Τρίτη, Ιουλίου 04, 2017

12. «Βαθειά στο δάσος»


Κλεισμένος ο λαιμός από τα τσιγάρα, κλεισμένο το κεφάλι από τη χάβρα, στο αμφιθέατρο του Χημείου βουίζει μια μπουρού καραβιού, κοιτάζω γύρω μου, τι διάολο; Σαλπάρουμε; Απ΄έξω κάποια ηχεία κρώζουν «Τώρα είναι χίλια εννιακόσια ογδόντα τέσσερα/ νοκ, νοκ, στην εξώπορτά σου/ είναι η μοδάτη μυστική αστυνομία/ ήρθαν για την ξενέρωτη ανιψιά σου» και δεν πάμε καθόλου καλά, νομίζω…
Κάτω, δίπλα στην έδρα είναι ο Κόκορας και δίπλα του, μάλλον ο Κυρίτσης, κάτι λένε σκυφτοί, στις πρώτες σειρές οι άγριοι, στα πλάγια, κοντά στις πόρτες οι πάνκηδες –ο καυγάς έχει να κάνει με τον καργιόλη το Λεπέν που έρχεται στο Κάραβελ. Τον έχουν καλεσμένο οι ΕΠΕΝίτες –είναι ν΄ απορείς που υπάρχουν ακόμα τέτοιοι… Όχι ότι δεν είναι μέσα στα πράγματα οι χουνταίοι, αλίμονο –ποτέ δεν έφυγαν. Άλλο όμως αυτό κι άλλο να το φωνάζουν –έχει γαμηθεί το σύμπαν ρε φίλε, σε λίγο θα κόψουν σύνταξη αγωνιστή και στους Χίτες, αν δεν παίρνουν ήδη…

«Σαν αναρχικός δε μπορώ να δεχτώ διαφοροποίηση μεταξύ μιας φασιστικής οργάνωσης και της γενεσιουργού της αιτίας, δηλαδή της καπιταλιστικής κοινωνίας. Διαμαρτυρόμενος εναντίον αυτών, νομιμοποιώ τους άλλους», ουρλιάζει ένας μαλλιάς σκαρφαλωμένος στην έδρα.
«Ναι, εσένα περίμεναν να τους νομιμοποιήσεις», κουνάει το κεφάλι του ο Πάρης δίπλα μου.
«Εντάξει –μέχρι να γαμήσουμε το σύστημα τι πειράζει να γαμήσουμε τους φασίστες;» φωνάζει ένας πάνκης.
Έχει δίκιο. Τι μας νοιάζει; Εκεί πέρα θα μαζευτούν φασίστες –τι άλλο χρειαζόμαστε για να τους την πέσουμε; Κομματική ντιρεκτίβα; Πονάει το κεφάλι μου, πονάει ο λαιμός μου, πονάει όλη μου η ζωή –η κάθε μέρα χειρότερη από την προηγούμενη.
Τον Αντώνη τον έχω χάσει καιρό τώρα, στα μαθήματα δεν πατάω, μέχρι το εστιατόριο φτάνω κι εκεί πέρα κυκλοφορώ στις μύτες, να μη με δουν και να μη δω. Η Μαργαρίτα χαμένη –μάλλον μπαίνει στα μαθήματα όταν έχουν ξεκινήσει και φεύγει πριν τελειώσουν, η Άσπα αγνοούμενη, αναζητείται από τον Ερυθρό Σταυρό και η Κασσάνδρα… Αυτή είναι πάντα -μαρκάρει τα μέρη που πρέπει να αποφεύγω. Η Βιβή με το Μάνο περιοδεύουν τον έρωτά τους από Κουκάκι μέχρι πλατεία και πάλι πίσω, ο Μάκης κάνει καριέρα, ο Παπ, κάπου εδώ γύρω βόσκει –γενικώς…
Πεινάω. Ή διψάω. Ή κάτι σχετικό…
«Μαλάκα την κάνω, δεν αντέχω άλλο», λέω στον Πάρη.
«Για πού;»
«Κάπου γενικά…»
«Κερνάς σουβλάκι;» σηκώνεται κι αυτός μαζί μου.
«Αμέ», προθυμοποιούμαι. «Άμα πληρώσεις τα δικά μου…»
Δίπλα στην είσοδο πέφτει λίγο κλωτσίδι, πάνκηδες με μαλλιάδες ως συνήθως. Ο Πάρης ντριπλάρει αέρινα το μπουλούκι, εγώ βάζω μια τρικλοποδιά πούστικη σε ένα φρικιό με κολεγιακή Λεντ Ζέπελιν- ίσα ρε φίλε, μια δεκαετία πίσω ζεις και βγάλε…
Απέξω έχουν στήσει μια κτηνώδη μικροφωνική και απειλούν να σπάσουν τα τζάμια των περαστικών βιβλιοπωλείων, χαμογελάω γιατί μου αρέσει το τραγούδι που παίζουν, αλλά χτυπάνε τα μηνίγγια μου σαν έμβολα νταλίκας και μου κόβεται μαχαίρι η χαρούμενη διάθεση.

Κατεβαίνοντας τα σκαλιά της εξόδου πέφτουμε πάνω στο Μαρκήσιο και την παρέα του. Ως συνήθως άνετοι και αργοπορημένοι.
«Τι κάνεις εδώ ρε παντειό;» γελάει όταν με βλέπει.
«Επανάσταση, τι άλλο;» σηκώνω αθώα τους ώμους. «Θα μπείτε μέσα;»
«Ε, πώς αλλιώς θα βγούμε έξω;» απορεί με τη σειρά του.
«Δικός σας ο πονοκέφαλος», καταλήγω και χαιρετιόμαστε.

Οι ΕΠΕΝίτες έχουν ανοίξει κάτι γραφεία σε πάροδο της Ακαδημίας, ψήνεται πέσιμο και πρέπει να είμαστε απίκο, αλλά για την ώρα…
«Πλατεία ή εδώ τριγύρω;» ρωτάει ο Πάρης.
«Εδώ έχει το τζόγο», αποφασίζω.
Σερνόμαστε μέχρι τον Μπερντέ κι ας μην έχουμε πολλά φράγκα –χρειαζόμαστε κάτι να μας πιάσει, οι ώρες έρχονται δύσκολες. Απέξω, στο πεζοδρόμιο, παρκαρισμένες κάτι κτηνώδεις Γκούτσι ΛεΜαν, ζαχαρώνω για λίγο ενώ ο Πάρης έχει μπει ήδη μέσα. Ποιος κερατάς οδηγεί τέτοια κτήνη; «Αξιόπιστες για ταξίδια ανά τον κόσμο, αρκεί να ταξιδεύετε δίπλα στις γραμμές του τρένου», έγραφαν στο ΜΟΤΟ, αλλά, όπως και να ΄χει, είναι ωραίες…
Ο Πάρης μού κάνει νόημα, μπαίνω στο μαγαζί –κάπνα και φασαρία. Είχε πιάσει τραπέζι δίπλα σε κάτι κουλτουρέ Κολωνάκια, βολεύτηκα απέναντί του κι έμεινα ν΄ακούω τις αναλύσεις τους περί Αλτουσέρ –ασορτί με κοντοσούβλια. Δεν τον πήγαινα το Γάλλο, πολύ αφ υψηλού ρε φίλε –είχε βγάλει κι εκείνο το κέρατο περί του πώς πρέπει να διαβάζουν το Κεφάλαιο οι εργάτες, ίσα ρε μούρη, αν δεν μπορούν οι εργάτες να διαβάσουν το Κεφάλαιο τότε έχει πρόβλημα το βιβλίο. Ας διαβάσουν τη στήλη με τα εργατικά ατυχήματα στην τοπική τους εφημερίδα –το ίδιο είναι.

Παραγγείλαμε μακαρόνια με σάλτσα και τα ρέστα μπύρες –ήρθε το φαγητό και μας φίδιασε, ο Πάρης την είδε βαθυστόχαστος κι έψαχνε τις προοπτικές του κινήματος το οποίο, ας πούμε, θα έπαιρνε ώθηση από τη συσπείρωση κατά του Λεπέν.
«Δηλαδή θεωρείς ότι όσοι πάμε να πλακωθούμε με τους φασίστες θα ξαναμαζευτούμε την επόμενη που δεν θα τους έχουμε απέναντί μας;» τον ρώτησα.
«Με τις κατάλληλες διεργασίες…» άναψε ένα άφιλτο από το κουτί με την κοκκινομάλλα.
«Τις οποίες θα τις κάνει, ποιος;»
«Άντε γαμήσου μωρέ», μου φύσηξε τον καπνό στα μούτρα εκνευρισμένος.
Εγώ πάλι έκοβα κάτι Ρηξάδες που μούγκριζαν σα φώκιες πάνω από πιάτα φασολάδας –θυμήθηκα τις φήμες ότι αυτοί έχουν γραμμή να μένουν σε ισόγεια και να κοιμούνται με ανοιχτά παράθυρα για να προλάβουν να την κοπανήσουν όταν έρθουν να τους συλλάβουν, κάνανε, λέει, και πολεμικές τέχνες, ξέρανε να χρησιμοποιούν τα κοντάρια από τα πανό, Αϊκίντο, Τσίου Τσίτσου και άλλα τινά…
Έσκυψα στον Πάρη, του τους έδειξα.
«Είσαι να τους τσιτώσουμε;» τον ρώτησα.
«Γιατί; Τι μας έκαναν;»
«Είναι Ρηξάδες ρε μαλάκα…»
«Και λοιπόν;»
Σηκώθηκα από την καρέκλα.
«Μπάτσοι…» γκάριξα.
Οι Ρηξάδες πετάχτηκαν σαν ελατήρια –δυο απ΄ αυτούς ήταν ήδη στην πόρτα, κάμποσοι από το μαγαζί με αγριοκοίταξαν όσο ξανακαθόμουν.
Ο Πάρης είχε γίνει παντζάρι.
«Μα, γιατί κάνεις συνέχεια μαλακίες;» κούμπωσε.
«Ξέρω ‘γω; Δεν το θέλω –έτσι με φτιάξανε…» γέλασα παραγγέλνοντας ακόμα μια γύρα μπύρες σ΄ένα γκαρσόνι πρόθυμο να μου φέρει μόνο το λογαριασμό.

Ένας αραιωμένος προς το φαλάκρας από το διπλανό τραπέζι έγειρε προς το μέρος μου.
«Ήταν αστείο αυτό;» μου χώθηκε.
«Εγώ πάντως γέλασα», του εξήγησα.
«Εγώ πάλι –όχι», μου ξεκαθάρισε.
«Δεν έχεις χιούμορ, μάλλον αυτό φταίει», απάντησα.
«Αυτό ή ότι είσαι κάφρος;» συνέχισε ο προσεχώς φαλάκρας.
Άρπαξα το μπουκάλι της μπύρας, έστριψα την καρέκλα μου και στριμώχτηκα δίπλα του, ήταν τρεις άντρες και δυο γυναίκες όλη η παρέα –έπεσε κάποια ανασύνταξη.
«Να σου πω… εσύ τι ρόλο βαράς;» ζήτησα να μάθω.
«Εσύ για τι τον κόβεις;» ρώτησε ο διπλανός του, ένας αδύνατος με μπυροκοιλιά.
«Αφού με ρωτάς…» το έπαιξα προβληματισμένος, «από Ζίγδη και δεξιότερα –για να μην τον πω φασίστα και παρεξηγηθεί κιόλας».
Έπεσε ένα χάχανο απαξιωτικό.
«Ξέρεις ποιος είναι αυτός ρε νιάνιαρο; Όταν εσύ βύζαινες, αυτός ήταν στην ΕΣΑ».
«Μόνιμος ή έκανες τη θητεία σου;» ενδιαφέρθηκα να μάθω κοιτάζοντάς τον.
«Ντροπή σου ρε κωλόπαιδο», χώθηκε μια θείτσα με χαϊμαλιά. «Να σέβεσαι αυτούς που αγωνίστηκαν για να μπορείς σήμερα να λες τις μαλακίες σου».
«Κατά πρώτον, ο κύριος σήμερα αγωνίζεται για να μην μπορώ να λέω τις μαλακίες μου και κατά δεύτερον, ο κύριος είναι κάργα ρατσιστής, οπότε, δε νομίζω ότι αγωνίστηκε για μένα…» τη γείωσα.
«Εγώ ρατσιστής;» απόρησε ο τύπος. «Εγώ;»
Τον είδα θιγμένο και τον λυπήθηκα.
«Φιλαράκο, προηγουμένως με είπες κάφρο. Έτσι λένε τους μαύρους οι φασίστες στη Νότιο Αφρική –κάνω λάθος;»
Μπερδεύτηκε λίγο.
«Δεν πάει να πει αυτό…» μασούλησε το ανύπαρκτο μουστάκι του.
«Και τι πάει να πει δηλαδή;» του χώθηκα.
«Ότι είσαι γύφτος ρε παιδί μου –αυτό πάει να πει», φούντωσε, αλλά επί τόπου κατάλαβε τη μαλακία του.
Κοίταξε το υπόλοιπο τραπέζι κομπλαρισμένος, είχε στην απέναντι πλευρά του μια εντυπωσιακή ξανθιά (εντύπωση μου έκανε που δεν την είχα προσέξει μέχρι τότε…) η οποία ξεκαρδίστηκε, σε λίγο την ακολούθησε και το υπόλοιπο τραπέζι μέχρι κι ο θιγμένος.
Η ξανθιά έκανε ένα αρχοντικό νόημα στο γκαρσόνι που παραφύλαγε για να μας πετάξει έξω.
«Κέρνα τα παιδιά ότι πίνουν», του είπε. Μετά γύρισε στον σχεδόν φαλάκρα: «Στην έφερε μια χαρά ο μικρός ρε Ντίνο».
Ο Ντίνος σήκωσε τους ώμους αμήχανα –λήξη παρεξήγησης.
«Ευχαριστούμε», σήκωσε το ποτήρι του ο Πάρης, όσο εγώ κατέβαζα μια γουλιά από το μπουκάλι μου κι ετοιμαζόμουν να ξαναστρίψω την καρέκλα.
«Καθίστε μαζί μας παιδιά», έκανε πρόσχαρα η ξανθιά.
Συννέφιασα –αυτό ήταν χειρότερο από το να πλακωνόμασταν στις μάπες, γιατί όταν βρίζεσαι με κάποιον είσαι στην τσίλια, όταν χαλαρώνετε, βρίσκεσαι μπόσικος. Τι σκατά να έλεγα με τον άνθρωπο που αποκάλεσα «φασίστα» και μάλιστα πάνω από μια φορά;

Έστρωσα την καρέκλα μου απρόθυμα, παράτησα τα μακαρόνια ανόρεχτος και άφησα τον Πάρη να κάνει παιχνίδι –είχε βάλει στο μάτι την ξανθιά προφανώς και πάσχιζε να την εντυπωσιάσει με την ιστορία περί Λεπέν.
«Ναι, είναι απαράδεκτο να τον δέχονται στη χώρα», σιγοντάρισε ο διπλανός του Ντίνου.
«Θα είμαστε όλοι εκεί», επικρότησε η θείτσα.
«Το θέμα είναι να ακυρώσουμε την εκδήλωση –μια απλή διαμαρτυρία δε φτάνει», είπε ο Πάρης.
Η ξανθιά έπινε το κρασί της αμίλητη.
«Και τι σχεδιάζετε δηλαδή;» ρώτησε ο Ντίνος, ξαλαφρωμένος που η κουβέντα πήγαινε αλλού.
«Κατά πρώτον…» ξεκίνησε να λέει ο Πάρης.
«Εγώ πρέπει να την κάνω», πετάχτηκα κουμπωμένος.
Αρκετά είχε τραβήξει η διαφώτιση.
«Κάτσε μωρέ –έχουμε χρόνο», είπε ο Πάρης.
«Πού έχετε να πάτε;» ρώτησε η θείτσα.
«Στα γραφεία της ΕΠΕΝ», της αποκάλυψε ο Πάρης.
«Αλήθεια;» ζωντάνεψε ξαφνικά η ξανθιά.
Μέλωσε ο Πάρης και πήρε να καταθέτει φόρα-παρτίδα τα υποθετικά σχέδια επίθεσης. Έβλεπα την ξενέρα στα μάτια των υπόλοιπων, μόνο η ξανθιά ήταν ανεξιχνίαστη.
«Μα, έτσι θα τους δώσετε λόγο να διαμαρτύρονται», σχολίασε ο διπλανός του Ντίνου.
Ρε δε γαμιέστε όλοι σας…
«Να διαμαρτύρονται ε; Δηλαδή θα βγουν και θα πουν ότι τους απαγορεύουμε το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης;» ρώτησα.
«Μέχρι κι αυτό…»
«Θα διαμαρτυρηθούν οι χουντικοί επειδή δεν τους αφήνουμε να εκφράσουν τις απόψεις τους;»
«Δεν πρέπει να γίνουμε σαν αυτούς…» είπε ο Ντίνος.
«Θα διαμαρτυρηθούν οι χουντικοί που έβαλαν βόμβα στην ΕΛΛΗ για να μην παιχτεί ρώσικη ταινία;» ξαναρώτησα.
«Ακόμα κι έτσι…» ξεκίνησε να λέει ο Ντίνος.
«Ακόμα κι έτσι –τι;»
«Δεν πρέπει να γίνουμε σαν αυτούς…» επανέλαβε.
«Δεν θα γίνουμε σαν αυτούς. Θα γίνουμε χειρότεροι», σχολίασα.
«Αυτό τι σημαίνει; Προτείνεις μια χειρότερη χούντα από τη δική τους;» χαμογέλασε, σίγουρος ότι με είχε στα σκοινιά.
Αυτά είναι άμα μιλάς και δεν πλακώνεσαι…
«Να σου πω πώς το βλέπω…» ξεκίνησα κάνοντας ενδιάμεσο διάλλειμα για να ανάψω μια Καμήλα. «7 χρόνια πηδάγανε στεγνά όποιον δεν ήταν μαζί τους. Η ιστορία έληξε, κανένας τους σχεδόν δεν τιμωρήθηκε, μια χαρά κρατάνε τα πόστα ακόμα –ας είναι καλά ο Κουφός… Αν ήμασταν σαν αυτούς θα έπρεπε να φωνάζουμε για να πάνε Μακρόνησο με ενδιάμεση στάση τις ταράτσες της Μπουμπουλίνας και της Μεσογείων. Αν ήμασταν χειρότεροι θα έπρεπε να τους τρώμε στεγνά στο δρόμο, μαζί με τις οικογένειές τους. Κάνουμε κάτι τέτοιο; Όχι. Ζητάμε κάτι τέτοιο;»
«Όχι αλλά…»
«Ε λοιπόν, αφού τους αφήνουμε να ζουν ανάμεσά μας, δεν είμαστε σαν κι αυτούς. Μπορεί να είμαστε πιο μαλάκες, μπορεί αύριο να το πληρώσουμε όταν ξαναπάρουν την εξουσία, αλλά σαν αυτούς δεν είμαστε μια φορά… Όταν όμως θέτουν δημόσια όλα αυτά τα σκατά που έχουν στο πρόγραμμά τους, πρέπει να δέχονται και την αντίθετη άποψη. Και η δικιά μου άποψη, η αντίθετη ας πούμε, είναι ότι θα πρέπει να υπάρχουν κοινοί κανόνες. Όπως δεν άφηνες κανέναν λεβέντη μου να εκφράσει άλλη άποψη όταν ήσουν στα πράγματα, έτσι πρέπει να δεχτείς ότι δεν θα αφήσουν κι εσένα, τώρα που δεν είσαι. Κάνω λάθος;»
Η ξανθιά ξεκαρδίστηκε.
«Πόσο απλά τα λύνει όλα αυτά η νέα γενιά, όταν εμάς μας πήρε νύχτες αξημέρωτες κι ατέλειωτους πονοκεφάλους για να μη βγάλουμε συμπέρασμα…» σχολίασε κοιτάζοντας το πιάτο της.
Είχε αρχίσει να μου τη βιδώνει η ξανθιά –ποια ήταν τέλος πάντων, η αρχηγός της φυλής;
«Την άποψή μου είπα», της ξεκαθάρισα κοφτά. «Δεν είμαι εκπρόσωπος καμιάς γενιάς γιατί ανήκω στην Άδεια Γενιά».
Και άναψα ένα νοητικό κεράκι στον Άγιο Ρίτσαρντ Χελ που μας είχε δώσει λέξεις για να πατάμε.
«Τι είναι η Άδεια Γενιά;» έσκυψε προς το μέρος μου η ξανθιά γεμάτη ενδιαφέρον.
«Μην του δίνεις σημασία –τα λέει κάτι τέτοια…» ξεκίνησε ο Πάρης που φοβήθηκε ότι χάνει πριν αρχίσει καν να παίζει.
«Δεν έχεις ακούσει για μας;» ξεκίνησα κοπιάροντας τα τρομερά τσιτάτα. «Λέμε, αφήστε μας να φύγουμε, πριν ακόμα γεννηθούμε –είναι σκέτος τζόγος όταν αποκτάς πρόσωπο –είναι εντυπωσιακό να παρατηρείς τι μπορεί να κάνει ο καθρέφτης…»
Ο Πάρης από δίπλα μου, έφερε τον δείκτη του δίπλα στο μηνίγγι του και τον στριφογύρισε, κοιτάζοντάς με, αλλά η ξανθιά έδειχνε μαγεμένη.
«Δικά σου είναι αυτά;» ρώτησε.
«Όχι βέβαια…»
«Ποιος τα λέει;»
«Βρέστο και πάρτο», έκανα όσο σηκωνόμουν.

Κάτι μου φώναξε από πίσω ο Πάρης αλλά δεν κρατιόμουν –το είχα φέρει το παιχνίδι σε ισοπαλία κι όσο τραβούσε, τόσο πιθανότερο να χάσω. Πήγα στη μηχανή, ξεκλείδωσα το πέταλο. Έχασα λίγο χρόνο να χαιρετήσω τις ΛεΜαν –εκεί την πάτησα.
Η ξανθιά βγήκε πίσω μου και με φώναξε. Γύρισα, ακουμπώντας στη μηχανή.
«Δεν είναι ευγενικό να φεύγεις έτσι», μου είπε κάπως επικριτικά.
«Δηλαδή, εδώ έβρισα τον δικό σου με το καλησπέρα και τώρα ανακάλυψες ότι δεν είμαι ευγενικός;» γέλασα.
«Δίκιο είχες που του τα είπες –δεν είχε δικαίωμα…»
Ανασήκωσα τους ώμους. Υπήρχε ένα πρόβλημα εδώ πέρα –τα εξής δύο: Πρώτον –την ξανθιά τη γούσταρε ο Πάρης, άρα έπρεπε να πάω πάσο, δεύτερον –ήθελα να δω τι γίνεται με το πέσιμο στους χουντικούς και μια ξανθιά θα μου ήταν επιπλέον βάρος, τρίτον –γενικά…
Τότε βγήκε κι ο Πάρης, φρέσκος σα Μεγάλη Παρασκευή –ήρθε κοντά μας.
«Τι γίνεται; Πού πάμε;» ρώτησε.
«Για τα γραφεία της ΕΠΕΝ…» πρότεινα.
«Τρικάβαλο;»
«Εδώ δίπλα είναι –πετάγομαι να πάρω τσιγάρα κι έφτασα», ξεγλίστρησα πονηρά.
Ο Πάρης χαμογέλασε –βόλτα με την ξανθιά στο κέντρο της πόλης –το καλύτερό του.
«Τα λέμε εκεί», ξέκοψα πριν αλλάξουν τα πράγματα και έβαλα μπροστά τη μηχανή.

Και τώρα τι κάνουμε γέρο μου; Θα τους παρατήσεις σύξυλους; 

Πήγα μέχρι το μακρινότερο περίπτερο, στην πλατεία Συντάγματος, για να καθαρίσει λίγο το κεφάλι μου. Ήθελα να πάω όπως και δήποτε στο τζόγο με τους χουντικούς αλλά δεν είχα καμιά διάθεση να ξαναδώ την ξανθιά –κάτι με φόβιζε σ΄αυτή τη γυναίκα, κάτι μου έλεγε ότι ήμουν τυχερός που ψαχνόταν να της την πέσει ο Πάρης.  Ένα πράγμα, σα να ήθελε να σου ρουφήξει τη ζωή μέσα απ΄ τα μάτια αυτή η γυναίκα –κι εγώ δεν είχα αρκετή ζωή ούτε για πάρτη μου…

Γύρισα πίσω με τ΄ αυτιά κατεβασμένα, ψάρεψα στα στενά πέριξ του άντρου της ΕΠΕΝ για να μετρήσω κρυμμένους μπάτσους (τίποτα) πριν φτάσω πίσω από τους μαζεμένους, καμιά εκατοστή άγριοι που ρίχνανε ότι έβρισκαν πρόχειρο σε μια ταμπέλα του πρώτου ορόφου. Η ταμπέλα, με το σηματάκι και την επιγραφή της ΕΠΕΝ ήταν δεμένη σ΄ένα μπαλκόνι –το μπαλκόνι ήταν άδειο, αλλά άνοιγε τακτικά μια μπαλκονόπορτα και κάποιοι αόρατοι πέταγαν πέτρες στον κόσμο. Τις πέτρες τις μάζευαν από το μπαλκόνι μέχρι να σπάσουν τα τζάμια της μπαλκονόπορτας, μετά τούς πήγαιναν συστημένες.
Και τότε είδα την ξανθιά. Από κάπου είχε τσιμπήσει έναν πυροσβεστήρα και τον κοπάναγε στην κλειδωμένη εξώπορτα, ακριβώς από κάτω από το μπαλκόνι. Ο Πάρης, αριστερά της είχε πιάσει τοίχο και περίμενε.
Έκανα πίσω τη μηχανή και την πάρκαρα στο διπλανό στενό, έτρεξα αλλά η κατάσταση είχε αλλάξει. Η εξώπορτα κράταγε ακόμα, κόσμος είχε κρύψει την ξανθιά και οι φασίστες πέταγαν από τα παράθυρα τη μάνα τους και τον πατέρα τους. Ένα παιδί έκανε πίσω με ανοιγμένο κεφάλι. Ο κόσμος τρελάθηκε –έπεσαν όλοι μαζί στην πόρτα και ποδοπατήθηκαν μεταξύ τους. Αδύνατο να φτάσω στους δικούς μου…
Μ΄ έπιασε ένα τρέμουλο, σε λίγο θα είχαμε κόσμο στραπατσαρισμένο –σκοτωνόμασταν μόνοι μας, γαμώ το στανιό… Όρμησα στο μπούγιο κι έφαγα κάτι πράγματα στις πλάτες –πόνεσα αλλά εντάξει.
«Κάντε πίσω ρε μαλάκες», ούρλιαξα.
Κανένας δε φάνηκε να με ακούει –η πόρτα υποχωρούσε, αυτό ήταν αρκετό για να στριμωχτούν ακόμα περισσότερο, κάποιοι ούρλιαζαν αλλά δεν καταλάβαινα αν ήταν από πόνο ή χαρά.
Και τότε άκουσα τις κλούβες –οι υπόλοιποι δεν είχαν πάρει χαμπάρι, έτσι αφιονισμένοι που ήταν, έκανα λίγο πίσω και τους είδα να κόβουν την κυκλοφορία πριν κατέβουν.
«Μπάτσοι», ούρλιαξα και με πιάσανε τα γέλια.

Έβλεπα ότι η εξώπορτα κόντευε να πέσει και τότε ήρθαν τρέχοντας οι μπάτσοι με τα γκλοπ –έκανα στην άκρη μη με πατήσουν, κι εκείνοι έπεσαν στις πλάτες των μαζεμένων.
Θα τους λιώσουν πάνω στον τοίχο, τρόμαξα, αλλά ευτυχώς υπήρχε ακόμα διέξοδος στα πλάγια του κτιρίου –ο κόσμος άρχισε να φεύγει κατά εκεί. Ταλαντεύτηκα προσπαθώντας να διακρίνω κατά που πήγαιναν οι δικοί μου κι έφαγα μια γκλοπιά στην πλάτη από έναν τεμπέλη μπάτσο. Πόνεσα.
«Σήκω φύγε ρε μουνί», μου φώναξε μέσα από το κράνος.
Διάλεξα ένα από τα δυο στενά και έτρεξα –στα 20 μέτρα κατάλαβα ότι πήγαινα λάθος, δεν είχα από εκεί τη μηχανή. Γύρισα πίσω, πέρασα ξώφαλτσα από τους μπάτσους, βρήκα τη μηχανή κι έβαλα μπροστά σε χρόνο dt. Πήγαινα αργά μην πατήσω κανέναν, γιατί πολλοί ήταν αυτοί που έτρεχαν –ευτυχώς οι μπάτσοι δεν κυνηγούσαν.
«Πάμε στους άλλους», ακούστηκε μια φωνή –βούτηξα έναν από το μπούγιο, «πού πάμε;» ρώτησα, «ΕΝΕΚ», φώναξε με τα μάτια θολά.
Δεν με αφορούσε πλέον η υπόθεση. Δεν έβλεπα προοπτική –θα πήγαιναν στα γραφεία των άλλων φασισταράδων, θα πετούσαν ότι έβρισκαν μέχρι να τους ξανακυνηγήσουν οι μπάτσοι.
Έκοψα τη μηχανή αριστερά κι απομακρύνθηκα –ο Πάρης με την ξανθιά δεν φαίνονταν πουθενά.

Οι μέρες μέχρι την επίσκεψη του φασίστα πέρασαν περίεργα. Προτίμησα να χαθώ από τα πέριξ –είχαν αρχίσει κιόλας να πυκνώνουν οι βόλτες των μπάτσων στην πλατεία, τη στήνανε όπου δεν έπεφτε το φως για εξακριβώσεις, προσαγωγές υπόπτων λόγω ντυσίματος ή κουρέματος –βρώμαγε κρατητήριο η περιοχή. Το προηγούμενο βράδυ πήγα όμως στον ΠΗΓΑΣΟ, έπαιζε ένα συγκρότημα που με κόλλησε λόγω αφίσας, Χωρίς Περιδέραιο, το όνομα.  Όνομα ή ιδιότητα; Αυτό πήγα να μάθω –και τελικά ήταν ένα σκοτεινό παιδί που έλεγε περίεργες εικόνες από το μικρόφωνο με φωνή αγγελιοφόρου. Ο κόσμος από κάτω, τίποτα. Λίγοι και κουμπωμένοι. Δυο πλήκτρα, μια κιθάρα –αυτοί ήταν όλοι πάνω στο σκαλοπατάκι που χρησιμοποιούσε για σκηνή το μαγαζί. Κρατούσα μια μισοτελειωμένη μπύρα και άκουγα το παιδί να μου ξεκαθαρίζει κάτι απορίες, «Οι κάμποι της Αθήνας απεργούν/ τελικά βοή σημαίνει απραξία/ έχω ανάγκη από απεργοσπάστες/ απεργοσπάστες κρότους, κροταλίες».
Ένας πάνκης στράβωσε, σηκώθηκε από το τραπέζι του κι έφτυσε προς τη σκηνή, το παιδί τον κοίταξε χωρίς να αλλάξει έκφραση, «Ως εδώ, αρκεί», φώναξε. Τσίτωσα. «Άλλο δεν μπορώ/ Όλο φεύγω κι όλο/ είμαι εδώ», συνέχισε το παιδί κι εκείνη την ώρα, ένιωθε το μικρόφωνο σαν εχθρό –χτύπησε τα πλήκτρα θυμωμένα –τον αγάπησα επιτόπου.
Όταν τελείωσε το συγκρότημα, μάζεψαν στα γρήγορα κι εξαφανίστηκαν, στάμπαρα τον Άλκη στο διπλανό δωμάτιο να γελάει παρέα με κάτι Μηχανικούς –τον πλεύρισα.
«Τι ήταν αυτοί;» τον ρώτησα.
«Άπερκατ ή κορ-α-κορ, διίστανται οι απόψεις», ξεκαρδίστηκε.
Έτσι ήταν…

Το βράδυ του Λεπέν ξεκίνησε η πορεία από τα Προπύλαια. Πέρασα με τη μηχανή για να κόψω κίνηση –πολλοί οι μαζεμένοι, πάνω από τρεις χιλιάδες -θα γίνονταν περισσότεροι αφού ξεκινούσαν, ένιωσα δύναμη. Πέρασα μια γρήγορη από πλατεία –άδειο το μέρος, μονάχα μια διμοιρία ΜΑΤ παρκαρισμένη έξω από τη Μαρονίτα,  σε αναμονή. Έφυγα καρφί για Μαβίλη, πάρκαρα τη μηχανή, τσίμπησα μια μπύρα και περίμενα –δεν ήμουν μόνος.
Πατήσια, Κυψέλη και κάμποσοι από τα Εξάρχεια περίμεναν να φτάσει η πορεία –βρήκα τον Καβάτζα κουμπωμένο, αλλάξαμε δυο κουβέντες, δεν καταλάβαινε ούτε που βρισκόταν, τον παράτησα. Χαιρετήθηκα με κάτι πάνκηδες Χαλεπάδες που δεν ήξεραν ούτε από ποια χώρα ήταν ο Λεπέν αλλά ήταν πρόθυμοι να ρίξουν ξύλο σε όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Η πορεία έφτασε όταν τέλειωνα τη μπύρα μου, πέταξα το κουτάκι κι έψαξα πού να χωθώ.

Δε μου πήρε ώρα πολλή να βρω τους δικούς μου, άφησα να περάσουν τα μπλοκ των ΜουΛούδων, αγνόησα κάτι Αγωνίτες ξέμπαρκους, κορόιδεψα τους κρανοφόρους Ρηξάδες που πήγαιναν με βήμα, έφτασε μπροστά μου η ουρά –ασυντόνιστη, αεικίνητη, μια φασαρία από γέλια κανιβάλων. Δε μου πήρε πολύ να σταμπάρω τον Παπ, δίπλα του ο Μάκης, η Βιβή, ο Μάνος, η Μαρία χωρίς τον Αντώνη, ο Κύπριος, οι δυο Γιώργηδες και πιο πίσω ο Μαρκήσιος, ο Κανταϊφιας, ο Ζαχαρίας και κάμποσοι από τους θρυλικούς Αρχαίους.
«Πού είσαι εσύ; Ζεις;» με χτύπησε στην πλάτη ο Παπ.
«Μέχρι αποδείξεως του εναντίου…» χαμογέλασα.
Ο ΛΑΟΣ ΔΕΝ ΞΕΧΝΑ –ΤΟΥΣ ΦΑΣΙΣΤΕΣ ΤΟΥΣ ΚΡΕΜΑ, ακούστηκε από το κεφάλι της πορείας.
«Ά λα, πάω τώρα για κρεμάλα», τραγούδησε από πίσω ο Κανταϊφιας.
Είχα το νου μου στα στενά που βγάζανε στο μεγάλο δρόμο –δεν μπορούσα να διακρίνω μπάτσους.
«Πού είναι ο μαλάκας;» ρώτησα τη Μαρία καθώς την πλεύριζα.
«Είχε πρόβα και μετά θα είναι κουρασμένος, έτσι μου είπε», μουρμούρισε συννεφιασμένη.
«Πρόβα, τα παπάρια μου…» μούγκρισα.
«Δε γίνεται να του πεις καμιά κουβέντα;» με παρακάλεσε.
«Κουβέντα δεν το βλέπω –καμιά σφαλιάρα γίνεται όμως», της ξεκαθάρισα.

Το ξενοδοχείο άρχισε να φαίνεται και η πορεία το γύρισε στο σημειωτόν. Πέσαμε στους μπροστινούς, κάτι τσάντες πλαστικές και πάνινες άλλαξαν γρήγορα χέρια, έβλεπα ήδη το κορδόνι των ΜΑΤ στο βγάλσιμο της Μιχαλακοπούλου. Η πορεία σταμάτησε για τις τυπικές διαπραγματεύσεις. Τα συνθήματα ανέλαβαν τη μουσική υπόκρουση –Ο ΛΕΠΕΝ ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΤΟ ΠΑΣΟΚ ΥΠΟΧΩΡΕΙ, ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΦΑΣΙΣΤΕΣ ΗΡΘΕ Η ΩΡΑ, ΘΡΥΛΕ ΟΛΕ ΟΛΕ (σ΄αυτό το τελευταίο γύρισαν οι κομματικοί προς το μέρος μας και μας γαμωσταύρισαν –καθότι άμπαλοι).
Και τότε έγινε το ντου, έτσι στο ξεκάρφωτο, χωρίς οργάνωση και μαλακίες –απλά την έπεσαν από τα πλάγια στη γραμμή των ΜΑΤ, έφυγαν μολότωφ, πέτρες, ξύλα, νεράντζια, οι μπάτσοι ξαφνιάστηκαν. Έκαναν λίγο πίσω, να ανασυνταχτούν αλλά κυκλοφόρησε η φήμη πως έξω από το Κάραβελ έκαναν περιφρούρηση οι φασίστες και τίποτα δεν μας κρατούσε.
Βρεθήκαμε να τρέχουμε αφηνιασμένοι, ξερά τα στόματα από τις φωνές, τα μάτια γυρισμένα ανάποδα –θέλαμε να φτάσουμε τους φασίστες, μίσος και περιέργεια –πώς ήταν τέλος πάντων αυτά τα φρούτα;
Οι μπάτσοι είχαν κάνει ένα κύκλο και τους περνάγαμε από δεξιά κι αριστερά, «φυλάτε τους φασίστες, ντροπή σας», φώναζε ο κόσμος καθώς τους προσπέρναγε –φτάσαμε στα 50 μέτρα και τους είδαμε.
Κάτι κωλόπαιδα αγκαζέ με λίγους σιχαμένους κοιλαράδες –πριν προλάβω να τους πλησιάσω το βάλανε στα πόδια, χώθηκαν στα στενά, μπερδευτήκαμε. Οι περισσότεροι τους πήραν στο κυνήγι, εγώ έμεινα έξω από το ξενοδοχείο περιμένοντας παρέα για να μπουκάρουμε μέσα –φεύγανε οι πέτρες προς τη τζαμαρία, βροχή.
Είδα τον Καβάτζα με το Βαγγέλη να τρέχουν λυσσασμένοι, πίσω τους ο Πολέμαρχος και κάμποσοι άλλοι της πλατείας –βρίζανε και πετάγανε ότι είχαν, στο πουθενά.
«Εδώ θα γίνει ο τάφος τους», φώναζαν.
Κοντοστάθηκα –τι σκατά να έκανα; Κερδίζαμε αλλά δεν ξέραμε τι…

Είδα κόσμο να χτυπάει πεσμένους, είδα ξεβρακώματα και μπάτσους να ψάχνουν τοίχο, είδα πέτρες να σκάνε στα κεφάλια μας πεταμένες από δικούς μας, έκανα μια προσπάθεια να ανέβω μέχρι την είσοδο του ξενοδοχείου και τότε σκοτείνιασε ο τόπος.
Τα ΜΑΤ ανασυντάχτηκαν, έφτασαν μάλλον κι ενισχύσεις –βγαίνανε από παντού, μας πήραν τις πλάτες κι άρχισαν να μας λιανίζουν. Μπροστά το ξενοδοχείο, πίσω μας οι διμοιρίες, από τα στενά έβγαιναν ΜΕΑτζήδες με γκλοπ και περίστροφα. Βρήκαν ευκαιρία οι φασίστες και ξαναγύρισαν –έκαναν μια επίθεση αλλά έφαγαν ξύλο μαζεμένο, υποχώρησαν στα στενά και περίμεναν να βουτήξουν κανέναν ξεκομμένο.
«Τον ήπιαμε», κλαψούρισε ο Μάκης.
«Μαζί», φώναξε ο Παπ. «Να σπάσουμε τον κλοιό».
Κολλήσαμε ο ένας δίπλα στον άλλο –δεν ήμασταν πάνω από 20 άτομα –η Μιχαλακοπούλου από κάτω, τίγκα στις κλούβες, βλέπαμε ήδη να μαζεύουν κόσμο, χειροπέδες και κλωτσιές στα κεφάλια όσων έπεφταν στην άσφαλτο.
Η Μαρία έκλαιγε, η Βιβή είχε φρικάρει –φώναξε «γουρούνια» και χίμηξε στην πλάτη ενός ΜΕΑτζή, τον έπιασε από τα μούτρα γυρεύοντας να του βγάλει τα μάτια, με το ζόρι την τραβήξαμε πίσω.
«Πάμε», είπε ο Παπ.
Τρέξαμε. Χωρίς να βλέπουμε –πέσαμε σε κάτι ΜΑΤατζήδες που δεν το περίμεναν, φάγαμε μπόλικες αλλά περάσαμε, είχε μια μικρή ανηφόρα αριστερά από το ξενοδοχείο κι από κει κάτι στενά, τραβήξαμε αριστερά προς Καισαριανή και τότε τους είδαμε να περιμένουν.
Κοντά 10 άτομα, με ρόπαλα στα χέρια –μας έδειχναν και φώναζαν, δεν τους φοβήθηκα αλλά έψαχνα να δω αν είχαν τίποτα μπάτσους μαζί τους. Δεν είχαν.
Σκύψαμε τα κεφάλια και ορμήσαμε, όταν φτάσαμε στα δυο μέτρα το έβαλαν στα πόδια –πρόλαβε όμως κάποιος δικός μας και κατέβασε έναν, πετυχαίνοντάς τον με πέτρα στο δόξα πατρί.
Δε χάσαμε χρόνο μαζί του –τρέξαμε μέχρι την πλατεία Καισαριανής κι εκεί σωριαστήκαμε σε κάποιο καφενείο, βλέπαμε από κάτω τον καπνό να σηκώνεται από το Κάραβελ.
 Άναψα τσιγάρο με χέρι που έτρεμε.
«Πού είναι ο Πάρης;» ρώτησα τη Βιβή.
«Ιδέα δεν έχω», απάντησε και είδα ότι μόλις τώρα κι αυτή συνειδητοποιούσε την απουσία του.
«Σήμερα ήταν μια μεγάλη μέρα για το κίνημα…» ξεκίνησε να αγορεύει ο Μάκης.
«Πες του να σκάσει γιατί θα του δαγκώσω το λαρύγγι», ζήτησε από τον Παπ η Βιβή.
«Μάγκες –ποιος θέλει μπύρα;» πετάχτηκε ο Μαρκήσιος δυο τραπέζια παρακάτω.
Κρατηθήκαμε αν και ήμασταν πιο ξεροί από τη Σαχάρα –αλλά ο Μάνος σηκώθηκε.
«Πάω να φέρω για όλους», προθυμοποιήθηκε.
«Είδες γιατί τον αγαπάω;» μου έκλεισε το μάτι η Βιβή.
«Είδες», είπα.

Άρχισαν να μαζεύονται κι άλλοι επιζήσαντες του Κάραβελ, γίναμε 5-6 τραπέζια μετά από καμιά ώρα, κόσμος με σκυμμένα κεφάλια, μελανιασμένος από το ξύλο –έτσι είναι οι νίκες;
Ένα παιδί από τη Νομική βρέθηκε δίπλα μου, μοιραστήκαμε ότι Καμήλες μου είχαν μείνει κι έμαθα ότι είχαν δέσει πολύ κόσμο εκεί κάτω και κάμποσοι έφυγαν με ασθενοφόρα. Δικοί μας σχεδόν όλοι… Έτσι είναι οι νίκες;

Πριν κοπούν εντελώς τα πόδια μου σηκώθηκα απρόθυμα –έπρεπε να γυρίσω πίσω στη Μαβίλη, να πάρω τη μηχανή. Κάμποσοι προσφέρθηκαν να μου κάνουν παρέα αλλά τους απέφυγα –δεν ήθελα κανέναν κι ήμουν σίγουρος ότι κανένας δε με ήθελε, απλά φοβόντουσαν να κυκλοφορήσουν μόνοι.
Οι δρόμοι δεν ήταν δικοί μας εκείνη τη νύχτα… Έτσι είναι οι νίκες;

Έκανα κύκλο για να αποφύγω το Κάραβελ, κόλλαγα στους τοίχους όταν άκουγα φωνές –τα ΜΑΤ αλώνιζαν και στα στενά δεν ήξερες τι σε περιμένει, πέρασα από κάτι χαμόσπιτα με σκουπιδόκηπους, άκουσα φασαρία, κοντοστάθηκα.
Γέλια μαζί με κακαρίσματα….
Είδα κάτι πιτσιρικάδες να ξετρυπώνουν πίσω από ένα κοτέτσι –προσπαθούσαν να κάνουν ησυχία αλλά χάλαγαν τον κόσμο, τους περίμενα μέχρι να πηδήξουν την καγκελόπορτα.
«Τι κάνετε εκεί ρε μαλακισμένα;» ρώτησα.
«Κρυφτήκαμε από τους μπάτσους», μου είπε μια πιτσιρίκα με τζιν μπουφάν τίγκα στο καρφί.
«Στο κοτέτσι;» γέλασα.
«Άμα θες να φας φρέσκο αυγό…» με σκούντηξε ένας από την παρέα.
Χαμογέλασα και τους γύρισα την πλάτη. Ναι –έτσι είναι οι νίκες.

Η κυκλοφορία είχε ξαναπάρει μπροστά και η Μαβίλη ήταν γεμάτη φτηνιάρηδες που την έψαχναν να γίνουν με φρέσκια εμφιαλωμένη βενζίνη. Βρήκα τη μηχανή να με περιμένει, η σέλα ήταν γεμάτη υγρασία, μου ήρθε μια παρομοίωση με δάκρυα και διπλώθηκα στα δυο από τα γέλια.
Πήγα στο κοντινότερο περίπτερο, ψάχτηκα για ψιλά και αγόρασα ένα πλακέ Μεταξά τριάρι κι ένα φρέσκο πακέτο Καμήλες. Σωριάστηκα δίπλα στη μηχανή.

Ήπια για τις νίκες μας…

Υ.Γ.: Ο τίτλος του κεφαλαίου ανήκει στους Birthday Party


14 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

CaptainHarlock είπε...

Ναι, «έτσι είναι οι νίκες». Κι ας μας πήρε μια ζωή -ποια ζωή; Κάποια ζωή τέλος πάντων- , να το πάρουμε χαμπάρι. Κι όλες αυτές οι συλλογικές μητροπολιτικές «μυθολογίες», που θέλουν να μας φορτώσουν με το ζόρι οι «πολιτικοποιημένοι» στις πλάτες, σκέτο σίδερο και παραμύθι μαζί. Ψέματα, μια χαρά είναι τα παραμύθια, ποιος ζει δίχως αυτά; Απάτη σκέτη ήτανε. Ο καθένας μας τα είδε και τα έζησε με τον δικό του τρόπο και, αν του κάνει κέφι, θα τα μεταφέρει όπως γουστάρει στον προφορικό ή γραπτό λόγο. Οι συλλογικές «μυθολογίες» είναι κρεμάλα, οι προσωπικές, αντιθέτως, το μόνο αποκούμπι να τη βγάλεις καθαρή (λέμε τώρα) μέχρι τον λάκκο. Ποιον λάκκο; Ένας μας φτάνει. Το ίδιο βιολί πάντως. Και το ’84 και το ’85 και το ’90 με τον Μελίστα και, για εμάς τους ελαφρώς μεταγενέστερους, το ’95 και το ’03. Ντε και καλά πρέπει όλα να συγκλίνουν σε μια (κυρίαρχη;) αντιεξουσιαστική (σιγά) αφήγηση. Οι παρεκκλίσεις τιμωρούνται αυστηρώς με κινηματικό θάνατο (εδώ γελάμε). Ρε άη στα τσακίδια. Σε ευχαριστώ που γράφεις, είναι σημαντικό για μένα.

υ.γ1 Με έχεις καταστρέψει με αυτό το «Ημέρες κρασιού και τριαντάφυλλων». Σοβαρά τώρα. Στην αρχή δε μου έκανε κάτι ο τίτλος, αλλά μιας και είχα διαβάσει όλα τα υπόλοιπα, κάποια και περισσότερες από μία φορές, είπα να το ξεκινήσω. Εντάξει, από τη δεύτερη παράγραφο, λέω «τώρα τη γαμήσαμε» κι έτσι κι έγινε. Ξενύχτησα τρεις μέρες μέχρι να το τελειώσω. Περίμενα πως και πώς να σχολάσω (καλά ούτως ή άλλως, αλλά ένας-χίλιοι λόγοι παραπάνω), μέχρι γάντια φόρεσα (ποτέ δε φοράω) μη μου φύγει φάλτσο ο «τροχός» και κόψω κανέναν αντίχειρα (και μετά πως θα κάνω ωτοστόπ). Με κατέστρεψες κανονικά. Από το «Μοντεζούμα» είχα να το πάθω αυτό. Και μην αρχίσεις τα σεμνά και να μην κάνω συγκρίσεις και τέτοια. Αυτό που δε μπορώ να χωνέψω είναι που το «Ημέρες κρασιού και τριαντάφυλλων» δεν έχει εκδοθεί. Καλά πάμε, δηλαδή, κατευθείαν στο διάβολο.

υ.γ2 Ειδικά με αυτήν την Άλεξ με ισοπέδωσες εντελώς. Σα βόμβα νετρονίων σε μυρμήγκι-νάνο, ένα πράγμα.

The Motorcycle boy είπε...

Τελικά ξέρεις κάτι; Οι νίκες είναι επίφοβο πράγμα γιατί όλο και κάποιος σε περιμένει για να πάρει ρεβάνς. Ενώ όταν χάνεις, η ρεβάνς είναι προσωπική σου υπόθεση. "Κινηματικά" το '80 ήταν μια ποδοσφαιρική πανωλεθρία -εκεί που ρίχναμε δυο γκολάκια το παρατήσαμε, με αποτέλεσμα να φάμε πέντε στο δεύτερο ημίχρονο. Δε γαμιέται... "ποιος θέλει τον κόσμο;" που λέγανε και οι Stranglers.
Υπήρξαμε τουλάχιστον τυχεροί που από τα γεγονότα τότε δεν έμεινε κάποια κυρίαρχη αφήγηση κι έτσι μπορούμε να διατηρούμε ξεθωριασμένες τις αναμνήσεις μας.
Προσωπικά, πέρασα δυο φάσεις -την πρώτη όπου ήμουν αθώος μαλάκας και τη δεύτερη που ήμουν ένοχος μαλάκας. Η δεύτερη φάση είναι οι "Μέρες του κρασιού και των τριαντάφυλλων". Η πρώτη φάση είναι αυτή εδώ, για την οποία έχω περισσότερο πρόβλημα να μιλήσω (εξ ου και οι καθυστερήσεις στις δημοσιεύσεις) -όσο να πεις, είναι λίγο άβολο.
Δεν με πολυέκαψε ποτέ το θέμα της έκδοσης, δεν το κυνήγησα και δεν με κυνήγησε -βασικά είμαι πολύ τεμπέλης για να κάνω επιμέλεια κειμένων, οπότε, καλά είναι εκεί που είναι κι ακόμα καλύτερα που υπάρχει η δυνατότητα να το διαβάζουν δυο φίλοι (γιατί τέτοιους σας θεωρώ) και να αλλάζουμε δυο κουβέντες.
Η Άλεξ είναι μια άλλη ιστορία που ποτέ δεν θα ειπωθεί σωστά... Αλήθεια, έχεις βρει το τέλος της ιστορίας, "μετά από πολλά έτη" που λένε και στις ταινίες; Υποθέτω πως ναι...

Ευχαριστώ για όλα, για ακόμα μια φορά -η σημασία του γραπτού είναι οτι διαβάζεται, πέρα απ΄αυτό δεν έχει άλλη αξία.

CaptainHarlock είπε...

Αν δεν κάνω λάθος, αναφέρεσαι στη συναυλία και στη συνάντηση σας εκεί. "«Άλλαξε τουλάχιστον ντίλερ –ακόμα με τον Αργύρη, αηδία κατάντησες» της χώνομαι". Κάποια πράγματα δεν αλλάζουν, σωστά; Οι γυναίκες και οι ρέπλικες, που έλεγε κι ο μεγάλος, πόσο δίκιο είχε (και σε αυτό). Κι εγώ σε θεωρώ φίλο μου, είναι σα να «μιλάς» και για μένα, όταν γράφεις.

The Motorcycle boy είπε...

Σωστά -μέσα είσαι. Γενικότερα. Βέβαια, μην ξεχνάς οτι σε όλες αυτές τις ιστορίες η προσωπική εμπειρία είναι σάντουιτς με τη φαντασία για να μη μας δέσουν κιόλας...

CaptainHarlock είπε...

Ασφαλώς. Έχω την αίσθηση πως η ιστορία που γράφεις τώρα έχει τη λιγότερη μυθοπλασία από όλες τις προηγούμενες. Αν ισχύει αυτό, σίγουρα θα σε κοντράρει πολύ. Πως λειτουργεί αυτό μέσα σου; Σε βοηθάει ή όχι;

The Motorcycle boy είπε...

Πολύ βοηθάει -τι να λέμε... Τόσο αργά που πάει, καμιά μέρα θα θέλω να σηκώσω συνέχεια και θα έχω ξεχάσει τους κωδικούς του blog.

Ocellus είπε...

ε, λοιπόν, εδώ βλέπεις όλες τις φυλές που συνατούσες στα περασμένα χρόνια. Κι αυτές οι φυλές με τη βλακεία και τη χαζομάρα εντάχθηκαν στην αυτοκρατορία του κινήματος, έγιναν σαλάτα και μετά σούπα. οι νίκες είναι η παγίδα της αυτοκρατορίας. Γιατί έγινε ό,τι έλεγε ο Πάρις μετά τελικά. Και έψαχνες να βρεις τι φταίει. Οι φυλές χάθηκαν, αυτό φταίει. Αλλά, όπως κάθε φυλή που σέβεται την ιστορία της, αυτές οι φυλές άφησαν τις δικές τους. Κι άρχισαν τα δέντρα να πετάνε τις ρίζες τους και να τινάζουν τα πλακάκια της αυτοκρατορίας. Γι' αυτό συνέχιζε να γράφεις και άντε να δούμε και το βιβλίο επιτέλους!
ΥΓ: τελικά έτσι γίνονται οι φίλοι, έχουν κοινές ιστορίες να ακούσουν και να πουν. Από εκείνες που βγάζουν ρίζες!

The Motorcycle boy είπε...

Ξέρεις, νομίζω οτι υπάρχουν δυο ειδών φίλοι, εκείνοι που κάνουν παρέα κι όσοι δεν έχουν γνωριστεί ακόμα -αυτό το τελευταίο ήταν ο λόγος να ανοίξω blog πριν από 100 χρόνια.
Δεν ξέρω που πάει το κίνημα, όπως δεν ξέρω και που πάει η μουσική (αν και μαθαίνω γι΄αυτή πληροφορίες από την κόρη μου και φοβάμαι πολύ μη μου πει και πληροφορίες από το κίνημα γιατί δε θέλω κανένας καργιόλης ν΄αγγίξει ούτε τρίχα από τα μαλλιά της, ούτε εκατοστό από την ψυχή της). Έχω όμως μια αμυδρή εικόνα οτι το πρόβλημα είναι στη συνειδητοποίηση. Όσοι μεγαλώσαμε με απαγορευμένα βιβλία, φροντίσαμε να τα μάθουμε απέξω και να τα δούμε από μέσα. Όταν όμως γίνανε τα βιβλία και οι ταινίες και τα τραγούδια βουνά -έπεσαν και πλάκωσαν τα νέα παιδιά, αυτό φοβάμαι οτι έγινε.
Έχω και μια ελπίδα, οτι η γενιά που βγαίνει τώρα στο δρόμο αντιμετωπίζει ένα καινούργιο '80 και μπορεί να τα καταφέρει καλύτερα.
Ποιος ξέρει;

Ocellus είπε...

ναι μπορεί και να τα καταφέρει. Μακάρι, φαίνεται ότι σκάει όλο αυτό κι αρχίζει κάτι καινούριο σιγά-σιγά. Πάντως, για την κόρη σου μην ανησυχείς, τα ιερά μας πράγματα κανείς δεν τα αγγίζει τελικά. Όπου κι αν πάμε. Ναι, εμείς είμαστε φίλοι που δεν έχουν γνωριστεί ακόμη. Πολύ χαίρομαι!

The Motorcycle boy είπε...

Όχι μπορεί -θα τα καταφέρει. Οι νέοι πρέπει πάντα να τα καταφέρνουν ακόμα κι όταν αποτυγχάνουν.
Κι εγώ χαίρομαι που με θεωρείτε φίλο σας. Αν μάλιστα κάποτε βρεθούμε για τίποτα μπύρες έχω να λέω και ιστορίες με το πώς κάποιοι θέλουν να βρομίζουν ότι ιερό διαθέτεις γιατί έχουν τελικά καταλάβει λάθος την έννοια της ικανοποίησης λόγω έλλειψης πρακτικής εμπειρίας.

CaptainHarlock είπε...

Κι εγώ έχω να σου πω πολλά. Αυτό που λες, ανέκαθεν, δουλευόταν και θεμελιωνόταν «επάνω». Κι όταν οι «ειδήμονες» ήταν βέβαιοι (;) για την επιτυχία του εκάστοτε «επαναστατικού» εγχειρήματος, το κατέβαζαν και στο Κλεινόν Άστυ. Ο λόγος; Μα φυσικά γιατί ο «κόσμος» στην Αθήνα (ασφαλώς ένα μικρό αλλά πολύ ενεργό κομμάτι ανυπότακτων, με κάθε έννοια, νεολαίων -κι όχι μόνον βεβαίως νεολαίων) έχει μια άλλη, βαθιά ιστορικότητα πολύπλευρης ανυπακοής ευρύτερα. Για αυτό δουλεύεις την «αντιεξουσιαστική» σου φάκα πέριξ του Ντορέ (κάποτε) και στη Ροτόντα (τώρα που σου γράφω) κι αν σου βγει η συνταγή επιχειρείς να την κατεβάσεις στα Εξάρχεια.
Εχθές καθόμουν και (ξανα)διάβαζα το «Κανένας σεβασμός για του νεκρούς». Μου φαίνεται ακόμη καλύτερο. Για την ακρίβεια είναι αφάνταστα καλό. Σιγά την επιμέλεια που χρειάζεται, σχεδόν τίποτα. Κι αυτό και τα υπόλοιπα. Έχω μια ερασιτεχνική εμπειρία, οπότε μπορώ να το πω με βεβαιότητα. Σκεφτόμουν που λες: Εκδόσεις Stazy Horn, σε έντυπη μορφή. Άσχημα είναι; Μη μου απαντήσεις αυτό που απαντάει η Έλσα στον «Χαμένο»… Θα ήθελα, όταν θα βρεθούμε από κοντά, να κουβεντιάσουμε και για αυτό, έστω και θεωρητικά, σε πρώτη φάση. Ξέρεις κάτι; Θα ήθελα στα δεκαπέντε μου -όταν πνιγόμουν στην αγία ελλαδική επαρχία, σε ένα μέρος όπου η κυρίαρχη αφήγηση περιελάμβανε αποκλειστικά και μόνο ροδάκινα, ρεβανί και χαντ-μπολ- να έπεφτε στα χέρια μου το «Κανένας σεβασμός για τους νεκρούς». Θα με είχε γλιτώσει από πολύ κόπο. Ή το «Ημέρες κρασιού και τριαντάφυλλων». Κι όλα όσα έχεις ανεβασμένα. Σου λέω και τώρα ακόμη με βοηθάς πολύ. Σου χρωστάω. Ναι, μη γελάς. Σοβαρολογώ. Με βοηθάς να μην ξεχάσω όσα ένιωσα. Γιατί αν χαθεί αυτό η μνήμη γίνεται σωρός από επίπεδες εικόνες, ψυχρές, άκαμπτες, κάλπικες. Που στο τέλος γίνονται ξένες, ανοίκειες και σβήνουν σιγά σιγά. Τα βιβλία σου είναι κλωτσιά στο ηλιακό πλέγμα για μένα, αλλά σαν εκείνες τις κλωτσιές που ρίχνουμε στα μοτόρια, να πάρουν μπρος, όταν έχουν μουλαρώσει. Κλωτσιά με αγάπη. Συναισθηματική επανεκκίνηση. Έτσι το βιώνω και είναι άπειρα σημαντικό.
Είμαι σίγουρος πως ο Τρανζίστορ δε θα καταδεχόταν ποτέ να κάτσει στο ίδιο τραπέζι με έναν αλκοολικό σε αποχή (χρόνια τώρα…), που θα ψευτόπινε από την ψεύτικη (0.0%) μπύρα του. Ψέματα; Εσύ ελπίζω να είσαι λιγότερο αυστηρός… Θα σου στείλω e-mail μέσα στο σαββατοκύριακο, να σου αναφέρω και κάποια πράγματα πιο προσωπικά. Περιμένω το επόμενο κεφάλαιο φίλε μου, μη μας ξεχάσεις!

The Motorcycle boy είπε...

Θα χαρώ να διαβάσω νέα σου και απορώ πώς βγάζεις άκρη από αυτό το ερείπιο blog -ούτε ξέρω πλέον που πάνε τα λινκ, γι΄αυτό σε είχα ρωτήσει τις προάλλες...
Ξέρω οτι η "ζύμωση" (τι μυρωδάτη παλαιοκομμουνιστική έννοια!) γινόταν παλιότερα στη Θεσσαλονίκη -για τώρα δεν ξέρω τίποτα...
Το "Κανένας σεβασμός..." θέλει τη λιγότερη δουλειά στην επιμέλεια γιατί όσο το έφτιαχνα, το είχε από κοντά ο φοβερός Κώστας Μάστορης (Metro Decay) και μου έκανε διορθώσεις. Εντάξει -το συγκεκριμένο είναι όντως καλό κι αυτό δεν το λέω εγώ (έχω διαφορετικά κριτήρια) αλλά ο καλύτερος τραγουδιστής και περφόμερ που έχει ανέβει ποτέ σε ελληνική σκηνή -άρα, η γνώμη του μετράει...

Τα παραπέρα τα καταλαβαίνω, αλλά δεν θέλω να τα καταλαβαίνω -καταλαβαίνεις, έτσι;
Γενικώς πάντως -τα κείμενα είναι ελεύθερα, πάρτα και κάντα ότι γουστάρεις, εσύ ή ο όποιος. Αν αναφέρετε το συγγραφέα τους έχει καλώς, αν όχι -και πάλι φίλοι...
Δεν έχει και τόση σημασία...

CaptainHarlock είπε...

Μάλλον δε με κατάλαβες. Καλύτερα να μου κοβόταν το χέρι, παρά να κάνω κάτι τέτοιο. Εννοούσα αν αποφάσιζες ΕΣΥ κάποια στιγμή να τα εκδώσεις, θα ήθελα πολύ να βοηθήσω στο ο,τιδήποτε, σαν φίλος. Αυτό μόνο. Να είσαι καλά.

The Motorcycle boy είπε...

Εντάξει βρε -το κατάλαβα. Απλά σου λέω οτι δεν έχω πρόβλημα, τα κείμενα, όταν βγαίνουν δημόσια σταματάνε να είναι δικά σου.

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι