Πέμπτη, Μαΐου 07, 2009

5. Ο κύκλος του λιπόψυχου κτήνους

Προηγουμένως:
1.Ο Άρης είναι καθηλωμένος σε παραθαλάσσιο ξενοδοχείο αντιμετωπίζοντας σημαντικά κενά μνήμης. Μαζί με μια ακόμα ένοικο, την Κατερίνα, βρίσκουν έναν κρεμασμένο άντρα κοντά στο ξενοδοχείο.

2. Οι χωρικοί εμφανίζονται με απειλητικές διαθέσεις λόγω του κρεμασμένου, αλλά η κατάσταση διορθώνεται μετά την παρέμβαση του θείου Χάρη και την παράδοση των ενόχων κυνηγών.

3. Κατανομή αρμοδιοτήτων μέσα στο ξενοδοχείο, όσο τα όπλα παραμένουν στον θείο Χάρη και μια φωτογραφία εφημερίδας που ισχυρίζεται οτι ο Άρης είναι καταζητούμενος τρομοκράτης.

4. Ψάρεμα με αμφίβολα αποτελέσματα και κάποιες αψιμαχίες σχετικά με την κατανομή αρμοδιοτήτων.

Μέχρι εκείνο το μεσημέρι που ξύπνησα ιδρωμένος, ανήσυχος από τις κοφτές φωνές, τις ανακατεμένες με ουρλιαχτά διαμαρτυρίας –σκέφτηκα τότε οτι ήρθαν οι στρατιώτες, αλλά δεν μπόρεσα ν΄αποφασίσω αν αυτό ήταν ευχάριστο ή τρομακτικό –μέχρι εκείνο το μεσημέρι ο Πάνος δεν υπήρχε. Για μένα τουλάχιστον. Δεν τον υπολόγιζα.

Ο Πάνος ήταν ο φίλος του Μάρκου, μαζί είχαν έρθει στο ξενοδοχείο επιστρέφοντας από το απέναντι νησί. Πέρναγε τις μέρες καπνίζοντας μαύρο, προφυλαγμένος στις σκιερές άκρες της αυλής ή μέσα στο δωμάτιό του, λιγομίλητος κι αδιάφορος για την όλη κατάσταση. Εμφανιζόταν μόνο στις συγκεντρώσεις μας στην τραπεζαρία, δεχόταν οτι αποφασίζαμε, νομίζω μάλιστα οτι ήταν ο πρώτος που δήλωσε σχετικός με το μάζεμα χορταρικών. Ο Πάνος.

Οι φωνές δυνάμωναν, έστησα αυτί αλλά καμιά τους δεν μου έμοιασε εντελώς άγνωστη, κοίταξα έξω από το παράθυρό μου –δεν είδα τίποτα. Ο άντρας με τα πεθαμένα μάτια στον καθρέφτη χρειαζόταν επειγόντως ξύρισμα.

Κατέβηκα τις σκάλες βιαστικός –ήμουν ο τελευταίος που είχε μείνει στο δωμάτιό του. Κι ο μοναδικός άνθρωπος στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου, όλοι οι υπόλοιποι ακούγονταν απέξω. Κοίταξα τους ανθρώπους στο δέντρο των κρεμασμένων, έδειχναν κι αυτοί ανήσυχοι από τις φωνές των δικών μου. Βγήκα λοιπόν να δω τι είχε συμβεί.

Ο Στέφανος πρόλαβε να με αρπάξει στην πόρτα της κουζίνας, με τράβηξε στο πλάι της πίσω αυλής –λίγο μακρύτερα από αυτούς που χειρονομούσαν αλλοπρόσαλλα.
«Πρόσεξε τι θα κάνεις, είναι επικίνδυνη η κατάσταση», ψιθύρισε.
Κοίταξα στην άλλη πλευρά της αυλής, μακριά από τον αγριεμένο κόσμο –η Βανέσα ήταν στο χώμα, κουβαριασμένη. Με το κεφάλι κρυμμένο και τους ώμους να τραντάζονται ρυθμικά.
«Τι έπαθε;» ρώτησα τον Στέφανο.
«Είπε οτι της επιτέθηκε ο Πάνος όταν βγήκαν να μαζέψουν χόρτα, είναι χτυπημένη...» απάντησε εκείνος.
«Κάντε πίσω, αυτό δεν σας αφορά!» άκουσα τη φωνή του θείου Χάρη να καλύπτει όλες τις υπόλοιπες.
«Πήγαινε να την σηκώσεις από εκεί πέρα», είπα στον Στέφανο δείχνοντάς του την ραγισμένη κοπέλα και ξεκίνησα να πλησιάζω τους υπόλοιπους.
«Θέλουν να τον σκοτώσουν επιτόπου –μην πας εκεί!» με παρακάλεσε ο Στέφανος.
Είχε δίκιο κι εγώ κινήθηκα πολύ γρήγορα για να προλάβω την κατάσταση.

Οι πρώτοι που πλησίασα ήταν το ζεύγος Αργυρόπουλου, μουρμούριζαν μεταξύ τους προσεκτικά, η γυναίκα έλεγε κάτι σαν «τα ΄θελε και τα ΄παθε», ο άντρας συμφωνούσε κουνώντας το κεφάλι. Μετά πέρασα δίπλα στον Μάρκο που έτρεμε, δίπλα του η Κατερίνα κουνιόταν σα μαριονέτα. Όλοι κοίταζαν τον Γιούρι που κρατούσε στο έδαφος τον Πάνο, αίμα έτρεχε από το μέτωπο του Πάνου και το στόμα του έχασκε ορθάνοιχτο. Ο Γιούρι τον σημάδευε. Ο θείος Χάρης, δυο βήματα πιο πίσω, παρακολουθούσε τους συγκεντρωμένους.
«Πες του να μην το κάνει», φώναξα λαχανιασμένος.
Ο θείος Χάρης με είδε. Οι υπόλοιποι έκαναν ασυναίσθητα ένα βήμα πίσω.
«Δεν σας αφορά», είπε μαλακά ο θείος Χάρης χωρίς να αναφέρεται σε κάποιον συγκεκριμένα.
Τον πλησίασα.
«Στα ίδια θα καταλήξουμε, ας γίνει πιο ήρεμα», ψιθύρισα στο αυτί του.
Με κοίταξε περιμένοντας να συνεχίσω.
«Ας μείνουν με την εντύπωση οτι συμμετείχαν για να μην τους έχεις απέναντί σου...» είπα βιαστικά.
Ο θείος Χάρης έξυσε το κεφάλι του πριν γυρίσει προς την άλλη πλευρά.
«Γιούρι φέρτον μέσα», σφύριξε.
Ο Γιούρι δεν κινήθηκε, χρειαζόταν χρόνο για να επεξεργαστεί την εντολή.
«Αν κάνει πως την κοπανάει σκότωσέ τον σα σκυλί», φώναξε ο θείος Χάρης.
Ο Γιούρι μπήκε αμέσως σε τηλεχειρισμό.
Κοίταξα πιο πέρα όσο οι υπόλοιποι έμπαιναν μουδιασμένοι στο ξενοδοχείο. Ο Στέφανος είχε αγκαλιάσει τη Βανέσα προσπαθώντας να τη σηκώσει από το χώμα. Το μόνο που κατάφερνε ήταν να τρέμει στο δικό της ρυθμό. Ο θείος Χάρης με πλησίασε.
«Βλέπω οτι ο φίλος σου φροντίζει το κορίτσι μια χαρά», χαμογέλασε.
«Ας την αφήσουμε έξω από αυτό μέχρι να ηρεμήσει...» πρότεινα.
«Δεν έχει ανάγκη η Βανέσα», με διαβεβαίωσε ο θείος Χάρης.
Μπήκαμε τελευταίοι μέσα στο ξενοδοχείο.

Καθίσαμε σε κοντινά τραπέζια, ο Μάρκος προτίμησε να μείνει μακριά από τον Πάνο, επειδή αυτόν τον πέταξε σε μια καρέκλα ο Γιούρι και κάθισε ακριβώς πίσω του με το πιστόλι πρόχειρο. Έψαξα για την Ελβίρα, ήμουνα σίγουρος οτι δεν θα άφηνε την ευκαιρία να πάει στράφι. Αλλά η πρώτη που μίλησε ήταν η Κατερίνα.
«Αν αληθεύουν όλα αυτά κινδυνεύουμε όλες μας...» είπε συνεχίζοντας κάποια αόριστη κουβέντα με τον εαυτό της.
«Αν αληθεύουν;» την κοίταξε περιπαικτικά ο θείος Χάρης. «Πως αλλιώς δηλαδή; Μόνη της χτυπήθηκε η Βανέσα; Ή μήπως κατηγορούμε λάθος άνθρωπο;»
«Που είναι η Βανέσα;» ρώτησε η Θάλεια.
«Θα έρθει όταν ηρεμήσει», είπα εγώ.
«Τότε, ας ακούσουμε τον Πάνο», πρότεινε η Ελβίρα. Φοβόταν ή περίμενε απλώς να ξεκαθαρίσει η κατάσταση;
Στραφήκαμε όλοι στον Πάνο.
«Δε φταίω σε τίποτα...» ψέλλισε.
Τον περιμέναμε σιωπηλοί να συνεχίσει.
«Αφού γούσταρε... Μου έκανε διάφορα, στηνόταν εκεί πέρα.... απομακρυνθήκαμε, δεν την πίεσα εγώ να έρθει μαζί μου.... Μετά άρχισε να με βρίζει, πολύ άσχημα με έβριζε, έβριζε τη μάνα μου.... Έχω κι εγώ τα όριά μου...» ο Πάνος συνέχισε να τραμπαλίζεται στην καρέκλα, όταν σταμάτησε να μιλάει.
Ο θείος Χάρης μας κοίταξε όλους χαμογελαστός.
«Να ακούσουμε και τη Βανέσα;» αναρωτήθηκε φωναχτά ο Μάρκος.
«Τι να μας πει η Βανέσα; Οτι αυτός εδώ της όρμησε και δεν ήταν σε θέση να καταλάβει πως η κοπέλα δεν ήθελε;» πετάχτηκε κακιασμένα η Κατερίνα.
«Δεν είμαστε δικαστήριο εδώ πέρα», διαμαρτυρήθηκε η Ελβίρα.
«Ποιος μίλησε για δικαστήρια;» εκνευρίστηκε ο θείος Χάρης. «Αυτή είναι μια προσωπική υπόθεση, ανάμεσα σε εμάς και τον ...» έδειξε με σιχασιά προς το μέρος του Πάνου.
«Τίποτα δεν είναι προσωπικό», είπα σταθερά. «Όσο είμαστε αποκλεισμένοι κι όσο έχουμε ο ένας την ανάγκη του άλλου, όλα είναι κοινά».
«Όλα είναι κοινά –και η απειλή το ίδιο», απάντησε η Θάλεια.
«Όρισέ μου την σημαντικότερη απειλή», της ζήτησα.
«Εντάξει, δεν θα πεθάνουμε με δυο χέρια λιγότερα...» υπέθεσε η Ελβίρα.
«Τι θα πει αυτό;» αναρωτήθηκα.
Κανένας δεν απάντησε το προφανές, μόνο ο Γιούρι τέντωσε τα πόδια σηκώνοντας το πιστόλι του.
Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα ο Στέφανος κρατώντας τη Βανέσα στην αγκαλιά του. Η κοπέλα είχε ένα καλό πρήξιμο στο δεξί μάτι και ξεραμένο αίμα στα χείλη. Ασυναίσθητα γύρισα προς τον Πάνο ψάχνοντας να βρω αν φορούσε κάποιο δαχτυλίδι. Φορούσε.
«Βανέσα πήγαινε στο δωμάτιό σου ν΄αλλάξεις ρούχα», είπε κοφτά ο θείος Χάρης.
Πράγματι, η κοπέλα το χρειαζόταν –επειδή η μπλούζα της έχασκε φανερώνοντας οτι δεν φορούσε σουτιέν.
«Μισό λεπτό», παρακάλεσε η Ελβίρα. «Θα ήθελα να ακούσω τη γνώμη της...»
«Όπως επιθυμείς», γέλασε ο θείος Χάρης.
Κοιτάξαμε όλοι τη Βανέσα. Εκείνη σήκωσε το κεφάλι ντροπιασμένη, ανατρίχιασε από τα βλέμματά μας.
«Δεν ξέρω... μην τον σκοτώσετε...» μουρμούρισε άψυχα.
«Εντάξει, πήγαινε πάνω», είπε ο θείος Χάρης.

Μείναμε με μια ακατάσχετη επιθυμία για απραξία, υποσυνείδητα παρακαλούσαμε να ανοίξουν οι πόρτες και να φέρουν τα φαγητά αυτοί που είχαν αναλάβει το μαγείρεμα. Μετά είδαμε πως ήμασταν όλοι εδώ –καθισμένοι αντικριστά περιμένοντας τις αποφάσεις να παρθούν από μόνες τους. Σε γενικές γραμμές συμφωνούσαμε με τον θείο Χάρης κι αυτό ήταν ενδεικτικό της αποκτήνωσής μας. Αν η σωστή απόφαση περνάει από τα χέρια των δολοφόνων τίποτα δεν υπάρχει πια για να κρατηθείς. Αν ο Πάνος έμενε ζωντανός θα έπρεπε να ζήσουμε παρέα με μια τεράστια εσωτερική τρύπα στην ασφάλεια της ομάδας μας, οτι κι αν γινόταν παραπέρα θα ψάχναμε πρώτα δίπλα μας κι αυτό είναι σκέτη κόλαση –ειδικά όταν σε περιμένουν άνθρωποι με ανεξιχνίαστες προθέσεις κάτω από ένα δέντρο με κρεμασμένους. Αν ο Πάνος έμενε ζωντανός θα σκοτωνόμασταν μεταξύ μας στην πρώτη παρεξήγηση. Κι αν σκότωναν τον Πάνο;
Οι κυνηγοί κρέμασαν έναν άνθρωπο αλλά αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν δικός μας. Οι κυνηγοί σκότωσαν κάποιον από τους άλλους, τους απέξω, τους ανεξιχνίαστους. Και θυσιάστηκαν για να αντισταθμίσουμε την απειλή, ο θείος Χάρης μας έπιασε απροετοίμαστους, τρομαγμένους, δεκτικούς. Αν τώρα ο Γιούρι πυροβολούσε και τον Πάνο η κυριαρχία των όπλων θα έμοιαζε απόλυτη. Αυτοί με τα πιστόλια κι εμείς οι υπήκοοί τους. Μαζί θα ερχόταν η οικειότητα απέναντι στις εκτελέσεις. Αυτοί θα τις αναλάμβαναν εμείς θα τις συνηθίζαμε με τον καιρό. Αργά ή γρήγορα.
«Λέω να φάμε κάτι –οι καλύτερες αποφάσεις παίρνονται με γεμάτο στομάχι», είπε ο Στέφανος και μόνο που δεν πέσανε όλοι πάνω του να τον φιλήσουν.
Ο θείος Χάρης στράβωσε τα μούτρα φανερά νευριασμένος, ο Γιούρι πετάχτηκε ευτυχισμένος αλλά μετά θυμήθηκε τον Πάνο και συννέφιασε απότομα.
«Φάε, θα τον προσέχω εγώ», τον καθησύχασε ο θείος Χάρης.
Οι υπεύθυνοι για το φαγητό μουρμούρισαν κάτι δικαιολογίες επειδή με τη σημερινή φασαρία δεν είχαν προλάβει να ετοιμάσουν κάτι και εξαφανίστηκαν στην κουζίνα ψάχνοντας με τι θα μας ταΐσουν. Άναψα τσιγάρο κοιτάζοντας τον Πάνο –περνούσε δύσκολες στιγμές στα σίγουρα.

«Τι θα κάνουμε;» ρώτησε η Ελβίρα μασουλώντας κάποιο κομμάτι ψωμιού.
Ανασήκωσα τους ώμους, παρέμεινα αφοσιωμένος στην κονσέρβα μου.
«Σε ρωτάω!» επέμεινε εκείνη.
«Δε νομίζω οτι ο θάνατος του Πάνου θα σας στεναχωρούσε ιδιαίτερα», παρατήρησα.
«Θα του άξιζε χίλιες φορές!» άναψε η Ελβίρα. «Αλλά...»
«Αλλά μετά θα έχανες ολοκληρωτικά το κουμάντο της κατάστασης», είπα εγώ.
«Νομίζεις οτι μόνο αυτό με ενδιαφέρει;» ρώτησε.
«Δεν έχει σημασία τι σε ενδιαφέρει. Το σημαντικό είναι πως δεν πρέπει να πάρει τον έλεγχο ο θείος Χάρης».
«Σωστά!» φώναξε χαρούμενη.
«Αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε οτι δεν συνέβη τίποτα με τον Πάνο...» συνέχισα.
«Όχι δεν μπορούμε...» συμφώνησε η Ελβίρα.
«Τι θα έλεγες λοιπόν να άφηνες το θέμα πάνω μου; Αν μάλιστα σου υποσχόμουν οτι θα ξεφορτωθείς και τον Πάνο κι εμένα...»
«Τι εννοείς;» ρώτησε μπερδεμένη.
«Εντάξει, άστο», της πρότεινα και ασχολήθηκα πάλι με την κονσέρβα μου. Ζαμπόν. Δύσκολα τρωγόταν.
Σκέφτηκα τότε αν θα έπρεπε να μιλήσω ιδιαιτέρως στον θείο Χάρη ή να παρουσιάσω την πρότασή μου ανοιχτά, σε όλους –πετυχαίνοντας έτσι κάποιον αιφνιδιασμό. Αυτό είχε τα ρίσκα του αλλά το προτιμούσα. Αν δεν πήγαινε καλά, θα είχα χρόνο να μιλήσω με τον θείο Χάρη ή έτσι τουλάχιστον ήθελα να ελπίζω.

Τελειώσαμε το φαγητό καθυστερώντας όσο περισσότερο μπορούσαμε και μετά κοιτάξαμε προσεκτικά τους τοίχους, τα άδεια πιάτα, τα λερωμένα τραπεζομάντιλα –οτιδήποτε άλλο εκτός από τον Γιούρι που έτρωγε ακόμα και τον Πάνο που έτρεμε περισσότερο από πριν. Σηκώθηκα καθαρίζοντας το λαιμό μου.
«Νομίζω πως υπάρχει τρόπος να λυθεί αυτή η ενοχλητική υπόθεση», είπα.
Ο θείος Χάρης σταμάτησε να προσέχει τον Πάνο και γύρισε να με κοιτάξει. Έλπιζα να μην κάνει καμιά μαλακία ο Πάνος –αυτό μόνο.
«Σίγουρα κάποιοι από μας νιώθουν ανασφάλεια μετά από αυτό που έκανε ο Πάνος στη Βανέσα, σίγουρα κάποιοι άλλοι ακόμα αναρωτιούνται –μήπως η Βανέσα τον προκάλεσε; Μήπως τελικά το φταίξιμο μοιράζεται;» συνέχισα σταθερά.
«Τι είναι αυτά που λες;» εξοργίστηκε η Ελβίρα.
Ο θείος Χάρης αρκέστηκε να χαμογελάσει ικανοποιημένος.
«Λέω πως είμαστε σε δύσκολη κατάσταση και υπάρχουν δυο λανθασμένες αποφάσεις τις οποίες προτείνω να αποφύγουμε. Αν σκοτωθεί ο Πάνος ποιος μας εγγυάται οτι αύριο δεν θα έρθει η σειρά μας επειδή, ας πούμε, ξεχάσαμε τα πιάτα άπλυτα; Ποιος θα αποφασίζει για τις ποινές; Αν πάλι μείνει ζωντανός ο Πάνος, ποιος μας εγγυάται οτι αύριο δεν θα στριμώξει την Κατερίνα ή την Θάλεια; Πάρτε μια απ΄αυτές τις αποφάσεις και πείτε μου ποιος από σας θα αντέξει τον τρόμο που συνεπάγονται. Διαφορετικοί λόγοι, ίδιος τρόμος».
«Ο τρόμος είναι καλός κάποιες φορές, επειδή οι τρομοκρατημένοι νιώθουν προστατευμένοι...» είπε ο θείος Χάρης.
«Φυλακισμένοι», τον διόρθωσα. «Φυλακισμένοι νιώθουν και στην πρώτη ευκαιρία θα ανατρέψουν την κατάσταση».
Με κοίταξε ενοχλημένος.
«Τέλος πάντων», βιάστηκα να συνεχίσω, «δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε με όλα αυτά, επειδή υπάρχει καλύτερη λύση. Προτείνω να πάρω τον Πάνο μαζί μου και να πάμε στο χωριό. Έτσι θα τον ξεφορτωθείτε κι αν οι χωρικοί είναι επικίνδυνοι θα γλιτώσετε από αυτόν μια και καλή. Αν πάλι ο Πάνος είναι μανιακός βιαστής, αφήστε τους χωρικούς να ανησυχούν για την περίπτωσή του. Όπως και να ΄χει κάποτε πρέπει να ξετρυπώσουμε από το ξενοδοχείο, κάποτε θα πρέπει να πιάσουμε επαφή με το χωριό, ή τουλάχιστον να προσπαθήσουμε, αν θέλουμε να βγούμε ζωντανοί από αυτή την ιστορία. Γιατί θα έρθει χειμώνας, τα τρόφιμα θα τελειώσουν –αν τότε είμαστε ακόμα κλεισμένοι εδώ μέσα θα πεθάνουμε σαν τα ποντίκια. Να πάρω τον Πάνο και να πάμε στο χωριό –αυτή είναι η πρότασή μου».
Κάθισα ξανά στη θέση μου, άναψα τσιγάρο, στη φλόγα του αναπτήρα είδα τις ελπίδες του Πάνου να φουντώνουν.
«Ακόμα κι έτσι, δεν βλέπω το λόγο να πας μαζί με τον Πάνο στο χωριό», μουρμούρισε ο Στέφανος. «Γιατί να μην τον στείλουμε μόνο του;»
«Επειδή τότε δεν θα είμαστε σίγουροι αν πήγε», απάντησα.
«Ναι, αλλά γιατί εσύ;» επέμεινε ο Στέφανος.
«Υπάρχει κάποιος άλλος εθελοντής;» ρώτησα χαμογελώντας. «Εντάξει, δεν είμαι ήρωας –θέλω να πάω στο χωριό επειδή πιστεύω οτι εκεί θα βρω την κόρη μου και τη... τέλος πάντων, νομίζω οτι η κόρη μου είναι σε αυτό το χωριό. Αργά ή γρήγορα θα πρέπει να πάω εκεί πέρα».
Τους άφησα να το δουλέψουν μεταξύ τους όσο απολάμβανα το τελευταίο ήσυχο τσιγάρο μου. Στην πρώτη ματιά μπορεί να έμοιαζε ρίσκο η πρότασή μου, να βγω εκεί έξω παρέα με έναν τρομαγμένο άνθρωπο και να πέσουμε στα χέρια των χωρικών, όμως δεν ήταν ακριβώς έτσι. Επειδή, ότι άλλο και να γινόταν, θα ξεσκιζόμασταν μεταξύ μας μέσα στο ξενοδοχείο κι αυτή η προοπτική δεν εξυπηρετούσε καθόλου την επιδίωξή μου να μείνω ζωντανός για όσο περισσότερο γινόταν.
«Δεν το δέχομαι», είπε ο θείος Χάρης.
Ο Πάνος άκουσε τη δήλωσή του με την αγωνία ανθρώπου που πυροβολείται εν ψυχρώ.
«Το ζητάω σαν προσωπική χάρη», είπα όσο μπορούσα πιο μειλίχια.
«Ακόμα κι έτσι...»
«Ας μιλήσουμε για λίγο μόνοι μας», τον παρακάλεσα.
Ο θείος Χάρης έκανε νόημα στον Γιούρι και προχώρησε προς την εξώπορτα. Ακολούθησα.

«Τι είναι αυτά που ζητάς;» φώναξε όταν βγήκαμε στον κήπο.
«Η μοναδική μας λύση», απάντησα ήσυχα.
«Λύση; Να ξεφτιλιστώ στους δικούς μου και σε όλους τους υπόλοιπους αφήνοντας κάποιον που σήκωσε χέρι σε δική μου κοπέλα να φύγει ανενόχλητος;» άφρισε ο θείος Χάρης.
«Νόμιζα οτι ήταν ανιψιά σου!» κορόιδεψα.
«Δεν είναι ώρα για αστεία», προειδοποίησε εκείνος.
«Αυτό λέω κι εγώ. Και αν σκοτώσεις τον Πάνο θα περιμένουν να κοιμηθείς για να σκοτώσουν εσένα αμέσως μετά. Πόσο νομίζεις οτι θα αντέξεις;»
«Θα με σκοτώσουν; Ποιος από αυτούς τους κακομοίρηδες έχει τα κότσια;» γέλασε περιφρονητικά ο θείος Χάρης.
«Εγώ», παραδέχτηκα με σταθερή φωνή.
Σταμάτησε για να με περιεργαστεί με την ησυχία του.
«Δεν σε έχω για τόσο ηλίθιο...» είπε.
«Θα εκπλαγείς», τον προειδοποίησα.
«Ίσως θα έπρεπε να σκοτώσω κι εσένα μαζί μ΄αυτόν», μουρμούρισε.
«Ίσως», συμφώνησα.
Περπάτησε ανάμεσα στα ξεραμένα φυτά, τον ακολούθησα.
«Δεν βγαίνει άκρη», παρατήρησε.
«Ας γίνει λοιπόν ότι πρότεινα....» μουρμούρισα.
«Θα πούμε οτι απλώς σου κάνω τη χάρη, επειδή σε συμπαθώ...» είπε εκείνος.
«Ας πούμε οτι θέλεις, δε μ΄ενδιαφέρει», του εξήγησα.
«Είμαι ένας επικίνδυνος άνθρωπος, ελπίζω να μην το ξεχάσεις ποτέ, Άρη», μουρμούρισε ο θείος Χάρης κοιτάζοντάς με κατάματα. «Αλλά δεν είμαι σαν εσένα, δεν είμαι μανιακός δολοφόνος και γι΄αυτό προτιμώ να σε ξεφορτωθώ. Φρόντισε λοιπόν να μην ξανάρθεις!»
Έσκυψα το κεφάλι. Αυτή η άποψή του για το άτομό μου με μπέρδεψε κάπως.
«Μανιακός δολοφόνος;» αναρωτήθηκα.
«Δεν θυμάσαι –έτσι;» γέλασε ο θείος Χάρης. «Πάει καλά... αν καταφέρεις και γλιτώσεις από τους χωριάτες κάνε μια βόλτα στον κατεστραμμένο δρόμο.... ίσως εκεί πέρα οι ξεκοιλιασμένοι σε βοηθήσουν να θυμηθείς για ποιο λόγο τους σφάξατε –εσύ και οι δικοί σου».
Είδα ένα χαλίκι παράταιρο, μπερδεμένο στις ξεθαμμένες ρίζες μιας αγριοτριανταφυλλιάς –έσκυψα, το σήκωσα και το ξανάριξα στο μονοπάτι. Όχι, δεν τα θυμόμουν όλα αυτά –έσκυψα μέσα στο μυαλό μου αλλά δεν βρήκα τίποτα σχετικό με σφαγμένους ανθρώπους. Τίποτα. Σχετικό.
«Εγώ και οι δικοί μου;» απόρησα.
Ο θείος Χάρης ξεκαρδίστηκε.
«Είσαι πραγματικά απίθανος, Άρη», φώναξε όσο απομακρυνόταν. «Απίθανος! Λίγο θέλω για να σε πιστέψω!»
Ποτέ δεν με απασχόλησε το τι πιστεύουν οι άνθρωποι, επειδή όλα αυτά είναι τόσο ευμετάβλητα. Αυτά που πιστεύουν είναι αυτά που θέλουν να πιστέψουν κι αυτά που θέλουν να πιστέψουν είναι αυτά που βλέπουν. Αυτά που βλέπουν είναι αυτά που έχουν μέσα στα κεφάλια τους. Κι αυτά που έχουν μέσα στα κεφάλια τους είναι αυτά που τελικά πιστεύουν. Ο κύκλος του λιπόψυχου κτήνους.

Μάζεψα τα λιγοστά μου ρούχα στο σακ βουαγιάζ, κοντοστάθηκα για να αποχαιρετίσω τον άντρα με τα πεθαμένα μάτια στον καθρέφτη. Μετά κατέβηκα στη ρεσεψιόν και πήρα όσα περισσότερα πακέτα τσιγάρων χωρούσαν στις πλαϊνές θήκες. Η
Θάλεια μου έδωσε ένα παγούρι με νερό χωρίς να με κοιτάξει.
«Ευχαριστώ», της είπα.
«Ίσως έπρεπε εμείς να το πούμε αυτό», μουρμούρισε.
«Δεν χρειάζεται... αρκεί να μου το δείξετε», είπα.
Σήκωσε επιτέλους τα μάτια της.
«Φροντίστε να μείνετε ζωντανοί, θέλω να σας βρω εδώ όταν γυρίσω», της ζήτησα.
«Θα γυρίσεις;» απόρησε.
«Είναι αναπόφευκτο», απάντησα γελώντας.
«Μακάρι», είπε πολύ σοβαρά.
Ακούμπησα το χέρι μου στον ώμο της απαλά, μετά ξεκίνησα να φύγω. Ο Πάνος ήταν ήδη έξω, έτοιμος. Περίμενε δέκα πόντους μακρύτερα από το πιστόλι του Γιούρι.

Πιάνοντας το χερούλι της εξώπορτας γύρισα να κοιτάξω τους ενοίκους του ξενοδοχείου –οι περισσότεροι κάθονταν μουδιασμένοι στην τραπεζαρία, αποφεύγοντας να εμπλακούν στην όλη υπόθεση. Έψαξα τον Στέφανο αλλά δεν τον βρήκα ανάμεσά τους –δεν είχε σημασία τελικά. Άσε που υπήρχε η πιθανότητα να ξαναγυρίσω και να τον ξαναβρώ.
«Φύγαμε», σφύριξα στον Πάνο χωρίς να τον κοιτάξω.
Προχώρησα ακούγοντάς τα βήματά του πίσω μου.

«Ήθελα να σε ευχαριστήσω...» είπε λαχανιασμένος όταν με πρόλαβε.
«Άντε γαμήσου καργιόλη», μουρμούρισα.
Συνέχισε να με ακολουθεί σιωπηλός.
«Λες να μας σκοτώσουν;» κλαψούρισε.
«Αν δεν το κάνουν αυτοί θα το κάνω εγώ –οπότε, φρόντισε να μην απομακρυνθείς», τον προειδοποίησα.
Μετά άρχισα να βαδίζω αποφασισμένος να τους συναντήσω, ήθελα να τους δώσω αρκετό χρόνο για να μας εντοπίσουν αλλά όχι και για να σκεφτούν πως θα αντιδράσουν. Δεν ξέρω αν το πέτυχα τελικά.

Οι χωρικοί πετάχτηκαν αλαφιασμένοι, στην αρχή έκαναν ενστικτώδικα βήματα ψάχνοντας μέρος να καλυφθούν μετά όμως αποφάσισαν οτι δεν είμαστε ιδιαίτερη απειλή. Βγήκαν μπροστά, δέκα βήματα μετρημένα από το δέντρο. Σταμάτησα τόσο απότομα που ο Πάνος τράκαρε στην πλάτη μου.
«Θέλω να μιλήσουμε», φώναξα.
Οι χωρικοί με κοίταξαν, μετά άρχισαν να απλώνονται θέλοντας να μας κυκλώσουν, οι ακριανοί ήδη κράδαιναν τα στειλιάρια τους.
«Δεν ψάχνω για φασαρίες», φώναξα.
«Τι θες;» μούγκρισε ένας γέρος απέναντί μου.
«Τίποτα. Απλά πηγαίνω στο χωριό», είπα ήσυχα.
Έδειξαν ενοχλημένοι.
«Δε θα πάτε πουθενά!» φώναξε κάποιος, έξω από το οπτικό μου πεδίο.
«Δεν ψάχνω για φασαρίες», επανέλαβα.
«Τότε γύρνα πίσω στο ξενοδοχείο!» είπε ο γέρος.
«Στο χωριό σας είναι η κόρη μου», μούγκρισα.
«Πως τη λένε;» ρώτησε κάποιος άλλος.
«Δε θυμάμαι...» ψέλλισα.
«Λέει ψέματα!» φώναξαν οι απέναντι.
«Γυρίστε πίσω στο ξενοδοχείο!» είπε πάλι ο γέρος.
«Πηγαίνω στο χωριό», επανέλαβα σταθερά. «Αν θέλετε να με εμποδίσετε θα πρέπει να με σκοτώσετε».
Μετά σήκωσα το σακ βουαγιάζ από το χώμα και προχώρησα προς το μέρος τους. Κοντρολάρισα την ανάσα μου προσπάθησα να μη μυρίσουν τον φόβο μου. Έφτασα τόσο κοντά τους που άκουσα δόντια να τρίζουν. Τι θα έκανε άραγε ο Πάνος;

Ένας γεροδεμένος μου έκλεισε το δρόμο. Τον κοίταξα χαμογελώντας, έχω ακούσει οτι αυτό αποθαρρύνει τους ανθρώπους, μετά έκανα δυο βήματα στο πλάι και τον απέφυγα. Περίμενε να βρεθεί πίσω μου πριν με χτυπήσει στην πλάτη, πόνεσα πολύ. Αλλά συνέχισα να περπατάω.
«Άρη!» ούρλιαξε ο Πάνος, άκουσα τα παπούτσια του να σκορπίζουν χαλίκια πίσω μου.
Γύρισα να τον δω και δέχτηκα ένα χτύπημα στο μάγουλο. Μάτωσα μάλλον.
«Ποιος είναι ο Άρης;» ρώτησε ο γέρος.
«Εγώ», απάντησα χωρίς να τον κοιτάξω.
«Πως τον λέγανε τον πατέρα σου;» επέμεινε εκείνος πλησιάζοντάς με.
«Δεν θυμάμαι... δεν θυμάμαι να είχα ποτέ πατέρα...» ψιθύρισα.
«Δεν είμαστε φονιάδες σαν και του λόγου σας....» είπε ο γέρος.
«Το ξέρω», απάντησα.
Οι υπόλοιποι χωρικοί έμειναν με τα στειλιάρια μετέωρα.
«Ανοίξτε τις τσάντες σας να δούμε για όπλα», φώναξε ο γέρος.
Άφησα κάτω το σακ βουαγιάζ, έψαξα τον Πάνο –κι αυτός το ίδιο έκανε. Μείναμε ακίνητοι όσο οι χωρικοί πέταγαν τα ρούχα μας στο χώμα. Περιμέναμε να τελειώσουν.

«Μαζέψτε τα», είπε ο γέρος.
Αυτό κάναμε.

«Δεν μπορούμε να σας αφήσουμε μόνους», μουρμούρισε ο γέρος.
«Ελάτε μαζί μας τότε», πρότεινα.
«Κι αυτοί εκεί πέρα;» έδειξε προς το ξενοδοχείο.
«Δεν πρόκειται να φύγουν», είπα.
«Πως το ξέρεις αυτό;» ρώτησε.
«Θα μας περιμένουν να γυρίσουμε...» απάντησα.
«Γιατί να σε πιστέψω; Δεν είσαι από τα μέρη μας, κατά πως φαίνεται...» μουρμούρισε ο γέρος.
«Δεν είναι από πουθενά, γι΄αυτό θα με πιστέψεις», του απάντησα.
Χαμογέλασε.
«Προχωράτε μπροστά κι εμείς ακολουθάμε», είπε.
«Με τους κρεμασμένους τι θα γίνει;» ρώτησα.
«Σαν τι θες να γίνει;» σήκωσε τους ώμους.
«Μήπως να τους θάβαμε; Θα σαπίσουν εκεί πάνω και θα γεμίσει ο τόπος σκουλήκια».
«Αυτό είναι πρόβλημα των ξένων», απάντησε δείχνοντας το ξενοδοχείο. «Δεν είναι δικό μας πρόβλημα....»
Συμφώνησα και ξεκίνησα να περπατάω.

Ο Πάνος ερχόταν φοβισμένος μερικά βήματα πιο πίσω -οι χωρικοί ακολουθούσαν βλαστημώντας. Δεν γύρισα να κοιτάξω πίσω μας κι αυτό μπορεί να ήταν λάθος. Όμως, ακόμα και αν κοίταζα προς την αυλή του ξενοδοχείου δε νομίζω οτι θα έβλεπα τον άνθρωπο που μας ακολουθούσε –στη θέση του θα φρόντιζα να προφυλαχτώ από αδιάκριτα βλέμματα. Αλλά εκείνο το απόγευμα δεν ήμουνα στη θέση του, εκείνο το απόγευμα με απασχολούσαν διαφορετικά θέματα. Όπως το να φτάσουμε στο χωριό ζωντανοί και να ψάξω την κόρη μου -όχι μόνο στο χωριό. Πρώτα έπρεπε να την ψάξω μέσα στο κεφάλι μου, να τη θυμηθώ, αυτή και τη γυναίκα που ήταν μαζί της, τη γυναίκα...

Ίδρωνα από το βάρος του σακ βουαγιάζ που αυξανόταν κάθε 100 μέτρα, λαχάνιαζα προσπαθώντας να κρατήσω σταθερό ρυθμό βαδίσματος, σήκωσα το παγούρι που μου είχε δώσει η Θάλεια. Ένας χωρικός έτρεξε δίπλα μου και το άρπαξε πριν προλάβω να πιω.
«Τι έχει μέσα;» ρώτησε.
«Βρες το και πάρτο», απάντησα αδιάφορα.

Μπορούσα να τα καταφέρω ακόμα και διψασμένος όπως ακριβώς μπορούσα να αποτύχω ξεδίψαστος. Τελικά το νερό είναι μια αυταπάτη όπως όλα αυτά. Που σε ξεδιψάνε.

6 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Mr.Fixit είπε...

Perimenw na teleiwsei gia na ekferw gnwmh auth th fora...Den kserw, something doesn't feel right this time. Poly hollywood.

Me to sympa8eio kiolas e.

The Motorcycle boy είπε...

Αρχηγέ, μην περιμένεις να τελειώσει -περίμενε να αρχίσει καλίτερα, επειδή όλα αυτά είναι τα πέριξ του θέματος.

Χόλυγουντ βεβαίως, ανοίξανε οι δουλειές μας -τι νόμισες; Χαχαχα

RaZz the sociology girl είπε...

hahaha sa na vlepw feministries na skizoun ta vrakia tous fwnazontas "the personal is political". magnifique.

ps. elpizw to setting tou ksenodoxeiou na epistrepsei pantws, its too interesting to abandon it so soon.

The Motorcycle boy είπε...

Συμφωνώ περί πέρσοναλ και πολίτικαλ και περιμένω εναγωνίως την πρώτη φεμινιστική οργάνωση που θα κάνει λεσβιακά κόλπα στην πλατεία Συντάγματος -μπας και πάρω λίγο μάτι και μορφωθώ. Πολιτικώς εννοώ.

Υ.Γ.: Δεν ξέρω αν τελικά ο Άρης φεύγει από το ξενοδοχείο ή αν το ξενοδοχείο απλώς επεκτείνεται. Θα δείξει.

Puppet_Master είπε...

gine arhs na goustareis...
na rockareis...
na tripareis...

The Motorcycle boy είπε...

Κάτσε ρε παράφορε τύπε, εδώ έχει και παιδί να πούμε! Μην ξανοίγεσαι! Χαχα

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι