟΚ μεριά ήταν απίθανο και το να καταλήξει στους «προδότες, φραξιονιστές, αποστάτες» του Εσωτερικού –αδύνατο.
«Πάντως είχε δίκιο ο Μάκης, πρέπει να υπάρχει κάποια οργάνωση…» παραδέχτηκε.
«Να γίνουμε δηλαδή σαν τους άλλους;» αναρωτήθηκα. «Και τότε γιατί να μην πάμε να γραφτούμε στους άλλους που έχουν και στρωμένα μαγαζιά με σταθερή πελατεία;»
«Δεν είναι η οργάνωση που διαφοροποιεί τις παρατάξεις –οι θέσεις κάνουν τη διαφορά», σχολίασε ο Πάρης.
«Από θέσεις και προθέσεις, όλοι τις καλύτερες έχουμε. Στην πρακτική ξεχωρίζουμε», διαφώνησα.
«Αυτό πρέπει να το συζητήσουμε με την ησυχία μας», είπε ο Πάρης.
«Όποτε θέλεις αλλά τώρα πρέπει να χαιρετήσω κάτι φίλους», τη σκαπούλαρα επειδή η Άσπα μου έκανε ήδη νοήματα πίσω από την πλάτη του Βασιλιά και Άσπας πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται.

Την κοπάνησα από δίπλα του αέρινος σα σεντερφόρ που βγαίνει τετ α τετ με τον τερματοφύλακα και χώθηκα στην πίσω σειρά από το Βασιλιά.
«Πώς πάει;» ρώτησα κοιτάζοντάς την.
«Μυρίζομαι επανάσταση αλλά θα την καταπνίξω πάραυτα», ανακοίνωσε ο Βασιλιάς.
«Μπα –το άφτερ σέιβ μου είναι», τον καθησύχασα.
 Τότε σηκώθηκε ο Παπ από την έδρα και ανακοίνωσε τη λήξη της συνεδρίασης –μας θύμισε ότι την επομένη ήταν η εκλογοαπολογιστική κι έπρεπε να είμαστε όλοι εκεί, αλλά στα παπάρια του κι αν δεν πηγαίναμε σε τελική ανάλυση.
«Γλάστρες ποιος θα φέρει;» πετάχτηκε ένας από τη συνοδεία του Μαρκήσιου.
«Εγώ έλεγα για γιαούρτια», πρότεινε ο πάνκης.
«Όχι ρε παιδί μου –τραβάει ώρες η εκλογοαπολογιστική, θα βρωμίσουμε», τον συνέτισε ο Μαρκήσιος.

Αρχίσαμε να βγαίνουμε κοπαδιαστά από την αίθουσα, πλασαρίστηκα δίπλα στην Άσπα.
«Πού θα με πας σήμερα;» με ρώτησε.
«Όπου θέλεις».
«Κάπου μόνοι μας. Μη μπλέξουμε πάλι σε φασαρίες», μου ψιθύρισε.
«Προχώρα και σε φτάνω», της είπα.
Με έπιασε από το μανίκι –κάτι είχαν πάθει με το μανίκι μου όλοι σήμερα…
«Τι έπαθες;» με ρώτησε αγγίζοντας το μάγουλό μου.
«Κόπηκα στο ξύρισμα», σφύριξα.
Και την κοπάνησα από δίπλα της, έτρεξα προς το Χωρικό που τσακωνόταν με κάτι Αγρινιώτες. Του έκανα νόημα, πιάσαμε τοίχο.
«Θέλω το κλειδί από το σπίτι σου», του είπα.
«Παίζει κάτι;» με κοίταξε πονηρά.
«Όχι αν δε μου δώσεις το κλειδί», εξήγησα.
Το τσίμπησε από την τσέπη του τζιν του και μου το πάσαρε πλαγίως.
«Έχεις τρεις ώρες», μου ξεκαθάρισε. «Μετά θα έρθω να την πέσω».
«Κάντες τέσσερεις», του ζήτησα.
«Τρεισήμισι και κόψε τα προκαταρκτικά», μου ξέκοψε.

Έφυγα με το κλειδί στην τσέπη αλλά πουθενά Άσπα. Ξαναγύρισα στην αίθουσα, ο Πάρης μου έκανε νόημα, εγώ έκανα ότι δεν τον είδα, η Βιβή μού έκανε κωλοδάχτυλο, εγώ έκανα ότι δε με νοιάζει –ξαναβγήκα και κουτρουβάλησα στις σκάλες. Τη βρήκα να με περιμένει στο προαύλιο.
«Πάμε;»
«Φύγαμε…»

Το σπίτι του Χωρικού ήταν ένα διαμέρισμα δευτέρου ορόφου σε πολυκατοικία δεκαετίας. Με το που μπήκαμε η Άσπα μαζεύτηκε και δεν έλεγε να ξεκολλήσει από το χολ στην είσοδο του διαμερίσματος –εγώ πάλι έτρεξα ν΄ανοίξω κάνα παράθυρο μπας και φύγει η κλεισούρα.
«Να φτιάξω καφέ;» τη ρώτησα.
«Δικό σου είναι το διαμέρισμα;» κόμπιασε.
«Ενός φίλου».
«Ποιου δηλαδή;» με ρώτησε παγωμένα.
«Έχει σημασία;» απόρησα.
«Ξέρει κανένας άλλος ότι είμαστε εδώ μαζί;» επέμεινε.
«Όχι ρε κορίτσι μου –για τι με πέρασες;» αγανάκτησα.
«Και το κλειδί πώς το πήρες;»
«Το ζήτησα και το πήρα. Δεν έκανα και δήλωση στην αστυνομία…»
Φάνηκε να χαλαρώνει –αυτά τα κολλήματα των κοριτσιών μη μαθευτεί ότι πάνε να πηδηχτούν… Λες και το πήδημα είναι κάτι ανώμαλο ρε γαμώ το κέρατό μου μέσα…
Επιτέλους δέησε να ξεκολλήσει από το χολ και να μπει πιο μέσα. Εγώ πετάχτηκα μέχρι την κουζίνα, έψαξα για κάνα πιοτί αλλά βρήκα μόνο μπύρες κι ένα μπουκάλι με ημιδιάφανο κάτι στο ψυγείο το οποίο φοβήθηκα να δοκιμάσω.
«Καφέ, μπύρα;» φώναξα αλλά δεν πήρα απάντηση.
Τσίμπησα λοιπόν μια μπύρα, την άνοιξα, έπιασα και δυο ποτήρια μη μας περάσουν και για κανίβαλους και μπήκα στο κυρίως δωμάτιο του διαμερίσματος που ήταν στρωμένο με μαξιλάρες και βιβλία παραπεταμένα.
Η Άσπα καθόταν σε μια μαξιλάρα προσπαθώντας να ισιώσει τη φούστα της –πήγα λοιπόν και σωριάστηκα δίπλα της, εκεί κοντά υπήρχε ένα κασετόφωνο, πάτησα το play και ακούστηκε ο βραχνοκόκορας ο Μπομπ Ντύλαν στο Blowin in the wind, προσευχήθηκα στον Άγιο Ίαν Ντιούρι να μην έχει ολόκληρο το Freewheelin η κασέτα…
Την αγκάλιασα, κρατήθηκε για λίγο αλλά τελικά αφέθηκε να την τραβήξω κοντά μου –ένιωσα Τζιμ Κάγκνεϊ στην κορυφή της πετρελαιοπηγής –Top of the world ma
Πλακωθήκαμε σε κάτι φιλιά παθιάρικα μετά ελληνορωμαϊκής πάλης για το ξαλάφρωμα από τον περιττό ρουχισμό, σε λίγο βρεθήκαμε στα τσιμέντα να παγώνουν οι πλάτες μας εναλλάξ αλλά δεν μας πολυένοιαζε.
Κάποια στιγμή η Άσπα βρέθηκε από κάτω μου με ολίγη από ρούχα τσαλακωμένα να μας χωρίζουν –ήξερα ότι τα προκαταρκτικά αποτελούν σημαντικό στάδιο της όλης διαδικασίας αλλά κάπου έχασα τον έλεγχο και πέρασα στο κυρίως θέμα (πράγμα αξιοσημείωτο για έναν άνθρωπο των προλόγων σαν εμένα) -με το παντελόνι κατεβασμένο στους αστράγαλους προωθήθηκα κι έφαγα μια μεγαλοπρεπή πόρτα κατάμουτρα.
Η Άσπα μετατράπηκε αυτομάτως σε στρείδι, με έσπρωξε, δίπλωσε τα πόδια στο στήθος και με κοίταξε με ύφος πταισματοδίκη.
«Τι έγινε;» μούγκρισα.
«Δεν πρέπει…» ψιθύρισε.
Σε μυξοπάρθενη έπεσα, βλαστήμησα από μέσα μου. Αλλά απ΄ έξω κύριος…
«Προχώρησα πολύ γρήγορα;» τη ρώτησα.
«Δεν είναι αυτό –απλά δεν το έχω ξανακάνει…» είπε μέσα από τα δόντια της.
Έξυσα το κεφάλι μου. Δε μου άρεσε καθόλου να είμαι ο πρώτος κάποιας κοπέλας γιατί, από ότι είχα ακούσει, η πρώτη φορά είναι, σχεδόν πάντα, χάλια. Προτιμούσα να φάει την απόρριψη κάποιος άλλος κι εγώ να έρθω μετά –όταν οι προσδοκίες θα έχουν μειωθεί…
«Εντάξει, ίσως μπορούμε να περιμένουμε», πρότεινα στα πρόθυρα του εγκεφαλικού.
«Όχι δεν είναι εκεί το θέμα…» συνέχισε.
«Και που είναι το θέμα ρε Άσπα;» μούγκρισα.
Τελικά ήταν το Freewheelin, είχαμε ήδη φτάσει στη Γαμωβροχή που Πρόκειται να Πέσει κι ένιωθα κάπως σα να ετοιμαζόμαστε για την πορεία του Πολυτεχνείου.
«Είμαι με κάποιον….» είπε η Άσπα.
«Εννοείς κάποιον άλλον εκτός από μένα», έκανα χαζά.
«Ναι…»
«Παρακάτω;»
«Είμαστε κοντά ένα χρόνο μαζί και… τέλος πάντων, μάλλον θα το πάμε για σοβαρά…»
«Μα τι διάολο έχετε πάθει όλες σας μ΄αυτές τις σοβαρές σχέσεις;» πετάχτηκα στον αέρα.
«Όλες μας;» κούμπωσε η Άσπα.
«Ναι –κάνε μου και σκηνή ζηλοτυπίας…» γέλασα.
«Το θέμα είναι…» μουρμούρισε.
«Ότι αφού ο μάγκας περιμένει ένα χρόνο δεν μπορείς να το κάνεις μαζί μου», τη συμπλήρωσα.
Δεν είπε τίποτα –άφησε το γαμιόλη το Ντύλαν να γκρινιάζει –έτσι μου ‘ρχονταν να δώσω μια και να το σπάσω στο κασετόφωνο…. Αντί γι΄αυτό άναψα μια Καμήλα μπας και δραπετεύσω στην πλάτη της από την όλη φάση. Άρχισα κιόλας να κουμπώνομαι.
«Θύμωσες;» με ρώτησε.
«Ξέρω ΄γω; Μήπως αυτή την κουβέντα έπρεπε να την έχουμε κάνει πριν το ρίξουμε στην ελληνορωμαϊκή;» μούγκρισα.
«Ε, δεν πρόλαβα…» δικαιολογήθηκε.
«Ναι –κάπου εδώ πρέπει να σου ζητήσω και συγνώμη –έτσι;»
Σηκώθηκε κι άρχισε να ντύνεται αμίλητη. Αποτελείωσα τη μπύρα μου κοιτάζοντας σταθερά ένα μπλουζάκι χρώματος μπλε σκούρου που ξεπρόβαλε πίσω από κάποια μαξιλάρα.
«Λέω να πηγαίνω», είπε η Άσπα.
«Να πας όπου θες…»
«Ο Γρηγόρης…»
«Ποιος Γρηγόρης; Το ανθρωπάκι στα φανάρια;»
«Όχι… αυτός που τα έχουμε…»
«Ναι;»
«Είναι φίλος του Γιώργου…»
«Του Βασιλιά;»
«Ναι αυτού. Μην του πεις τίποτα για το μεταξύ μας…»
«Του Γρηγόρη ή του Γιώργου;»
Με κοίταξε νευριασμένα.
«Έτσι κι αλλιώς δεν θα έλεγα…» μούγκρισα. Τι να πω δηλαδή; Ότι πήγα για πήδημα κι έφαγα χυλόπιτα;
Ήρθε και κάθισε δίπλα μου, με αγκάλιασε –εγώ το έπαιξα πτώμα σε ακαμψία.
«Μου αρέσεις όμως…» είπε.
«Εντάξει –σου αρέσω… Παρακάτω;»
«Δεν έχει παρακάτω…»
Χαμογέλασα και φύσηξα τον καπνό στο πουθενά.
«Έφευγες;» τη ρώτησα.
Τινάχτηκε σα ελατήριο, μάζεψε την τσάντα της κι εξαφανίστηκε κοπανώντας την πόρτα πίσω της.
Υπέροχα…

Έμεινα μόνος με το Ντύλαν να μη λέει να βάλει γλώσσα μέσα του. Δεν είχα δύναμη ούτε να σηκωθώ, το πεταμένο μπουκάλι της μπύρας με κορόιδευε ασύστολα έχοντας καρφώσει το άδειο μάτι του πάνω μου κι ο κόσμος ήταν μια ατέλειωτη κατηφόρα που γλίστραγε από χυμένα λάδια. Κοίταξα δεξιά, κοίταξα αριστερά, κοίταξα κάτω, κοίταξα πάνω. Κάποιος είχε ξεκαρδιστεί με την πάρτη μου αλλά δεν μπορούσα να τον βρω –μόνο το γέλιο του άκουγα μέσα στο κεφάλι μου…

Τελικά σηκώθηκα, του έκανα μια ξεγυρισμένη υπόκλιση –είχα φλέβα κωμικού, δε χώραγε αμφιβολία, μόνο που το αίμα ήτανε κρύσταλλο μέσα σ΄αυτή τη φλέβα κι έτσι μου πήρε λίγο χρόνο μέχρι να φτάσω την πόρτα του διαμερίσματος.

Άφησα το Ντύλαν να παίζει στο κασετόφωνο –δεν πάει να γαμηθεί κι αυτός στην τελική;


Υ.Γ.: Ο τίτλος του κεφαλαίου ανήκει στους Χωρίς Περιδέραιο

4 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Ανώνυμος είπε...

γαμάτο και ας μη γάμησες!

The Motorcycle boy είπε...

Άμα γαμάς δεν είναι γαμάτο. Πάντως δεν πρόκειται για μένα -ιστορία είναι, δεν είναι η βιογραφία μου, δεν έχω ξεμωραθεί τόσο ακόμα!

Grafikos aristeros koultouriaris είπε...

Με αφορμη ενα παλιο σου αρθρο οπου με περίσσεια αντικειμενικοτητα που εβγαζε ματια εκραζες ανελεητα τον λιντς αποφασισα να κατσω να ααχοληθω λιγο με το μπλογκ σου. Δυστυχως κατεληξα στο εξης συμπερασμα. Εχεις ενα πολυ εντονο προβλημα με τους δηθεν κουλτουριαρηδες. Εε λοιπον ξερεις τι αλλο δειχνουν τα γραπτα σου? Οτι εισαι τοσο πολυ ψευτοκουλτουριαρης ο ιδιος που μαλλον αυτος ειναι ο λογος που βγαζεις τα κομπλεξ σου. Ο τονος κου ειναι εντονος γιατι παρατηρησα οτι και εσυ με το ιδιο στυλ ασκεις κριτικη προς ολους απο το μπλογκακι σου.

The Motorcycle boy είπε...

Εντάξει -δίκιο έχεις -κόψε μας ένα πρόστιμο τώρα να τελειώνουμε.

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι