Δευτέρα, Απριλίου 17, 2006

Μυστήριο τραίνο

Ήρθε από το πουθενά. Είμασταν αραχτοί –σταθερή κατάσταση, στο γρασίδι της Παντείου, κάτω από το άγαλμα. Θυμάμαι κιόλας πως κάποιος είχε κολλήσει με σελοτέιπ ένα τσιγάρο στον έρημο τον άγαλμα Πάντο (όχι του Ολυμπιακού έτσι; δεν υπήρχε αυτός τότε). Γενικά, σερνόμασταν, αποβλακωμένοι από τον ήλιο, έπαιζαν και κάτι ούζα –σταθερή κατάσταση. Και αντιμετωπίζαμε το φλέγον πρόβλημα –στο καφενείο απέναντι ή στο σπίτι του Θεσσαλονικιού, δυο τετράγωνα δρόμος; Άλυτο πρόβλημα, είχαμε αποκάμει –ούτε το μπουκάλι του ούζου δεν μπορούσαμε να μετακινήσουμε, που του είχε κάνει δεύτερη ζύμωση ο ήλιος. Έπαιζε και κάποιο μάθημα στο αμφιθέατρο, αλλά γι’ αυτό, ούτε λόγος –σταθερή κατάσταση.


Με τον καφέ έχει να κάνει
Εκεί λοιπόν που λιαζόμασταν, σαν τα σκουλήκια μετά τη βροχή, βλέπουμε μια αρβύλα. Η οποία σπρώχνει το ούζο. Το οποίο πάει και κάθεται κάτω από τις σημειώσεις Στατιστικής, που τις είχε κάνει πυργάκι κάποιος βαριεστημένος σκουλήκης. Και ακούμε κάτι σαν «μαζέψτε το ούζο σας ρε μάγκες –θα μαστουρώσει το άγαλμα από τις αναθυμιάσεις». Καλώς τον εξυπνάκια, σκέφτηκαν τα μισά μυαλά που κυλιόντουσαν στο γρασίδι (τα άλλα μισά είχαν ναρκωθεί εντελώς και σκέφτονταν πως μπορείς να κατουρήσεις χωρίς να σηκωθείς από τη θέση σου). Κάποιος του είπε «μάζεψέ το εσύ ρε φίλε, που είσαι και μορφωμένος», ενώ κάποιος άλλος μουρμούρισε την κατεξοχήν λιώμα-φράση «κάτσε και σκάτσε». Να μην τα πολυλογώ, κάθησε στο μαρμάρινο παγκάκι, τρία μέτρα απόσταση, για να μπορούμε να τον χαζέψουμε.
Διαδικασία επίπονη, αφού πιωμένος και αποβλακωμένος νετάρεις μέσα από καλειδοσκόπιο, αλλά και διαφωτιστική. Είχε κάτι μαλλιά ο κερατάς, μαύρα σαν την Κόλαση και όρθια σαν υποδοχή νέο-εκλεγέντος Πρωθυπουργού. Δεν φαινόταν ιδιαίτερα ψηλός, αλλά δεν ορκίζομαι κιόλας. Φορούσε ένα από εκείνα τα στρατιωτικά τζάκετ που είχαν γίνει δεύτερο πετσί τότε, με τις τσέπες έτοιμες να εκραγούν. Τον κοιτάζαμε που κάπνιζε -κι αυτός κοίταζε πίσω από τα κεφάλια μας. Κάποιος ψάρωσε και γύρισε να δει τι χαζεύει ο Μυστήριος. Για να φάει μια ξεγυρισμένη σφαλιάρα από τον, σχετικά νηφάλιο, διπλανό του.
Για να μην τα πολυλογώ, θα πρέπει να ήταν τραβηχτικός ο Μυστήριος. Γιατί, την ώρα που αρχίσαμε να μαζεύουμε τα πτώματά μας από το γρασίδι, με προορισμό το καφενείο, μια από τις κοπέλες της παρέας του πέταξε την πρόταση. «Πάμε για καφέ απέναντι, δεν έρχεσαι κι εσύ;». Πάω στοίχημα πως, όσοι από την παρέα διατηρούσαν κάποια επαφή με την πραγματικότητα, σιχτίρησαν απορημένοι. Τι σκατά δουλειά είχε μαζί μας ο Μυστήριος; Παρέα είμαστε ρε γαμώτο, δεν είμαστε μπουρδέλο –να μπαινοβγαίνει ο κάθε άσχετος.
Στο καφενείο κάθισα απέναντί του. Για να μπορώ να τον κόβω άνετα, ένεκα η περιέργεια. Τον παρακολουθούσα λοιπόν που έπινε τον καφέ του όσο η συζήτηση άναβε. Πλησίαζαν οι φοιτητικές εκλογές και ήμασταν όλοι στην τσίτα. Ξέραμε πως η Πανσπουδαστική θα πάρει τις περισσότερες έδρες, ξέραμε πως η ΠΑΣΠ θα χάσει κι άλλο έδαφος (κόντευε τετραετία, το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση –ο λαός στην απουσία). Το θέμα ήταν αν ο Ρήγας θα ανέβαινε ή θα έπεφτε. Στον Ρήγα ήταν μπόλικοι φίλοι μας, αλλά, πέραν τούτου, κοινοβουλευτισμός ίσον κρετινισμός. Και κάτι εξωκοινοβουλευτικοί που κατέβαιναν στις εκλογές ήταν επιεικώς ανύπαρκτοι, καταδικασμένοι στη γραφικότητα, στην άλλη άκρη από τους ΔΑΠίτες. Σε όλο αυτό το χάος, ποια η θέση της παρέας;
Οι θέσεις που αναπαύονταν στο τραπέζι, ανάμεσα σε πακέτα Camel και νεσκαφέδες ήταν περιορισμένες. Να ψηφίσουμε Ρήγα ή να πάμε εκδρομή στο Καπανδρίτι; Δίλημμα από τα «για δυνατούς λύτες». Γιατί να ψηφίσουμε παράταξη που είναι παρακλάδι κοινοβουλευτικού κόμματος μας καθόταν στραβά. Αλλά και να αφήσουμε τους Κνίτες να μας πηδάνε ανεξέλεγκτα για έναν ακόμα χρόνο, δεν το καταπίναμε εύκολα. Για τους γραφικούς αριστεριστές –ούτε λόγος. Να ψηφίσεις κάτι και να ντρέπεσαι να το παραδεχτείς μετά –δε λέει.
«Δηλαδή δεν παίζει άλλη προοπτική;» ρώτησε στο ξεκάρφωτο ο Μυστήριος. Τώρα, ποιόν ρώτησε, δεν κατάλαβα. Εξακολουθούσε να καπνίζει κοιτάζοντας την καγκελόπορτα, απέναντι. Είχε αρχίσει να μου σπάει τα νεύρα ο Μυστήριος. Είναι μαλακία να μιλάς και να μην κοιτάς τον άλλον, ρε παιδί μου. Φαίνεσαι κάλπης, άσε που μπερδεύεται κι ο άλλος, γιατί δεν ξέρει που μιλάς. «Και πως είπαμε ότι σε λένε ρε μεγάλε;», ρώτησε ο πονηρός της παρέας. «Δεν είπαμε και δεν είναι εκεί το θέμα. Ρωτάω, μόνο ο συμβιβασμός και η αδιαφορία είναι οι εναλλακτικές σας», συνέχισε το καμάκι του στην καγκελόπορτα ο Μυστήριος.
Έγινε του talk show στην παρέα. Όλοι φώναζαν, όλοι διαφωνούσαν και κανένας δεν ακουγόταν. Για κανένα εικοσάλεπτο έπεσαν απόψεις περί του αδιεξόδου του εκλογικού συστήματος, διανθισμένες με κάποια «και τι σε νοιάζει εσένα», «εσύ τελικά προτείνεις κάτι;» και μπόλικα «δε μας γαμάς» εναλλάξ με «δε γαμιέσαι». Ο Μυστήριος εκεί -μουγκός στο παθιασμένο φλερτ του με την καγκελόπορτα. Μέχρι που βαρέθηκε, είδε πως η καγκελόπορτα δεν έπεφτε με τίποτα, ένεκα η σοβαρή της σχέση με τους μεντεσέδες και σηκώθηκε. «Εγώ λέω να την κάνω. Μου έπεσε βαριά η σκουριά», είπε καταφανώς στην καγκελόπορτα.

Με τα ψηφοδέλτια έχει να κάνει
Τον ξεχάσαμε τις επόμενες μέρες τον Μυστήριο. Έπεσαν μαζεμένα κάτι μεθύσια άγρια στα προεκλογικά πάρτυ, ανοίξανε και μερικά κεφάλια στην πλατεία, από τις προεκλογικές σκούπες των ΜΑΤ –είχε κίνηση το μαγαζί. Όταν έφτασε η ώρα της εκλογο-απολογιστικής σερνόμασταν σαν τις σαύρες. Με μολυβένια κεφάλια από τα ξύδια και πονεμένες πλάτες από τα γκλομπς ασκούσαμε το ιερό δικαίωμα της σιέστας, όσο τα κομματόσκυλα αγόρευαν στο αμφιθέατρο. Εντάξει, το παραδέχομαι, ήμασταν με το ένα μάτι ανοιχτό –περιμένοντας τους ΔΑΠίτες για να αρχίσουμε τα καφριλέματα. Κάποιοι από εμάς είχαν έτοιμες τις προκηρύξεις της Χρυσής Αυγής για να καλωσορίσουν τα ΔΑΠιτάκια, κάποιοι άλλοι είχαν καβαντζάρει τις γλάστρες από την Πρυτανεία, με ανεξιχνίαστους σκοπούς. Νεκρο-ζώντανοι του κερατά, με αγαθές προθέσεις και πονηρές διαθέσεις.
Μάλλον με είχε πάρει ο ύπνος γιατί δεν τον είδα την ώρα που ανέβαινε στην έδρα. Αλλά με ξύπνησε η φωνή του και έμεινα να τον κοιτάζω σαν χαζός. Ενώ αυτός εξηγούσε τις θέσεις του στο παράθυρο, τέρμα πάνω, στην άκρη του αμφιθεάτρου. Ο Μυστήριος μαλάκας. Αλλά είχε αέρα –το παραδέχτηκαν όλοι, εκείνη τη μέρα. Μίλησε για το πεθαμένο φοιτητικό κίνημα, που δεν ήταν πια κίνημα, αλλά κέντρο εκπαίδευσης των κομματικών στελεχών. Είπε για κόντρα, από θέση. Αυτοί που είναι μέσα κι εμείς που είμαστε απέξω. Και δεν είναι μαλακία να υπερασπίζουμε τα συμφέροντα των μέσα, εμείς οι απέξω; Ή να γυρίζουμε την πλάτη σαν αγάμητες γεροντοκόρες; Έτσι το είπε ο Μυστήριος. Αγάμητες γεροντοκόρες. Πετάχτηκε ο αρχι-Κνίτης να του πει για σεβασμό των διαδικασιών, αυτός όμως εκεί -συνέχισε να εξηγεί στο παράθυρο –λες και ήταν μύγα ο Κνίτης. Σηκώθηκαν και κάποιοι βάρβαροι, φώναξαν «αφήστε το παιδί να μιλήσει», παρά λίγο να πέσει ξύλο. Αλλά αυτός στον κόσμο του. Κολλημένος με το παράθυρο. Τελείωσε καλώντας όποιον ενδιαφέρεται για συνάντηση σε μια από τις αίθουσες του δευτέρου ορόφου.
Πήγαμε όλοι -σιγά μη χάναμε τον Μυστήριο. Καθόταν στο τελευταίο έδρανο της αίθουσας και παρακολουθούσε τον κόσμο. Είχαν έρθει κάτι πρωτοετείς, περίεργοι και φιλομαθείς. Κάτι γκόμενες μυστήριες, μαζί με τους συνήθεις βάρβαρους. Κάποιοι ξέμπαρκοι που πήγαιναν παντού και μερικοί παντελώς αταξινόμητοι. Πάνω από 100 άτομα είχε ο Μυστήριος και όλο ερχόντουσαν. Εγώ, θυμάμαι, ήθελα απεγνωσμένα να ξεράσω –με είχε χαλάσει άσχημα ένα φαρμακευτικό κοκτέιλ. Ήταν και μια βαβούρα ανυπόφορη, οι δικοί μου προσπαθούσαν να ρίξουν κάποια από τις μυστήριες, στο πίσω μέρος κάποιοι έστριβαν μανιωδώς τσιγάρα. Βγήκα έξω να ξεθολώσω και έχασα την εισαγωγή.
Όταν ξαναμπήκα, είδα κάποιον παπάρα να αγορεύει και έμαθα πως ο Μυστήριος είχε ζητήσει να μιλήσει όποιος ήθελε και για ότι ήθελε. Τώρα καθόταν στην έδρα, δίπλα στον κάθε ομιλητή και τον βοηθούσε να ακουστεί. Το πράγμα τράβαγε στο άπειρο, οπότε την έπεσα στους ευσυνείδητους τσιγαροστρίφτες και έχασα επαφή. Είχε νυχτώσει όταν ξενέρωσα. Αλλά πρόλαβα το «δια ταύτα». Όπου ο Μυστήριος φώναξε στη χάβρα να μη διαλυθούν τώρα που μαζεύτηκαν. Να κατεβάσουν υποψηφιότητα και να τους γίνουν κακό σπυρί. Και η χάβρα συμφώνησε. Μετά κάποιος πετάχτηκε να φωνάξει «ποιος θα είναι επικεφαλής;» και η βαβούρα έδειχνε τον Μυστήριο. Ο οποίος είπε όχι -θα εκλεγούν επιτόπου 12 άτομα. Ένας επικεφαλής για κάθε μήνα. Και αυτός θα είναι στο κεφάλι μέχρι τις εκλογές. Μετά θα δώσει τη θέση του κι απλά θα συμμετέχει στην κίνηση. Οπότε η χάβρα εξέλεξε 5 βάρβαρους, 6 γκόμενες και έναν ξέμπαρκο, για ξεκάρφωμα.
Στις εκλογές σάρωσε ο Μυστήριος. Ήρθαμε δεύτεροι, μετά την Πανσπουδαστική και κάναμε κάτι χάπενιγκ με γιαουρτώματα και μπουγέλα που άφησαν εποχή στη σχολή και αρχές πνευμονίας στους συμμετέχοντες. Είχαμε γίνει δύναμη πια. Και το πράγμα λειτουργούσε. Με συνεχείς κόντρες, νεύρα, μεθύσια και πονοκεφάλους. Αλλά λειτουργούσε. Και ο κόσμος εξακολουθούσε να έρχεται στον Μυστήριο. Ο οποίος βοηθούσε αλλά δεν καπέλωνε. Πολύ Μυστήριος ο Μυστήριος.

Με τα δακρυγόνα έχει να κάνει
Κάπως έτσι φτάσαμε στην κατάληψη. Για την ακρίβεια, πρώτα σφίξανε οι κώλοι με κάτι καταργήσεις δωρεάν συγγραμμάτων, έπεσε και μια αλλαγή στο εξεταστικό, που θα μας έκανε να πάρουμε πτυχίο σε προχωρημένα γεράματα, έκοψαν και τη δωρεάν σίτιση σε πολλά παιδιά –ήρθε και πήρε βράση το πιλάφι. Οι Πανσπουδαστικάριοι στη γραμμή τους –να κάνουμε πορεία, να διαμαρτυρηθούμε, να κατεβάσουμε και ψήφισμα –αγωνιστική γυμναστική και δυο αυγά Τουρκίας. Οι ΠΑΣΠίτες νομοταγείς –μας πηδάνε μεν, λόγω εθνικού συμφέροντος δε. Οι Ρηγάδες διχασμένοι κι άπραγοι ως συνήθως.
Τότε οι 12 βγάλανε τον Μυστήριο πρώτη γραμμή –μήπως και πάρουν το παιχνίδι. Άνετος ο Μυστήριος. Προκάλεσε γενική συνέλευση, κατέβασε ομιλητές, έπεσαν και οι καθιερωμένες ψιλές. Και δώστου δευτερολογίες και ενστάσεις. Αλλά είχε τον σκοπό του ο Μυστήριος. Έφαγε ώρες με γενικολογίες και παπαριές -χαλάρωσαν οι Κνίτες. Κουβέντα δεν άφησε να βγει για κατάληψη. Μέχρι που άνοιξε το εστιατόριο και οι Κνίτες πήγαν να σαβουριάσουν, αφήνοντας μια υποτυπώδη περιφρούρηση. Εμάς μας είχε μιλημένους ο Μυστήριος, από την προηγούμενη και είχαμε πάρει την απόφαση για κατάληψη. Ομόφωνα. Όταν είδε πως άδειασε ο τόπος από τους Κνίτες, τότε κατέβασε αιφνιδιαστικά την πρόταση ο δικός μας. Με εμάς όλους μέσα, πέρασε πλειοψηφικά η κατάληψη. Μας στήριξαν και οι Ρηγάδες που, όταν τα είχαν χαμένα, λειτουργούσαν κατά συνείδηση. Μέχρι να πάρουν πρέφα οι μάγκες από το εστιατόριο μπλοκάραμε τις πόρτες με θρανία.
Σκύλιασαν οι Κνίτες –να καταληφθεί δική τους σχολή, από το Πολυτεχνείο είχαν να πάθουν τέτοιο χουνέρι. Ήρθαν και κάτι νταβραντισμένοι, να μας την πέσουν, την ώρα που οργανώναμε την περιφρούρηση. Άμα όμως την έχεις ψήσει τη δουλειά, δεν μαζεύεται. Κάτι τους φωνάξαμε για δημοκρατικές διαδικασίες, τις οποίες σέβονταν αλλά στ΄αρχίδια τους, έγινε κι ένας τσαμπουκάς –στο τέλος βρεθήκαμε να κυλιόμαστε αγκαλιασμένοι στα σκαλοπάτια. Ρομαντικά πράγματα, όσο να πεις.
Την άλλη μέρα ήρθαν οι μπάτσοι. Στην αρχή λίγοι και ντροπαλοί, με τις στολές και τα πηλίκια. Κατά το μεσημέρι παρατάχθηκαν και δυο διμοιρίες ΜΑΤατζήδων, να μη νιώθουμε μοναξιά. Εμείς, μέσα –ήρωες πίσω από τα κάγκελα. Ντουντούκες, πανώ, νεράτζια, του αγωνιστή το κάγκελο. Ο Μυστήριος είχε γίνει τρισυπόστατος. Από το γεμάτο σλίπιγκ μπαγκ αμφιθέατρο, στην αυλή με την περιφρούρηση κι από εκεί στα γραφεία για την προστασία του εξοπλισμού. Θεός, ελβετικός πολυσουγιάς ο Μυστήριος. Και οργανωτικός. Χαλαρός, με την πλακίτσα του στις συνεδριάσεις, αλλά και αυστηρός ενίοτε. Κάτι φρίκουλες που είχαν αρπάξει τους πυροσβεστήρες και τους είχαν γυρίσει προς τα ΜΑΤ τους συνέτισε με δυο κουβέντες και κάμποσες κλωτσιές. Αρχηγός αναμφισβήτητος.
Έτσι πέρασε μια βδομάδα. Κι εμείς ακόμα μέσα. Με τα ΜΑΤ απέξω. Και τους Κνίτες να παραφυλάνε από τα στενά. Η διάθεση έφευγε, η απελπισία ερχόταν. Τι σκατά κάνουμε εδώ μέσα; Μας έχει ξεχάσει κι ο Θεός, σε λίγο θα βγάλουν εισιτήριο για να μας δείχνουν, σα να είμαστε μαϊμούδες. Ο Μυστήριος όμως, βράχος. Όλο να διοργανώνει συζητήσεις για τις εξελίξεις, όλο να φέρνει τρόφιμα και σαπούνια (πότε την κοπάναγε, πως ξανάμπαινε, κανείς δεν καταλάβαινε), μέχρι ένα συγκροτηματάκι έμπασε και κάναμε πάρτυ γερό –το επόμενο πρωί μας βρήκε όλους ένα κουβάρι. Πλακώθηκε και με τον Πρύτανη, που μπήκε μέσα -τάχα για να πάρει προσωπικά του αντικείμενα, αλλά θρονιάστηκε και κόντεψε να σπάσει την κατάληψη. Την κλήση από το Συμβούλιο Καθηγητών την είχε στο τσεπάκι ο Μυστήριος, όταν θα έληγε η κατάληψη.
Όλα κυλούσαν ήρεμα, μεταξύ βαρεμάρας και πηδήματος γωνία –μέχρι εκείνο το απόγευμα. Που ο Αντρέας αποφάσισε να γίνει Άντρας και διέταξε «βυθίσατε το Χόρα». Από τα ραδιοφωνάκια μάθαμε πως ένα τουρκικό πλοίο μπήκε στα χωρικά ύδατα –να ψάξει για πετρέλαιο. Και ο γίγαντας είχε δώσει εντολή να το βυθίσουν, τουτέστιν πηγαίναμε για πόλεμο.
Μας έφυγε λίγο η μαγκιά. Επιστρατεύσεις βλέπαμε, βιαία εκκένωση της σχολής περιμέναμε, γαμώ την τύχη μας τη μαύρη συμπεραίναμε. Ο Μυστήριος μας μάζεψε στο αμφιθέατρο. Ήταν ήσυχος και χαμογελαστός –λες και είχε μόλις πηδήξει (διόλου απίθανο, αλλά κανένας δεν τον έπαιρνε χαμπάρι, ότι κι αν έκανε). Μας είπε πως σφίξανε τα γάλατα και όποιος ήθελε μπορούσε να την κάνει –δεν ήταν ντροπή. Αυτός θα έμενε, μια φορά έγινε κάτι καλό στη σχολή, δεν του πήγαινε να το παρατήσει. Ελπίδες ικανοποίησης των αιτημάτων μας δεν είχαμε –ούτε πριν, ούτε (πολύ περισσότερο) τώρα. Αλλά αυτός θα έφευγε μόνο με το ζόρι από εκεί μέσα.
Έμεινα. Χεσμένος από τον φόβο, αλλά έμεινα. Όχι για τον Μυστήριο ή για τα αιτήματα. Απλά είχα κολλήσει με μια ξανθιά, τεταρτοετή και παιζόταν σοβαρά να γίνει κατάσταση, στο αμέσως προσεχές μέλλον. Πλύθηκα, ξυρίστηκα και έμεινα.
Το βράδυ μας έριξαν δακρυγόνα. Και πλαστικές σφαίρες σε όσους ξεμύτιζαν προς τα κάγκελα. Η περιφρούρηση έγινε μπουρδέλο, γέμισε το αμφιθέατρο από παιδιά με ανοιγμένα κεφάλια, στους διαδρόμους έτρεχαν δακρυσμένα μάτια και στο προαύλιο βρώμαγε εμετός. Κι εγώ, πάνω που είχα ψήσει την ξανθιά, βρέθηκα ανάμεσα σε δυο δικούς μου –να με τραβάνε και να με βρίζουν γιατί έπρεπε, λέει, να φυλάξουμε την κεντρική είσοδο. Και γκαντέμης και υποφήφιος ξυλοδαρμού, με λίγα λόγια.
Η νύχτα πέρασε με φωτιές και ξύλο. Οι ΜΑΤατζήδες πλησίαζαν τα κάγκελα και εμείς, τίγκα στις αμφεταμίνες, πετάγαμε ότι βρίσκαμε. Μέχρι που άρχισε να ξημερώνει και πήγαν τα παλικάρια για αλλαγή βάρδιας. Είχα ξεμείνει, θυμάμαι, στην κεντρική είσοδο, τρομοκρατημένος και αγριεμένος να κοιτάζω τους Κνίτες από τα στενά. Δεν τον κατάλαβα πως έφτασε δίπλα μου. Ούτε ότι είχα ξεμείνει μόνος εδώ και ώρα, είχα πάρει χαμπάρι. «Έχεις φάει κόλλημα έτσι;». Είχε αυτή τη σκατένια τάση να ρωτάει συνέχεια. Κάτι του είπα, κάτι απάντησε, βρεθήκαμε να μιλάμε για τις ταράτσες της Παντείου κα για τα άρρωστα αλογάκια της Σύρου –που τα είχαμε δει σε καλοκαιρινές διακοπές. Άλλη εποχή εγώ, άλλη αυτός, αλλά στο ίδιο μέρος, το ίδιο ψυχοπλάκωμα. «Γιατί ρε συ δεν κοιτάς ποτέ τον άλλον στα μάτια;» με έτρωγε από τότε που τον γνώρισα, θα έσκαγα αν δεν μάθαινα. «Γιατί έχω στραβισμό ρε βλάκα», είπε γελώντας. Άναψε τσιγάρο. «Γιατί ντρέπομαι ρε. Δεν μπορώ να μιλάω σε κόσμο. Κοκκινίζω σα γκομενίτσα». Μίλαγε και έβγαζε τον καπνό έξω από τα κάγκελα. Προς τους νυσταγμένους μπάτσους. Κοιτάζοντας το κλειστό παράθυρο στο απέναντι καφενείο. Σοβαρός. Άκρη δεν έβγαλα.
Την άλλη μέρα έφυγε και η ξανθιά. Ανοίξανε για λίγο τον κλοιό οι ΜΑΤατζήδες και μπόρεσαν να βγουν οι τελευταίοι. Τους έβλεπα να περνάνε την καγκελόπορτα, σκυμμένα κεφάλια, αμήχανα πατήματα και οι μπάτσοι τους ξεπροβόδιζαν με φιλικές γκλομπιές. Τους έβλεπα από το παράθυρο της Αίθουσας Εκδηλώσεων, γιατί εγώ έμεινα. Άνευ λόγους και αιτίας. Πες ότι γούσταρα τον Μυστήριο. Οι δικοί μου έφυγαν σχεδόν όλοι, αλλά εγώ έμεινα. Μάλλον λόγω αδράνειας. Και λόγω φόβου. Ένας κέρινος ανθρωπάκος δίπλα στην μισοξηλωμένη, βελούδινη κουρτίνα. Από πίσω, στο κεντρικό τραπέζι της αίθουσας, ο Μυστήριος έκανε σχέδια σε χαρτιά, παρέα με τον γνωστό ξέμπαρκο. Τον τελευταίο εναπομείναντα από τους 12. Οι υπόλοιποι την είχαν κάνει σταδιακά. Αλλά ο ξέμπαρκος, που να πάει –έμεινε με τους αμετανόητους.
Πέρασαν δυο μέρες ακόμα, με κλεφτοπόλεμο. Τα ΜΑΤ ξεκινούσαν με δακρυγόνα και ολοκλήρωναν με εικονικές εφόδους. Εμείς απαντούσαμε με νεράντζια και κορυφώναμε με μολότωφ. Μια ωραία ατμόσφαιρα είμασταν. Μέχρι και οι Κνίτες είχαν βαρεθεί –τα στενά ήταν άδεια πλέον. Περιμέναμε εκεί, βρώμικοι, ανίσχυροι και το μακελειό δεν έλεγε να φτάσει. Τα τσιγάρα τελείωναν, ρεύμα, νερό, κομμένα προ πολλού, κάναμε καταδρομικές στο περίπτερο της πίσω πλευράς, μπας και είχε ξεμείνει καμιά σοκολάτα ή κανένα εμφιαλωμένο. Πίκρα σου λέω.
Ο Μυστήριος ήταν, ως συνήθως, εξαφανισμένος, εγώ συμμετείχα σε μια νουμεράδα του τελευταίου μου Camel, όταν ακούστηκαν οι φωνές. Πριν το καταλάβουμε είχαμε σκαρφαλώσει στα κάγκελα, εγώ τελευταίος, κάπνιζα βλέπεις το φίλτρο του Camel. Από τη λεωφόρο ερχόταν μια ξεγυρισμένη διαδήλωση. Με τις ντουντούκες της, με τα πανώ της, με τον αγωνιστικό της παλμό. Διαδήλωση διπλόπιτη, τίγκα στο τζατζικοκρέμμυδο. Γύρω μου τα κάγκελα είχαν γεμίσει αλαλάζοντες βρομύλους. Και η διαδήλωση έσπαγε τον κλοιό των ΜΑΤ, πλησιάζοντας την κεντρική είσοδο. Ε, ρε γλέντια.
Οι μπάτσοι αμήχανοι, εμείς νικητές, ο κόσμος ήταν δικός μας για λίγα λεπτά. Μέχρι να φτάσει η διαδήλωση στην είσοδο. Και οι επικεφαλείς -οι δικοί μας 11, αγκαζέ με όλους τους αρχικνίτες. Έπεσε παγωμάρα. Μέχρι και το παιδί στην είσοδο έμεινε με την κλειδαριά στο χέρι, χρειάστηκε να φάει μερικές σβουριχτές για να ξεκολλήσει.

«Που ήταν λοιπόν οι αράχνες, όταν μας τσάκισε η μύγα;»
Το γεγονός ήταν πως είχαμε γίνει μαζικοί. Και αγωνιστικοί, σαν τους χαιρετισμούς. Και οργανωμένοι, αγκαλιά με τα κομματόσκυλα. Στη μεγάλη συνέλευση του αμφιθεάτρου ο κόσμος κρεμόταν από τα έδρανα. Οι 11 παρέλασαν πανηγυρικά, με ομιλίες φωτισμένες και βαρύγδουπες. Ο ξέμπαρκος που είχε μείνει μαζί μας έκανε μια προσπάθεια να μιλήσει αλλά αγνοήθηκε επιδεικτικά. Άλλωστε δεν ήταν κι ο μήνας του. Μετά πήραν το λόγο οι Κνίτες. Και έπαιξαν ένα ποτ πουρί από τις γνωστές τους επιτυχίες. Ο Μυστήριος εξαφανισμένος.
Τα ΜΑΤ είχαν αποχωρήσει, κάτι κακόμοιροι, κακοχυμένοι μπασκίνες έκαναν περιπολία στους γύρω δρόμους –έτσι, για το τυπικό της υπόθεσης. Αλλά τα γύρω στενά είχαν γεμίσει κόσμο, για μια ακόμα φορά. Μόνο που τώρα ήταν οι οικοδόμοι. Τα τιμημένα ΚΝΑΤ που είχαν αναλάβει το νταβατζιλίκι της κατάληψης. Το κεφάλι μου γύριζε, υπερένταση και ξεφτίλα, το στομάχι μου γύριζε κι αυτό -μια τάση για ακατάσχετο εμετό. Μπα, άστο καλύτερα.
Η συνέλευση κατέληξε σε ψήφισμα. Ομόφωνο. Ενωτικό. Πανηγυρικό. Οι θέσεις μας διατυπωμένες ασαφώς. Τα αιτήματά μας γραμμένα στ΄αρχίδια τους. Όλοι ήταν χαρούμενοι. Η κατάληψη, μαζική και ενωτική ευθείς εξ΄αρχής, είχε πετύχει τους σκοπούς της. Και μερικοί είχαν πηδήξει κάτι γκομενάκια ζόρικα. Εγώ πάλι όχι.
Πάνω στο δεκάωρο η συνέλευση πήρε να τελειώνει. Αλλά έλειπε το κερασάκι από την τούρτα. Ο Μυστήριος ήταν ακόμα εξαφανισμένος. Και το πλήθος τον ζητούσε. Μέχρι οι Κνίτες τον έψαχναν, μυθικός ο Μυστήριος, έκανε καλή δουλειά ο Μυστήριος, πρώτο παιδί ο Μυστήριος, που ‘σαι ρε μαλάκα Μυστήριε;
Τον βρήκαν κάτω από το άγαλμα του Πάντου. Εκεί που τον είχαμε πρωτοδεί. Κάπνιζε αμέριμνος, λες και έκανε κοπάνα από μάθημα. Σηκωτό τον έφεραν στη συνέλευση τον βασιλιά Μυστήριο. Να χαιρετήσει τα πλήθη που ζητωκραύγαζαν. Γύρω στη μισή ώρα τους πήρε να ησυχάσουν τον όχλο και να ανεβάσουν τον Μυστήριο στον θρόνο του.
Δεν ήταν όμως σε φόρμα ο Μυστήριος. Υπήρχε και κόσμος που του έκρυβε το παράθυρο. Όπου και να κοίταζε, έβλεπε παιδιά που κρέμονταν από τα χείλη του. Κοκκίνιζε και ξεκοκκίνιζε ο Μυστήριος, αλλά μπορεί να κάνω και λάθος. Γιατί απέφευγα να τον κοιτάξω.
Και είπε μόνο μια κουβέντα ο Μυστήριος, είπε «εγώ λέω να την κάνω, τα λέμε άλλη φορά». Μετά κατέβηκε από το βήμα και άρχισε να σκουντουφλάει προς την πόρτα. Ο κόσμος έγινε μαλλιά κουβάρια. Μίλα ρε Μυστήριε. Πες κάτι ρε μαλάκα. Υπόγραψε το ψήφισμα ρε αρχίδι και μετά την κάνεις. Αυτό το είπε ένας από τους αρχικνίτες.
Ο Μυστήριος κόντραρε. Κάτι έλεγε αλλά δεν ακουγόταν. Τον είχαν περικυκλώσει οι Κνίτες, αλλά μπήκαν στη μέση οι δικοί του. Οι 11. Ο ξέμπαρκος είχε βρει ένα τρίφυλλο και ρετάριζε μόνος στην άλλη άκρη. Έχωσα μερικές αγκωνιές και πλησίασα το χαμό. Οι Κνίτες είχαν πιάσει τις πόρτες και άφηναν τους 11 να μαλλιοτραβιούνται με τον Μυστήριο. Πρόλαβα να τον ακούσω που φώναζε «κατεβάστε τα μόνοι σας ρε ξεφτίλες, εμένα τι με θέλετε; Αει γαμηθείτε, δεν υπογράφω». Και χάθηκε πίσω από την βαριά, ξύλινη πόρτα ο Μυστήριος.
Γι’ αυτά που έγιναν μετά δεν έχω πλήρη εικόνα. Θυμάμαι ότι άρχισε να πέφτει ξύλο στο αμφιθέατρο, κάποιοι υποστήριζαν τον Μυστήριο, κάποιοι έλεγαν ότι νικήσαμε, κάποιοι φώναζαν «παίχτες πουλημένοι, ο Θρύλος δεν πεθαίνει». Καρέκλες έφευγαν, τζάμια έσπαγαν, κάποιος φώναξε ότι μας πήραν χαμπάρι τα ΚΝΑΤ που ήταν παρκαρισμένα στα στενά και ετοιμάζονταν να κάνουν ντου.
Και το έκαναν οι κερατάδες. Μόνο που, πριν πέσουν πάνω μας, βρέθηκαν φάτσα με τον Μυστήριο. Αυτός προσπαθούσε να βγει από την κεντρική είσοδο, ενώ τον γιουχάιζε ο όχλος. Άκουσα πως μέσα στον όχλο ήταν και οι 11. Αυτοί μάλλον τον έδειξαν στα ΚΝΑΤ που έμπαιναν από την κεντρική είσοδο με καδρόνια και λοστούς.
Τον λιάνισαν τον Μυστήριο. Τον είχαν άχτι, έτσι κι αλλιώς, βρήκαν την ευκαιρία, που πούλησε λέει τους φοιτητικούς αγώνες, φραξιονιστής, ρεβιζιονιστής, οπορτουνιστής. Οι 11 εξαφανίστηκαν όταν παρέδωσαν τον Μυστήριο, δεν ήθελαν να τους δουν μέσα στην εισβολή. Γιατί ήταν εισβολή κανονική, τα ΚΝΑΤ έσπαγαν πόρτες και έβγαζαν τους φοιτητές καροτσάκι. Αν δεν έδειχνες κομματική ταυτότητα κατέληγες κομπάρσος σε καουμπόικη ταινία. Ιπτάμενος για δευτερόλεπτα, με την πλάτη στην άσφαλτο αμέσως μετά και βαρελάκια για να γλιτώσεις το κλωτσίδι.
Ήμουν σε φάση «να σώσω τα δόντια μου από τις κλωτσιές» και τον είδα τον Μυστήριο να τον περιποιούνται κάτι γομάρια με καδρόνια. Πήρε το μάτι μου και την ξανθιά. Είχε ανέβει στην πλάτη ενός μαλάκα και ούρλιαζε υστερικά. Για λίγο. Μέχρι να την τινάξουν στον απέναντι τοίχο –σαν την τρίχα από το παλτό. Κοίτα η ξανθιά –τον Μυστήριο γούσταρε, κατά πως φαίνεται. Γιατί ήταν ωραίος ο Μυστήριος –πριν του κάνουν τη μούρη αλοιφή, έτσι; Τίποτα άλλο δεν πρόλαβα να δω.
Κατηφόρισα τη Συγγρού, εφτά κομμάτια είχα γίνει από το ξύλο και την ξεφτίλα. Στην Αθήνα έπαιρνε να ξημερώνει. Τα πεζοδρόμια βρωμούσαν άκαυτο μαζούτ φορτηγών τροφοδοσίας. Δεν κυκλοφορούσε ψυχή στη Συγγρού. Μόνο κάτι τελειωμένες τραβεστί που φαίνονταν να μην έχουν κάνει σεφτέ ολόκληρη τη νύχτα. Ήθελα να φτάσω στη θάλασσα. Και έφτασα με τα γόνατα να τρέμουν. Με το που πάτησα άμμο, τράβηξα έναν ξεγυρισμένο εμετό.
Τον Μυστήριο δεν τον ξαναείδα. Ποτέ. Ούτε άκουσα άλλη φορά να μιλάνε γι’ αυτόν και όταν προσπαθούσα να ανοίξω κουβέντα, ο κόσμος πήγαινε στο περίπτερο για εφημερίδα. Ή τσιγάρα. Ή σοκολάτες.
Αυτά.

0 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι