«Γεια ρε. Τα λέμε σε καμιά εικοσαετία». Πως μπορεί καμιά φορά η παπαριά να βγει αλήθεια έτσι;
1985
Την έκαναν τρέχοντας, ο Πέτρος στην Πατησίων ψηλά, ο Παύλος κατά Πεδίο του Άρεως μεριά και ο Κώστας δίπλα –στη Στουρνάρη. Δεν έλεγε να τον περιμένουν άλλο το μαλάκα τον Ψηλό. Είχε πήξει ο τόπος στα δακρυγόνα, από Μάρνης κατέβαιναν οι Χρυσαυγίτες –χέσε ψηλά κι αγνάντευε η κατάσταση.
«Δεν είμαστε για τέτοια μαλάκα μου -γεράσαμε», μουρμούριζε ο Κώστας σπινιάροντας σαν την κατσίκα στο γιαούρτι, καθώς χώθηκε σ’ ένα τυφλό στενό με μπουρδέλα. Μπουρδέλο η ζωή μας γενικά. Έφευγε και για Εδιμβούργο την επόμενη Τρίτη. Κάποιο μαστεράκι έτσι; Δεκτός μετά πολλών επαίνων –ψέματα, δεκτός γιατί έμειναν κάποιες κενές θέσεις την τελευταία στιγμή. Τέλος πάντων, δυο χρόνια στο Scotland, δυο έξτρα χρόνια αναβολή από το φαντάρικο –μια χαρά φτιάξη. Μόνο να έβρισκε άκρη ανάμεσα στο κόκκινο φωτάκι και το μπλε φασιστάκι. Ήταν και μόνος του –να γαμήσει δεν μπορούσε, χεσμένος στα χάπια και τα ούζα, να τον γαμήσουν όμως, μπορούσαν μια χαρά.
«Α, ρε καργιόληδες, εσείς και οι κοπρίτες σας», έτρεχε βλαστημώντας ο Παύλος με τα Converse του χωμένα ως τον αστράγαλο στα σκυλόσκατα. Μπήκε στο Άλσος –μια από τα ίδια, είχε βρέξει προσφάτως, αγροτική ζωή και κοπριά στο κέντρο της Αθήνας, γαμώ την πουτάνα μου. Έφευγε για φαντάρος τον επόμενο μήνα, εφτά χρόνια αναβολή είναι πολλά; Ναι ρε μαλάκα, πολλά είναι -μέχρι ωμοπλάτη είχε βγάλει σε έναν χασάπη του νοσοκομείου Τρίπολης, 30 καφετιά για έναν έξτρα χρόνο. Τρέχα τώρα μάγκα μου να προλάβεις το ΚΤΕΛ για την κατασκήνωση της Αυλώνας. Άραγε αν έπεφτε στους Χρυσαυγίτες και τον σαπίζανε στο ξύλο δεν θα τσίμπαγε ένα εξαμηνάκι αναβολή ακόμα;
«Όχι ρε πούστη μου, μας την πέσανε, πάρτο αλλιώς», ήταν το μόνο που πρόλαβε να πει ο Πέτρος πριν καρφωθεί με το κεφάλι στις ασπίδες των ΜΑΤατζήδων. Οργανωμένα τα παιδάκια, από Κάνιγγος ρίχνανε και από Πατησίων έκαναν παρέλαση. Σου λέει, όλο και κάποιος αληταράς, κοτοπουλιασμένος, θα πέσει στα χέρια μας. Οι αναγκαίες και απαραίτητες προσαγωγές υπόπτων κύριε Διοικητά. Σηκωτό τον πήραν και, μετά το απαραίτητο βρωμόξυλο, τον τσουβάλιασαν στην κλούβα –μαζί με καμιά δεκαριά άλλους. Κρίμα το παιδί και είχε κανονίσει ραντεβού με την Αλίκη στη MAD –θα παίζανε οι Last Drive, psychobilly του κερατά, ποτάμι ο ιδρώτας, μπορεί να του καθόταν και η Αλίκη μέσα στον πανικό. Τώρα, σκατά MAD, σκατά Αλίκη, πάμε για πιανάκι και πασαρέλα.
1995
«Αγάπη μου, η σχέση μας έχει βαλτώσει. Πρέπει κάτι να κάνουμε». Τι να της πεις τώρα; Εσύ δεν ξέρω, αλλά ο Πέτρος έκανε τον ινδιάνο. Κοντεύανε να κλείσουν δεκαετία με την Αλίκη και, όσο να πεις, είχε τα δίκια της. Δούλευε πάνω από 5 χρόνια η κοπέλα, της είχε φύγει η ψυχή με το δασκαλίκι, στην αρχή ιδιωτικά σε Παιανίες και Μαρκόπουλα, μετά άγονη γραμμή και επιτέλους ερχόταν η μετάθεση για Αθήνα. Εντάξει, τόσον καιρό έμενε με τους γονείς της, αλλά τώρα πια; Που θα πάει αυτή η κατάσταση δηλαδή; Ζευγάρι εξ αποστάσεως Κολιάτσου-Παγκράτι;
Αυτός, κουλ. Από τον Στρατό τη σκαπουλάρισε Γιώτα-Ευτυχία, τον έτρεξαν επαναληπτικά, για επανεξέταση -τη μια πήγαινε χαπακωμένος, την άλλη με γυναικεία ρούχα και ξυρισμένη γάμπα, την τρίτη με γύψο. Είδαν κι αποείδαν οι άνθρωποι, τον άφησαν στην ησυχία του –τι να μπλέκεις με ψυχάκηδες τώρα; Να αρπάξουν το όπλο και να φάνε κάνα Λοχαγό; Δεν κάνει. Έγινε κι αυτός γραφίστας, ξεπέταξε τρεις συλλογές κόμικς με σχετική επιτυχία και άσχετο ψευδώνυμο –κατέληξε σε εφημερίδα, συνοπτικός σχολιασμός της επικαιρότητας.
Τον είχε βολέψει η σχέση μετ’ εμποδίων. Αιωνίως ερωτευμένος με την Αλίκη, μονίμως αγουροξυπνημένος δίπλα σε γυναίκες χωρίς ονοματεπώνυμο. Η ευλογημένη μοναξιά του καλλιτέχνη. Η μάταια αναζήτηση του ιδανικού έρωτα. Η ενστικτώδης απέχθεια της δέσμευσης. Αρχίδια μάντολες, εν ολίγοις. Απλά δέσμιος του κάτω κεφαλιού –οι δικαιολογίες πάντα έρχονται με ΤΑΞΙ την ώρα που οι τύψεις περιμένουν στην ουρά για λεωφορείο.
Άσχετο –τον πήρε τηλέφωνο ο μαλάκας ο Ψηλός, τις προάλλες. Που τον βρήκε, που τον θυμήθηκε; Τον βρήκε από μια περιστασιακή ανώνυμη, που ήταν κολλητή της δικιάς του και κουνιόταν ότι πηδήχτηκε με γνωστό σκιτσογράφο. Άκου πράγματα. Να βρεθούμε λέει, να πιούνε καμιά μπύρα, να θυμηθούμε τα παλιά Τον παπάρα τον Ψηλό. Την προηγούμενη φορά που τον περιμένανε κατέληξε στην Ασφάλεια, με διάσειση και ράμματα στο κούτελο. Α, ρε Ψηλέ, παιχταρά.
«Μια χαρά πάει το μαγαζί. Διώχνουμε κόσμο δικέ μου. Οι πιο γαμάτοι της παλιάς γενιάς στα πλατό και τα καθαρότερα ποτά -γκαραντί». Έτσι ήταν. Το σωστό-σωστό. Το μπαρ του Παύλου ήταν στέκι. Σε στρατηγικό σημείο, όρια Κολωνάκι με Νεάπολη, κοντά στα Εξάρχεια, να έρχονται οι παλιοί γνωστοί -μακριά από την πλατεία (μια είναι η πλατεία) να μην το κλείνουν κάθε τρεις και λίγο οι μπάτσοι. Ευτυχώς που βρήκε τον Μιχαλάκη –ξηγημένο παληκάρι- στην πρώτη του μετάθεση, μετά το Κέντρο Νεοσυλλέκτων. Τον έσωσε από τα καψόνια των παλιών ο ξηγημένος παληκάρης, του έμαθε και τις καβάντζες του Στρατοπέδου. Και λίγο πριν απολυθεί, λιώμα σε ένα κωλόμπαρο της Σάμου, την κανονίσανε τη δουλειά. «Εμείς οι δυο παληκάρι μου θα ανοίξουμε μπαρ. Να βάζουμε τα μπίτια τα ζόρικα, να γεμίζουμε γκομενάκια και κατά τα ξημερώματα, όταν αδειάζει το μαγαζί, να πετάμε τα No Rest μας και τους Cure μας και τα άλλα τα δικά μας –να μη μένει Θεός ζωντανός».
Το’ παν και το’ καναν οι ξηγημένοι. Στην αρχή είχαν δυσκολίες –κάποιοι τραμπούκοι γνωστών οικογενειών, μερικοί μπάτσοι αλάδωτοι, ήταν κι ένα πρεζάκι που πήγε να τα τινάξει στις τουαλέτες… Αλλά έστρωσε η δουλειά –καταξιωμένος στην πιάτσα ο Παύλος, γκόμενα δεν σταύρωνε για πάνω από δυο μήνες, αγόρασε και μια Brought Superior που την είχε άχτι από πιτσιρικάς –ωραίος, ρέμπελος και ρετρό ο Παύλος.
Με τον Μιχαλάκη τον ξηγημένο είχε κάποια ζόρια, γιατί έμπλεξε με μια τρελή, ψυχωτικιά από την Εκάλη –ήταν και μεγαλύτερή του, ήταν και τίγκα στην κόκα, κόντευε να σαλτάρει το παιδί το δικό μας. Τον κάλυπτε ο Παύλος, όσο μπορούσε, τι σκατά δηλαδή, φίλοι από το Στρατό, ιερή σχέση –κι ας είχε καταντήσει διαμαρτυρημένη συναλλαγματική ο πρώην παληκάρης.
Αλλά, κατά τα λοιπά -όλη η καλή Αθήνα είχε περάσει από το στέκι του. Τραγουδιστές με αρχές φαλάκρας που ήθελαν να φρεσκάρουν το διαμπερές ροκ προφίλ τους, μοντέλες που ήθελαν να ψωνίσουν underground σε ασφαλή συσκευασία, συγγραφείς που δεν συνέγγραφαν, μπαλαρίνες που δεν χόρευαν και αμφισβητίες που δεν αμφισβητούσαν. Μέχρι τις προάλλες, που έτυχε να είναι ο Μιχαλάκης στο μαγαζί, πέρασε λέει και ένας παλιός γνωστός του. Δικός του; Ναι. Του Παύλου; Ναι ρε. Ποιος; Ξέρω ‘γω, ο Ψηλός μου είπε –θα καταλάβεις. Άκου ο Ψηλός. Βρε τον Ψηλό. Από πριν το Στρατό έχει να τον δει. Που χάθηκε ο μαλάκας ο Ψηλός;
«Όχι ρε φίλε, δεν έχω τίποτα να δηλώσω. Τι θες δηλαδή, να μας ψάξεις και τα σώβρακα; Άσε την κυρία ήσυχη –είναι ξένη». Γαμημένοι που είναι αυτοί οι τελωνιακοί. Από Ευρωπαϊκή Ένωση έρχομαι ρε καραγκιόζη. Από Αγγλία γαμώτο μου. Λες να κουβαλάω καμιά βιντεοκάμερα στη ζούλα; Ίδιους δασμούς έχουμε μαλάκα. Δε λες ότι σου γυάλισε η γκόμενα και θέλεις να παίξεις τον ωραίο ένστολο;
Είχε γίνει νευρικός με τα χρόνια ο Κώστας. Θες η άτιμη η ξενιτειά; Θες τα σκατο-προτζεκτς που όλο τα κυνηγάς και όλο σου ξεφεύγουν αφού σε έχουν αφήσει ταπί και ψύχραιμο; Μπορεί να ήταν και η γκόμενα –άψογη εμφάνιση, άγγελος επί της γης, αλλά υστέρω. Φανατική χορτοφάγος, οικολόγα με πτυχίο και ακτιβίστρια του κερατά. Να την μαζεύει έξω από τα εργοστάσια και δίπλα στα απόβλητα ο Κώστας, πριν την πατήσουν τα εγγλέζικα άλογα και οι παπουτσωμένοι μπάτσοι.
Τέλος πάντων, 10 χρόνια ήταν αυτά. Θα δει τους γέρους του, που δεν του είχαν λείψει καθόλου, την αδερφή του, που έχει δυο παιδιά, τη γειτονιά του, που έχει γεμίσει πολυκατοικίες. Ρε μήπως να την έκανε κατευθείαν για πίσω; Φοβόταν κιόλας τη στρατολογία –ανυπότακτος, επιτρεπόταν, λέει, να μπει στη χώρα για τις εκλογές, αλλά μπορείς να δώσεις εμπιστοσύνη στα καρακόλια; Δε γαμιέται –να περάσουν οι μέρες, να γυρίσει πάλι στη βολή του. Καλή η πατρίδα αλλά για τα ρεμπετάδικα του City. Να χαζεύεις τους παπάρες που εκστασιάζονται με τον Στελάρα και να σφίγγεσαι μη σε πάρουν τα γέλια. Ελλαδάρα, ομαδάρα και 4-0 μέσα στο Γουέμπλεϊ. Έτσι πάει κολλητέ, γαμήσι και πρόστιμο. Κολλητέ; Ρε κολλητέ; Ο Ψηλός δεν είναι αυτός που περνάει με το σακ βουαγιάζ στον έλεγχο; «Ρε Ψηλέ; Ρε μαλάκα Ψηλέ; Εδώ ρε».
2005
Έρχονταν βιαστικοί, ο Πέτρος από την Πατησίων, ο Παύλος από την Ευελπίδων, με κατεύθυνση προς το Πεδίο του Άρεως, αφού του πήρε κάμποση ώρα να ασφαλίσει τη Superior και ο Κώστας βριζόταν με τον ταρίφα στη Στουρνάρη –που γκρίνιαζε γιατί έμπλεξαν μέσα στη συγκέντρωση. Θα ερχόταν, λέει, κι ο Ψηλός. Είχε γεμίσει ο τόπος κόκκινες σημαίες, από Μάρνης ξεκινούσε η δεύτερη συγκέντρωση, που κατέληγε Κάνιγγος –το γαμήσαμε και ψόφησε, η κατάσταση.
«Έχει γεμίσει γερουσία ο τόπος», μουρμούριζε ο Κώστας, ρίχνοντας αγκωνιές τριγύρω, για να φτάσει τους άλλους. Ωραίοι οι μαλάκες. Πουρόκερς. Ο ένας με το γιλεκάκι και γυαλάκι –διανοουμενέ. Ο άλλος με δερμάτινα και κοιλίτσα –σαν καρικατούρα του Μάρλον Μπράντο στον «Ατίθασο». Είκοσι χρόνια ρε γαμώτο, ποιος να το’λεγε; Όχι, ψέματα, κάποιος το είχε πει –πριν σκορπίσουν σαν κοτόπουλα. Ποιος όμως; Ο Ψηλός μάλλον. Αυτός ειδικευόταν σε τέτοιου είδους παπαρολογίες. Όχι ρε, ο Ψηλός έλειπε. Δεν τους πρόλαβε ποτέ.
Αλλά το κατάφεραν οι κερατάδες. Λειτούργησαν τα μυαλά τους συνθετικά –στην εικοσαετία πάνω, στη συγκέντρωση με τον μεγαλύτερο τζόγο. Όταν το διάβασε στον Independent ότι θα γίνει, στην Αθήνα, στο Πεδίο του Άρεως, σκοτώθηκε να κλείσει εισιτήριο. Ήταν σίγουρος πως θα τους πετύχει. Και το πέτυχαν.
«Καλώς τ’ αρχίδια μου τα δυο», διαχυτικός ο Παύλος, τους τράβηξε στην άκρη για να μην τους χάσει ανάμεσα στα μπλοκ που έπαιρναν θέσεις χειροκροτητών. Δεξιά κι αριστερά οι ντουντούκες, στη συνέχεια οι φωνακλάδες, στη μέση οι χειροκροτητές και τα γυναικόπαιδα. Και τα τιμημένα γηρατειά φυσικά. Μπροστά η εξέδρα των ομιλητών –σκατά στα μούτρα τους, πουτάνες της Βουλής, καραγκιόζηδες των Μ.Κ.Ο. και γραφικοί των εξωκοινοβουλευτικών.
Ευτυχώς ήταν και τα παιδιά ένα γύρω. Δεν είχαν οργανωθεί ακόμα. Ιστορία της ζωής τους έτσι; Και πότε είχαν οργανωθεί τα παιδιά; Μόνο όταν βρίσκονταν περικυκλωμένοι –πρέπει, φαίνεται, να φτάσεις σε απόγνωση για να δουλέψει το μυαλό στρωτά. Ήδη άρχιζαν τα πρώτα σπασίματα. Κάποιοι είχαν χωθεί στο κέντρο της συγκέντρωσης και άρχιζαν το χαβαλέ. Το μόνο φωτεινό Πανεπιστήμιο είναι αυτό που καίγεται –να καεί, να καεί, το μπουρδέλο η Βουλή – σκατά, σκατά, στον τάφο του Ζητά και άλλες γνωστές επιτυχίες. Οι κομματικοί τσίμπησαν και πήγαν να τους πετάξουν έξω. Βγήκαν αλυσίδες και σιδερογροθιές από όλες τις πάντες.
Καλά που είχε τους δικούς του από δίπλα. Μουνί καπέλο η συγκέντρωση. Σε τέτοιες φάσεις πρέπει να έχεις τις πλάτες σου καλυμμένες. Αυτός ο άρρωστος ο Κώστας πως τα κατάφερε να φτάσει μέχρι εδώ; Σα σκατόφλωρος ήταν ο δικός σου. Και παπουτσάκι παντοφλέ, τύπου Timberland; Τι σου κάνει η αλλοδαπή, αν τον πετύχαινε πριν 20 χρόνια θα τον πέρναγε για ασφαλίτη –έχει ρίξει και το πουλοβεράκι στους ώμους το χρυσό μου, μην βάλει ψύχρα.
Τίναξε τη μπότα στα κρυφά και στα ύπουλα –ο νταβραντισμένος της κλαδικής που τράβαγε τον πιτσιρίκο από το μαλλί , σαβουρδιάστηκε με τα χέρια ψηλά. Φάουλ και κάρτα Διαιτήτα, εσκεμμένο ήταν –δεν πήγαινε για τη μπάλα. Ρε αει στο διάολο και συ.
«Όχι ρε μαλάκα –αυτός κρατάει πιστόλι», δεν κατάλαβε ο Πέτρος σε ποιόν το φώναξε. Μπάτσος θα ήταν, βρήκε τα σκούρα επειδή πήγε να κάνει σύλληψη και τράβηξε το σίδεοο, πάνω που άνοιγε η μύτη του. Κοίταξε τους άλλους δυο, στα δεξιά του. Δεν είχαν πάρει γραμμή ακόμα. Ο Κώστας προσπαθούσε να τραβήξει μια πιτσιρίκα που την ποδοπατούσε ο όχλος με τις κόκκινες σημαίες. Ο Παύλος έσφιγγε τα κλειδιά (εξώπορτας, διαμερίσματος, μαγαζιού –με προκαθορισμένη σειρά) στη χούφτα του, αφήνοντας τις άκρες να προεξέχουν ανάμεσα στα δάχτυλά του, έτοιμος για τις «ματωμένες γροθιές του καράτε νο. 13».
Ο αρχίδης με το σιδερικό είχε πάθει παράκρουση. Ξεκίνησε να το σηκώνει στον αέρα αλλά κάποιος τον χτύπησε στο σβέρκο. Το χέρι τινάχτηκε πριν πέσει. Τώρα το πιστόλι χάθηκε μέσα στον πανικό. Δεν το σκέφτηκε πριν ορμήσει με το κεφάλι χωμένο ανάμεσα στους ώμους.
Τον βρήκε τον καργιόλη κάτω από τον αυχένα. Κάτι βλαστήμησε καθώς έπεφταν. Θόλωσαν και τα μάτια του από κάποιο σκίσιμο –μόλις που άκουσε το θόρυβο, σα λάστιχο που σκάει. Ούρλιαζαν. Πολλοί. Πολύ. Και έτρεχαν. Οι μπάτσοι έριχναν δακρυγόνα από ψηλά. Σε λίγο θα έκαναν ντου. Κόκκινη σημαία με ξύλινο κοντάρι αριστερά. Πολύ αργά. Πάει το μάγουλο, το σκίσιμο θα πρέπει να έφτασε μέχρι κρόταφο. Χέρια τον σήκωσαν. Οι δικοί του. Φιλαράκια. Είκοσι χρόνια ήταν αυτά. Αλλά ήρθαν οι μαλάκες. Ο καου-μπόυς έζεχνε. Μάλλον είχε χεστεί πάνω του. Στο μισό μέτρο ένας γέρος έτρεμε. Κόκκινος στην κοιλιά αλλά όχι από σημαία. Κρίμα τον παππού. Και ήταν τόσο καλός άνθρωπος. Τώρα, σκατά σύνταξη, σκατά καφενείο, σκατά όλα.
Για λίγο
«Που να τους πετύχεις τους μαλάκες τώρα;» ο Ψηλός άραξε στο πεζοδρόμιο της Πατησίων. Τα ΜΑΤ έκαναν σκούπα στους γύρω δρόμους. Κόσμος έτρεχε προς το Άλσος. Πανικός κι ομίχλη. Δακρυγόνα και τσουξογόνα. Ένα ασθενοφόρο καιγόταν. Μια πυροσβεστική το έσβηνε. Μια ντουζίνα μαλάκες χάζευαν. Που είναι το πτώμα; Ποιος είναι το πτώμα; Εντελώς πτώμα το πτώμα;
Ο Ψηλός έστριψε τσιγάρο και έξυσε κεφάλι. Με αυτή τη σειρά. Απέφυγε και μια κυρία με ταγέρ που κόντεψε να μπερδευτεί στα απλωμένα του πόδια. Της πουτάνας έγινε. Βρωμούσε εμετό η σχάρα του υπονόμου δίπλα του. Αλλά βαριόταν να μετακινηθεί. Που να πήγαν τα ρεμάλια; Εδώ είχαν πει –σίγουρα, για το πότε δεν έπαιρνε όρκο. Αν τους έχασε πάντως θα ήταν στο τσακ –για λίγο. Δε γαμιέται, όπου και να πάνε, εδώ θα γυρίσουν οι τσόγλανοι –θα τους περίμενε για λίγο.
0 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!