Τετάρτη, Οκτωβρίου 29, 2008

15. «96 δάκρυα σε 96 μάτια»

Προηγούμενα:
1ο μέρος: Στο ξέφωτο βαδίζοντας προς την κλειστή πόρτα

2ο μέρος: "Ποτέ ξανά" έγραφε η πόρτα που δεν ήταν εκεί
13. Οι αποφάσεις που μας πήραν
14. Δωμάτιο μονοθέσιο

Κουνάω το κεφάλι όμως η ζαλάδα δε λέει να φύγει. Σα να μην έφτανε αυτό, τσιμπάω κι έναν ξεγυρισμένο πονοκέφαλο από το κούνημα –ομίχλη κάτω από τη Γέφυρα των Στεναγμών, τέτοια κατάσταση. Εδώ και κάτι μέρες έχω χάσει τη μπλούζα μου, εκείνη την μαύρη κολεγιακή με τη στάμπα Κόρτο Μαλτέζε, βολεύομαι λοιπόν με ένα καρό καουμπόικο πουκάμισο δυο νούμερα μεγαλύτερο –εντάξει. Ξαπλώνω πάλι στο στρώμα, δεν υπάρχει κανένας λόγος να κουνηθώ από εδώ πέρα –καλά είμαι. Να κοιμηθώ να περάσει η ζαλάδα κι ο φρέσκος πονοκέφαλος, να κοιμηθώ –αλλά αυτό είναι αδύνατο. Έχω μια βδομάδα να κοιμηθώ, αν είναι σωστοί οι υπολογισμοί μου. Γυρίζω αργά το κεφάλι αριστερά, άδεια καραφάκια ούζου στο πάτωμα –γι΄αυτό λοιπόν. Η ζαλάδα.

Θα σου πω μια ιστορία, μην ψάχνεις τα «πως» και τα «γιατί», άκου λίγο. Ο κόσμος, αυτός που βλέπεις κι εκείνος που δε βλέπεις, είναι όλος μια παραίσθηση κι εσύ είσαι μέσα σ΄αυτό. Οι άνθρωποι, ο εαυτός σου, το σώμα σου, οι σχέσεις σου –τα πάντα φτιαγμένα μέσα στο κεφάλι σου και προβάλλονται στο λευκό πανί απέναντί σου. Εσύ είσαι μια μηχανή προβολής με ενσωματωμένο τον μοντέρ και δίνεις υλικό. Θα μου πεις –σιγά το καινούργιο, σιγά την ανακάλυψη! Είπα εγώ ότι είμαι εγγονός του Γιούνγκ ρε δικέ μου; Διαβασμένα τα ‘χω! Την ιστορία στη λέω για να καταλάβεις τι κάνω εγώ, εδώ. Τώρα.

Μοντάρω τη ζωή μου.

«Φεύγουμε, θα ‘ρθεις;»
Ανοίγω τα μάτια. Ο Αργύρης και η γκόμενά του η Σόνια. Ντυμένοι στην τρίχα, τσίλικοι, φρεσκοπλυμένοι, έτοιμοι για βραδινή έξοδο. Είναι άραγε βράδυ; Ας πούμε «έτοιμοι για έξοδο», γενικώς. Να ξεμπερδεύουμε.
Με έχει υιοθετήσει ο Αργύρης από εκείνο το βράδυ στα νταμάρια –ευγενέστατο παιδί, με ενδιαφέρον για τον συνάνθρωπο.
«Που να τρέχεις τώρα στα χάλια που είσαι;» έχει πει. «Κάτσε να συνέλθεις και μετά φεύγεις».
Πέρασε μια βδομάδα, μπορεί και περισσότερο από τότε. Αλλά για μένα έχουν περάσει μόνο τρία φιξάκια, αυτή είναι πιο αξιόπιστη μονάδα μέτρησης χρόνου. Δε νιώθεις τίποτα μ΄αυτό το πράγμα, έτσι νομίζω. Αλλά όταν ξενερώσεις ψάχνεις να το βρεις. Για να ξανανιώσεις το τίποτα. Είναι σημαντικό το τίποτα. Έτσι λέω εγώ.
«Βαριέμαι, πηγαίνετε μόνοι σας», μουρμουρίζω.
Η Σόνια σκύβει πάνω μου.
«Θες τίποτα να σπιντάρεις;» ρωτάει τρυφερά.
«Άστο, να λείπει. Καλά είμαι έτσι», την καθησυχάζω.
Κουνάνε τα κεφάλια, φεύγουν. Το σπίτι τους είναι κανονικό κοινόβιο, όταν πρωτοήρθα κυκλοφορούσαν έξη, εφτά νοματαίοι εδώ γύρω –και τώρα κάπου τόσοι είναι, αλλά διαφορετικοί από τους προηγούμενους. Πάντα διαφορετικοί μοιάζουν, έχω παραιτηθεί από την προσπάθεια να συνδέσω ονόματα με φάτσες. Μόνο τους κοιτάζω όσο μπαινοβγαίνουν για να βρω τον πούστη που σούφρωσε τη μπλούζα μου –κι αυτό είναι εξαντλητικό όπως και να το κάνεις.

Θυμάμαι ένα όμορφο κορίτσι να ουρλιάζει στο διπλανό δωμάτιο κι εγώ φοβόμουν να πάω να δω τι γίνεται. Κάποιες πνιχτές απειλές που πέρασαν σα βροχή από βρώμικα λούκια. Κουβέντες, πολλές κουβέντες, αέρας και έπαρση –κάποιοι τα ξέρουν όλα, κάποιοι μπορούν τα πάντα, αποσπασματικά όμως, μέχρι τα λόγια να γίνουν βουητό αλογόμυγας. Θυμάμαι. Άχρηστα πράγματα –πονάει το κεφάλι μου όσο τα θυμάμαι και δεν θέλω. Να θυμάμαι.

Με συνεφέρει το κουδούνι που φαίνεται ότι κόλλησε πατημένο. Δε γίνεται να το αποφύγω, που τα βρίσκουν αυτά τα κουδούνια ρε γαμώτο; Σα μυδραλιοβόλα είναι –τρακόσες σφαίρες το λεπτό κι όλες να πετυχαίνουν διάνα στον πονοκέφαλό μου. Σηκώνομαι, κουμπώνω στοιχειωδώς το πουκάμισό μου, πάω ν΄ανοίξω. Στη διαδρομή περνάω δίπλα από έναν καθρέφτη –έχει πλάκα, επειδή στην επιφάνειά του εμφανίζεται κάποιος ζητιάνος άπλυτος, με φάτσα περισσότερο τσαλακωμένη από τα ρούχα του. Καμιά σχέση με μένα πάντως.
Και η πόρτα πιο βαριά από τη σύνεση, τραβάω δυνατά, κοιτάζω έξω. Ένα ζευγαράκι, δεν τους κόβω πάνω από 15-16 χρονών. Τραμπαλίζονται απέναντί μου αμήχανοι κι αυτό επιδεινώνει τη ζαλάδα μου.
«Ο Αργύρης;» ρωτάει το αγόρι.
«Ποιος Αργύρης;» κάνω χαζά.
Κοιτάζονται μεταξύ τους για λίγο.
«Ο Αργύρης… που μένει εδώ…» λέει το κορίτσι.
«Αααα, κύριους Αργκύρης! Εγκώ ντεν ξέρει, εγκώ φιλιπινέζο καθαρίστρια!»
Και τους κοπανάω την πόρτα στα μούτρα –είναι πιο εύκολο από πριν που πάλευα ν’ ανοίξω. Το κουδούνι ξαναχτυπάει. Απλώνω τα χέρια μπροστά σαν υπνοβάτης κι αποφασίζω να εξερευνήσω τα μέσα δωμάτια. Μια πάνκισσα περνάει φουριόζα δίπλα μου.
«Κουφός είσαι ρε μάνα μου; Δεν ακούς το κουδούνι;»
Τι να της πεις;
«Θέλανε τον Αργύρη», λέω.

Το υπνοδωμάτιο του Αργύρη και της Σόνιας είναι χάρμα οφθαλμών αν σε λένε Άρθουρ Λη και έχεις μόλις αποφοιτήσει από τη στενή με σκοπό να φτιάξει αγαπησιάρικο συγκρότημα. Ψυχεδελικές αφίσες πάνω από το προσκέφαλο του κρεβατιού, νεκροκεφαλές ανακατεμένες με πεταλούδες, αυτόματους σουγιάδες και σιδερογροθιές στα κομοδίνα. Χαζεύω το ντεκόρ όταν τρώω ένα γερό σκούντημα. Γυρίζω και πέφτω φάτσα με τον πιτσιρικά της πόρτας.
«Γιατί μου κοπάνησες την πόρτα στα μούτρα φιλαράκο;» ρωτάει.
«Ξέρω ‘γω;» αναρωτιέμαι με τη σειρά μου. «Μάλλον δε μου άρεσαν τα μούτρα σου, τι να πω;»
Πριν προλάβω να τελειώσω την ατάκα μου (είναι και μεγάλη πανάθεμά την!) ο πιτσιρικάς μου στρετσάρει μια μπουνιά σούπερ σπέσιαλ στο αριστερό μάγουλο. Εγώ, κάπως απροετοίμαστος, κοπανάω το κεφάλι στον τοίχο από τη φόρα του κι έπειτα σωριάζομαι ήσυχα, τσουβαλίσια. Δε γαμιέται; Καλά είναι και εδώ κάτω. Κλείνω τα μάτια.

Ένα λευκό χέρι χαϊδεύει το πρόσωπό μου, κάποιο άρωμα απροσδιόριστο. Θυμάσαι; Εμείς μοντάρουμε τις ζωές μας, εγώ μοντάρω τις δικές σας ζωές –θυμάσαι; Μια ανάσα δροσίζει τα χείλη μου, λόγια που δεν ακούω αλλά ξέρω ότι έχουν ειπωθεί, εδώ, τώρα, μπροστά μου. Λέξεις ή φράσεις -«πονάς;», «τι να κάνω;», «κουράγιο», «άνοιξε τα μάτια σου», στην αρχή η κάθε μια μόνη της, μετά όλες μαζί. Σαν τη βροχή που αρχίζει από ψιχάλες. Χαμογελάω αλλά δεν φαίνεται.

Συνέρχομαι στο αγαπημένο μου στρώμα, στο πάτωμα. Σκεπασμένος κανονικά, μάλλινη θαλπωρή όπως τότε που έκανα εγχείρηση αμυγδαλές.
«Ξύπνα ρε μαλάκα Έλα στα ίσα σου».
Ανοίγω τα μάτια, ο Αργύρης με κουνάει από τους ώμους.
«Τι έγινε ρε; Ξημέρωσε;» απορώ.
«Τι του λένε τώρα;» αναρωτιέται ο Αργύρης στον διπλανό του.
«Πες του ότι ξημέρωσε να ησυχάσουμε», λέει εκείνος.
«Ξημέρωσε», ξεκαρδίζεται στα γέλια ο Αργύρης.
«Ο καφές μου που είναι;» απαιτώ.
«Σήκω, τελείωνε», φωνάζει ο Αργύρης γυρίζοντάς μου την πλάτη.

Τους βρίσκω στην κουζίνα, η Σόνια χτυπάει γλυκούς νες με γάλα, ο Μανώλης στρίβει κάποιο τρίφυλλο όσο ο Αργύρης κόβει βόλτες σαν τσολιάς. Δε γυρίζουν το κεφάλι να με δουν. Κάθομαι στην άκρη.
«Δε γίνεται ρε μαλάκα! Δεν μπορούμε να καλύψουμε τη χασούρα!» λέει ο Αργύρης.
«Και τι να κάνουμε δηλαδή; Να μας πιάσουν σαν ποντίκια;» αναρωτιέται ο Μανώλης.
«Με ρωτάς ρε γαμημένε σα να έχω εγώ όλες τις απαντήσεις!»
«Κι αν δεν τις έχεις να τις βρεις. Τι σκατά κουμάντο κάνεις εδώ πέρα;»
Η Σόνια βάζει μια καυτή κούπα μπροστά μου και δίπλα, πέντε έξη χρωματιστά χάπια. Με κοιτάζει.
«Είσαι εντάξει;» ρωτάει.
«Εξαρτάται πως το εννοείς», φιλοσοφώ.
«Πάρτα να στρώσεις κάπως», λέει.
Καταπίνω τα χάπια καίγοντας τη γλώσσα μου με τον καφέ. Νιώθω ένα πίσω-μπρος όσο το στομάχι μου αναρωτιέται τι διάολο να κάνει με αυτά που μόλις του έριξα, αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε ρέψιμο, εμετό ή και τα δύο, βολεύομαι στην αναποφασιστικότητά του και τη σκαπουλάρω την περίσταση. Άσε που αρχίζω να συνέρχομαι κιόλας, η ζαλάδα την κάνει για να βρει τον πονοκέφαλο που έχει πάει για τσιγάρα. Μόνο το μάγουλό μου τσούζει κάπως –ψιλοπράγματα.
«Τι έγινε; Γιατί ο πανικός;» ρωτάω.
Εκείνη τη στιγμή φαίνεται ότι με παίρνει χαμπάρι ο Αργύρης.
«Έχουμε κάτι χαφιέδες απέξω, ψυλλιάζομαι ότι θα μας την πέσουν λίαν συντόμως. Γι΄αυτό σε σήκωσα, να την κοπανήσεις. Δεν υπάρχει λόγος να μπλεχτείς».
Τρομάζω λίγο –το παραδέχομαι. Αλλά θέλω να δείξω ψύχραιμος.
«Τι σόι χαφιέδες είναι οι απέξω;» ρωτάω.
«Όλοι οι χαφιέδες από το ίδιο σόι είναι, δεν το ‘ξερες;» γελάει ο Μανώλης.
«Μπάτσοι;» κάνω χαζά.
«Έλα ρε! Πως το κατάλαβες;» κοροϊδεύει ο Μανώλης.
«Για στάκα –δεν είσαστε συνεταιρισμός με τη μπατσαρία θες να πεις;» απορώ.
«Καθότι οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωίνη –έτσι;» λέει ο Αργύρης.
«Έτσι», συμφωνώ.
«Ε, φαίνεται ότι πάνε να μας κάνουν επίσχεση εμπορεύματος», ξεκαρδίζεται στα γέλια. «Συμβαίνει και στις καλύτερες πολυεθνικές!»
Ξύνω το κεφάλι μου για να κάνω κάτι.
«Τα σίδερα τι θα γίνουν;» ρωτάει στον αέρα ο Μανώλης.
«Μου φαίνεται ότι την πουτσίσαμε κανονικά», σχολιάζει ο Αργύρης.
«Θέλετε να σας βγάλω εγώ τίποτα έξω;» ρωτάω.
Με κοιτάζουν.
«Δεν είμαι καρφωμένος, θα βγω κύριος από την πολυκατοικία, έτσι το βλέπω», συνεχίζω.
«Κι αν σε ψάξουν;» ρωτάει ο Αργύρης.
«Θα το παλέψω να μη…. Αν με πλησιάσει κανένας το ρίχνω στην τρεχάλα…»
Ο Αργύρης κοιτάζει το Μανώλη όσο ρουφάω ζεστό καφέ, βρίσκω την ευκαιρία να ανάψω κι ένα τσιγάρο.
«Δεν ξέρω ρε παιδί μου…» λέει στο τέλος ο Αργύρης.
«Και δεν τον ξέρεις κιόλας», συνεχίζει η Σόνια. «Ποιος σου λέει ότι δεν θα πάρει το σταφ και μετά άντε βρέστον;»
«Έτσι όπως βλέπω την κατάσταση χαμένο το ‘χετε το πράμα», λέω αργά. «Ή θα το ρίξετε στην τουαλέτα, ή θα σας πιάσουν φορτωμένους. Άρα;»
«Σήκω», μου κάνει νόημα ο Αργύρης. Περνάει δίπλα από το Μανώλη, κοιτάζονται αλλά δεν καταλαβαίνω τι συνεννοούνται.

Είμαστε στην τραπεζαρία, ή κάτι τέτοιο. Πλησιάζουμε τις κλειστές κουρτίνες του παραθύρου.
«Τους βλέπεις;» ρωτάει ο Αργύρης.
Από κάτω ακριβώς, ένα άσπρο Γκάλαντ κλασσικό ασφαλίτικο. Κάποιος χοντρός σκυμμένος μιλάει με τον οδηγό από το μισοκατεβασμένο τζάμι.
«Αυτοί είναι όλοι;» ρωτάω.
«Που να ξέρω ρε μαλάκα;» αγανακτεί ο Αργύρης.
«Τηλεπάθεια ίσως;» το παίζω σκεπτικός.
«Ακολούθα», μουγκρίζει ο Αργύρης.
Σε μια ντουλάπα στον διάδρομο, το πάνω ράφι είναι μακρύτερο από τα υπόλοιπα –βγαίνοντας. Επειδή καπακώνει τον σκαμμένο τοίχο, ένα άνοιγμα γύρω στα δέκα εκατοστά βάθος. Ο Αργύρης χώνει το χέρι εκεί μέσα, μου δίνει ένα σακουλάκι, κοντά στα εκατό γραμμάρια, όπως το ζυγιάζω, και πέντε φιαλίδια γεμάτα.
«Σε καλή μεριά», εύχεται.
Σε ποιον το εύχεται; Τέλος πάντων.
Ανοίγω το φερμουάρ της επένδυσης και χώνω όλα τα πράγματα εκεί μέσα, φοράω μετά το τζάκετ –κρεμάει κάπως αλλά δε χάθηκε κι ο κόσμος! Όσο σενιάρομαι ο Αργύρης ακουμπάει κάτι στο στήθος μου, σκληρό, κρύο. Κοιτάζω –ένα πιστόλι.
«Τι ‘ναι αυτό ρε πούστη;» αλαφιάζω.
«Πάρτο, μπορεί να σου χρειαστεί», λέει.
«Έχεις τρελαθεί; Δεν κουβαλάω σίδερα. Αν με πιάσουν έτσι όπως είμαι, μπορεί και να τη σκαπουλάρω μέσω ψυχιατρείου. Αν μου βρουν σίδερο….»
«Δε γλιτώνεις με τίποτα αν σε πιάσουν μάγκα. Πας μέσα κανονικά και με το νόμο –μην ελπίζεις», με προσγειώνει ο Αργύρης.
«Έστω κι έτσι. Εγώ σίδερο δεν κουβαλάω», αποφασίζω.
«Όπως αγαπάς», σηκώνει τους ώμους ο Αργύρης. Μετά χάνεται στα μέσα δωμάτια, ο Μανώλης και η Σόνια έχουν αρχίσει ήδη να τυλίγουν τον βαρύ οπλισμό, τους βλέπω μετά να πετάνε τις δεμένες πετσέτες στον φωταγωγό. Ο Αργύρης πετάει και το πιστόλι ανάμεσα στο πετσετομάνι. Κουμπώνω το τζάκετ, δεν είμαι έτοιμος αλλά πρέπει να φύγω.
«Περίμενε», με παίρνει χαμπάρι ο Αργύρης.
Βρίσκουν ένα παιδί από αυτά που κυκλοφορούν μέσα στο σπίτι, το κουβεντιάζουν και μετά το πετάνε στο δρόμο –για λαγό. Κοιτάζουμε πίσω από τη μισάνοιχτη κουρτίνα. Το παιδί βγαίνει από την εξώπορτα της πολυκατοικίας, οι τύποι στο αυτοκίνητο ξύνονται. Όλα εντάξει. Κάνω δυο βήματα πίσω, φτάνει η δική μου ώρα.
«Περίμενε», ξαναλέει ο Αργύρης.

Στεκόμαστε με τις πλάτες στον τοίχο του διαδρόμου.
«Θα σε συναντήσω στην πλατεία που βρεθήκαμε για πρώτη φορά. Τη θυμάσαι;»
«Όχι», απαντάω.
«Δεν πειράζει. Θα τη βρεις», με καθησυχάζει. «Θα περνάς από εκεί κάθε πρώτο τέταρτο μονής ώρας, εύκολο;»
Κουνάω το κεφάλι.
«Ως πότε;» ρωτάω.
«Μέχρι να σε συναντήσω».
«Κι αν δεν έρθεις ποτέ;»
«Θα κρύψεις το πράμα και θα με ψάξεις εσύ».
«Κι αν δεν σε βρω;»
«Το καλό που σου θέλω να με βρεις. Αλλιώς ράψε κοστούμι για κηδεία».
«Ποια κηδεία;»
«Τη δική σου κηδεία», με κοιτάζει ήρεμα. Σοβαρολογεί.
Εκείνη τη στιγμή χτυπάει το τηλέφωνο, ο Μανώλης το αρπάζει, ακούει, μετά κλείνει.
«Αυτοί από κάτω είναι μπανιστιρτζήδες, δεν κάνουν τίποτα άλλο», μας πληροφορεί. «Αλλά στα γύρω στενά έχει πήξει από μυστικούς. Πήραν από πίσω τον Αντωνάκη».
«Ποιος είναι ο Αντωνάκης;» ρωτάω.
Μου κάνουν νόημα, το παιδί που έφυγε προηγουμένως. Καταλαβαίνω. Σηκώνω τους γιακάδες μου επειδή εκεί έξω ξυρίζει κανονικά. Όχι ότι δεν το χρειάζομαι δηλαδή –κοιτάζω τον καθρέφτη πλησιάζοντας στην πόρτα, κάπως άνθρωπος των σπηλαίων μοιάζω.

«Ποντάρω πάνω σου. Φρόντισε να μου φέρεις τα λεφτά μου πίσω γιατί ξέρεις τι παθαίνουν τα κουτσά άλογα», μου ψιθυρίζει ο Αργύρης.
«Τα τρώνε οι αλογόμυγες», σχολιάζω.
«Πες το κι έτσι», κουνάει το κεφάλι καταφατικά.
Ανοίγω την πόρτα, ο διάδρομος του ορόφου μυρίζει απολυμαντικό.
«Πρόσεχε ρε πούστη!» κάνει ο Μανώλης.
«Θα τα προσέχω», τον καθησυχάζω.
Και μετά κατεβαίνω τις σκάλες.

Με παίρνουν γραμμή με το που πιάνω τη μπετούγια της εξώπορτας. Κοιτάζουν αδιάκριτα. Τρέμω αρκετά, είναι και τα χάπια που έχουν κάνει την καρδιά μου να δουλεύει σαν αντλία εξόρυξης πετρελαίου… Κάτι πρέπει να γίνει γι΄αυτό. Τους πλησιάζω προσπαθώντας να κρύψω τα γόνατά μου. Το τρέκλισμα. Αλαφιάζονται.
«Τσιγαράκι;» ρωτάω.
«Τι;» κάνει ο μαλάκας έξω από το αυτοκίνητο. Είναι τρεις τελικά. Δυο μέσα, ένας έξω.
«Μήπως σας βρίσκεται κανένα τσιγαράκι;» ρωτάω χαμογελαστός –γκριμάτσα κανονική.
«Όχι», λέει ο απέξω.
«Μήπως εσείς έχετε;» ρωτάω αυτόν που κάθεται στη θέση του οδηγού. Νιώθω ασφάλεια όσο είμαι κοντά τους, δε λέω να το κουνήσω από εκεί πέρα.
Ευτυχώς οι κλεισμένοι στο σπίτι παίρνουν γραμμή και στέλνουν ένα ζευγαράκι να φύγει τρέχοντας πίσω μου. Οι χαφιέδες τους βλέπουν και αναστατώνονται. Θέλουν να μιλήσουν στον ασύρματο ή κάτι τέτοιο.
«Ξεφορτώσου μας ρε φίλε, δεν έχουμε τσιγάρο!» φωνάζει ο οδηγός.
«Εντάξει πως κάνετε έτσι δηλαδή;» λέω και φεύγω σα φρεγάτα του πολεμικού ναυτικού με τους αγκώνες προτεταμένους.
Βρίσκω τη μηχανή μου παρκαρισμένη, ξοδεύω γύρω στο δεκάλεπτο να ξεκλειδώσω το πέταλο, να επιθεωρήσω την αλυσίδα, τα λάστιχα … μετά ανεβαίνω πάνω και την βάζω μπροστά, στην άκρη του ματιού μου πιάνω έναν πούστη που τρέχει να μπει στο αυτοκίνητό του, βλέπω τα φώτα του να γράφουν σκιές στους νυχτερινούς τοίχους των πολυκατοικιών. Κατεβαίνω ξανά από τη μηχανή, αλλά την αφήνω να δουλεύει, χώνομαι από κάτω της και καλά κάτι μαστορεύω. Ο μαλάκας περνάει αναγκαστικά με το αμάξι του από δίπλα και προχωράει –τι άλλο να κάνει; Στρίβει στη γωνία, τότε μόνο καβαλάω και παίρνω τον δρόμο ανάποδα, περνάω έξω από την πολυκατοικία του Αργύρη, οι χαφιέδες του Γκάλαντ με βλέπουν αλλά δεν ξέρουν τι να κάνουν. Ψήνονται μάλλον ότι εγώ τελικά είμαι ο λαγός, ακούω φωνές αλλά δεν αφήνουν το πόστο τους. Εύκολο μοιάζει.

Αλλά τώρα έρχεται η ώρα να κουμαντάρω την κατάσταση, συνήθως αφήνομαι στα ρεύματα κι όπου με βγάλουν, τώρα πρέπει εγώ να βρω τον δρόμο. Κοιτάζω το ρολόι μου, 7 και 20, το πρώτο μου ραντεβού είναι σε δυο ώρες περίπου. Η πλατεία, πρέπει να εντοπίσω την πλατεία. Μετά βλέπουμε.
Χάνομαι σε τυφλά δρομάκια τσιμενταρισμένα, αυτή η περιοχή δεν τα πάει καλά με τη ρυμοτομία. Μάλλον την έχουν γραμμένη κανονικά οι κρατικοί –θυμάμαι μια λεωφόρο να την κόβει στα δύο και τίποτα άλλο. Αφήνω τη μηχανή με νεκρά και ψωλαρμενίζω κοιτάζοντας τις αλάνες τριγύρω. Παιδιά κλωτσάνε μπάλες, μανάδες βγαίνουν από χαμόσπιτα, απειλούν τα παιδιά, προσπαθούν να τα μαζέψουν μέσα –στα χαμόσπιτα. Κοιτάζω πίσω μου, κανένας δε μοιάζει να με ακολουθεί. Κοιτάζω γύρω μου, οι γυναίκες που μπαινοβγαίνουν στα σπίτια ρίχνουν εχθρικές ματιές. Στο τέλος του δρόμου κάτι γριές έχουν βγάλει πλαστικές καρέκλες και κουτσομπολεύουν. Σταματάω κοντά τους.
«Ξέρετε κατά που είναι η πλατεία;» ρωτάω.
«Ποια πλατεία;» σηκώνει το κεφάλι μια απ΄αυτές.
«Γιατί; Πόσες πλατείες έχετε εδώ;»
Κακαρίζουν καχύποπτα, ίσως και κακιασμένα.
«Πολλές. Εσύ ποια πλατεία ψάχνεις;»
«Όχι εκείνη με τα μαγαζιά τριγύρω, την άλλη… Που δεν έχει τίποτα…», λέω
«Και τι τη θέλεις τότε;»
«Ρε, άντε στο διάλο –παλιόγριες!» μου ξεφεύγει, δαγκώνομαι. Γυρίζω πίσω τη μηχανή, να φύγω από αυτή την κωλογειτονιά.
«Λάκηηηη! Έβγα να σου πω τι μου είπε ο αλήτης!» ακούω μια γριά να τσιρίζει.
Δε γαμιόσαστε όλοι σας λέω εγώ;

Εκείνη τη στιγμή τρώω φλας, θα τον βρω το δρόμο –εύκολα! Κοιτάζω πέρα, μακριά –διακρίνω τον σκοτεινό όγκο του βουνού. Θα πάω κατά κει, θα ψάξω για τα νταμάρια και μετά θα κάνω όλη τη διαδρομή προς τα πίσω –τόσο απλό είναι!

Εμένα μου λες;

Έχω ιδρώσει σα γουρούνι, τα γένια φαγουρίζουν δαιμονισμένα, σβουρίζω σαν τη μύγα σε γειτονιές που μοιάζουν απαράλλαχτες και άκρη δε βγάζω. Μάλλον περνάει και η επίδραση των χαπιών, επειδή θολώνουν τα μάτια μου κάθε τρεις και λίγο, μετά η θολούρα φεύγει και είμαι στη σπίντα, ξεκινάω, μπερδεύομαι, ξαναπέφτω στο σύννεφο. Μύγα που κολυμπάει σ΄ένα σύννεφο από αεροζόλ –αυτό είμαι.

Βρίσκω τελικά τον δρόμο προς τα νταμάρια, γυρίζω πίσω τη μηχανή, οδηγώ αργά. Έχει μια ψόφια κίνηση όσο ψάχνω να φτάσω μέχρι τον Τοξότη, περιβόλια με δέντρα ξεκολλάνε από το χώμα και με ακολουθούν. Όσο βαδίζουν παράλληλα με μένα, καλά είναι. Όσο δεν το παίρνουν απόφαση να πεταχτούν στο δρόμο μπροστά μου, αντέχω.
Ένα περιπολικό με σβηστό φάρο με προσπερνάει, το ακολουθώ για λίγη ώρα –χωρίς να σκέφτομαι. Τελικά το περιπολικό κόβει ταχύτητα, ξυπνάω απότομα και χάνομαι στο πρώτο στενό. Πάλι σκοτάδι, πάλι σύννεφα, πάλι δέντρα και γριές σε καρέκλες –μια μπάλα εκτοξεύεται από κάποια αλάνα και χτυπάει την πίσω ρόδα μου. Δε δίνω σημασία. Προχωράω προσπαθώντας να πιστέψω ότι έχω κάποιο σχέδιο.

Κι όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, πέφτω πάνω στην πλατεία που ψάχνω. Αναστενάζω ανακουφισμένος –τελικά είχα σχέδιο! Και μάλιστα αποτελεσματικό! Ε;

Επιθεωρώ την πλατεία, χορταριασμένες πλάκες και σπασμένα παγκάκια –παραδίπλα κάτι δέντρα ακατάστατα. Διαλέγω να κρύψω εκεί τη μηχανή και είναι τόσο καλή η κρυψώνα που ξαπλώνω κι εγώ εκεί πέρα, κοιτάζω το ρολόι, 9 και μισή. Αν είχε έρθει θα περίμενε. Αλλά είναι αυτή η σωστή πλατεία; Ανασηκώνω το λαιμό μου, έτσι μοιάζει. Είναι όμως; Πέφτω πίσω αποκαμωμένος –δε γαμιέται και η πλατεία κι ο Αργύρης και όλοι τους; Εγώ εδώ θ΄αράξω. Αποκοιμιέμαι μάλλον.

Το στόμα μου ένα χωράφι άσπαρτο –καμένο χώμα η γλώσσα μου κι όλα τα πέριξ. Δεν μπορώ να μιλήσω, με δυσκολία αναπνέω από το μισάνοιχτο στόμα, πρέπει ν΄ανοίξω τα μάτια. Όταν προσπαθώ να το κάνω, ανακαλύπτω ότι τα μάτια μου είναι ήδη ανοιχτά –βλέπω το ίδιο πράγμα, την πλατεία, το παγκάκι –αλλά σε πολλά επίπεδα. Σαν ταινία του Όρσον Ουέλς ένα πράγμα. Ανοιγοκλείνω τα μάτια –μια απ΄τα ίδια. Κεντράρω στο ρολόι μου –11 ακριβώς. Είναι όμως αυτή η σωστή πλατεία; Πονάνε τα κόκαλά μου ποτισμένα στην υγρασία του σκληρού χώματος, ποια είναι αυτή η πλατεία γαμώτο;

Εκείνη τη στιγμή ακούω τις θηριώδεις εξατμίσεις, πετάγομαι όρθιος και το σύννεφο φεύγει μονομιάς. Τον βλέπω να μπαίνει στην πλατεία, προσεκτικά, ακούω τις ταχύτητες της Βε-μάξ να κουμπώνουν προς τα κάτω –έτοιμος είναι να τιναχτεί μπροστά και να γίνει ένα με τον βρεμένο νυχτερινό αέρα. Σέρνω τα πόδια μου να τον συναντήσω.

«Τα κατάφερες τελικά ε;» χαμογελάει.
«Το ίδιο θα έλεγα κι εγώ για σένα», απαντάω.
«Πάμε παραδίπλα», λέει και μου δείχνει μια συστάδα δέντρων, διαφορετική από εκείνη που κοιμόμουν προηγουμένως.
Πηγαίνουμε. Ξεκουμπώνω την επένδυση και του δίνω πίσω όλα τα σκατολοϊδια που κουβαλάω.
«Είσαι σπαθί», μουρμουρίζει χώνοντάς τα στο δικό του μπουφάν.
«Σπαθί, μπαστούνι, καρό ή κούπα –όλοι μέσα στην τράπουλα είμαστε», λέω.
Γελάει αφηρημένα.
«Τι έγινε τελικά στο σπίτι;» ρωτάω.
«Τίποτα φοβερό. Ήρθαν, έψαξαν, έφυγαν».
Δεν τον πιστεύω αλλά κάνω το κορόιδο.
«Εσύ τι σκοπεύεις να κάνεις;» με ρωτάει αλλάζοντας θέμα.
«Θα γυρίσω πίσω στο κέντρο. Αρκετά με τις διακοπές στα δυτικά».
«Αν θες πάντως … το σπίτι μου είναι και δικό σου σπίτι».
Είναι η σειρά μου να γελάσω.
«Ευχαριστώ πολύ αλλά αρκετά σας ζάλισα. Σαν τη μύγα έχω καταντήσει, σκέτο στριφογύρισμα, βαβούρα και τίποτ΄άλλο… Λέω λοιπόν να την κάνω για θερμότερα κλίματα, επειδή πολύς χειμώνας εδώ πέρα αδερφάκι μου!»
Χαμογελάει.
«Όπως αγαπάς. Πάντως να ξέρεις ότι η πρόσκληση είναι ανοιχτή».
«Καλό είναι αυτό, γιατί λίαν προσφάτως πάσχω από το σύνδρομο της κλειδωμένης πόρτας», ψιθυρίζω.
Γυρίζω την πλάτη να φύγω.
«Στάσου λίγο», φωνάζει.
Στέκομαι.
«Ήθελα να σου πω κάτι ακόμα…»
Τον κοιτάζω.
«Η τύπισσα που ψάχνεις … έμαθα δυο πραγματάκια γι΄αυτήν».
Περιμένω αμίλητος.
«Μένει κάπου στη Νέα Σμύρνη, με τις φιλενάδες της. Πόσες φιλενάδες δεν ξέρω –μένει πάντως σε όροφο. Δεύτερο ή τρίτο –το παιδί που μου τα είπε δε θυμόταν καλά».
«Ευχαριστώ πολύ ρε φίλε!» χαμογελάω.
«Στάσου, δεν τελείωσα!»
Τον κοιτάζω.
«Περίεργο τρένο η τύπισσα δικέ μου! Δεν έχω καλές πληροφορίες για πάρτη της…»
«Τι εννοείς;»
«Δεν είναι δικιά μας, έσκασε από το πουθενά –κάποιοι λένε ότι ήρθε από τα ΒουΠου, κάποιοι άλλοι ότι δεν είναι καν από Ελλάδα…»
«Θα το έχω υπόψη», μουρμουρίζω.
«Κάτσε ρε πούστη! Άκου τι θα σου πω!»
Κόβω πάλι, περιμένω.
«Ξεκόλλα από τη γκόμενα αυτή. Δε μου φαίνεται σόι…»
«Και λοιπόν;»
«Μη μπλέκεις με ανθρώπους έξω από μας ρε φίλε. Τα ανακατέματα δε βγαίνουν σε καλό…»
Γελάω άγρια.
«Αυτό είναι πολύ αστείο να το ακούς από έναν πρεζέμπορα!» λέω.
Πετάγεται σα σούστα, κατεβαίνει από τη μηχανή του.
«Θα μπορούσα να σε ξεκοιλιάσω γι΄αυτό που είπες», σφυρίζει.
«Ποιος σε εμποδίζει; Χάρη θα μου κάνεις», απαντάω.
Μετά γυρίζω την πλάτη και φεύγω αργά –μύγα χτυπημένη ξώφαλτσα από μυγοσκοτώστρα.

Η επιστροφή είναι εύκολη, κάθε επιστροφή τέτοια είναι. Ο δρόμος δηλαδή, συνηθισμένα μονοπάτια κι εσύ να θαυμάζεις πόσο άλλαξαν όλα αυτά που έχουν μείνει ολόιδια. Τα φανάρια ανάβουν καθυστερημένα επειδή βιάζομαι –το πορτοκαλί δε γίνεται ποτέ κόκκινο, ή έτσι μου φαίνεται τουλάχιστον. Άκαυτη βενζίνη, βρώμικος ιδρώτας λεωφορείων, κρεμμύδι από σουβλατζίδικα, Ομόνοια. Διαλέγω ένα σταυροδρόμι για να περάσω πίσω από το ποτάμι της Ακαδημίας, η κίνηση εξαφανίζεται όσο μπαίνω πιο βαθιά στις γειτονιές των συρματοπλεγμάτων. Φτάνω στην πλατεία από ένστικτο –νέκρα περίεργη, διαβολόκρυο και μύτες που τρέχουν. Κάτι έχει γίνει εδώ πέρα, αλλά δεν θέλω να το μάθω. Τώρα.

Κλειδώνω τη μηχανή και ανεβαίνω δυο-δυο τα σκαλιά μέχρι το σπίτι μου, η πολυκατοικία άψυχη. Που κρύφτηκαν όλοι; Ξεκλειδώνω και θέλω να πέσω για ύπνο επιτόπου, στο ξεφτισμένο μπεζ χαλάκι του χωλ. Αλλά δεν το κάνω –κυρίως επειδή το ξεφτισμένο μπεζ χαλάκι δεν είναι πια εδώ. Περίεργο, αλλά δε με νοιάζει καθόλου. Στον δρόμο προς την κουζίνα σταματάω –κάτι έχει συμβεί, κάτι έχει αλλάξει. Κοιτάζω τριγύρω, δε νιώθω κάποια απειλητική παρουσία –το αντίθετο μάλλον, κι αυτό είναι χειρότερο. Μπορείς να ρίξεις μια μπουνιά στα μούτρα της παρουσίας αλλά η απουσία δεν έχει πρόσωπο.

Το δωμάτιο του ξαδέρφου μου είναι άδειο –μονάχα οι τέσσερις τοίχοι και η μπαλκονόπορτα έχουν απομείνει. Τι συμβαίνει; Θα το ανακαλύψω αύριο, μεθαύριο, κάποτε –όταν ξυπνήσω. Πίνω λίγο νερό και πάω να ξεραθώ. Τότε το βλέπω πάνω στο γραφείο μου. Σημείωμα.

«Αν είσαι ακόμα ζωντανός πέρνα από το μπαρ να σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια. Γαμημένε!»

Δεν έχει όνομα από κάτω, δεν χρειάζεται –ο ξάδερφός μου ανησύχησε, πόσον καιρό λείπω; Άραγε; Υπάρχει ακόμα ένα χαρτί από κάτω, μικρότερο χαρτί, κομμένο από ατζέντα τσέπης. Σημείωμα.

«Δεν ξέρω τελικά αν εσύ είσαι ο πιο δυνατός ή οι συνθήκες φρόντισαν για εμάς τους δύο. Ξέρω όμως ότι εγώ είμαι η αδύναμη, όπως και να ‘χει. Γι΄αυτό έκανες πολύ σωστά που έλειπες σήμερα. Είσαι τυχερός, είμαι άτυχη ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Τέλος πάντων.
Άλεξ»


Κρατάω το σκληρό χαρτί, περνάω το δάχτυλό μου στις άκρες του, χαϊδεύω ελπίζοντας σε κάποιο κόψιμο, οι άκρες δε μου κάνουν τη χάρη, οι άκρες ποτέ δεν κάνουν χάρες. Αγγίζω τα γράμματα, κάθομαι στο κρεβάτι νιώθοντας το χαρτί σκαμμένο από μαύρο στυλό. Σ’ αυτά τα βαθουλώματα πέφτει υγρασία, δάκρυα, πολλά δάκρυα, «είμαι ο άνθρωπος-μύγα, δεν ξέρω γιατί συμβαίνει αυτό/ έχω σκουπίδια αντί για μυαλό και συνέχεια σαλτάρω/ και δε γουστάρω τα κόλπα σου γι΄αυτό ρίξε μου εντομοκτόνο/ δε με νοιάζει μωρό μου, δε σε φοβάμαι μωρό μου/ επειδή είμαι μεταλλαγμένο σκουλήκι και εκμεταλλεύομαι τον χημικό σου πόλεμο/ και έχω 96 δάκρυα στα 96 μάτια μου». Δεν είναι εύκολο να τραβήξω τα μάτια μου από το βρεμένο χαρτί.

Πολλά μάτια, μικρό χαρτί.

15 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Ανώνυμος είπε...

"Ένα λευκό χέρι χαϊδεύει το πρόσωπό μου, κάποιο άρωμα απροσδιόριστο. Θυμάσαι; Εμείς μοντάρουμε τις ζωές μας, εγώ μοντάρω τις δικές σας ζωές –θυμάσαι; Μια ανάσα δροσίζει τα χείλη μου, λόγια που δεν ακούω αλλά ξέρω ότι έχουν ειπωθεί, εδώ, τώρα, μπροστά μου. Λέξεις ή φράσεις -«πονάς;», «τι να κάνω;», «κουράγιο», «άνοιξε τα μάτια σου», στην αρχή η κάθε μια μόνη της, μετά όλες μαζί. Σαν τη βροχή που αρχίζει από ψιχάλες. Χαμογελάω αλλά δεν φαίνεται."

κάπου εδώ πάγωσα και σταμάτησα να διαβάζω για λίγο. αρχίζω και σέβομαι ένα κείμενο όταν με σπρώχνει - για σφαλιάρες δεν το συζητάμε, η επίσκεψη της άλεξ αν και όχι τόσο αναπάντεχη ήταν γερή, τα μυγομάτια επίσης και clicky as hell, τον Αργύρη θα τον προτιμούσα λιγότερο μαγκάκι - μα "θα μπορούσα να σε ξεκοιλιάσω"; έτσι όπως τον είχα κόψει θα μπορούσε να το μεταδώσει με ένα βλέμμα μόνο. μπορεί να τον είχα κόψει και λάθος βέβαια.

και βέβαια αναμένω.

The Motorcycle boy είπε...

Να μην σέβεσαι κανένα κείμενο φίλε μου, αυτό είναι ο μέγιστος σεβασμός απέναντι στα κείμενα κατά τη γνώμη μου.

Η επίσκεψη της Άλεξ βοηθάει σε δυο πράγματα:
1. Την ιστορία να συνεχιστεί.
2. Τη φιλοσοφία να θριαμβεύσει -αφού, ότι ψάχνουμε είναι ακριβώς μπροστά στα μάτια μας.

Ο Αργύρης, μην το ξεχνάς, οτι είναι πάνω απ΄όλα πούσερ. Τέτοιοι άνθρωποι θυσιάζουν μεγάλο κομμάτι της μαγκιάς τους για το πλασάρισμα. Του εαυτού τους, του εμπορεύματος και γενικότερα. Η παπαρολογία και η επίδειξη είναι κομμάτια της δουλειάς τους.

Κι εγώ το ίδιο αναμένω.

Ανώνυμος είπε...

genika den mou aresoun oi istories tis prezas. to idio kai edo. alla paradechomai oti to kaneis me poli kalo tropo.

ug. ta eurumata opos ta matia tis migas nomizo pos oxi mono sozoun to keimeno alla tou epitrepoun kai diaforetiki anagnosi

savon

The Motorcycle boy είπε...

Σε κανέναν δεν αρέσουν οι ιστορίες της πρέζας, αλλά καλό είναι κάποτε να λέγονται. Γιατί όλες οι πρέζες τρέφονται από τη σιωπή.

Τα μάτια της μύγας και ο άνθρωπος-μύγα μπήκαν από μόνα τους στο κείμενο (κυριολεκτικά). Για την ακρίβεια, άκουγα το human fly των Cramps στο αυτοκίνητο τις προάλλες κι έτσι κόλλησε αυτό το πράγμα. She moves in mysterious ways που έλεγε κι ο Μπόν-ο φιλέ.

Sotiris είπε...

Σε βρήκα από σπόντα, και για εντελώς διαφορετική θεματολογία από αυτή της ιστορίας. Αλλά πραγματικά ευχαριστιέμαι να σε διαβάζω. Μπορείς να το παρακάνεις κάποιες στιγμές με τον κατακλυσμό από εικόνες, αλλά βγάζεις μια γλυκόπικρη γεύση. Και μ'αρέσει. Όχι για κάποιον συγκεκριμένο λόγο. Απλά μ'αρέσει.

Συνέχισε.

The Motorcycle boy είπε...

Ναι, μπορεί να το παρακάνω -μην ξεχνάς όμως οτι αυτές οι ιστορίες υπάρχουν και για μένα, για αναμνησιακούς λόγους, ας πούμε.
Χαίρομαι που δεν έχεις συγκεκριμένο λόγο για να σου αρέσουν όλα αυτά -μοιάζουμε σ΄αυτό.

Ας συνεχίσουμε λοιπόν.

Ανώνυμος είπε...

Not as disturbing as the previous one, yet somehow unsettling. You have the ability of triggering a morbid curiosity with this story, making the reader eager to see what's going to happen next. Descriptions, of course, captivating as always. Off to the next part now.

The Motorcycle boy είπε...

Όχι τόσο ενοχλητικό ε; Είδες πόσο εύκολα συνηθίζονται τα δηλητήρια;

Ανώνυμος είπε...

Χα! Πόσο σωστό το τελυταίο που λες στο σχόλιό σου από πάνω...

πολύ ωραία κομμάτια που σου τα πάνε κ άλλοι από πάνω

κ επίσης μου άρεσε πάρα πολύ αυτό!!!
"Μη μπλέκεις με ανθρώπους έξω από μας ρε φίλε. Τα ανακατέματα δε βγαίνουν σε καλό…»
Γελάω άγρια.
«Αυτό είναι πολύ αστείο να το ακούς από έναν πρεζέμπορα!» λέω." !!!

Σωστός! κ φυσικά συμφωνώ μεχρι κ των σημείων στίξης στο σχόλιό σου γι αυτά που λες για τον Αργύρη!!!!!

Γραφείς τέλεια, κάποιοι έχουν ζήσει τέτοιες καταστάσεις αλλά δεν ξέρω αν είναι θέμα ταλέντου που δε θα σου φέρουν ανατριχίλες ή θέμα ομορφίας που μπορεί να μην έχει παραμείνει ακόμα μέσα τους, ωστε να τα δώσουν όπως τα δίνεις

κ πάντα απορούσα, πέρα από τη μνήμη σου πώς γινεται να έχεις την όρεξη να τα φέρνεις στην επιφάνεια αυτά... κ προφανώς μάλλον σ αρέσουν, όπως είχες πει παλιά για μια ταινία του Νικολαϊδη (που εμένα με έριξε) ότι όχι απλά δε σε χαλασε αλλά ήταν τρυφερή κατ εσε κ.α.
εγώ πάντως περα από την κακή μου μνήμη το παρελθόν το χαντακώνω συνηθώς τόσο που είναι σαν να μην τα εζησα κάποια πραγματα (βέβαια καμιά φορά ερχονται στον υπνο μου)

κ ναι, προτιμώ να μη διαβάζω καποιες ιστορίες σου αλλά είναι που βάζεις κ γλυκα (οπως περιπου είπε κ κάποιος άλλος εδω) μεσα στην πίκρα

The Motorcycle boy είπε...

Μια και ανέφερες τον Νικολαϊδη υπάρχει εκείνη η σκηνή στα Κουρέλια που βγάζει έναν γλυκόπικρο λόγο απολογισμού των περασμένων χρόνων ο Βαλαβανίδης και αφήνει την παρέα σκεπτική. Μετά, πριν καθήσει, σχολιάζει: "κάποια ευαισθησία κάτω από το λίπος"

Κάπως έτσι.

Ανώνυμος είπε...

Ναι,ε;
τα περι ευαισθησίας κ αναισθησίας ή ξηρασίας είναι λίγο περιέργα θέματα...

μάλλον κάποιοι έχουν μεγαλύτερες αντοχες σε κάποιες καταστάσεις κ στη ζωη, "κάποια κυνικότητα κάτω από το λίπος" σε μενα υπαρχει

για την ξηρασία ας πουμε που χρησιμοποιήθηκε η λέξη για το βιβλίο του Παναγιώτη... τι να πω πέρα από τις αντοχες κάποιου σιγουρα παιζει ρόλο κ τι έχει ζήσει

πάρε κάποιους αμερικάνους π.χ. να δεις πόση ευαισθησία βγάζουν κ πάρε παιδια από πολέμους που έχουν ζήσει βιασμούς κακομεταχείριση κ.α. κ τωρα είναι μόνο 10χρ.

ποιοι από τους 2 έχεις την εντυπώση ότι μπορεί να έχουν ευαισθησία μέσα τους κ ποιοι ξηρασία, εκτός ίσως αν καταφέρεις να πάθεις μια κάποια αμνησία αλλά κ πάλι δεν ξέρω, περίεργο να μιλάει κάνεις για τέτοιες έννοιες

The Motorcycle boy είπε...

Δεν ξέρω ρε φιλενάδα, δεν ξέρω ποιοι είναι πιο ευαίσθητοι και ποιοι αναίσθητοι, ούτε και ξέρω τι είναι καλύτερο για μας να είμαστε.

Ανώνυμος είπε...

Ναι, ούτε κ γω ξέρω
μόνο για 2 πραγματα είμαι απολυτα σιγουρη σ αυτή τη ζωη, τον έρωτα κ την αγάπη

ή (κάτι κλεμμένο αλλά συμφωνώ)

"το μόνο σίγουρο σ αυτή τη ζωή είναι ο θάνατος"

για το παραπανω λοιπόν κ επειδή μαυριζω πολύ με τα κειμενά σου θα προσπαθησω να μη σε διαβάζω πολύ
:))

Ανώνυμος είπε...

σορρυ λάθος ψευδονυμο
ell

The Motorcycle boy είπε...

Καλά μην είσαι σίγουρη ούτε καν γι΄αυτό.
Με μπέρδεψες με το άλλο ψευδώνυμο, ευτυχώς που εξηγήθηκες γιατί ακόμα θα έψαχνα!

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι