Προηγούμενα:
1. Προετοιμασία για αιφνίδιο θάνατο
2. Τα όνειρα γερνάνε άσχημα
3. Οι γυναίκες είναι ακριβό χόμπυ
Πέρασα είκοσι λεπτά στον
καθρέφτη, σα να ήμουνα καμιά σιτεμένη γκόμενα που παστωνόταν πριν πάει σε
ραντεβού συνοικεσίου –τελικά οι
καργιόληδες μου είχανε κάνει ζημιά. Εκτός από τα δυο-τρία σπασμένα πλευρά
δηλαδή, μου είχανε φτιάξει το πρόσωπο ολίγον Μπιενάλε. Δεν ήθελα να βάλω
τσιρότα –πώς θα πήγαινα έτσι στον άνθρωπο, πρώτη συνάντηση κι άνευ συστάσεων,
θα το΄βαζε στα πόδια.... Ή θα με πυροβολούσε στα πόδια, αναλόγως
ιδιοσυγκρασίας.
Με τα χτεσινά ντράβαλα δεν είχα
προλάβει να ψάξω λίγο αυτόν τον Βίκτορα Αλεξιάδη στο ίντερνετ, να βρω τίποτα
πληροφορίες, φήμες, κουτσομπολιά –μια φωτογραφία του έστω για να δω πως
μοιάζει. Ήμουν αναγκασμένος να πάω, φορώντας μαύρο γυαλί για να μη φαίνεται το
πρησμένο μάτι, και να στηθώ έξω από το σπίτι του περιμένοντας το άγνωστο ή να
του χτυπήσω το κουδούνι διακινδυνεύοντας να καλέσει τους μπάτσους.
Κι αυτό ακριβώς έκανα –μέχρι ένα
σημείο τουλάχιστον. Πήγα έξω από το σπίτι του ενώ ο ήλιος τύφλωνε ακόμα και
νεροχελώνα (αυτός ήταν πάντως ένας καλός λόγος για να φοράς μαύρα γυαλιά),
μέτρησα το τετράγωνο ψάχνοντας για την καλύτερη θέση, ο καιρός ήταν κρύος με
γαμημένη ζέστη –πάει να πει στη σκιά πάγωνες στον ήλιο καιγόσουν –αλλά δεν
πρόλαβα να διαλέξω το κατάλληλο μέρος παρακολούθησης. Επειδή έξω από μια
πολυκατοικία γινόταν σκυλοκαβγάς –σαν ευαισθητοποιημένος πολίτης που ήμουν,
ξέχασα για λίγο τον σκοπό της αποστολής μου κι έτρεξα να πάρω μάτι. Έπρεπε να
σπρωχτώ με τους περίεργους που είχαν ήδη σχηματίσει κύκλο στο πεζοδρόμιο για να
πιάσω καλή θέση –τελικά είδα οτι ένας αναμαλλιασμένος γέρος είχε αρπαχτεί από
την χοντρή κοιλιά κάποιου τύπου με λευκή ποδιά, όμως το ενδιαφέρον βρισκόταν
στο συμπλήρωμα των εμπλεκομένων. Επειδή ένας αστείος τυπάκος με φαλάκρα,
πασούμια και ανοιχτή ρόμπα τραβούσε τον γέρο όσο μια χοντρή τραβούσε τον
χοντρό.
«Έλα Νώντα, δεν τους ξέρεις τι είναι;» τσίριζε η χοντρή.
«Πάμε να φύγουμε», εκλιπαρούσε ο
φαλακρός το γέρο.
Μάταια.
Ο γέρος τράβηξε μια κουτουλιά
στον χοντρό ο οποίος σταμάτησε να του τραβάει τα μαλλιά, κρέμασε τα χέρια στο
πλάι και πήρε να σωριάζεται. Ο γέρος δεν ήταν ούτε τόσο δυνατός για να τον
κρατήσει, ούτε τόσο προνοητικός για να τον αφήσει –έπεσαν κι οι δυο μαζί σαν
παραγεμισμένα σακιά. Η χοντρή ούρλιαξε, ο φαλάκρας έχασε το ένα πασούμι καθώς
παρασύρθηκε από τους σφιχταγκαλιασμένους. Δεν έδειχνε όμως να τον νοιάζει.
«Πάμε Βίκτορα, πάμε να φύγουμε»,
παρακάλεσε το γέρο.
Αυτομάτως ενεργοποιήθηκα. Έσπρωξα
τους περίεργους όσο ο γέρος απαγκιστρωνόταν από τον χοντρό και φρόντισα να
βρεθώ στο σωστό μέρος τη στιγμή ακριβώς που ο χοντρός ορμούσε άγαρμπα για να
τον πιάσει από το λαιμό.
Τράβηξα ένα ξεγυρισμένο σκαμπίλι
φροντίζοντας να τον πετύχω πάνω στα μάτια, ο χοντρός τσίριξε δακρύζοντας.
«Δεν είναι σωστό να ορμάς σε
ανθρώπους πισώπλατα», του είπα.
«Θα σας γαμήσω όλους», κλαψούρισε
ο χοντρός.
Οπότε τον κλώτσησα στο γόνατο για
να ησυχάσει λίγο, σκόνταψε μπλέκοντας έτσι και τη γυναίκα του που ερχόταν να
μου βγάλει τα μάτια.
«Πάμε κάπου αλλού;» πρότεινα στο
ζευγαράκι.
«Ναι», είπε αφηρημένα ο γέρος.
«Πάμε, πάμε...» λαχάνιασε ο
φαλακρός αδιαφορώντας για το πασούμι του.
Η είσοδος της πολυκατοικίας ήταν
μπλοκαρισμένη από τον κόσμο κι έτσι ο γέρος τράβηξε για ένα καφέ εκεί δίπλα,
μπήκαμε ενώ απέξω η κατάσταση βρισκόταν σε φάση ευχολογίου. Ο χοντρός έκλαιγε,
ο κόσμος γέλαγε και η χοντρή καταριόταν.
«Δυο τζιν φις κι ότι πάρει ο
φίλος μας», παράγγειλε στο γκαρσόνι ο γέρος.
«Μια Στολίσναγια τόνικ»,
παρακάλεσα.
Ο γέρος χαμογέλασε.
«Σας χρωστάω ένα ευχαριστώ
κύριε...» παραδέχτηκε.
«Πετράς. Λούης Πετράς», είπα
χωρίς να βγάλω τα γυαλιά μου. «Και δεν μου χρωστάτε τίποτα κύριε Αλεξιάδη
–ενήργησα αρκετά υστερόβουλα οφείλω να παραδεχτώ...»
Με κοίταξε με κάτι ξεπλυμένα
γαλάζια μάτια τίγκα στην περιέργεια ενώ ο φαλακρός δίπλα του ανατρίχιασε.
«Βίκτορα δε νιώθω καλά»,
ψιθύρισε.
«Εντάξει –πήγαινε σπίτι και θα
έρθω σε λίγο», του είπε αυτός.
Ο φαλακρός τέντωσε το κεφάλι του
για να δει έξω.
«Ακόμα εκεί είναι», κλαψούρισε.
«Μη σε νοιάζει, δεν θα σε
πειράξουν», τον καθησύχασε ο γέρος.
Ακολούθησε μια σκηνή υστερικής
μίξας κατά την οποία ο φαλακρός παραπονιόταν οτι είχε χάσει το πασούμι του, ο
γέρος τον παρηγορούσε λέγοντάς του οτι «κάπου εκεί έξω θα΄ναι», το γκαρσόνι
έφερε τα ποτά κι ο φαλακρός άδειασε το μισό δικό του μονορούφι μπας και πάρει
κουράγιο.
Όταν επιτέλους μείναμε οι δυο
μας, ο γέρος έβγαλε μια ταμπακέρα με δερμάτινη επένδυση και επιχρυσωμένες άκρες, την άνοιξε, αμέσως με
πήρε η μπόχα από τα κόκκινα αρωματικά τσιγάρα. Ο γέρος μού πρόσφερε αλλά
αρνήθηκα έντρομος.
«Λοιπόν, κύριε Πετρά... νομίζω
οτι θα πρέπει να μου εξηγήσετε», είπε ο γέρος.
«Ψάχνω τη Λίζα Φωτίου», έκανα
κοφτά.
Ο γέρος συνέχισε να με κοιτάζει
χωρίς να παίζει ούτε βλέφαρο. Αναγκάστηκα να συνεχίζω.
«Δουλεύω σε ένα περιοδικό και
ψάχνουμε την κυρία Φωτίου για συνέντευξη. Μίλησα με τον Αλευρά, αυτός μου είπε
για σας...»
Ο γέρος ξερόβηξε.
«Ο Αλευράς ε; Αυτό το αρχίδι...»
αναπόλησε. «Σας είπε κύριε Πετρά ο Αλευράς οτι όπου τον βρω θα τον ξεκοιλιάσω;»
Παραδέχτηκα ταπεινά οτι δεν μου
είχε πει κάτι τέτοιο.
«Θα το κάνω όμως, θα του βγάλω τ΄
άντερα να του τα περάσω κολιέ», είπε ο γέρος.
«Ενδιαφέρον», παρατήρησα. «Αλλά
δεν με απασχολεί ιδιαίτερα η σχέση σας με τον κύριο Αλευρά».
«Νεαρέ μου είσαι ηλίθιος. Εγώ δεν
είχα, ούτε και θέλω να έχω καμιά σχέση με τον Αλευρά. Αλλά κάποιος πρέπει να
του πληρώσει τα όσα έκανε στη Λίζα...»
«Δηλαδή;»
«Περασμένα... ας μην το συνεχίσουμε.
Συγνώμη νεαρέ, εκτιμώ τη βοήθειά σου, έστω κι αν δεν ήταν ανιδιοτελής αλλά δεν
μπορώ να σου δώσω καμιά πληροφορία για τη Λίζα. Έφυγε πριν πολλά χρονιά και από
τότε έχω να μάθω νέα της».
Χαμογέλασα καπνίζοντας το τσιγάρο
μου.
«Κύριε Αλεξιάδη, θα μπορούσατε να
πείτε οτι δεν έχετε καμιά διάθεση να με βοηθήσετε, θα ήταν προτιμότερο από ένα
τόσο φτηνό ψέμα», του εξήγησα.
Έπιασε το ποτήρι του αλλά
βλέποντας οτι είχε ήδη αδειάσει το ξανάφησε και πήρε το μισογεμάτο ποτήρι του
φαλακρού.
«Τι σας κάνει να υποθέτετε κάτι
τέτοιο;» με ρώτησε όλος περιέργεια.
«Κανένας δεν εξαφανίζεται
εντελώς», είπα. «Η Φωτίου έχει αφήσει έναν αριθμό τηλεφώνου στους συγγενείς της
για την περίπτωση που προκύψει καμιά κληρονομιά, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό.
Κάθε άνθρωπος που αποσύρεται θέλει να έχει ένα μάτι στην πολυκοσμία, κάποιον
για να μαθαίνει τις εξελίξεις...»
Σταμάτησα.
«Ωραία θεωρία», θαύμασε ο
Αλεξιάδης. «Κρίμα μόνο που δεν ισχύει στην περίπτωσή μας».
Ήταν η σειρά μου να γελάσω.
«Επιμένετε λοιπόν», διαπίστωσα.
«Όπως θέλετε –ας αλλάξουμε θέμα. Θα ήταν αδιακρισία να ρωτήσω τι συνέβη εκεί
έξω;»
Ο Αλεξιάδης γέλασε.
«Νομίζω το δικαιούστε εφόσον
λάβατε μέρος...» άναψε ακόμα ένα τσιγάρο σκορπίζοντας αρωματική ζαλάδα στο
χώρο. «Αυτός που είδατε είναι ο χασάπης της γειτονιάς ο οποίος θεωρεί σωστό να
πετάει τα σκουπίδια του μαγαζιού του στον κάδο απορριμμάτων...»
Τον κοίταζα σα χαζός γι΄αυτό
συνέχισε.
«Ο κάδος απορριμμάτων είναι
ακριβώς κάτω από το παράθυρο του διαμερίσματός μου», είπε.
«Τι όροφο μένετε;» απόρησα.
«Πέμπτο...»
«Και φτάνει μέχρι εκεί πάνω η
μυρωδιά των σκουπιδιών;» ρώτησα.
«Κύριε Πετρά ποιος μίλησε για
μυρωδιά; Φανταστείτε ν΄ ανοίγετε κάθε πρωί το παράθυρο σας και να βλέπετε από
κάτω πνευμόνια, συκώτια και παχιά έντερα...»
Το φαντάστηκα και δεν μου άρεσε
καθόλου το θέαμα.
«Είναι αναγκαστικό να τα δείτε;
Δεν μπορείτε να κοιτάζετε αλλού;» επιχείρησα να κάνω τον δικηγόρο του χασάπη.
«Και ποιος θα μου υποδείξει πού
θα κοιτάζω κύριε Πετρά; Εσείς; Ο χασάπης μήπως; Απαιτώ να μην βγάζει τα
σκουπίδια του κάτω από τη μύτη μου –τόσο παράλογο είναι;»
Παραδέχτηκα σιωπηλά οτι δεν ήξερα
πόσο παράλογο ήταν.
«Αυτό ήταν το θέμα της διαφωνίας
μας», είπε ο Αλεξιάδης. «Και υποθέτω οτι αν δεν με βοηθούσατε θα είχα αρκετά
μπλεξίματα».
«Κανένας δεν εμποδίζει τα
μπλεξίματα να ξαναεμφανιστούν», παρατήρησα.
«Όχι, δε νομίζω. Ο άνθρωπος είναι
θρασύδειλος. Αφού δεν κατάφερε να με χτυπήσει τώρα δεν θα το ξαναεπιχειρήσει
πριν του δώσω άλλη αφορμή...»
«Αυτό ακριβώς είπα κι εγώ», του
εξήγησα γελώντας.
Ήταν η σειρά του να ξεκαρδιστεί.
«Είστε συμπαθέστατος κύριε Πετρά
αν και, απ΄όσο μπορώ να διακρίνω, σας αρέσει να παίρνετε μέρος σε
βιαιοπραγίες... Ίσως, τώρα που το σκέφτομαι, αυτό ακριβώς να σας κάνει
συμπαθέστατο».
Κατέβασα τα μάτια συνεσταλμένα
–βέβαια, αυτό δεν φάνηκε λόγω γυαλιών. Έπρεπε να παραδεχτώ δυο πράγματα, πρώτο
οτι ο Αλεξιάδης ήταν ωραίο άτομο και δεύτερο οτι αν δεν μου έλεγε που διάολο
κρυβόταν η Φωτίου θα του έστριβα το λαρύγγι. Έσκυψα λοιπόν μπροστά σβήνοντας το
τσιγάρο μου, έβγαλα και τα γυαλιά –να τον βλέπω καλύτερα.
«Σωστά παρατηρήσατε οτι μου αρέσει
να μπλέκομαι σε βιαιοπραγίες, για την ακρίβεια τις τραβάω τις φασαρίες κι αυτό
έχει σαν αποτέλεσμα κάποια αναισθητοποίηση. Αν, ας πούμε, σας περιμένω απέξω
και αρχίσω να κοπανάω το κεφάλι σας στον τοίχο... αυτό το γεγονός θα μπορούσε
να σοκάρει πολλούς ανθρώπους, αλλά εμένα, όχι. Βλέπετε, είμαι συνηθισμένος να
ενεργώ βίαια σε συνθήκες απελπισίας», ξανάβαλα τα γυαλιά μου.
Κι ο Αλεξιάδης με κοίταζε λες και
ήμουνα το πλασμώδιο του Λαβεράν, δεν έδειξε ιδιαίτερα τρομαγμένος, όφειλα να
του το αναγνωρίσω.
«Κύριε Πετρά», είπε αφού πήρε μια
βαθιά ανάσα. «Είμαι 75 χρονών, στα 14 μου ανακάλυψα οτι με ελκύουν οι άντρες.
Αυτό σημαίνει οτι τα τελευταία 61 χρόνια δηλώνω αμετανόητη αδελφή –αν μάλιστα
υπολογίσουμε οτι μόλις πριν λίγα χρόνια βρήκα σταθερό σύντροφο, μπορούμε να
συμπεράνουμε οτι πέρασα ολόκληρη τη ζωή μου κυνηγημένος από τους στρέιτ και
ταυτόχρονα απαξιωμένος από τους γκέι. Σας τα λέω όλα αυτά για να καταλήξω στο
οτι τέτοιου είδους φτηνές απειλές δεν με τρομάζουν. έχω ακούσει –λάθος, έχω
υποστεί πολύ χειρότερα».
Ανασήκωσα τους ώμους.
«Κάποιοι καταλήγουν στις απειλές
όσο κάποιοι άλλοι ξεκινάνε από αυτές», μουρμούρισα.
«Εσείς σε ποια κατηγορία ανήκετε
κύριε Πετρά;» ζήτησε να μάθει ο Αλεξιάδης.
«Εγώ δεν απειλώ ποτέ», του
ξεκαθάρισα.
Έσκυψε το κεφάλι.
«Πολύ καλά. Θα μου επιτρέψετε να
τελειώσω το ποτό μου πριν βγω έξω», έκανε λυπημένα.
«Την έχω ανάγκη αυτή τη δουλειά
–ξέρετε», απολογήθηκα.
«Δεν υπαινίχθηκα οτι βαράτε τους
ανθρώπους από χόμπι», διαμαρτυρήθηκε.
«Ας αλλάξουμε θέμα», έκανα
νευρικά επειδή η κουβέντα δεν πήγαινε πουθενά πλέον.
«Η παρέα σας μου είναι πολύ
ευχάριστη αλλά φοβάμαι οτι θα πρέπει να γυρίσω σπίτι, ανησυχώ κάπως για τον
Λεωνίδα...» είδε την απορία μου και έκανε ένα νόημα για να μου δείξει οτι
εννοούσε τον φαλακρό φίλο του. «Υπολογίζετε οτι θα φτάσω μέχρι εκεί ή θα μου
συμβεί κάτι μοιραίο στη διαδρομή;» χαμογέλασε.
«Ανάθεμα κι αν μπορώ να
υπολογίσω», έκανα μέσα απ΄ τα δόντια μου αποφεύγοντας να τον κοιτάξω.
Χαμογέλασε αφήνοντας ένα εικοσάρι
για τα ποτά. Μετά σηκώθηκε αργά, έστρωσε τα τσαλακωμένα ρούχα του όσο εγώ
αφοσιωνόμουν στην υπόλοιπη βότκα, έχοντάς τον ήδη ξεχάσει. Το μέλλον μου
διαγραφόταν αβέβαιο από οικονομικής απόψεως.
Ένιωσα πρώτα τα δάχτυλά του,
τανάλιες κανονικές στους ώμους μου, μετά έσκυψε υπερβολικά κοντά μου –λίγο
ακόμα και θα τον χτύπαγα.
«Σε τελική ανάλυση με απειλήσατε,
μπορώ λοιπόν να επικαλεστώ κάποιο φόβο... Άλλωστε θα το μαθαίνατε αν ψάχνατε
λίγο πιο οργανωμένα –κανένας δεν μπορεί να κρυφτεί από τράπεζες και δημόσιες
υπηρεσίες... Τόξο Πιερίας, εκεί ήταν την τελευταία φορά που ήρθαμε σε επαφή,
περισσότερα δεν ξέρω να σας πω», ψιθύρισε στο αυτί μου.
Έμεινα ακίνητος. Μέχρι να
σταματήσει η πόρτα του μαγαζιού να τραμπαλίζεται μετά την έξοδό του, μέχρι να
βεβαιωθώ οτι το πέρασμά του από το πεζοδρόμιο δεν θα προκαλούσε καινούργιες φασαρίες,
μέχρι να τελειώσω το ποτό μου δηλαδή.
Μετά σηκώθηκα ράθυμα, έπρεπε να
ψάξω το θέμα αν και ήμουν σίγουρος οτι αυτό το Τόξο Πιερίας θα είχε λιγότερο
κόσμο ακόμα κι από τη συνοικία του Βιτόφσκι, αυτό ήταν βολικό, όσο να πεις.
Το μεσημέρι μίλησα με τον
Κωνσταντινίδη στο κινητό.
«Νομίζω οτι τη βρήκα», του είπα.
«Δηλαδή;» ρώτησε.
«Έμαθα οτι μένει στο Τόξο
Πιερίας».
«Τι είναι αυτό;»
«Ένα χωριό».
«Και είσαι σίγουρος οτι είναι
εκεί;»
«Έτσι μου είπαν».
«Να σιγουρευτείς τότε».
«Δηλαδή να πάω εκεί πάνω;»
«Να πας, να τη βρεις και να με
ειδοποιήσεις μόνο εφόσον την έχεις δει με τα μάτια σου».
«Εντάξει».
Το απόγευμα πήγα στον ΟΣΕ κι
έκλεισα ένα εισιτήριο με ανοιχτή επιστροφή για Κατερίνη, έμενε να βρω πώς
διάολο θα έφτανα από εκεί στο κωλοχώρι. Αλλά δεν ανησυχούσα, κάποιος τρόπος θα
υπήρχε –πιθανότατα ταξί αφού τα έξοδά μου πληρώνονταν από άλλους.
Πέρασα λίγες ώρες στο Βιτόφσκι
ψάχνοντας μάταια για πληροφορίες σχετικά με το χωριό. Όταν απογοητεύτηκα,
αποφάσισα να τσεκάρω τον Βίκτορα Αλεξιάδη, βρήκα οτι ήταν καταξιωμένος
σκηνογράφος σε θεατρικές παραστάσεις του προηγούμενου αιώνα, είχε κάποτε
εκδώσει κι ένα βιβλίο σχετικά με τις θεατρικές μάσκες –καταπληκτικό πόνημα,
απ΄αυτά που όλοι εκθειάζουν αλλά κανένας δεν διαβάζει. Έψαξα λίγο για την
κοσμική του ζωή –κάτι υπονοούμενα περί συμμετοχής σε όργια πασπαλισμένα με όλων
των ειδών τις σκόνες (η συνηθισμένη συνταγή όταν η είδηση αφορά αδερφές, ενίοτε
συνδυάζεται και με παιδεραστία). Έκλεισα
το λάπτοπ απογοητευμένος –αυτή η ιστορία έχει να κάνει με ανθρώπους που υπήρχαν
πριν από τα μηχανήματα, ότι πληροφορία ψαρεύεις στο δίκτυο είναι δεύτερο χέρι
και μπαγιάτικη, χρειάζεται τρέξιμο και επιτόπου ψάξιμο –αυτό κατάλαβα.
Γύρισα σπίτι σχετικά νωρίς,
πονούσε το κεφάλι μου και κάποιος αόρατος μαχαιροβγάλτης με χαϊδολόγαγε κάθε
φορά που ξεκίναγα να κάνω απότομη κίνηση –σκέφτηκα οτι μπορεί να διορθωνόταν με
λίγο έξτρα ύπνο. Το εισιτήριό μου για Κατερίνη ήταν με το μεσημεριανό τρένο της
επόμενης μέρας, έπρεπε λοιπόν να φτιάξω ένα σακίδιο με λίγα ρούχα, κάποιο
βιβλίο και τα ξυριστικά –για παν ενδεχόμενο. Στον πάτο της ντουλάπας υπήρχε το
σακ βουαγιάζ με τα εργαλεία, άνοιξα μέχρι τη μέση το φερμουάρ του όσο
σκεφτόμουν αν υπήρχε περίπτωση να χρειαστώ κάτι από εκεί μέσα -πασπαρτού,
ψυκτικό, κηροζίνη, πεταλούδα, Μπερέτα... Ξανάκλεισα το φερμουάρ –τίποτα απ΄ όλα
αυτά δε μου φαινόταν απαραίτητο για το ταξίδι μου. Κι αυτή ήταν η πιο
λανθασμένη σωστή εκτίμηση της ζωής μου.
Την επόμενη μέρα, βρέθηκα στον
σταθμό μισή ώρα νωρίτερα από την αναχώρηση του τρένου. Δεν είχα κοιμηθεί σχεδόν
καθόλου, όλο το βράδυ στριφογύριζα προσπαθώντας να επιλέξω αν προτιμούσα να
πιέζω κάποιο σπασμένο πλευρό ή να παθαίνω συνεχόμενες κράμπες. Υπολόγιζα
λοιπόν, καπνίζοντας στο καφενείο του σταθμού, οτι μέσα στο τρένο θα ξεραινόμουν
στον ύπνο –γι΄αυτό και δίσταζα να πιω τον δεύτερο καφέ της ημέρας.
Κοίταξα τριγύρω –τσαλακωμένοι
άνθρωποι με μπαγκάζια έτοιμα να σκιστούν σπρώχνονταν μπροστά από μια πανάκριβη
τυρόπιτα. Μετά κλωτσιόνταν για μια θέση σε τραπεζάκι, έξω είχε κρύο του θανατά
και κανένας δεν ήταν πρόθυμος να το αντιμετωπίσει αμαχητί. Έστησα αυτί
προσπαθώντας ν΄ακούσω τις κουβέντες τους αλλά αυτοί οι άνθρωποι μιλούσαν
γλώσσες άγνωστες σε μένα –έπιανα κάποιες λέξεις βέβαια, άλλα οι προτάσεις που
σχηματίζονταν δεν έβγαζαν κανένα νόημα. Ένα γυφτάκι πούλαγε ανεμιστήρες στο
καταχείμωνο και γυαλιά αστιγματισμού, μια γυναίκα τσούλαγε το παιδί της και
τράβαγε τη βαλίτσα, έξω από το τζάμι ένας γέρος λαγοκοιμόταν τυλιγμένος με
τρύπιο κασκόλ, παρέες πιτσιρικάδων εμφανίζονταν από το πουθενά γελώντας άγρια
όμως απότομα σώπαιναν τρομαγμένοι από τη δυστυχία του ταξιδιού, φαντάροι
πέτρωναν περιμένοντας το τρένο, ζωντάνευαν για λίγο, κάθε που νεοφερμένοι
φαντάροι τούς χαιρετούσαν, «σειρούλα» κι «ασημάκι», για να μαρμαρώσουν όλοι
μαζί στη συνέχεια, ανεπανόρθωτα στριμωγμένοι στους πάγκους του σταθμού, με τα
κεφάλια σκυφτά –λες και στο πάτωμα προβάλλονταν σκηνές απ΄ όσα τους περίμεναν
στο στρατόπεδο.
Το τρένο σφύριξε μπαίνοντας στο
σταθμό κι ο κόσμος πετάχτηκε βιαστικός, περίμενα να στριμωχτούν στην αποβάθρα,
να σπρωχτούν στις στενές εισόδους των βαγονιών και να τσακωθούν τακτοποιώντας
τα μπαγκάζια τους. Ανέβηκα στο βαγόνι μου πέντε λεπτά πριν φύγει το τρένο.
Βολεύτηκα στη θέση μου, βόλεψα
και το σακίδιο ανάμεσα στα πόδια μου, κοίταξα το σταθμό που ετοιμαζόταν να την
κοπανήσει από το παράθυρό μου κι έβγαλα το βιβλίο. Απλώθηκα προσεκτικά στον
στενό χώρο που μου αναλογούσε, πρόσεξα να μην πιέζω τα σπασμένα πλευρά μου αλλά
και να μην στριμώξω τα πόδια μου, ξεφύλλισα αργά τις κιτρινισμένες σελίδες
μέχρι να φτάσω στο σημείο όπου ο Φιλιμάριο Ντυμπλέ θα συναντούσε, για πρώτη
φορά από την αρχή της περιπέτειάς του, την κακομαθημένη Κλοτίλδη Τρολ. Το είχα
διαβάσει πάνω από 10 φορές το βιβλίο, με βοηθούσε να μετακινούμαι πιο γρήγορα
όταν χρειαζόταν να ταξιδέψω. Το τρένο ξεκίνησε σφυρίζοντας, έβαλα το εισιτήριο
ανάμεσα στις σελίδες για να το ‘χω πρόχειρο κι αφοσιώθηκα.
Ένας χείμαρρος λέξεων με
κατάβρεξε, ξαφνιάστηκα, ήταν μια γλώσσα άγνωστη -γεμάτη φωνήεντα. Σήκωσα το
κεφάλι, στη θέση αριστερά μου μετά τον διάδρομο καθόταν μια αγριεμένη μαύρη που
φώναζε στο κινητό της, χειρονομούσε και στριφογύριζε -το στήθος της τσίτωνε επικίνδυνα ένα κολλητό
πράσινο μπλουζάκι, τα μακριά μαλλιά της μαστίγωναν το μπροστινό κάθισμα
–υπερθέαμα κανονικό. Έμεινα να τη χαζεύω μέχρι που έκλεισε νευριασμένα το
τηλέφωνο και κόντεψε να ξηλώσει το κουρτινάκι στο παράθυρο για να γλιτώσει από
την αντηλιά. Έπεσε μια απότομη ησυχία, οι υπόλοιποι επιβάτες του βαγονιού δεν
τολμούσαν να συναγωνιστούν τη μαύρη σε θόρυβο. Αφοσιώθηκα στο βιβλίο μου, έδωσα
μηχανικά το εισιτήριο στον ελεγκτή, το πειρατικό της Καίτης σαλπάριζε
μεταφέροντας τον Φιλιμάριο, τον Πιο Πις και τον κωλόφαρδο Σετέμπρε –τότε
ακριβώς ακούστηκε η δεύτερη έκρηξη της μαύρης, έναν τόνο πιο δυνατή από την
προηγούμενη, γύρισα περιμένοντας να δω τη συσκευή της να διαλύεται. Αυτό που
είδα όμως ήταν οτι οι υπόλοιποι επιβάτες άρχιζαν να δυσανασχετούν –είχαν κάποιο
δίκιο, δεν ήταν πράγμα αυτό, να προσπαθείς να γλαρώσεις και η μαύρη να σε
τινάζει στο ταβάνι με τις φωνές της. Την κοίταξα επίμονα προσπαθώντας να την
προειδοποιήσω, με πήρε χαμπάρι, χαμογέλασε και συνέχισε να φωνάζει. Ίσως
δυνατότερα από πριν. Έκλεισα το βιβλίο –δεν υπήρχε περίπτωση να διαβάσω.
Έκλεισα τα μάτια κι απολάμβανα
τις σπασμωδικές στιγμές ησυχίας που έκαναν εντυπωσιακότερα τα ξεσπάσματα της
μαύρης. Είχα πιάσει και το ρυθμό για να με νανουρίζει –ξεκίναγε με ένα
προειδοποιητικό «αλό» σε στυλ γαυγίσματος, μετά η ένταση έπεφτε και στη
συνέχεια –απροειδοποίητα για τους μη μυημένους –ένα κροτάλισμα λέξεων σε ρυθμό
οπλοπολυβόλου που μετατρεπόταν σε νεκρική σιγή 10 δευτερολέπτων πριν ακουστεί
το σύρσιμο της κουρτίνας στο παράθυρο και το νευρικό τρίξιμο της συνθετικής
μπλούζας της. Ένιωθα σαν επιβάτης ψαρόβαρκας που έπεσε σε μπουνάτσα, σύντομα με
πήρε ένας ελαφρύς ύπνος.
Ήμουν έτοιμος να δω ένα
ξεθωριασμένο, από τον ήλιο που έκαιγε τα βλέφαρά μου, όνειρο –πράσινο γρασίδι
κι ένα ζευγάρι μαύρες γυναικείες πατούσες που απομακρύνονταν από το οπτικό μου
πεδίο, θόρυβος από χρυσόμυγες....
«Μα δεν αντέχεσαι πια...»
«Βγάλε το σκασμό επιτέλους».
«Ησυχία».
«Έχουμε όρεξη να σ΄ ακούμε
νομίζεις;»
Τινάχτηκα, τα πλευρά μου πόνεσαν.
Έβγαλα το κεφάλι από τη θέση μου και κοίταξα τριγύρω στο βαγόνι, οι επιβάτες
είχαν σηκωθεί και χειρονομούσαν προς τη μεριά της μαύρης η οποία συνέχιζε να
ουρλιάζει στο κινητό της με φανερή αγωνία πλέον. Το κεφάλι μου κόντευε να
εκραγεί. Θύμωσα.
«Μωρή μαλακισμένη δεν ακούς;
Θέλεις να ΄ρθω εκεί πέρα –τι καταλαβαίνεις;» ούρλιαξε ένας σαλιάρης γέρος.
«Ξέρω εγώ τι της χρειάζεται της
παλιοπουτάνας», σιγοντάρισε μια κυρία με λαχανί μαλλί.
Βγήκα στο διάδρομο, κοίταξα προς
τη γαλαρία που έβραζε.
«Μήπως να βγάζατε το σκασμό μπας
και κοιμηθούμε λιγάκι;» ζήτησα.
Ο γέρος γύρισε στους διπλανούς
του απορώντας.
«Τι λέει ο άνθρωπος; Ποιος μπορεί
να κοιμηθεί με τόση φασαρία;» απόρησε.
Τον πλησίασα.
«Εγώ», του είπα. «Εγώ κοιμόμουν
κι εσύ με ξύπνησες. Λέω λοιπόν οτι αν δε βγάλεις το σκασμό θα σε πετάξω κάτω
από το τρένο –κατάλαβες;»
Ο γέρος κοίταξε γύρω του για
συμπαράσταση αλλά τους ήξερα καλά όλους αυτούς –όχλος που αλυχτάει μέχρι να
ξεχωρίσεις ένα από τα ψοφόσκυλά του, τότε νιώθουν οτι η μάζα δεν τους
προφυλάσσει και βάζουν τις ουρές στα σκέλια.
«Μα δηλαδή, θέλετε να πείτε οτι η
μαύρη δεν κάνει φασαρία;» απηύδησε μια κυρία με ταγιέρ, εμφανώς η αυτοδιόριστη
δικηγόρος του όχλου.
«Κάνει –πώς δεν κάνει», της
ξεκαθάρισα. «Αλλά είναι τρόπος αυτός να της το πείτε;»
Η δικηγόρος κοίταξε προς το
παράθυρο περιμένοντας τη συνδρομή των μαρτύρων.
«Της το είπαμε κι ευγενικά αλλά
μάς έγραψε», πετάχτηκε η λαχανί κυρία.
«Πώς της το είπατε;» ρώτησα.
«Ελληνικά –πώς αλλιώς;» απόρησε η
κυρία.
«Είστε σίγουρη οτι ξέρει
ελληνικά;» ξαναρώτησα.
«Να πάει να μάθει –στη χώρα μας
είναι», πετάχτηκε ο γέρος που άρχισε να ξαναβρίσκει τα κουράγια του.
«Τι είπες;» τον κάρφωσα.
«Είναι στη χώρα μας... πώς
περιμένει να συνεννοηθεί;» μουρμούρισε.
Κοίταξα το ρολόι μου.
«Έχουμε ακόμα τέσσερις ώρες
ταξίδι», του είπα. «Αν σε ξανακούσω να μιλάς θα σου χώσω το κεφάλι στη χέστρα
–κατάλαβες;»
Τον κοίταξα κατάματα, τράβηξε το
βλέμμα του αλλού.
«Χάρηκα που τα είπαμε»,
διαπίστωσα χτυπώντας τον φιλικά στους ώμους, έχασε την ισορροπία του, πιάστηκε
από μια θέση για να μη σωριαστεί.
Ξαναγύρισα στη θέση μου, η μαύρη
με κοίταζε χαμογελαστή αλλά φρόντισα να αποφύγω το βλέμμα της. Ξαναχώθηκα στο
βιβλίο μπουρινιασμένος –ο ύπνος μου είχε πάει περίπατο. Πέρασε κοντά μια ώρα,
τα γράμματα πήραν να χοροπηδάνε μπροστά στα μάτια μου, διάβαζα τις λέξεις με
δυσκολία πλέον, γιατί κάθε τι άρχιζε να εκφυλίζεται σε εικόνες...
«Ευαρίστω πολύ», ακούστηκε από
δίπλα μου.
Στράφηκα.
Η μαύρη είχε κρεμαστεί από την
θέση της στον διάδρομο για να πλησιάσει τη δική μου θέση.
«Δεν κάνει τίποτα», απάντησα
προσπαθώντας να κρύψω την τσαντίλα μου.
Σ΄ αυτό το τρένο είχαν πρόβλημα
με τους ανθρώπους που θέλανε να κοιμηθούν –ήταν πλέον ολοφάνερο.
«Βίβιαν», είπε απλώνοντας ένα
βαρυφορτωμένο από δαχτυλίδια χέρι.
Κοίταξα τα μακριά της νύχια και
προτίμησα να αποφύγω τη χειραψία.
«Χάρηκα», ψιθύρισα κι επιχείρησα
να αλλάξω πλευρό.
«Εσένα πως λένε;» επέμεινε η
μαύρη Βίβιαν.
«Λούη», είπα ενώ από μέσα μου
καταριόμουν τη Μαυριτανία της και τους μαλάκες τους Ευρωπαίους που την ανακάλυψαν.
«Λούη –ωραίο», θαύμασε.
«Αν δε σε πειράζει, θέλω να
κοιμηθώ λιγάκι», της ζήτησα.
«ΟΚ, συνώμη», έκανε ντροπιασμένη.
Τη λυπήθηκα.
«Άκου», της είπα. «Είμαι πολύ
κουρασμένος, μου χρειάζεται μια ωρίτσα ύπνου. Αμέσως μετά όμως, στο υπόσχομαι,
θα πάμε να σε κεράσω καφέ στο μπαρ».
«Νο, εγώ κεράσω», μου ξέκοψε.
«Ότι πεις», γέλασα και έκλεισα τα
μάτια μπας και αποφύγω την ενόχληση του κόσμου αυτού. Μη με παρεξηγήσεις
Βίβιαν, έχω κάθε καλή πρόθεση να κλειστώ μαζί σου σ΄ένα δωμάτιο και να
καταπιούμε το κλειδί –μπορεί μάλιστα απ΄ όλο αυτό το σκηνικό ελληνορωμαϊκής να
προκύψουν μερικές αξιομνημόνευτες στιγμές, αλλά τώρα πρέπει να μαζέψω το κεφάλι
μου, για την ακρίβεια πρέπει να εξηγήσω στους τύπους που κόβουν δέντρα εκεί
μέσα οτι αυτή δεν είναι η κατάλληλη εποχή για υλοτομία. Πόνεσα παρατεταμένα,
έβαλα το χέρι στη μέσα τσέπη του μπουφάν μπας και βρω τα χάπια κωδεϊνης κι
αμέσως με έκοψε κρύος ιδρώτας –είχα ξεχάσει να τα πάρω μαζί μου. Ηρέμησε,
ηρέμησε μαλάκα –έχεις αντέξει και χειρότερα. Ένα μαχαίρι ξεκίνησε να χωρίζει τα
κόκαλά μου στη μέση.
«Πονάς;»
Δυο πράγματα μαζί –η φωνή της και
η αναπνοή της ζεστή στο μάγουλό μου, τινάχτηκα. Η Βίβιαν είχε φύγει από τη θέση
της για να έρθει δίπλα μου –με το ζόρι κρατήθηκα να μη τη χτυπήσω. Με
ενοχλούσαν κάτι τέτοια.
«Μια χαρά είμαι», μούγκρισα.
«Αφού πονάς...» επέμεινε.
Το στανιό της μέσα, ανάσανα βαριά
κρατώντας τα λόγια μου.
«Δεν είναι τίποτα», είπα.
«Εμένα άνρας μου πόναγε όταν
γύρισε από πόλεμο...» αναπόλησε η Βίβιαν.
Έκλεισα τα μάτια γιατί
ψυλλιαζόμουν μια ακόμα πονεμένη ιστορία χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
«Εγώ ξέρω πώς διώξω πόνο...»
συνέχισε.
Ναι εντάξει, πάρε μας μια πίπα
–σκέφτηκα.
Αλλά εκείνη έπιασε τις άκρες από
τα δάχτυλα του αριστερού μου χεριού, κάτι πήρε να μαλάζει, ηλεκτρίστηκα
–τραβήχτηκα μακριά.
«Τελικά εκείνος ο καφές δεν είναι
κακή ιδέα», είπα μέσα στην απελπισία μου.
«Πάμε», χαμογέλασε όσο σηκωνόταν.
Την ακολούθησα στο διάδρομο μέχρι
την πόρτα του βαγονιού κι από κει στο επόμενο βαγόνι, μέχρι το μπαρ –η κοπέλα
διέθετε θρυλικό κώλο.
Κάθισα στο βαγόνι –εστιατόριο και
την περίμενα όσο κουβάλαγε καφέδες, κρουασάν, ζαχαρίνες, γάλατα και πλαστικά
αναδευτήρια.
«Σκέτο για μένα», την πρόλαβα ενώ
άνοιγε τις πλαστικές συσκευασίες.
Προσπαθούσα να πιω καμιά γουλιά
από τον καυτό καφέ και την παρακολουθούσα να ξεσκίζει τα κρουασάν με θηριώδη
όρεξη, να απολαμβάνει το παχύρρευστο, τίγκα στη ζάχαρη και το γάλα, ρόφημά της.
Σκεφτόμουν οτι αυτή η γυναίκα θα ήταν πολύ δυνατή στο κρεβάτι –αλλά ποιος είχε
το κουράγιο να σταθεί μπροστά σε ανεμοθύελλα; Ανατρίχιασα νιώθοντας τον πόνο
στα κόκαλά μου.
«Εσύ, πας για δουλειές;» με
ρώτησε.
Ένευσα καταφατικά.
«Πού;»
«Έξω από την Κατερίνη».
«Κατερίνη», ούρλιαξε στην
κυριολεξία. «Εκεί μένω, δουλεύω σε μαγαζί...»
«Τι μαγαζί;» ρώτησα απλώς για να
πω κάτι.
«Απόγευμα καφετέρια, βράδυ
κλαμπ».
Κατάλαβα.
«Εσύ; Αρέσουν τα κλαμπ;»
«Οπωσδήποτε», έκανα ειρωνικά.
«Δηλαδή αρέσουν;» με ξαναρώτησε
μπερδεμένη.
«Κοίτα Βίβιαν –πολλά πράγματα μού
αρέσουν αλλά μέσα σ΄ αυτά δεν περιλαμβάνεται η πληρωμένη παρέα, βλέπεις, δεν
ανήκω στους ευτυχισμένους εκείνους ανθρώπους που έχουν χρήματα για να την
αγοράσουν και ικανότητα να πιστέψουν οτι τους προσφέρεται τιμής ένεκεν», της
εξήγησα.
«Ένεκεν;» αναρωτήθηκε.
«Άστο –μάρκα μπύρας είναι, μην
ασχολείσαι», την καθησύχασα.
«Εγώ Λούης...» ξεκίνησε
κοιτάζοντάς με ίσα, είχε ένα ζευγάρι τεράστια μάτια –σαν προβολείς φορτηγού, «ο
άνρας μου πέθανε, πόλεμος... εμείς Κογκό, πόλεμος –ήρθαν στρατιώτες, τον πήραν
μαζί τους, η Ανελίζ οτώ μηνών, γύρισε πίσω μετά ένα κρόνο, τέλειωσε, μού είπε
–όι άλλο πόλεμο. Μετά ήθαν οι άλλοι, τον πιάσανε –εσύ στατιώτης, μπαμ, μπαμ σε
μπακ γιάρντ, η Ανελίζ έκλαιγε και έκλαιγε, ένα κρόνο είναι. Πήραν εμένα μαζί,
δυο μήνες, μετά άφηκαν δίπλα σε ποτάμι, γύρισα πίσω περπάτημα. Αδεφή μου έκει
Ανελίζ μα πρέπει ζήσει –δουλεύω εδώ για να στέλνω πίσω...»
Είχα ήδη τελειώσει τον καφέ μου,
τα προβολικά μάτια της Βίβιαν έτρεχαν σα χειμωνιάτικη καταιγίδα, ρούφηξε τη
μύτη της, άφησε ανέγγιχτο το τελευταίο κρουασάν κι άνοιξε την τσάντα της
ψάχνοντας μαντήλι. Ήθελα να καπνίσω αλλά απαγορευόταν.
«Πάμε στο ενδιάμεσο να καπνίσουμε
κάνα τσιγάρο;» της είπα.
Με ακολούθησε αυτή τη φορά –κρίμα
μόνο που δεν ήμουνα τόσο καλή θέα όσο ήταν εκείνη.
Της πρόσφερα τσιγάρο αλλά είχε τα
δικά της –κάτι μακρόστενα γυναικεία με λευκό φίλτρο και χρυσό επιστόμιο.
«Σου δείξω φωτογραφίες», είπε.
«Δε χρειάζεται», έκανα κάπως πιο
απότομα απ΄όσο θα ήθελα.
Και μετά...
«Άκου Βίβιαν, πολλοί άνθρωποι
γουστάρουν να φτιάχνουν μια κόλαση για τους άλλους –κάποιοι πέφτουν οι ίδιοι
μέσα, κάποιοι παρασέρνουν και τους διπλανούς τους. Το θέμα είναι οτι πρέπει να
περπατήσουμε, όχι για να φτάσουμε, αλλά για να μη γίνουμε εύκολοι στόχοι.
Προχώρα λοιπόν όσο μπορείς κι άσε αυτά που έζησες πίσω. Ο καλύτερος τρόπος να
γλιτώσεις από τους εφιάλτες σου είναι να γίνεις ο εφιάλτης των άλλων.
Κατάλαβες;»
Κούνησε το κεφάλι.
«Εφιάλτες –μπαντ ντριμς;» ρώτησε.
«Δε λες τίποτα», της επιβεβαίωσα.
«Δεν θέλω γίνω εφιάλτης»,
κλαψούρισε.
«Τότε θα σε πηδάνε όπου σε
βρίσκουν και θα σε ψάχνουν να σε βρουν για να σε πηδήξουν», της είπα.
«Εγώ θέλω μόνο ήσυχη ζωή», είπε.
«Η ήσυχη ζωή δεν είναι για μας»,
της απάντησα.
Δε πολυκατάλαβε κι έτσι προτίμησα
να την αρπάξω (είχαμε μόλις σβήσει τα τσιγάρα μας) και να τη φιλήσω, κάπως
άγαρμπα, το παραδέχομαι, λόγω του ότι το τρένο κούναγε.
Όταν την άφησα έκανε μισό βήμα
πίσω και βάλθηκε να χαζεύει το δρόμο που πέρναγε έξω από το τρένο.
«Καφετέρια Ελίτ και κλαμπ
Σεμίραμις», είπε.
Μου πήρε λίγο να καταλάβω.
«Εντάξει», έκανα στο τέλος.
«Να σου δώσω τηλέφωνό μου, δώσεις
δικό σου...»
«Δε χρειάζεται –θα έρθω να σε
βρω».
«Υπόσκεσαι;»
Την κοίταξα και της είπα χαμογελαστά
ψέματα.
«Σίγουρα. Θα τελειώσω τις
δουλειές μου και θα έρθω να σε βρω».
«ΟΚ. Πάμε καθίσουμε;»
«Πήγαινε –θα έρθω σε λίγο».
Την παρακολούθησα να μπαίνει στο
βαγόνι μας κι αμέσως μετά έφυγα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Κρύφτηκα σε
κάποιο βαγόνι γεμάτο φαντάρους κι άφησα τη φασαρία να με νανουρίσει. Με ξύπνησε
η ανακοίνωση όταν φτάσαμε στον σταθμό της Κατερίνης.
9 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Έχω πορωθεί με αυτή τη κολοιστορία. Για να δούμε που θα βγάλει...
Και πλασμώδιο του Λαβεράν και Τόξο Πιερίας και Κατερίνη!!!
Ένα, ένα τα ξαφνιάσματα παρακαλώ.
Αναμένω συνέχεια.
Πού να βγάλει αδερφέ μου; Σε νεκροταφεία και φυλακές -κλασσική συνταγή.
Lionta, θέμα τύχης καθαρά. Μη νομίζεις οτι τα κατέχω ιδιαίτερα -ειδικά το Τόξο με μαντεψιές θα το πάω.
Άμα θες πάντως κάνω και on site research!
:)
Ον σάιτ εννοείς με τα ματάκια σου; Γιατί από γκούγκλισμα δεν...
Φυσικά.
Ε, ξηγήσου τότε γιατί τώρα φτιάχνω τη συνέχεια. Κάνα καφενείο έχει; Ξενοδοχείο έχω βάλει οτι δεν παίζει. Από τη μια βλέπει δρόμο από την άλλη βλέπει χωράφια ή βουνό; Απλά πράματα...
Το Κλοτίλδη Τρολ μου φαίνεται πολύ γνώριμο. Είναι όντως από κάπου?
"Το πεπρωμένο ονομάζεται Κλοτίλδη", του Τζιοβάνι Γκουαρέσκι. Μάλλον το πιο αστείο βιβλίο που έχω διαβάσει στη ζωή μου.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!