Παρασκευή, Μαρτίου 24, 2006

Χαλασμένα μυαλά

«Εξαφανίστηκε ο Τάκης. Από την εποχή που αγόρασε την ηλεκτρική, εξαφανίστηκε».

Η παρέα μαζευόταν, θυμάμαι, στην καφετέρια του «Μπιλ του Χοντρού» -το είχαμε συνήθεια από την εποχή του Λυκείου και έμεινε. Εκείνη την εποχή, άλλος έτρεχε με τη Σχολή, άλλος δούλευε σαν το μαλάκα, άλλος στοχαζόταν εσώκλειστος. Αλλά ο «Μπιλ» ήταν θεσμός. Και δεν είχε δικαιολογητικά από γιατρό, όπως στο σχολείο. Αν είχες πολλές απουσίες, ο ίδιος ο Μπιλ, αυτοπροσώπως, σε νουθετούσε με το γνωστό πατρικό του ύφος: «Τι έγινε ρε κωλόπαιδο; Τον έκοψες τον καφέ και άρχισες τις βίζιτες; Στο Κολωνάκι να πας ρε μαλακισμένο, που μου ήρθες μετά από 2 βδομάδες και βρωμάς και πατσουλιά». Έτσι ήταν ο Μπιλ –καλλιεργημένος και διακριτικός.

Ο Τάκης ήταν ωραίος τύπος. Λίγο μαλάκας από μουσικής απόψεως, γιατί είχε κόλλημα με το κλασσικό Heavy Metal, αλλά γενικά ωραίος. Αν εξαιρέσεις την HOMBRE και τη RAINBOW που τις άνοιγε και τις έκλεινε εναλλάξ, ήταν σωστό παιδί. Μέχρι που του κάθισε να πάρει ηλεκτρική κιθάρα. Και την πήρε –δούλευε ντελιβεράς ο Τάκης και μια μέρα μας ανακοίνωσε, μέσα στην ιερή καφετέρια του «Μπιλ του Χοντρού», ότι μάζεψε τα λεφτά και θα πήγαινε να πάρει κιθάρα. Τον εμψυχώσαμε σαν σωστοί φίλοι «άντε μπράβο γιατί γέρασε κι ο Blackmoore και έχει αδειάσει το πόστο», «ευκαιρία είναι ρε φίλε και έχει μείνει ο Ozzy χωρίς κιθαρίστα» και αυτό ήταν. Μετά, εξαφανίστηκε ο Τάκης.

Όταν το διαλύσαμε από τον «Μπιλ», άλλος για σπίτι, άλλος για κανένα μπαράκι –αποφάσισα να περάσω από το σπίτι του Τάκη, μήπως και τον πετύχω. Εγώ τον ήξερα και πιο παλιά από τους υπόλοιπους, ήταν διπλανός μου στην Α’ Γυμνασίου και, όσο να πεις, είχα κάποια υποχρέωση να δω αν ζει ή πέθανε.

Έξω από το σπίτι του, με αναμμένη ακόμα τη μηχανή, έκοβα κίνηση. Είναι, δεν είναι μέσα; Είχε κι έναν σκατόκηπο τριγύρω, μονοκατοικία από τις παλιές, άντε να καταλάβεις. Αν έλειπε ο δικός μου δεν είχα όρεξη να πέσω πάνω στη μάνα του, γιατί ήταν πρήχτρα. Έκανα λοιπόν το γύρο της μάντρας και μου φάνηκε πως είδα φως στο δωμάτιό του. Πήρα θάρρος και μπούκαρα.

«Χαίρετε, είναι μέσα ο Τάκης;»

«Μέσα είναι αλλά κάτι κάνει» η μάνα του αναμαλλιασμένη, με την ποδιά γεμάτη αλεύρι. Δεν κατάλαβα τι έκανε ο Τάκης, αυτή πάντως σίγουρα έκανε πίτα (τυρόπιτα ή σπανακόπιτα δεν θυμάμαι). Τέλος πάντων. Χτυπάω την κλειστή του πόρτα (μπορεί να τράβαγε καμιά μαλακία ο άνθρωπος –μην τον πιάσω με τα βρακιά κατεβασμένα), αφήνω να περάσει ο εύλογος χρόνος και μπαίνω. Με σόκαρε ο μαλάκας περισσότερο κι από το να τον πετύχαινα με το πουλί στο χέρι.

Εμείς τον περιμέναμε με καμιά Stratocaster να χώνει παραμόρφωση κι ο Τακούλης, εκεί, σκυμμένος στην πολυθρόνα, με μια Gibson Les Paul να σκαλίζει κάτι στα μαγνητάκια.

«Τι έγινε ρε μαλάκα; Έχασες την πένα;» ο ωραίος εγώ.

Πετάχτηκε το παιδί στον αέρα. Δεν είχε πάρει γραμμή ότι χτύπησα, ότι μπήκα, ότι υπάρχω γενικότερα. Κόντεψε να του φύγει και η κιθάρα.

«Εσύ είσαι;» μουρμούρισε όταν συνήλθε. Χαμένος εντελώς έτσι; Για μια στιγμή νόμισα ότι βρήκε καμιά καινούργια άκρη στην πιάτσα και ήταν καβάλα στο σύννεφο.

Να μην τα πολυλογώ, εκείνο το βράδυ είπαμε λίγα. Δηλαδή εγώ είπα, γιατί ο Τάκης βιαζόταν να με διώξει, λες και έκρυβε τη γκόμενά μου στη ντουλάπα. Κι αφού βιαζόταν να με διώξει, έφυγα κι εγώ. Και τον χάσαμε για τα καλά, μετά από αυτό, τον Τάκη.

Υπήρχε μια ανησυχία στην παρέα για την τύχη του -παροδική όμως, γιατί έπεσαν στην μέση οι καλοκαιρινές διακοπές, σκορπίσαμε στα νησιά και μετά χρειαζόμασταν ομαδική αποθεραπεία. Έφτασε λοιπόν ο Σεπτέμβρης και η αναπόληση των συνταξιούχων και όταν ξεμείναμε από θέματα (ποιος γάμησε στις διακοπές, ποιος ξύπνησε στα σκαλιά του νησιώτικου μπαρ, ποιος αποκοιμήθηκε μέσα στη θάλασα και κόντεψε να πνιγεί), φτάσαμε στο αρχειοθετημένο, πλέον, θέμα «Τάκης». Έπεσαν διάφορες απόψεις, άλλος έλεγε πως μπάρκαρε, άλλος πως έγινε αγιογράφος, ένας τρίτος είπε ότι κλέφτηκε με τη γυναίκα του πρώην Λυκειάρχη μας και ζουν τώρα στον Καναδά, αλλά δεν έγινε πιστευτός, γιατί ο πρώην Λυκειάρχης μας ήταν εργένης και τα είχε με τον θεολόγο (τους είχαμε πετύχει χεράκι-χεράκι στους τουαλέτες, αλλά δεν είναι εκεί το θέμα). Μέχρι που ο μεγαλόκαρδος Μπιλ, που σέρβιρε εκεί κοντά μας έσκασε τη βόμβα: «δεν πιστεύω να μην έρθετε κωλόπαιδα την άλλη Παρασκευή –θα παίξει ο Τάκης με ένα συγκροτηματάκι live». Πολλαπλά εμφράγματα. Ο Τάκης; Ο δικός μας; «Όχι ρε μαλάκες ο Τάκης ο Λεμονής του Ολυμπιακού». Με συγκρότημα; «Ναι, είναι κάτι φίλοι μου». Live; «Α, εσάς σας έχει κουφάνει η μαλακία». Πάντα τσέτλεμαν ο Μπιλ.

Την επόμενη Παρασκευή μια παρέα από μαλάκες είμαστε έτοιμοι να καφριλέψουμε. Είχαν πέσει και τα στοιχήματα. Το τρίπτυχο δερμάτινα-μακρύ μαλλί-αθλητικά παπούτσια είχε απόδοση 0,87 γι΄αυτό και έπεσε σε αχρηστία. Το C’mon feel the noise για πρώτο τραγούδι έδινε απόδοση 1,2 (καλούτσικα). Το σπάσιμο οργάνων, απόδοση 5,3. Το σπάσιμο αρχιδιών και ακουστικών τυμπάνων έδινε 0,63. Πικρόχολοι και παλιοχαρακτήρες έτσι;

Ηλίθιοι πάντως είμαστε σίγουρα. Γι’ αυτό και όταν τελείωσε η συναυλία μοιάζαμε λες και είχαμε μετωπική με φορτηγό. Διότι είχαμε αγνοήσει την προειδοποίηση του Μπιλ -το συγκρότημα ήταν όντως φίλοι του. Κάτι παλιοί με φαλάκρα και αλογοουρά. Και κοιλίτσα. Και ζακετίτσα. Ο Τάκης φαινόταν σαν ανιψιός τους. Και έπαιζαν κλασσικό ρεπερτόριο. Αλλά κλασσικό ρεπερτόριο τζαζ (γαμώ τα σοκ!). Και έπαιζαν καλά –οι τύποι ήταν επαγγελματίες. Και ο Τακούλης ήταν lead guitar. Γαμάτος. Με τα γεμίσματά του, με τα σόλα του τα μετρημένα. Άρχοντας. Ούτε που μας έβλεπε με τα κρεμασμένα μας σαγόνια. Ήταν διπλωμένος στη Les Paul και της μίλαγε ο κερατάς. Κι αυτή του απαντούσε. Κατά τα άλλα –πως ήταν ο Τάκης που όλοι ξέραμε και όλοι αγαπήσαμε; Καμμία σχέση. Πάνε τα μπλουζάκια με τον Eddie των Iron Maiden, πάνε τα σκισμένα τζιν –μέχρι και τα μαλλιά του φαίνονταν να έχουν γκριζάρει λίγο.

Ακολούθησε νέα περίοδος εγκλεισμού του Τάκη. Τον ζητούσαν κι άλλοι για συναυλίες, αλλά είχε τη μαλακισμένη άποψη πως έπρεπε πρώτα να δουλέψει πάνω στην τεχνική του. Ήταν αδύνατος, λέει, στις κλίμακες. Και τον βρίσκαμε μόνο στο σπίτι του. Στο δωμάτιο. Είχε κόψει το τσιγάρο –του επηρέαζε, λέει, το κυκλοφοριακό. Άλλαξε και διατροφή –τώρα έτρωγε κάτι αηδίες και βρωμούσε σκόρδο συνέχεια. Άσε που είχε τρυπήσει κάτι πέτρες και τις είχε περάσει με συρματόσχοινο στα δάχτυλά του. Για γυμναστική λέει. Αλλά η αδυναμία στις κλίμακες παρέμενε. Μέχρι και τη δουλειά του παράτησε –δουλειά σκατά δηλαδή, αλλά όσο να πεις, έβγαζε ένα πακέτο τσιγάρα και τρία ποτά. Α, ναι, είχε κόψει και το αλκοόλ. Και εμάς, ούτε να μας χέσει. Μας μιλούσε για λίγο, όλο για τον Grover Washington και κάτι τέτοιους ξενέρωτους έλεγε. «Παίξε κανά Hentrix, καμιά μπλουζιά , κανένα δωδεκαμετράκι ρε φίλε» του λέγαμε κι αυτός κοίταζε μια την κιθάρα και μια την πόρτα. Σαφής ένδειξη ότι έπρεπε να την πουλεύουμε.

Η μάνα του είχε φρικάρει. Ο γέρος του, τα ίδια. Το τσιγάρο που σταμάτησε ο Τάκης το ξανάρχισε αυτός. «Τι έχει το παιδί μας;», «δε βγαίνει από το σπίτι», «όλο στον κήπο κάνει βόλτες», «τις προάλλες παραμίλαγε κιόλας». Στα πρόθυρα οι γονείς του. Εμείς τους λυπόμασταν και τους λέγαμε καθησυχαστικές παπαριές του τύπου «είναι μεγάλος κιθαρίστας, έχει ταλέντο, αλλά περνάει φάση –θα ηρεμήσει, του χρειάζεται λίγος χρόνος, που θα πάει θα τη βαρεθεί την κιθάρα». Το γνωστό τροπάρι που πρέπει να παίζεις στους γονείς δηλαδή για να μη σου σπάνε περαιτέρω τ’ αρχίδια. Του το λέγαμε κι αυτού του μαλάκα. «Ηρέμησε ρε, βγες και λίγο έξω, σα μούμια κατάντησες. Έλα από το Μπιλ που έχει σκάσει μια καινούργια παρτίδα γκομενάκια, έλα ρε, ν’ ανοίξει λίγο το μάτι σου, καρκίνο στ’ αρχίδια θα πάθεις». Κι αυτός κοίταζε μια την κιθάρα και μια την πόρτα.

Άλλα νέα από τον Τάκη δεν είχαμε, κόψαμε και τις επισκέψεις –βαρεθήκαμε να είμαστε με το μπουφάν στο χέρι κι ο Τάκης να περιμένει πότε θα ξεκουμπιστούμε. Κάποιος άκουσε πως έγιναν γεροί καυγάδες στο σπίτι του. Και μας το είπε. Και μετά η μάνα μου συνάντησε τη δική του στη λαϊκή. Από αυτή έμαθα τα νέα, πως οι γέροι του απελπισμένοι είχαν πάει σε τρελογιατρό για να ρωτήσουν τι να κάνουν με το παιδί τους. Ερήμην του Τάκη. Ο οποίος, όταν το έμαθε, έσπασε ότι γυαλικό βρήκε μπροστά του. Αυτά ήταν τα νεώτερα από το μέτωπο-Τάκης.

Μέχρι εκείνο το απόγευμα που ένας πιτσιρικάς διέκοψε τον καθιερωμένο καφέ μας στο μαγαζί του «Μπιλ του Χοντρού». «Τρεχάτε ρε, παίρνουν τον Τάκη», φώναζε λαχανιασμένος. Η πρώτη μας σκέψη ήταν να τον πλακώσουμε στις σφαλιάρες. Αλλά το αφήσαμε για αργότερα. Τσακιστήκαμε να φτάσουμε σπίτι του. Είχε έρθει το ασθενοφόρο. Η γειτονιά είχε πιάσει τις καλύτερες θέσεις στο απέναντι πεζοδρόμιο και δυο νοσοκόμοι τον κρατούσαν αγκαζέ. Δεν έμοιαζε άρρωστος. «Ψυχιατρείο», η μουρμούρα κυκλοφορούσε ανάμεσα στις νοικοκυρές που έκαναν το σταυρό τους. «Και ήταν τόσο καλό παιδί». Εμείς μουγκοί. Ο Τάκης άψυχος. Γύρισε πίσω να κοιτάξει, πριν τον βάλουν μέσα, αλλά από εκεί που ήταν δεν μπορούσε να δει ούτε την πόρτα του. Ούτε την κιθάρα του.

Του έκαναν το μυαλό, πουρέ από τα χάπια. Τον κράτησαν 6 μήνες εκεί μέσα –ιδιωτικό ίδρυμα, ακριβό, ξετινάχτηκαν οι γέροι του. Να γίνει καλά το παιδί τους μόνο. Γι’ αυτό πούλησαν κι ένα χωραφάκι στα Σπάτα. Γι’ αυτό υπέγραψαν για να τον κλείσουν μέσα. Δεν ήταν καλά το παιδί. Και οι γιατροί τους είπαν οτι αντιμετωπίζεται. Και, όντως, έτσι ήταν. Τον άφησαν μετά από 6 μήνες, με το μυαλό διαλυμένο και το βλέμμα κλούβιο. Τα μαλλιά του είχαν γκριζάρει επικίνδυνα.

Δεν μας ξαναμίλησε από τότε ο Τάκης. Και αν έπεφτε τυχαία πάνω μας έκανε πως δεν μας έβλεπε. Του βρήκαν και μια καλή κοπέλα οι γονείς του. Χοντρούλα, αλλά με ένα σπιτάκι στο όνομά της. Και κάνανε γάμο τρικούβερτο. Και παιδιά τρικούβερτα μετά από κάποια χρόνια. Χοντρά, αλλά με στοργικές γιαγιάδες. Και δεν ξαναμιλήσαμε κι εμείς ποτέ για τον Τάκη.

Τα θυμήθηκα όλα αυτά τις προάλλες που χάζευα στην Ακαδημίας την αφίσα για μια συναυλία του Louisiana Red. Σε μια στιγμή νόμισα πως κάποιος είναι πίσω μου. Γύρισα αλλά δεν πρόλαβα –την είχε κοπανήσει. Τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει εντελώς και το περπάτημα του ήταν πολύ βαρύ. Φαινόταν χοντρός καθώς έστριβε στη γωνία –αλλά μπορεί και να ήταν αυτό, ότι απόμεινε από το φίλο μου τον Τάκη.

0 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι