Ήταν κάτι τρομακτικοί τύποι που σπάγανε τις κλειδαριές πανηγυρίζοντας. Κάτι φρικαλέοι, όσο να πεις –από αυτούς που τρομάζουν τις νοικοκυρές στη λαϊκή. Με μαλλιά βαμμένα πορτοκαλί, μπλε ελεκτρίκ και κόκκινα. Μούρες γεμάτες κρίκους και γκόμενες με κοντοκουρεμένα κεφάλια. Άγριες κι αυτές, χειρότερες από συγκρουσιακές λεσβίες. Μπορεί να ήταν και λεσβίες, κανένας δεν ρίσκαρε να το ψάξει. Γιατί ακουγόταν πως κουβαλάγανε σουγιάδες, ξυράφια και σιδερογροθιές.
Όλοι αυτοί που λες, την πέσανε στο νεοκλασικό και το κατέλαβαν. Παρατημένο το νεοκλασικό, φήμες ήθελαν να ανήκει στην εκκλησία, στην Αρχιεπισκοπή συγκεκριμένα. Θα γινότανε ένα μπαρ το νεοκλασικό –δίπατο, διαμπερές και σε γωνία, αλλά κανείς δεν το νοίκαζε. Ήθελε τρελές επισκευές, παράθυρα που κρέμονταν, οι εξωτερικοί σοβάδες είχαν αποχαιρετήσει προ πολλού, τα υποστηρίγματα στα μπαλκόνια ξεκολλημένα –που να βρεθούν τόσα λεφτά για να το ξανακάνεις κατοικήσιμο; Άσε που έπρεπε να μπλέκεις με παπάδες και πολεδομίες, γιατί ήταν χαρακτηρισμένο, σαν παλιά πουτάνα, το νεοκλασικό –ιστορικό μνημείο της προπολεμικής Αθήνας. Λέγανε πως είχε χτιστεί στις αρχές του 19ου αιώνα, αλλά δεν ήταν και να τους πιστεύεις. Μπορεί να ήταν παλιότερο, μπορεί και νεότερο το κτίσμα, στην τελική δεν είχε σημασία.
Κρεμάσανε τα πανώ τους στην πρόσοψη οι βάρβαροι -ξέρεις, αυτά τα ασπρόμαυρα με τον κεραυνό στον κύκλο, κατεβάσανε και κάτι απείθαρχα τζάμια που ήταν φρακαρισμένα για δεκαετίες και μπήκαν μέσα. Μέχρι να πάρει είδηση η γειτονιά είχαν στήσει ήδη τα εξωτερικά ηχεία. Ανακοινώσεις με σφήνες hardocore μουσικής που θα κατέληγαν σε σφήνες ανακοινώσεων παρασυρμένες από ποταμούς καθαρόαιμης punk, με το πέρασμα των ημερών. Τότε πήραν γραμμή οι γείτονες, ποιοι γείτονες δηλαδή –κάτι τρομοκρατημένοι μετανάστες, στοιβαγμένοι σε υπόγεια, μερικά γραφεία ανυπόληπτων εταιρειών, λίγοι γέροι απέθαντοι και ένα μπουρδέλο.
Η κατάληψη μέτραγε 7 μέρες όταν μπήκε ο Γιωργάκης ο Πουλής. Δεν ήταν Πουλής το επώνυμο του παιδιού –κοροϊδευτικά τον λέγανε γιατί είχε την ατυχία να είναι Μοϊκάνος με σγουρό μαλλί. Τι τα ήθελε τα περίεργα κουρέματα βρε παιδί μου; Αφού ήτανε γνωστό, άμα είχες μαλλί αφάνα, το άφηνες να φουντώσει και δήλωνες afro funk εξ ανάγκης. Όχι ο Γιωργάκης, κάθε βράδυ να ξυρίζει το κεφάλι, κάθε πρωί να βάζει ζελέδες στο λοφίο που μετά τους 3 πόντους κατσάρωνε και γινόταν σαν το λειρί του κόκορα. Εξ ου και Πουλής.
Τρίτη Λυκείου πήγαινε εκείνη την εποχή ο Γιωργάκης, κι όταν λέω «εποχή» εννοώ την τελευταία διετία. Το Γυμνάσιο το έβγαλε σφαίρα, σταθερά μέτριος ο Γιωργάκης, αλλά στο Λύκειο κάηκε από την υπερπροσπάθεια. Δυο χρόνια στην Δευτέρα, μετεξεταστέος και με σπρώξιμο έφτασε στην Τρίτη –την τριετία την είχε σίγουρη από τις απουσίες και μόνο. Του χώθηκαν άγρια οι γέροι, έπαιζε και μια αποβολή (δυναμιτάκια στην έδρα, σε ώρα μαθήματος) που θα τον άφηνε στον τόπο (η τριετία που λέγαμε), είχε και το δούλεμα από τη σνομπαρία, λόγω αντιτουριστικής εμφάνισης –τους φασκέλωσε σταυρωτά ο Πουλής και αποφάσισε να κλειστεί στην κατάληψη μέχρι να δει τι θα κάνει.
Τον δέχτηκαν με την κλασική καχυποψία οι καταληψίες. Στην αρχή δεν έπαιρναν τα μάτια τους από πάνω του, στη μέση αποφάσισαν πως ήταν χαφιές, τελικά αναγκάστηκαν να παραδεχτούν, με λύπη, πως ήταν απλά ηλίθιος. Και πάνω που ετοιμάζονταν για ομαδικό ξύλο, φρέναραν. Τι κρίμα και φαινόταν πρώτης τάξεως υλικό, έτσι όπως ήταν κακομούτσουνος και μπουνταλάς. Αλλά, είχαν κοινωνικές ευαισθησίες οι άγριοι –μάζεψαν λοιπόν τα καδρόνια τους και αδιαφόρησαν πλήρως για τον Πουλή. Αφού τον έριξε εδώ μέσα η κατάρα, άστον να αναπνέει τον ίδιο αέρα. Αφού υπάρχει, κάνε σα να μην υπάρχει.
Η μοιρασιά στα δωμάτια είχε γίνει πριν εμφανιστεί ο Γιωργάκης. Οι χώροι του ισογείου είχαν μετατραπεί σε γραφεία της συντονιστικής. Υπήρχε, σα να λέμε, ένα ετοιμόρροπο τραπέζι, κάτι βρωμερές μαξιλάρες, 2 κουτσές καρέκλες και ατέλειωτα μπουκάλια μπύρας. Άδεια μεν από μπύρα, σε κοινή πρόσβαση δε, για την προετοιμασία μολότωφ. Υπήρχαν και κάτι ντουλάπες τίγκα στον εξοπλισμό –ρόπαλα, καδρόνια, αλυσίδες, τέτοια πράγματα. Τα παιδιά έμεναν στους πάνω ορόφους. Δυο με τέσσερεις σε κάθε δωμάτιο, τρεις στις περιπτώσεις που είχε κάτσει παρτούζα με επακόλουθα σχέσης. Ότι πόρτες χτύπαγε ο Πουλής του απαντούσαν «κατειλημμένο». Νευρίασε, «μα όλα κατειλημμένα ρε πούστη μου;» Και οι χαρωπές πόρτες απαντούσαν «ρε μάγκα, σε κατάληψη ήρθες –τι περίμενες;»
Στο τέλος βρήκε ένα δωματιάκι, απομονωμένο, στο τέρμα του διαδρόμου, να βολευτεί ο Πουλής. Μια χαρά δωμάτιο δηλαδή –απλά ήταν στο δεύτερο πάτωμα και δίπλα στις τουαλέτες που έζεχναν. Του έλειπε και ο μισός τοίχος, ξάπλωνες κοινή θέα –να σε χαζεύει όλος ο ακάλυπτος. Κατά τα άλλα, μια χαρά. Έστρωσε το σλίπινγκ μπαγκ του ο Γιωργάκης, βρήκε και κάτι που πριν ανασκολοπιστεί ήταν (μάλλον) μαξιλάρι –την έπεσε που λες γιατί ήταν ψόφιος. Απέναντι θέα αστέρια (λίγα), μπουγάδες (πολλές) και κάτι γατιά που έσερναν. Γενικώς και ποικιλοτρόπως. Ο Γιωργάκης κοιμόταν με τα μούτρα στο μαξιλάρι, για να μη χαλάσει το λοφίο –το χαλασμένο, αλλά λέμε τώρα. Οπότε, πριν τον πάρει ο ύπνος, μάλλον άκουσε κάποιον να ξερνάει Νιαγάρες στις τουαλέτες. Μπορεί και όχι –δεν επηρεάζει άλλωστε.
Ξημέρωνε όταν είδε τη γριά στο απέναντι μπαλκόνι. Τον κοίταζε ακίνητη, μάλλον δεν τον έβλεπε καν. Ήτανε και οχτακοσίων χρονών, σκελετός με λίγο δέρμα (το απαραίτητο) και μαύρα ρούχα (τα αναγκαία). Ο Πουλής ανακάλυψε ότι κοιμόταν ανάσκελα και τσαντίστηκε. Είδε και τη γριά, φόρτωσε ακόμα περισσότερο. Κάτι της φώναξε για το σόι της, πέταξε κι ένα τενεκεδάκι από μπύρα, που προσγειώθηκε στον ακάλυπτο, αυτή τίποτα. Ακίνητη. Ξανακοιμήθηκε ο Πουλής, ανάσκελα σα μαλάκας –και είδε τη γριά στον ύπνο του. Κάτι του έδινε, λέει, με το κοκαλιάρικο χέρι της κι αυτός σιχαινόταν και πισωπατούσε. Γλίστρησε στο τέλος και έπεσε. Στον ύπνο του. Στα κανονικά ροχάλιζε ή μουρμούριζε.
Η κατάληψη συνεχιζόταν κανονικά. Κάποια περιπολικά σκέφτηκαν να περάσουν για κόψιμο κίνησης, αλλά έφαγαν κάτι καρέκλες σε δόσεις και εξαφανίστηκαν ουρλιάζοντας. Οι άγριοι καταληψίες ήθελαν χρόνο μέχρι τη συναυλία. Αν προλάβαιναν να κάνουν ντόρο θα ήταν δυσκολότερο να τους τσουβαλιάσουν οι μπάτσοι. Όλο και κάποια εφημερίδα θα ασχολιόταν, μπορεί να εμφανίζονταν και τίποτα εξωκοινοβουλευτικοί αριστεροί, από εκείνους που σκίζονται για τις φώκιες και τους μετανάστες. Όσο περισσότεροι σε ξέρουν, τόσο δυσκολότερα εξαφανίζεσαι.
Τη μέρα της συναυλίας γινόταν λαϊκό προσκύνημα. Οι καταληψίες είχαν ξεκωλωθεί στη δουλειά, μέχρι και ο Γιωργάκης είχε στήσει ηχεία, σύρει μπαλαντέζες, καρφώσει χαρτιά και βιδώσει φώτα. Τώρα καθόταν ήρεμος, πρόσκαιρα αποδεκτός από τους υπόλοιπους, με τη μπύρα στη μασχάλη. Τι άλλο ήθελε ο Γιωργάκης! Αφού μέχρι μια ζόρικη γκόμενα του χαμογέλασε και τον φίλησε στο λοφίο –μάλλον, μετά έκανε αντιτετανικό, αλλά αυτή είναι άλλη ιστορία. Το γεγονός είναι πως ο Γιωργάκης ο Πουλής ανήκε κάπου, επιτέλους. Ήταν ενεργό μέλος κατάληψης, διοργανωτής συναυλίας –αν τον έβαζαν και περιφρούρηση …
Οι γενικότεροι καταληψίες ήταν στη φάση «ανοίξαμε και σας περιμένουμε», αραχτός στα σκαλοπάτια της εισόδου κι ο Γιωργάκης, κατέβαζε μπύρες και σημάδευε με τα άδεια μπουκάλια την απέναντι κολώνα. Τρομάζανε οι περαστικοί, τουτέστιν, ένα ζεύγος Ινδοί, ένας παππούς συνταξιούχος, μια χοντρή αγνώστων λοιπών στοιχείων και η πουτάνα που πήγαινε να πιάσει δουλειά. Γύριζαν αλλού τα μούτρα τους για να μη συναντήσουν το άγριο βλέμμα του Γιωργάκη του τρομερού πανκιού. Όλα πρίμα στη Λίμα, μέχρι που η πουτάνα βαρέθηκε να τρομάζει και του πέταξε ένα «πέρνα από το σπίτι αγοράκι μου να σου καθαρίσω τα γρέζια, μπας και ηρεμήσεις», σκέφτηκε βλέπεις η γυναίκα πως θα τρομάζανε οι πελάτες να περάσουν –κοκκίνησε ο Πουλής και χώθηκε βιαστικά στο σπίτι.
Στο δρόμο για τις σκάλες κονόμησε ένα περιφερόμενο μπουκάλι κρασί και μισό τρυπάκι απαρηγόρητο. Χώθηκε που λες, στο δωμάτιό του, μέσα στα νεύρα. Δυο δάχτυλα πριν τον πάτο του μπουκαλιού, το τρυπάκι είχε λιώσει κάτω από τη γλώσσα. Ένιωθε καλύτερα ο Γιωργάκης. Μια ύπουλη θολούρα στα μάτια, ακριβώς πάνω από την προειδοποιητική ταχυπαλμία –άναψε κι ένα τσιγάρο. Είχε κατά νου να νευριάσει με την πουτάνα, σκόπευε να της σπάσει τα τζάμια -που θα του πει εκείνου να…-αλλά πέρασε μια ζαλάδα και του έκλεψε κάθε πρόθεση.
Τότε είδε τη σκιά. Στην τρύπα του τοίχου που έχασκε, πέρασε η σκιά, λες και δεν πάταγε πουθενά. Ο Γιωργάκης θα κατέβαζε ευχαρίστως λίγο κρασί ακόμα, αλλά που να βρεθεί το γαμημένο όταν το χρειάζεσαι. Σκέφτηκε να αδιαφορήσει για τη σκιά, σιγά τώρα, όλα τα πετούμενα έχουν σκιά, μπορεί να έφταιγε και το τριπάκι, αλλά σίγουρα πέρασε μια σκιά. Μέχρι που σηκώθηκε, με τον απαραίτητο βαθμό δυσκολίας, ο Πουλής και πλησίασε την τρύπα. Ακούμπησε τους σοβάδες που έχασκαν, έτριψε λίγο τις ξεραμένες μπογιές –τίποτα. Σχεδόν τίποτα δηλαδή. Γιατί ένας αέρας ερχόταν από την τρύπα. Όχι απ’ έξω. Από την τρύπα. Από τα πλαϊνά, σα να λέμε. Ρε την πουτάνα την τρύπα –και μύριζε κιόλας, μια υγρασία ανακατεμένη με νυχτολούλουδο.
Ο Γιωργάκης ο Πουλής δεν ήταν τεμπέλης. Δηλαδή τεμπέλης ήταν, αλλά δούλευε κιόλας. Τα αναγκαία, μη νομίσεις ότι σκοτωνόταν το παιδί –μεροκάματα σε οικοδομές όταν ήθελε να βγάλει κανένα φράγκο και τώρα που είχε φύγει από το σπίτι, για τα τσιγάρα του δηλαδή. Ήξερε το λοιπόν, ότι οι τοίχοι είναι στεγανοί. Μασίφ. Λάσπη και τούβλα. Τώρα θα μου πεις, τα τούβλα έχουν τρύπες -και θα έχεις και δίκιο. Φυσάει λιγάκι, μπαίνει από τη μια τρύπα, βγαίνει από την άλλη. Μπενάκης και βγενάκης. Αλλά αυτό το σκατόσπιτο ήταν παλιό και πέτρινο. Και οι πέτρες δεν έχουν τρύπες, έτσι; Μέχρι εκεί έφτανε η θρυψαλιασμένη σκέψη του Πουλή –έτοιμος ήταν να προχωρήσει στην κρίσιμη ερώτηση «τότε, από πού φύσαγε;» όταν είδε πάλι τη γριά. Σταθερή, στο απέναντι μπαλκόνι, να τον κοιτάζει. Από πού ξεφύτρωσε; Αει γαμήσου παλιόγρια! Της πέταξε το άδειο μπουκάλι. Δεν το περίμενε, αλλά έφτασε μέχρι τα πόδια της. Μετά το μπουκάλι έσπασε, η γριά στρίγγλισε (ή γέλασε -που κάνει το ίδιο) και ο Πουλής το έβαλε στα πόδια, χεσμένος στη θέα ενός ερειπωμένου στόματος.
Κάτω η συναυλία είχε ανάψει για τα καλά. Κόσμος χόρευε, ζευγάρια χαμουρεύονταν, συγκροτήματα έφτυναν, κανονικό πάρτυ. Ο Γιωργάκης βολεύτηκε σε μια γωνιά, είχε βλέπεις ανάγκη την ανθρώπινη επαφή –από πάντα. Δίπλα του κάποιοι φώναζαν ή μπορεί και να γελούσαν. Προσπάθησε να τους παρακολουθήσει, μάταια. Κάτι μισόλογα έπιανε, για «μπλουζάκια που δεν τα φοράς, αλλά τα ακούς και γι’ αυτό είσαι μαλάκας» –άντε βγάλε νόημα. Ζαλιζόταν κάπως, έκλεισε τα μάτια, έφαγε ένα σκούντημα που τον έριξε στο πάτωμα. «Ρε βλαμένε, αφού νυστάζεις, δεν πας να την πέσεις πάνω; Έχεις γεμίσει τον τόπο σάλια». Σηκώθηκε. Μπορεί και να δάκρυσε από την ξεφτίλα.
Φρέναρε στις σκάλες. Στο δωμάτιο δεν ξανάμπαινε, πάει και τελείωσε. Πήρε το μάτι του μια κοπέλα να βογκάει δίπλα στη μισάνοιχτη πόρτα, αριστερά. Το αγόρι δεν το έβλεπε. Έφυγε. Δεν είχε καμιά όρεξη να τον δει αυτόν το αγόρι. Έφτασε έξω από την πόρτα του. Σταμάτησε. Γιατί να μη μπει; Πονούσε το κεφάλι του, νύσταζε. Το τριπάκι είχε βγάλει κούραση. Και παραισθήσεις, τι σκατά. Αυτό μάλλον ήταν.
Πήγε προς την τρύπα. Του τοίχου. Γριά απέναντι γιόκ. Αιρ κοντίσιον επιτοίχιο γιοκ. Όλα καλά. Γύρισε προς το σλίπινγκ μπαγκ –ήθελε ύπνο όσο τίποτα άλλο.
Πάνω στο σλίπινγκ μπαγκ καθόταν. Για την ακρίβεια δεν καθόταν –ήταν. Ένας άσπρος όγκος, ημιδιαφανής και αέρινος. Αέρινος, εννοούμε ότι βρισκόταν στον αέρα, σα βιομηχανικός καπνός. Αλλά ήταν εκεί –μαλακίες να μη λέμε τώρα. Το σαγόνι του Πουλή ακούμπησε στα γόνατα. Βασικά είχε ανάγκη να βάλει τις φωνές. Αλλά φοβόταν. Όχι ότι θα τον τρελάνουν στο δούλεμα οι αποκάτω. Φοβόταν να φωνάξει μην σπάσει τίποτα. Περίεργη ιδέα. Ο Γιωργάκης ο Πουλής είχε την αίσθηση του εύθραυστου, για πρώτη φορά στη ζωή του.
Ο άσπρος όγκος χαμογελούσε. Τα μαλλιά κουνήθηκαν πάνω στους ώμους της και χαμογελούσε. Θα πρέπει να το παραδεχτούμε –ο Πουλής πάντως δεν είχε καμιά αμφιβολία. Ήταν γυναίκα, σχεδόν γυναίκα δηλαδή, ο άσπρος όγκος ήταν γυναίκα. Ξυπόλητη -τα μάτια του ξεκίνησαν από πάτωμα μεριά, για να έχουν ένα σταθερό σημείο. Είχε δυο καχεκτικά πόδια με εξογκωμένους αστραγάλους, κάτι αδύνατες γάμπες, παραπάνω ξεκινούσε κάτι άσπρο, γυαλιστερό –σαν φόρεμα. Ο Πουλής μάζεψε τις αντοχές του και την κοίταξε στο πρόσωπο. Γλυκιά. Δεν έβλεπε και καλά, έφταιγε η μαστούρα. Ποιόν κοροϊδεύεις ρε μαλάκα; Δεν βλέπεις γιατί δεν υπάρχει. Πηχτός αέρας, μόνο αυτό. Πηχτός αέρας μαζεμένος πάνω από το σλίπινγκ μπαγκ. Σαν καπνός φουγάρου. Λευκός και σκούρος. Δεν υπάρχει σου λέω.
Ο Γιωργάκης ο Πουλής θα έπρεπε να είναι τρομοκρατημένος. Αλλά δεν ήταν. Για κάποιο ηλίθιο λόγο ένιωθε ήρεμος. Μπορεί να έφταιγε ο πολύς φόβος. Όταν χεστείς πάνω σου, δεν έχει παραπέρα. Και αυτό (αυτή;) χαμογελούσε. Είχαν να χαμογελάσουν στον Πουλή από την πρώτη μέρα του νηπιαγωγείου. Όταν γύρισε, ένα σκατουλάκι τόσο δα με μια τσάντα τεράστια και η μάνα του χαμογελούσε –καλώς τον κανακάρη μου. Αυτή ήταν η δεύτερη φορά που χαμογελούσαν κοιτάζοντάς τον. Και όχι κοροϊδευτικά.
Ο Γιωργάκης βαρέθηκε να στέκεται σαν τον χάχα και πλησίασε. Επειδή βαρέθηκε να στέκεται. Κάθησε κοντά της σιγά, ήρεμες κινήσεις -ο Πουλής, είπαμε, είχε μάθει τι θα πει «εύθραυστο». Εκείνη (ή μήπως εκείνο;) είχε μάτια. Μαύρα, βαθιά, δεν ξεχώριζες την ίριδα. Αλλά ήταν ωραίο να τα κοιτάζεις. Του Πουλή τουλάχιστον, του άρεσε. Ήταν σαν να πίνει κόκα κόλα διψασμένος. Χωρίς το ρέψιμο.
Εκείνη, κολύμπησε λίγο το χέρι της στον αέρα και τον άγγιξε. Ο Γιωργάκης ο Πουλής κάηκε. Για την ακρίβεια, ένιωσε παγοκολώνες να τρυπάνε το μπράτσο του, ένα τσούξιμο, βελονιαστό και καυστικό. Και μετά ήρθε η σιχασιά. Το δάχτυλο που τον άγγιξε ήταν γλιστερό σαν γλώσσα και άμορφο –βεντούζωνε πάνω του, κολλούσε, ξεκολλούσε, έρεε. Κύλισε πίσω ο Πουλής, έπιασε το μπράτσο του, είχε και ένα σημάδι κατακόκκινο, σα ρούφηγμα. Ο φόβος ξαναγύρισε παρέα με τα ξαδέρφια του –τον τρόμο και τη φρίκη. Κόντεψε να πέσει έξω από την τρύπα, έτσι που βρόντηξε στον τοίχο ο Πουλής. Υπήρχε και μια βρώμα πηχτή (σάπια λουλούδια σε βάζο) κάτω από τη μυρωδιά του νυχτολούλουδου που μπλόκαρε τα ρουθούνια του. Παρ’ όλα αυτά, ο Γιωργάκης ο Πουλής ξαναγύρισε κοντά της. Ήταν μάλλον εκείνο το χαμόγελο και τα βαθιά μάτια. Ήταν και η έλλειψη ανθρώπινης επαφής, το τριπάκι που ξεθύμαινε στο μυαλό του –ο Πουλής πάντως ξαναγύρισε.
Η κατάληψη δεν πήγαινε καλά, μετά τη συναυλία. Περίεργοι τύποι έρχονταν για να μείνουν. Κουβαλούσαν διάφορα, που τα μοίραζαν σε σκονισμένες γωνιές. Ήρθαν και κάτι ξενέρωτοι δημοσιογράφοι, πήρε το θέμα διαστάσεις. «ΟΡΓΙΣΜΕΝΟΙ ΝΕΑΡΟΙ ΑΝΤΙΔΡΟΥΝ» αλλά και «ΛΕΣΒΙΑΚΑ ΟΡΓΙΑ ΣΕ ΚΑΤΑΛΗΨΗ». Τελικά, δεν χρειάστηκε να ρωτήσει κανείς –πολλές από τις κοπέλες ήταν όντως λεσβίες, το έλεγε και η εφημερίδα. Πήραν γραμμή και οι παπάδες, άρχισαν να ρωτάνε φωναχτά τι κάνει το κράτος για την προστασία της εκκλησιαστικής περιουσίας.
Και οι περίεργοι τύποι έγιναν απαιτητικοί. Είχαν κάτι στιλέτα που στα μοστράριζαν για πλάκα, έτσι και είχες αντιρρήσεις στο λογαριασμό. Ο Πουλής τους φοβόταν γιατί τους χρώσταγε.
Πήγαινε πάνω από βδομάδα από τότε που την είδε για πρώτη φορά. Τώρα, αν τον ρωτούσες –ήταν σίγουρος. Την είδε και όχι το είδε.
Δεν σιχαινόταν πια. Τι να σιχαθείς άλλωστε, όταν κοιμάσαι δίπλα σε τουαλέτα με γκρεμισμένη πόρτα και σπασμένη λεκάνη; Είχε συνηθίσει τη μυρωδιά της, όποτε τον άγγιζε –γιατί τον άγγιζε –έτσουζε, όλο και λιγότερο, εντάξει, αντεχόταν. Ένα βράδυ μάλιστα, είχε ξαπλώσει δίπλα του, μέσα από το σλίπινγκ μπαγκ -ένιωθε έναν παγωμένο βάλτο να ρουφάει το δέρμα του ο Πουλής, έτρεμε όλη νύχτα αλλά του άρεσε. Μπορεί και να του σηκώθηκε, ποιος ξέρει;
Τα προβλήματα όμως ήταν αλλού. Ο Πουλής ήταν προληπτικός. Χαζά προληπτικός, γιατί ήταν χαζός γενικώς. Παλιά, ας πούμε, όταν έβλεπε μπάλα και τύχαινε να κερδίσει η ομάδα του, αφιονιζόταν. Αν τύχαινε να είναι αξύριστος την ημέρα της νίκης, έμενε αξύριστος κάθε φορά που έπαιζε η ομάδα. Αν ήταν άπλυτος, δεν πλησίαζε την μπανιέρα. Αν είχε πάει για χέσιμο πριν τον αγώνα, το ίδιο προσπαθούσε να κάνει κάθε φορά. Κόντεψε να πάθει αιμορροΐδες μέχρι να τελειώσει το πρωτάθλημα.
Έτσι και τώρα. Τριπαρισμένος την πρωτοείδε; Σαν παλαβός κυνηγούσε τον κάθε περίεργο για να μην ξεμείνει από τριπάκια. Είχε και την υποψία πως αυτή δεν υπήρχε, πως ζούσε ένα τριπ που δεν ήθελε να τελειώσει. Κοντρολάριζε και καλύτερα το φόβο του όταν ήταν φτιαγμένος. Όχι ότι την φοβόταν πια. Απλά, είχε τύχει να είναι μαζί της κάποιες φορές και όταν κοίταζε πάνω από τον ώμο της (όχι –μέσα από τον ώμο της) διασταυρωνόταν με τα μάτια της σκατόγριας. Συνέχεια στο απέναντι μπαλκόνι, μαυροντυμένη, σκελετωμένη, κατάμαυρα μάτια, δεν ξεχώριζε την ίριδα από τόση απόσταση. Αλλά τη φοβόταν τη γριά.
Μακάρι να μιλούσε μ’ εκείνη. Να της εξηγήσει, να κάνει κάτι, να χαθεί η κωλόγρια. Αλλά εκείνη δεν μιλούσε. Απλά τον άγγιζε και χαμογελούσε ήρεμα. Αυτός δεν άγγιζε. Ρουφούσε μόνο την κόκα κόλα των ματιών της και όσο έπινε τόσο διψούσε. Και, αν μια μέρα δεν εμφανιζόταν, όλα του έφταιγαν του Πουλή. Και δώστου τριπάκια να την ξαναφέρει πίσω.
Το άλλο πρόβλημα ήταν οι κάβλες. Ντρεπόταν να παραδεχτεί πως του σηκωνόταν όσο την έβλεπε, αλλά έτσι ήταν. Τον ακουμπούσε και αναστατωνόταν. Και τι να κάνει δηλαδή; Να το ρίξει στη μαλακία μπροστά της; Κώλωνε. Άσε που, και να έλειπε εκείνη, πάλι δεν μπορούσε να το κάνει. Γιατί την περίμενε κι εκείνη δεν χτυπούσε πόρτες.
Έτσι αποφάσισε να πάει στο κοντινό μπουρδέλο. Εκείνη έλειπε πάλι. Αν μπορείς να πεις βέβαια πως λείπει ο αέρας ο κρύος. Το γεγονός ήταν πως δεν την έβλεπε πουθενά γύρω του. Είχε πάει απόγευμα και ήταν πιο μόνος και από την δυστυχία. Τις τελευταίες μέρες δεν ένιωθε το αριστερό του χέρι. Και τα πόδια του, στα γόνατα παρέλυαν. Μια δούλευαν, δυο αγανακτούσαν, όταν έκανε προσπάθεια να σηκωθεί. Έσπρωξε τον τοίχο με το δεξί χέρι, το καλό, ακούστηκαν κάτι τριξίματα σαν πόρτα αλάδωτη, από τις κλειδώσεις του –σηκώθηκε με τα χίλια ζόρια. Είχε κάτι ψιλά στην τσέπη, τα τελευταία –που να πάει για μεροκάματο, τίγκα στις κράμπες και τη μαστούρα. Σύρθηκε στη σκάλα, απέφυγε έναν περίεργο βαποράκη ανεπιτυχώς, έφαγε ένα κόλλημα στην κουπαστή κι ένα στιλέτο στην κοιλιά. Γλίτωσε απλώς με προειδοποίηση -«φέρε τα λεφτά που μου χρωστάς μη σου απλώσω τ’ άντερα μπουγάδα». Τέλος πάντων, κατάφερε να βγει από το σπίτι.
Το μπουρδέλο βρώμαγε. Μούχλα, σπέρμα και κακό αποσμητικό. Η πουτάνα ήταν για λύπηση, αλλά «κωλώνει το ιππικό;» Μετά τα τυπικά διαπραγματευτικά, ξάπλωσε γυμνός σε ένα ξεχαρβαλωμένο ντιβάνι. Μετά την τυπική αιωνιότητα ήρθε και η πουτάνα. Τον πλησίασε με χαμόγελο που πάγωσε ακαριαία. «Παναγιά μου, τι έχεις πάθει εσύ; Σήκω φύγε μη μου μαγαρίσεις το στρώμα!» Και δώστου να ουρλιάζει, μέχρι η περούκα της έφυγε –μια αξιολύπητη γριά, με κρεμασμένο σώμα που τσίριζε στριφογυρίζοντας. Ο Πουλής βρέθηκε στο δωμάτιό του αστραπιαία, χάνοντας το ενδιάμεσο διάστημα ντυσίματος-τρεξίματος.
Έκλαιγε όταν ήρθε εκείνη. Δεν ήξερε αν ήταν από τα νεύρα ή από την ταραχή, αλλά δεν είχε και καμιά σημασία. Εκείνη του ρούφηξε τα δάκρυα με τα δάχτυλά της. Και όλα ήταν ήρεμα πάλι. Η κωλόγρια είχε πάρει άδεια γι’ απόψε και ο Γιωργάκης ο Πουλής βυθίστηκε σε έναν γλυκερά λασπωμένο ύπνο.
Το επόμενο πρωί τον βρήκαν δίπλα στην πόρτα της τουαλέτας. Με το σλίπινγκ μπαγκ κλειστό ως τη μύτη, αναίσθητα κοιμισμένο. Τον βρήκαν οι μπάτσοι που έσπασαν, ξημερώματα, την κατάληψη. Τα παιδιά αντιστάθηκαν στην αρχή, οι γκόμενες ήταν οι πιο δύσκολες γιατί, αλήθεια, έκρυβαν ξυράφια και στιλέτα στα εσώρουχά τους. Όσο να πεις, βοήθησαν και οι περίεργοι βαποράκηδες που είχαν θρονιαστεί στα ενδότερα –πάνω στα ζόρια, βρέθηκαν περικυκλωμένα τα παιδιά.
Απέξω, μαζί με τις κλούβες περίμενε ο διοικητής του τοπικού αστυνομικού τμήματος, δυο παπάδες και μια σκελετωμένη σκατόγρια, ντυμένη στα μαύρα. Ήτανε, λέει, η προηγούμενη ιδιοκτήτρια, ωραία γυναίκα στα νιάτα της, που της είχε μείνει το σπίτι, γονική κληρονομιά. Και καθώς δεν είχε άλλους συγγενείς, μια αδερφή δίδυμη μόνο που πέθανε πάνω στη γέννα (πνίγηκε, λέγανε, από τον ομφάλιο λώρο) –τη διπλάρωσε η εκκλησία πριν από κάτι χρόνια. Γριά ήταν και τότε, της υποσχέθηκαν ρετιρέ στον Παράδεισο οι παπάδες, τους έγραψε το οίκημα και ακολούθως την τσουβάλιασαν στο εκκλησιαστικό γηροκομείο να ψοφήσει με την ησυχία της. Την είχαν ξεθάψει εσπευσμένα μόλις έμαθαν πως θα γινόταν εκκένωση από την αστυνομία, μην τύχαινε και εμφανιζόταν καμιά κάμερα –να τη στήσουν πρώτη μούρη, όλο το πανελλήνιο θα καταδίκαζε τα ανθρωπόμορφα τέρατα που στερούσαν το σπιτάκι από τη γιαγιούλα. Ευτυχώς που δεν ήρθε κανένας, γιατί έτσι ξεδοντιάρα και φρικαλέα που ήταν η γριά –δεν θα πούλαγε ούτε μονόστηλο.
Αφού τους μαζέψανε, άρχισαν την επιθεώρηση του κτιρίου. Να καταγράψουν τι ζημιές έκαναν οι κανίβαλοι στο ερείπιο –έτσι έπεσαν πάνω στον Πουλή. Χαμπάρι ο δικός σου από το σαματά, είχε πλημμυρίσει και η τουαλέτα –κοιμόταν μακάριος ο Πουλής μέσα στα λασπόνερα. Πήγαν να τον σηκώσουν δυο νταβραντισμένοι ΕΚΑΜήτες αλλά τον βρόντηξαν πάλι κάτω, αηδιασμένοι. «Ρε μαλάκα, αυτός σάπισε».
Εκεί, κολλητά στον τοίχο με το ξεχαρβαλωμένο παράθυρο, έξω από την τουαλέτα, περιμάζεψαν οι νοσοκόμοι τον Πουλή. Δωμάτιο δεν υπήρχε κοντά –στα 20 μέτρα άρχιζαν κάτι ετοιμόρροπες πόρτες, γι’ αυτό ο παπάς αναγκάστηκε, σε αυτό το σιχαμερό περιβάλλον, να του διαβάσει την ευχή –νομίζοντάς τον πεθαμένο.
Ο Γιωργάκης ο Πουλής πέθανε, αλλά όχι τότε. Άντεξε εφτά μέρες ακόμα στο νοσοκομείο –ολική παράλυση διέγνωσαν οι γιατροί, ένα μικρόβιο, σου λέει, που νεκρώνει όλους τους μύες, ζήτημα χρόνου ήταν να σταματήσει και την καρδιά.
Οι γονείς του ποτέ δεν έμαθαν που χάθηκε το παιδί. Όχι ότι τους έκαιγε κιόλας –τελειωμένο τον είχαν από τότε που έμπλεξε με τους αληταράδες και κουρεύτηκε σαν κόκορας. Και μέχρι να πεθάνει, δεν συνήλθε ποτέ ο Γιωργάκης ο Πουλής, μόνο κάτι σαλιάρικες ασυναρτησίες παράτησε δίπλα στα λερωμένα σεντόνια του θαλάμου.
Τον έκαψαν σε κλίβανο όταν πέθανε, γιατί είχε φτάσει σε προϊούσα σήψη ο Γιωργάκης ο Πουλής. Για την κοπέλα με τα άσπρα δεν έγινε καθόλου κουβέντα.
50 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Πιστεύω πως ότι και να πω είναι λίγο.Ανατρίχιασα!
Τα παραλές αλλά ευχαριστώ
Δεν τα παραλέω βρε συ.Απλώς μου άρεσε πολύ.
Στενοχωρήθηκα λίγο, θυμήθηκα δικούς μου γνωστούς....άλλαξες διαπαντός την έννοια της έκφρασης "έφυγε σαν πουλάκι"...
fainetai kalo,8a to diabaso to brady.Na min mas apeileis alli fora gia mikro sentonaki
kalwstonakiasargise.
ap'ta very best sou
Epsilon μακάρι να μου το έλεγες πριν να το βάλω τίτλο.
zouri δεν είναι καλό.
mmg δεν είμαστε με τα καλά μας!
you may ευχαριστώ όπως και νάχει
oudepote ypainixthin kati tetoio filtate.
safwskaideneisastemetakalasas.
xanathetw-apotakalyterasas.-
an symplirwsw reantapodw tha aisthantheis bttr?
Πωπώ αρρώστησα αρχηγέ!Γαμώ τα murder ballads που εντελώς συμπτωματικά έχω μαζί μου...Oλα καλά?Tο κομμάτι γ...!
ματς μουτς μπέτερ (μπορεί και πτι μπερ)
Για όλα καλά το πάει η νεκροψία reservoir. Τρέχουμε σχετικώς, αλλά που θα πάει "θα γυρίσει ο κοχλίας -να γαμήσει κι ο Ηλίας".
Εσύ ζεις;
pti-mperntes
Κοιτα να δεις, πανω που εχω αραξει, τσιγαρακι φρεντο κτλ για ανανγνωση ημισεντονου, με φωναζει απροσκλητος και εντελως αγενης ο αφεντικος. Τσκτσκτσκ ουτε μια απολαυση δεν μας εχει μεινει στη ζωη. Θα το διαβασω, σε λιγο το υπολοιπο.
Δεν κόβονται με τίποτα οι κακές συνήθειες companero...Μια χαλίκι,μια τσιμέντο, και τα ρέστα μου!!!(Περιτό να σου πω ότι πρέπει να βάζω το σεντονάκι σου σε word γιατι δε βλέπω τίποτα, αλλά χαλάλι σου μπαγάσα!)
εγώ δεν φοβάμαι τους νεκρούς.Τους ζωντανούς φοβάμαι.
Averel διάβασες το μισό κι αντέχεις άλλο τόσο; Ήρωας. Από τον παππού σου έμοιαξες εσύ -να το ξέρεις. Δεν κατάφερα να βγάλω άκρη για συνάντηση σήμερα -τρέχω και με κυνηγάνε (μάλλον γι' αυτό τρέχω). Το παλεύω πάντως.
reservoir φταίει το γαμημένο το layout που είναι μακρόστενο σα διαχωριστική γραμμή. "Άτιμο layout που άλλους τους ανεβάζεις και άλλους τους κατεβάζεις στα Τάρταρα" που έλεγε κι η σχωρεμένη.
Δεκτόν cherry, μόνο που υπάρχει τεχνικό πρόβλημα όταν προσπαθείς να πηδήξεις τον αέρα.
Συγνώμη κύριέ μου, οσο μεγαλώνει το κείμενο μικραίνουν τα γράμματα ή τυφλώθηκα τελείως;
(πολύ καλό το σημερινό τεμάχιον)
the twilight post...
mourlia.
...
ΜουΒου τουλάχιστον ο αέρας δεν αντιστέκεται!
Φύγαμε πάλι φίλτατε!
Πιάστηκε το δάκτυλο από το σκρολάρισμα αλλά άξιζε.
Μου άφησε μια γεύση αδικίας.
Αλλά θα μου πεις έτσι είναι τα πράγματα.
Πρέπει να το διαβάσω ξανά, μου έφυγαν κάποιες λεπτομέρειες στο δρόμο.
Mα... μα... σνιφ, σνιφ!
...Μύρισε γκάζια!!!
Να βρεθούμε στο μπαράκι του JOE;
Gordon, ίδια τα βλέπω ρε γαμώτο. Θα τα κόψω τα σεντόνια, μου φαίνεται οτι θα έχουμε προβλήματα (μου έρχεται και ένας συνειρμός με τη μαλακία και την τύφλωση -αλλά η δικιά μου μαλακία να τυφλώνει άλλους;)
Godot thanx
Nada την ίδια απορία έχω κι εγώ.
Cherry αυτό είναι το κακό. Αν δεν βρεις κάπου κόντρα θα καταλήξεις με το πουλί στα πλακάκια.
Στο μπαράκι του Joe σίγουρα,sigmund. Κάνε τον κόπο να ρίξεις μια ματιά στα σχόλια του ποστ για το Rock in Athens. Ήρθε κι άλλος ξεχασμένος από την παλιά κακή εποχή.
"Σαν τις μύγες στα σκατά."
Ναι αλλά τι μύγες, ε!
Γαμάτες, με κουλτούρα και άποψη!
Τα σκατά, αυτά μένουν πάντα ίδια.
Πέρασα από την πλατεία μετά από πολύ καιρό πηγαίνοντας για την Στουρνάρα και έπαθα.
Χάλιαααααααα...
Χάθηκε το χρώμα.
sig01 asto.
min to xanakaneis. meine me tin anamnisi kalytera.
Akou kai mena pou menw dipla...
Boy ase tis apeiles pou tha kopseis ta sentonia kai tha meinoume xespepastoi...
πωπω φοβερή ιστορία.
Άσχετο αλλά τι τηλεπάθεια είναι αυτή σήμερα! Μας έπιασε όλους το επαναστατικό; Με ενημέρωσε ο Godot για το ποστ σου, στην αρχή νόμιζα οτι έλεγε ενα παλιότερο σου περι πανεπιστημίων! Και μετά είδα αυτό και έμεινα!!!
Εγώ πλεόν τα εκτυπώνω τα Posts σου..σιγά που θα βγάζω τα μάτια μου στην οθόνη! Πριν κοιμηθώ και μια ιστορία..Φοβερή και του Φίλιππου αλλά αυτή ακόμα καλύτερη..
Επιτελους το διαβασα. Σεντονι champions league, ξηγηθηκες και σημερα.
Εξαιρετικό φίλε ΜΒοΥ,
μύρισε αληθινά σήψη, και η όλη ατμόσφαιρα...Υπέροχο. Μου θύμισε μια κατάληψη εκεί κοντά στην Αραχώβης, πριν πολλά-πολλά χρόνια, τότε που ήμουν Ελλάδα. Έγιναν κάπως έτσι τα πράγματα, αλλά, όπως συνήθως η πραγματικότητα σχεδόν πάντα ξεπερνά την φαντασία.
Μπράβο φίλε.
Κοντά έπεσες Ροϊδη, αν και είχα στο μυαλό μου περισσότερο την κατάληψη στη Χέυδεν. Ευχαριστώ πάντως.
Ρε sigmund πέρασες από την πλατεία και δεν έκανες ένα σήμα να πιούμε τίποτα καφέδες; 2 δρόμους πιό πάνω δουλεύω. Να μην ξαναγίνει. Να μη (ξανα)χανόμαστε έτσι;
Averel είσαι ήρωας -το κούνησες πάλι το σεντόνι.
Godot το όνειρο της ζωής μου είναι να μπορώ να πω ότι θέλω με 2 κουβέντες. Τόσο μαλάκας!
montressor καλώς την. Να ακούμε από σένα κι ας είναι να λες και θετικά.
Μαριρένα, ισχύει ακριβώς το ίδιο. Καλά, πριν κοιμηθείς, τέτοια πράγματα διαβάζεις; Δεν τρως καλύτερα 2 φέτες πεπόνι;
Θα το δω το μεσημέρι και θα τοποθετηθώ. Την καλημέρα μου.
one more man gone
one more man gone
one more man
καλημέρα
και μία Guiness στο 4.
Αμάν, την τοποθέτησή σου φοβάμαι Λίτσα.
jean -the good son? Καλό μου παιδί, σα να λέμε, θα οργανωθούμε ή θα μας φάει η απόσταση; Θέλει και ο Averel να επανορθώσει την απουσία του με καινούργια συνάντηση (μαλάκα -είμαι ποιητής!), θέλω κι εγώ να στείλω ανταπόκριση με τα σχόλια του Fidel για το Αίγυπτος-Κορέα (υπάρχει τέτοιο πράγμα;). Θ' ανοίξουμ επιτέλους;
Καλημέρα.
Κοφτός ο αφρός έτσι;
today?
same shittyplace?
same shittytime?
Να σου πω, άμα γράψω ότι είναι καλό θ' αρχίσεις τα "όχι δεν είναι" κλπ. Άμα γράψω, "τι μλκ έκατσες κι έγραψες πάλι" θα είναι ψέματα.
Δεν γράφεις κανένα κείμενο κριτικής να έχω να σχολιάσω?
(Εξαιρετικό ήταν, πάντως).
jean -κλωτσάς ένα ψόφιο άλογο τώρα. Σήμερα είμαστε άυπνοι, άφραγοι, ασκαρδαμηκτί. Και ο Averel δουλεύει μέχρι αργά. Τι λες για την Κυριακή; Να έχουμε πάει και μια εκκλησία -να μας έχει φωτίσει κι ο κύριος με τα σου (και τα εκλέρ.
Λίτσα, ευχαριστώ κ.λπ. απλά το συγκεκριμένο ήταν δοκιμαστικό. Ήθελα να δω αν γίνεται να περιγράψω κάτι που δεν ξέρω. Ζητάς κείμενο -βρισίδι έτσι; Γιατί κάπως έτσι μου βγαίνει η τεκμηριωμένη κριτική.
Κι άλλος που τραβάει τα ίδια ζόρια με μας.
"sigmund κάτσε να μάθω τιμές και τα λέμε. Ειδικά εκείνο το Terra Vibe στο λαιμό μου κάθεται... :-)))))))"
http://blueswiththehealer.blogspot.com/
Άκου 50 ευρώ ο Roger Waters στη Μαλακάσα.
Ούτε στο Ηρώδειο να έπαιζε.
Δηλαδή 3 άτομα και πήγαινε-έλα-πιες και την γαμομπύρα, πακέτο 200 ευρώ.
pswfalogo,
gia anathewrise kommataki
bout 2nite.spk L8er
..e oxi kai peponi xenerwta pragmata:P και γιατι 2 φέτες?με προβλημάτισες τώρα..Πάω για ουζάκια να στρώσω
ναι ρε
αναθεωρήστε
αλλιώς άλλη μέρα.
Καλό, πολύ καλό.
Πράγματι πολύ καλό.
ΟΚ, η δοκιμή επιτυχής, μπορείς να περιγράψεις κάτι που δεν ξέρεις. Ναι, κείμενο-βρισίδι, λέω. Έχεις πολύ καιρό να γράψεις τέτοιο, και έπαθα στέρηση. Εκτός κι αν μας το φυλάς για μετά την Κούβα.
Άσχετο, αλλά η περιγραφή της λευκής κυρίας, μου θύμισε αορίστως τα πνεύματα που καλεί η μαντάμ Ολκότ στο "Εκκρεμές".
Είχα την ίδια αίσθηση. Μόνο λίγο πιο gothic. Εύγε.
Πότε μαζευτήκατε εσείς εδώ και δεν σας πήρα χαμπάρι;
sigmund μας έχουν πηδήξει οι συναυλίες. Να φανταστείς πλήρωσα τον Cave και έμεινα με 2 ευρά στην τσέπη. Έχω πάρει και Stones και είμαι στην αναμονή για να γιάνει ο τρελλόγερος -ξόφλησα για καλοκαίρι. Πάντως ψήνεται η φάση για τη μεγάλη επιστροφή γνωστών και αγνώστων στη συναυλία του Cave. Γουστάρω να μαζευτούμε πολλοί και να το ξεφτιλήκουμε.
mmg αναθεωρητής εγώ δεν γίνομαι. Άσε που έπρεπε να κάνω τον Ζορό για την πάρτη σου χτες βράδυ.
jean Κυριακή παιδί μου -να το φιξάρουμε για να προλάβουν αν ειδοποιηθούν και οι λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις.
Μαριρένα ο καλλιτέχνης αναφέρεται στην σκηνή της ταινίας "η Αλίκη στο ναυτικό". Αλλά με τα ούζα μάλλον το θυμήθηκες.
lamiotis ευχαριστώ. Αν γίνεται άλλαξε το id σου ρε αδερφάκι μου -μόνο άσχημες εμπειρίες έχω από τη Λαμία. Συγνώμη που στο λέω έτσι; Αλλά με πιάνει ανατριχίλα κάθε που σε βλέπω και χωρίς να φταις.
Λίτσα το βρισίδι το σέρβιρα όσο το ζητούσες. Για ποιό "εκκρεμές" λες; Του Φουκώ; Το είχα διαβάσει παλιά αλλά την κυρία δεν τη θυμάμαι. Μπορεί να έμεινε υποσυνείδητα, αν ήταν εκεί.
Πότε μαζευτήκατε εσείς εδώ και δεν σας πήρα χαμπάρι;
sigmund μας έχουν πηδήξει οι συναυλίες. Να φανταστείς πλήρωσα τον Cave και έμεινα με 2 ευρά στην τσέπη. Έχω πάρει και Stones και είμαι στην αναμονή για να γιάνει ο τρελλόγερος -ξόφλησα για καλοκαίρι. Πάντως ψήνεται η φάση για τη μεγάλη επιστροφή γνωστών και αγνώστων στη συναυλία του Cave. Γουστάρω να μαζευτούμε πολλοί και να το ξεφτιλήκουμε.
mmg αναθεωρητής εγώ δεν γίνομαι. Άσε που έπρεπε να κάνω τον Ζορό για την πάρτη σου χτες βράδυ.
jean Κυριακή παιδί μου -να το φιξάρουμε για να προλάβουν αν ειδοποιηθούν και οι λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις.
Μαριρένα ο καλλιτέχνης αναφέρεται στην σκηνή της ταινίας "η Αλίκη στο ναυτικό". Αλλά με τα ούζα μάλλον το θυμήθηκες.
lamiotis ευχαριστώ. Αν γίνεται άλλαξε το id σου ρε αδερφάκι μου -μόνο άσχημες εμπειρίες έχω από τη Λαμία. Συγνώμη που στο λέω έτσι; Αλλά με πιάνει ανατριχίλα κάθε που σε βλέπω και χωρίς να φταις.
Λίτσα το βρισίδι το σέρβιρα όσο το ζητούσες. Για ποιό "εκκρεμές" λες; Του Φουκώ; Το είχα διαβάσει παλιά αλλά την κυρία δεν τη θυμάμαι. Μπορεί να έμεινε υποσυνείδητα, αν ήταν εκεί.
Περάσαμε και στην φανταστική λογοτεχνία με μεταφυσικά στοιχεία? Τρέμε Stephen King!!! (Ποιος θα του εμφυσήσει λίγο καπιταλισμό ρε παιδιά?)
Ρε Atronα είσαι πολύ πονηρός. Βασικά διαβάζω μια βιβλιάρα του King που λέγεται "περι συγγραφής" (είχα πάντα την απορία για το πως σκέφτεται ο γίγαντας). Αυτό φταίει που μου έκανε κώλο τη θεματολογία και είπα να δοκιμάσω κάτι που δεν ξέρω να κάνω. Κακές επιρροές. Αλλά το βιβλίο πάρτο με κλειστά μάτια. Μάλλον ότι καλύτερο έχει εκδώσει μετά τη Ρίτα Χέιγουορθ και το Καλοκαίρι της Διαφθοράς.
Πάντως, το δικό μου κειμενάκι είναι φόλα καθότι δοκιμαστικό.
Γιατί σε πιάνει ανατριχίλα με τη Λαμία; Μια χαρά πόλη είναι! Όσο για το Id μη μου ζητάς να το αλλάξω γιατί θα πάθω κρίση προσωπικότητας! Το έχω αλλάξει ήδη μια φορά, δεύτερη δε γίνεται!!! Πάντως αν περάσεις ποτέ από 'δω θα χαρώ να σε ξεναγήσω για να ξεχάσεις τις άσχημες εμπειρίες!
Άστα φίλε, πονεμένη ιστορία για μένα η Λαμία -από πολλές πλευρές. Σε ευχαριστώ για την πρόσκληση αλλά δεν. Κάποτε, ελπίζω να βρεθούμε από κοντά και θα σου εξηγήσω. Όχι στη Λαμία πάντως.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!